τῷ μὴ εἶναί τινα περὶ τὸν βίον τέχνην τὸ μηδὲ διδακτὴν αὐτὴν καθεστάναι : τῶν γὰρ μὴ ὄντων οὐ γίνεται
ὀλίγων χρῄζειν . Ἀρέσκει δ ' αὐτοῖς καὶ τὴν ἀρετὴν διδακτὴν εἶναι , καθά φησιν Ἀντισθένης ἐν τῷ Ἡρακλεῖ ,
6741862 Εὐανθης
νῆσον ἔρημον κατοικίσαντα ἀπὸ τῆς γυναικὸς Σύμην αὐτὴν προσαγορεῦσαι . Εὐάνθης δ ' ὁ ἐποποιὸς ἐν τῷ εἰς τὸν Γλαῦκον
νῆσον ἔρημον κατοικήσαντα ἀπὸ τῆς γυναικὸς Σύμην αὐτὴν προσαγορεῦσαι . Εὐάνθης δὲ Ποσειδῶνος αὐτὸν υἱὸν εἶναι καὶ Ναίδος νύμφης μιγῆναί
6405360 ϲτυφων
, ἢν μὴ ὑποικουρέωϲι φλεγμοναί . οἶνοϲ εὐώδηϲ μὴ κάρτα ϲτύφων , παχὺϲ δὲ ὡϲ ἥκιϲτα . Ἑλληνικοὶ μὲν Χῖοϲ
πληρουμένηϲ , ἐν δὲ τῷ θερμαίνειν καὶ ψύχειν μέϲοϲ ἐϲτὶ ϲτύφων εἰϲ τοϲοῦτον , ὡϲ ἐγγὺϲ εἶναι κατά γε τὴν
6367378 θαυμασιωτατην
, πρὸς ἣν ἀφομοιωθέντα ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ αὐτὸν ἀπειργάσθαι κατὰ θαυμασιωτάτην πρόνοιαν καὶ δίαιταν ἐλθόντος ἐπὶ τὸ δημιουργεῖν τὸν κόσμον
, τὴν μὲν ἔνδον ἀποτίθεσθαι , ποικιλωτάτην δὲ καὶ ὀφθῆναι θαυμασιωτάτην ἑτέραν ἀναλαμβάνειν : πολύτροπος γὰρ ὢν ὁ βίος ποικιλωτάτου
6354568 κοσμιῳ
. πᾶσα γὰρ ἀσέβεια φιλεῖ γίγνεσθαι ἐὰν μή τις τῷ κοσμίῳ Ἔρωτι χαρίζηται μηδὲ τιμᾷ τε αὐτὸν καὶ πρεσβεύῃ ἐν
, οἱ δέ , ὥσπερ Ἑλλανοδίκαι τῷ πρεσβυτάτῳ , εἵποντο κοσμίῳ ἅμα καὶ σχολαίῳ βαδίσματι . ἐπεὶ δ ' ἐκάθισαν
6299161 δικαιοτατων
ἢ ταπεινωθεὶς ὑπὸ λύπης , ὥστε ἀποστῆναι τῶν βελτίστων καὶ δικαιοτάτων ἔργων προδότης αὑτοῦ γενόμενος ; τῷ δὲ τὴν ἀρχὴν
' ἀγχεμάχων καὶ ἀγαυῶν Ἱππημολγῶν , Γλακτοφάγων ἀβίων τε , δικαιοτάτων ἀνθρώπων . Ἀβίους δ ' αὐτοὺς λέγει ἢ διὰ
6257763 Ὑμνοις
. : Ἐμπεδοκλῆς ? [ δ ' ἐν τοῖς ] Ὕμνοις , [ ὡς καὶ παρὰ ] Φιλοχόρωι , Γῆν
. . . : ταύτην δὲ ὁ μὲν Πίνδαρος ἐν Ὕμνοις Δημοδίκην : Ἱππίας δὲ Γοργῶπιν : Σοφοκλῆς ἐν Ἀθάμαντι
6232602 οἰκειοτατην
παρ ' Ὁμήρῳ νόμοις ὅτι ὁ ποιητὴς ὁρῶν τὴν σωφροσύνην οἰκειοτάτην ἀρετὴν οὖσαν καὶ πρώτην τοῖς νέοις , ἔτι δὲ
. Τίς γὰρ οὐκ ἂν συγχωρήσειεν ἐπιστήμην τυγχάνουσαν τοῦ ὄντος οἰκειοτάτην εἶναι [ τῆς θείας αἰτίας ] θεοῖς , τὴν
6230484 εὐεστω
μὲν ἐν τῶι Περὶ τέλους τὴν εὐθυμίαν , ἣν καὶ εὐεστὼ προσηγόρευσεν . . . . Ἑκαταῖος δὲ αὐτάρκειαν :
[ ] . τὴν δ ' εὐδαιμονίαν καὶ εὐθυμίαν καὶ εὐεστὼ καὶ ἁρμονίαν , συμμετρίαν τε καὶ ἀταραξίαν καλεῖ .
6227689 Νουν
. ἦν ὁ Κλαζομένιος , ὃν οἱ τότ ' ἄνθρωποι Νοῦν προσηγόρευον , εἴτε τὴν σύνεσιν αὐτοῦ μεγάλην εἰς φυσιολογίαν
γε ἀρετὴν τέτταρα ἔθεμέν που . Πάνυ μὲν οὖν . Νοῦν δέ γε πάντων τούτων ἡγεμόνα , πρὸς ὃν δὴ
6225559 ἐμπρεπες
ἐσθλοῦ , ὥστε χερείον ' ἑλέσθαι ἀμεινοτέρων παρεόντων . ” ἐμπρεπὲς δὲ θεῷ τὰ ἄμορφα μορφοῦν καὶ τοῖς αἰσχίστοις περιτιθέναι
, ὦ διάνοια , εἰς τὴν ἀρετῆς χώραν , ἣν ἐμπρεπὲς μόνῳ δωρεῖσθαι θεῷ , τὴν εὔβοτον , τὴν εὔγειον
6185447 ὑδαϲιν
Περὶ κεφάλου . Ὁ κέφαλοϲ ἁπάντων μάλιϲτα τῶν ἰχθύων τοῖϲ ὕδαϲιν ἀμφοτέροιϲ χρῆται ποταμίοιϲ τε καὶ θαλαττίοιϲ : ὁ μὲν
ἀναληφθέντα προϲτιθέϲθω . μετὰ δὲ ταῦτα καὶ τοῖϲ αὐτοφυέϲι χρηϲτέον ὕδαϲιν ἐπιμόνωϲ καὶ τῷ ψαμμιϲμῷ , τῶν δὲ ἄλλων λουτρῶν
6163289 ἐκλυσε
κυκώμενον ἄφρεεν ὕδωρ πορφύρεον , κοίλην δ ' ἄιξ ἁλὸς ἔκλυσε νῆα . γήθησαν δ ' ἥρωες : ὁ δ
ῥόον : τουτέστιν ἀπέθανε καὶ διὰ τοῦ Ἀχέροντος διῆλθε . ἔκλυσε δίνα : ἤτοι περιέσχεν αὐτὸν ἡ τοῦ Ἀχέροντος δίνη
6157612 βεβαιουτε
τρόπον σώφρονα . Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται , μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους , καὶ τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη
λύετε , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὰς παρανόμους γνώμας , βεβαιοῦτε τῇ πόλει τὴν δημοκρατίαν , κολάζετε τοὺς ὑπεναντίως τοῖς
6133951 εὐηθεστερων
Δὶς παῖδες οἱ γέροντες . ἐπὶ τῶν πρὸς τὸ γῆρας εὐηθεστέρων εἶναι δοκούντων . Διωκάθειν . διώκειν ἐγκαλοῦντα ἢ τρέχοντα
Δὶς παῖδες οἱ γέροντες : ἐπὶ τῶν πρὸς τὸ γῆρας εὐηθεστέρων εἶναι δοκούντων . Διωλύγιον κακόν : ἐπὶ τῶν μέγα
6120433 εἰκαστικην
ἴσον τῷ μὴ πεφυκέναι πρὸς τὴν τῶν εὐλόγων καὶ πιθανῶν εἰκαστικὴν ῥητορείαν , ἔπειθ ' ἑξῆς διαβεβαιούμενος , ὅτι οὐ
. Τούτω τοίνυν τὼ δύο ἔλεγον εἴδη τῆς εἰδωλοποιικῆς , εἰκαστικὴν καὶ φανταστικήν . Ὀρθῶς . Ὃ δέ γε καὶ
6103161 ἡπατον
ἡ γαλῆ δέ , φαίης ἂν αὐτὴν εἶναι τὸν καλούμενον ἥπατον . ἰχθὺς δὲ ἔστιν αὕτη βραχύς , καὶ τὼ
λοχαγός φησιν : καὶ λεβίαν λαβέ , Μόσχε , τὸν ἥπατον ἐν περικλύστῳ Δήλῳ καὶ Τήνῳ . ΗΛΑΚΑΤΗΝΕΣ . Μνησίμαχος
6093234 ἀναποβλητον
ποία τις προσέθηκε διὰ τὸ δεῖν παραμόνιμον εἶναι ἢ καὶ ἀναπόβλητον διὰ βίου παντός . ἐν βίῳ γὰρ εἴρηκε τελείῳ
αὐτὴν εἶναι θεοῦ καὶ ἀνθρώπου , οὔτε γὰρ τὴν ἀρετὴν ἀναπόβλητον ἐπὶ τῶν σπουδαίων τὸ παράπαν , δύνασθαι γὰρ ὑπὸ
6092970 ἐξῃρημενην
ἐνταῦθα ἑνὰς καὶ πανταχοῦ , φανερὸν ὅτι δεῖ εἶναι ἑνάδα ἐξῃρημένην πάντων τούτων , ἥτις ἐστὶ παρακτικὴ ἁπασῶν τῶν ἑνάδων
μοῦνον ” . διὰ δὲ τῆς ἑνάδος τὴν πρωτίστην καὶ ἐξῃρημένην αἰτίαν : κλῦθι , κύδιμ ' ἀριθμέ , πατὴρ
6092706 ἡδειν
παρρησιαζομένῳ : πηδᾶν μὲν αὐτῷ τὴν καρδίαν ἐπὶ Χαρμίδῃ καὶ ἥδειν τὸ σῶμα , ἐπτοῆσθαι δὲ καὶ ἐνθουσιᾶν , καθάπερ
καὶ τιμὴ καὶ ἔπαινος καὶ δωρεαὶ καὶ δόξαι ἱκανά ἐστιν ἥδειν καὶ διαχεῖν τὴν διάνοιαν καὶ παρ ' αὐτὸ τοῦτο
6085288 ἀξιωσατε
καὶ ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι . τῇ τε αὐτῇ ζημίᾳ ἀξιώσατε ἀμύνασθαι καὶ μὴ ἀναλγητότεροι οἱ διαφεύγοντες τῶν ἐπιβουλευσάντων φανῆναι
Ἰσμηνίῳ καὶ θεοῖς καὶ ἥρωσι τοῖς κοινοῖς τῶν Ἑλλήνων , ἀξιώσατε ὑμᾶς αὐτοὺς μεθ ' ἡμῶν ὀφθῆναι : καὶ πειραθῶμεν
6068200 γηγενει
θηριώδης φαίνεται οὐκ ἐοικὼς ἀνθρώπῳ , ἀλλ ' ἀνημέρῳ τινὶ γηγενεῖ : ἁμερίῳ γέννᾳ : τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει οὐχ ὅμοιος
‖ ἀλλ ' ἐπειδὴ νοῦν ἔδωκε τῷ ἀνθρώπῳ τῷ πρώτῳ γηγενεῖ καὶ σπουδαίῳ καθ ' ὃν ἐπιστημονικὸς ὢν πέφυκε λογίζεσθαι
6042578 πολυφιλον
ἔστι δὲ καὶ συναμφότερα ἀκούειν : ᾧ πολλοὶ ἕπονται . πολύφιλον ἑπέταν : ᾧ πολλοὶ φίλοι ἕπονται . τὸ δὲ
τις ἀνθρώπων ἀρετῇ συγκεκραμένον καθαρᾷ τῆς τύχης αὐτὸν παραδούσης ἀνάγῃ πολύφιλον ὄντα καὶ διδῷ τοῖς ἐν χρείᾳ καθεστηκόσιν . μόνον
6034091 ἀμπνευμα
; ἡ Ἀρέθουσα ; ἀλλ ' οὐ τὴν Ἀρέθουσαν εἴρηκεν ἄμπνευμα , ἀλλὰ τὴν Ὀρτυγίαν , ἐν ᾗ ὁ Ἀλφειὸς
πνεῦμα ἡ ἀρέθουσα : ἀλλ ' οὐ τὴν ἀρέθουσαν εἴρηκεν ἄμπνευμα , ἀλλὰ τὴν ὀρτυγίαν , ἐν ᾗ ὁ ἀλφειὸς
6022668 λαπαθῳ
. Βρεττανικὴ ϲτυπτικῆϲ ἐϲτι καὶ κολλητικῆϲ δυνάμεωϲ ὁμοίωϲ τῷ ἀγρίῳ λαπάθῳ τὴν ἰδέαν : ὁ δὲ χυλὸϲ αὐτῆϲ τὰϲ ἐν
μετὰ γλυκύτητος εὐστόμαχα εὐέκκριτα . τὰ δὲ συνεψόμενα μαλάχῃ ἢ λαπάθῳ ἢ ἰχθύσιν ἢ καθ ' αὑτὰ τρόφιμα καὶ εὐκοίλια
6016825 Τιμωνι
σου , πάλαι μὲν ἐκεῖνα αἰτιᾶσθαι , νῦν δὲ τῷ Τίμωνι τὰ ἐναντία ἐπικαλεῖν ; Καὶ μὴν εἴ γε τἀληθὲς
, ὦ δικασταί . . Οἱ δ ' ἀλαζονεύονται μὲν Τίμωνι παραπλησίως καὶ ἐσχηματισμένοι περιέρχονται ὥσπερ οὗτος . . .
6002130 Τριτογενειαν
εἶδος ὀρχήσεως , ἥτις ἐτελεῖτο ἐπὶ τιμῇ τῆς Ἀθηνᾶς . Τριτογένειαν δὲ λέγουσιν αὐτήν , ἐπεὶ κατὰ τὸν μῦθον ἐκ
Ἀθηναίοις . Τρίτωνος ] σημείωσαι ὅτι διὰ τοῦτο οἴεται αὐτὴν Τριτογένειαν . θρασὺς ταγοῦχος ] ὡς θρασὺς ἡγεμών : ἁρμόττουσα
6001051 ψαθυραν
ἐστί , σκληροτέραν δὲ πάντων σχεδὸν ἔχει τὴν σάρκα καὶ ψαθυρὰν ἱκανῶς : τρέφει τοιγαροῦν , ὅταν πεφθῇ καλῶς ,
τῶν ἰχθύων δ ' ἐσθίειν ὅσοι μαλακήν τε ἅμα καὶ ψαθυρὰν ἔχουσι τὴν σάρκα , τῶν δ ' ἤτοι σκληρὰν
5988772 ἀξιεραστον
φησιν Ἀντισθένης ἐν τῷ Ἡρακλεῖ , καὶ ἀναπόβλητον ὑπάρχειν : ἀξιέραστόν τε τὸν σοφὸν καὶ ἀναμάρτητον καὶ φίλον τῷ ὁμοίῳ
. τὸ μὲν οὖν δεικνύμενον τὸ ἀξιόρατον καὶ ἀξιοθέατον καὶ ἀξιέραστόν ἐστι , τὸ τέλειον ἀγαθόν , ὃ καὶ τὰς
5984916 λυσιτελεστατην
μέντοι καὶ γνώμην εἰσήνεγκεν ὡς μὲν συνετωτάτην , ὡς δὲ λυσιτελεστάτην : ἡ δὲ ἦν τὸ τὸν Κομνηνὸν Ἀλέξιον συνάψαι
αὐτοῖς περιπίπτειν τῶν εὐηθεστέρων οἰόμενος εἶναι πάντῃ , τὴν αὐτὴν λυσιτελεστάτην καὶ καλλίστην τοῖς ἀκούουσιν ὑπόθεσιν ποιήσομαι τῶν λόγων καὶ
5963543 ἐνης
: ἦν δ ' ὑαινίδες τε βούγλωσσοί τε καὶ κίθαρος ἐνῆς . λέγει δέ τινας καὶ ὕας διὰ τούτων :
: ἦν δ ' ὑαινίδες τε βούγλωσσοί τε καὶ κίθαρος ἐνῆς . ὅτι δὲ διὰ τὸ ὄνομα ἱερὸς εἶναι νενόμισται
5941363 νοσουσῃ
τῆς ψυχῆς τὴν νόσον , ᾗ δὴ καὶ ἐρρωμένῃ καὶ νοσούσῃ τὸ σῶμα συναίσθεται . λύπας μὲν οὖν καὶ ὀργὰς
ἢ αἰσχρὰ μὲν τὰ λεχθέντα τῷ προστυχόντι , σοὶ μέντοι νοσούσῃ τὸν ἔρωτα βελτίονα : τὸ αἰσχρὸν ἔργον : ἀλαζονευομένη
5936970 Λυδιστι
ταῖς εὐφημίαις αὔξειν καὶ ἀγάλλειν . εὐρυθμίαις δὲ Λυδίαις , Λυδιστὶ ἡρμοσμέναις . αἰτήσων πόλιν εὐανορίαις : αἰτήσω δὲ σέ
Ταμίαι ] Ἤγουν χορηγοὶ καὶ ἐπίτροποι . Λυδίῳ ] Ἤγουν Λυδιστὶ ἡρμοσμένῃ . Τρόπῳ ] Μελῳδίᾳ . Τὸ προοίμιον προσφωνητικόν
5934983 Δαματρα
ἐπινικίοις Πανθείδα φίλον υἱόν . Ἀριστοκάρπου [ ] Σικελίας κρέουσαν Δάματρα [ ] ἰοστέφανόν τε Κούραν ὕμνει , γλυκύδωρε Κλεοῖ
τῷ εἰς τὴν ἐν Ἑρμιόνι Δήμητρα Ὕμνῳ λέγων οὕτως : Δάματρα μέλπω Κόραν τε Κλυμένοι ' ἄλοχον , μελιβόαν ὕμνον
5927760 βιωτικη
θεωρίαν ἐνδεικνυμένου τοῖς μεταγενεστέροις . οὐδέ γε αὐτὸν μεθεῖλκεν ἀνάγκη βιωτικὴ καὶ πλάνη φιλάργυρος , ὥσπερ πολλοὺς τῶν νῦν :
ἀρεταῖς τὴν παρέκβασιν ἰωμένη τοῦ θείου ὅρκου , ἡ δὲ βιωτικὴ εὐορκία ταῖς πολιτικαῖς ἀρεταῖς διασῴζεται . μόνοι γὰρ οἱ
5926871 δικαιοσυναν
[ τὸ μεταβάλλον ] . Δοκεῖ μοι τῶν ἀνδρῶν τὰν δικαιοσύναν ματέρα τε καὶ τιθηνὰν τᾶν ἀλλᾶν ἀρετᾶν προσειπέν :
δὲ ἀνδρειότατα οἷον ποτὶ ῥώμαν καὶ ἰσχύν , ποτὶ δὲ δικαιοσύναν οἷον ποτὶ κάλλος τὸ σῶμα . τουτέων δὲ ἀρχαὶ
5924447 ὀρειτην
σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑποτρηχύν , στιβαρόν , μελανόχροα ,
φῶτα κραταιὴ κάλλιπε νοῦσος . Τοῖον γαῖα βροτοῖσιν ἀρηγόνα τίκτεν ὀρείτην , ὅστε καὶ οὐταμένοις ἄκος ἡρώεσσι κομίζει καὶ στείρῃσι
5923641 γεγαμηκας
ὅσον ἐκεῖ τοῦ Πανὸς ὄνομα . Εἰπὲ δέ μοι , γεγάμηκας , ὦ Πάν , ἤδη ; τοῦτο γάρ ,
Τίμωνα ὠνόμακα . Πῶς , ὦ Δημέα , ὃς οὐδὲ γεγάμηκας , ὅσα γε καὶ ἡμᾶς εἰδέναι ; Ἀλλὰ γαμῶ
5923144 Τυρρηνικα
κατὰ γένος ἄγεται . γενομένων δ ' αὐτῷ δυεῖν παίδων Τυρρηνικὰ θέμενος αὐτοῖς ὀνόματα , τῷ μὲν Ἄρροντα , τῷ
τυρρηνικουργῆ , ὥσπερ καὶ τὰ ἔμβαθρα ῥηνιοεργῆ . τὰ μέντοι Τυρρηνικὰ εἴη ἂν ὁ Σαπφοῦς μάσλης : ποικίλος μάσλης Λύδιον
5918981 ἀγαπωντι
ἡ συνουσία τῷ τὸ σῶμα μᾶλλον ἢ τῷ τὴν ψυχὴν ἀγαπῶντι , νῦν τοῦτο δηλώσω . ὁ μὲν γὰρ παιδεύων
: τὸν ἔχοντα φόβον Θεοῦ , ὑπερασπίζει αὐτοῦ : τῷ ἀγαπῶντι τὸν Θεὸν συνεργεῖ : τὸν ἀθετοῦντα τὸν ὕψιστον νουθετῶν
5916348 Ϛπλ
ἀπὸ τοῦ ἐλάσσονός ἐστι ΔΥ α : ΔΥ ἄρα α Ϛπλ . ἐστὶν ʂ γ . ʂ ἄρα ιη ἴσοι
ὁ δὲ συναμφότερος ʂ γ : δεήσει ἄρα ΔΥ β Ϛπλ . εἶναι ʂ γ . ʂ ἄρα ιη ἴσοι
5915935 Ἡγουμενος
δὲ Κάλχας μαντικῇ νικηθεὶς ὑπὸ Μόψου τοῦ Ἀπόλλωνος τελευτᾷ . Ἡγούμενος δὲ αὐτῶν Μόψος ἀφικνεῖται εἰς Κιλικίαν , καὶ γήμας
Ἵνα ἀποθάνωμεν ἢ μὴ ἀποθάνωμεν ; Ἵνα μὴ ἀποθάνητε . Ἡγούμενος ἡμᾶς ἄδικα πάσχειν ἢ δίκαια ; Ἄδικα . Εἶτ
5909343 λιβυϲτικου
οὕτωϲ : ζιγγιβέρεωϲ πετροϲελίνου ἐπιθύμου ϲιλφίου ἄμεωϲ ϲελίνου ϲπέρματοϲ κυμίνου λιβυϲτικοῦ πεπέρεωϲ ἀνὰ ⋖ δ ϲκαμμωνίαϲ # γϲ ἁλῶν ἀμμωνιακῶν
ἀφέψημα δαμαϲώνιον ἀδίαντον ϲελίνου ϲπέρμα μαράθρου δαύκου πετροϲελίνου ἄμεωϲ ἀνίϲου λιβυϲτικοῦ ἀϲάρου ἀφέψημα μήου φοῦ ϲχοίνου ἄνθοϲ ϲεϲέλεωϲ ἀκόρου ῥίζα
5908511 ἐκληρωσεν
† πατρίδα ὑμῶν . . Ὦ Τιμόσθενες , ὑμᾶς δὲ ἐκλήρωσεν , ἤγουν ἔταξεν ἡ τύχη ἐν τῷ Ζηνὶ τῷ
θάσσουσι τρίποδος , ὦ ξένε , Δελφῶν ἀριστῆς , οὓς ἐκλήρωσεν πάλος . καλῶς : ἔχω δὴ πάνθ ' ὅσων
5905818 Βασιλειαν
ὑπ ' ἐνίων Πανδώραν ὀνομασθεῖσαν . τούτων δὲ τὴν μὲν Βασίλειαν , πρεσβυτάτην οὖσαν καὶ σωφροσύνηι τε καὶ συνέσει πολὺ
, γυναῖκα : βασίλειαν : δέσποιναν : ὅρα ἀσύνδετον . Βασίλειαν ἔθηκεν ἐκ τοῦ βασιλεὺς , ὡς ἱερεὺς ἱέρεια καὶ
5903202 πανσοφος
προ [ ] ἐπὶ τοῦ τραχὺ ἀκούει . τὸ δὲ πάνσοφος ἡ εἰωθυῖά ἐστι τοῦ Σωκράτους εἰρωνεία : τὸ γὰρ
ἀγχιστεύει . οὔκουν δεοίμην ἂν εὔχεσθαι ἔτι , καθάπερ ὁ πάνσοφος Πλάτων , ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ γένους τοῦ ἀνθρωπίνου ,
5900834 Παλλαντι
τὴν πόλιν . ἀνὴρ δέ τις , ὃς ἐκηρύκευε τῶι Πάλλαντι , ἀπαγγέλλει τῶι Θησεῖ τὸ γενόμενον : ὁ δὲ
θυγατέρα Ὠκεανοῦ τὴν Στύγα ἐποίησε , συνοικεῖν δὲ αὐτὴν οὐ Πάλλαντι , ἀλλὰ ἐκ Πείραντος Ἔχιδναν τεκεῖν , ὅστις δὴ
5898259 ἀπεφηναμεθα
ἄρρην . . Ἔστιν οὖν , καθὸ καὶ ἐν ἄλλοις ἀπεφηνάμεθα , ἴδιον ἄρθρου ἡ ἀναφορά , ἥ ἐστι προκατειλημμένου
τε τῆς τοῦ Διὸς κεφαλῆς γεγενῆσθαι δοκεῖ : τοῦτον γὰρ ἀπεφηνάμεθα τὸν χῶρον ἰδίως λογισμῶν εἶναι μητέρα . Καὶ τί
5896128 ὑφεαρ
ἑτέροις φύεσθαι διαφέρειν [ καὶ ] δοκεῖν . Τὸ γὰρ ὑφέαρ ἐν ταῖς ἐλάταις καὶ πεύκαις γίνεται καὶ ἡ στελὶς
τὸ ὑφέαρ , ὧν τὴν μὲν καλοῦσιν Εὐβοεῖς τὸ δὲ ὑφέαρ Ἀρκάδες , ἡ δὲ ἰξία κοινή : φασὶν οἱ
5887234 συνδοκειν
εἴρηται : εὔχομαι δὲ δυοῖν θάτερον , ἢ καὶ ὑμῖν συνδοκεῖν , ἢ γνώμης ἁμαρτεῖν αὐτὸς καὶ δειλίαν ὕστερον μόνος
; Πάνυ μὲν οὖν : οἶμαι δὲ καὶ τῷδε οὕτω συνδοκεῖν . Πῶς γὰρ ἂν ἄλλως ἀποκρίναιτο , ὦ θεῖε
5877156 Ὀρχομενιῳ
αἰδεσίμους αὐτοὺς ποίει ἐπιμελῶς προαρξάμενος . Τέλος Ξενοφῶντος . Ἀσωπίχῳ Ὀρχομενίῳ σταδιεῖ παιδὶ Κλεοδάμου νικήσαντι τὴν οϚʹ Ὀλυμπιάδα . .
καὶ ἰαμβικοῦ ἑφθημιμεροῦς . τὸ ιζʹ ἰαμβικὸν πενθημιμερές . Ἀσωπίχῳ Ὀρχομενίῳ σταδιεῖ παιδὶ Κλεοδάμου νικῶντι τὴν οϚʹ Ὀλυμπιάδα στάδιον .
5875602 ἀριθμηται
πρότερόν τε καὶ ὕστερον ἐν κινήσει , ὅταν διορίζηται καὶ ἀριθμῆται , διορίζεται δὲ οὐκ ἄλλως , ἢ ὅταν δύο
, ὅταν διαλαμβάνηται ὡς ἄλλου καὶ ἄλλου , τουτέστιν ὅταν ἀριθμῆται : ὁ γὰρ ἀριθμὸς οὐχ ἑνὸς οὐδὲ ταὐτοῦ παντάπασίν
5873968 Αἰολιδων
αἴτιον : μεμοιραμένον ἦν τὸν Πελίαν ἐκ τῶν ἄγαν διαφανῶν Αἰολιδῶν τελευτῆσαι τὸν βίον , ἢ καὶ γνώμαις ἢ καὶ
Ἑλλάδα κομισθῆναι . τὸ δὲ ἑξῆς : στεῦται δ ' Αἰολιδῶν γενεὴν οὐχ ὑπαλύξειν ἀμειλίκτοιο Διὸς μῆνιν καὶ χόλον ,
5872134 Ὁμοιος
λέγεσθαι . ἔστι δὲ καὶ Δημήτηρ Ὁμολωΐα ἐν Θήβαις . Ὅμοιος ὁμοίῳ : δηλονότι συναγορεύει : ἢ φαῦλος φαύλῳ ,
δικαιοσύνης εἶδος οὐδὲν διοίσει , ἀλλ ' ὅμοιος ἔσται . Ὅμοιος , ἔφη . Ἀλλὰ μέντοι πόλις γε ἔδοξεν εἶναι
5864509 σπουδαστεον
ἐπιρρίπτειν , ἀρίστη δὲ πασῶν ἡ λεγομένη Σαραπίωνος μηλίνη . σπουδαστέον μέντοι ὡς ὅτι τάχιστα εἰς διαπύησιν ἄγειν τοὺς ἄνθρακας
θεᾶς γεγῶτος : τί γὰρ ἐγὼ σεμνύνομαι ; ἦ τινος σπουδαστέον μοι μᾶλλον ἢ τέκνου πέρι ; ἀλλ ' ἄμυνον
5862324 κολοκυντῃ
. λέγεσθαι δὲ καὶ ὑπὸ τῶν ἁλιέων φησὶν ὡς καὶ κολοκύντῃ θηρεύεται χαίρουσα τῷ βρώματι . Ἀρχέστρατος δέ φησιν :
γάλακτος ὀρῷ καὶ λαχάνων μαλάχῃ καὶ ἀτραφάξυϊ βλίτῳ τε καὶ κολοκύντῃ καὶ τοῖς πετραίοις τῶν ἰχθύων καὶ πᾶσιν ὄρνισι πλὴν
5858923 πολυκαλαμον
' ἱστορεῖν Σεύθην καὶ Ῥωνάκην τοὺς Μαιδούς , τὴν δὲ πολυκάλαμον Σιληνόν , Μαρσύαν δὲ τὴν κηρόδετον . ταῦτα ἔχεις
μὲν μονόρριζον ὁ δὲ κέγχρος καὶ πολύρριζον καὶ βαθύρριζον καὶ πολυκάλαμον ὥστ ' εἰς ἀμφότερα μεριζομένης τῆς τροφῆς καὶ τῆς
5857519 ἀπολελοιποτα
ἀποδόσεως ἐφαπτόμενος , τί οὖν δεῖ τὰ γνήσια τῶν ἀνδρῶν ἀπολελοιπότα συγγράμματα ἐκ τῶν ὑποδυομένων τὴν ἐκείνων φιλοσοφίαν τὴν κατὰ
γενέσθαι μαθητὴν , ἄνδρα ὑπερέχοντα ἐν ῥητορικῇ , καὶ τέχνην ἀπολελοιπότα . Ὅν φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν Χρονικοῖς ἐννέα πρὸς τοῖς
5846339 παιδαριωδης
χαρακτῆρα : ὧν ἐστιν ὅ τε φορτικὸς καὶ κενὸς καὶ παιδαριώδης ἐπιτάφιος καὶ τὸ τοῦ σοφιστικοῦ λήρου μεστὸν ἐγκώμιον εἰς
ἀλλ ' εἰ ἐπὶ τούτῳ ἄχθοιτό τις , οὐκ ἂν παιδαριώδης εἴη ; οὐδὲ εἰς τὸ γυμνάσιον ἐνίοτε ἐξουσίαν ἔχω
5846075 Πειρω
Τυρώ , ἐξ ἧς καὶ Κρηθέως Νηλεύς , ἐξ οὗ Πειρώ , ἐξ ἧς Ἀλφεσίβοια . Κυθέρειαν : τὴν Ἀφροδίτην
εἰς Καρίαν τῆς Ἰώνων ἀποικίας , ἧς τὸ κύριον ὄνομα Πειρώ φασιν εἶναι . εἴρηται δὲ παρὰ τὸ ἐλεγαίνειν τὸ
5841610 Ταρταρα
ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου , Τάρταρά τ ' ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρυοδείης , ἠδ '
ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων , οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου , Τάρταρά τ ' ἠερόεντα , μυχὸν χθονὸς εὐρυοδείης , ἠδ
5839023 κηρυκευματων
κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων ὧν ἀπήγγειλα . κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων . κηρυκευμάτων ] τῶν ἀγγελιῶν . Ξ κηρυκευμάτων ] ὧν ἀπήγγειλα
κηρυκευμάτων ] μηνυμάτων . κηρυκευμάτων ] τῶν ἀγγελιῶν . Ξ κηρυκευμάτων ] ὧν ἀπήγγειλα . κηρυκευμάτων ] κηρυγμάτων . γνῶθι
5838103 Μυθον
τουτογί , ὦ φίλταται , τὸν χρησμὸν εἰ προδώσομεν . Μῦθον βούλομαι λέξαι τιν ' ὑμῖν , ὅν ποτ '
ψυχὴν ἐκεῖ ἐκδιδόντες . ριγʹ Σχολὴ μὲν δὴ ὡς ἔοικε Μῦθον βούλεται εἰπεῖν , διὰ τοῦ μύθου διεγείρων ἡμᾶς ,
5830588 Μηριονῃ
: Ἀμφιδάμας δὲ Μόλῳ δῶκε ξεινήϊον εἶναι , αὐτὰρ ὃ Μηριόνῃ δῶκεν ᾧ παιδὶ φορῆναι : δὴ τότ ' Ὀδυσσῆος
' ἄρα μιν σκότος εἷλεν . Αἰνείας δ ' ἐπὶ Μηριόνῃ δόρυ χάλκεον ἧκεν : ἔλπετο γὰρ τεύξεσθαι ὑπασπίδια προβιβῶντος
5830566 Ἰαστι
ἤθεσι τῶν Ἰώνων . διόπερ ὑπολαμβάνω οὐχ ἁρμονίαν εἶναι τὴν Ἰαστί , τρόπον δέ τινα θαυμαστὸν σχήματος ἁρμονίας . καταφρονητέον
θρηνῳδίας . ὅθεν καὶ τὸ περιφερόμενον αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί . . . ἥσω καὶ πέμψω θρῆνον καὶ λίαν
5829499 Ἡρακλεϊ
δὲ ὅτι ἡ Ἡρακλοῦς γενικὴ οὐχ εὑρίσκεται ἐν χρήσει . Ἡρακλέϊ Ἡρακλεῖ : Ἡρακλέα Ἡρακλῆ καὶ ἀττικῶς Ἡρακλῆν , ὥσπερ
ὅτι οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέϊ οὐδεμία πατρὸς θνητοῦ , ὥσπερ Ἡρακλέϊ Ἀμφιτρύων : ἤδη ὦν ὀρθῷ λόγῳ χρεωμένῳ μέχρι Περσέος
5823166 Ἠλειῳ
καὶ ὅδε εὐήθης ὢν ὁ λόγος . Τίμωνι γὰρ ἀνδρὶ Ἠλείῳ γεγόνασι πεντάθλου νῖκαι τῶν ἐν Ἕλλησιν ἀγώνων , καί
. Τίμωνι δὲ τῷ Αἰσύπου καθέντι ἐς Ὀλυμπίαν ἵππους ἀνδρὶ Ἠλείῳ * * ἐστι τοῦτο χαλκοῦν , ἐπ ' αὐτὸν
5816166 ἀνδραγαθια
δι ' ἑτέρου ἀπαρασκεύαστος , οἷον οἱ μονομάχοι ἀπαρασκεύαστοι . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει : ἀνδρεία μὲν γὰρ σώματος δύναμις ἐπαινουμένη
ἀσφοδελὸς δὲ τόπος , ἐν ᾧ ὁ ἀσφόδελος γίνεται . ἀνδραγαθία ἀνδρείας διαφέρει . ἀνδρεία μὲν γάρ ἐστι δύναμις σώματος
5809957 Λουσια
οἱ οἰκοῦντες Λουκερῖνοι . Λουσιά . τῶν Ὑακίνθου θυγατέρων ἡ Λουσία ἦν , ἀφ ' ἧς ὁ δῆμος τῆς Οἰνηίδος
, μέγεθος δὲ εἰκάζομεν ἐννέα εἶναι ποδῶν αὐτήν : ἡ Λουσία δὲ ποδῶν ἓξ ἐφαίνετο εἶναι . ὅσοι δὲ Θέμιδος
5805001 κλωθειν
τὸ δὲ πολλὸν ἀνέδραμεν αὐτόθεν οἶδος . ἄλλως . Διογενιανὸς κλώθειν ἢ καλῶς αὔξεσθαι ἢ βλαστάνειν . Θέων δὲ ἐν
ἤγουν δεδομένα καὶ εἱμαρμένα , Λάχεσις παρὰ τὸ ἐπιλαγχάνον τινὶ κλώθειν , Ἄτροπος δὲ παρὰ τὸ ἄτρεπτον εἶναι τὸ μέλλον
5802610 ἀγανακτησασαν
Κνωσίωνα μειρακίσκον , καίτοι γυναῖκα ἔχων : ὡς καὶ αὐτὴν ἀγανακτήσασαν συγκοιμᾶσθαι τῷ Κνωσίωνι . Μυρρίνην δὲ τὴν Σαμίαν ἑταίραν
μειρακίσκον ὄντα , καίτοι γυναῖκα ἔχων , ὥστε καὶ αὐτὴν ἀγανακτήσασαν συγκοιμᾶσθαι τῷ Κνωσίωνι , ἀναλαβεῖν καὶ εἰσδέξασθαι εἰς τὴν
5798774 ἐνδικον
. μᾶλλον ἢ μένων . καὶ τὸ πρᾶγμά γ ' ἔνδικόν μοι . τοῦ δοκεῖν ἔχου μόνον . καί τις
ποι χθονίᾳ φρενί , σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ ' Ἀρκεσίλᾳ : τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει
5797284 θουριον
. θούριος Ξέρξης ] Ξέρξης ἑρμηνεύεται στρατηγικώτατος : διὸ καὶ θούριον αὐτὸν εἶπεν . . ὁρμητικὸς πρὸς πόλεμον . .
; . ] [ Ξέρξης ἑρμηνεύεται στρατηγικώτατος : διὸ καὶ θούριον αὐτὸν εἶπεν . . ] τῆς γῆς τὸ ἅπλωμα
5795392 ἀγαπην
τῶν δαιμόνων φαντασίας : ἐν ᾗ ὀφείλει ἐνεργεῖν ἐπί τε ἀγάπην καὶ ἐχθρὰν καὶ δεσμοὺς καὶ παντὸς γοητικοῦ πράγματος .
Μενοικέως περιστέλλων καὶ κοσμῶν καὶ ἐπιμελείας ἀξιῶν καὶ δι ' ἀγάπην ἐκείνῳ προσκαθήμενος οὐκ ἔφθασα εἰς τὸ καὶ ταῦτα μαθεῖν
5793139 ὑποϲτυφον
δὲ μέτρια διδόϲθω . οἶνον δὲ πίνειν λευκὸν καὶ λεπτὸν ὑπόϲτυφον , ϲύμμετρον καὶ αὐτόν . ταριχηρῶν δὲ πάντων καὶ
δὲ μέτρια διδόϲθω . οἶνον δὲ πίνειν λευκὸν καὶ λεπτὸν ὑπόϲτυφον , ϲύμμετρον καὶ αὐτόν . ταριχηρῶν δὲ πάντων καὶ
5792599 Ἀριστοξενῳ
καὶ Πυθιάδι , γνησίοις δὲ μαθηταῖς Θεοφράστῳ Φανίᾳ Εὐδήμῳ Κλυτῷ Ἀριστοξένῳ Δικαιάρχῳ : συντάγμασι δὲ χιλίοις τὸν ἀριθμόν , πολλὰ
καὶ αὐτὸς ἀπολύω τὸ φιλήκοον καὶ φιλοθέαμον . οὐ μὴν Ἀριστοξένῳ γε συμφέρομαι παντάπασι , ταύταις μόναις φάσκοντι ταῖς ἡδοναῖς
5790475 ἀγαπητην
[ ] τὴν [ αὑτοῦ λοιπὴν ] ? ? καὶ ἀγαπητὴν | θυγατέρα . ὡς ἄμεινον ? ? ἦν κἀκείνην
τὴν ἀνθρωπίνην ἐκ πρώτου καὶ δευτέρου καὶ τρίτου κρατῆρος , ἀγαπητὴν μὲν λέγων καὶ ἐφ ' ἑνός , μείζω δὲ
5788509 παρθενιοι
ἔτι παρθένος εἶναι . διὸ καὶ οἱ ἐξ αὐτῶν παῖδες παρθένιοι . ἢ ὅτι λαθραίως ἡ Πιτάνη διεκορεύθη καὶ ἔτεκεν
. εἶσι δὲ οἵδε : προσωδιακοί , ἀποστολικοὶ οἱ καὶ παρθένιοι , εἶσι δὲ καὶ παρὰ βαρβάροις σπουδαῖαι καὶ φαῦλαι
5781537 ἐξηπατηται
τὸν Ἑρμῆν ἐπὶ τῷ παραλόγῳ τοῦ κέρδους προσκυνῶν . Οὐκοῦν ἐξηπάτηται ὁ Ζεὺς οἰόμενός σε κατὰ τὰ αὐτῷ δοκοῦντα πλουτίζειν
ἡγεῖται τοῦ σῶσαι τὰ τέκνα . ναί : ἀλλ ' ἐξηπάτηται . δεῖξον αὐτῇ ἐναργῶς ὅτι ἐξηπάτηται καὶ οὐ ποιήσει
5781116 κοσμιοτητι
Λακεδαίμονιφασὶ δὲ τοὺς ἄνδρας μηδὲν ἄσχημον πράττειν ἐπιμελεῖσθαι καὶ τρόπων κοσμιότητι καλλωπίζεσθαι μᾶλλον ἢ τῇ περὶ τοὺς ἀγῶνας ἀνδρίᾳ ,
νομίζουσιν οὐ τὸν κάλλει διαφέροντα , ἀλλὰ τὸν ἀνδρείαι καὶ κοσμιότητι . καὶ δωρησάμενος ἀπάγει τὸν παῖδα τῆς χώρας εἰς
5778873 ὑποδριμυ
πηγνύειν , παραπλήϲιον δέ ἐϲτιν ἀπαρίνῃ , ξηραντικόν τε καὶ ὑπόδριμυ : τὸ δὲ ἄνθοϲ αὐτοῦ πρὸϲ αἱμορραγίαν ἁρμόζει καὶ
, ἔχον σπερμάτιον περιφερές , διπλοῦν , ὅμοιον ἀσπιδισκίοις , ὑπόδριμυ , ἀρωματίζον . Τραγορίγανος θαμνίσκος ἐστὶν ἑρπύλλῳ ἀγρίῳ ἐμφερῆ
5778134 ἐδημιουργησεν
λήθη : οἷον ἐννοοῦμεν εἶναι τραγέλαφον ὃν ἡ φύσις οὐκ ἐδημιούργησεν , ἀλλ ' ἡ ἡμετέρα ἐπίνοια τὴν φύσιν τυραννήσασα
. Εἰ μὲν οὖν μήτε ἐξ ὑποκειμένων ποιοτήτων τὰς ποιότητας ἐδημιούργησεν ὁ Θεὸς , μήτε ἐκ τῶν οὐσιῶν , τῷ
5777901 μεταλλεις
καινοτομεῖν , καινοτομία . οὓς δὲ κατέλιπον μέσους κίονας οἱ μεταλλεῖς ἀνέχειν τὴν γῆν , οὗτοι μεσοκρινεῖς ὠνομάζοντο . ὑπόχρυσος
, καὶ φαρμακεῖς , καὶ δημιουργοὶ σιδήρου λέγονται πρῶτοι καὶ μεταλλεῖς γενέσθαι . Ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ τῆς μητρὸς Ἴδης .
5772478 ἐξομοιουμενον
ἐν ἐκείναις προβολὴ ῥητοῦ , ἵνα οὖν αὐτὸ σημαίνῃ τὸ ἐξομοιούμενον , προσέθηκε τὸ πράγματος . Τὸ ῥητὸν , καὶ
δεῖται τοῦ προσκρινομένου καὶ αὔξοντος , ὃ δὴ τῷ ὑποκειμένῳ ἐξομοιούμενον ποιήσει τὴν αὔξησιν : τοῦτο δὲ τροφή . οὐ
5772032 Φελλον
Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . Ἀλέξανδρος ὁ πολυίστωρ ἐν τῷ περὶ Λυκίας Φελλὸν καὶ Ἀντίφελλον Λυκίας εἶναι λέγει . ὁ πολίτης Φελλίτης
. Ἑκαταῖος . Ἀλέξανδρος ὁ Πολυΐστωρ ἐν τῷ Περὶ Λυκίας Φελλὸν καὶ Ἀντίφελλον Λυκίας εἶναι λέγει . Ὁ πολίτης Φελλίτης
5767698 Ἰουλις
ἔτη γεγονότας κωνειάζεσθαι τοῦ διαρκεῖν τοῖς ἄλλοις τὴν τροφήν . Ἰουλίς , πόλις ἐν Κέῳ τῇ νήσῳ , ἀπὸ Ἰουλίδος
ἐθνικὸν Ἰουλεύς καὶ Ἰουλιάς τὸ θηλυκόν , [ καὶ ] Ἰουλίς . Ἰουλίς , πόλις ἐν Κέῳ τῇ νήσῳ ,
5766547 ταὐτοματον
ὀρθῶς ὑπολαβεῖν τίς μοι δοκεῖ , ἀλλ ' ἔστι καὶ ταὐτόματον ἔνια χρήσιμον . Ἀεὶ κράτιστόν ἐστι τἀληθῆ λέγειν .
. πρὸς δὲ ταύτην τὴν ἀφορμὴν συνεβάλετ ' αὐτῶι καὶ ταὐτόματον διὰ τοιαύτας αἰτίας . τὸ τῆς Ἀθηνᾶς ἄγαλμα Φειδίας
5766165 Θαλητα
τοῖς Σίλλοις ἐπαινεῖ αὐτὸν λέγων : οἷόν θ ' ἑπτὰ Θάλητα σοφῶν σοφὸν ἀστρονόμημα . Τὰ δὲ γεγραμμένα ὑπ '
. ὅτι δὲ ἄλλοι ἄλλο εὑρήκασιν , ἐκ τοῦ καὶ Θάλητα τὴν μικρὰν Ἅμαξαν εὑρηκέναι δῆλον . ὁ γοῦν Καλλίμαχός
5763128 ποιητριαν
φιλοσοφίας . γενέσθαι τε αὐτῷ θυγατέρα Κλεοβουλίνην , αἰνιγμάτων ἑξαμέτρων ποιήτριαν , ἧς μέμνηται καὶ Κρατῖνος ἐν τῷ ὁμωνύμῳ δράματι
. τά γε μὴν τελευταῖα ἀπεσφάγη μοιχεύων ἁλούς . Τὴν ποιήτριαν Σαπφώ , τὴν Σκαμανδρωνύμου θυγατέρα , ταύτην καὶ Πλάτων
5761245 Νομῳ
κοιτάζεσθαί τε ἔνθα καὶ πρότερον ἐν τῷ αὐτῷ δωματίῳ . Νόμῳ τε μόνον ἀνὴρ ἦν , τὰ δ ' ἄλλα
οὐ νόμοις ἐγγράφοις χρῶνται ὥσπερ οἱ βάρβαροι . Νομισθέντος . Νόμῳ κρατήσαντος : νόμῳ γὰρ κρατεῖ τὰ ἐν πόλει δίκαια
5758586 ψητταν
κυνόγλωσσοί τ ' , ἐνῆν δὲ σκιαθίδες . Ἀττικοὶ δὲ ψῆτταν αὐτὴν καλοῦσιν . ΓΟΓΓΡΟΙ . τούτους Ἱκέσιος σκληροτέρους τῶν
. . περὶ Χαλκίδα κεδνήν . Ῥωμαῖοι δὲ καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον , καί ἐστι τὸ ὄνομα Ἑλληνικόν . Ναυσικράτης
5757465 ὑποτρηχυν
Ἀρχέστρατός φησιν : εἶτα λαβεῖν ψῆτταν μεγάλην τήν θ ' ὑπότρηχυν βούγλωσσον . τῶν δὲ βουγλώσσων διαλλάττοντές εἰσιν οἱ κυνόγλωσσοι
δ ' ἀκόλαστος . εἶτα λαβεῖν ψῆτταν μεγάλην καὶ τὴν ὑπότρηχυν βούγλωσσον , ταύτην δὲ θέρευς περὶ Χαλκίδα κεδνήν .
5757335 κοθουροις
τῶν ἐσθιόντων τὸ μέλι , ὥς φησιν Ἡσίοδος : κηφήνεσσι κοθούροις ἴκελος ὁρμήν . ἀπ ' Αἰγίλω : Αἴγιλα δῆμος
τὸ κέντρονκαὶ γὰρ καὶ ἀργὸς καὶ ἄκεντρος : ἢ τὸ κοθούροις ἀντὶ τοῦ κόρου πλήθουσι . καταγέλαστος γὰρ ἂν εἴη
5752688 μυθεομαι
τριτογένεια , φίλον τέκος : οὔ νύ τι θυμῶ πρόφρονι μυθέομαι , ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι . ” ἐντεῦθεν
θάρσει Τριτογένεια φίλον τέκος : οὔ νύ τι θυμῷ πρόφρονι μυθέομαι , ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι . Ὣς εἰπὼν
5748024 ἐτυπωσε
εὐτελὴς ] φαῦλος . . ὤπασε ] ἱστόρησε . . ἐτύπωσε . . ἱέντα ] πέμποντα . . λιγνὺν ]
πρὸς ἑαυτόν , ὡς ἐνῆν ἀνθρώπινον νοῦν ἀνασπασθῇναι , καὶ ἐτύπωσε κατὰ τὰς ἐφικτὰς νοηθῆναι δυνάμεις . εἰς δὲ τὸ
5746539 ὑαινιδες
ἐν Ἀρτοποιητικῷ . ὕες . Ἐπίχαρμος : ἦν δ ' ὑαινίδες τε βούγλωσσοί τε . λέγει δὲ καὶ ὕας ,
δὴ τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας . ἦν δ ' ὑαινίδες τε βούγλωσσοί τε καὶ κίθαρος ἐνῆς . τρυγόνες τ
5746167 ἀγραφοι
* * τὴν Πάροινον ἐπικληθεῖσαν καὶ Λαμπυρίδα καὶ Εὐφροσύνην . ἄγραφοι δ ' εἰσὶν αὐτῶι Μεγίστη , Ἀγαλλίς , Θαυμάριον
. . . Ἀρχύτα : ὑπὸ πονηρῶν ἀθέων νόμοι θεῶν ἄγραφοι ἀτιμαζόμενοι πονηρὰν μοῖραν καὶ ζημίαν τῷ μὴ πειθομένῳ δίδοντι
5743621 παντοιοισι
φέρειν καὶ ὅσοι ἄλλοι καρποὶ πλὴν ἐλαίης , παραδείσοις τε παντοίοισι τεθηλέναι καὶ ποταμοῖσι καθαροῖσι διαρρέεσθαι καὶ λίμνῃσι , καὶ
ἄντην ἤθελ ' , ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἐνίκα δῖος Ὀδυσσεὺς παντοίοισι δόλοισι , πατὴρ τεός , εἰ ἐτεόν γε κείνου
5743410 Δυσαυλην
δὲ καὶ αὐτοὶ μιμεῖσθαι Φλιάσιοι τὰ ἐν Ἐλευσῖνι δρώμενα . Δυσαύλην δέ φασιν ἀδελφὸν Κελεοῦ παραγενόμενόν σφισιν ἐς τὴν χώραν
εἰ γνήσιος . Ἀσκληπιάδης δ ' ἐν δʹ Τραγῳδουμένων τὸν Δυσαύλην αὐτόχθονα εἶναί φησι , συνοικήσαντα δὲ Βαυβοῖ σχεῖν παῖδας
5743027 Καειρα
λόγῳ χρεωμένοισι οὐκ Ἰὰς αὕτη ἡ ἐσθὴς τὸ παλαιὸν ἀλλὰ Κάειρα , ἐπεὶ ἥ γε Ἑλληνικὴ ἐσθὴς πᾶσα ἡ ἀρχαίη
ρ : οἷον , σώτειρα : εὐπάτειρα : δότειρα : Κάειρα : μάκαιρα : ἀντιάνειρα : κυδιάνειρα : κτεάνειρα .
5736862 κακοχυμοϲ
πεφθέντεϲ καλῶϲ ὁμοίωϲ ταῖϲ ϲαρξὶν εὔχυμοι . καρδία δὲ οὐ κακόχυμοϲ . οἱ δὲ πόδεϲ τῶν ὑῶν βελτίουϲ εἰϲὶ τοῦ
βελτίων δὲ εἰϲ εὐχυμίαν ἢ κατὰ βοῦϲ καὶ πρόβατα . κακόχυμοϲ δὲ οὐδὲν ἧττόν ἐϲτι καὶ ἡ τῶν ἐλάφων καὶ

Back