πολλάκις καὶ λίπος ἐμβάλλουσιν οἱ γεωργοὶ , ἐπὶ τὸ ταχέως διατρέχειν τὴν ἅπασαν ἅμαξαν . . ΝΙΚΗ ΕΠΗΝΥΣΘΗ . Ἤγουν
τὰ ἄβατα καὶ ἀντιτυπῆ τῶν τόπων ἐς γόνυ τε βρεχομένοις διατρέχειν ῥᾳδίου . εἰσὶ δὲ καὶ πρὸς τὸ νήχεσθαι γεγυμνασμένοι
6213768 σκεπειν
τῷ Ἀγχίσῃ . ἐνταῦθα δὲ ταπεινὴ βοτάνη καὶ μὴ δυναμένη σκέπειν σε . ὧδε κύπειρος : κύπειρος χαμαίζηλος πόα .
ἑνώσεσι . ἐξωθεῖται : ἐκτείνεται . προστέλλειν : ἀντὶ τοῦ σκέπειν καὶ προσάγειν . ἀπὸ μὲν οὖν τοῦ στέλλειν καὶ
6149843 λαιμου
δὲ χαλινοῖς ] ἐν τῷ φάρυγγι χαλινοῖς ] καὶ μέρος λαιμοῦ χαλινοῖς ] τοῖς στόμασι : τὰ γὰρ χαλινὰ τοῖς
ῥεύματος κεφαλῆς τὴν σταφυλήν , ἤτοι κιονίδα , κατὰ τοῦ λαιμοῦ χαλασθῆναι , ὠμῆς κράμβης ὁ χυλὸς κατὰ τῆς κεφαλῆς
6139365 διερον
πάρεστιν : αἷμα μητρῷον χαμαὶ δυσαγκόμιστον , παπαῖ : τὸ διερὸν πέδοι χύμενον οἴχεται . ἀλλ ' ἀντιδοῦναι δεῖ ς
δυσίατον . τὸ διερὸν ] τὸ βρέξαν τὴν γῆν . διερὸν ] πᾶν διερὸν ἐκκεχυμένον εἰς τὴν γῆν δυσαγκόμιστον :
6091455 ἑλκομενοι
δ ' ὁρόωντες ἀλλήλους , περὶ δαιτὶ γεγηθότες , ἰαίνονται ἑλκόμενοι , σπεύδουσι δ ' ὑποφθαδόν , ὅς κε θάνῃσι
, ὥσπερ οἱ τὰς καταβάσεις τρέχοντες , ὑπ ' αὐτῶν ἑλκόμενοι τῶν πραγμάτων . Ποιητικὸν δὲ δεινότητός ἐστι καὶ τὸ
6035311 αὐξομενον
μὴ ὑπομένουσα ὡς τὸ διὰ σωλῆνος ἰὸν ὕδωρ πῶς ἔσται αὐξόμενον ; ἔν τε ταῖς μεταβολαῖς καὶ ταῖς κράσεσι τὴν
ποιήσουσιν ἢ τετράγωνα ἢ ὀρθογώνια , τετράγωνα μὲν ἑκάτερον ἰδίᾳ αὐξόμενον , ὀρθογώνια δὲ συμπλεκόμενα ἀλλήλοις . συμπλεκέσθω γοῦν καὶ
5994994 πελιουται
ϲκολοπένδραϲ δηχθεῖϲιν κοινῶϲ μὲν ὁ ἐν κύκλῳ τόποϲ τοῦ δήγματοϲ πελιοῦται καὶ ἐπαίρεται καί ποτε τρυγώδηϲ κατὰ τὸ ϲπάνιον δὲ
τὸ δῆγμα πλήρειϲ ἰχωροειδοῦϲ ὑγροῦ , καὶ τὰ πληϲίον πάντα πελιοῦται , καὶ τοῦ δέρματοϲ ὑποδερομένου τῆϲ φλυκταίνηϲ λευκὸν φαίνεται
5985489 ἐπισπασθαι
ἐπιτατικοῦ α ἀσπάζω καὶ ἀσπάζομαι . σημαίνει δὲ τὸ ἄγαν ἐπισπᾶσθαι : καὶ κυρίως τοῦτό ἐστι τὸ δεξιοῦσθαι ἐπισπώμενον τὴν
, εἰ δὲ κατὰ τὸ ἐπιγάστριον σφηνωθῇ , διὰ ῥάκους ἐπισπᾶσθαι δεῖ βιαιότερον τὰ σκέλη , ἵνα ὁ κατὰ τὴν
5968370 ἰσχναινονται
: τῷ γὰρ μήκει τοῦ χρόνου ἐκτήκονται καὶ δαπανῶνται καὶ ἰσχναίνονται . οὐ μόνον τὰ ὑγρὰ καὶ στερεὰ καταξηραινόμενα δαπανῶνται
, καὶ ὄρχιας ἐπαίρονται : τούτου προσγενομένου , ἐπιῤῥιγοῦσι καὶ ἰσχναίνονται . Αἱ πυκναὶ διὰ τῶν αὐτῶν ὑποστροφαὶ ἐμετώδεες περὶ
5905507 κονδιτῳ
[ Πρὸς ἔμφραξιν νεφρῶν . ] Σελίνου ἀφέψημα πότιζε ἀπυρέτους κονδίτῳ , πυρέσσοντας ὕδατι . ἄλλο . ἐρεβίνθων τῶν καλουμένων
Οἱ δὲ νεφροὶ καὶ δίδυμοι ξηροί , βραχέντες καὶ ἐπιπασθέντες κονδίτῳ , καὶ ἐν ποτῷ διδόμενοι , εἰς πόθον ἐρωτικὸν
5884003 κινουσι
. αὗται μὲν οὖν εὐθὺς ἀποχωρισθεῖσαι τοῖς πρώτοις μυσὶ τοῖς κινοῦσι τὴν κατ ' ἰσχίον διάρθρωσιν ἐκφύονται : τὸ δ
ὑποτεταμένοι παντὶ τῷ περὶ τὸν τράχηλον ἐν κύκλῳ δέρματι . κινοῦσι δ ' ἅμα τοῖς χείλεσι τὰς γνάθους , ἡσυχαζούσης
5873490 ἀναλαμβανοντας
τὸν νοῦν ἀσχολεῖσθαι , μὴ ὥσπερ ἕψησίν τινα ἢ σκευασίαν ἀναλαμβάνοντας . δεῖν τ ' ἔλεγε τοὺς νέους πάσῃ κοσμιότητι
ἐπέδραμον , εὐθὺς διαφθείρουσιν ἔν τε ταῖς εὐναῖς ἔτι καὶ ἀναλαμβάνοντας τὰ ὅπλα , λαθόντες τὴν ἀπόβασιν , οἰομένων αὐτῶν
5852856 δεδορκοτες
ὁ ἥλιος , ἀνέχοιντο δὲ οἱ ὀφθαλμοὶ πρὸς αὐτὸν διηνεκῶς δεδορκότες , τίς οὕτως ἀνόητος καὶ ἐπιμανὴς καὶ κακοδαίμων τοῦ
οὗτοι κάκιστοι : ] μεγάλοι δὲ ὀφθαλμοὶ καὶ στίλβοντες κινούμενοι δεδορκότες , οἷον θυμούμενοι δεδόρκασιν ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα
5851869 μελαινομενον
δαιτυμὼν διὰ πάσης τῆς ἡμέρας . . κελαινόβρωτον ] τὸ μελαινόμενον ὑπὸ τῆς βρώσεως . διὰ τὸ αἷμα δὲ τοῦτο
. ἐνίοις γὰρ αἷμα ἀναφέρεται ἐμούμενον , ἢ καθαρὸν ἢ μελαινόμενον ἤδη , καὶ ἢ ἐπὶ προηγησαμένοις πτώμασιν , ἢ
5844657 διεκπιπτειν
μορίῳ πλεονάϲαντοϲ , ὡϲ μὴ ϲτέγεϲθαι πρὸϲ τῶν ἀγγείων ἀλλὰ διεκπίπτειν δροϲοειδῶϲ εἰϲ τὰϲ μεταξὺ κενὰϲ χώραϲ . καὶ τρώϲεϲι
σίφωνος ἐμφυσᾶν , κατὰ μηδένα τρόπον τὸ πνεῦμα τῆς σφαίρας διεκπίπτειν . σκοπῶμεν δὴ τὰ συμβαίνοντα : ὑπάρχοντος γὰρ ἀέρος
5840928 ἰχωρες
καὶ ἐρυθρά , μικραῖς θηλαῖς παραπλήσια , ἀφ ' ὧν ἰχῶρες ἀπορρέουσι . καὶ ὁ καλούμενος δὲ ἰχὼρ λεπτοῖς πάνυ
τοῖς καμπύλοις ἐξ ἄκρου μὴ λίην στενοῖς : ἐνίοτε γὰρ ἰχῶρες ἔρχονται γλίσχροι καὶ παχεῖς , κίνδυνος οὖν ἐστιν ὑποστῆναι
5827720 σκυταλας
ὅπλα περιθέντες περὶ τὰ σεσιμωμένα τοῦ ἄξονος , καὶ ἐμβαλόντες σκυτάλας εἰς τὰ ἐν τῷ περιτροχίῳ τρήματα , ἐπιστρέφομεν τὸ
τὸν ὀπὸν ἀφίκηται τοῖς Ἄραψιν ὥρα , ξύλων δύο ἕκαστος σκυτάλας ἐπὶ τοὺς ἔχεις ἐσφέρει , κροτοῦντες δὲ τὰ ξύλα
5821284 πτυαλον
συμφέρει , καὶ βήσσειν καὶ πονέειν ἐλαφρῶς , καὶ τὸ πτύαλον λεπτύνεσθαι πρὸς τὰς δὶς ἑπτά : πυρέσσειν δὲ καὶ
τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει δὲ καὶ τὰ σίαλα σκληρὰ
5819306 ἱεσθαι
εὐτελής ' . . . . ἄφαρ : εὐθέως , ἵεσθαι ' . . . . ἄφαλον : : κυνέην
τῇ τοιοῦδε σώματος διαθέσει ἤδη πρὸς τὸ ποιοῦν τὴν ἀλγηδόνα ἵεσθαι : ἄνωθεν δὲ αὖ τὴν ψυχὴν τὴν λογισμῷ χρωμένην
5805638 ἀνασπωσι
ἄνδρας . ὅσοι δὲ τὰς ὀφρῦς ἐγείρουσι καὶ τὸ πνεῦμα ἀνασπῶσι , δύσβουλοι ἄνδρες , ὠμόφρονες , κακονόητοι , παλίγκοτοι
ἐπισπῶνται τὴν ἀπὸ τῆς κάτω τρυγὸς ἀναπνοήν : εἶτα διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός , καὶ πρὸς τὴν ποιότητα τῆς
5782287 τρομον
. ” βάλλεν ἔβαλλεν . βάζειν λέγειν . βαμβαίνων διὰ τρόμον οὐκ ἠρεμοῦσαν τὴν βάσιν ποιούμενος . ὁ δὲ Ἀπίων
, φλεγμαίνει . χρῶμα γὰρ οὐ μεταβάλλει οὐδὲν ἄλλο οὐδὲ τρόμον ποιεῖ οὐδὲ ψόφον τῶν ὀδόντων οὐδὲ μετοκλάζει καὶ ἐπ
5771069 ἀτμοειδως
αὐτὴν φύσει συναποφέρειν ? ? ? ? [ ἑαυτῆι ] ἀτμοειδῶς πολλὴν ὑγρότητα [ καὶ ἅμα ] λεπτυνόμενον ὑπ '
ἅμα ] λεπτυνόμενον ὑπ ' αὐτῆς τὸ [ ὑγρὸν ] ἀτμοειδῶς ἀποφέρεσθαι ? ? ? [ . καὶ οὕτως μὲν
5763158 ἐβιαζοντο
ἡ παροῦσα φυλακὴ προσβαλόντων τῶν Ἀθηναίων ἠμύνοντο . καὶ ὡς ἐβιάζοντο καὶ αἱ νῆες ἅμα περιέπλεον αἱ ἐς τὸν λιμένα
τῇ τε ξυλείᾳ τῶν οἰκοδομημάτων ἐς τὰς μηχανὰς κατεκέχρηντο . ἐβιάζοντο δὲ τοῦ τείχους κἂν μέρος τι καθελεῖν , ἵν
5752855 ἑλκειν
κακῶς ἐξαμμένοις : ἔτι δ ' οὐ δύνασθαι τὰς ἀτμίδας ἕλκειν οὐδὲ διαπέμπειν ἅτε θερμὸν οὐκ ἔχουσαν ἱκανὸν καὶ ἐπαλείφειν
, ἅτε τοῦ ὑγροῦ παντὸς νοσεροῦ γινομένου , τὴν πνοὴν ἕλκειν , ὡς διαψύχηται τὰ ἐν τῇ κοιλίῃ , ἐξατμιῇ
5745791 ἠφιεσαν
ἴδιον τοῦτο τῶν συνουσιαζομένων ἐστίν . κατεβληχῶντο : βληχήν τινα ἠφίεσαν βιαζόμεναι ὑπὸ τῶν τράγων . μὴ βάθιον : μὴ
τ ' αὐτοῦ καταγελάσαντες εἰς τὸν οἶκον διὰ τοῦ κλείθρου ἠφίεσαν . Ὁ οὖν Λακύδης πλήρη μὲν καταλιπών , κενὰ
5744317 ψυχονται
καὶ ἐκεῖσε συρρεῖ . καὶ διὰ τοῦτο τὰ μὲν ἄκρα ψύχονται : ἔνθα δέ ἐστιν ἡ φλεγμονή , τυχὸν ἐν
καὶ ἀχλὺς , καὶ ἱδρὼς μετωπίδιος , καὶ τὰ ἄκρεα ψύχονται καὶ τετρεμαίνουσι , καὶ κῶμα ἔχει ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε
5739818 διηθειται
δεξιὰν ἤπειρον θερμὰ πλείοσιν αὐλοῖς ἐκ πέτρας ὑψηλῆς εἰς θάλατταν διηθεῖται , στενοὺς ἔχοντα πόρους , οὐ γλυκέος ὕδατος ,
? [ καὶ ] καρδίαν , ἔτι δὲ θώρακα : διηθεῖται [ ] δὲ καὶ εἰς κοιλίαν ὀλίγον διὰ τοῦ
5739081 τἀνω
μάτην δ ' ἐβουθυτοῦμεν . εἰ δὲ μὴ θεὸς ἔστρεψε τἄνω περιβαλὼν κάτω χθονός , ἀφανεῖς ἂν ὄντες οὐκ ἂν
ὄντα . χάμαι ] κατὰ γῆς , κάτω . . τἄνω ] τὰ μετέωρα . κάτωθεν ] ἀποκάτω . ἐσκόπουν
5736183 ἰσχυρως
Τυφῶ ] ἤγουν ἀνέμῳ . . πρημαινούσας ] ὁρμητικάς , ἰσχυρῶς πνεούσας . τὰς μανικῶς φυσώσας : ἀπὸ τοῦ πρῆσαι
ἁπλῷ δὲ λόγῳ ὥσπερ εἰ λίθον τις ἢ ξύλον μοχλεύοι ἰσχυρῶς : ἔστω δὲ σθεναρὰ τὰ σιδήρια ὡς οἷόν τε
5729535 ἐπιρροην
. εὖ γε τὸ προσνεῖμαι τῷ σαρκῶν ὄχλῳ τὴν αἵματος ἐπιρροήν , οἰκεῖον οἰκείῳ : τοῦ δὲ νοῦ τὴν οὐσίαν
καὶ σῆψις ἐξ ἧς πέφυκε βλαστάνειν ἔτι δ ' ὕστερον ἐπιρροήν τινα λαμβάνῃ τῆς τροφῆς : οὕτω γὰρ αὐτῶν ἡ
5729447 ἐξαπτεται
τε καὶ καρτεραῖς ταῖς πληγαῖς : ὃ δὲ ὥσπερ οἰστρηθεὶς ἐξάπτεται , καὶ ᾗ ποδῶν ἔχει φυγῆς ἄρχεται . καὶ
καὶ δεσμοῖς διαλάβῃς , ἔτι καὶ μᾶλλον ἐς τὸν θυμὸν ἐξάπτεται , καὶ δεσπότην οὐχ ὑπονέμει . Ἀλλ ' οἱ
5726706 τιτρωσκεσθαι
ὡς δυνατοῖς , νομίζοντες ὡς ζῷον καὶ ὕδωρ κεντεῖσθαι , τιτρώσκεσθαι , κτείνεσθαι δύνασθαι , καὶ πάλιν ἀλγεῖν , δεδιέναι
ἔμπροσθεν τοῦ σώματος προβεβλῆσθαι , ἡ μὲν ἀσπὶς τοῦ μὴ τιτρώσκεσθαι , τὸ δὲ δόρυ τοῦ ἀμύνεσθαι , ὥστε ἐὰν
5709390 ναυτιαν
. . . . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . . . . ἀνάπιπτ ' . ἀνδριάντας ἑστιᾷς
” τὰ τοιαῦτα . ταῦτα δ ' ἐστὶ πλεῖν ἢ ναυτιᾶν . καὶ τοίνυν καὶ πρώην τις τὸ αὐτὸ πρόβλημα
5708253 πλημμελων
τοὺς προαδικήσαντας , ἀμύνειν δὲ τὸ βοηθεῖν . ἁμαρτάνει ὁ πλημμελῶν , διαμαρτάνει δὲ ὁ ἀποτυγχάνων . ἄμητος καὶ ἀμητὸς
ταῦθ ' οὕτω γράψαι ; ὁ Εὔεργος τότ ' οἶμαι πλημμελῶν ὧν δέδωκε δίκην , συνήθως ἔχων ἐμοὶ καὶ γνώριμος
5699103 ψυχθεν
συγκριθῆναι , δρόσον δ ' ὅταν τὸ συνιστάμενον ὑγρὸν νύκτωρ ψυχθὲν ἅμα τοῖς ὄρθροις ἐπὶ γῆν ἐπιφέρηται . διὸ καὶ
κἂν ὀλίγον ἀποποιεῖν : τινὲς καὶ ἕψημα προσβάλλουσιν : εἶτα ψυχθὲν βαλὼν εἰς ὑλιστῆρα δεύτερον καὶ τρίτον ἐπίῤῥιπτε τὸ αὐτὸ
5689579 θλιβεται
φίλον : ἀπῆλθεν , ἀπέσπεσεν [ ] τῆς ἐφαρμογῆς , θλίβεται , ζητεῖ τὰ μηδὲν πρὸς τὸ προκείμενον : ὅτι
, καὶ ὡς οὐ φέρει νέος , καὶ ὡς οὐ θλίβεται , καὶ ὡς ὑποπτεύει τιτρώσκεσθαι , καὶ ὅτι θαῤῥεῖν
5679744 ῥευματιζομενον
τερηδόνος τὸ ἕλκος γίνεται πλαδαρόν , σομφόν , ἀκάθαρτον , ῥευματιζόμενον ἰχῶρι λεπτῷ : ἐὰν δ ' ἐπὶ φαγεδαινικῷ ἕλκει
ἡ μὲν οὖν κούφη ϲικύα πνευματώϲειϲ τε λύει καὶ ϲτόμαχον ῥευματιζόμενον ἵϲτηϲιν καὶ αἷμα ἐπιϲπᾶται καὶ φερόμενον αὖ πάλιν ἵϲτηϲιν
5678590 ἐπῃσαν
οἱ Ἕλληνες ἐγγύς τε ὄντας καὶ παρατεταγμένους , αὖθις παιανίσαντες ἐπῇσαν πολὺ ἔτι προθυμότερον ἢ τὸ πρόσθεν . οἱ δ
τε κυνῶν τε περὶ κτύπος ἦλθε ποδοῖϊν , ὡς ἐπάγοντες ἐπῇσαν : ὁ δ ' ἀντίος ἐκ ξυλόχοιο , φρίξας
5673757 ἐνοχλουνται
, εἰ μὴ ἐντύχοι ὃ ζητεῖ . ὅθεν καὶ μάλιστα ἐνοχλοῦνται , ὡς εἴρηται , οἷς ἂν ὑγρότης τύχῃ ὑπάρχουσα
ἐκπυροῖ . διὰ τοῦτο καὶ οἱ ἐγγὺς τοῦ πυρὸς ἧττον ἐνοχλοῦνται . καὶ γὰρ τοῦτο ποιεῖ καὶ ἀναφέρει καὶ ἀνωθεῖ
5659709 σεσηπος
καὶ μίγνυνται ἀλλήλοις τὰ μέρη τὰ συμφυῆ , τό τε σεσηπός φημι καὶ τὸ ἄσηπτον . Καὶ εἰ μὲν ἐξ
καὶ βέλτιον ἀσφαλείας ἕνεκεν , ὅταν ἐκτέμῃς ἢ περιτέμῃς τὸ σεσηπός , τὴν οἷον ῥίζαν αὐτοῦ συνημμένην τοῖς ἀπαθέσι καίειν
5656912 ῥυεντος
ξυνεχεῖ ἄφωνοι κείμενοι , μύοντες σκαρδαμύσσουσιν , ἢν , αἵματος ῥυέντος ἐκ ῥινῶν , ἐμέσαντες φθέγξωνται , καὶ παρ '
ἐν αὐτῇ λόγοι πάντες εὐπορία καὶ Πόρος ἀπὸ τῶν ἄνω ῥυέντος τοῦ ἐκεῖ νέκταρος : τὰ δὲ ἐν αὐτῇ ἀγλαίσματα
5655981 ἀνωθειν
τὸ πρεσβύτερον ὡς ἀλλότριον ἐξωθεῖ , θλίβοντος τοῦ ἔνδοθεν καὶ ἀνωθεῖν τοῦτο ἐθέλοντος καὶ οἰδάνοντος καὶ σφύζοντος , ὥσπερ οὖν
τὸ πρεσβύτατον ὡς ἀλλότριον ἐξωθεῖ , θλίβοντος τοῦ ἔνδοθεν καὶ ἀνωθεῖν τοῦτο ἐθέλοντος , καὶ ὀδυνῶντος καὶ σφύζοντος , ὧσπερ
5647656 προπτωσις
τοὺς ὀφθαλμοὺς κολλώδεις : δάκρυον γλίσχρον , σκληρότης ἄρθρων : πρόπτωσις ἕδρας μετὰ τεινεσμωδῶν προθυμιῶν : ἀφρὸς περὶ τὸ στόμα
σκληρότερα ᾖ καὶ αὐτὸς ὁ ὀφθαλμὸς δυσκίνητος καὶ ἐνερευθής . πρόπτωσις δέ ἐστιν , ὅταν ὁ ὀφθαλμὸς κινητὸς μετὰ φλεγμονῆς
5644535 ὑφιζανει
τε καὶ τήκειν τῆς πιμελῆς προαναλωθείσης ὑπὸ τῷ τῆς ἀμίδος ὑφιζάνει πυθμένι , ὅσον ἂν τύχῃ τῆς σαρκώδους δαπανηθὲν οὐσίας
ὀδυνῶνται καὶ δυϲουροῦϲι , καὶ τὸ πῦον μετὰ τὴν οὔρηϲιν ὑφιζάνει κάτω , καὶ λεπίδεϲ ἐν αὐτῷ δυϲώδειϲ ἢ πεταλώδειϲ
5641968 νευρωδες
, εὐαίσθητον δ ' αὐτοῦ τὸ πρὸς τῇ κοιλίᾳ καὶ νευρῶδες . ἔξωθεν δὲ σαρκώδης ἐστί , καθὸ τῷ βρόγχῳ
' ὄντα τοῖς ῥευματιζομένοις τὰ ἄρθρα καὶ τοῖς πενονθόσι τὸ νευρῶδες ἀνεπιτήδειά ἐστι τοῖς περὶ τὴν κύστιν πάθεσι καὶ ἕλκεσι
5613563 βιαζομενον
ὅλως τὸ φωτιζόμενον ἔσται τόδε ἕλκον ἀπὸ τοῦ φωτίζοντος καὶ βιαζόμενον προελθεῖν : ἐπεὶ οὐδὲ συμβεβηκός , ὥστε πάντως ἐπ
φεύγειν αὐτὸν ὡς ἐν ἀπόροις , ἄνω διὰ τῶν κρημνῶν βιαζόμενον , καὶ μετεπήδων ἐπὶ τὴν φαντασίαν τοῦ πυρὸς καταθέοντες
5612059 διακοπηναι
κατὰ τὴν ὁδὸν ἐδάφους εἰς τάφρου γεωργικῆς εὖρος καὶ βάθος διακοπῆναι , κατὰ δέος μή τι πρὸς ἐπιβουλὴν ἀφανῶς ἐπικρύπτηται
ὄρνιθες ἢ τοῖς ἀγκίστροις οἱ ἰχθύες , σιδήρῳ δὲ ὅτι διακοπῆναι οὐ χαλεπὴ ἦν : καὶ ὀπὸν ὅτι ἀνίει πολὺν
5608253 κυστιν
αὐτό , κἀπειδὰν ὑπέλθῃ μόλις ἐκ τῆς κοιλίας εἰς τὴν κύστιν , οὐκ ἀναδίδοται ῥᾳδίως : διόπερ οὔτε οὖρα κινεῖν
κεκραμένου κυάθων β . ἡ κατὰ τοὺς νεφροὺς φλεγμονὴ καὶ κύστιν ἐξαίρετον ἔχει τὴν θεραπείαν : τὸ γὰρ ὀρῶδες περίττωμα
5601776 ἐξαναλισκεται
ὅμοιον : ἐν ἐκείνῃ μὲν γὰρ εἰς πολλὰ μερίζεται καὶ ἐξαναλίσκεται τὰ δεχόμενα τῶν σπερμάτων , ἐνταῦθα δὲ εἰς αὐτὰς
δηλοῖ . Καὶ χρηστὸν εἴη . Ὅτι τὸ χρηστὸν αἷμα ἐξαναλίσκεται εἰς τὸ χορίον : εἰ δὲ μὴ χρηστὸν ,
5598531 ἐπισπασμον
καῦμα ὑπέρινον ἰσχναίνει ὕπνος πουλύς . Ἐπισπασμοῦ νῦν μέμνηται . ἐπισπασμὸν δὲ νῦν καλεῖ τὴν ἀναπνοὴν καὶ μάλιστα τὴν εἰσπνοὴν
, ἔχοντα ἐξ ἄκρου λίνον ἀπηρτημένον καὶ ἔξω κεχαλασμένον εἰς ἐπισπασμὸν εὐχερῆ , εἶτα ἐπιδήσας ἡσυχάζειν κέλευε . ταῖς δὲ
5591666 ταρασσομενον
τὸν δυνάμενον , τὸν σχολάζοντα : τὸν δὲ τρέμοντα καὶ ταρασσόμενον καὶ ῥηγνύμενον ἔσωθεν τὴν καρδίαν ἄλλῳ τινὶ δεῖ προσευκαιρεῖν
ὀρρόμενον ] διεγειρόμενον . ὀρρόμενον ] κινούμενον . ὀρρόμενον ] ταρασσόμενον , διεγειρόμενον , φερόμενον . θ ὀρρόμενον ] ἐπερχόμενον
5589635 μελαινουσι
αἰδοίοις χριόμενα ἡδονικά εἰσιν ἄγαν καὶ φιλτροποιά , καὶ τρίχας μελαίνουσι καὶ λευκώματα . Ὑπεριονίς , ἀετός ἐστι θηλεία .
φιλτροποιᾶ . ὁμοίως δὲ καὶ τὰ τῆς χελιδόνος , καὶ μελαίνουσι τρίχας καὶ λευκώματα . τὰ δὲ τῆς περιστερᾶς ἐσθιόμενα
5586846 πιεζοντες
] περιτιθέντες ἐπιδέσμοις ἀραιοῖς ἄνωθεν κατειλοῦμεν , πρὸς δύναμιν πάλιν πιέζοντες . πάντων δὲ κατειληθέντων , ἐκ διαλειμμάτων ἅπτεσθαι δεῖ
τῶν ὤμων κρεμάμενοι ἢ καὶ ἄλλο τι τοῦ σώματος σφόδρα πιέζοντες δύσφοροι καὶ χαλεποὶ γίγνονται : οἱ δὲ ἁρμόττοντες ,
5586234 ἐρεθιζοντος
δὲ εἰς χρῆσιν ἐνίοτε δι ' ἔθος μοχθηρὸν τὰ πολλὰ ἐρεθίζοντος τοῦ σπέρματος , ἐπειδὰν πολύ τε καὶ κακόχυμον ᾖ
' ἄλλου τινὸς οὔτ ' ἔσωθεν ἐνοχλοῦντος οὔτ ' ἔξωθεν ἐρεθίζοντος ; πῶς δὲ φρόνησιν , οὐχ ὑποκειμένων αὐτῇ πρακτέων
5580337 ῥιψῃ
κινουμένας ὀχλιζομένας ] φερομένας ῥόος ] τὸ ῥεῦμα ὤσῃ ] ῥίψῃ ὤσῃ ] ἄξῃ ἀθρόα ] πολύ ἀθρόα ] ἐξαίφνης
φλοιοῦ τῆς ῥίζης βραχὺ διαμασησάμενος τὸν σίελον καταπίῃ αὐτὸ δὲ ῥίψῃ , ἐκ διαρροίας ὁ τοιοῦτος κινδυνεύσει . Πρὸς δὲ
5554653 προσπιπτοντες
τῆς νευρᾶς . ἰοὶ ] βέλη . προσπίτνοντες ] † προσπίπτοντες . ὤλλυσαν ] ἔφθειραν ἐκείνους . ἐφορμηθέντες ] †
περαιοῦσθαι ναυσὶν ἐπ ' ἀλλήλους οἱ τροφῆς ἀπορούμενοι ἤρξαντο καὶ προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις ἥρπαζον καὶ τὸ
5547579 σκοτωσιν
ὁ δὲ νοῦς : ὑπὸ τῆς λεπτῆς ἐκείνης διὰ τὴν σκότωσιν καταφορᾶς ἔκειτο ἄφωνος . κώματι δὲ ὕπνῳ , ἐκλύσει
πινόμενον ξηρόν , λάθρα , πᾶσαν ἐπιληψίαν καὶ μανίαν καὶ σκότωσιν καὶ πᾶν πάθος ἰᾶται . ὁμοίως καὶ τὸ ἧπαρ
5545793 καταχεομενον
καταχές : τὸ ἐν τῷ καταφέρεσθαι ἠχοῦν ἢ ὅπερ ὑπάρχει καταχεόμενον . ἢ τὸ καταχές : τὸ καταχεόμενον ἢ τὸ
τοῦτ ' ἄρα καὶ κατὰ ἀκρέων ἐν λειποθυμίαις τὸ ψυχρὸν καταχεόμενον ὠφελέει . Ὅτι δὲ τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν τὸ
5525588 ἀναπνειν
τῆς φύσεως πρὸς τὴν τοῦ παιδίου διαμονήν : καὶ τὸ ἀναπνεῖν δὲ ὂν ἔργον τῆς ψυχῆς παρεχόμενα τὰ ἔμβρυα δῆλα
ἀέρα δ ' ἀντηχεῖν . ὀσφραίνεσθαι δὲ ῥισὶν ἅμα τῶι ἀναπνεῖν ἀνάγοντα τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν ἐγκέφαλον . γλώττηι δὲ
5522146 μυσαντος
τῶν μητρέων ἐν φλογμῷ γενομένων , καὶ τοῦ στόματος σφέων μύσαντος : περιιδνοῦται γὰρ ὁ στόμαχος τοῦ αἰδοίου μετὰ τὸ
τὸ ὑγρόν , τὸ δέρμα προσκείμενον ἐῶντα , κἂν πληρωθῇ μύσαντος τοῦ τρήματος ἡ φλύκταινα , πάλιν αὐτὴν δεῖ τιτρᾶν
5516198 κλυδωνιον
ἐξέχουσαι , τραχύνουσαι πᾶσαν ὥραν τὸ προσπῖπτον ἐκ τοῦ πελάγους κλυδώνιον . ἔστι δὲ καὶ αὐτὸ τὸ τῆς νησῖδος ἄκρον
κρείττων ἦν ὁ χειμὼν καὶ τὸ δεινὸν ὑπερεῖχε καὶ τὸ κλυδώνιον λοιπὸν τὰς τριήρεις ἐκάλυπτεν : ἐν οἷς καὶ ἠθοποιΐας
5514327 καιομενοι
δὲ ἐν πλοίῳ ὁρώμενος δεινῆς νηνεμίας ἐστὶ σημαντικός . Οἶκοι καιόμενοι καθαρῷ πυρὶ καὶ μὴ συμπίπτοντες μηδὲ διαφθειρόμενοι πένησι μὲν
ταὐτό : ξηρότατοι γάρ , δι ' ὃ καὶ πηδῶσι καιόμενοι : δεῖ δὲ ἔνικμον εἶναι . Βέλτιστοι δὲ οἱ
5513979 κεχαλασμενον
, καὶ ἡ μὲν βελόνη ἐξελκέσθω , τὸ δὲ ῥάμμα κεχαλασμένον ἁμματιζέσθω , ἵνα φανῇ ὡς κρίκος . ταῖς δ
κάματον σώματος λύει καὶ εὐσαρκίαν ἐμποιεῖ , κἂν εἴ τι κεχαλασμένον εἴη , σφίγγει πυκνότητι καὶ οὐδενὸς ἧττον ἑτέρου ῥώμην
5502950 ἑλκοντες
ἐστιν , οἱ μὲν ἄνθρωποι μεταρσίοις ταῖς ἀναπνοαῖς τὸν καθαρώτατον ἕλκοντες ἀέρα βραδύτερον ἁλίσκονται τῷ πάθει , τὰ δ '
τὴν πόλιν διὰ τὴν στενοχωρίαν εὐλόγως εἰς νόσους ἐνέπιπτον , ἕλκοντες ἀέρα διεφθαρμένον . διόπερ οὐ δυνάμενοι τοὺς πολεμίους ἐκβαλεῖν
5502417 κενουμενον
, τὰς αὐτὰς ἀπορίας ἐκφεύγει . τῇ γὰρ πρὸς τὸ κενούμενον ἀκολουθίᾳ συγχωρηθέντος ἑνὸς λήμματος , ὡς πρόσθεν ἐδείκνυμεν ,
ὠθεῖ , πληροῖ δὲ μόνον ἐφεπόμενος τὸ παρ ' ἡμῶν κενούμενον . Εἰ οὖν τοῖς σώμασι διίσταται τοῖς τοιούτοις μηδὲν
5501507 λυγμοι
τουτέστι χολῆς αὐτὸ πληροῖ χολόεν ] τὸ πικρόν , χολοποιόν λυγμοί ] οἱ λύγγες καρδιόωντα δέ , ἤτοι τὸν τὴν
συμπτώμασιν ᾖ , καὶ τοῦτο δῆλον . σπασμοὶ γὰρ καὶ λυγμοί , λειποψυχίαι τε καὶ ῥιπτασμοί , ἀναισθησίαι τε καὶ
5492946 ψαυσῃ
τοῦ πρεσβυτέρου δοκοῦντος εἶναι , τοῦ δὲ νεωτέρου τῇ δεξιᾷ ψαύσῃ . καλεῖται δ ' ὁ μὲν [ ἐν ]
κρᾶσις γίνεται . καὶ ὅπως μηδὲ κατὰ τοῦτο τὸ τρῆμα ψαύσῃ ποτὲ ὁ κερατοειδὴς χιτὼν τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ὑγροῦ , προὐνοήσατο
5492613 φωτεινον
μέλλομεν πάσχειν ἃ πάσχουσιν οἱ ἐκ σκοτεινοῦ οἴκου ἀμέσως ἐπὶ φωτεινὸν ἐρχόμενοι : ἔδει γὰρ κατὰ βραχὺ προϊέναι πρότερον ἐπὶ
ἀνακιρνᾶσθαι τὸ ψυχικὸν πνεῦμα καὶ ἀναχαλᾶσθαι . ἔστω δὲ μᾶλλον φωτεινὸν ἢ σκοτεινὸν , ὥστε διὰ τῆς αἰσθήσεως εἰς συναίσθησιν
5492098 προσπιπτειν
ἐκπυροῦσθαι τῇ ἀκτῖνι , καὶ κεκλιμένην αὐτοῖς καὶ μὴ βιαίαν προσπίπτειν . ὅθεν τὰ πρὸς ἄρκτον ἔχοντα τὰς κλίσεις ἐνυδρότερα
προσπαρακειμένων ὀρῶν ἐρυθρῶν ὄντων , [ ἀφ ' ὧν ] προσπίπτειν τινὰ πρόσπτωσιν γαληναίῳ ὄντι τῷ ὕδατι , καὶ τὴν
5488441 ἀγχονης
; ὄλωλεν ἄλοχος ; ἐκ τίνος τύχης ; βρόχον κρεμαστὸν ἀγχόνης ἀνήψατο . λύπηι παχνωθεῖς ' ἢ ἀπὸ συμφορᾶς τίνος
Ἀργείων δ ' ὄκνωι ἱκέτας προδοῦναι : καὶ τάδ ' ἀγχόνης πέλας . ἀλλ ' ὤφελες μὲν εὐτυχέστερος μολεῖν ,
5482327 ἐρεθιζεσθαι
γυμνάσιον . ἔταττον γὰρ τὸ ὀρχεῖσθαι ἐπὶ τοῦ κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι . Ἀνακρέων : καλλίκομοι κοῦραι Διὸς ὠρχήσαντ ' ἐλαφρῶς
: κἂν ὑποβιβασθῆναι τὸ δηλητήριον προσδοκηθῇ διὰ τοῦ δάκνεσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι τὴν κάτω γαστέρα , κλυστῆρσι δὴ δριμέσι χρῆσθαι ,
5480440 θερμανθηναι
τῶν ποδῶν , καὶ τὰ τῆϲ ἀνέϲεωϲ μετὰ τοῦ ϲφόδρα θερμανθῆναι τοὺϲ πόδαϲ ϲυμβαίνει . διὸ καὶ ἐξεργαζόμενοϲ τὸν τόπον
τί δὲ ἔνιοι αὐτῶν οἰνοπόται , ἢ ὅτι ψυχρὸν ὂν θερμανθῆναι χρῄζει ; διὰ τί δὲ ἀποκτενοῦϲι ϲφᾶϲ αὐτῶν ,
5474569 τρεμουσιν
ματαιότητα γαστριμαργίαν τε καὶ οἰνοφλυγίαν καὶ λαγνείαν καὶ μάλιστα εἰ τρέμουσιν οἱ ὀφθαλμοί . ὀφθαλμοὶ μικροὶ ὑπότρομοι γλαυκοὶ ἀναιδεῖς ,
εὐκρινείας . Ἐγρήσσει . γρηγορεῖ , ἐγρηγορεῖ . τρομέουσι : τρέμουσιν . Φέρτερον : τὸν ἰσχυρότερον . ἀντιόωντα : ἐξ
5466871 συνειχοντο
οὖν αὐτὸν καὶ περιῆλθον τὸ πλῆθος , καὶ ὀδυρμῷ κἀκεῖνοι συνείχοντο . ἧκεν ἀγγελία παρὰ τὸν τύραννον ὡς οὐδεὶς αὐτῶν
οἱ βάρβαροι παρὰ πᾶσαν τὴν ἡμέραν παθήμασί τε καὶ ἐκπλήξει συνείχοντο : τὰ δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολλῷ σφᾶς ἔμελλεν
5465556 σκεπης
σῶμα ἐπισκέπειν δεῖ μετρίως , ὥστε μὴ ἐκ τῆς πλείονος σκέπης θερμαίνεσθαι καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἔκλυσιν ὑπομένειν τινὰ τὸν
γέγονεν ἕκαστον ὧν δεόμεθα , οἷον οἰκία ἆρ ' οὐχὶ σκέπης ; Ναί . Τί δέ ; ἐσθὴς τοῦ χάριν
5462992 ἀνιπταται
τοῦτο γνοῦσα ἡ γέρανος ἢ αἰσθομένη ἢ πειραθεῖσα οὐ πρότερον ἀνίπταται , πρὶν ξυλλάβῃ λίθον τῷ στόματι , ἕρμα εἶναι
λελιημένος αὖ ἐρύοντα δέρματ ' ἀμύνεσθαι : τὰ δ ' ἀνίπταται οὐδέ ἑ μίμνει , φεύγει δὲ ζωοῖσιν ἀλευομένοισιν ὁμοῖα
5462787 ἐμφρασσει
ἰᾶται , εἴ τις τοῖς ἁπαλοῖς τῆς κεφαλῆς τὰ ὀστᾶ ἐμφράσσει . ἑνωθεὶς δὲ χυλὸς τοῦ πηγάνου μετὰ χυλοῦ μαράθρου
θρομβοῦται δὲ ἀντὶ τοῦ πήγνυται τὸ ταύρειον αἷμα ποθὲν καὶ ἐμφράσσει τοὺς πόρους τῆς ἀναπνοῆς , καὶ οὕτως ἀπόλλυται ὁ
5458029 ῥαον
ἤτοι τὰ μέλλοντα μεριμνάν . Μάχαιρα : διὰ τὸ μάχεσθαι ῥᾶον : ἢ διὰ τὸ μάχεσθαι πάσῃ φύσει καὶ τόπον
ἡ κορύνη πληρεστέραν τὴν ἐντεριώνην ἕξει , καὶ τὸ ξεσθῆναι ῥᾶον ὑπομένει , καὶ ἐντιθεμένη κρατεῖ . Γυμνὰ κάρυα δίχα
5455895 μυοντες
τῶν ἀπὸ τοῦ φωτὸς ἀγαθῶν , οἱ δὲ καθεύδοντες ἢ μύοντες ἢ ἄλλως ἐγκαλυψάμενοι τὰς ὄψεις οὐ τυγχάνουσι παρὰ τὴν
ὑποδοχήν , εἰκότως ἐσώθη : οἱ μὲν γὰρ ἐπιστάντες καὶ μύοντες αὐτῶν τὴν ὑποδοχὴν ὠθεῖτο . † τὸ δὲ ναυάγιον
5447400 κενουται
ὅσαις δ ' ἂν ἐπὶ μυκτῆρας ὁρμήσῃ , καὶ ταύταις κενοῦται λυσιτελῶς , καὶ τό γε ἐπίπαν οὕτως ἀπαντᾷ ,
] , διότι διαιρέσεως γενομένης κατὰ [ τὰς ἀρτηρίας ] κενοῦται τὸ αἷμα κἀπορεῖ ? τῶν [ ἐκεῖ φλεβῶν ]
5444888 ἀποσταζον
εἴκελος : φαίνεται λιπώδης λιπώδης * ἰχώρ : πύον τὸ ἀποστάζον ὑγρὸν τῆς πληγῆς τὸ αἷμα πεπηγός * αἱματόεις :
δὲ τοῦτο τὸ σημεῖον ἐν αὐτῷ , οὐχ ὡς πρότερον ἀποστάζον , ἀλλ ' ἀνειμένως καὶ βραδέως . Μετὰ δὲ
5439507 ὑγραινεσθαι
γέροντες , ἐπειδὴ ψυχρᾶς καὶ ξηρᾶς κράσεώς ἐστι θερμαίνεσθαι καὶ ὑγραίνεσθαι , δέονται τῶν θερμαίνειν καὶ ὑγραίνειν δυναμένων . καὶ
τῶν τῆς ἐπιφανείας πόρων τὸ ὑγρόν , καὶ οὕτω συμβαίνει ὑγραίνεσθαι τὸ βάθος , ἐξ οὗ μάλιστα γίνεται τὸ δίψος
5439185 διαδιδοται
ὧν ἡ αἴσθησις καὶ ἡ κίνησις εἰς πᾶν τὸ σῶμα διαδίδοται . αἰτία δὲ τοῦ πάθους , ὡς ὁ Πλάτων
Ὁπόταν οὖν ὠμότης ᾖ τοσαύτη τῆς ὕλης , οὐδέν τι διαδίδοται ταύτης πρὸς ἔκκρισιν ἐπεχούσης μὲν τῆς καθεκτικῆς δυνάμεως ,
5438828 κοντοις
αὐτοὺς ἐξαγκωνίζοντες ἐνεπίμπρασαν , ὕλῃ χρώμενοι πηδαλίοις , οἴαξι , κοντοῖς καὶ ταῖς ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων σανίσι . τοῖς δὲ
ἐκεῖ , ἐκεῖσε . ἰφθίμοις : ἰσχυροτάτοις . Δούρασι : κοντοῖς . καταΐγδην : συντόμως . Πέφνουσι : βάλλουσιν .
5432890 σκληροτατον
κόλλοπα : τὴν νευράν . τὸ τοῦ ταύρου τραχηλιαῖον : σκληρότατον τοῦτο . θέλει οὖν εἰπεῖν ” τὸ στερεώτατον τῆς
καὶ πραύνειν . ὧν Κυναιθεῖς ὀλιγωρήσαντες εἰς τέλος , καίτοι σκληρότατον παρὰ πολὺ τῆς Ἀρκαδίας ὁμοῦ τῷ τόπῳ καὶ τὸν
5428304 πεπωκοσι
, ποτὲ δὲ καὶ κόπρον προϊέναι . βοηθεῖ δὲ τοῖς πεπωκόσι τὸ φάρμακον γάλα ποθέν , ἐναποβεβρεγμένων εἰς αὐτὸ δρυὸς
θάνατον : οἷς βοηθεῖ πάντα ἃ καὶ τοῖς τὸ κώνειον πεπωκόσι . [ Περὶ ὀποῦ καρπάσου . ] Καὶ ὁ
5427233 πεφρακται
καὶ κοῦφος , ἀκοντιστὴς οἶμαι ἀγαθὸς ὤν , ὁ δὲ πέφρακται τὸ στέρνον ἀπειλῶν πάλην τινὰ τῷ θηρίῳ , ὁ
δὲ καὶ τὰς κνήμας , ὁ δὲ καὶ τὰ σκέλη πέφρακται . τὸ δὲ μειράκιον ὀχεῖται μὲν ἐφ ' ἵππου
5423903 γυμνοις
ἐν εὐωχίαις ἀφέλειαν ἐπιδεικνυμένων πρὸς τὸν ἑστιάτορα τῶν ἑστιωμένων καὶ γυμνοῖς ἤθεσι προσαγορευόντων καὶ ὁμιλίας τὰς ἁρμοττούσας τῷ καιρῷ ποιουμένων
ἧς τέμενός ἐστιν ἐν τῷ τόπῳ θαυμαστὴν ἱεροποιίαν ἔχον : γυμνοῖς γὰρ ποσὶ διεξίασιν ἀνθρακιὰν καὶ σποδιὰν μεγάλην οἱ κατεχόμενοι
5422679 σπογγῳ
οὐδενὶ ὠφελέει ἢ βλάπτει ποτόν . Ὅπου ὀλίγου ποτοῦ , σπόγγῳ : χρῆσις , ἄριστον ὀφθαλμοῖσι , [ εἰ ]
βελέμνοις . Καί ῥά οἱ ἀμφεμάσαντο δέμας καὶ ἀμείλιχον ἕλκος σπόγγῳ ἐυτρήτῳ , κατὰ δ ' ἔκλυσαν ὕδατι πολλῷ :
5417313 σπασμοι
τις ἄρα ἐλπίς : οὐ γὰρ ἀπὸ τῶν χαλώντων οἱ σπασμοὶ , ἀλλ ' ἀπὸ τῶν ἐντεινόντων . Αἱ δὲ
χολώδεα , κατακορέα . Ὀγδόῃ ἐπεῤῥίγωσεν : πυρετὸς ὀξύς : σπασμοὶ πολλοὶ μετὰ πόνου : πολλὰ παρέλεγεν : ἐξανίστατο βάλανον
5415782 ἀναμιγνυμενον
αὐτὸ μέτριον ὂν δυσπεπτότερόν ἐστι πολλῆς τροφῆς . Διὸ καὶ ἀναμιγνύμενον κωλύει πέττεσθαι τὴν τροφήν . Ὁ δὲ ὕπνος μᾶλλον
τετάρτου σπονδύλου βραχὺ πάντῃ νευρίον ἐπὶ τὴν ἑξῆς ἀφικνεῖται συζυγίαν ἀναμιγνύμενον αὐτῇ , καθ ' ὃ πρῶτον ἀνίσχει : τῆς
5415652 ἐνεποιει
πλεῖστον συγγιγνόμενος καὶ κοινωνῶν ἑστίας καὶ σπονδῶν ταῖς πόλεσι στάσιν ἐνεποίει διὰ τὰς τῶν πολλῶν ὑποψίας . Κλέαρχος πολλὴν στρατιὰν
τὰ περὶ τὴν Ἀττικὴν συμπτώματα πρὸ ὀφθαλμῶν ὄντα πολλὴν ἀθυμίαν ἐνεποίει τοῖς Ἕλ - λησιν . οἱ δὲ σύνεδροι τῶν
5415244 περιαφθεντες
ὄνυχες αὐτοῦ περιαπτόμενοι τριταῖον ψῦχος καὶ καθημερινὸν ἰῶνται ἐν ῥάκει περιαφθέντες . ἡ δὲ καρδία αὐτοῦ ἐν ῥάκει περιαφθεῖσα καὶ
λοπάδων κοιλίαν σκληρὰν γεναμένην μαλάσσει καὶ ἁπαλύνει . Κήρυκες θαλάττιοι περιαφθέντες ὀδύνας μαστῶν παύουσι . τὸ δὲ ὄστρακον αὐτῶν ξηραντικῆς
5415010 ὑπηχει
ἢ στάσεως . παραλίαν ] παραθαλασσίαν ὑπὸ ] ὑποττοβεῖ , ὑπηχεῖ κηρόπλαστος ] ὁ πεπλασμένος καὶ ἀληλιμμένος κηρῷ δόναξ ]
νηδύος φολίδας , λοξὸν δὲ οἶμον πρόεισιν . ἠρέμα οὖν ὑπηχεῖ , ὡς καταγνῶναι νωθείαν αὐτοῦ καὶ οὐδένειαν . δακὼν
5392899 παλινδρομειν
. χρεία δ ' αὐτῶν ἐστιν ἁπάντων κοινῇ , κωλῦσαι παλινδρομεῖν εἰς τοὐπίσω τὰς ὕλας . τοῦ πνεύμονος δ '
τῷ καὶ διὰ πλείονος καὶ διὰ χωρίων εἰς ἔμετον ἀήθων παλινδρομεῖν . πονοῦσι δ ' οἱ περὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ
5392378 ἐρευθει
: γράφεται δαρδάπτων . ἐμμενέως : ἰσχυρῶς , παραμένως . ἐρεύθει : βάπτεται , καταβάπτει , μολύνει . Λιχμάζων :
καὶ οἰδέει οἰδήματι πᾶν τὸ σῶμα , καὶ τὸ πρόσωπον ἐρεύθει , καὶ τὸ στόμα ξηρὸν , καὶ δίψα ἐπέχει
5391243 ὁρατικον
: οὔτε γὰρ τὸ ὁρατὸν δράσειεν ἄν τι εἰς τὸ ὁρατικὸν ἄνευ φωτὸς οὔτε τὸ ὁρῶν ἐνεργήσειεν ἂν περὶ τὸ
ἐπαφαῖς καθαπτούσας τοῖς ἐκτὸς σώμασι τὴν ἀντίληψιν αὐτῶν πρὸς τὸ ὁρατικὸν ἀναδιδόναι . . . . Πλάτων δὲ κατὰ συναύγειαν
5388179 περιαγειν
ἄλλως λέγειν ἢ πᾶσαν ἀρετὴν ἔχουσαν ψυχὴν μίαν ἢ πλείους περιάγειν αὐτά . Κάλλιστα , ὦ Κλεινία , ὑπήκουσας τοῖς
] περιεχομένου . ὡς γὰρ λέγεταί τις ἐν ἐνδύμασι λαμπροῖς περιάγειν , καὶ ” ὁ Θεὸς ἔρχεται ἐν δόξῃ “
5383987 δακνεται
τιϲ προϲενέγκοιτο , τήν τε κεφαλὴν ἀλγεῖ καὶ θερμαίνεται καὶ δάκνεται τὸ ϲτόμα τῆϲ γαϲτρόϲ . Κενταυρίου τοῦ μεγάλου ἡ
καὶ φρενῶν εἴη ἅψις , ἀρμόσσον ὕδωρ , ὅτε δὲ δάκνεται καὶ δριμέα ἐστὶ , γάλα ταύτῃσιν εὐμενές . Ἐπὴν
5381848 κουφως
: ἐφορμεῖν . γοῦνά τ ' ἐλαφρίζειν : τρέχειν , κούφως κινεῖν φεύγοντες , συντόμως κινεῖν . πεφοβημένον : φεύγοντα
μάλιστα θέρους : τοῦ γὰρ ὄρθρου , ἐν ᾧ μάλιστα κούφως διάγουσιν οἱ νοσοῦντες , σκυθρωπὸν ἔχουσι τὸ φῶς ,
5376648 μυκτηρος
ῥῖνα . Ζητητέον , τί δήποτε ἔκ τε τοῦ δεξιοῦ μυκτῆρος ἢ ἀριστεροῦ φερομένου τοῦ αἵματος , τὸ μὲν ἐκ
τὴν ἀρχὴν ὑπ ' ἀνθερεῶνα ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν εὐθεῖαν κατὰ μυκτῆρος καὶ βρέγματος ἐπὶ ἰνίον , εἶτ ' ἐγκύκλιον ὑπὸ

Back