ἔχειν φάτταν , ὑπὲρ οἰκίας εὑρόντες πανδοκεῖον . Λόγος τις διεφοίτα λέγων τοὺς Σωκράτους λόγους ἐοικέναι τοῖς Παύσωνος γράμμασι .
ἔδοξεν : ἐπειδὴ γὰρ νὺξ ὑπέλαβεν , οἰμωγὴ τῆς Θέτιδος διεφοίτα τὸν στρατὸν ἀνευφημούσης τε καὶ τὸν υἱὸν βοώσης .
5749808 Κυνοσουριδος
ῥά τε καὶ μήκιστα διωκόμενος περὶ κύκλα οὐδὲν ἀφαυρότερον τροχάει Κυνοσουρίδος Ἄρκτου . Αὐτὸς μὲν νωθὴς καὶ ἀνάστερος οἷα σελήνῃ
ὁ δ ' ἀνέρχεται αὐτίκα μᾶλλον . Τῆμος καὶ κεφαλὴ Κυνοσουρίδος ἀκρόθι νυκτὸς ὕψι μάλα τροχάει : ὁ δὲ δύεται
5582599 ἐσπασατο
δὲ γένος , συμπαίζουσαν τῷ βασιλεῖ , νομίσας πολεμίαν , ἐσπάσατο περιχανὼν τὸν δεξιὸν τὸν ὦμον καὶ ταύτης σάρκας καὶ
δὲ ἄρα ἰχθὺς πυνθάνομαί ἐστιν . ἐξ ὅτου μὲν οὖν ἐσπάσατο τὴν ἐπωνυμίαν ἐκείνην , εἰπεῖν οὐκ οἶδα : κέκληται
5574585 ἰσχια
τύχῃ ἐξιὸν τὸ λυποῦν ἐκεῖνο φλέγμα , ἤτοι δὲ πρὸς ἰσχία ἢ τὴν κύστιν αὐτὴν χωρήσῃ , τοὺς ἰσχιαδικοὺς καὶ
γὰρ λέγονται οἱ τοιοῦτοι ἀστράγαλοι . καὶ οἱ λίσποι τὰ ἰσχία . καὶ λίσποι οἱ ἐκτετριμμένοι ἀστράγαλοι ἐπιθετικῶς . Λίσφοι
5558085 Ἀρκτοι
ἐκ βορέαο ὑψόθεν ὠκεανοῖο . Δύω δέ μιν ἀμφὶς ἔχουσαι Ἄρκτοι ἅμα τροχόωσι : τὸ δὴ καλέονται Ἅμαξαι . Αἱ
δ ' οὐ θέμις , ἀλλὰ τά γ ' αὐτὸν Ἄρκτοι κωλύουσι , πόδας καὶ γοῦνα καὶ ἰξύν . ἐν
5546616 ἐῤῥυη
ἔπειτά τι καὶ αἷμα ἐκ τοῦ κατ ' ἴξιν σμικρὸν ἐῤῥύη . Τῇ οἰκέτιδι , ἣν νεώνητον ἐοῦσαν κατεῖδον ,
, δύσπνοός τε ἦν . Ὀγδόῃ , ἀγκῶνα ἔταμον : ἐῤῥύη πολλὸν , οἷον ἔδει : ξυνέδωκαν μὲν οἱ πόνοι
5510948 σακεϊ
' Ἀχιλῆα κυκώμενον ἵστατο κῦμα , ὤθει δ ' ἐν σάκεϊ πίπτων ῥόος , οὐδὲ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι . ἀραττομένων
ὑπὸ μητέρα δύσκεν εἰς Αἴανθ ' : ὃ δέ μιν σάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ . Ἔνθα τίνα πρῶτον Τρώων ἕλε Τεῦκρος
5487520 γναθων
δὲ τῷ βουληθέντι τοὺς ὀδόντας ἐπ ' ἀλλήλων ἐρείσαντι τῶν γνάθων ἑκατέραν ἕλκειν ἐπὶ τἀναντία πρὸς τὰ τοῦ τραχήλου πλάγια
ποιεῖ : ἔπειτα δὲ ὅσον δεῖ ἀπέχειν τὸν χαλινὸν τῶν γνάθων . ὁ μὲν γὰρ ἄγαν πρὸς αὐταῖς τυλοῖ τὸ
5469621 νειοθεν
τὴν βρύχιον καὶ βαθεῖαν . τὸ δὲ βρύχιον ἀντὶ τοῦ νείοθεν καὶ ἀπὸ τοῦ βυθοῦ . . ᾖσαν δὲ καὶ
ῥόος παλίνορσος [ ] , ὅπῃ πιτυώδεος [ ] ὕλης νείοθεν ἐρρίζωντο συνήλικες ἔρνεσι νύμφαι . τοῖα δ ' Ἁμαδρυάδων
5394635 Τημος
καὶ αὐτὴν ἔσχατον οὐρὴν Κενταύρου φορέουσιν ἀνερχόμεναι ἔτι Χηλαί . Τῆμος ἀποιχομένην κεφαλὴν μέτα δύεται Ἵππος , καὶ προτέρου Ὄρνιθος
καὶ αὐτὴν ἔσχατον οὐρὴν Κενταύρου φορέουσιν ἀνερχόμεναι ἔτι Χηλαί . Τῆμος ἀποιχομένην κεφαλὴν μέτα δύεται Ἵππος , καὶ προτέρου Ὄρνιθος
5356241 ἐπεκειτο
: ἔλαμπε , Γοργὼν δ ' ὡς : ἡ Γοργὼν ἐπέκειτο τοῖς μετώποις τοῖς ἱππικοῖς προσδεδεμένη μετὰ κωδώνων , ψόφον
διαφερόντων ἐν ὡραιότητι . Μετὰ δὲ τὴν τοῦ μαιάνδρου διάθεσιν ἐπέκειτο σχιστὴ πλοκή , θαυμασίως ἔχουσα , ῥομβωτὴν ἀποτελοῦσα τὴν
5333589 Πρωτῃ
καὶ εἰς ὃ ἱδρύ - σατο φροντιστήριον ἐν τῇ νήσῳ Πρώτῃ ἐκπέμπουσι : βραχὺ δέ τι ἐπιβιοὺς μετὰ τὴν τῶν
, τὸ ἐνθεῦτεν χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε . Πρώτῃ δὲ Φωκαίῃ Ἰωνίης ἐπεχείρησε . Οἱ δὲ Φωκαιέες οὗτοι
5328349 νωτα
ἔχουσα : καλυπτομένης δ ' ἐνὶ πέπλωι γλαυκὸν ἐρευθομένων ἀμαρύσσετο νῶτα χιτώνων , οἷα κάλυξ φοίνισσεν ἀεξομένου ῥοδεῶνος . καὶ
ἀφανίζουσα τοῖς θηραταῖς τὰ ἴχνη : ἑαυτὴν γὰρ ἐπισύρει κατὰ νῶτα καὶ παρεισελθοῦσα ἡσυχάζει . Ἀρχὴν ἰᾶσθαι πολὺ λώϊον ἢ
5314368 καρτεραι
ἐπεπόμφει . ὡς δὲ συνέβαλεν ἑκατέρωθεν τὰ στρατεύματα , μάχαι καρτεραὶ γίνονται κατ ' ἐκεῖνα τὰ χωρία , καὶ κρατεῖ
πιστὸν ἐγκαταλιπεῖν . ἐγένοντο μὲν οὖν καὶ τειχομαχίαι τινὲς αὐτόθι καρτεραὶ καὶ πρὸ τῶν ἐρυμάτων ὀξεῖαι μάχαι : οὐ μὴν
5306285 στηθεα
Χαροποὶ , μεγάλοι , κεφαλὴ σμικρὴ , αὐχὴν λεπτὸς , στήθεα στενὰ , εὐάρμοστοι . Κεφαλὴ σμικρὴ , οὐδ '
φίλῳ μέγα χάρμα τοκῆι : ὣς ὃ Νεοπτολέμοιο κάρη καὶ στήθεα κύσσεν ἀμφιχυθείς , καὶ τοῖον ἀγασσάμενος φάτο μῦθον :
5304430 συνεγγιζοντα
, τὰ δὲ τῶν ἀρχαγγέλων μᾶλλόν τι τοῖς θείοις αἰτίοις συνεγγίζοντα , τὰ δὲ τῶν ἀρχόντων , εἰ μέν σοι
βαρῶν . φέρεται γὰρ καὶ ταῦτα τάχιον μὲν κατὰ τὸν συνεγγίζοντα τῷ κάτω τόπον , πρὸς ὅν ἐστι καὶ ἡ
5269018 δευτεραιος
καὶ ἐφεξῆς , ἐν δὲ τῷ ποσταῖος ; αὐθημερόν , δευτεραῖος , τριταῖος καὶ ἐφεξῆς , ἀορίστως δέ , πολλαπλάσιος
ἀπαντᾶν τοῖς πολεμίοις καὶ διακινδυνεύειν . κατὰ δὲ τὴν ὁδοιπορίαν δευτεραῖος θυσίαν ἐπετέλεσε τοῖς θεοῖς καὶ τὴν δύναμιν εὐωχήσας πολυτελῶς
5267296 ἰξυν
λοιπῷ τὸν Γλαῦκον δηλοῖ τὰ οὐραῖα ἐξηρμένα καὶ πρὸς τὴν ἰξὺν ἐπιστρέφοντα , τὸ δὲ μηνοειδὲς αὐτῶν ἁλιπορφύρου τι ἄνθος
ἔπειτα νηδύα , τῇ δ ' ἐφύπερθε συνήρμοσε νῶτα καὶ ἰξὺν ἐξόπιθεν , δειρὴν δὲ πάρος , καθύπερθε δὲ χαίτην
5253749 ἀκρωμια
πλατέα ὀστᾶ , ὧν ἡ διὰ μέσου ὑπεροχὴ ῥάχις : ἀκρώμια δ ' οἱ σύνδεσμοι τῶν κλειδῶν καὶ τῶν ὠμοπλατῶν
τὰς ἐπὶ κεφαλήν . μικρὸν γὰρ τὸ βάρος καὶ τὰ ἀκρώμια καταρρέοντα . ἀλλὰ τούς γε τοιούτους εἰκὸς ἐπὶ πόδας
5251068 ἀραβησε
ἀράβησεν : ἤχησεν : κυρίως ἄραβος , ἀραβῶ ἀραβήσω : ἀράβησε δὲ τεύχε ' ἐπ ' αὐτῷ : καταχρηστικῶς δὲ
ἐν γαστρὶ διὰ ζωστῆρος ἔλασσε : δούπησεν δὲ πεσών , ἀράβησε δὲ τεύχε ' ἐπ ' αὐτῷ . Ἔνθ '
5246652 χαλκοπαρῃου
ἀλεξητῆρα μάχης Ἀντήνορος υἱὸν νύξε κατὰ κρόταφον , κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου . οὐδ ' ἄρα χαλκείη κόρυς ἔσχεθεν , ἀλλὰ
ὄψεσιν ἐπισκοτοῦσα . ἐν δὲ τῷ εἰπεῖν “ κυνέης διὰ χαλκοπαρῄου ” ἀπὸ μέρους τὴν ὅλην χαλκῆν . κύπελλον ποτὲ
5245344 ἠεροεις
. Δελφὶς δ ' οὐ μάλα πολλὸς ἐπιτρέχει Αἰγοκερῆϊ μεσσόθεν ἠερόεις . Καὶ τὰ μὲν οὖν βορέω καὶ ἀλήσιος ἠελίοιο
ὀδόντες . ῥινὸς δαιδαλέος , χροιῇ τ ' ἐπὶ παμφανοώσῃ ἠερόεις , πυκινῇσι μελαινομένῃσιν ὀπωπαῖς . ὠκύτατον θείει , καί
5228812 ὀλοφωιος
θέσφατον ὄλβον . εἰ δὲ Κρόνος κρυόεις Ἄρης τ ' ὀλοφώιος εἶεν ἀμφὶ Σεληναίῃ , μινύθους ' ἐρικυδέα ἔργα ἠδ
στυγερὸς καὶ ἄφυκτος ὄλεθρος , ἶσα δὲ καὶ Στίλβοντι μιγεὶς ὀλοφώιος Ἄρης . ἢν δὲ Κρόνος καὶ Ἄρης ὁ μὲν
5218488 Κυων
ʹ : ὁ καλούμενος Ἀντάρης ἐπιτέλλει . ὡρῶν ιε : Κύων ἑῷος δύνει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ
ἐπὶ πλέον ἄχρι παρ ' αὐτὸν Κρητῆρα , φθάμενος δὲ Κύων πόδας αἴνυται ἄλλους ἕλκων ἐξόπιθεν πρύμναν πολυτειρέος Ἀργοῦς :
5207165 Αἰξ
μετίασι δυόμενοι : νότια . Ἐν δὲ τῇ ιθῃ Εὐκτήμονι Αἲξ δύνει . Ἐν δὲ τῇ καῃ Εὐδόξῳ Σκορπίος ἑῷος
ἐπιτέλλει : καὶ χειμαίνει . Ἐν δὲ τῇ κγῃ Εὐδόξῳ Αἲξ ἑῴα δύνει . Ἐν δὲ τῇ κϚῃ Εὐδόξῳ Ἀετὸς
5204898 Ὀφις
τῆς Κασσιεπείας ὁ ἐν τῷ γόνατι . Δύνει δὲ ὁ Ὄφις ἐν ὥραις τρισὶν ὡς ἔγγιστα . Τῆς δὲ Λύρας
Ἄρκτων , Ἀρκτοφύλαξ , Στέφανος , Ἐνγόνασιν , Ὀφιοῦχος , Ὄφις , Λύρα , Ὄρνις , Ὀϊστός , Ἀετός ,
5202193 ἐπιφρασθεις
, ὑποκρινάμενοι τὸν χῶρον οἳ δὲ παρήλαυνον . Ἀρχίης δὲ ἐπιφρασθεὶς λέγει πρὸς Νέαρχον “ ὦ Νέαρχε , τούτους τοὺς
οἰκεομένην ἐπὶ γηλόφου οὐ πόρρω τοῦ αἰγιαλοῦ . καὶ Νέαρχος ἐπιφρασθεὶς ὅτι σπείρεσθαι τὴν χώρην εἰκός , λέγει πρὸς Ἀρχίην
5200897 ἰσχιων
κάτω τῇ ἕδρᾳ , τὰ δὲ πλάγια τοῖς σαρκώδεσιν τῶν ἰσχίων , τὸ δὲ ἄνω τῷ τραχήλῳ τῆς κύστεως :
, τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν καὶ τῆς κοτύλης καὶ τῶν ἰσχίων : μέμνηται δὲ τῆς κοχώνης καὶ ἐν Σκηνὰς Καταλαμβανούσαις
5195252 ὑστατα
αὖθις τὰ ἄκρα τῶν ὀστέων , ὥσπερ δενδρέου τὰ ἀκρότατα ὕστατα ὀζοῦται : οὕτω καὶ τοῦ παιδίου διίστανται ἀπ '
αὐτῆς . ἀρκέσει δ ' ἐπιζεύξασιν εὐθεῖαν γραμμὴν ἐπὶ τὰ ὕστατα σημεῖα τοῦ ἑκατέρωθεν παράπλου τὸ πᾶν ἐκπληρῶσαι σχῆμα τῆς
5177000 γονατα
τὴν χεῖρα ὅσον τριχοίνικον ἄρτον καὶ κρέα θέμενος ἐπὶ τὰ γόνατα ἐδείπνει . κέρατα δὲ οἴνου περιέφερον καὶ πάντες ἐδέχοντο
; οὐχὶ καὶ ταῦτα σά ἐστι , καθάπερ καὶ τὰ γόνατα ; . . καὶ ἐτελεύτα μὲν ὃν εἴπομεν τρόπον
5150661 ἐμπελασειε
: ἤτοι τὰ φάρμακα σημεῖα * καρήασιν : κεφαλαῖς * ἐμπελάσειε : πλησιάσειεν προσεγγίσειε ἄμποτε * δῆγμα : σπάραγμα ὀδόντων
* ἰόν : τὸ φάρμακον * ἐχθρῶν . . . ἐμπελάσειε : ἠθικώτατα τοῦτο εἴρηται * τέρα : ἤτοι τὰ
5146608 τελματωδη
ταύτῃ βασιλέων , καὶ τὸ τελευταῖον Παλῶδες , ἀπὸ τοῦ τελματώδη καὶ πηλῷ προσεοικυῖαν ὑφιζάνειν αὐτῷ τὴν τῶν ποταμῶν πρόχωσιν
ποταμὸς ὠχύρωκε , τὰ δ ' ἔρημος περιέχει καὶ πεδία τελματώδη τὰ προσαγορευόμενα Βάραθρα . ἔστι γὰρ ἀνὰ μέσον τῆς
5135527 προῃει
ἐν ταῖς πύλαις τὸν αὐτὸν τρόπον ἐπιμαρτυράμενος εἰς τὴν ἀγορὰν προῄει : ἐκεῖ δὲ καταστὰς τοῖς ἐν τέλει περὶ ὧν
προεβλήθη ἐν Κωνσταντινουπόλει ἔπαρχος πραιτωρίων καὶ ἔπαρχος πόλεως . καὶ προῄει μὲν ὡς ἔπαρχος πραιτωρίων εἰς τὴν καροῦχαν τῶν ἐπάρχων
5114959 Ἀνδρομεδης
δὲ κνήμη καὶ ἀριστερὸς ὦμος ἐπ ' αὐτοῦ Περσέως , Ἀνδρομέδης δὲ μέσην ἀγκῶνος ὕπερθεν δεξιτερὴν ἐπέχει : τὸ μέν
οἷα σελήνῃ σκέψασθαι , ζώνῃ δ ' ἂν ὅμως ἐπιτεκμήραιο Ἀνδρομέδης : ὀλίγον γὰρ ὑπ ' αὐτὴν ἐστήρικται , μεσσόθι
5112387 δεξιτερῃ
καὶ ἐν κονίῃσι βάλεν , τοῦ δ ' ἆσσον ἰόντος δεξιτερῇ σκαιῆς ὑπὲρ ὀφρύος ἤλασε χειρί , δρύψε δέ οἱ
τε θέειν σθεναρόν τε μάχεσθαι . καὶ δ ' ἄρα δεξιτερῇ μὲν ἐπικραδάοιεν ἄκοντας ἀμφιδύμους ταναούς , δρεπάνην δ '
5111263 Ὑδρης
Ταύρου πόδας ἄκρους , καὶ καλὴν ζώνην θηροκτόνου Ὠρίωνος , Ὕδρης θ ' ὁλκὸν ἀπειρεσίης , Κρητῆρά τε μέσσον ,
δέ τέ οἱ ζώνη εὐφεγγέος Ὠρίωνος καμπή τ ' αἰθομένης Ὕδρης : ἐνί οἱ καὶ ἐλαφρὸς Κρητήρ , ἐν δὲ
5101787 ἀντελλοντι
κάρη δ ' ἑτέρης μετὰ χειρὸς τόξῳ ἀνέρχονται καὶ Τοξότῃ ἀντέλλοντι . Σὺν τοῖς Ἑρμαίη τε Λύρη καὶ στήθεος ἄχρις
κατάγει : . . . Αὐτὴ δ ' Αἰγοκερῆϊ κατέρχεται ἀντέλλοντι , ἦμος καὶ Προκύων δύεται , τὰ δ '
5101616 ἰκτεριωδης
πυρέτια λεπτὰ καὶ μαστῶν ἐπιδιογκώσεις , ἐνίαις δὲ καὶ ἀνάχυσις ἰκτεριώδης . τῆς πρώτης οὖν συναισθήσεως γενομένης πρὸς μίαν ἡμέραν
ἐν τῷ στήθει , καὶ πρόσωπον κατηφὲς , καὶ ὀφθαλμὸς ἰκτεριώδης καὶ ἀχλυώδης , ἀπόλλυνται . Οἱ ἐκ πλευριτικοῦ ἔμπυοι
5096727 Λυρη
μέν θην ὀλίγους γαίης ὑπὸ νείατα βάλλει Παρθένος ἀντέλλουσα . Λύρη τότε Κυλληναίη καὶ Δελφὶς δύνουσι καὶ εὐποίητος Ὀϊστός .
. ἥγνισαν : ἀπεκάρπωσαν , ἔκαυσαν . ἐκ τοῦ δὲ Λύρη πέλει : οὗτος μέν φησιν ἐπὶ τῷ τοῦ Ἀπόλλωνος
5093077 ἐπυρετηνεν
φλεγμήνειε τρωθείς : ἔστι δ ' ὅτε καὶ ἄνευ προφάσιος ἐπυρέτηνεν ἂν , καὶ φλεγμανθείη τι τοῦ σώματος πάντως .
τῶν κωνώπων δήγματα , ὀλίγον δὲ χρόνον : τῇ ὑστεραίῃ ἐπυρέτηνεν . Αὐχμοὶ πουλλοὶ μετὰ ζέφυρον ἐγένοντο μέχρις ἰσημερίης φθινοπωρινῆς
5088299 πεμπταιος
ἔχει καὶ τοῦ σώματος ἀκρασίη . Οὗτος ἀποθνήσκει τριταῖος ἢ πεμπταῖος : ἐς δὲ τὰς ἑπτὰ οὐκ ἀφικνέεται : ἢν
, ταχυκρίσιμος , καὶ οὐ θανατώδης . Ὁ δέ γε πεμπταῖος , πάντων μὲν κάκιστος : καὶ γὰρ πρὸ φθίσιος
5087996 ἀφραστοι
τοῦ ἀλογίστως καὶ ματαίως . * παραπλῆγες : παράφρονες * ἄφραστοι : σιωπῶντες ἀνόητοι * γυῖον : τοῦ ἀνδρός *
. ; Οὐδ ' ἂν ἐπερχόμεναι Χηλαὶ καὶ λεπτὰ φάουσαι ἄφραστοι παρίοιεν , ἐπεὶ μέγα σῆμα Βοώτης ἀθρόος ἀντέλλει βεβολημένος
5080483 Ὑαδων
. ἐπὶ δὲ τῶν κατὰ τὸν Ταῦρον , ὅτι τῶν Ὑάδων οἱ πρὸς ἀνατολὰς καὶ τῆς δορᾶς , ἣν ἔχει
δύνει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ λαμπρὸς τῶν Ὑάδων ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις καὶ Ἱππάρχῳ χειμῶνος ἀρχή .
5074942 πονεσῃ
ἡμέρας τρεῖς ἢ πέντε ἢ ἑπτά , καὶ οὐδέποτε μύλη πονέσῃ ἢ οὖλος . ἐὰν οὖν τις θέλῃ ἐντέχνως ἐπινοῆσαι
φλέβια πάσχει , ὅσα ἔσω ἀκρόπλοά ἐστιν : ὁκόταν οὖν πονέσῃ , κιρσοειδέα τε γίνεται καὶ μετέωρα ἔνδον : καὶ
5073351 Κητεος
Νότιον δέ ἑ κικλήσκουσιν . Ἄλλοι δὲ σποράδην ὑποκείμενοι Ὑδροχοῆϊ Κήτεος αἰθερίοιο καὶ Ἰχθύος ἠερέθονται μέσσοι νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι :
μέσσοιο διεκπερόωντ ' ἐπὶ γοῦνα ἀμφότερ ' Ὑδροχόου , καὶ Κήτεος εἰναλίοιο οὐρήν , ἠδὲ Λαγωοῦ ἀπὸ στέρνων ἐπὶ μέσσα
5068658 Ἀβραδατας
καὶ ἀμείνονα . Ἡ μὲν ταῦτα εἶπεν : ὁ δὲ Ἀβραδάτας ἀγασθεὶς τοῖς λόγοις καὶ θιγὼν αὐτῆς τῆς κεφαλῆς ἀναβλέψας
δὲ κατὰ τὸ εὐώνυμον . Κῦρος μὲν οὕτω διέταττεν . Ἀβραδάτας δὲ ὁ Σούσων βασιλεὺς εἶπεν : Ἐγώ σοι ,
5064281 ἠμφιεστο
, οἷς ἐνέβαλλον ταῖς τῶν πολεμίων ναυσὶ καὶ κατέδυον : ἠμφίεστο δὲ ταῦτα χαλκῷ ἢ σιδήρῳ , τύπον ἀποτελοῦντα κριῶν
ἃ χρόνου δεῖται εἰς τὸ θαυμάσαι καὶ ὀφθαλμῶν ἀκριβεστέρων . ἠμφίεστο δὲ λευκόν τινα κόσμον † ἰκέον † διαφανῶν καὶ
5050113 Ἀετος
Ὕδρος , ἐφ ' ὧι κατηστέρισται Κρατήρ , Κόραξ Προκύων Ἀετὸς Δελφὶς Ὠρίων Ὀιστὸς Δελτωτὸν Ἀνδρομέδα Λαγωὸς Κῆτος Κύων ,
καὶ πρὸς τὸ οὖς σαλεύων θῇς , ἀκούσει κωδωνίζοντος . Ἀετὸς ἰχθύς ἐστιν ἀλέπιδος , θαλάσσιος παρόμοιος ἱέρακος , μελανώτερος
5042554 οὐλα
ἀντὶ τοῦ τὰ θύματα ἡτοίμασται τοῖς θεοῖς καὶ ἐπιτέθειται τὰ οὖλα καὶ θυμιάματα ἢ ἕτοιμά ἐστι τὰ κανᾶ προσενηνεγμένα τοῖς
τῷ τῆς ἀντιπαθείας λόγῳ ποιεῖ . [ τόδε πρὸς ἀνιῶντα οὖλα ] δεῖ δὲ καὶ λίπασμά τι προδιδόναι τῷ βρέφει
5042052 σκεπασαντες
τὴν σύριγγα μελικράτῳ ἢ οἰνομέλιτι , ἐνίεμεν τὸ φάρμακον καὶ σκεπάσαντες ἐμπλάστρῳ ἐπιδεσμοῦμεν : ἀνακαθαίρει γὰρ ἐνιεμένη καὶ σαρκοῖ καὶ
ἕλοντο : προέκρινον . Παρήπαφεν : ἠπάτησεν . Σκιάσαντες : σκεπάσαντες . πτόρθοισι : κλάδοις . μυρίνης : μυρίκης .
5040515 φαουσαι
λέγει περὶ αὐτῶν : ' ἂν ἐπερχόμεναι Χηλαὶ καὶ λεπτὰ φάουσαι ἄφραστοι παρίοιεν . ἐπιφέρει γοῦν εὐθέως : μέγα σῆμα
. . ; Οὐδ ' ἂν ἐπερχόμεναι Χηλαὶ καὶ λεπτὰ φάουσαι ἄφραστοι παρίοιεν , ἐπεὶ μέγα σῆμα Βοώτης ἀθρόος ἀντέλλει
5033719 παρεισπεσων
κτεινεν . ἄφνω δὲ προσπεσὼν τῇ πόλει τῶν Ὀρχομενίων καὶ παρεισπεσὼν ἐντὸς τῶν πυλῶν τά τε βασίλεια τῶν Μινυῶν ἐνέπρησε
. τῶν δὲ μηχανικῶν ὀργάνων ὑστερούντων πρῶτος διακόψας πυλίδα καὶ παρεισπεσὼν εἰς τὴν πόλιν πολλοὺς μὲν κατέβαλε , τοὺς δὲ
5018840 ἐρεισαμενος
νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν . τῷ ὅ γ ' ἐρεισάμενος ἔπε ' Ἀργείοισι μετηύδα : ὦ φίλοι ἥρωες Δαναοὶ
εἶχεν ἑταῖρον . ” Ὧδ ' εἰπὼν λίθον εἷλεν † ἐρεισάμενος δ ' ἐπὶ τοίχω ἄχρι μέσων ὀόδων † ,
5017953 Λαγωος
Κρατήρ , Κόραξ Προκύων Ἀετὸς Δελφὶς Ὠρίων Ὀιστὸς Δελτωτὸν Ἀνδρομέδα Λαγωὸς Κῆτος Κύων , ὥστ ' εἶναι τὰ πάντα ζώιδια
διὰ τὸ φιλοκύνηγον αὐτῷ τῷ Ὠρίωνι παρατεθῆναι : καὶ γὰρ Λαγωὸς ἐχόμενος καὶ ἄλλα θηρία παρ ' αὐτόν συνορᾶται Τοῦτο
5014747 Βοωτης
ὑπὸ τῶν ἀρχαίων οὕτως αὐτὰς λέγεσθαι , διότι ταύταις ὁ Βοώτης ἅμα ἄρχεται καταδύεσθαι . Κλεόστρατον γοῦν τὸν Τενέδιον ἀρχαῖον
ἀνατέλλων . Ἀρκτοῦρος : ὁ δὲ αὐτὸς Ἀρκτοφύλαξ καλεῖται καὶ Βοώτης οἱονεὶ βουκόλος τις ὤν : κατέχει γὰρ καὶ ῥόπαλον
5012875 ἀριστερος
ἡ εὐώνυμος : ὡς δὲ φόβος φοβερὸς , οὕτως ἄριστος ἀριστερός . ἀδελφοὶ , παρὰ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος :
. * ὅγε : ὅτε . * σκαιός : πλάγιος ἀριστερός κατὰ πλευρὰν κείμενος * οἶμον : ὁδόν * οἶμον
5012244 μετωπα
οὐδέν , οὐδὲ λευκοῦ ζώου . καὶ τάδε οὐχ ὑπὲρ μέτωπα καὶ κροτάφουϲ , ὅκωϲ τοῖϲι κεραϲφόροιϲι ἡ φυή ,
' ὅ τι παθόντες ὠθοῦσί τε ἀλλήλους συννενευκότες καὶ τὰ μέτωπα συναράττουσιν ὥσπερ οἱ κριοί . καὶ ἢν ἰδοὺ ἀράμενος
5007986 κατεκειτο
θείαν ἀγανάκτησιν ἐπισπῶνται . ὥρᾳ χειμῶνος ἔχις τις πλησίον ὁδοῦ κατέκειτο καὶ τῇ τοῦ ψύχους σφοδρότητι ἐκινδύνευε διαφθαρῆναι . ἀνὴρ
πρὸς Μιθριδάτην ἤγαγεν . ὁ δ ' ἐν παραδείσῳ τινὶ κατέκειτο μόνος ἀλύων καὶ Καλλιρόην ἀναπλάττων ἑαυτῷ τοιαύτην , ὁποίαν
5004476 Ἀρκτουρος
Ὠρίωνα Διδύμοις καὶ Ταύρῳ πλησιάζειν , τότε ἐπιτήδειον τρυγᾶνὁ δὲ Ἀρκτοῦρος ὁμοταγὴς τῇ Παρθένῳ : ἔστι δὲ ὁ Σκορπίος ὁμοταγὴς
: ἀστὴρ γάρ ἐστι ἐπὶ τῆς ζώνης τοῦ Ἀρκτοφύλακος ὁ Ἀρκτοῦρος . ἀκροκνέφαιος : κατὰ τὸ ἄκρον κνέφας τῆς ἑσπέρας
5003155 λοχεια
μέρος ὀλίγον πάνυ . ἀποροῦσι δέ τινες διὰ τί ἡ λοχεία κάθαρσις ἐπὶ μὲν ἀῤῥένων ἄχρι τριάκοντα ἡμερῶν φαίνεται ,
ἅπαν ἐπεφθέγγετο ” Ἔξω Ἐπικουρείους . “ εἶτα Λητοῦς ἐγίγνετο λοχεία καὶ Ἀπόλλωνος γοναὶ καὶ Κορωνίδος γάμος καὶ Ἀσκληπιὸς ἐτίκτετο
4998289 Ἱππος
ἀπειρία κἀκεῖσε μᾶλλον , Ἔνθα κῦμα θαλάσσης τυραννεῖ σκάφος . Ἵππος εὐγενὴς οὐ λακτίζει . Ἑρμηνεία . Εὐγένειαν ὁ λαχὼν
ἢ εἰς τὰ πλάγια νεύουσιν οἱ ὀφθαλμοί . τμθʹ . Ἵππος ἐστὶ διάθεσις ἐκ γενετῆς καθ ' ἣν ἀστατοῦσι καὶ
4980419 χυντο
δεῖ , ἐχρῆν ἔδει . χολάδες μὲν τὰ ἔντερα : χύντο χαμαὶ χολάδες : χόλικες δὲ αἱ τῶν βοῶν κοιλίαι
ἀμηχανέων , χολάδες [ δέ οἱ αὐτίκα πᾶσαι ] [ χύντο ] χαμαί , τὰς δ ' αὖτε ? [
4976730 κραατι
δέ νυ χροιή οἵη περ τάπιδος λασίῳ ἐπιδέδρομε τέρφει : κράατι δ ' ἐμβαρύθει , ἐλάχεια δὲ φαίνεται οὐρή ἐσσυμένῃ
πορφυρέοιο διαινόμενοι κορέσαντο αἵματος , οἵ ῥα κέχυντο χαμαὶ ὑπὸ κράατι θάμνοι . ἀμφὶ δ ' ἄρα σφίσιν αἶψα θοαὶ
4968294 πεπαλακτο
ἄτῃ : δὴ γάρ οἱ λασίοιο καρήατος ἄλλυδις ἄλλῃ ἐγκέφαλος πεπάλακτο : συνηλοίηντο δὲ πάντα ὀστέα καὶ θοὰ γυῖα λυγρῷ
' αὐτῆς ἦλθε καὶ ὀστέου , ἐγκέφαλος δὲ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο : δάμασσε δέ μιν μεμαῶτα . καὶ τοὺς μὲν
4967249 στηθη
στενώτερον , ὀφθαλμοὺς στίλβοντας καὶ μαρμαρύσσοντας , τράχηλον λεπτότερον , στήθη ἀσθενέστερα , ἄπλευρον , ἰσχία καὶ μηροὺς περισαρκότερα ,
ψιλὰ ὄπισθεν , τραχήλους μακρούς , ὑγρούς , περιφερεῖς , στήθη πλατέα , μὴ ἄσαρκα ἀπὸ τῶν ὤμων , τὰς
4963461 ἀκοντιῳ
Χλωθομῆρος κατὰ Βουργουζιώνων ἐπιστρατεύσας , ἐν αὐτῷ δὴ τῷ πολέμῳ ἀκοντίῳ τὰ στέρνα τυπεὶς ἀνῃρέθη . πεσόντος δὲ αὐτοῦ ἐπειδὴ
τρυγόνος κέντρῳ καὶ παραυτίκα θανάτῳ καθυποβάλλει . αἰγανέῃ : ἐν ἀκοντίῳ , κονταρίῳ , δόρατι καὶ ἀκοντίῳ : αἰγανέαν νῦν
4961118 θηγει
μὲν ἄλλον χρόνον , πρὸς ἣν ἂν πέτραν παραγένηται , θήγει προσβαλὼν τὰ στέρνα , συμπεσὼν δὲ ἐλέφαντι ὑποδὺς τὴν
φιλοψυχοῦσιν ἐπὶ δυσμαῖς τοῦ βίου . λόγος κενῶς μὲν ἐξενεχθεὶς θήγει τὰ ξίφη , δεξιῶς δὲ τεθεὶς καὶ τὰς ἠκονημένας
4960737 Ὀφιουχου
ὁ προηγούμενος καὶ οἱ δύο οἱ ἐν τοῖς γόνασιν τοῦ Ὀφιούχου τρίγωνον ἰσοσκελὲς ποιοῦσιν , οὗ κορυφὴ τῶν ἐν τῷ
πλευρὰν τοῦ γάλακτος ἀφορίζεται τῷ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ γόνατος τοῦ Ὀφιούχου , τὴν δ ' ἑπομένην τῷ ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ
4957274 ἐφημιξαντο
ὅτ ' ἀφραδίῃσι θεοῦ ἀτίτησαν ἑορτήν . τοὔνεκα Νυσαίην μὲν ἐφημίξαντο κέλευθον , κόσμῳ δ ' ἐστήσαντο σὺν υἱάσιν ὄργια
νοτίην χθαμαλὴν κλίσιν ἄμμορον ἄστρων λαιήν , κρυπτὰ θέουσαν , ἐφημίξαντο γενέσθαι . τοὔνεκα νῦν ὁ μέγιστος , ὁ μυρίος
4953633 δουπησεν
δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς , διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσε , δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἐπεύξατο δῖος Ὀδυσσεύς
: αὐτὰρ ὅ γε Κροίσμου στῆθος μέσον οὔτασε δουρί . δούπησεν δὲ πεσών : ὃ δ ' ἀπ ' ὤμων
4952964 Ἀνδρομεδα
Λυδίαν παῖσαν οὐδ ' ἐράνναν . . . ἔχει μὲν Ἀνδρομέδα κάλαν ἀμοίβαν . . . Ψάπφοι , τί τὰν
δύνει δὲ ὅλος Ποταμὸς Ὠρίων παρ ' ὀλίγον Κήτους λοφιὰ Ἀνδρομέδα [ Δελτωτὸν ] Κασσιέπεια Κηφεὺς ἀπὸ κεφαλῆς ἕως ὀσφύος
4951850 λοφια
ὀξυτάτων ποταμῶν φέρονται καὶ διαφεύγει αὐτοὺς οὐδέν : τούτοις καὶ λοφιὰ φύεται νέοις μὲν ὑπανίσχουσα τὸ μέτριον , τελειουμένοις δὲ
καὶ ἀριστερὰ χεὶρ ἐφ ' ἧι εἰσιν Αἲξ Ἔριφοι Κήτους λοφιὰ καὶ οὐρά , δύνει δὲ Ἀρκτοφύλαξ σὺν τῆι αʹ
4947212 Δελφις
, καὶ ἐκεῖ κατοικήσας ὁ Καστάλιος , οὗ ὁ υἱὸς Δέλφις ἐπεκράτησε τῶν τόπων , καὶ ἀπ ' αὐτοῦ Δελφοὺς
κἠξαπίνας ἅφθη κοὐδὲ σποδὸν εἴδομες αὐτᾶς , οὕτω τοι καὶ Δέλφις ἐνὶ φλογὶ σάρκ ' ἀμαθύνοι . ἶυγξ , ἕλκε
4945280 ἐμπροσθια
μέρη τοῦ βρέγματος . τῶν δὲ λοιπῶν σκελῶν δύο τὰ ἐμπρόσθια ἄγομεν ὀπίσω καὶ ὑπεράνω τοῦ ἰνίου πρὸς ἄλληλα ἁμματίζομεν
γίνεται ἡ πτῶσις , ἀλλ ' ἐπὶ [ τὰ ] ἐμπρόσθια . Ῥητέον , ὅτι ἐφ ' ὃ σκάζει ἡ
4944984 σπειρα
παρεῖχεν ἑαυτῷ πράγματα , αὑτὸν μὲν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας , σπεῖρα κάκ ' ἀμφ ' ὤμοισι βαλών . Ἐῶ λέγειν
καὶ ἦμος ποιητικά , τότε καὶ ὅτε κοινά ἀλλὰ καὶ σπεῖρα δ ' ἐνὶ χλοερῷ : ἤγουν ῥάκη βρέχων ἐν
4944742 νωτον
ποθέν . ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι . ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ ' οἰκτίρομεν καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν
θέρμη λεπτή τις ἐνῆν αὐτῷ . Αὐδέλλῳ πληγέντι ἐς τὸν νῶτον , πνεῦμα πουλὺ κατὰ τὸ τρῶμα μετὰ ψόφου ἐχώρει
4944360 ὀρεξαμενος
ὅτ ' ἀνὴρ θοὸν ἵππον ἐς εὐρέα κύκλον ἀγῶνος στέλλῃ ὀρεξάμενος λασίης εὐπειθέα χαίτης , εἶθαρ ἐπιτροχάων , ὁ δ
δὲ γυῖα . Φυλεΐδης δ ' Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος , ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται :
4935511 στερνον
φρενῶν , τὸ μὲν ἕτερον τῶν περάτων τῷ κατὰ τὸ στέρνον χόνδρῳ προσκείμενον ἐχουσῶν , τὸ δ ' ἕτερον ὀπίσω
μέλη δὲ σώματος ὁμοίως ἰσάριθμα : κεφαλή , τράχηλος , στέρνον , χεῖρες , κοιλία , ἦτρον , πόδες .
4933832 Ἡνιοχου
βορείου κέρατος ὁ αὐτὸς τῷ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς τοῦ Ἡνιόχου . . . . . . . . .
δὲ καὶ τὰ περὶ τὸν Περσέα καὶ τὰ γόνατα τοῦ Ἡνιόχου καὶ τὰς κεφαλὰς τῶν Διδύμων ἔτι πρότερον Ἀράτου Εὔδοξος
4930819 ἀφρωδεα
πτύσματα πτύῃ πυῤῥὰ ἢ πελιὰ , ἢ καὶ λεπτὰ καὶ ἀφρώδεα καὶ ἀνθηρὰ , καὶ εἴ τι ἄλλο διαφέρον ἔχοι
τὸ ἆσθμα εἶχε , παυσαμένου δὲ , ἐπαύσατο : ἔπτυσεν ἀφρώδεα , ἀρχομένη δὲ ἀνθηρὰ , κατασταθὲν δὲ ἐμέσματι χολώδει
4929102 σκιαζει
Ῥοδόπη ὀνόματα ὀρῶν . ἢ Ἄθω : Σοφοκλῆς : Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας ἁλός . ὠνόμασται δὲ ἀπό τινος γίγαντος
Ὀνόμαρχος καὶ Ἑλλάνικος οὑτοσὶ ἑψόμεθα : καὶ γὰρ ὁ γνώμων σκιάζει μέσην τὴν πόλον , καὶ δέος μὴ ἐν λουτρίῳ
4929051 Κηφευς
Θεράπνη πόλις Λακωνική . θάτερος δὲ ἤγουν ὁ ἕτερος ὁ Κηφεὺς ὁ ἀπὸ τοῦ Ὠλένου τῆς Δύμης τε τῶν Ἀχαϊκῶν
, ὡς ἡμιπήχιον προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ὁ Κηφεὺς ἐν τρισὶν ἔγγιστα τεταρτημορίοις ὥρας μιᾶς . Τῆς δὲ
4928324 πολλῃσι
δὲ διεθίζῃ χρόνῳ μακρῷ τὸ ἄλγημα καὶ περιόδοισι μακρῇσι καὶ πολλῇσι καὶ προσεπιγίγνεται μέζω τε καὶ πλεῦνον δυσαλθῇ , κεφαλαίην
παλαιέτω ἀπ ' ἄκρων τῶν ὤμων , καὶ ταλαιπωρεέτω περιόδοισι πολλῇσι δι ' ἡμέρης , καὶ εὐωχεέσθω ἅπερ εἴρηται μάλιστα
4924475 βεβληκει
' αὐτὸς ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι βεβλήκει πρὸς στῆθος : ὃ δ ' ὕπτιος ἔμπεσε πέτρῃ
μὲν ἅμαρθ ' , ὁ δὲ Λεῦκον Ὀδυσσέος ἐσθλὸν ἑταῖρον βεβλήκει : ἡ διπλῆ ὅτι συγχεῖται τὰ τῆς τάξεως διὰ
4924351 βαλετ
εὔνασεν ὕπνος , ἡ δ ' ἔπος ἐν θυμῷ πυκινὸν βάλετ ' : αὐτίκα δ ' ὦρτο ἐκ λεχέων ἀνὰ
χιτῶνα περὶ χροῒ σιγαλόεντα δῦνεν καὶ μέγα φᾶρος ἐπὶ στιβαροῖς βάλετ ' ὤμοις ἥρως , βῆ δὲ θύραζε , παριστάμενος
4924158 Χηλαι
συνανατέλλει , φανερὸν ποιεῖ ἐν τούτοις : ' ἂν ἐπερχόμεναι Χηλαί , καὶ λεπτὰ φάουσαι , ἄφραστοι παρίοιεν , ἐπεὶ
δὲ Στεφάνοιο καὶ αὐτὴν ἔσχατον οὐρὴν Κενταύρου φορέουσιν ἀνερχόμεναι ἔτι Χηλαί . Τῆμος ἀποιχομένην κεφαλὴν μέτα δύεται Ἵππος , καὶ
4922203 Κοραξ
, ὥστε καὶ εἰς τυραννίδα ἐλθεῖν : μετὰ δὲ ταῦτα Κόραξ πρῶτον ἁπάντων συνεστήσατο διδασκαλίαν περὶ ῥητορικῆς : οἱ γὰρ
οὐδένα δεῖ λόγον παρὰ τὰ χρήματα τοὺς φρονίμους ἔχειν . Κόραξ ἐπὶ κλωνὸς καθήμενος δένδρου κρέας ἔφερεν τῷ στόματι κατέχων
4919440 Ἀρκτοφυλαξ
Κασσιέπεια , Ὄρνις , Λύρα , Ἐνγόνασι , Στέφανος , Ἀρκτοφύλαξ , Ἡνίοχος ἐφ ' ὧι Αἲξ Ἔριφοι , Δελτωτόν
Εὐριπίδης Ὑψιπύλῃ , Ἀριστοφάνης Λημνίαις καὶ Λυσιστράτῃ . Ἀρκτοῦρος καὶ Ἀρκτοφύλαξ : ὁ Βοώτης ὀνομαζόμενος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ
4918860 σκαφη
καὶ Ἀθηναίους . Τῆς δὲ τροπῆς γενομένης οἱ Κορίνθιοι τὰ σκάφη μὲν οὐχ εἷλκον ἀναδούμενοι τῶν νεῶν ἃς καταδύσειαν ,
, οἳ δι ' ὀργάνων ἀφιέμενοι τὰ τῶν ἐναντίων ἐκράτουν σκάφη καὶ παρέβαλλον εἰς πληγήν . ἑκατέρῳ δὲ τῶν τοίχων
4916086 ἀρχετο
μηδὲ ἐπισχεῖν τοῦ παιδίου εἵνεκα . Ἐνθαῦτα δὴ ὁ Ἀρισταγόρης ἄρχετο ἐκ δέκα ταλάντων ὑπισχνεόμενος , ἤν οἱ ἐπιτελέσῃ τῶν
φύλακος διδοῖ οἱ μάχαιραν . Κλεομένης δὲ παραλαβὼν τὸν σίδηρον ἄρχετο ἐκ τῶν κνημέων ἑωυτὸν λωβώμενος : ἐπιτάμνων γὰρ κατὰ
4913260 ἐπικεκλιται
ἀπ ' οὔρεος Ἀρμενίοιο . τοῦ δὲ πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης .
νῆις ἐὼν ἑτάροις ἅμα νήισινΑἶα δὲ Κολχίς Πόντου καὶ γαίης ἐπικέκλιται ἐσχατιῇσιν ; ” Ὧς φάτο : τὸν δ '
4908946 παρισθμια
πιμελῆς παραρροὴ ὑπὸ τῷ δέρματι . λοιμώδη ἕλκη περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν σταφυλήν . ἐσχάρωσις νομὴ δύσχρους , εἰς
ἕλκωσις καὶ ἀπόστασις . ἄφθα ἕλκωσις ἐπιπολῆς λευκαίνουσα γλῶτταν ἢ παρίσθμια ἢ κίονα ἢ φάρυγγα , ἔσθ ' ὅτε μέντοι
4907280 λαβρῳ
ἐοῦσαν , τῆς δ ' ἄρα θεινομένης ἀνέμῳ καὶ κύματι λάβρῳ χηραμὰ κοιλαίνονται ὑποβρωθέντα θαλάσσῃ : ὣς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος
' ἀναστάσεις . ἔμαθον δ ' εὐρυπόροιο θαλάσσας πολιαινομένας πνεύματι λάβρῳ ἐσορᾶν πόντιον ἄλσος , πίσυνοι λεπτοδόμοις πείσμασι λαοπόροις τε
4906590 συνετριψε
αἰφνίδιος οὔτ ' ἄλλη τις συμφορὰ καὶ πρόφασις ἀπροσδόκητος ἐπιπεσοῦσα συνέτριψε τὰ Πύρρου πράγματα , ἀλλ ' ὁ τῆς ἀσεβηθείσης
ἔμβρωμα , οἷον τὸ ἀκράτισμα . ἀρήϊα πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς .
4905726 σκαιῃ
Ὄφις γε δύο στρέφεται μετὰ χερσίν , δεξιτερῇ ὀλίγος , σκαιῇ γε μὲν ὑψόθι πολλός . Καὶ δή οἱ Στεφάνῳ
. Πάτροκλος δ ' ἑτέρωθεν ἀφ ' ἵππων ἆλτο χαμᾶζε σκαιῇ ἔγχος ἔχων : ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα
4904196 στερνων
κατέκρυπτεν ὑπὸ τοῖς πέπλοις , καὶ μίαν ἐνέγκασα διὰ τῶν στέρνων πληγὴν ἕως τῆς καρδίας ὠθεῖ [ τὸ ξίφος .
τῇ χειρί . Τὸν γοῦν πρώτως ἐπιόντα βάλλει κατὰ τῶν στέρνων τῷ ὀϊστῷ καὶ εὐθὺς τοῦτον καταβάλλει τοῦ ἵππου .
4903854 ἀρηροτος
μέσσοισι παρίστατο ἰσόθεος φώς , αὐτίκα δ ' ἐκ ζωστῆρος ἀρηρότος ἕλκεν ὀϊστόν : τοῦ δ ' ἐξελκομένοιο πάλιν ἄγεν
ἀμφότεραι κεφαλαὶ Διδύμων φορέονται , ἐν δὲ τὰ γούνατα κεῖται ἀρηρότος Ἡνιόχοιο , λαιὴ δὲ κνήμη καὶ ἀριστερὸς ὦμος ἐπ
4899454 δυεται
Σελήνη φαεσφοροῦσα τεύξεται , ἀλλ ' ὁτὲ μὲν ἑσπέρας φανεῖσα δύεται , ὁτὲ δὲ ἐπίμονος μέχρι τινὸς μέρους , ἔσθ
τῷ σχήματι κεχρημένης ἄλλοτε παρ ' ἄλλοις ἕκαστα αὐτῶν καὶ δύεται καὶ ἀνατέλλει καὶ τούτου ἕνεκα δεήσει ἅμα καὶ σβέννυσθαι
4894080 ὁλκον
τὸ ἓν ἢ ἄλλο τι τῶν μαθημάτων , οὐκ ἂν ὁλκὸν εἴη ἐπὶ τὴν οὐσίαν , ὥσπερ ἐπὶ τοῦ δακτύλου
τῶν σοφιστικῶν λόγων διὰ τὸ ἀνεξέλεγκτον , ἀλλ ' ἔτι ὁλκὸν ἔχοντα δύναμιν ταῖς πιθανότησιν ἡμᾶς ἐπάγεται , [ καὶ
4889514 λιπαροισιν
δ ' ἐνὶ πέτρον ἐχέφρονα πίδακι λούων , φάρεσιν ἐν λιπαροῖσιν , ἅτε βρέφος , ἀλδήσασκε , καὶ θεὸν ὣς
δ ' ἦν ἠέλιος ὥς : ποσσὶ δ ' ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ πάντα περὶ
4884089 στιγματα
” ἔκτεινα , τὸν ἐμαυτοῦ δεσπότην , τάδε μοι τὰ στίγματα ἐγχαράξαντα . “ οἱ μὲν δὴ τὴν κεφαλὴν αὐτὸν
κλαίειν . ἤδη δὲ καὶ ἄλλα ἤκουσα , τοῖς γρυψὶ στίγματα ὁποῖα καὶ ταῖς παρδάλεσιν εἶναι , καὶ ὡς οἱ

Back