ἐπ ' εὐθείας ἄγων ἢ ἐλέγχων πρὸς τὰ πλείονα τὸ διεστραμμένον καὶ ἡμαρτημένον τῶν λέξεων : τὰ γὰρ πλείονα τῶν | ||
πολλάκις . Κομψός . παρὰ τὸ κάμπτω ῥῆμα . καὶ διεστραμμένον τῇ διανοίᾳ . εἴρηται γὰρ τοῦτο τὸ ὄνομα καὶ |
στήθεσι , καὶ κεντέουσιν ὀδύναι ὀξεῖαι , καὶ τρίζει οἷον μάσθλης , καὶ τὴν πνοιὴν ἐπέχει : καὶ ἐπὶ μὲν | ||
καταπραΰνει ἀπάγων τὴν ὀργὴν ἅπασαν τὴν πρὸς αὐτόν . ΓΘ μάσθλης ] ὁ μεμαλαγμένος καὶ ἐντρίβων ταῖς πονηρίας . Γ |
' ὅτ ' ἀνὴρ θοὸν ἵππον ἐς εὐρέα κύκλον ἀγῶνος στέλλῃ ὀρεξάμενος λασίης εὐπειθέα χαίτης , εἶθαρ ἐπιτροχάων , ὁ | ||
, προσδοκᾷ . Εὔδια : ἐν εὐδίᾳ , εὐδιεινῶς . στέλλῃ : πορεύῃ , ἔρχηται . πορεύσεαι : πλέεις , |
ἄνδρα σαώσαι . , . . : οὗτος ὁ στίχος λαγαρός ἐστι . διὸ Ζηνόδοτος ἴσως μετέγραφε „ Τηλέμαχ ' | ||
νεκρῶν : ζωγρεῖ , ζῶντας θηρεύει : ζώαξ , θώραξ λαγαρός : ζῴδιον : ζωθάλμιον , τὸν βιώσιμον : ζῶμα |
ἐγνωκότων , αὐτός , εἴτε συμφέρειν Ῥωμαίοις ἡγούμενος , εἴτε ἄκρος ὢν ὀργὴν καὶ φιλόνεικος ἐς τὰ λαμβανόμενα , εἴθ | ||
: ” δι ' ἄκριας ἠνεμοέσσας ” . καὶ ἔστιν ἄκρος ἀκρόεις καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι * * * ὀκριόεις |
τινα καὶ πλείονα ἢ ἀξιώματα , οἷον τὸ μὲν τοιοῦτο Πριαμίδαισιν ἐμφερὴς ὁ βουκόλος ἀξίωμά ἐστιν : ἢ γὰρ ἀληθεύομεν | ||
καὶ συνομιλήσασα ἐκείνοις . συμένα ] ὁρμηθεῖσα καὶ ἐπελθοῦσα . Πριαμίδαισιν ] τοῖς . + βουλόμενος , ὥς φασιν , |
. δερματίνοις δὲ , ὡς Ἱπποκράτης ἐπὶ ῥινὸς καὶ γένυος καταγείσης ἐχρήσατο κατακολλῶντες τὸ ἄκρον τῷ δεομένῳ τῆς ἐπιδέσεως , | ||
δὲ καὶ αἵματος ἀναγωγῆς . Περὶ πλευρᾶς . πλευρᾶς δὲ καταγείσης ἀνωμαλία πρὸς τοὺς δακτύλους ὑποπεσεῖται καὶ ψόφος καὶ διαστροφὴ |
μεταφορὰν τῶν καρκίνων ζῴων , καὶ γὰρ εἰσὶ τραχέα καὶ ἀπηνῆ τῇ σκληρότητι τὰ ζῷα ταῦτα , καὶ εἴ τινος | ||
ἐπὶ ταῖς εὐπραγίαις , ἀλλ ' εὔφορτος , μηδὲ τύφον ἀπηνῆ περιφέρων , ἀλλ ' εὐμένειαν προσφιλῆ ἔχων : ὁ |
καὶ μάχας : ἔχοντας τὰ τοῦ σώματος ἐπισήμους τοιάδε : εὔμηκες μὲν τὸ μέγεθος , τὸ πρόσωπον ὡραῖον καὶ τὸν | ||
τῆς ἕδρας τὴν ὑστέραν , ἔπειτα βαλάνιον προστιθέναι τῷ δακτύλῳ εὔμηκες τετραδάκτυλον , γεγονὸς ἐκ χαλβάνης καὶ κηροῦ , ἐξ |
τεύχεα μέν οἱ κεῖται ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ , αὐτὸς δὲ κτίλος ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν : ἀρνειῷ μιν ἔγωγε ἐΐσκω | ||
Τίμων περὶ αὐτοῦ φησιν οὕτως : τίς δ ' οὗτος κτίλος ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν , μωλυτὴς ἐπέων φίλος Ἄσσιος |
τοῦ θηρητῆρος , ὅς θ ' ἅμα κάρτιστός τε καὶ ὤκιστος πετεηνῶν : τῷ ἐϊκὼς ἤϊξεν , ἐπὶ στήθεσσι δὲ | ||
ὀξύτητα . ὤκιστος ] ταχύτατος . ὤκιστος ] ταχέως . ὤκιστος ] ταχύς . ὤκιστος ] ταχύπτερος . ὤκιστος ] |
ἑπομένως περὶ χειρὸς ἐξαρθρήσεως οὕτως διασαφεῖ : χειρὸς δὲ ἄρθρον ὀλισθάνει ἢν [ ] εἴσω ἢ ἔξω , εἴσω δὲ | ||
, καὶ ἀποληφθείη ἡ εὐρυχωρίη , καθ ' ἣν μάλιστα ὀλισθάνει ὁ βραχίων . Ὅσοισι δ ' ἂν ὦμος καταπορηθῇ |
ταῖς ἀφύαις συναλίσκεται : εἴη δ ' ἂν κατὰ τὸν κοχλίαν τὸν γυμνὸν τὸ εἶδος . Γὺψ νεκρῷ πολέμιος . | ||
ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ ' αὐτῶν καὶ καύσας αὐτοὺς λείωσον σὺν |
πρὸ τῆς γενέσεως ἦν καὶ οὐχ , ἵνα γένηται , ἐνοήθη , οὐ πρὸς τὰ τῇδε βλέπων εἶχε παρ ' | ||
τὸ ἀνάλογον οὖν καὶ ὁ νοητὸς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ κόσμος ἐνοήθη , πύλη τις ὢν ἐκείνου . ὡς γὰρ οἱ |
γὰρ οὗτος τὸ πᾶν κάλλιστον εἶναί φησι , κατὰ φύσιν ἀπειργασμένον ἔργον καὶ κατὰ τὸν εἰκότα λόγον , ζῷον ἔμψυχον | ||
αὐτὰ ἀνταποδιδὸν ἀεί , κύκλον οὕτω σαλευόμενον ἔνθα καὶ ἔνθα ἀπειργασμένον ὑπ ' ἀμφοτέρων τὴν ἀναπνοὴν καὶ ἐκπνοὴν γίγνεσθαι παρέχεται |
εἰς τὰ ἐμπόρια ταῦτα προηγουμένως ἡ τοπικῶς ἐν Μούζα κατασκευαζομένη λόγχη καὶ πελύκια καὶ μαχαίρια καὶ ὀπήτια καὶ λιθίας ὑαλῆς | ||
ἐν Θήβαις Σπαρτοῖς ποτε λεγομένοις σημεῖον λέγεται εἶναι τοῦ γένους λόγχη τις οἶμαι ἐπὶ τοῦ σώματος : ὅστις δὲ τοῦτο |
ζῷον , ἔκπληκτον ῥᾷστα γινόμενον καὶ ἀναπτοούμενον , ὅθεν καὶ πτὼξ ὀνομάζεται , τὸν δ ' ὕπνον ποιεῖται καὶ τὴν | ||
τοῦ πτῶ παράγωγον πτήσω , ὁ μέλλων πτώξω , καὶ πτὼξ , ἀποβολῇ τοῦ ω . Πίθηκος . παρὰ τὸν |
τοῦ μηροῦ , ὥστε ἀνέῳκτό μοι κατ ' ἐκεῖνο ὁ μηρὸς τῇ ῥάβδῳ : ὁ δὲ ἀεὶ τὸ τραῦμα ἔπαιεν | ||
τὸ εὐμετάβλητα καὶ δυσέμβλητα εἶναι τὰ ἄρθρα . ἐνίοις γὰρ μηρὸς ἐμπίπτει ἀπ ' οὐδεμιῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' ὀλίγης |
δηλοῖ . Δάκτυλος ὁ μέσος ἐὰν ἅλληται νόσον δηλοῖ . Δάκτυλος ὁ παρὰ τὸν μέσον πολλῶν ἀγαθῶν κυριεύεται . Δάκτυλος | ||
χεῖρα : Δάκτυλος εὐωνύμου ὁ μικρὸς ἀγαθὸν ἀπροσδόκητον σημαίνει . Δάκτυλος ὁ παρὰ τὸν μικρὸν φίλον κτήσασθαι σημαίνει . Δά |
ἐν δυσὶν μέρεσι λόγου νοούμενον , ὃ δὴ ἀπ ' ἀρσενικῆς πέπτωκε συντάξεως κατὰ παραλληλότητα , λέγω τῆς ὅς τις | ||
φῶτα τρίγωνα ἀλλήλοις καὶ ἐν ἀρσενικοῖς ζῳδίοις . ἐπὶ δὲ ἀρσενικῆς γενέσεως τὰ φῶτα ἑαυτοῖς τρίγωνα καὶ ἐν θηλυκοῖς ζῳδίοις |
, ὁ λιπόπατρις τοῦ λιποπάτριδος τῷ λιποπάτριδι τὸν λιποπάτριδα ὦ λιπόπατρι καὶ τὸ λιπόπατρι : εἰ οὖν τὰ οὐδέτερα , | ||
ἡνίκα ὁμοφωνοίη τῇ κλητικῇ , μαρτυρεῖ τῇ περιττοσυλλάβῳ γενικῇ , λιπόπατρι λιποπάτριδος : εἰ οὖν εὐγενὲς ἡ κλητικὴ καὶ τὸ |
ἐς ὕδωρ θερμὸν , προστιθέσθω πρὸς τὰς γνάθους καὶ τὰ σιαγόνια . Ἀναγαργάριστον δὲ αὐτῷ ποιέειν ὀρίγανον καὶ πήγανον καὶ | ||
λαμβάνει καὶ ῥῖγος καὶ ὀδύνη τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει |
δὲ τὸν πολλὰ οὐ μὴν κεκριμένα λέγοντα , πολυλόγος , μακρολόγος , μακρός , ἀπέραντος ἀπεραντολόγος , βόρβορος , προσκορής | ||
. φησὶ γὰρ ” ψήφισμα μακρόν “ , τουτέστιν ἔσῃ μακρολόγος ἢ καὶ πολυλόγος . ψήφισμα μακρόν ] πολυλογίαν . |
περιπέφυκε τῷ τραχήλῳ τῆς μήτρας ὡς ἐπὶ τῶν ἀρρένων ἡ πόσθη τῇ βαλάνῳ , τὸ δ ' ἔξω τοῖς πτερυγώμασιν | ||
ἀλλήλων διεστώσας : ἔστι δὲ διπλῆ κατὰ τὴν βάλανον ἡ πόσθη . τὸ μὲν οὖν ἓν αὐτῆς , τὸ ἔνδοθεν |
Τὰ εἰς ης λήγοντα , ὧν ἡ γενικὴ εἰς ου περατοῦται , εἰς εω διαλύουσι : Πέρσης Πέρσεω , Ξέρξης | ||
ἐξ ἐναντίων εἰς ἐναντία , ὁρίζεται ὑπὸ τῶν ἐναντίων καὶ περατοῦται , καὶ οὐκ ἔστι συνεχὴς οὐδ ' , εἰ |
περιφέρεια ἄντυξ , οἷον : ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης . ἀμφότερα δὲ ἀπὸ τοῦ τεύχω , τὸ κατασκευάζω | ||
Σώκοιο δαΐφρονος ὄβριμον ἔγχος ἔξω τε χροὸς ἕλκε καὶ ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης : αἷμα δέ οἱ σπασθέντος ἀνέσσυτο , κῆδε δὲ |
ὕψος ἐρείδων ] ἐπιστηρίζων ἤγουν βαστάζων οὐκ εὐάγκαλον ] ἀλλὰ δυσβάστακτον τὸν γηγενῆ ] τὸν γενναῖον καὶ ἀνδρεῖον . τὸν | ||
. . . . εἰς ταῦτα δ ' ἀπιδὼν Ἀντισθένης δυσβάστακτον εἶπεν εἶναι τὸν ἀστεῖον : ὡς γὰρ ἡ ἀφροσύνη |
χειρῶν οἷον φέρων τὸ δίκαιον . οὕτω καὶ θερμὸν ἔργον διαλελυμένως μὲν τὸ ἀναιδὲς καὶ θρασὺ , θερμουργὸς δὲ ἀνὴρ | ||
: . Ν . . . ἄκρης πόλιος : ὅτι διαλελυμένως ἄκραν πόλιν εἶπε τὴν ἀκρόπολιν . . . . |
' οὐκ εἰκός ; Ταῦτα δὴ τὰ μεγάλα οὕτως προσδοκώμενα διέπτατο , ὡς ἔοικε , τότε ταχύ , πλὴν ὅπερ | ||
; τὴν θυρίδα : “ ὄρνις δ ' ὣς ἀνόπαια διέπτατο . ” ἀνίαζε ἠνιᾶτο : “ ἀλλ ' ὅτε |
: τὸ μεσαίτατον , φησίν , ἔκδησον σπάρτῳ , ἵνα τρυτάνη γένηται ἐκ τοῦ αὐλοῦ τῆς σάλπιγγος . Γ οὕτω | ||
συμφέρον τῆς πόλεως σκοπῶν καὶ τοῦτο θηρεύων . τρυτάνην ] τρυτάνη μέν ἐστι τὸ πᾶν ζύγιον , πλάστιγγες δὲ αὐτὰ |
βουγάϊος ὁ μέγα γαυριῶν , καὶ ἀρι καὶ δα , δάφοινος ὁ ἄγαν φόνιος , καὶ λα . ὁρμῇ : | ||
βουγάϊος ὁ μέγα γαυριῶν , καὶ ἀρι καὶ δα , δάφοινος ὁ ἄγαν φόνιος , καὶ λα . ὁρμῇ : |
τὴν ἡμῶν αὐτῶν , οἷς καὶ τὸ βουλεύεσθαι πρὸ ἔργου παραγγέλλεται καὶ ταῦτα ἐκτελεῖν , ἃ μὴ ἀνιήσῃ ἡμᾶς , | ||
τι , ᾧ τὰ γνωσθέντα κρατοῦμεν , ὃ ταῦτα πονεῖν παραγγέλλεται , τὸ δέ τι , ᾧ στέργομεν τὰ γνωσθέντα |
ἀλλ ' ἤτοι Περσεὺς μὲν ἄτερ γουνός τε ποδός τε δεξιτεροῦ δύεται , πρύμνης δ ' ὅσον ἐς περιαγήν : | ||
Δηιοφόντῃ λαιὸν ἐς ὀφθαλμόν , διὰ δ ' οὔατος ἐξεπέρησε δεξιτεροῦ , γλήνην δὲ διέτμαγεν , οὕνεκα Μοῖραι ἀργαλέον βέλος |
, ἀπλήρωτόν τι καὶ ἀπαραίτητον κακόν . καὶ γὰρ ὁ λαιμὸς ἀπαιτεῖ τὰ ἐκ τοῦ ἔθους καὶ ἀπομανθάνων αὐτὰ ἀγανακτεῖ | ||
γεγονὸς κατὰ ἐναλλαγὴν τοῦ π εἰς μ , καὶ τοῦ λαιμὸς ἀπὸ τοῦ λαύω : καὶ τοῦ δειμὸς , ἀπὸ |
οὗτοι μέν εἰσιν οἱ πέντε βίοι οἱ κατὰ λόγον ἐπιτελούμενοι ὀρθὸν καὶ τοῖς περὶ τὸ θεῖον ἀπεικασμένοι : καὶ γὰρ | ||
τῶν καθόλου . ἄλλοι δέ τινες τῶν ἀρχαιοτέρων Στωικῶν τὸν ὀρθὸν λόγον κριτήριον ἀπολείπουσιν , ὡς ὁ Ποσειδώνιος ἐν τῷ |
ἂν μάλιστα τὸν υἱὸν παιδεύσειεν , εἰπεῖν , εἰ πόλεως εὐνομουμένης γενηθείη . ἄλλους τε πολλοὺς κατὰ τὴν Ἰταλίαν ἀπεργάσασθαι | ||
κόλαξ πρὸς τοὺς κατὰ ψυχήν . Δεῖ , ὥσπερ ἐξ εὐνομουμένης πόλεως φυγαδεύειν στασιαστὴν ἄνθρωπον , οὕτως ἐκ τῆς σωθησομένης |
ἔστι δὲ καὶ ἀγκύρισμα σκεῦος ἀγρευτικὸν σύκων . Ἀριστοφάνης . ἀγκυλόχειλος : σκολιόχειλος ἐπίθετον τοῦ ἀετοῦ ἐπικαμπεῖς τὸ χεῖλος καὶ | ||
εἰρήναρχος εἰρηνάρχης εἰρηνάρχου , Ἄραξος Ἀράξης Ἀράξου : οὕτω καὶ ἀγκυλόχειλος ἀγκυλοχείλης ἀγκυλοχείλου : τὰ δὲ ὀξύτονα εἰς ους , |
ἰθαίνεις , ἰθαίνει , ἰθαινάθυμος , ἰθαιγένης : μιαίνω , μιαίνεις , μιαίνει , μιαιφόνος : τὸ ἀλέξω ἐν τῷ | ||
: “ Ὦ κακὸν σὺ θηρίον , μέχρι τίνος μοι μιαίνεις τὰ ὦτα ; τί ἐμοὶ καὶ Θερσάνδρῳ κοινόν ; |
, καὶ μὴ ὀρθὸς ᾖ , ἀλλὰ πρὸς τὸ ἰσχίον ἀπεστραμμένος τὸ ἕτερον , ἢ ἐς τὸν ἀρχὸν κεκύφῃ ἢ | ||
εἰσελθὼν εἰς τὰ βασίλεια , συγκαλέσαντος τοῦ Πολυδέκτου τοὺς φίλους ἀπεστραμμένος τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος ἔδειξε : τῶν δὲ ἰδόντων |
' ἀπειλήσας , ὃ δ ' ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην : ὃ δ ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς ἥρως Ἀστεροπαῖος | ||
ἐριδαίνετον ἀλλήλοιιν οὔρεος ἐν βήσσῃς βαθέην πελεμιζέμεν ὕλην φηγόν τε μελίην τε τανύφλοιόν τε κράνειαν , αἵ τε πρὸς ἀλλήλας |
βʹ ποδὸς διαλελυμένου εἰς τρίβραχυν , εἶτα χορίαμβος , εἶτα ποὺς ἁπλοῦς . Τὸ βʹ προσοδιακὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον : ἡ | ||
ἀντικαταδύνει καὶ οὐχ , ὡς οὗτοί φασιν , ὁ δεξιὸς ποὺς καὶ τὸ δεξιὸν γόνυ τῷ Τοξότῃ ἀντικαταφέρεται . Ἠγνοήκασι |
λήκυθος , ἐπεὶ καὶ αὐτὴ πεφύσηται . πάντα δὲ τὰ πεφυσημένα κόμπον ποιεῖ . ἀπὸ οὖν τοῦ κόμπου καὶ τῆς | ||
καὶ ἀφελὼν μικρόν τι τῆς ἀνοίας , ὥσπερ οἱ τὰ πεφυσημένα καὶ οἰδοῦντα νύξαντες ἢ σείσαντες . ἐν δὲ τούτῳ |
. τοῦ δ ' ἄξονος στρεφομένου , εὐθύπορος ἔσται ἡ κατάτασις . ἡ δὲ κατὰ μετάληψιν κατάτασις τρόπῳ τοιούτῳ γίνεται | ||
, εὐθύπορος ἔσται ἡ κατάτασις . ἡ δὲ κατὰ μετάληψιν κατάτασις τρόπῳ τοιούτῳ γίνεται : αἱ ἀρχαὶ τοῦ βρόχου πρότερον |
ἀργαλέων φύσις ἀτμῶν αὐχμηραί τε νόσοι καὶ σήψιες ἔργα τε ῥευστά : ταῦτα χρεὼ φεύγειν τὸν ἐρᾶν μέλλοντα πατρὸς νοῦ | ||
οἷον ἡ ἰατρικὴ περὶ τὰ ἀνθρώπεια σώματα καταγίνεται , ἅτινα ῥευστά εἰσι καὶ οὐκ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχουσι . καὶ πάλιν |
κατέχουσι , καθοπλίζονται . Πόρος : τὸ αἰδοῖον , καὶ ὀπὴ , ὁ αὐλίσκος : πόρος ἄρσενος τὸ αἰδοῖον , | ||
κλίμακα αὐτῷ κομίζουσι στενὴν καὶ ἐλαφράν . καταβάντι δέ ἐστιν ὀπὴ μεταξὺ τοῦ τε ἐδάφους καὶ τοῦ οἰκοδομήματος : σπιθαμῶν |
διαγινώσκουσιν . ] Ἡ δὲ ἀγροικία δόξειεν ἂν εἶναι ἀμαθία ἀσχήμων , ὁ δὲ ἄγροικος τοιοῦτός τις , οἷος κυκεῶνα | ||
ἄστομος , ἀπόλεμος , πτοούμενος , ταπεινός , μικρόψυχος , ἀσχήμων , ἀπρεπής , εὐλαβής . οὐδ ' ἂν σάλπιγγος |
δειλήν . Ἄνευθε ] Μακράν . Ἐγχέων ] Ἤγουν τὰ ἔγχη . Ἀκμὰν ] Τῶν δοράτων τὴν ὀξύτητα . Ἰαίνει | ||
” ἐγκοσμεῖτε ἐν τάξει θέτε . ἐγχεσίμωροι οἱ περὶ τὰ ἔγχη μεμορημένοι , ὅπερ ἐστὶ πεπονημένοι . ἔνιοι δὲ περὶ |
, πύξος πυξίς , ὄξος ὀξίς . Τὰ εἰς ΠΙΣ διβράχεα ἀπὸ συμφώνου ἢ συμφώνων ἀρχόμενα ὀξύνεται : πραπίς κοπίς | ||
πρωτός : πρῶτος δὲ ἐπὶ ἀριθμοῦ . Τὰ εἰς ΤΟΣ διβράχεα μονογενῆ βαρύνεται , ὁπότε μὴ ἐπ ' ἀθροίσματος ἢ |
. ἡμάρτηται δέ , φησί , τὸ ἔα εἰς α περατούμενον καὶ Ἀσιανῆς ἔχεται φωνῆς καὶ οἱ ἑλληνίζοντες δὲ ἐν | ||
οὐ γὰρ δή γε τῷ φίλος παράκειται ἐπίρρημα εἰς ω περατούμενον , εἰς δὲ ως , καὶ . . . |
τε καὶ Ἑρμογένους ὅρον ὡς κατὰ τὰ αὐτὰ τοῖς ἄλλοις ἡμαρτημένον παραλιμπάνειν εὔλογον . ἴδιον δὲ ἀντεγκλήματός ἐστι τὸ πάντως | ||
οὐ τὸ μὲν αὐτοῦ καλῶς κείμενον , τὸ δ ' ἡμαρτημένον , ἀλλ ' ὅλος ἐξ ἀρχῆς , ἀπὸ τῆς |
τῶν δευτέρων προσώπων παθητικῶν ἑνικῶν , ἵνα ἀκροῶμαι , ἵνα ἀκροᾷ , ἵνα ἀκροᾶται . καὶ ἵνα γελᾷ . Ἰαπετός | ||
; ἐγὼ δέ γε στίξω σε βελόναισιν τρισίν . ὄνος ἀκροᾷ σάλπιγγος ἀγκυρίσας ἔρρηξεν σιδηρῖτιν τέχνην σκευοφοριώτην νὴ τὸν Ποσειδῶ |
, χωλοὶ δὲ ἧσσον , κατὰ γὰρ τὸ παχύτερον ὀστέον ὀχέει , μινύθει δὲ τὰ ἔσω . Ἐκ γενεῆς δὲ | ||
ποδὶ ἔσω βαίνειν , ἀλλὰ μὴ ἔξω : οὕτω γὰρ ὀχέει μάλιστα τὸ σκέλος τὸ ὑγιὲς , καὶ τὸ ἑωυτοῦ |
εἶναι ἐλπίδα σωτηρίας , ὁρῶν ἐπὶ πολύ τε καὶ στενὸν ἐκτεταμένον τὸ ἑαυτοῦ στράτευμα , καὶ νομίζων πρὸς τὸ ἄναντες | ||
, ὀλίγον δὲ τὸ διάλειμμα , τοῦτον αὖ πάλιν ὠνομάϲαμεν ἐκτεταμένον τριταῖον . Τὸν ἀκριβῆ τριταῖον , ὡϲ ἂν ὑπὸ |
; Ἀλλ ' οὔ μοι δοκεῖ ποιεῖν ἃ βούλεται . Ἔστιν οὖν ὅπως ὁ τοιοῦτος μέγα δύναται ἐν τῇ πόλει | ||
' ἂν τύχῃ τις πλησίον ἑστὼς ἀναγιγνώσκοντος οὐκ ἀκούσεται . Ἔστιν παρ ' αὐτὴν τὴν δίφορον συκῆν κάτω . Ἐπὶ |
τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ | ||
κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ |
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ | ||
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ |
ὅρκων , οἰόμενος κατακλήσει θεοῦ πίστιν ἐργάζεσθαι τοῖς ἀκούουσιν . ἀνίερος δ ' ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ βέβηλος ἴστω , | ||
κοινῇ συμφέρον . ἐπιθυμία μὲν οὖν βέβηλος καὶ ἀκάθαρτος καὶ ἀνίερος οὖσα πέρα τῶν ἀρετῆς ὅρων ἐλήλαται καὶ πεφυγάδευται δεόντως |
ξυλόχοισιν : τόποις ξύλους ἔχουσιν . ὀρέστερος : ὀρείφοιτος , ὀρεινὸς , ὀρειφοίτης , ἐν ὄρει διάγων . ἀγροιώτης : | ||
„ . Ἀαρὼν δέ ἐστιν ὁ ἱερεύς , καὶ τοὔνομα ὀρεινὸς ἑρμηνεύεται , μετέωρα καὶ ὑψηλὰ φρονῶν λογισμός , οὐ |
οὕτω κατανείνειν : ἅμα δὲ τῇ κατατάσει χρὴ τῇ σανίδι καταναγκάζειν τὸν αὐτὸν τρόπον ὡς τὰ ὑβώματα , κατ ' | ||
καὶ συμβαλεῖν ἔχῃ , καὶ κωλύῃ τὸ στράτευμα , καὶ καταναγκάζειν φρούρια , καὶ ζητεῖν τὴν ἐπήρειαν λόχῳ κατὰ τῶν |
ἐστὶν ἔχουσα φύλλα ὅμοια λαπάθῳ ἀγρίῳ , μελάντερά τε καὶ δασύτερα , στύφοντα ἐν τῇ γεύσει : καυλὸν δ ' | ||
τοῦ ἡλίου κλίσει , ἔχει τὰ φύλλα ὠκίμῳ παραπλήσια , δασύτερα δὲ καὶ μελάντερα καὶ μείζονα , κλωνία ἀπὸ τῆς |
ἄγουσιν , ἐλαύνουσιν , ἐλαυνέτωσαν , ἐλαύνουσιν , ἀντίκλισις . Νῶτον ἐπιφάνειαν ἀπὸ τοῦ νωμῶ τὸ κινῶ . νῶτον ἁλός | ||
ἡ δὲ εἰς ὀξὺ ἀπηγμένη ἀκολασίαν καὶ δειλίαν κατηγορεῖ . Νῶτον πλατὺ στερεὸν ἄνδρα γενναῖον , θυμοειδῆ ποιεῖ , τὸ |
στήθει τοῦ λέοντος ἐπιτέλλει . τῇ κεʹ τοῦ Αὐγούστου , ὀϊστὸς δύνει . τῇ ιεʹ τοῦ Σεπτεμβρίου , ἀρκτοῦρος ἐπιτέλλει | ||
τούς γε ὀρεῖς καὶ τοὺς κύνας τί τοὺς ἀθῴους ὁ ὀϊστὸς ἐν τοῖς πρώτοις ἐπεπορεύετο ; ἀλλὰ διδάσκει , ὡς |
ἡ εὐώνυμος : ὡς δὲ φόβος φοβερὸς , οὕτως ἄριστος ἀριστερός . ἀδελφοὶ , παρὰ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος : | ||
. * ὅγε : ὅτε . * σκαιός : πλάγιος ἀριστερός κατὰ πλευρὰν κείμενος * οἶμον : ὁδόν * οἶμον |
δὲ ἑνὸς μέρους τὸ ὅλον . ἠΰς καλὸς κἀγαθός . ἐσχημάτισται ἀπὸ τοῦ ἐΰς . ἠΰτε ὡς : “ ἠΰτε | ||
, ὅτι καὶ ἡ ψυχὴ κατ ' ἀνάγκην μὲν διηνεκῶς ἐσχημάτισται , ἔστι δ ' ὅμως καὶ ψυχῆς κατὰ φύσιν |
, ὅτε γένος : ἐμαυτόν γὰρ καὶ ἐμαυτήν . ὅθεν ἐπιστατέον τῷ οὐδετέρῳ σχήματι κατ ' αἰτιατικὴν σιγηθέντι , ἐπεὶ | ||
: δίκαιος , εἰς καὶ κατὰ τὸν τόνον διήλλαξεν : ἐπιστατέον οὖν τὸ Τίμαιος : Νίκαιος ἐκτείνοντα τὸ ι . |
: τοῦτο γὰρ λόγου πολλοῦ καλῶς λεχθέντος ἥδιστον κλύειν . Ἄνασσα , νῦν σοι τέρψις ἐμφανὴς κυρεῖ , τῶν μὲν | ||
πρὶν ἂν τοῦ σκέλους ὑμᾶς λαβών τις ἐκτραχηλίσῃ φέρων . Ἄνασσα πράγους τοῦδε καὶ βουλεύματος , τί μοι σκυθρωπὸς ἐξελήλυθας |
“ οὖν εἶπε διὰ τὸ τρίβεσθαι τοὺς λίθους , ” κρόταλον “ δὲ διὰ τὸ κρούειν τοὺς λίθους , ” | ||
ψευδῶν συγκολλητής , εὑρησιεπής , περίτριμμα δικῶν , κύρβις , κρόταλον , κίναδος , τρύμη , μάσθλης , εἴρων , |
τὸν τῆς κινήσεως τρόπον . ἀλλὰ καὶ τμηθεὶς ἅπας μῦς ἐγκάρσιος μὴ πάνυ λεπτῇ μηδὲ ἐπιπολῆς τῇ τομῇ βλάπτει μέν | ||
Αἰολικῶς , κέρσω : καὶ ἐξ αὐτοῦ κέρσιος : καὶ ἐγκάρσιος : εἰρωνεύεσθαι , ψευδολογεῖν : χλευάζειν , ὑποκρίνεσθαι : |
ἔκριναν θανάτου . Ῥᾴδιον ἁπλοῦν : ῥᾷον συγκριτικόν : ῥᾷστον ὑπερθετικόν . Τὰ δὲ συγκριτικὰ πολλαχῶς προφέρονται , οἷον κρείττων | ||
: οὐδὲ γὰρ τὰ εἰς ωρ λήγοντα σχηματίζουσιν συγκριτικὸν καὶ ὑπερθετικόν . ἔτι ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες μακάρτατος . τὸ μέντοι |
. ” ἀολλίσασα συναθροίσασα . ἀπάτερθεν ἄπωθεν , χωρίς . ἀπάλαμνος ἀμήχανος , κατὰ στέρησιν τοῦ παλαμᾶσθαι , ὅ ἐστι | ||
. τὸν κιθαρῳδόν . τὸν ποιτήν . τὸν ᾠδόν . ἀπάλαμνος βʹ : ἄπειρος . ἢ ἀμήχανος . ἀπάνευθεν βʹ |
τοῦτο παθόντων ἰατροῦ χρεία τις ᾖ : δεύτερον δὲ τοῦτον κατακεχώρικεν : ἔστιν δὲ ἐμβολὴς [ ] ὤμου καὶ ἐς | ||
τῆς τοῦ ὤμου ἐμβολῆς τὸν ἐπὶ πᾶσι καταρτισμὸν δυνατώτατον ὄντα κατακεχώρικεν , οὕτως καὶ ἐπὶ τῶν παρόντων τὸ ὅμοιον πεποίηκεν |
μόνον οὕτως ἐσχημάτισε , νεοίη ἀντὶ τοῦ νεότης . . ἀμφίθετος φιάλη : ἡ διπλῆ πρὸς τὴν ἀμφίθετον , ὅτι | ||
παρέχουσα : μείζων γὰρ τοῦ ποτηρίου . ἡ δὲ [ ἀμφίθετος καὶ ] ἀπύρωτος ἢ ψυχρήλατος ἢ ἐπὶ πῦρ οὐκ |
: τὸ ὅπλον : παρὰ τὸ σπῶ τὸ ῥῆμα παράγωγον σπίζω , ὁ μέλλων σπίσω , κατὰ , ἔγκειται ' | ||
παραγώγως . Ἀσπίς , παρὰ τὸ σπῶ , οὗ παράγωγον σπίζω : ἀφ ' οὗ ὄνομα ῥηματικὸν σπι ἤτοι μακρὸν |
ἠὲ καὶ ἀτρεκέως κεῖσθαι νέκυν : ὧδε γὰρ ἄπνους αἰόλα βουλεύουσα παραβλήδην τετάνυσται : οἱ δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς | ||
τείχη περικαταρρέοντα , εἰδὼς δὲ ὅτι ἡ βουλὴ ἡ ἀεὶ βουλεύουσα , ὅταν μὲν ἔχῃ ἱκανὰ χρήματα εἰς διοίκησιν , |
. Ὄρχαμος . τροπῇ τοῦ α εἰς ο , ἀρχὸς ἄρχαμος , ὡς πλόκος πλόκαμος , πύῤῥος πύῤῥαμος . Ὀῤῥωδῶ | ||
συγκοπῇ ἄκνος καὶ ὄκνος , ὡς ἀκριόεις ὀκριόεις , ἀρχὴ ἄρχαμος ὄρχαμος . Ὀλοφυρόμενος . κυρίως τὸ μετὰ τιλμοῦ τῶν |
ἐμποιέει . ἀτὰρ καταχρίειν τοῖϲι ἰκέλοιϲι τὰ αἰδοῖα καὶ τὴν πλιχάδα καὶ τὰ ἰϲχία , κωνείῳ ξὺν ὕδατι ἢ οἴνῳ | ||
ἂν οἱ βουβῶνές τε καὶ τὸ ἄρθρον τὸ κατὰ τὴν πλιχάδα καλεομένην προσεπιδέηται : καὶ γὰρ ἄλλως ξυμφέρει , καὶ |
πρὶν φθαρῆναι , τὸ ἐγγὺς ἐγέννα μόνον . Τὰ δὲ διάκενα οἷον τῶν κλάδων ἐπληροῦτο ἐκ τῶν αὖ ἐκ τῆς | ||
ἄτηκτον εἴασεν , τὰ δὲ πυρὸς εἰς τὰ τῶν ὑδάτων διάκενα εἰσιόντα , ὅπερ ὕδωρ γῆν , τοῦτο πῦρ [ |
περισωθῆναι , καί τινα ἐπὶ λάρνακος ὀχούμενον ἐπὶ τὴν ἀκρώρειαν ὀκεῖλαι , καὶ τὰ λείψανα τῶν ξύλων ἐπὶ πολὺ σωθῆναι | ||
τούς τε ἄλλους τοιαῦτα ἐπέσπερχε καὶ τὸν ἑαυτοῦ κυβερνήτην ἀναγκάσας ὀκεῖλαι τὴν ναῦν ἐχώρει ἐπὶ τὴν ἀποβάθραν : καὶ πειρώμενος |
ἀλέῃ μᾶλλον : ψῦξιϲ γὰρ ἔμφυτοϲ ἡ αἰτίη . κοίτη εὐαφήϲ , ϲτρώματα , τοιχογραφίη , ποικίλα πάντα , ὁκόϲα | ||
ἀλλὰ ϲηπτικοῖϲ φαρμάκοιϲ ἐκδαπανᾶν τὸ ἐγκατάλειμμα . Τὸ ἀνεύρυϲμα ὄγκοϲ εὐαφήϲ ἐϲτι καὶ τοῖϲ δακτύλοιϲ ὑπείκων ἐξ αἵματόϲ τε καὶ |
ταχύς ταχέος ταχύ ταχέος , σώφρων σώφρονος σῶφρον σώφρονος , λιπόπατρις λιποπάτριδος λιπόπατρι λιποπάτριδος : ὅσους οὖν ἐροῦμεν κανόνας περὶ | ||
ἄρσενι τὸν ἄρσενα ὦ ἄρσεν καὶ τὸ ἄρσεν , ὁ λιπόπατρις τοῦ λιποπάτριδος τῷ λιποπάτριδι τὸν λιποπάτριδα ὦ λιπόπατρι καὶ |
Ἔρις βοόωσα . Κόνις δ ' ἐρυθαίνετο λύθρῳ κτεινομένων : ὀλέκοντο δ ' ἀνὰ κλόνον ἄλλοθεν ἄλλος . Ἔνθ ' | ||
τὸ καθαίρω : ὄλω , ὀλέσω , ὀλέκω : ὅθεν ὀλέκοντο δὲ λαοί : δείδω , δείσω , δείκω , |
οὐ κορύνη οἱ ὄλεθρον χραῖσμε σιδηρείη : πρὶν γὰρ Λυκόοργος ὑποφθὰς δουρὶ μέσον περόνησεν , ὃ δ ' ὕπτιος οὔδει | ||
δῆθεν εὔνους ὢν , ἵνα καὶ λανθάνειν μᾶλλον δύναιτο , ὑποφθὰς ἀνείλετο τὸ διάδημα καὶ ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ ἔθηκε |
ἀτὰρ μῆκός γε γενέσθην ἐννεόργυιοι . πολλὰ δ ' ἄναντα κάταντα κατὰ στίχας ἦλθ ' ὁ μάγειρος , σείων ὀψοφόρους | ||
τὰ μὲν παραδραμών , τὰ δὲ βάδην ἄναντα πολλὰ καὶ κάταντα τοιαύτη γάρ , ὡς οἶσθα , ἡ πόλιςπεριελθὼν ἵδρωκάς |
, τὰ ὦτα τέτακται . τούτων δὲ τὰ μὲν ἀναπεπταμένα πτερυγώματα , τὰ δὲ ἀνακεκλασμένα εἰς τοὐπίσω ἐκ τῶν ἔμπροσθεν | ||
ὃν ὑμνεῖ ὁ οὐρανὸς τῶν οὐρανῶν , ὃν ὑμνοῦσι τὰ πτερυγώματα τοῦ χερουβίμ . ὁρκίζω σε τὸν περιθέντα ὄρη τῇ |
ἔφη , τίπτε σὺ ὧδε , φέριστε ; ἦ τινα συλήσων νεκύων κατατεθνηώτων ; ἐρωτηθεὶς εἰ παιδισκάριον ἢ παιδάριον ἔχοι | ||
: ὣς ἐπὶ σοὶ Μελάνιππε θόρ ' Ἀντίλοχος μενεχάρμης τεύχεα συλήσων : ἀλλ ' οὐ λάθεν Ἕκτορα δῖον , ὅς |
πλάγιον ξύλον τὸ μέτωπον αὐτῆς κατὰ τὴν ὑποστροφὴν ἐρεῖδον . Συμβήσεται οὖν ἢ τάφρῳ πλαγίᾳ οὔσῃ ἐμπίπτοντα παραφέρεσθαι τὰ βάρη | ||
Λακωνικῇ πολλὰ φυτεύουσι , τοὺς δ ' αὐχμώδεις μετοπώρου . Συμβήσεται γὰρ οὕτω θερμῆς οὔσης ἐν βάθει τῆς γῆς κατὰ |
ὑπερτρισύλλαβα συγκριτικὰ ἢ συγκριτικῶς παραληγόμενα προπαροξύνεται : ἰθύντερος ἀβέλτερος μελάντερος ὀρέστερος . τούτοις ἠκολούθησε καὶ τὸ κασσίτερος , εἰ καὶ | ||
ὑποκοριστικόν , ἔδει διὰ τοῦ κ ἐκφέρεσθαι . τὸ δὲ ὀρέστερος οὐκ ἀπὸ τοῦ ὄρους , ἀλλ ' ἀπὸ τοῦ |
οὐσία ἐστὶν ἀσώματος , καὶ ἐν σώματι δὲ οὖσα οὐκ ἐκβαίνει τῆς ἰδίας οὐσιότητος . τυγχάνει γὰρ οὖσα ἀεικίνητος κατ | ||
βλαβερόν . “ Ποικίλα γέ σοι , ὦ Σώκρατες , ἐκβαίνει τὰ ὀνόματα . καὶ γὰρ νῦν μοι ἔδοξας ὥσπερ |
τόπου ἐμβολὴ ἐξ ὀνόματος , καθόλου , ὅρκος . Καὶ εἰρωνεία μέν ἐστι τὸ διὰ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον σημαῖνον | ||
, εἰρωνεία , διαπόρησις , διασυρμός , ἀποστροφή . τούτων εἰρωνεία μέν ἐστι λόγος ἐναντίος οἷς ἐνθυμούμεθα , κατ ' |
, κατειρωνεύεσθαι , διασύρειν , κωμῳδεῖν διακωμῳδεῖν , τωθάζειν . εἴρων , κωμῳδικός , τωθαστικός : ὁ γὰρ γελοῖος καὶ | ||
ἡ τλήμων : δεῖ προσθεῖναι χωρὶς τοῦ αἴθων αἴθωνος καὶ εἴρων εἴρωνος : ταῦτα γὰρ κοινά εἰσι τῷ γένει , |
ἐγκοπὴν ἔγκειται ἡ ῥίζα , εἶτ ' ἐκ πλαγίων κατακλείεται περόνη εἰς τετρημένην τὴν σπάθην καὶ τὴν ῥίζαν , ἥτις | ||
διάπειρον : τουτέστιν ἕως καὶ αὐτῶν τῶν στέρνων κατελθέτω ἡ περόνη . κατὰ τῶν στέρνων δὲ , φησὶ , περόνα |
σφαιροειδοῦς σφαιροειδές , ἐὰν μὲν ἴσα ᾖ ἀλλήλοις , κυλινδροειδὴς ἀποπέμπεται ἡ τοῦ φωτιζομένου σκιά , ὁπόταν δὲ μεῖζον ᾖ | ||
, ὅτι ὁ γεωργὸς συνεχῶς τὴν γυναῖκα εἰς ἄστυ κατιοῦσαν ἀποπέμπεται , καὶ εἰ πειρώμεθα αὐτὸ ἀποδεικνύναι ὡς ἔγκλημα τὸ |
ἑκάστοις ἐμπειρίαν καὶ ἐπιστήμην ἀνειληφότες ἔχουσιν . ἐπειδὰν δὲ ὁ τεκτονικὸς ξύλων ὕλην ἐργάζηται λαβών , ὁ δὲ ζωγράφος τὰ | ||
αὐτὸς μὲν εἶναι γεωμετρικός , ὁ αὐτὸς δὲ ἀστρονομικὸς καὶ τεκτονικὸς καὶ εἴ τι τοιοῦτον , θεῷ δὲ ἄρα ἦν |
. ἄλλαξον οὖν , φησί , τοὺς τρόπους σου καὶ μεταβαλοῦ . ὡς τάχιστα : μεταφορικῶς . τὸ γὰρ “ | ||
ἀσπίδα κλῖνον , πρόαγε , ἔχου οὕτως . Ἐπὶ δόρυ μεταβαλοῦ , πρόαγε , ἔχου οὕτως . Ἐπ ' ἀσπίδα |
ἡ ῥὶς ὀξεῖα γίνεται τρόπῳ τοιούτῳ : ἡ ῥὶς ὀστοῦν χονδρῶδές ἐστι : τὸ μὲν ἐντὸς ὀστῶδές ἐστι , τὸ | ||
δέ φησιν ἀτροφωτέραν καὶ ἀχυλοτέραν αὐτὴν εἶναι , ἔχειν τε χονδρῶδές τι διακεχυμένον , εὐστόμαχον πάνυ . Θεόφραστος δ ' |
. Ἑρμηνεία . Ἀλλοτρίᾳ τῇ στολῇ ὁ καλλυνόμενος Ἐπ ' ἐκφορᾷ θανάτου γελασθήσεται . Τὸ οὐκ οἶδα εἰς φυλακὴν οὐ | ||
δὲ σύμφορα παραινέσομεν : πρῶτον μὲν ἐπενεγκεῖν δόρυ ἐπὶ τῇ ἐκφορᾷ , καὶ προαγορεύειν ἐπὶ τῷ μνήματι , εἴ τις |
αἰθερίοιο φυὴν ἔχεν οἰωνοῖο , ἶσα δ ' ἐυξέστοις ὠκύπτερα πάλλεν ἐρετμοῖς . δηρὸν δ ' οὐ μετέπειτα πολύστονον ἄιον | ||
ἔνι πηχύνουσα : Λαμπετίη δ ' ἐπὶ βουσὶν ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ πάλλεν ὀπηδεύουσα καλαύροπα . τὰς δὲ καὶ αὐτοί βοσκομένας ποταμοῖο |
τὸ πρόσωπον ὡς διερρωγὸς φέρει , κυρτός , προγάστωρ , παχυσκελής , ποδῶν καὶ χειρῶν ἄρθρα περιμήκη παχέα καὶ σκληρά | ||
ὡς διεσχισμένα τὰ πρόσωπα φαίνεσθαι , κυρτός , προγάστωρ , παχυσκελής , ποδῶν καὶ χειρῶν ἄρθρα περιμήκη παχέα καὶ σκληρά |
γίγνεσθαι . καὶ ἑξῆς δέ φησι : λόγος καὶ φήμη ὑπορρεῖ , ὡς ὁ θεὸς οὗτος ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς Ἥρας | ||
Ἄορνον δέ τινα πέτραν , ἧς τὰς ῥίζας ὁ Ἰνδὸς ὑπορρεῖ πλησίον τῶν πηγῶν , Ἀλεξάνδρου κατὰ μίαν προσβολὴν ἑλόντος |
μακρός . Ῥῆτραι . συνθῆκαι διὰ λόγων . Ῥικνόν . ἐπικαμπὲς ἢ ῥυσόν . Ῥυμβεῖν . ῥομβεῖν . τοῦτο δὲ | ||
ἐπ ' ἄκρων δ ' ἄνθος λευκόν , ὑποπόρφυρον , ἐπικαμπὲς καθάπερ σκορπίου οὐρά : ῥίζα δὲ λεπτή , ἄχρηστος |
τὸ σκέλος , ὁποσαχῶς ἂν μετρίως ἔχῃ : καὶ ἔπειτα κατατεινομένου τοῦ σκέλους εἴτε ξύλῳ ὑπεροειδεῖ εἴτε τούτων τινὶ τῶν | ||
ἐξ ἑκατέρου μέρους φλιῶν ἐχουσῶν κλιμακτῆρα καὶ πλαγίου τοῦ ἀνθρώπου κατατεινομένου . προφέρεται δὲ ἐχομένως περὶ αὐτοῦ τὸν τρόπον τοῦτον |