θεῖον . ἀνὴρ πένης νοσῶν εὔξατο τοῖς θεοῖς , εἰ διασωθείη , βοῦς ἑκατὸν εἰς θυσίαν προσοίσειν . οἱ δὲ
ἀντίπαλος τριήρης ἐξ ἐναντίας ἐπιφέροιτο , αὐτὸς ἐν τῷ κέλητι διασωθείη : ἔμελλεν γὰρ ἡ τριήρης ἡ πολεμία οὐκ ἐπὶ
6940154 ἐξεπολιορκησεν
ἀποστάντων Ἀντιπάτρου καὶ Κλονίου καὶ Ἀερόπου , τούτους καταλαβομένους Λαοδίκειαν ἐξεπολιόρκησεν . καὶ χρησάμενος μεγαλοψύχως αὐτοῖς ἀπέλυσε τῶν ἐγκλημάτων :
Ὡς τὴν Ἄορνον καλουμένην Πέτραν , ἀνάλωτον ἀεὶ γεγενημένην , ἐξεπολιόρκησεν . λϚʹ . Ὡς Ταξίλην μὲν τὸν βασιλέα τῶν
6826431 ἐμελλησεν
, συνέδραμον ὡς εἰς ἑπτακοσίους : ὁ δ ' οὐκ ἐμέλλησεν , ἀλλὰ προστησάμενος τὰ ἅρματα , αὐτὸς δὲ σὺν
λογισθέντα τάλαντα πλείω τῶν τρισχιλίων . καὶ ὁ Κῦρος οὐκ ἐμέλλησεν , ἀλλ ' εἶπε : Τῆς μὲν τοίνυν στρατιᾶς
6811855 διαπυθομενος
κομιδῆς καὶ ἐπιμελείας διασώσαντες . ὃ δὲ περὶ τῶν γεγονότων διαπυθόμενος καὶ σφόδρα ἀθυμήσας ἐνέφαινεν . ἀλλ ' ὑμεῖς γε
γνώριμος ὢν Μέλων τῶν Ἀθήναζε πεφευγότων Θηβαίων συγγίγνεται , καὶ διαπυθόμενος μὲν τὰ περὶ Ἀρχίαν τε τὸν πολεμαρχοῦντα καὶ τὴν
6798370 ἐδιωκετο
Ὅτι Ἰφικράτης λείαν ἔκ τινων χώρων συναρπάσας πολλὴν , ἐπειδὴ ἐδιώκετο παρὰ τοῦ φρουράρχου , πρὸ τῆς λείας τοὺς ὁπλίτας
ἀλλ ' ἐκείνη μὲν ἔφυγεν αὐτὸν διώκοντα ἐν πεδίῳ καὶ ἐδιώκετο ἐν πλάτει : σὲ δὲ καὶ εἴσω θυρῶν ἀπεκλείσαμεν
6783778 ἐξαγγελλεται
τινὰς ἀποπέμπει ὀπίσω ἐπὶ Ἰσσόν , κατασκεψομένους εἰ τὰ ὄντα ἐξαγγέλλεται . οἱ δὲ ἀναπλεύσαντες τῇ τριακοντόρῳ , ὅτι κολπώδης
Πάταλα . Ἤδη δὲ τρίτην ἡμέραν αὐτῷ τοῦ πλοῦ ἔχοντι ἐξαγγέλλεται ὅτι ὁ τῶν Πατάλων ὕπαρχος ξυλλαβὼν τῶν Παταλέων τοὺς
6752419 βιαζων
θυγατέρα , ταύτην μνηστευθεὶς ἐβούλετο πρὸς γάμον . Ἐπέκειτο γοῦν βιάζων καθ ' ἑκάστην γονεῖς τῆς κόρης δοῦναι τὴν θυγατέρα
καὶ γέγονεν ὕστερον . διαβληθεὶς γὰρ παρ ' Ἱπποδαμείας ὡς βιάζων αὐτὴν ἢ , ὡς οἱ πολλοί φασι , πειράζων
6735342 ἐδῃωσε
. βασιλεὺς δέ , ἐπεὶ πᾶσαν τὴν κάτω χώραν αὐτῶν ἐδῄωσε καὶ ἐπόρθησε , παρασκευασάμενός τε καὶ ἐκτάξας καλῶς πᾶσαν
τῆς ἐλευθερίας ἐμαχέσαντο ἐρρωμένως , ἐνταῦθα ὁ Κλεομένης ἄλλα τε ἐδῄωσε τῆς χώρας καὶ τῆς καλουμένης Ὀργάδος θεῶν τε τῶν
6734676 μανειη
νιν ἡ τοῦδ ' ἄλοχος , οἰκουρὸς πικρά . μήπω μανείη Τυνδαρὶς τοσόνδε παῖς . καὐτόν γε τοῦτον , πέλεκυν
Τραγῳδουμένων οὕτω γράφει . προσιστοροῦσι δὲ ἔνιοι , ὅτι καὶ μανείη ὁ Ἰξίων , ὡς Φερεκύδης : καὶ τὴν ἐπὶ
6731749 πυδαριζειν
ἀπεπυδάρισα : πυδαρίζειν ἐπὶ τοῦ ἅλλεσθαι . ἤτοι ποδαρίζειν καὶ πυδαρίζειν , ὡς ὄνομα καὶ ὄνυμα Αἰολικῶς 〚 , ἢ
δὲ ἀργῆτες καλοῦνται , ὡς Ὅμηρος ὠνόμασεν . ἀπεπυδάρισα : πυδαρίζειν ἐπὶ τοῦ ἅλλεσθαι . ἤτοι ποδαρίζειν καὶ πυδαρίζειν ,
6729696 ἐπανηγαγε
νόμος ἐκεῖσε ἀπήγαγεν , ὁ δὲ τοῦ νόμου κύριος ἐκεῖθεν ἐπανήγαγε , γινώσκων ὅτι ἄλλη μὲν δικαστοῦ , ἄλλη δὲ
λέγειν καὶ τὰ ἑξῆς , εἶτα διὰ τούτων καταπλήξας αὐτοὺς ἐπανήγαγε πρὸς τὸ θαρρεῖν λέγων οὐ μὴν ἀλλὰ καίπερ τούτων
6694953 ὠρυττεν
τούτων πολλὰ μὲν χώματα κατεσκεύαζεν , οὐκ ὀλίγας δὲ διώρυχας ὤρυττεν εὐκαίρους . ὑπελάμβανε γὰρ τοῖς μὲν κολαζομένοις τὸ τῆς
ἐν τῇ πόλει . κατεσκεύαζε δὲ καὶ τεῖχος καὶ τάφρον ὤρυττεν μεγάλην καὶ βαθεῖαν , εἴργων τοὺς πολιορκουμένους ἀπὸ τῆς
6687617 δεξαμενης
πλοῦτον οἴκοθεν εἰς τὴν Τυρρηνίαν ὥστε αὐτὸς μὲν ἦρξε τῆς δεξαμένης αὐτὸν πόλεως , ὁ δ ' υἱὸς αὐτοῦ καὶ
οὐδὲ ἐπ ' εὐθείας προσθήκην δεξαμένης οὐδὲ ἐπὶ δεξαμενῆς ὕδωρ δεξαμένης εἰς προσθήκην . φέρε οὖν ἡμεῖς ταῦτα διακρίνωμεν ἄλλως
6685353 Πλεισθενους
τοῦ ι γράφεται , οἷον Εὐτυχής Εὐτυχοῦς Εὐτυχίδης , Πλεισθένης Πλεισθένους Πλεισθενίδης , Ἀχαιμένης Ἀχαιμένους Ἀχαιμενίδης , εἰ δὲ μακρᾷ
Ἐλεφήνωρ ἐξ Εὐβοίας σὺν νηυσὶν ξ : Μενέλαος δὲ υἱὸς Πλεισθένους , ὁ τῆς Σπάρτου βασιλεύς , σὺν νηυσὶν ξ
6679093 Ἀντιασας
ἐπιτιθήσας . αἰόλος : διὰ τὴν πανουργίαν , πανοῦργος . Ἀντιάσας : ἐξ ἐναντίας ἐλθὼν , συναντήσας τὴν νῆα .
κακῆς . Ἅλμενος : πηδήσας . ἀνέσχε : ἀνῆλθεν . Ἀντιάσας : συναντήσας . Κέκλεται : σημαίνει . αὖ :
6663663 Μεταποντιου
, ὡς Ἔφορός φησιν . , : οἰκιστὴς δὲ τοῦ Μεταποντίου Δαύλιος ὁ Κρίσης τύραννος γεγένηται τῆς περὶ Δελφούς ,
ἄκραν Ἰαπυγίαν σταδίων ὁμοῦ τι * τετρακοσίων . τοῦ δὲ Μεταποντίου μὲν διέχει σταδίους περὶ διακοσίους καὶ [ εἴκοσιν ὁ
6658454 Γαβινιῳ
προσδοκῶν Ποστούμιον ἀνθ ' ἑαυτοῦ προσέταξε διαπλεῦσαί τε καὶ φράσαι Γαβινίῳ τὸν στρατὸν εὐθὺς ἄγειν διὰ θαλάσσης : ἂν δ
: ἦν γάρ τι Σιβύλλειον αὐτοῖς ἀπαγορεῦον . ἐπὶ δὲ Γαβινίῳ μοι δοκεῖ Κράσσος ἄρξαι Σύρων , ὅτῳ πολεμοῦντι Παρθυαίοις
6655651 διεσταλκε
ἄβλητος καὶ ἀνούτατος ὀξέι χαλκῷ : ἡ διπλῆ , ὅτι διέσταλκε τὸ οὐτάσαι καὶ τὸ βαλεῖν . . . .
' ἂν ἐκ νεφέων πτῆται νιφὰς ἠὲ χάλαζα : ὅτι διέσταλκε νιφάδα καὶ χάλαζαν . . . . ἶσόν οἱ
6634261 προσηγορευσε
δέ τι γένος ἐλαιῶν περιστοίχους καλεῖ , ἃς Φιλόχορος στοιχάδας προσηγόρευσε . μήποτε δὲ περιστοίχους κέκληκεν ὁ ῥήτωρ τὰς κύκλῳ
μοι κατὰ τὴν ὁδὸν τὴν ὡς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον φέρουσαν προσηγόρευσε καὶ ἐπὶ τὴν ξενίαν παρεκάλει ἔρχεσθαι . κἀγὼ οὐδέν
6623102 ἐῤῥιψεν
ἀπεθέρισαν . Ἀετὸς δὲ ἀπὸ νοσσιῆς ἐγκύμονα λίθον πρὸς ὄρθριον ἔῤῥιψεν , ἀντίψυχον νοσσίων προθέμενος τὸν λίθον . Προγινώσκοντες μύρμηκες
' Ὀδυσσέως καὶ Νεοπτολέμου ἐκ Λήμνου : ἐκεῖ γὰρ αὐτὸν ἔῤῥιψεν Ὀδυσσεὺς δηχθέντα ὑπὸ ὄφεως ὕδρου , ὅτε ἐκάθαιρον Ἕλληνες
6608178 συγχωρησεις
ὅ τι δήποτε ; ὑπάρχειν γάρ τι τῇ οὐσίᾳ δηλονότι συγχωρήσεις , εἴπερ ὑπόκειται πᾶσιν . ἔστω δὴ τὸ ὅπερ
ἡμᾶς ἐργάσασθαι δεῖ : ταῦτα πληρῶσαι παραταττομένους τοῖς Ἕλλησι : συγχωρήσεις τι καὶ τότε Περσικοῖς δυστυχήμασι ; οὐκ ἄρα δώσεις
6605150 κατελειφθη
ἱππεῦσι τῶν Ἀρείων ἔφυγε : πρὸς γὰρ τῶν πολλῶν στρατιωτῶν κατελείφθη ἐν τῇ φυγῇ , ὡς κἀκεῖνοι ἔμαθον προσάγοντα Ἀλέξανδρον
' ἀποστῆναι τῶν ὄντων , ἀλλ ' ὅς ' αὐτοῖς κατελείφθη χρέα καὶ σκεύη καὶ ὅλως χρήματα , ταῦθ '
6599721 ἐδεξιωσατο
στάχυσι . ” καὶ ὁ βασιλεὺς θαυμάσας αὐτὸν καὶ δώροις ἐδεξιώσατο . τῇ δὲ μετ ' ἐκείνην ἡμέρᾳ πάλιν ὁ
τὰ καὶ Ἑκατόμβαια λεγόμενα : ἔγνω αὐτόν , ἀντὶ τοῦ ἐδεξιώσατο αὐτὸν νενικηκότα . καὶ τὰ ἔργα τὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ
6599670 κοιμωμενην
ἐνιαυτῷ Ῥωμαίοις παρέδοσαν , τήν τε φρουρὰν τὴν ἐν αὐτῇ κοιμωμένην εὑρόντες κατέσφαξαν πλὴν ὀλίγων , οἳ ἔτυχον ἀφυστεροῦντες ,
τὸν τρόπον ἄνω νεύων ἔλαθεν ἀσπίδα πρὸ τῶν ἑαυτοῦ ποδῶν κοιμωμένην πατήσας , ἥτις ἐπιστραφεῖσα † δὰξ εἰς αὐτὸν ἀνῆκεν
6597747 βαλαντιου
γὰρ πᾶν φυτὸν γενικῷ ὀνόματι καλεῖται . Γενναῖος εἶ ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦτον εὐγενῶν εἶναι δοκούντων .
τῶν κινδυνευόντων . ὅμοιον τῷ Ἐπὶ ξυροῦ . Εὐγενὴς ἐκ βαλαντίου : ἐπὶ τῶν διὰ πλούτου τιμωμένων . Ἔγχος ἐπὶ
6586887 ἀντερειδων
ἔπραττεν , ἀλλὰ καὶ βάλλων καὶ φυλαττόμενος βέλη καὶ ἀσπίδα ἀντερείδων καὶ διώκων στῖφος . ἐξέπλευσαν μὲν δὴ χαίροντες ἀλλήλοις
, ὑπηρέτης παρεστὼς πλατείᾳ τῇ χειρὶ ἀνατρεπέτω τὴν ὠμοπλάτην , ἀντερείδων τὴν χεῖρα τῇ ὠμοπλάτῃ , ἵνα μὴ ἐκλύηται ἡ
6579893 Πρωτεας
. καὶ μετ ' ὀλίγον τὸ αὐτὸ ποτήριον αἰτήσας ὁ Πρωτέας καὶ πάλιν πιὼν προὔπιε τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ
, ὦ ξένε , ὅστις γ ' ἀκούσας ὅτι τέθνηκε Πρωτέας ἔπειτ ' ἐρωτᾷς : Ἔνδον ἔστ ' ἢ '
6570864 τελευτησειεν
οὕτως ἂν κάλλιστά τις ἀρχόμενος ὡς τὸ εἰκὸς καὶ κάλλιστα τελευτήσειεν ; Πολύ γε , ἔφη . Βούλει οὖν ,
ἀγαθὴν , πρὶν δὲ λαβεῖν ἀπ ' αὐτῆς τοὺς καρποὺς τελευτήσειεν , ὣς δὲ κἀκείνῳ μοι δοκεῖ συμβῆναι . προῆλθε
6566214 ἐσημηνεν
εἴη στρατεύεσθαι ἔχοντι τοὺς παραμείναντας τῶν στρατιωτῶν ἢ ἀπαλλάττεσθαι , ἐσήμηνεν ὁ θεὸς τοῖς ἱεροῖς συστρατεύεσθαι . οὕτω γίγνεται τὸ
λεγομένων ἐκθεῖναι : διὰ τοῦ ἀναμετρήσασθαι τὸ πλῆθος τῶν κακῶν ἐσήμηνεν . ἢ οὖν ὡς πολλὰ , ἢ ὡς ἄτοπα
6556673 Ἀρταιου
μετέστησε τὴν ἡγεμονίαν . τῶν δὲ Μήδων βασιλεῦσαι μετὰ τὴν Ἀρταίου τελευτὴν Ἀρτύνην μὲν ἔτη δύο πρὸς τοῖς εἴκοσι ,
τοὺς σύμπαντας οὐκ ἐλάττους εἴκοσι μυριάδων . τοῦ δὲ βασιλέως Ἀρταίου στρατεύσαντος ἐπ ' αὐτὸν μυριάσιν ὀγδοήκοντα μάχῃ κρατῆσαι καὶ
6556365 Βαρκην
Ἀλκηῒς , ὥς φησι Πείσανδρος ὁ Καμιρεύς : ἕτεροι δὲ Βάρκην . ἄλλως : Ἴρασσα , πόλις Λιβύης , ἣν
περίεργος . πολεμοῦσα γοῦν πρὸς Βαρκαίους , λαβοῦσα δὲ τὴν Βάρκην τοὺς μὲν ἄνδρας ἀνεσκολόπισε , τῶν δὲ γυναικῶν τοὺς
6553060 ἐσκωπτε
δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ , εἰς αὑτὸν μὲν ἔσκωπτε καὶ τὴν ἀπορίαν τὴν ἐν τῷ λόγῳ συμβᾶσαν ἑαυτῷ
εἰς φιλίαν ἀγαγεῖν , προσέπαιζε πολλάκις καὶ κώνωπα ἐκάλει καὶ ἔσκωπτε τοὔνομα σὺν γέλωτι . καὶ οὗτος εἰδὼς τοῦ Σατύρου
6542082 Ἰφικλης
οἱ δὲ ἀποθανόντες ἐν τῇ μάχῃ Τελαμὼν , Χαλκώδων καὶ Ἰφικλῆς ὁ πρεσβύτατος αὐτοῦ ἀδελφός . Τιρύνθιον Ἀργεῖον : Τίρυνς
Ἡρακλέους γὰρ τὴν ὕδραν ἀναιροῦντος , ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ Ἰφικλῆς , πληγεὶς ὑπ ' αὐτῆς , ἐθεραπεύθη ὑπ '
6533241 Μεροπην
τῆς γῆς : ἐλθόντα δὲ εἰς Χίον πρὸς Οἰνοπίωνα , Μερόπην τὴν γυναῖκα βιάσασθαι οἰνωθέντα : Οἰνοπίωνα δὲ χαλεπήναντα ἐκτυφλῶσαι
καθάπερ ἐπὶ τῆς γῆς . ἐλθόντα δὲ αὐτὸν εἰς Χίον Μερόπην τὴν Οἰνοπίωνος βιάσασθαι οἰνωθέντα , γνόντα δὲ τὸν Οἰνοπίωνα
6533025 Πολυβος
ὁ δὲ Ἄδρηστος ἦν Πολύβου θυγατριδέος , ἄπαις δὲ ὁ Πόλυβος τελευτῶν διδοῖ Ἀδρήστῳ τὴν χώρην . Μέναιχμος δὲ ὁ
. Βουκόλοι δὲ Πολύβου τοῦτον ἀνείλοντο : λέγεται δὲ ὁ Πόλυβος Ἑρμοῦ εἶναι : ὃν ἐφευρόντες ἀπεκόμισαν τῷ δεσπότῃ .
6519109 Λουσια
οἱ οἰκοῦντες Λουκερῖνοι . Λουσιά . τῶν Ὑακίνθου θυγατέρων ἡ Λουσία ἦν , ἀφ ' ἧς ὁ δῆμος τῆς Οἰνηίδος
, μέγεθος δὲ εἰκάζομεν ἐννέα εἶναι ποδῶν αὐτήν : ἡ Λουσία δὲ ποδῶν ἓξ ἐφαίνετο εἶναι . ὅσοι δὲ Θέμιδος
6511941 κοιμηθεις
δὴ τρόπον ὁ νοῦς ἐγρηγορὼς μὲν ἐπισκιάζει ταῖς αἰσθήσεσι , κοιμηθεὶς δὲ αὐτὰς ἐξέλαμψε . τούτων εἰρημένων ἐφαρμοστέον τὰς λέξεις
διὰ Τεμπέων . οἱ δὲ , ὅτι ἐπί τινος πέτρας κοιμηθεὶς ἀπεσπερμάτισε , καὶ τὸν θορὸν δεξαμένη ἡ γῆ ἀνέδωκεν
6509173 Φυλομαχης
, ἐψεύσατο πρὸς τοὺς δικαστὰς ὑπερμέγεθες ψεῦδος περί τε τῆς Φυλομάχης τῆς τοῦ Πολέμωνος ἀδελφῆς , τηθίδος δὲ Ἁγνίου ,
καὶ ὁμομητρία , ἡ μήτηρ ἡ Εὐβουλίδου τοῦ πατρὸς τοῦ Φυλομάχης τῆς Σωσιθέου γυναικός . Μαρτυρεῖ συγγενὴς εἶναι καὶ φράτηρ
6506821 ἐπιβοηθησαι
μόναις παρόντων Ἀθηναίων περὶ Ναύπακτον , πρὶν δὲ πλέον τι ἐπιβοηθῆσαι ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ναυτικόν , ὅπως προφθάσωσι , καὶ
τὸν ἕτερον νεανίσκον ὑπερβαλόντα θεάσασθαι καὶ ἀνακραγεῖν , καὶ οὕτως ἐπιβοηθῆσαι τὸ λοιπὸν πλῆθος . τὸ δὲ θηρίον ἐφορμῆσαι τῷ
6506672 διαβληθεις
καὶ μὲν δή , ὦ ἄνδρες δικασταί , καὶ Διόγνητος διαβληθεὶς μὲν ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν φεύγων ᾤχετο , μετ '
χρόνῳ κριτέον τὴν εὔνοιαν . Ὁ βίος καθάπερ νόμισμα , διαβληθεὶς ἐν ἀρχαῖς ἀδόκιμος εἰς ἅπαντα γίνεται τὸν χρόνον .
6504333 Τισιφονην
βρέφη δοῦναι τρέφειν Κορινθίων βασιλεῖ Κρέοντι , καὶ τὴν μὲν Τισιφόνην διενεγκοῦσαν εὐμορφίᾳ ὑπὸ τῆς Κρέοντος γυναικὸς ἀπεμποληθῆναι , δεδοικυίας
' ὑμῶν τὰ σιτία μεταστελλώμεθα . ὥστε μοι νὴ τὴν Τισιφόνην πάλαι δὴ ἐφ ' οἷς ἐποιεῖτε καὶ ἐλέγετε παμμέγεθες
6499485 Πελοπονησου
, ἀφ ' οὗ Αἰγιάλεια ἡ χώρα . Φορωνεὺς δυναστεύων Πελοπονήσου ἐκ Τηλοδίκης νύμφης γεννᾷ Ἄπιν καὶ Νιόβην . Ἄπις
, ἀφ ' οὗ καὶ ἡ χώρα Ἀπία ἡ τῆς Πελοπονήσου . Νιόβης τῆς Ἄπιδος ἀδελφῆς καὶ Διὸς Ἄργος ,
6498399 Ἀεροπος
ἐποχούμενοι ἄνδρες ὅπλισιν ἱππικὴν ἔχοντες φαντασίαν παρέσχον ἱππικοῦ πολλοῦ . Ἀέροπος καταπλαγεὶς τὴν δίοδον ἐσπείσατο . Ἀγησίλαος ἐστρατοπέδευεν ἐν Βοιωτίᾳ
ὕστερον δὲ Λύγκος ἐκλήθη , ἧς καὶ τὴν ἀρχὴν ἔσχεν Ἀέροπος , ὁ πρεσβύτατος τῶν Ἠμαθίωνος παίδων , καθὰ Μελισσεύς
6495497 ὑποβρυχιον
μάστιγα . . . , . . , . : ὑποβρύχιον . . . τὸ σκάφος καταπινόμενον . . .
καὶ τοῦ σκότους καταστρέφοντα [ ] καὶ ? πεσόντα καὶ ὑποβρύχιον [ ] ? γενόμενον . μόνον [ ] δὲ
6495408 ὁδοιπορουντος
λέγουσιν Ἡλίῳ τε τοιαύτην ἔριν γενέσθαι , ὁπότερος ἀνδρὸς ἀγροίκου ὁδοιποροῦντος τὴν σισύραν ἐκδύσῃ . 〛 ὁ δὲ νοῦς ,
ἐν ἑτοίμῳ γενέσθαι , καὶ ὡς ἐπὶ στρατοῦ ἐν γῇ ὁδοιποροῦντος οὕτω καθιστᾶν , τουτέστιν ὑπὸ μοιραρχίας καὶ μεραρχίας καὶ
6487908 κορυνης
γὰρ Περιφήτην τὸν Ἡφαίστου καὶ Ἀντικλείας , ὃς ἀπὸ τῆς κορύνης ἣν ἐφόρει κορυνήτης ἐπεκαλεῖτο , ἔκτεινεν ἐν Ἐπιδαύρῳ .
λέγ ? ' α ! ! ! ἐκ ? ? κορύνης ? ? [ οἴζομαι ? ? ? ? λαριμ
6486788 Πηγασος
δύο δὲ χρυσᾶ , γρύψ , τὸ δ ' ἕτερον Πήγασος . ΡΥΣΙΣ φιάλη χρυσῆ , Θεόδωρος . Κρατῖνος ἐν
στέρνον , Ἰνώ τε καὶ Βελλεροφόντης καὶ ὁ ἵππος ὁ Πήγασος . τοῦ περιβόλου δέ ἐστιν ἐντὸς Παλαίμονος ἐν ἀριστερᾷ
6483040 Δαμασκον
βασιλεῖ ἐς πολυτελῆ δίαιταν καὶ στρατευομένῳ ὅμως συνέπεται πεπόμφει ἐς Δαμασκόν , ὥστε ἐν τῷ στρατεύματι οὐ πλείονα ἢ τρισχίλια
διά τε ἐρημίας καὶ ἀτραπῶν κρημνωδῶν καὶ ἀπροσδοκήτως ἐπιφανεὶς αἱρεῖ Δαμασκόν . Ὅτι Ῥόδιοι βασιλεῖ Πτολεμαίῳ πολεμοῦντες περὶ Ἔφεσον ἦσαν
6478282 ἐσεβαλε
καὶ Μυσῶν ἦρχε Ἀρταφρένης ὁ Ἀρταφρένεος , ὃς ἐς Μαραθῶνα ἐσέβαλε ἅμα Δάτι . Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι
ἐνοχλοῦντα διαθέσθαι . ὧν καὶ ὁ Μιθριδάτης αἰσθανόμενος ἐς Καππαδοκίαν ἐσέβαλε καὶ τὴν ἰδίαν ἀρχὴν ὠχύρου . καὶ τάδε αὐτὸν
6473673 ὑπεχωρησεν
ὑπῆρχεν , ᾖ . ἑταῖρος : φίλος . Χάσατο : ὑπεχώρησεν , ἀνεχώρησεν . ταρβήσας : φοβηθεὶς , ὁ ποιμήν
βὴξ οὐκ ἐνῆν . Δωδεκάτῃ , μέλανα σμικρὰ καὶ πρασοειδέα ὑπεχώρησεν . Τεσσαρεσκαιδεκάτῃ , λῆξαι πυρέτιον ἐδόκει : μετὰ δὲ
6470705 ἐτηρει
ταῦροι περὶ τὸ τέμενος ὑπῆρχον , δράκων δ ' ἄυπνος ἐτήρει τὸ δέρος , ἀπὸ μὲν τῶν Ταύρων μετενεχθείσης τῆς
. Τρὶς δὲ ἑκάστης ἡμέρας τὴν νῆσον περιερχόμενος ὁ Τάλως ἐτήρει . Διὸ καὶ προσπλέουσαν τὴν Ἀργὼ μετὰ Ἰάσονος ,
6468640 αἰζηϊος
Τήϊος βασιλήϊος : Ἰλήϊος χαλκήϊος : Ὀδυσσήϊος : ἀρχήϊος : αἰζήϊος : πλεονάσαν γὰρ τὸ ι , οὐ τὸ η
οἷον Ἀχελώϊος Ἀχελῷος , ὑπερώϊον ὑπερῷον . περὶ δὲ τοῦ αἰζήϊος λέγει ὁ Τεχνικός , ὅτι , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ
6467789 Καυνου
εἴκοσι κατέπλευσε τῆς Καρίας πρὸς Σάσανδα , φρούριον ἀπέχον τῆς Καύνου σταδίους ἑκατὸν πεντήκοντα . ἐκεῖθεν δὲ ὁρμώμενος ἐπολιόρκει τὴν
λόγον ἐποιεῖτο βραχύν , αὐτὴν δὲ ἄφατος ἔρως ἐξέμηνε τοῦ Καύνου . καὶ τὸ πάθος ἄχρι μὴν ἐδύνατο κρύπτειν ἐλελήθει
6465824 Ἱππομενης
βασιλεῖς ᾑροῦντο διὰ τὸ δοκεῖν τρυφᾶν καὶ μαλακοὺς γεγονέναι . Ἱππομένης δὲ εἷς τῶν Κοδριδῶν βουλόμενος ἀπώσασθαι τὴν διαβολήν ,
τοῦ πλησιάσω . ἐντεῦθεν ἄρχεται τῆς ᾠδῆς . Ἱππομένης : Ἱππομένης ὁ υἱὸς Μεγαρέως τῆς Σχοινέως Ἀταλάντης τῆς δρομαίας ἐρασθεὶς
6465452 Ἀδμητην
εὐμηκεστάτους τῶν κλάδων ἑκατέρωθεν ἐπισπασαμένους περιειλῆσαι πάντοθεν . τὴν δὲ Ἀδμήτην λύσασαν αὐτὸ ἁγνίσαι καὶ στῆσαι πάλιν ἐπὶ τοῦ βάθρου
εὐμηκεστάτους τῶν κλάδων ἑκατέρωθεν ἐπισπασαμένους περιειλῆσαι πάντοθεν . Τὴν δὲ Ἀδμήτην λύσασαν αὐτὸ ἁγνίσαι καὶ στῆσαι πάλιν ἐπὶ τοῦ βάθρου
6458922 κελητος
ἱππάζεταί . . . ξυνωρικεύεται ] ἤγουν νῦν μὲν ἐπὶ κέλητος , νῦν δὲ ἐπὶ ξυνωρίδος ἅρματος ὀχούμενος ἄνω καὶ
προσῄει τῷ τάφῳ . τοὺς δὲ λοιποὺς μένειν ἐπὶ τοῦ κέλητος ἐκέλευσε καὶ τὰς κώπας ἔχειν ἐπτερωμένας , ἵνα ,
6458079 ἀνεστρεψεν
ζητῶν ἢ λείχων τὴν δρόσον τῶν ἤτοι θερόεις μέν : ἀνέστρεψεν ἐπὶ τὸν φρῦνον : θερόεις μὲν γὰρ οὗτος ,
ἱδρύσασθαι καὶ ὀνομάσαι Σώτειραν , ἡνίκα Ἀστερίωνα τὸν Μίνω καταγωνισάμενος ἀνέστρεψεν ἐκ τῆς Κρήτης . ἀξιολο - γώτατον δὲ εἶναι
6452562 συνεφυγε
ἦν ἐκ νέου καὶ ὑμῶν τῷ πλήθει ἑταῖρός τε καὶ συνέφυγε τὴν φυγὴν ταύτην καὶ μεθ ' ὑμῶν κατῆλθε .
δ ' ἔνδον Διονύσιος μὲν ὁ φρούραρχος εἰς τὴν Μουνυχίαν συνέφυγε , Δημήτριος δ ' ὁ Φαληρεὺς ἀπεχώρησεν εἰς ἄστυ
6449892 Λιξος
δὲ Ἀνίδην ἐστιν ἄλλος ποταμὸς μέγας Λίξος καὶ πόλις Φοινίκων Λίξος , καὶ ἑτέρα πόλις Λιβύων ἐστὶ πέραν τοῦ ποταμοῦ
, οὐκ ἔχων ὅπη τράπηται ἐξ ὀφθαλμῶν τοῦ βασιλέως ὁ Λίξος , ὑποδύεται ὑπὸ τὸ ἅρμα καὶ κρύπτεται . Γύγης
6444052 ἐξενιζεν
φθείραντος αὐτὴν Διός : οὗ προσποιησάμενος ὁ Λυκάων τὸν Δία ἐξένιζεν , ὥς φησιν Ἡσίοδος , καὶ τὸ βρέφος κατακόψας
' ἐντεῦθεν . Διαβεβλήκασι γάρ μου τὸν πατέρα , ὡς ἐξένιζεν : καὶ ὅτι μὲν ἁλοὺς ὑπὸ τῶν πολεμίων ὑπὸ
6415870 ἀπεταφρευε
, ὡς οὐκέτι προῄεσαν ἐκ τῆς πόλεως , παραστρατοπεδεύσας αὐτοῖς ἀπετάφρευέ τε καὶ περιεχαράκου καὶ προσβολὰς ἐποιεῖτο τοῖς τείχεσι συνεχεῖς
ὁ δ ' Ἀντώνιος ἐπελθὼν αὐτῷ σὺν ὀργῇ τὴν Μουτίνην ἀπετάφρευέ τε καὶ ἀπετείχιζε . Καὶ Δέκμος μὲν ἐπολιορκεῖτο ,
6415790 Ἀτρακος
τῇ συμβιώσει τῆς προτέρας γυναικὸς ἐπέγημε τῷ τέκνῳ Δαμασίππην τὴν Ἄτρακος : ἥτις εἰς ἐπιθυμίαν ἐμπεσοῦσα τοῦ προγόνου λόγους αὐτῷ
συμβιώσει τῆς προτέρας γυναικὸς , ἐπέγημε τῷ τέκνῳ Δαμασίππην τὴν Ἄτρακος : ἥτις εἰς ἐπιθυμίαν ἐμπεσοῦσα τοῦ προγόνου , λόγους
6407626 Γυθειου
εἰς Πάρον ναυσὶν εἴκοσιν , ἐκεῖθεν δ ' ἀνήχθη εὐθὺ Γυθείου ἐπὶ κατασκοπὴν τῶν τριήρων , ἃς ἐπυνθάνετο Λακεδαιμονίους αὐτόθι
δ ' ἐν Κραναῇ ἐμίγην ” . ἥτις πρόκειται τοῦ Γυθείου . οὕτως ἐκαλεῖτο καὶ ἡ Ἀττικὴ ἀπὸ Κραναοῦ .
6402236 Μελισσαν
Περὶ Αἰγίνης Περίανδρόν φησιν , ἐξ Ἐπιδαύρου τὴν Προκλέους θυγατέρα Μέλισσαν ἰδόντα , Πελοποννησιακῶς ἠσθημένην , ἐρασθέντα γῆμαι . Τῶν
ἡμέρῃ ἀπέδυσε πάσας τὰς Κορινθίων γυναῖκας διὰ τὴν ἑωυτοῦ γυναῖκα Μέλισσαν . Πέμψαντι γάρ οἱ ἐς Θεσπρωτοὺς ἐπ ' Ἀχέροντα
6399303 ἀποκτενων
μόνον οὐχ ὁρᾶν ἡγουμένου τὴν δεινὴν ἐκείνην ἔξοδον ὁ μὲν ἀποκτενῶν οὐδείς , δεσμὸς δὲ καὶ δημεύσεις χρημάτων καὶ οὐδὲν
' ἐκείνου : ἀνῆλθέ τις ἐπὶ τὴν ἀκρόπολιν , ὡς ἀποκτενῶν τὸν τύραννον καὶ ἑξῆς : καὶ γὰρ ἐπὶ τούτου
6399135 χαμαιπετει
μετὰ μικρόν φησιν ὅτι διωκομένη ἐξ αὐτῶν ἀφανὴς ἐγένετο : χαμαιπετεῖ οὖν ἢ τῷ μέλλοντι πεσεῖν ἢ τεθορυβημένος οὐκ ἀκριβολογεῖται
ἔμολε δ ' ἁ τάλαιν ' Ἑρμιόνα δόμους ἐπὶ φόνωι χαμαιπετεῖ ματρὸς ἅ νιν ἔτεκεν τλάμων . ἄθυρσοι δ '
6397239 Διωρης
θυμήρης φρενήρης τριήρης . Ἔτι τὰ διὰ τοῦ ΩΡΗΣ : Διώρης Λυκώρης , ὅπερ Καλλίμαχος ὀξύνει . Τὰ εἰς ΤΗΣ
Εὐρύτου , Ἀκτορίωνε : τῶν δ ' Ἀμαρυγκεΐδης ἦρχε κρατερὸς Διώρης : τῶν δὲ τετάρτων ἦρχε Πολύξεινος θεοειδὴς υἱὸς Ἀγασθένεος
6396262 Ἀντειαν
καὶ Ἄνθεια . μήποτε δὲ δεῖ γράφειν ἀντὶ τῆς Ἀνθείας Ἄντειαν . οὐ γὰρ εὑρίσκομεν παρ ' οὐδενὶ Ἄνθειαν ἀναγεγραμμένην
, συλλήβδην καὶ τὰ σώματα ἀπέδοτο ἁπασῶν ἑπτὰ οὐσῶν , Ἄντειαν καὶ Στρατόλαν καὶ Ἀριστόκλειαν καὶ Μετάνειραν καὶ Φίλαν καὶ
6395333 αἰτοιην
βουλοίμην μεγάλην θήραν ποιῆσαι : καὶ ἱππέας , ἔφη , αἰτοίην ἄν σε ἐκ τοῦ φανεροῦ . Κάλλιστα λέγεις ,
δὲ ἐν ἐπιστολαῖς . οὔκουν ἡγησάμην ἐνοχλήσειν , εἰ χάριν αἰτοίην ὑπὲρ ἧς πρὸς μὲν αὐτὸν οὐκ εἶχέ μοι μνησθῆναι
6391464 ἀνεμεστωθη
. ἔστι δ ' ὅμοιον τῷ αὐτουργός , αὐτεπάγγελτος . ἀνεμεστώθη : καὶ ἀνεμέστωσεν : ἀντὶ τοῦ ἐπληρώθη καὶ ἐπλήρωσεν
οὐράνιον ὅσον : , . . . . , . ἀνεμεστώθη : , . . . . , . ἀνέλκειν
6391176 δυσχεραινοι
, τὸ δὲ πρῶτον στοιχεῖον εἰς τοσαύτας διαφορὰς διαιρέσεις ἔχειν δυσχεραίνοι ἄν τις προσηκόντως ἴσως , ἄλλως τε καὶ εἰ
ἐκεῖ τετάφθαι φασίν . ἱστορεῖ δὲ ταῦτα καὶ Ἑλλάνικος . δυσχεραίνοι δὲ ἄν τις , πῶς τινές φασι Πύρρας καὶ
6389944 Μεντορος
δεῖπνα λοιπὸν παρῃτεῖτο διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας . οὗτός ποτε Μέντορος τοῦ Βιθυνοῦ μαθητοῦ ὄντος καὶ παρ ' αὐτὸν ἐλθόντος
τὸ πέραν ἀφικόμεναι μετάπεμπτοι πρός τε τὰς Ἀρταβάζου καὶ τὰς Μέντορος γυναῖκας Κλιμακίδες μετωνομάσθησαν ἀπὸ τοιαύτης πράξεως : ταῖς μεταπεμψαμέναις
6388228 καταδραμων
τὰς πρὸ τοῦ ἄστεος οἰκίας καὶ πᾶσαν τὴν ἄλλην νῆσον καταδραμὼν καὶ κώμας διαρπάσας καὶ λείαν πλείστην ἐλάσας καὶ ταῖς
. ὑποδραμὼν τῶν ἐκ Πύλου : ἀντὶ τοῦ προδραμών , καταδραμὼν τοὺς ἐν Πύλῳ στρατηγούς . ὅτι συνεχῶς μέμνηται τοῦ
6386317 Καρνου
Ἀπόλλων φιλεῖ . τὰ δὲ Κάρνεα : Πράξιλλα μὲν ἀπὸ Κάρνου φησὶν ὠνομάσθαι τοῦ Διὸς καὶ Εὐρώπης υἱοῦ , ὃς
Κάρνειον δὲ Ἀπόλλωνα Δωριεῦσι μὲν τοῖς πᾶσι σέβεσθαι καθέστηκεν ἀπὸ Κάρνου γένος ἐξ Ἀκαρνανίας , μαντευομένου δὲ ἐξ Ἀπόλλωνος :
6376732 συνηναγκασεν
εἰς τὴν Πισιδίαν Λαρανδεῖς μὲν ἐξηνδραποδίσατο , Ἰσαυρεῖς δὲ πολιορκήσας συνηνάγκασεν ἑαυτούς τε κατασφάξαι καὶ τὴν πόλιν ἐμπρῆσαι . ιηʹ
Μαρπήσσης θυγατέρα , βουλόμενος δὲ καὶ ἐξ Ἀταλάντης τεκνοποιήσασθαι , συνηνάγκασεν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν θήραν μετὰ ταύτης ἐξιέναι . περιστάντων
6373190 κατηγαγε
δὲ πολλὴ περὶ τούτου ζήτησις ἦν , Ἀρχιμήδης μόνος αὐτὸ κατήγαγε δι ' ὀλίγων σωμάτων . κατασκευάσας γὰρ τότε πρῶτος
καὶ Ἀφροδίτης θεωρουμένου : καὶ ὅλην μὲν τὴν χρονογραφίαν ἔμπρακτον κατήγαγε καὶ δημοσίας καὶ βασιλικὰς πράξεις ἐπιστεύθη καὶ γέγονεν ἡγεμόνων
6371162 Γερανειας
, Ἀθηναῖοι ναυσὶ περιπλεύσαντες ἔμελλον κωλύσειν : διὰ δὲ τῆς Γερανείας οὐκ ἀσφαλὲς αὐτοῖς ἐφαίνετο Ἀθηναίων ἐχόντων Μέγαρα καὶ Πηγὰς
μετέωρα ἐφρόνουν καὶ ἄρας ἀπὸ Πάρνηθος ἢ ἀπὸ Ὑμηττοῦ μέχρι Γερανείας ἐπετόμην , εἶτ ' ἐκεῖθεν ἐπὶ τὸν Ἀκροκόρινθον ἄνω
6370473 ἀντισπᾳ
καὶ ἡ φύσις εἰς τὰ ἄνω μᾶλλον ὁρμᾷ καὶ μὴ ἀντισπᾷ τὰ τῶν ῥιζῶν ἀλλὰ συνεργῇ καὶ προσέτι μανὰ σπείρηται
φωνὴν ἐκ συγγενοῦς λέγουσι πρός τινα πρεσβύτερον φιλοφρόνως ἀναφέρεσθαι : ἀντισπᾷ δέ πως τὴν ἔννοιαν Εὐμαῖος λέγων περὶ Ὀδυσσέως τὸ
6369906 ἀπετεμε
τὸν πέλεκυν καὶ ταύτης ἀποτυχὼν τὸν ⌈ ἴδιον πόδα ⌈ ἀπέτεμε , [ αὐτοῦ ἔτεμε , ] καὶ ἀπὸ τότε
Ὑπερίδης μὴ ἐκδοῦναι : ἔπεισεν Αἰσχίνης ἐκδοῦναι : λαβὼν Φίλιππος ἀπέτεμε τῆς γλώττης αὐτόν : καὶ κρίνεται Αἰσχίνης δημοσίᾳ :
6367785 Ὑλα
ᾗ καὶ ἡ τῆς Ἀργοῦς ἄφιξις λέγεται καὶ ὁ τοῦ Ὕλα ἀφανισμὸς καὶ ἡ τοῦ Ἡρακλέους ἐπὶ τὴν τούτου ἀναζήτησιν
, ἀσθενής . οὐχ ὡς κατὰ φύσιν ἀσθενῆ φωνὴν τοῦ Ὕλα ἔχοντος , ἀλλ ' ἢ ἐν βάθει ὄντος ἢ
6366137 Τηλεφης
φασίν . ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτῳ Μακεδονικῶν .
φασίν . ὠνομάσθη δὲ ἀπὸ Γαληψοῦ τοῦ ἐκ Θάσου καὶ Τηλέφης , ὡς Μαρσύας ὁ νεώτερος ἐν πέμπτωι Μακεδονικῶν .
6363885 Μηδοσαδην
κρατεῖς ἔσεσθαι παρὰ σοῦ . ἐπὶ τούτοις πάλιν ἤρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἔλεγε ταῦτα . ὁ δὲ συνέφη καὶ ταῦτα
, ὡς ἔφη Μηδοσάδης οὗτος . ταῦτα εἰπὼν ἐπήρετο τὸν Μηδοσάδην εἰ ἀληθῆ ταῦτα εἴη . ὁ δ ' ἔφη
6361436 Συχεμ
εἴκοσι μηνῶν ἓξ , ἀποκτεῖναι τόν τε Ἐμμὼρ , καὶ Συχὲμ τὸν υἱὸν αὐτοῦ , καὶ πάντας τοὺς ἄρσενας ,
Σίκιμα ἐλθεῖν πανηγύρεως οὔσης , βουλομένην θεάσασθαι τὴν πόλιν : Συχὲμ δὲ τὸν τοῦ Ἐμμὼρ υἱὸν ἰδόντα ἐρασθῆναι αὐτῆς ,
6360679 μακροτατω
καὶ τὰ σαπρὰ χηνίδια καὶ σκώληκες καὶ ἀράχναι , τὰ μακροτάτω τῆς ἀνθρωπίνης συναναστροφῆς ἀπεληλασμένα . σὺ οὖν ἄνθρωπος ὢν
τριακοντόρῳ σταλεὶς καὶ τῆς χερρονήσου τι τῶν Ἀράβων παρέπλευσε : μακροτάτω δὲ τῶν ἐκπεμφθέντων προὐχώρησεν Ἱέρων ὁ Σολεὺς ὁ κυβερνήτης
6358343 ἠγγυησεν
. Ἔτι δὲ πρὸς τούτοις ἐπιδειξάτω ὅτῳ πρότερον ἢ ὕστερον ἠγγύησεν οὗτος τὴν ἀδελφήν , ἢ εἰ ἐξ ἄλλου τινὸς
διεπράξατο . Ὁ μὲν τοίνυν Ἔνδιος ὡς ἐξ ἑταίρας οὖσαν ἠγγύησεν , ἥν φησιν ἀδελφιδῆν Νικόδημος εἶναι αὑτῷ : οὗτος
6357090 Ἀταρνεως
ἀποθανόντος δὲ Πλάτωνος ἐπὶ Θεοφίλου ἄρχοντος ἀπῆρε πρὸς Ἑρμίαν τὸν Ἀταρνέως τύραννον καὶ τριετῆ χρόνον παρ ' αὐτῷ διατρίψας ἐπ
ἀπὸ τῶν ἐν Λυδίᾳ . . . * τῆς μεταξὺ Ἀταρνέως τε καὶ Περγάμου πολίχνη ἐρήμη ἐκμεμεταλλευμένα ἔχουσα τὰ χωρία
6357034 Μεγαπενθης
οὐκ οἶος , ἅμα τῷ γ ' Ἑλένη κίε καὶ Μεγαπένθης . ἀλλ ' ὅτε δή ῥ ' ἵκαν '
πόλει ἐν τῇ γεννήσει αὐτοῦ , ἐπέθηκε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μεγαπένθης . Ἐνοσίχθων : ὁ σείων τὴν γῆν . αὐτὸν
6349095 Σιλανος
τὸ μέλλον . καὶ Μάγων μὲν ἐπὶ ἀργίας ἦν , Σιλανὸς δ ' ἀπέσταλτο μὲν ὑπὸ τοῦ Σκιπίωνος Κάστακα πόλιν
δὲ ταύτης τῆς νίκης καὶ ἑτέρα συνέβη . Ἰούνιος γὰρ Σιλανὸς , ὁ Μετέλλου συνύπατος , Κίμβρους νικήσας καὶ Μινούκιος
6348124 ἀναδειχθεις
σωθέντων . Πέμπεται λοιπὸν πρὸς αὐτὸν ὁ Φάβιος , δικτάτωρ ἀναδειχθείς : ὃς ἀεὶ μὲν ἀναβαλλόμενος τὴν μάχην , ἀεὶ
τὴν Ῥώμην ὁ Σεβῆρος , ὑπό τε τῆς συγκλήτου αὐτοκράτωρ ἀναδειχθείς , ἄγων δὲ πάντα ἐπ ' αὐτὸν τὸν Ἰλλυρικὸν
6346635 ἀπεσφαγη
μηνύον τὴν ἐπιβουλήν : ὃ μετὰ χεῖρας ἔχων πρὶν ἀναγνῶναι ἀπεσφάγη : μετὰ δὲ ἀποθανόντος ἀνευρέθη ἐν τοῖς ἄλλοις γραμματιδίοις
τροφῆς , εἰς Λῆμνον ἀπεμποληθεὶς ἐσώθη : τότε δὲ ληφθεὶς ἀπεσφάγη . τοσοῦτον αὐτὸν ὤνησεν ἡ Δημήτηρ . τὰς νήττας
6346530 θαψας
ἐπανελθὼν δὲ εἰς Φολόην Ἡρακλῆς καὶ Φόλον τελευτήσαντα θεασάμενος , θάψας αὐτὸν ἐπὶ τὴν τοῦ κάπρου θήραν παραγίνεται , καὶ
τὸν μὴ θάψαντα τὸν ἑαυτοῦ πατέρα μὴ θάπτεσθαι : μὴ θάψας τις τὸν ἑαυτοῦ πατέρα ἐτελεύτησε παῖδα ἔχων , ὁ
6346452 Ὑρνηθω
οἱ δὲ Κρηθηίδα , οἱ δὲ Θεμίστην , οἱ δὲ Ὑρνηθώ , ἔνιοι δὲ Ἰθακησίαν τινὰ ὑπὸ Φοινίκων ἀπεμποληθεῖσαν ,
τις τῶν Ἐπιδαυρίων ὡς Κερύνης καὶ Φάλκης ἄγοντες οἴχοιντο ἄκουσαν Ὑρνηθώ . ὁ δὲ αὐτός τε ὡς τάχους εἶχεν ἤμυνε
6345802 ἐμαντευσατο
ἐλάλησεν ὥσπερ ποτέ , ἢ ἡ φηγὸς ἐν Δωδώνῃ αὐτόφωνος ἐμαντεύσατο , ἢ εἰ βύρσας εἶδες ἑρπούσας καὶ βοῶν κρέα
ἐπιφέρεσθαι αὐτὴν τὰς εἰς γάμους διδομένας : οὐδαμῶς : ἀληθῶς ἐμαντεύσατο : διὰ τὸ σὲ εἶναι κακοδαίμονα : καθὸ πρὶν
6345464 Ἀρισβη
: τὸν ἄγαν πρέποντα ἐν πᾶσιν . . . . Ἀρίσβη : πόλις : ἀπὸ Ἀρίσβας † Δαρδανίδης : Λυκόφρων
ἣν ἔγημε Δάρδανος , ἀφ ' ὧν γέγονεν Ἐριχθόνιος . Ἀρίσβη πόλις ἀπὸ Ἀρίσβας θυγατρὸς Τεύκρου , ἣν ἔγημε Δάρδανος
6343889 Ὀρνυτιωνος
ἀπῴκησεν ἐς Τιθορέαν τῆς νῦν καλουμένης Φωκίδος , Θόας δὲ Ὀρνυτίωνος υἱὸς νεώτερος κατέμεινεν ἐν τῇ Κορίνθῳ . Θόαντος δὲ
τὸ δὲ ὄνομα προϋπῆρχεν ἤδη τῇ χώρᾳ , Φώκου τοῦ Ὀρνυτίωνος γενεᾷ πρότερον ἐς αὐτὴν ἐλθόντος . ἐπὶ μὲν δὴ
6340197 Κορυθος
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα
6336363 Ψυλλα
τιμὴν προκριθέντας καὶ ὑπὸ τῶν αὐτῶν κατὰ φθόνον συνεγκλειομένους . Ψύλλα δέ ποτέ τινι πολλὰ ἠνώχλει . Καὶ δὴ συλλαβών
τὸ προκατειλῆφθαι τὸ πρωτότυπον , ἔχον αὐτοῦ τὸν τύπον . Ψύλλα , χωρίον μεταξὺ Ἡρακλείας καὶ τοῦ Πόντου . Μένιππος
6334029 Λαμπιτω
. Πολὺ σὺ κάλλιον λέγεις . Ἡδὶ δὲ καὶ δὴ Λαμπιτὼ προσέρχεται . Ὦ φιλτάτη Λάκαινα , χαῖρε , Λαμπιτοῖ
παραληψομένους τὴν Βοιωτίαν καὶ τὴν Κορινθίαν . ἡ μὲν γὰρ Λαμπιτὼ εἰς Λακεδαίμονα ᾤχετο . ἵν ' ἐγὼ διποδιάξω γε
6333662 μετοικιζεται
ὡς ἐκ Τίρυνθος ἔφευγεν Εὐρυσθέα , παρὰ Κήυκα φίλον ὄντα μετοικίζεται βασιλεύοντα Τραχῖνος . ἐπεὶ δὲ ἀπελθόντος ἐξ ἀνθρώπων Ἡρακλέους
τὸ βούκερων ἄγαλμα τὸ Αἰγύπτιον , ἀφεῖσα τὴν Μέμφιν δεῦρο μετοικίζεται κινήσασα μὲν ὀνείρασι Σέλευκον τὸν ἀπὸ τοῦ Σελεύκου τέταρτον
6329833 ἐπεβεβλητο
ἐπὶ ἀργυρόποδος κλίνης ὑπεστρωμένης Σαρδιανῇ ψιλοτάπιδι τῶν πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον .
πήχεων , ὑπέστρωτο δ ' ἄρκτου δοράν , καὶ λεοντῆν ἐπεβέβλητο . ἓξ δὲ χοίνικας ἄρτου ἐσιτεῖτο , ὀκτὼ δὲ
6328067 ἐξεπεμπεν
, οἳ Κελτῶν ἁπάντων μεγάλων τὰ σώματα ὄντων ὑπερέβαλλον , ἐξέπεμπεν ἐς Ῥώμην , αἰτιώμενος τοὺς Φαβίους , ὅτι πρεσβεύοντες
' ἀξίαν . Ἤδη δέ τινας καὶ ἐπὶ τὴν ἀλλοδαπὴν ἐξέπεμπεν , φήμας ἐμποιήσοντας τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ μαντείου καὶ

Back