δὲ Σένονες , οὐκ ἔχοντες οὐκέτι πατρίδας , ἐς ἃς διαφύγωσιν , συνέπεσον εἰς χεῖρας ὑπὸ τόλμης τῷ Δομετίῳ καὶ
ποιέονται ἐν ἀνάγκηισιν ἐόντες οὐ τηρέουσιν οἱ φλαῦροι , ἐπὴν διαφύγωσιν . , . Δου . οἱ ἑκούσιοι πόνοι τὴν
7105042 Σενονες
ὧν πόλις Κονδάτε κʹ γοʹʹ μζʹ γʹʹ Καὶ ἀνατολικώτεροι αὐτῶν Σένονες , ὧν πόλις Ἀγήδικον καʹ δʹʹ μζʹ Ϛʹʹ Παρὰ
, Τυρρηνοὺς ἦγον ἐπὶ Ῥώμης . καὶ πολλῶν μεταξὺ γενομένωνοἱ Σένονες , οὔτε πατρίδας ἔχοντες , ἐς ἃς διαφύγωσιν ,
6413941 τετρωμενοι
, ἐθελοκάκως τε ἠγωνίζοντο καὶ ἔφευγον ἐπιδησάμενοι τὰ σώματα ὡς τετρωμένοι καὶ τὰς σκηνὰς διέλυον καὶ ἀναχωρεῖν ἐπεχείρουν , ἀπειρίαν
πρὸ τῶν τοξευμάτων , μόλις διαβαίνουσι τὸν Κάρκασον ποταμόν , τετρωμένοι ἐγγὺς οἱ ἡμίσεις . ἐνταῦθα δὲ Ἀγασίας ὁ Στυμφάλιος
6401823 συνεχωρουν
Λυκοσουρεῖς τε καὶ Τραπεζούντιοι μετεβάλοντο Ἀρκάδων μόνοι , καὶοὐ γὰρ συνεχώρουν ἔτι τὰ ἄστη τὰ ἀρχαῖα ἐκλιπεῖν οἱ μὲν αὐτῶν
σφόδρα , ὥστε μὴ ἐξὸν ἀνώμοτον μαρτυρεῖν , τούτῳ μόνῳ συνεχώρουν Ἀθηναῖοι . καὶ δὴ καὶ αὐταρκέστατος ἦν . Ἀλεξάνδρου
6361861 προθυμοι
ὀρθή τε ἦν καὶ τοὺς μυκτῆρας ἀνευρύνετο , καθάπερ οἱ πρόθυμοι τῶν ἵππων . Ἐς καλόν με τῶν τοῦ Ἀχιλλέως
δεηθέντος . Οἱ δὲ Μιλήσιοι ἄσμενοι ἀπαλλαχθέντες καὶ Ἀρισταγόρεω οὐδαμῶς πρόθυμοι ἦσαν ἄλλον τύραννον δέκεσθαι ἐς τὴν χώρην , οἷα
6345262 οἰδαινουσιν
τὰ δὲ μόρια πίμπραται ῥύσις ] ἡ ῥεῦσις πίμπραται ] οἰδαίνουσιν καὶ τὸ εἰδήνατο χροιήν , ἀντὶ τοῦ ὡμοιώθη τῷ
τοῦ δυσωδίαν πέμπουσιν αἱ βύρσαι αὐτῶν . * πλαδόωσιν : οἰδαίνουσιν , ὄζουσιν ὑγραίνονται ἐν τῷ σώματι ὄζουσιν . *
6263975 καταλευσθεντες
πολυτρόπως ἐν ἀμηχάνοις καὶ ἀπόροις γυμνάσαντες ἐξασθενοῦσι καὶ καθάπερ οἱ καταλευσθέντες ἢ τείχους αἰφνίδιον ἐπενεχθέντος προκαταληφθέντες , οὐδ ' ὅσον
καὶ οἱ πάντες ὡς ὀκτωκαίδεκα τῶν Σπαρτιατῶν , οἱ μὲν καταλευσθέντες , οἱ δὲ καὶ τραυματισθέντες . εἰ δὲ μὴ
6260044 πλεονεκτουντες
, ὅσον ἀπολείπονται γαστρὸς καὶ ἥπατος , τοσοῦτον τῶν ἄλλων πλεονεκτοῦντες . περὶ δὲ τοῦ σπληνὸς οὐχ ἁπλῶς ἀποφήνασθαι δυνατόν
πράττειν οἰόμενοι δεῖν ἐφάνησαν , Λακεδαιμόνιοι δ ' ἐπιόντες καὶ πλεονεκτοῦντες , πῶς οὐ τῷ παντὶ δεῖ νομίζειν πιστοτέρους Θηβαίους
6249751 σινονται
μάστακες γεωργοῖς μὲν ἀφορίαν ἢ φθορὰν τῶν καρπῶν προαγορεύουσι : σίνονται γὰρ τὰ σπέρματα ἢ διαφθείρουσι : τοῖς δὲ λοιποῖς
αὐτῶν τε καὶ τῶν φωκῶν , οὔτε αὐτοὶ τὰς φώκας σίνονται οὐδὲ ὑπ ' ἐκείνων οὗτοι βλάπτονται , ἀλλὰ καὶ
6237665 ἐδουλωθησαν
ἔχοντες παραδεί - γματα τῶν τ ' ἐκεῖ Ἑλλήνων ὡς ἐδουλώθησαν οὐκ ἀμύνοντες σφίσιν αὐτοῖς , καὶ νῦν ἐφ '
αἰτιασόμενοι , ὅτι ἔχοντες παραδείγματα τῶν ἐκεῖ Ἑλλήνων , ὡς ἐδουλώθησαν οὐκ ἀμύνοντες σφίσιν αὐτοῖς , καὶ νῦν ἐφ '
6226318 Νυμφοδωρου
' οἱ ἐν τῷ Ἀπελλίδος τρισπάστῳ καὶ ὁ ἐν τῷ Νυμφοδώρου γλωσσοκόμῳ . οἱ μὲν οὖν ἔκθετοι ἄξονες αὐτόθεν διὰ
κρυπτοὶ διά τινων ἑτέρων μηχανημάτων , ὡς ὁ ἐν τῷ Νυμφοδώρου γλωσσοκόμῳ διὰ τυμπάνων καὶ φακωτοῦ κοχλίου , οἱ δ
6209808 ἀποχωρουσιν
ἤδη τῆς οὐ δι ' ὀλίγου πόνου ἐκτημένης θαλάσσης ἡγούμενοι ἀποχωροῦσιν : οἱ δὲ Συρακόσιοι , εἰ οὓς σαφῶς ἴσασι
ἢ καὶ πειρᾶσαι τὰ δεινά , ταχὺ δὲ καὶ πειράσαντες ἀποχωροῦσιν , οὔτ ' ἐλπίζειν οὔτε φέρειν τοὺς κινδύνους δυνάμενοι
6209569 συνοχῃ
ἐπισφαλεῖς τοῖς πράγμασι καὶ τῷ βίῳ : γίνονται γὰρ ἐν συνοχῇ κρίσεσιν ἐπηρείαις τομαῖς καύσεσιν αἱμαγμοῖς πτώσεσιν . οἰκείως δὲ
ἕξει ἀρχῆς ἢ προεδρίας . ὁμοίως τις ἐν καταδίκῃ ἢ συνοχῇ ἐγένετο : τῆς αὐτῆς παραδόσεως γενομένης ἀγαθοποιῶν μὲν ἐπιμαρτυρησάντων
6187042 ἡδιστοι
καὶ θ [ . . . . . . | ἥδιστοι : τοῦτο Ἀττικῶν κηρίων κάλλιστον . ἀλλὰ μὴ πάνυ
οἱ μυελοὶ σήπονται , καὶ μὴ σεσηπότες εἰσὶ λιπαρώτατοι καὶ ἥδιστοι . γινώσκειν δ ' ὅσα τε αὐτίκα ἑψεῖν δεῖ
6179042 χρεομενοι
: βλάπτοιντο δ ' ἂν καὶ οἱ μούνῳ τῷ ποτῷ χρεόμενοι , ἥκιστα δ ' ἂν οὗτοι . Χρὴ δὲ
τοῦ ἠέροϲ καὶ διοίγουϲι τὸ ϲτόμα , ὡϲ τῷδε μέζονι χρεόμενοι : ὠχροὶ τὰ πρόϲωπα πλὴν τῶν μήλων : τάδε
6178929 περιοντες
τις τὴν ἑτέραν ἡμίκραιραν σικύους ἐνθάδε πη φυομένους οὐδενὶ κόσμῳ περιόντες , κᾆτ ' ἤσθιον . Ἀλλ ' ἄνυσον :
ἥβης : εἶθ ' ἡδυλογοῦσιν ἅπασιν ἀεὶ κατὰ τὴν ἀγορὰν περιόντες . ἐπὶ τοῖς βάθροις ὅταν ὦσιν , ἐκεῖ τούτοις
6176727 ἁμαρτησονται
, οἱ δ ' οὐ πιστὰ ἡγήσονται , καὶ οὐδέτεροι ἁμαρτήσονται αὐτῶν . Ἄτοπον καὶ τοῦτ ' , εἰπεῖν .
ἂν παραδέχοιτο κάτω ἰέναι : ἢν δὲ βιάζωνται , παντὸς ἁμαρτήσονται . Τοιοῦτον τροφὴ ἀνθρώπου : τὸ μὲν ἕλκει ,
6164415 ἀποθνησκουσιν
οὐχ αἱρήσει . ἁλίσκονται δὲ ἀνὰ πᾶν ἔτος πολλοὶ καὶ ἀποθνήσκουσιν , ἥ γε μὴν ἐπιγονὴ αὐτῶν διαδέχεται καὶ μάλα
μήτε καύσαντας μήτε θεραπεύσαντας . οἱ γὰρ τοιοῦτοι μονονουχὶ βοῶντες ἀποθνήσκουσιν : ὦ χρυσέ , δεξίωμα κάλλιστον βροτοῖς , ὡς
6122677 προσεπελαζον
οἳ μὲν εἰσήγοντο διὰ στρατοπέδου μακροῦ καὶ τοῦ βήματος οὐ προσεπέλαζον , ἀλλὰ περισχοίνισμα ἦν ἐν μέσῳ , οἱ δ
ἐπὶ δὲ τοὺς συμμάχους μόνους χωρεῖν . καὶ τοῖς ἡττωμένοις προσεπέλαζον παραινοῦντες ἀδεῶς ἑστάναι . ἀνήρ τε παρ ' ἀνδρὸς
6117331 ἐπαυοντο
ἔταμνον καὶ προσέβαλλον πρὸς τὸ τεῖχος . Καὶ οὐ γὰρ ἐπαύοντο σινόμενοι , εἰκοστῇ ἡμέρῃ ἔλεξε τοῖσι Θηβαίοισι Τιμηγενίδης τάδε
καὶ οὐ πάνυ διψώδεες : ὀλίγοισιν ἐν ἑπτὰ καὶ ἐννέα ἐπαύοντο , ἑνδεκαταῖοι , καὶ τεσσαρεσκαιδεκαταῖοι , καὶ ἑπτακαιδεκαταῖοι ,
6103716 προσδεχομενοι
ἐν τοῖς ὅπλοις ὡς ἐπίπαν ἦμεν , ἀεί τινας ἐπιβουλὰς προσδεχόμενοι : οὐ μάτην . οὔπω γοῦν ἐδεδύκει ὁ ἥλιος
ἐπὶ τῶν πατέρων ἡμῶν , ἡμεῖς δὲ ἡμέραν ἐξ ἡμέρας προσδεχόμενοι οὐδὲν τούτων ἑωράκαμεν . ἀνόητοι , συμβάλετε ἑαυτοὺς ξύλῳ
6097471 ἑαλωκοτες
ἀσκηθεῖσα ἡ ἀρετὴ πίστιν ἐμποιεῖ περὶ ἑαυτῆς καὶ εὔκλειαν . ἑαλωκότες γὰρ ἤδη κατὰ τὸ ἰσχυρὸν οἱ ἄνθρωποι οὔτε τῶι
δὲ ζωγρήσας πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἐπανῆκε . Γίνονται οὖν οἱ ἑαλωκότες ἐκείνῳ ἀφορμὴ πρὸς τοὺς Σκύθας εἰρήνης τε καὶ ξυμβάσεως
6075762 ἐλαφροι
εἵπετο σχέδην ἄγων τὴν φάλαγγα καὶ παραγγέλλων ἔφη οἱ μὲν ἐλαφροὶ φυλάττεσθε τὰς ἐνέδρας , τῶν δὲ φευγόντων τοῖς ὑπολειπομένοις
καὶ δύσβατοι . θέσθε οὖν ὑμεῖς , οἱ κενοὶ καὶ ἐλαφροὶ ὄντες ἐν τῇ πίστει , τὸν κύριον ὑμῶν εἰς
6063059 ἀτρεμεειν
εἰ σωφρονοῖεν : τῇ τε γὰρ διαίτῃ ξυμφέρει ξυνεστάλθαι , ἀτρεμέειν τε τῷ σώματι ὡς μάλιστα , ἀφροδισίων τε ἀπέχεσθαι
ἐς ἥβην καὶ κοιλίην ὅλην δεινῶς ὁ πόνος καταιγίζων : ἀτρεμέειν οὐκ ἠδύνατο : χολώδεα ἤμεσε κατακορέα : χλοώδεες ὀφθαλμοὶ
6053576 ἀποσβεννυται
: τῷ γὰρ χρόνῳ τὸ πυρῶδες αὐτῶν ὑπὸ τῆς εὐκρασίας ἀποσβέννυται . διὸ καλῶς ποιοῦσιν οἱ πίνοντες καὶ ἐν τῷ
ἀσύμμετρος ἀπέσβεσε . καὶ διὰ τοῦθ ' ὁ μὲν λύχνος ἀποσβέννυται φυσώμενος , τὰ δὲ ξύλα καὶ οἱ ἄνθρακες ἐκκαίονται
6028554 ἐθισθεντες
ἵπποι ἐσθίοντες τὸ πρῶτον διεφθείροντο , κατὰ μικρὸν δὲ οὖν ἐθισθέντες ἐν ἀχύροις οὐδὲν ἔπασχον . Μάλιστα δὲ σπείρουσι τὸ
ὑπερορῶσιν οὐ μόνον διὰ φόβον , ἀλλὰ καὶ κατὰ διδασκαλίαν ἐθισθέντες . ὅτι γενομένης διαφορᾶς τοῖς συνεξορμήσασι τῷ Τριόπᾳ μετὰ
6027720 ὡνθρωποι
δὲ καὶ τὰ κακώδεα : ἄχθονται τῷ βίῳ , θανατῶϲι ὥνθρωποι . αἰτίη δὲ τουτέων ξὺν ξηρότητι ψῦξιϲ . ἢν
ἄλλο φαϲὶ δοκέουϲι , τῇ ἀποβάϲει δὲ τῶν εἰρημένων θωμάζουϲι ὥνθρωποι . μετεξέτεροι δὲ καὶ προϲλαλέουϲι τῶν κατοιχομένων τιϲί ,
6022237 παραδωσετε
ἀνέξεσθε , ἀλλ ' ὡς κακοῦργόν τινα καὶ παλίμβολον μαστιγοῦν παραδώσετε τῷ τεταγμένῳ : καὶ διὰ τοῦτο ἐξεύρηται ὑμῖν πολλὰ
ἐὰν ἃ πείθουσιν οὗτοι ποιῆτε , ὑμᾶς αὐτοὺς τοῖς πολεμίοις παραδώσετε . τίνος οὖν ἕνεκ ' εἰπέ μοι λοιπὸν τῷ
6019692 ἀποτοι
καὶ καρπῶν φθοράν . οἱ δ ' ἀπεύχονται ἀπόσιτοι καὶ ἄποτοι διατελοῦντες . Ἄιδος κυνῆν . νέφος τὴν ἄϊδος κυνέην
εἰς τοὺς φιλοκύβους ἔρχεται . συνείρουσι νύκτας ἡμέραις ἄσιτοι καὶ ἄποτοι καὶ ἡδονῆς ἡδονὴ περίεστι . τοὺς οὖν ἄνευ δεσμῶν
6016482 βαρυηκοοι
κατήκοοι , εὐήκοοι , δυσήκοοι , ἀνήκοοι , ὀξυήκοοι , βαρυήκοοι , αὐτήκοοι , ἀξιάκουστον , ἀνηκουστεῖν , ἀνήκουστον ὡς
ὁκοίως ἂν ἔχοντα τὰ σώματα αἱ ὧραι παραλαμβάνωσιν . Νότοι βαρυήκοοι , ἀχλυώδεες , καρηβαρικοὶ , νωθροὶ , διαλυτικοί :
6002545 ἀληται
ἀκμῆς ἦν . οἳ δὲ ὑπὸ Ῥωμαίων ἐκτριβέντες διεξάνθησαν , ἀλῆται δεῦρο καὶ ἐκεῖσε τὸ ζῆν διατελοῦντες . ὃ δὲ
' ἐφ ' ἡμᾶς , οὗ διωκόμεσθ ' ὕπο πάσης ἀλῆται γῆς ἀπεστερημένοι . ὦ μῖσος , εἴθ ' ὄλοιο
5985390 γεγενημενοι
ὑμῶν εἰληφότες , παρακρούονθ ' ὑμᾶς , καὶ ἀξιοῦσι τοιοῦτοι γεγενημένοι περὶ τῆς ἑαυτῶν πλεονεξίας παραγγέλλειν : οὓς χρῆν τεθνάναι
πλεούσας παρείχετο , ἠπιστάμην ὅτι καὶ οἱ πρόθυμοι τῇ πόλει γεγενημένοι πάντες ὑπόπτως ἡμῖν ἕξοιεν . ἀντεῖπον δὲ καὶ ὅτε
5978089 ὁρμωσι
ὡς χέω χεύω χεύονται χεῦνται . . . στεῦνται ] ὁρμῶσι . ἱεροῦ ] μεγάλου . Τμώλου ] ὄρος Λυδίας
ἐνεστῶτος , ὡς ἔθρεψεν τρέφει . ἐπιθύουσιν ἐπ ' εὐθείας ὁρμῶσι . ἐπικάρα ἐπὶ κεφαλήν . διὰ τούτου σημαίνει τὸ
5956598 νοϲεοντεϲ
μέγα . ἐπὶ μέν γε ἄλλοιϲι οὐ πάμπαν ὀλεθρίοιϲι οἱ νοϲέοντεϲ ἄθυμοι , κατηφέεϲ , ἐράται τοῦ θανάτου : ἐπὶ
χρόνῳ δὲ μακρῷ φθίνουϲι τὴν ἕξιν . ὀρθῶϲ τάδε οἱ νοϲέοντεϲ πάϲχουϲι , καὶ καταγίγνονται ἐϲ ξύντηξιν ὑποφερόμενοι . ὧραι
5949625 οὐρεουσι
καρδιαλγέες : κρεμᾶσθαι γὰρ δοκέει τὰ σπλάγχνα αὐτέοισι , καὶ οὐρέουσι θερμὸν καὶ χλωρὸν , καὶ ἡ ἄφοδος ξυγκαίεται :
Ὁκόσοι δὲ μονοσιτεῦσι , κενοὶ καὶ ἀδύνατοί εἰσι , καὶ οὐρέουσι θερμὸν , παρὰ τὸ ἔθος κενεαγγέοντες : γίγνεται δὲ
5940595 ῥηϊτερη
μετρίου , μελεδαίνειν : ἢν δὲ ἐς τὴν κοιλίην , ῥηϊτέρη ἂν ἡ ἔξοδος τῷ παιδίῳ γένοιτο . Εἰ δὲ
ἐϲ διαπνοὴν ἐξηερούμεναι διεφοροῦντο . τόδε ὦν εἰ γίγνεται , ῥηϊτέρη ἡ τῶνδε ἴηϲιϲ , πρίν τι τῶν ϲπλάγχνων ἢ
5928571 ἀσυντακτοι
γρυπαί , ἄρρωστοι , ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας , ἄστομοι ,
κείμενοι , οἱ δ ' ὥσπερ ἐκ ναυαγίας ἄοπλοι καὶ ἀσύντακτοι νύκτα ἡμέρας τιμιωτέραν ἄγοντες , ἐκ πολλῶν ὀλίγοι καὶ
5925530 φιλονεικοι
Λοκρῶν καὶ τῶν ἑξῆς παραπαίοντα συνεστήσαμεν , δυσέριδες γίνονται καὶ φιλόνεικοι καὶ δυσμετάθετοι , καὶ σχεδὸν ὡς ἐπὸς εἰπεῖν οἱ
ἐν δὲ πράξεσίν εἰσι μεγαλόψυχοι , ἐρωτικοί , ἀνδρεῖοι , φιλόνεικοι , ἅρπαγες , κλέπται , λῃσταί , στρατιῶται καὶ
5922558 ἡδομενοι
πάντα καὶ τὰ ἐν μυχοῖς ἀναπετάσαντες ἐπεδείκνυντο , τῇ μὲν ἡδόμενοι , τῇ δὲ στένοντες , ἡδόμενοι μὲν ἐπὶ τῷ
μὲν ἅμα ἐσφάττετο , αὐτοὶ δ ' ἐκρότουν ἐπὶ τούτῳ ἡδόμενοι . ἤδη δέ τις κἀν ταῖς διαθήκαις γέγραφεν γυναῖκας
5915037 ἐγγιζοντες
τὰ ἐξώτερα διαστήματα τοῦ κυνηγίου . Καὶ τούτου κινουμένου οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ ἐν τοῖς ἰδίοις τόποις ἀπελαύνοντες , ὡς δύνανται
ἐπιφανείας . ἄκρον : ταύτην τὴν ἐπιφάνειαν . ἐπιψαύοντες : ἐγγίζοντες . ὅσσον : εἰς . Ἄμφω : ὁμοῦ ,
5913541 παντοδαποι
δ ' ἑξῆς οἱ καθωπλισμένοι μὲν εἰς τὰ Μακεδονικά , παντοδαποὶ δ ' ὄντες τοῖς ἔθνεσιν , εἰς πεντακισχιλίους .
Καλλικυρίους ἔλεγον . ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ τοῦ εἰς ταὐτὸ συνελθεῖν παντοδαποὶ ὄντες , ὡς Ἀριστοτέλης ἐν Συρακουσίων πολιτείαι , ὅμοιοι
5913072 βραχυτερῳ
τὴν ἐπιθυμίαν τρέφοντι , ἀλλ ' ὡς ἄν τις τῷ βραχυτέρῳ χαίρων , ἔμελλεν , ὤκνει , περὶ τὸ πρόσθεν
Πλάτων , τά τε ἄλλα καὶ ὅσα λέγει ἐν τῷ βραχυτέρῳ Ἱππίᾳ πρὸς αὐτὸν ἐκεῖνον Ἱππίαν , αὐτόν τε ἐκεῖνον
5910448 λυπουμενοι
, ὅτι καλὰ ἢ ἡδέα πράττομεν . καὶ τινὰ μὲν λυπούμενοι πράττομεν ὅσα ποιοῦμεν ἔξωθεν βιαζόμενοι , τινὰ δὲ μεθ
ὅτι ἄμεινόν ἐστι νωθεῖς ἔχειν ἄρχοντας ἢ ταρακτικούς . βάτραχοι λυπούμενοι ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν ἀναρχίᾳ πρέσβεις ἔπεμψαν ἱκετεύοντες τὸν Δία
5910038 ὑγιεες
τετάρτῃ παρέκρουσε : κοιλίη ὑπόχλωρα διῄει : καὶ ὕπνοι οὐχ ὑγιέες : λευκόχροος . Ἀρχομένων , οἷον ὑποτρομώδεες καὶ δακτύλους
ἐν τέσσαρσιν ἡμέρῃσιν ἀπόλλυνται : ἢν δὲ ταύτας διαφύγωσιν , ὑγιέες γίνονται . Τὰ ἐπιληπτικὰ ὁκόσοισι πρὸ τῆς ἥβης γίνεται
5908769 πληθεϊ
ἀλλὰ καὶ ξυμπάντων ὁμοῦ καθαρτηρίων ὁ δυνατώτατοϲ , οὐ τῷ πλήθεϊ καὶ τῇ ποικιλίῃ τῆϲ ἐκκρίϲιοϲ οὐδὲ ἐντάϲεϲι καὶ βίῃ
μὲν Λακεδαιμονίους ἔστησε Πέρσας . Καὶ δὴ πολλὸν γὰρ περιῆσαν πλήθεϊ οἱ Πέρσαι , ἐπί τε τάξις πλέονας ἐκεκοσμέατο καὶ
5902937 βηττοντες
τῶν ἀναπνευστικῶν ὀργάνων . βήττουσι δὲ μετρίως οἱ διὰ δυσκρασίαν βήττοντες καὶ οὐδὲν ἀνάγουσιν , οὕτω δὲ καὶ ἀβιάστως ὡς
γὰρ καὶ τῇ γλώσσῃ ψοφεῖν , καὶ οἷον ποιοῦσιν οἱ βήττοντες : ἀλλὰ δεῖ ἔμψυχόν τε εἶναι τὸ τύπτον καὶ
5891915 ὁμοιουμενοι
πανούργοις συμφέρουσι : καὶ γὰρ αὐτοὶ μεταβάλλοντες τὰ χρώματα καὶ ὁμοιούμενοι τοῖς τόποις , ἐν οἷς ἂν γένωνται , λανθάνουσι
ἀπεργασόμεθα καὶ οὕτως τῇ ἀπαραλλάκτῳ εἰκόνι τοῦ πατρὸς ὡς ἐνὸν ὁμοιούμενοι καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν τὸν πατέρα ὁμοίωσιν ἕξομεν ,
5889123 βεβιωκοτες
εἰς εὐφροσύνην : ἐπειδάν τινες ἐν νεότητι πεπονηκότες ὦσι καὶ βεβιωκότες δικαίως , ἡμέρα μία ἐν τῷ γήρᾳ συγκριτική ἐστι
τρίτον νῦν λέγεται δαιμονία ἡ λῆξις . οἱ γὰρ οὕτω βεβιωκότες κατὰ βούλησιν θεῶν ἐν δαιμόνων τάξει καθίστανται , τῶν
5886716 διαφωνοι
ἑνοειδῆ τὴν ἐξ αὐτῶν φωνὴν γενέσθαι καὶ οἷον μίαν : διάφωνοι δὲ , ὅταν διεσχισμένη πως καὶ ἀσύγκρατος ἡ ἐξ
βαρεῖς καλοῦνται , καὶ πάλιν τῶν οὐχ ὁμοφώνων οἱ μὲν διάφωνοι προσαγορεύονται οἱ δὲ σύμφωνοι , καὶ διάφωνοι μὲν οἱ
5886249 Θιβρωνι
τῷ στρατοπέδῳ ἐδέοντο μὴ ἀπελθεῖν πρὶν ἀπαγάγοι τὸ στράτευμα καὶ Θίβρωνι παραδοίη . Ἐντεῦθεν διέπλευσαν εἰς Λάμψακον , καὶ ἀπαντᾷ
προθυμίας εἰς τὸν πόλεμον . οὕτω δὲ τῶν πραγμάτων τῷ Θίβρωνι προχωρούντων ἡ τύχη ταχὺ μεταβαλοῦσα ἐταπείνωσεν αὐτὸν διὰ τοιαύτας
5873396 ἀποθανωσι
τοὺς βασιλέας θάπτουσι . Τοὺς δὲ ἄλλους Σκύθας , ἐπεὰν ἀποθάνωσι , περιάγουσι οἱ ἀγχοτάτω προσήκοντες κατὰ τοὺς φίλους ἐν
οἷον φόρημα ὁ φόβος : ἔνιοι γὰρ φοβούμενοι μὴ ληφθέντες ἀποθάνωσι προαποθνῄσκουσιν ὑπὸ τοῦ φόβου , οἱ μὲν ῥιπτοῦντες ἑαυτούς
5871919 θαρρουσιν
βραχεῖς ἁρπάζουσι τῶν ἰχθύων καὶ οὐδὲ τῶν ἀκτῶν ἵπτασθαι πόρρω θαρροῦσιν , αὐξηθέντες δὲ τοῖς μείζοσιν ἐφοπλίζονται . καὶ τῶν
εἰσι καὶ οὗτοι τοῖς ἀνδρείοις , ἐπειδὴ καὶ οἱ ἀνδρεῖοι θαρροῦσιν ἐν τοῖς δεινοῖς : θαρροῦσι δὲ καὶ οἱ εὐέλπιδες
5866602 ἀρρωστοι
εἰρήκασιν : φησὶ γὰρ ὅτι τὰ μὲν ἄλλα πάντα οἱ ἄρρωστοι ἴσασιν : εἰ ἔχουσι δὲ ἔμφραξιν ἐν ἥπατι ἢ
ἀνδρῶν ἀσθενέστεροι περὶ φωνὴν διὰ στενότητα πόρων , καὶ οἱ ἄρρωστοι τῶν ὑγιαινόντων . ἐπειδὴ τοίνυν ἀποδέδεικται , τῶν μὲν
5862520 στερισκονται
ὡς οἱ τῶν πλειόνων ὀρεγόμενοι καὶ τῶν ἐν χερσὶν ὀλίγων στερίσκονται . μύρμηξ τις ὥρᾳ χειμῶνος , ὃν θέρους συνήγαγε
πείσεσθαι , ἢ ἀγαθοῦ οὐδέποτε πρότερον ἐστερήθησαν ἢ νῦν οὐ στερίσκονται ἢ οὐ στερήσονται , ἢ κακοῦ οὐδέποτε τετυχηκότες ἢ
5859190 αἰσχροι
μὲν γὰρ καλοὶ τὰ τοιαῦτα οὐχ ὑπομένουσιν : οἱ δὲ αἰσχροὶ καὶ ἡδέως προσίενται , νομίζοντες διὰ τὴν ψυχὴν καλοὶ
φαῦλοι , μικροὶ τὸ σῶμα , δυσειδεῖς τὸ χρῶμα , αἰσχροὶ τὰς ὄψεις , ὑπὸ ζυγὸν δὲ ἐργαστικώτατοι . Μῆδοι
5856367 ταραττονται
ἄρ ' αὐτοῦ ἀνέχονταί τε καὶ βλέπουσιν , οἱ δὲ ταράττονται , ὅσῳ ἂν ἀφεστήκωσιν αὐτοῦ . Ὁρῶντες δὲ οἱ
οἷς δέδενται , ὥστε σωθῆναι καὶ ἀφικέσθαι ὧδε , ἀλλὰ ταράττονται διὰ παντὸς τοῦ βίου . τοῦτο δὲ πάσχουσι διὰ
5855364 βλαπτονται
ἐδεσμάτων ἐσθίουσι τὰ σῦκα καὶ τὰς ἰσχάδας , οὐ μικρὰ βλάπτονται . θρίδαξ , ὡς ἐν λαχάνοις , αἷμα γεννᾷ
, διότι ἀνήμεροί εἰσιν , οὐδὲ τοῖς ξένοις πλησιαζόμενοι : βλάπτονται γὰρ παρ ' αὐτῶν οἱ ἐκεῖσε ἀφικόμενοι . .
5852803 πλευμονι
καὶ τὸ ὑπορέγχειν ἀσωδέως , σημαίνει πτυέλου πλῆθος ἐν τῷ πλεύμονι . Οἱ φρικώδεες , ἀσώδεες , κοπιώδεες , ὀσφυαλγέες
ἐς τὸν πλεύμονα . Τοῦτο γὰρ , τὸ ἐν τῷ πλεύμονι συνιστάμενόν τε καὶ ἐπιῤῥέον , πῦον γίνεται : τὸ
5852330 κακουνται
τοῦ κλήρου τοῦ πατρὸς ἢ μετὰ τοῦ κυρίου αὐτοῦ ἢ κακοῦνται παρ ' ἑτέρων , δηλοῖ βλάβην τῶν πατρῶν καὶ
διὰ τόδε ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ταύτης αἱ φλέβες αἱ λοιπαὶ κακοῦνται καὶ μέρος τι συνισχναίνονται , ὡς τὸν μὲν ἠέρα
5850186 καθεστηκοτες
αὐτὸς δὲ τί φημι ; εἰ μὲν ἔν τινι κινδύνῳ καθεστηκότες ἦσαν οἱ Θηβαῖοι , δικαίως ταῦτ ' ἄν τις
ἐγένοντο τῆς διαφορᾶς οἱ ταῖς συγγενείαις καὶ ταῖς οἰκειότησιν ἐγγύτατα καθεστηκότες τῶν Πυθαγορείων . αἴτιον δ ' ἦν , ὅτι
5847325 ὠμοφρονες
: ὁ δὲ φόνος αὐτοὺς ὁ ὠμόφρων παρόσον οἱ φονεύοντες ὠμόφρονές εἰσιν : πάλιν ξυνῆψε φίλᾳ γᾷ : οὗτοι δὲ
: ὁ δὲ φόνος αὐτοὺς ὁ ὠμόφρων παρόσον οἱ φονεύοντες ὠμόφρονές εἰσιν : πάλιν ξυνῆψε φίλᾳ γᾷ : οὗτοι δὲ
5841103 τεθαρρηκοτες
τῶν στρατιωτῶν δυνάμεσι τεταπεινωμένοι , ταῖς δὲ τῆς ψυχῆς ἀρεταῖς τεθαρρηκότες . οἱ μὲν οὖν περὶ τὸν Ἐπαμεινώνδαν ὁρῶντες τὴν
, τὴν ἡμετέραν εὐπείθειαν ἀποδεξαμένους . Οὐ γὰρ δυνάμει λόγων τεθαρρηκότες ἐπὶ τοῦτο προήγμεθα , ἵνα καὶ μέμψιν σχῶμεν δικαίως
5838326 διεσπασμενως
ἰαμβικὸν ἀκατάληκτον . 〛 Εὐριπίδης ὁμοίως τὰ Αἰσχύλου χορικὰ μέλη διεσπασμένως λέγει ἐξ ἄλλων καὶ ἄλλων δραμάτων . 〚 τοῦτο
καὶ οἱ ἐτησίαι οὐ κάρτα ἔπνευσαν , καὶ οἱ πνεύσαντες διεσπασμένως . Τοῦ θέρεος καῦσοι ἐπεδήμησαν πολλοί : ἦσαν δὲ
5834728 κακουργοι
καὶ περιδυόντων αὐτὰ τῶν στρατιωτῶν καὶ ὅσοι μετ ' αὐτῶν κακοῦργοι τὰ εὐσχήμονα μάλιστα ὡς οἰκεῖα ἔφερον . ἀλλὰ ταῦτα
πάθεσιν . οὐ γὰρ μόνον , ὡς οἱ δόξαντες ὑμῖν κακοῦργοι πιέζονται , τραχήλου τε καὶ χειρῶν καὶ ποδῶν ,
5834145 νενησμενοι
ἄλλως ] μάτην . ⌈ ἀμφορεῖς / [ ἀμφορῇς ] νενησμένοι ] μεγαρικὰ σεσωρευμένα . ᾀστέον μ ' ] ἄξιόν
ἀγγεῖα ἐστερημένα οἴνου ἤγουν φρονήσεως . νενοισμένοι ] σεσαθρωμένοι ; νενησμένοι ] ἐμπεπλησμένοι . νενασμένοι ] ναίω , νήω ἢ
5832769 ὑγιαινοντες
σωμάτων αὐτοῖς ἢ μακραῖς νόσοις ἢ ἐπιπόνῳ γήρᾳ κατεσκελετευμένων , ὑγιαίνοντες καὶ νεάζοντες τῷ κρείττονι μέρει τῆς ψυχῆς μεστοί τε
περιέχοντι γίνοιτο πρὸς τὸ ψυχρὸν μεταβολή . κατὰ τοῦτο καὶ ὑγιαίνοντες εἰς τὸ ψυχρὸν ὕδωρ ἑαυτοὺς ἐμβάλλουσι μετὰ τὸ θερμὸν
5830841 ἀρθροισι
κίνδυνος , καὶ τοῖσιν ἕλκεσι καὶ φλέγμασι τοῖσιν ἐν τοῖσιν ἄρθροισι , καὶ ὅκου σπασμοὺς κίνδυνος ἐπιγενέσθαι , καὶ τοῖσιν
περιγένηται ὁ ἄνθρωπος . Τὰ δὲ τρώματα τὰ ἐν τοῖσιν ἄρθροισι μεγάλα μὲν ἐόντα καὶ τελέως ἀποκόπτοντα τὰ νεῦρα τὰ
5827965 ἀπεγνωκοτες
δι ' ἣν οἱ θαλάττιοι . οἱ μὲν γὰρ ἀνδρεῖοι ἀπεγνωκότες τὴν σωτηρίαν , ἐνίοτε καὶ τὸν θάνατον δυσχεραίνοντες τὸν
αὐτῶν ὅλως εἰς πλῆθος οὐκ ἴασιν οὐδὲ θέλουσι διακινδυνεύειν , ἀπεγνωκότες ἴσως τὸ βελτίους ἂν ποιῆσαι τοὺς πολλούς : οἱ
5826964 ἐβλαβησαν
προοιμίοις θεραπευτικοῖς ὠφελή - θησαν : ἄλλοι δὲ μὴ χρησάμενοι ἐβλάβησαν καὶ ἐντεῦθεν ἔμαθον πάντες κεχρῆσθαι προοιμίοις : καὶ πάλιν
, ὅ τι ἦν τὸ ὠφελῆσαν , καὶ , ὅτε ἐβλάβησαν , τῷ βλαβῆναι , ὅ τι ἦν τι τὸ
5820207 Ὁκοσοι
πολλὴ , ἢν πάνυ πουλὺ , θανάσιμον τὸ τοιοῦτον . Ὁκόσοι ὑπὲρ τὰ τεσσαράκοντα ἔτεα φρενιτικοὶ γίνονται , οὐ πάνυ
τῶν οὔρων κάκιστα , τοῖσι δὲ παιδίοισι τὰ ὑδατώδεα . Ὁκόσοι δ ' ἂν οὖρα λεπτὰ καὶ ὠμὰ οὐρέωσι πουλὺν
5817451 αὐτουργοι
ἅτε δὲ ὄντες ἐν γεωργίᾳ καὶ περὶ γῆν πονούμενοι καὶ αὐτουργοὶ πεφυκότες οὐδὲν τῶν ὑβρισμένων οὐδὲ τῶν ἄγαν πολυτελῶν προσφέρουσιν
ἢ αἱ βίαιοι ἐσφοραὶ ἀνέχουσιν . σώμασί τε ἑτοιμότεροι οἱ αὐτουργοὶ τῶν ἀνθρώπων ἢ χρήμασι πολεμεῖν , τὸ μὲν πιστὸν
5814055 ἐκσπονδοι
κατὰ πόλιν γίνεσθαι τοὺς ὅρκους καὶ τὰς σπονδάς . διόπερ ἔκσπονδοι γενηθέντες ὥσπερ καὶ πρότερον , συνεῖχον τὴν Βοιωτίαν ἐν
[ διὰ τοὺς Μεσσηνίους ] καὶ μόνοι τῶν Ἑλλήνων ὑπῆρχον ἔκσπονδοι . Τῶν δὲ συγγραφέων Ξενοφῶν μὲν ὁ Ἀθηναῖος τὴν
5812828 ἐκτρεπονται
φῦσα διέλθῃ ἐπὶ τῇ τελευτῇ τοῦ διαχωρήματος . Ἕδραι δὲ ἐκτρέπονται , ἀνδράσι μὲν οὓς ἂν διάῤῥοια λάβῃ ἔχοντας αἱμοῤῥοΐδας
, οἳ δὲ ὥσπερ οὖν σύνθημα στρατιῶται λαβόντες εἶτα μέντοι ἐκτρέπονται ἐς τὰ τῶν ὀρῶν ἄγκη καὶ δάση ἢ τῶν
5812432 περισσῃσιν
Φημὶ δὲ καὶ τὸ πονέεσθαι μάλιστα τοὺς νοσέοντας ἐν τῇσι περισσῇσιν ἡμέρῃσι διὰ τόδε καὶ κατὰ λόγον γίνεσθαι . Τετάρακται
: ὧν δὲ οἱ παροξυσμοὶ ἐν περισσῇσι , κρίνεται ἐν περισσῇσιν . Ἔστι δὲ πρώτη περίοδος τῶν ἐν τῇσιν ἀρτίῃσι
5805244 βιουντες
εἰς τὸ δημόσιον . ὑμεῖς δὲ συγγνωστοὶ ἐν ὅπλοις ἀεὶ βιοῦντες : τό τε γὰρ ἐν ἀφράκτῳ οἰκεῖν ῥᾴδιον εἰς
εἰσὶ καὶ νῦν τῶν Ἀκαδημαικῶν τινες , ἀνοσίως καὶ ἀδόξως βιοῦντες . χρημάτων γὰρ ἐξ ἀσεβείας καὶ παρὰ φύσιν κυριεύσαντες
5804080 ῥιζοτομοι
λέγουσι διαφοράς . Ἔτι δὲ ὅσα οἱ φαρμακοπῶλαι καὶ οἱ ῥιζοτόμοι τὰ μὲν ἴσως οἰκείως τὰ δὲ καὶ ἐπιτραγωδοῦντες λέγουσι
σχεδὸν πόας καλοῦσιν , ὥσπερ εἴρηται μικρῷ πρότερον , οἱ ῥιζοτόμοι . Ὁ μὲν οὖν ὀπισμὸς γίνεται τῶν ὀπιζομένων ὡς
5803695 ἀναγκαιοι
λοιποί . ἀμφότερα : κατ ' ἀμφότερα . Θουκυδίδης . ἀναγκαῖοι : οἱ προσήκοντες κατὰ γένος . Μένανδρος Θυρωρῷ :
τοῦ Ἀτρείδης ἐπεὶ οὔ σφι Ζηνόδοτος ἠθέτηκε τρεῖς στίχους . ἀναγκαῖοι δέ εἰσιν : παριστόρηται γὰρ δι ' αὐτῶν ὅτι
5802033 μισθωτοι
ξυλοφορίαν δὲ ἔφη Λυσίας . τὸ δὲ σύμπαν εἰπεῖν , μισθωτοί , καὶ ὡς Φρύνιχος μισθώτριαι αἱ γυναῖκες . ἔξεστι
: “ ἀμύνειν σε τῷ Καίσαρι , ” ἀντανεβόησαν οἱ μισθωτοί . “ τὴν εἰρήνην τῇ πόλει . ” ὁ
5801026 ἀπεθνησκον
τουτέοισι πάνυ εὐσταθέες , καὶ ὀλίγοισιν ᾑμοῤῥάγεεν , οὐδ ' ἀπέθνησκον ἐκ τουτέων . Ἐπάρματα δὲ παρὰ τὰ ὦτα ,
οὐδὲ ἐς ὑποστροφὴν οὐδενὶ τουτέων ἦλθεν , ἀλλ ' ἑκταῖοι ἀπέθνησκον , ξὺν ἱδρῶτι . Τοῖσι δὲ φρενιτικοῖσιν οὐ ξυνέπιπτε
5799809 ἀνετειναν
: καὶ ὅτῳ δοκεῖ ταῦτα , ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν πάντες . ἀναστὰς δὲ πάλιν εἶπε Ξενοφῶν : Ὦ
, ἔφη , ταῦτα δοκεῖ , ἀράτω τὴν χεῖρα . ἀνέτειναν ἅπαντες . Ἀπιόντες τοίνυν , ἔφη , συσκευάζεσθε ,
5796984 ὁμοτιμοι
τιν ' αὐξόμενον καρπὸν λωβήσηι ἀρούρης . Ἔστωσαν δ ' ὁμότιμοι ἐπήλυδες ἐν πολιήταις : πάντες γὰρ πενίης πειρώμεθα τῆς
περὶ νύμφην : χάριν γυναικός . Ὁμοῖοι : ἴσοι , ὁμότιμοι , πλούσιοι , καὶ πλούσιοι ὅλοι , ἢ παραπλήσιοι
5793453 μακροτερως
ἂν διατελοῖμεν ] ? [ ] ? [ ] καὶ μακροτέρως [ ] ἂν λόγους [ ποιοίμεθα ] [ ,
καὶ κοιλίης ὑγρῆς , καί τι καὶ καρδιαλγίης , οὗτοι μακροτέρως νοσήσαντες περιπλευμονικῶς τελευτῶσιν . Πυρέσσοντι ἐν ἀρχῇ μέλαινα χολὴ
5791102 ἐμπυοι
, καὶ τῶν τοιούτων πάντων . Ὁκόσοι δὲ ἀπὸ τρωμάτων ἔμπυοι γίνονται , ἢν ὑπὸ δόρατος , ἢ ἐγχειριδίου ,
ἐκκαθαίρεσθαι , αἵ τε καθάρσιες πολλῷ τελεώτεραί εἰσι , καὶ ἔμπυοι ἧσσον γίγνονται ἢ εἰ ἀλλοίως τις διαιτῴη , καὶ
5785510 καταφρονουσιν
τινες κενοδοξίᾳ νικώμενοι τὴν μὲν πόλιν κοσμοῦσιν , ἑαυτῶν δὲ καταφρονοῦσιν . ὥστε διῄρηται τὰ εἰρημένα τρία τοῦ πρακτικοῦ εἴδη
γενομένου πταίσματος εὐκαταφρόνητον τοῖς πολεμίοις αὐτὸν γενέσθαι , καὶ τέως καταφρονοῦσιν . οὐδ ' ἐπεχείρει τοῖς ἐχθροῖς , ἔτι περισκοπῶν
5781516 φαρμακειῃ
ὡς ἔφην ἐν τῷ περὶ πτισάνης , εὐθέως ἐπιχειροῦσι λύειν φαρμακείῃ , τοῦ μὲν ξυν - τεταμένου καὶ φλεγμαίνοντος οὐδὲν
ξηροῖϲι καὶ οὔρων ἀγωγοῖϲι χρεόμενον καὶ ἐν τροφῇ καὶ ἐν φαρμακείῃ . κρέϲϲων δὲ πάντων κάϲτοροϲ ὄρχιϲ πινόμενοϲ ἐν μελικρήτῳ
5780323 ἐφυλασσοντο
Σοφοὶ ἄνδρες εἰσὶ Θεσσαλοί . Ταῦτ ' ἄρα πρὸ πολλοῦ ἐφυλάσσοντο γνωσιμαχέοντες καὶ τἆλλα καὶ ὅτι χώρην ἄρα εἶχον εὐαίρετόν
δ ' ἐξ ἀρχῆς πτισάνην ἐδίδοσαν : ἄλλοι δ ' ἐφυλάσσοντο , μή ποτε κριθὴν καταπίῃ ὁ ἀῤῥωστῶν . Πετρονᾶς
5772824 ἀταρβης
μέτεισι , τῷ δὲ Φόβος φίλος υἱὸς ἅμα κρατερὸς καὶ ἀταρβὴς ἕσπετο , ὅς τ ' ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν
σφεας ἄλλοθεν ἄλλον νηπίαχός περ ἐὼν ὑπεδάμνατο : καί οἱ ἀταρβὴς ἔσκε νόος καὶ θυμός , ἐπεὶ Διὶ κάρτος ἐῴκει
5769479 αἰσθανομενοι
ἀπῆλθόν τινες οἴκαδε αὐτῶν . ὁρῶντες δὲ τοὺς τυραννεύοντας , αἰσθανόμενοι δὲ ἀφανιζομένην τὴν πόλιν διὰ τὸ καὶ ὅρους ἀνασπᾶσθαι
ὄντων τῶν ἐκεῖ ὡς ἑπτακοσίων , τεθνηκότας περὶ τετρακοσίους , αἰσθανόμενοι δὲ τοὺς συμμάχους πάντας μὲν ἀθύμως ἔχοντας πρὸς τὸ
5768278 ὀδυνωμενοι
ἐστι παρὰ τὸ ἔδω . οἱ γὰρ χολούμενοι πρότερον ἑαυτοὺς ὀδυνώμενοι κατεσθίουσι . Ὠρακίω . παρὰ τὸ αἰκίζεσθαι τὴν ὥραν
τοὺς ἐντυγχάνοντας , ἀλλήλους ἐκτρεπόμενοι , κεντούμενοι τῆς νυκτός , ὀδυνώμενοι μεθ ' ἡμέραν . ἔσωσε μὲν Ἀλέξανδρος τὴν πόλιν
5767289 φορβαδες
θέειν ὀξύτεροι καὶ πρὸς καμάτου διάρκειαν εὐτονώτεροι , καὶ ὅτι φορβάδες ὀργῶσαι τῷ τῶν ἀρρένων ἔρωτι χρεμετισμὸν ἀφιᾶσι φιλοτήσιον καὶ
κῆρα κνωπόμορφον ; οἱ δὲ δύσμοροι στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσι φορβάδες γίγαρτα χιλῷ συμμεμιγμένα τρυγὸς καὶ στέμφυλα βρύξουσιν . ἀλλά
5762932 ἀπηρνουντο
ὁμόσε καὶ ᾐτιᾶτο ἡ ἑτέρα τὴν ἑτέραν . ὁπότε δὲ ἀπηρνοῦντο μὴ ἔχειν , ἐθαύμαζον τί ἂν εἴη τὸ γεγονός
Ἡμεῖς ποτε ἦμεν . Ἄμας ἀπῄτουν , οἱ δ ' ἀπηρνοῦντο σκάφας : ἐπὶ τῶν ἄλλα μὲν ἀπαιτουμένων , ἄλλα
5759048 εὐτρεπιζον
αὐτοῖς τὰ ἐν τῷ λιμένι σκάφη καὶ ναῦς καὶ χρήματα εὐτρέπιζον , εἰ δεήσειεν ἡττωμένους φυγεῖν διὰ θαλάσσης . καὶ
γαμβρὸν ἐσόμενον . διαδραμούσης δὲ τῆς φήμης οἱ μὲν βάρβαροι εὐτρέπιζον πάντα ἐς τὴν ὑποδοχὴν τοῦ Ῥωμαίων βασιλέως , ἔχαιρόν
5759030 ἡσσονες
πόδες , μέγεθος μὲν κατὰ κάμηλον ] πόδες μακροί , ἥσσονες δὲ οἱ ὀπίσθιοι καὶ ὑποκλάζειν ἄρα δοκοῦντες . ἀμέλει
πρὸς τὸν Ὀρέστην κατάδηλοι γεγόναμεν ἀσθενεῖς ὄντες οἱ Φρύγες : ἥσσονες Ἑλλάδος ἐγενόμεθ ' αἰχμᾶς : εἰκότως ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων
5758560 πλουσιωτεροι
νῦν τοῖς βασιλεῦσιν ἡ πολυδωρία . τίνι μὲν γὰρ φίλοι πλουσιώτεροι ὄντες φανεροὶ ἢ Περσῶν βασιλεῖ ; τίς δὲ κοσμῶν
κρατήσοι , Ἀθηναίων ἔσται Ῥόδος ἅπασα , εἰ δὲ οἱ πλουσιώτεροι , ἑαυτῶν , ἐπλήρωσαν αὐτοῖς ναῦς ὀκτώ , ναύαρχον
5758386 αὐξανομενοι
εἰσὶν γὰρ οἱ θύννοι οἷον ὕες , ἀπὸ τῶν βαλάνων αὐξανόμενοι ] ἐπαινεῖται δὲ τοῦ ἰχθύος τούτου τὰ ὑπογάστρια ,
. ἄελλαι : γράφεται ἀῆται . ἀναλδήσκοντες : ἀναδιδόμενοι , αὐξανόμενοι . περιηγέα : περιφερῆ . σόλον : δίσκον .
5751443 χρονιζουσιν
χυμούς : οὐ μόνον γὰρ ἐφ ' ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ χρονίζουσιν , ἀλλὰ καὶ ἐφ ' ὧν χρόνιόν ἐστι πάθος
κοιλίης , καὶ ἐπάρσιες , καὶ ἐκτάραξις κοιλίης . Τοῖσι χρονίζουσιν ἀσφαλέως ἐν πυρετῷ ξυνεχεῖ , χωρὶς πόνου , ἢ
5749225 ἀρχῃσι
ἐπεὶ δὲ τοῦτο ἰητρεύθη , ἐπιπονώτερος . Οἱ κωματώδεες ἐν ἀρχῇσι γινόμενοι , μετὰ κεφαλῆς , ὀσφύος , ὑποχονδρίου ,
βασιλέϊ , ἢ κατὰ τὰς πόλιας ὅσαι αὐτόνομοι σὺν τῆσιν ἀρχῇσι . Πλήθεϊ μὲν ὀλίγον τὸ γένος ἐστι , σοφίῃ
5740483 ἐφιδρωντες
ἀδυνάτῳ , οἷσι τὰ τοιαῦτα , ἐλπὶς ἐκστῆναι . Οἱ ἐφιδρῶντες καὶ μάλιστα κεφαλὴν , ἐν ὀξέσιν , ὑποδύσφοροι ,
κάτω διελθοῦσα , θανάσιμον . Οἱ μετὰ καταψυξίων οὐκ ἀπύρων ἐφιδρῶντες ἄνω , δύσφοροι , φρενιτικοί τε καὶ ὀλέθριοι .
5734966 ἀπολουνται
ζῴδιον , λῃστὰς καὶ φόνου συνίστορας : διὸ κακῷ θανάτῳ ἀπολοῦνται ὕστερον . οἱ κακοποιοὶ δύνοντες ἐν ἀλλοτρίῳ ζῳδίῳ βιαιοθανάτους
ἀπολεῖται οὐδὲν τῶν ὄντων : ἐπεὶ κἀκεῖ οἱ νόες οὐκ ἀπολοῦνται , ὅτι μή εἰσι σωματικῶς μεμερισμένοι , εἰς ἕν
5732403 ὑπακουσαντες
Πάπιος μεταθεμένους ἐστράτευεν : οἱ δ ' ἡγεμόνες αὐτῶν οὐχ ὑπακούσαντες τῷ κηρύγματι ἐλήφθησαν αἰχμάλωτοι καὶ λιμῷ πρὸς τοῦ Παπίου
καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε ὡς φόβῳ καὶ τοῦτο ὑπακούσαντες : ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς ἀπὸ τοῦ
5730615 ἑωυτοισιν
Περὶ δὲ τῶν λοιπῶν Σκυθέων τῆς μορφῆς , ὅτι αὐτοὶ ἑωυτοῖσιν ἐοίκασι , καὶ οὐδαμῶς ἄλλοισιν , ὠυτὸς λόγος καὶ
μᾶλλον ἢ τῶν Ἀσιηνῶν : καὶ τὰ μεγέθεα διαφορώτατα αὐτὰ ἑωυτοῖσιν εἶναι κατὰ πόλιν ἑκάστην : αἱ γὰρ φθοραὶ πλείονες

Back