ἀντίστομος διφαλαγγία τὰ μὲν ἑπόμενα συνάψῃ , τὰ δὲ ἡγούμενα διαστήσῃ , τὸ τοιοῦτον κοιλέμβολον καλεῖται , καὶ ὁμοίως οἱ | ||
τὰ μὲν ἡγούμενα πέρατα ἀλλήλοις συνάψῃ , τὰ δὲ ἑπόμενα διαστήσῃ , τὸ τοιοῦτον καλεῖται ἔμβολον : οἱ γὰρ ἡγεμόνες |
αὐτοῦ τελάρχης . αἱ δὲ δύο μεραρχίαι φαλαγγαρχία , ἀνδρῶν ͵δϘϚ , λόχων σνϚ , καὶ ὁ τούτων ἀφηγούμενος φαλαγγάρχης | ||
τεταγμένοι λοχαγοί , δῆλον , ὅτι τεταγμένοι μὲν καθέξουσι πήχεις ͵δϘϚ τοῦ μήκους , τοῦτ ' ἔστι στάδια δέκα καὶ |
φανεροῖς παραγγέλμασι καὶ κηρύγμασι χρῆσθαι τοὺς στρατιώτας εἰς τοὐναντίον . Πομπίσκος περιστρατοπεδεύων πόλιν ἐπὶ μὲν τὴν πολλὴν τῆς χώρας ἐξιέναι | ||
, προελθόντες πολλὰ ἐκ τοῦ στρατοπέδου διήρπαζον . ὁ δὲ Πομπίσκος ἀναστρέψας , ἐπιθέμενος , καταλαβὼν ἐκράτησεν αὐτῶν τε καὶ |
εὐωνύμῳ , τοὺς δὲ οὐραγοὺς ἔσω τεταγμένους . ἡ δὲ ἀντίστομος διφαλαγγία τοὺς μὲν ἡγεμόνας ἔχει μέσους τεταγμένους , τοὺς | ||
ἀμφίστομος , καὶ ἐν πορείαις πῶς λέγεται διφαλαγγία ἀμφίστομος καὶ ἀντίστομος καὶ ἑτερόστομος καὶ ὁμοιόστομος . Ἀμφίστομος μὲν οὖν φάλαγξ |
διὰ τῶν αὐτῶν λαμβάνοντες , ἵνα μὴ καθ ' ἕκαστον μακρολογῶμεν , παρεθήκαμεν οἰκείως ἑκάστῳ τῶν ἀριθμῶν ἐν τῷ τρίτῳ | ||
, ἡμεῖς δὲ ὅσον τοὺς τύπους ὑφηγησαίμεθα , ἵνα μὴ μακρολογῶμεν , ὀρθῶς ἂν ποιοῖμεν ; Πάνυ μὲν οὖν . |
πύλας πυργωμάτων ὁρμᾶσθε πάντες , σοῦσθε σὺν παντευχίᾳ , πληροῦτε θωρακεῖα , κἀπὶ σέλμασιν πύργων στάθητε , καὶ πυλῶν ἐπ | ||
γεμίζετε . πληροῦτε ] γεμίζετε ἑαυτῶν τὰς ἐπάλξεις . θ θωρακεῖα ] τὰς ἐπάλξεις τῶν τειχῶν . θωρακεῖα ] τὰ |
, τὸ σκέπασμα , ἤως τὸ ὄστρακον . ἀμφιπαγείη : στηριχθῇ , στερεωθείη . Ἰητήρ : ἰατρὸς , παραβολή . | ||
κόσμον καὶ τάξιν ἀγαγὼν καὶ τὸ πᾶν ἐπερείσας , ἵνα στηριχθῇ βεβαίως τῷ κραταιῷ καὶ ὑπάρχῳ μου | λόγῳ . |
] ὑπερέχεται δὲ ͵αψκη . ιζʹ ͵αϠμδ σιϚ . ιηʹ ͵βμη ρδ : ἐπίτριτος τῶ ιεʹ : ὑπερέχει γὰρ αὐτοῦ | ||
χιλιάρχης . αἱ δὲ δύο χιλιαρχίαι μεραρχία καλεῖται , ἀνδρῶν ͵βμη , καὶ ὁ τοῦ μέρους τούτου ἡγούμενος καλεῖται μεράρχης |
, ἢ , ἐὰν τὰ ἀρσενικὰ ὀξυτονῆται , τὰ θηλυκὰ βαρυτονηθήσεται . οἷον πόθος ποθή , νόμος νομή , ὦνος | ||
ἕν τί ἐστι κατὰ παράθεσιν . ἡ μέντοι πρώτη συλλαβὴ βαρυτονηθήσεται ἐν συνθέτῳ οὖσα . ἀνακτᾷ τόνδε : ἀντὶ τοῦ |
στρατιώτης ἐν καιρῷ παρατάξεως καὶ πολέμου τὴν τάξιν ἢ τὸ βάνδον αὑτοῦ ἐάσῃ καὶ φύγῃ ἢ τοῦ τόπου , ἐν | ||
ΜΕ ὁ μεράρχης ΜΟ ὁ μοιράρχης # βάνδον κουρσόρων # βάνδον δηφενσόρων ΚΦ ὁ παῖς τοῦ φοιδεράτου , ἐάν ἐστι |
ὤλισθεν ἡ κεφαλὴ τοῦ ὤμου . Χρὴ δὲ , ὅταν ἐπιδήσῃς τὸν ὦμον , ἔπειτα προσκαταδεῖν τὸν βραχίονα πρὸς τὰς | ||
ἐπιδέσει , ἢ τὸ ἐν τῇ χειρί . Ἐπὴν δὲ ἐπιδήσῃς , ἀνωτέρω μὲν τοῦ ἄλλου σώματος ἐχέτω τὸ ἐπιδεθὲν |
ἐπιμελεῖσθαι χρεὼν ὑπηρεσίαν φιλοσοφίᾳ κτωμένους , αὐτοὺς δὲ πλοῦτον οὐκ ἐργαστέον , οὐδ ' εἰς τὴν οἰκίαν παραδεκτέον τὸν ἕτοιμόν | ||
χρείαν ὁ κοινὸς τόπος καὶ ὅτι ὡς ἐν δευτερολογίᾳ τοῦτον ἐργαστέον , ζητητέον , εἰ ἐν τῷ κοινῷ τόπῳ καὶ |
λέγεται , προθύμως ἀνεγείρας τὴν διάνοιαν . Ἐν ἀρχῇ δὴ διελώμεθα τὰ γένη πόσα τέ ἐστι καὶ ὁποῖα τῶν νυνὶ | ||
ὂν τυγχάνει τὸ τῶν αὐτεπιτακτῶν γένος , καὶ ταύτῃ ταῦτα διελώμεθα , τὸ μὲν τῶν βασιλέων γένος εἰς τὴν αὐτεπιτακτικὴν |
αὐχένας τῶν βοῶν ἐπιτιθέμενα οἱ μὲν ζεύγλας , οἱ δὲ μέσσαβα λέγουσι . τὴν δὲ κατασκευὴν τῶν ἀρότρων Ἐρατοσθένης ἐν | ||
: λέγονται δὲ αἱ γλυφαί : καὶ ὁ Καλλίμαχος : μέσσαβα βοῦς ὑποδύς . μεσάβων : ἑλκόντων τῶν βοῶν τὸ |
διαστήσῃ , τὸ τοιοῦτον ἔμβολον καλεῖται . ἐπὰν δὲ ἀντίστομος διφαλαγγία τὰ μὲν ἑπόμενα πέρατα συνάψῃ , τὰ δὲ ἡγούμενα | ||
εὐωνύμῳ , τοὺς δὲ οὐραγοὺς ἔσω τεταγμένους : ἀντίστομος δὲ διφαλαγγία , ἣ τοὺς μὲν ἡγεμόνας ἔχει μέσους τεταγμένους , |
“ μῆτερ , ὁ πατήρ μου φιλεῖ σε , ” ὀνειδίσῃς δὲ μηδέν . τί λέγεις , παιδαγωγέ ; οὐδεὶς | ||
πλευσείω ⌈ ἀντὶ τοῦ ἐπιθυμῶ πλεῦσαι ) . σκώψῃς ] ὀνειδίσῃς . , λοιδορίαν εἴπῃς , ὑβρίσῃς . , ἀτιμάσῃς |
' ἀναστρέψωσιν οἱ πολέμιοι καὶ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν , ἀναστρέψαντας ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσθαι μὲν τοὺς | ||
ἱππέας ἐκέλευσεν ὀπίσω τῶν ἐλεφάντων ἀτρεμεῖν , ἕως αὐτός τι σημήνῃ . γενομένων δ ' ἐν χερσὶ πάντων οἱ μὲν |
καὶ ἕτερα πολλὰ ἐπὶ τούτοις ἀπὸ τῶν ὄπισθεν ἐθνῶν προσοδεύεται συμφερόμενα . ” Τροφαὶ δέ , ὃ δυσπορώτατόν ἐστι στρατοῖς | ||
ἐπ ' αἰτιατικὴν πτῶσιν μὴ φέρεσθαι , τά γε μὴν συμφερόμενα ῥήματα . ἔστω γάρ τι βλάπτω σε , γράφω |
πρὸς τὸ μηδέν φησι παραλειφθῆναι τῶν ὀφειλόντων ἐν τῷ ὁρισμῷ παραληφθῆναί τε καὶ τεθῆναι χρήσιμον εἶναι τὴν διαίρεσιν . κατὰ | ||
πρὸς τὸ μηδέν φησι παραλειφθῆναι τῶν ὀφειλόντων ἐν τῷ ὁρισμῷ παραληφθῆναί τε καὶ τεθῆναι χρήσιμον εἶναι τὴν διαίρεσιν . κατὰ |
' ἐνὶ τριόδοισι τύχοις ὅτε δάχμα πεφυζώς περκνὸς ἔχις θυίῃσι τυπῇ ψολόεντος ἐχίδνης , ἡνίκα θορνυμένου ἔχιος θολερῷ κυνόδοντι θουρὰς | ||
τοῦ ποιοῦμαι καὶ τῶν ὁμοίων τῆς πρώτης τῶν περισπωμένων . τυπῇ , τυπεῖται . Δυϊκά . Τυπούμεθον , τυπεῖσθον , |
. χρὴ δ ' ἄνδρα τάσσειν οὗ μάλιστ ' ἂν ὠφελοῖ . καὶ μὴν καθ ' ἡμᾶς τόνδ ' Ἀλέξανδρον | ||
, εἰ μηδὲν ἡμᾶς ὠφελοῖ ἢ εἰ ὠφελοῖ ; Εἰ ὠφελοῖ , ἔφη . Ἆρ ' οὖν ἄν τι ὠφελοῖ |
ὅταν εὐοδῇ μὲν τὰ ἐκτὸς πρὸς εὐπορίαν καὶ εὐδοξίαν , εὐοδῇ δὲ τὰ σώματος πρὸς ὑγίειάν τε καὶ ἰσχύν , | ||
γειτόνων βοηθοῦσι καὶ συμπράττουσιν , ὅπως ὁ τῆς φύσεως σπόρος εὐοδῇ , μηδενὸς τῶν πλησίον ἐμποδίζοντοςαὐτοὶ μὲν γὰρ αἱμοειδεῖς εἰσι |
μέν τινος ἑτέρου ἄγγους λεχθήσεται ἐγχέειν , μὴ ὑποτεθέντος δὲ ἐκχέειν , καίπερ μηδεμίαν αὐτὸς τροπὴν καὶ ἀλλοίωσιν ἀναδεξάμενος . | ||
τά τε χρέα καὶ τὸν ἔρανον . εἰώθασιν ὅταν μέλλωσιν ἐκχέειν τὸ ἀπόνιπτρον ἀπὸ τῶν θυρίδων τοῖς παριοῦσιν ἐπιβοᾶν “ |
, ἔπειτα ἀπηθήσας , χλιαίνων ἐν χυτριδίῳ , εἰρίον ὡς μαλθακώτατον ἐμβάπτων , τὸ μὲν προστιθέναι , τὸ δὲ ἀφαιρέειν | ||
ἐκλέξας , ἀλέσας λεπτὰ , καὶ κλημάτινον πῦρ ποιήσας ὅτι μαλθακώτατον , ἔπειτα ἐμβαλὼν ἐς τρυβλίον , ἔνθες ἐς ἡμίεκτον |
: τὰ γὰρ συνεστῶτα καὶ διαιρεῖται : εἰ δὲ μὴ συνεστήκοι , οὐδὲ διαίρεσιν ἐπιδέχεται : τινὲς δὲ μέμφονται τὸν | ||
ὀνόματος καὶ ποιότητος . Παντὸς οὗτινος οὖν προτεθέντος ζητήματος εἰ συνεστήκοι , ἐπισκοπεῖν δεῖ τὸ κρινόμενον , εἰ ἀφανές ἐστιν |
αʹ Ἑν . τύψοιμι τύψοιϲ τύψοι Δυ . τύψοιτον τυψοίτην Πληθ . τύψοιμεν τύψοιτε τύψοιεν Μέλλοντοϲ βʹ Ἑν . τυποῖμι | ||
, τὸ τετυπόϲ Δυ . τὼ τετυπότε , τὰ τετυπυία Πληθ . οἱ τετυπότεϲ , αἱ τετυπυῖαι , τὰ τετυπότα |
πόλις Ἰωνική . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . τὸ ἐθνικὸν Μυήσιος ὡς Φαγρήσιος . Μυκάλη , πόλις Καρίας . Ἡρόδοτος πρώτῃ . | ||
πόλις καὶ ποταμὸς Πισιδίας . τὸ ἐθνικὸν Πυδήσιος , ὡς Φαγρήσιος καὶ Μαγνήσιος , οὗ τὸ Μαγνησία . Πύδνα , |
σοι ποταπῶν . ἔπειτ ' ἂν τἀργύριον αὐτῷ καταβάλῃς , ἐπράξατ ' Αἰγιναῖον . Ξέναρχος : οἱ ποιηταὶ λῆρός εἰσιν | ||
ἐβοῶμεν ; τὸ κύβιον τριωβόλου . ονεῖν κεχειρῶν γε οὐκ ἐπράξατ ' οὐδὲ ἕν . οὐκ οἶσθας , ὦ μακάριε |
Εἰ μέντοι ἐν τῷ παρεκτείνεσθαι τοὺς ὑπερκεραστὰς βουληθῶσι καὶ οἱ ἀντὶς ὁμοίως παρεκτείνεσθαι ἑαυτούς , δεῖ εὐθέως κατ ' αὐτῶν | ||
τρίχας χρήσιμόν ἐστιν . Εἰς μονομαχίαν μετὰ σκουταρίων καὶ βεργίων ἀντὶς ἀλλήλων , εἰς τὸ ῥῖψαι μήκοθεν βηρύτταν καὶ μαρτζοβάρβουλον |
, οὗ τάλαντα τρισχίλια ἔκειτο ἀργυρίου , καὶ προσηγορεύετο βασιλικὸν ὑποπόδιον . ἦν δ ' ἐν τῷ κοιτῶνι καὶ λιθοκόλλητος | ||
, σύμμετρον δὲ καὶ τὸ ὕψος , ταῖς γὰρ μικρομεγέθεσιν ὑποπόδιον ὑποτιθέμενον ἀναπληροῖ τὸ ἐλλεῖπον . τῶν δὲ ὑπὸ τῆς |
πλεῖστον μέρος ἄχρι τῶν στενῶν τοῦ αὐτοῦ Περσικοῦ κόλπου . Ἀντίκειται δὲ ὁ Περσικὸς κόλπος τῇ Κασπίᾳ θαλάσσῃ τῇ καὶ | ||
σοι μηδὲν τῶν ὄντων αὐτὸ ἑαυτῷ ἀντικεῖσθαι ; δοκεῖ . Ἀντίκειται δὲ τῷ πυρὶ τὸ ὕδωρ ; ἀντικεῖσθαί μοι φαίνεται |
ἔχων τρόπους φρυαγμοσεμνάκους τινάς . ὦ Ξανθία καὶ Σωσία , καθεύδετε ; οἴμοι . τί ἐστι ; Βδελυκλέων ἀνίσταται . | ||
τοῦ ἀώτου ἢ ἴσως ἀπὸ τοῦ ἄσατε , ἀντὶ τοῦ καθεύδετε ὕπνον , . , , . , ; , |
: δούλῳ εὐπορίαν , παρθένῳ εὐφρασίαν , χήρᾳ ὁμοίως . Χεὶρ δεξιὰ ἁλλομένη ὠφέλειαν σημαίνει , ἡ δὲ εὐώνυμος πίστεως | ||
, κατέχων καὶ τὴν κάλπιν , καὶ κάρα Ἵπποκράτορος καὶ Χεὶρ ἐκτεταμένη καὶ κεφαλὴ τοῦ Ἴβεως τοῦ τῆς δωδεκαώρου . |
μὰ Δί ' ἔγωγε : τῇδε μὲν γὰρ οὔ . Ἀδικεῖς δὲ καὶ νῦν . Ἆρά γ ' οἶσθα τοῦθ | ||
καὶ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸν χρυσὸν ὅλον σου παραλαβών . Ἀδικεῖς , ὦ Κλωθοῖ , τἀμὰ τοῖς πολεμιωτάτοις διανέμουσα . |
μὲν Ἐπιμενίδῃ τῷ θεολόγῳ προσσχόντες , ἃ δὲ Δωσιάδῃ καὶ Σωσικράτει καὶ Λαοσθενίδᾳ . . . . . : [ | ||
Ἰταλίας . ἀμφίας δ ' οἶνος ὁ φαῦλος καλεῖται παρὰ Σωσικράτει . ἐχρῶντο δ ' οἱ ἀρχαῖοι καὶ πόματί τινι |
συντετάχθωσαν οὕτως . λόχους μὲν καὶ ἐν τοῖς ψιλοῖς τάξομεν ͵ακδ , τοὺς ἴσους τοῖς ἐν τῇ φάλαγγι , ὥστε | ||
ἱππέων φιβ : αἱ δὲ δύο ἱππαρχίαι ἐφιππαρχία , ἱππέων ͵ακδ : αἱ δὲ δύο ἐφιππαρχίαι τέλος , ἱππέων ͵βμη |
λούειν πολλῷ καὶ θερμῷ πολλάκις : ὁκόταν δὲ νεόλουτος καὶ νεοπυρίητος ᾖ , ἀνευρύνειν τὸ στόμα τῆς μήτρης μήλῃ κασσιτερίνῃ | ||
λούειν πολλῷ καὶ θερμῷ . Ὅταν δὲ νεόλουτος ᾖ καὶ νεοπυρίητος , ἀνευρύνειν τὸ στόμα τῆς μήτρης τῇ μήλῃ τῇ |
μέριζε παρὰ τῶν εʹ : γίνονται ρπʹ . Ἐὰν δὲ Τόσοι πόδες εὐθυμετρικοὶ πόσοι πήχεις εὐθυμετρικοί ; ποίει τὸ ἀνάπαλιν | ||
ἐμβαδικοὶ πόσοι πήχεις ἐμβαδικοί ; τὸ ἀνάπαλιν . Ἐὰν δὲ Τόσοι πήχεις στερεοὶ πόσοι πόδες στερεοί ; ποίει οὕτως : |
ὅσα πιότητά τινα ἔχει καὶ λῖπος : ὅσα δ ' ἀλιπῆ ταῦτα δ ' ἄοσμα , καθάπερ τὸ κόμμι καὶ | ||
τὸ στόμιον κατὰ τετράγωνον σχῆμα τέμνειν , κἂν μὲν ᾖ ἀλιπῆ τὰ ὀστάρια , μηδὲν περιεργάζεσθαι , λιπασμοῦ δ ' |
ἂν πρὸς τὰς ἀνατολὰς περιχωρήσασα ἡ σελήνη ζῴδιον τοῦ ὁρίζοντος ἀπόσχῃ , μένειν δὲ μέχρι ἂν ζῴδιον ὑπὲρ γῆς μετεωρισθῇ | ||
Ξέρξην , ἀπίστους ποιήσῃ τοὺς Ἴωνας καὶ τῶν ναυμαχιέων αὐτοὺς ἀπόσχῃ . Θεμιστοκλέης μὲν ταῦτα ἐνέγραψε . Τοῖσι δὲ βαρβάροισι |
περὶ τοῦτο . ἐπετρίβετο ] ἐμαστίζετο , ἠφανίζετο . , συνετρίβετο . τυπτόμενος ] δαιρόμενος . πολλὰς ] πληγὰς μεγίστας | ||
: τὰς ρʹ κεφαλὰς , τὰς κράτας , περιστυφελίζετο : συνετρίβετο , προσεκρούετο , ἐταράσσετο . Ξαινόμενος : συρόμενος , |
τετριμμένην τὴν σὺν μέλιτι διαμεμιγμένην ἢ τὸ ῥόδων ἄνθος : σύγκλυζε καὶ στόμα ἑψήματι τῶν τῆς ἐλαίας φύλλων . Κεφ | ||
ιεʹ . Πρὸς ὀδονταλγίαν . ] Σκινελαίῳ μὴ παλαιῷ ὀδόντας σύγκλυζε . ἄλλο . συγκλυζέσθω τὸ στόμα σὺν τοῖς πηγάνου |
γὰρ ] τοὺς παραινοῦντας ἀντέχεσθαι τῆς εἰρήνης οὐθὲν πώποτε κακὸν ἐπάθομεν , διὰ δὲ τοὺς ῥᾳδίως πολεμεῖν αἱρουμένους πολλαῖς ἤδη | ||
μισοῦντας τὸ γένος τῆς πόλεως ἐκβάλλειν τιμωροῦντας αὐτοὺς ὑπὲρ ὧν ἐπάθομεν , οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ τοῦ μέλλοντος πρόνοιαν ποιουμένους |
μετοχὴ ἀκταίνων καὶ ἀκταῖνον μένος , τὸ ἀνάγον καὶ δυνάμενον ἀνορθοῦν , . , , . . α . * | ||
πολὺ ὀλιγώτερα σώματα ἔχοντα μὴ συγχωρεῖν ἐν δημοσίᾳ παρατάξει βάνδα ἀνορθοῦν , ἀλλ ' ὑπὸ ἕτερα βάνδα καθιστᾶν αὐτά , |
ὕφου ἐπὶ τοῦ δευτέρου προσώπου ἑνικοῦ τοῦ παρεληλυθότος τίθεται . ἄβαξ : ξύλινόν τι σκεῦος , παραπλήσιον τοῖς δίσκοις . | ||
τὸ δ ' αὐτὸ παρὰ τοῖς πάλαι ἐλεὸν ἐκαλεῖτο . ἄβαξ ἀβάκιον , κακάβη , πατάνιον ἢ πατάνα : οὕτω |
διάστασιν προβήσεται ὁ τοιοῦτος . διὰ τοῦτο δὲ αὐτὸν καὶ εὐθυμετρικόν τινες καλοῦσι , Θυμαρίδας δὲ καὶ εὐθυγραμμικόν : ἀπλατὴς | ||
διάστασιν προβήσεται ὁ τοιοῦτος . διὰ τοῦτο δὲ αὐτὸν καὶ εὐθυμετρικόν τινες καλοῦσι , Θυμαρίδας δὲ καὶ εὐθυγραμμικόν : ἀπλατὴς |
. Γ οἷον ὄψομαί ς ' ἐγώ : ἀντὶ τοῦ οἵως . Ὅμηρος “ οἷον ἀναΐξας ἄφαρ οἴχεται ” , | ||
περὶ ταῦτα δεινοὶ λέγουσιν . 〛 ἑτέρᾳ φράσω : Διδάσκω οἵως ἐρῶ , ὑποβαλών σοι τὸν ἔρωτα τοῦ ἔτνους . |
μάλιστα καβαλλαρίων τῶν ἐχθρῶν εὑρισκομένων . Σκυλεύειν δὲ νεκροὺς ἢ τούλδῳ ἢ φοσσάτῳ πολεμίων ἐπέρχεσθαι πρὸ τελείας ἐκβάσεως τοῦ πολέμου | ||
ἐγχειρεῖται , ὥστε αὐτοὺς διὰ τοῦ μέρους ἐκείνου ἢ τῷ τούλδῳ τῶν ἐχθρῶν ὡς εἰκὸς ἐκεῖσε εὑρισκομένῳ ἐπελθεῖν ἢ καὶ |
ἐνίοτε ὄν . ὁ δὲ εἰδὼς ὅτι , ἐάν τι ἐνοχλῇ ἡμᾶς , δεόμεθα τοῦ παύσοντος , ἀπεκρίνατο ᾗπερ καὶ | ||
ἐπέκαον , ἵνα μὴ κατὰ τὰς ἀκμὰς τῶν σωμάτων ἐπαιρόμενος ἐνοχλῇ : ἀφ ' ἧς αἰτίας συμβῆναι τὸ ἔθνος τῶν |
νῦν τοὺς καυλοὺς τῶν ἀσφοδέλων . Ἀγηλατέειν . διώκειν , φυγαδεύειν , ἐπιτάττειν , ὑβρίζειν . Ἀρχαιρεσίη . τὸ πρὸς | ||
οὐκ αὖ ἐδόκει μοι οὔτε Θρασύβουλον οὔτε Ἄνυτον οὔτε Ἀλκιβιάδην φυγαδεύειν : ᾔδειν γὰρ ὅτι οὕτω γε τὸ ἀντίπαλον ἰσχυρὸν |
εἶναί φησι Διόνυσον θεόν , ἐκεῖνος ἐν μηρῶι ποτ ' ἐρράφθαι Διός : ὃς ἐκπυροῦται λαμπάσιν κεραυνίαις σὺν μητρί , | ||
τοῦ στόματος φυσηθὲν ὀδύνην δῆθεν ποιήσῃ τῷ στόματι ἐν τῷ ἐρράφθαι . . . . Λεωσθένην ] ὁ Λεωσθένης Ἀθηναῖος |
δὲ τὰ ἐκτεθλιμμένα τῶν σικύων εἰς παρακειμένην λεκάνην βάλε : σωρεύσας δ ' ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ κατατετμημένα ὕδατί τε | ||
. μετὰ δὲ ταῦτα οὗτος μὲν πολλοὺς τῶν πολεμίων νεκροὺς σωρεύσας αὐτὸς ἡμιθανὴς ἐκ τῆς νεὼς ὑπὸ τῶν ἰδίων ἀπηνέχθη |
πρὸς οὓς ἀσχολήσονται . εἰ γὰρ αὐτοὶ μὲν Θηβαίοις μὴ βοηθήσομεν , τούτους δὲ προησόμεθα , οὐχ ὁρῶ τὸ τούτων | ||
, ὥσπερ τότε , ἀλλ ' ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν ἀδικουμένων βοηθήσομεν . καὶ τοῦτο μέντοι χρὴ εὖ εἰδέναι , ὅτι |
ἐρρῆχθαι τὸ ἀπόστημα . εἰ δὲ σκληρία πολυχρόνιος καὶ ὄγκος ὑποπίπτοι καὶ δοκοίη αὐτοῖς ὥσπερ τι βάρος ἐξηρτῆσθαι τοῦ διαφράγματος | ||
καθάπερ ἐπὶ τῶν κλυζομένων τὴν κοιλίαν , εἰ μὲν ἐπιπολῆϲ ὑποπίπτοι τὸ πέραϲ τῆϲ ϲύριγγοϲ , ὑποβαλόντεϲ κοπάριον ἢ μηλωτίδα |
ἰσομετώπως , ὅταν καιρὸς γένηται τῆς ὑπερκεράσεως , ἐπὶ δόρυ κλίναντας αὐτούς , εἶτα , ὅσον ἀπαιτεῖ ἡ χρεία , | ||
τὸν δεξιὸν λόχον ἠρεμεῖν , τοὺς δὲ λοιποὺς ἐπὶ δόρυ κλίναντας προσάγειν ἐπὶ τὸ δεξιόν , ἔπειτα εἰς ὀρθὸν ἀποδιδόναι |
πᾶσαν ὀργήν , ἀφαιρῇ δὲ καὶ τὴν ἐξουσίαν , ἣν σπενδόμενος ἂν ἔδωκας ὑπ ' ἀνάγκης . συμπέπλεκται γὰρ οἷς | ||
. λίβανος δὲ εἴρηται , οἱονεὶ ⌋ ὁ λειβόμενος καὶ σπενδόμενος . δοκοῦσι γὰρ αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ὅλον εἶναι πνεῦμα |
ἀτίζων ἔρχεται : τίω καὶ ἀτίω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ζ ἀτίζω . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀτιμάζω κατὰ συγκοπήν , . | ||
. ἔστιν γὰρ ἀταλός ἀναδιπλασιασμόν ' . . . . ἀτίζω : εἰ μὲν σημαίνει τὸ ὑπερορῶ , γίνεται παρὰ |
παρὰ τὸ ὡρεῖν καὶ φυλάττειν τεταγμένως τὸν ἴδιον καιρόν . Ὦμος . παρὰ τὸ ὦ τὸ ὑπαρκτικόν . ὁ ὑπομένων | ||
λοιποῖς πᾶσι καλόν . ἄλλως : εὐωχίαν πᾶσι δηλοῖ . Ὦμος δεξιὸς ἁλλόμενος ὠφέλειάν τινα δηλοῖ : χειροτέχνῃ μὲν πρᾶξιν |
νῦν ὅτι “ ἀφίεμέν σε ἐπὶ τούτοις , ὅπως μηκέτι διαλέξῃ τούτους τοὺς λόγους οὓς μέχρι νῦν διελέγου μηδὲ παρενοχλήσεις | ||
προσῆκον αὐτοῖς χρῆσθαι εἴπερ στερόμεθα ἐπιστήμης . Ἀλλὰ τίνα τρόπον διαλέξῃ , ὦ Σώκρατες , τούτων ἀπεχόμενος ; Οὐδένα ὤν |
ἀμερής ἐστιν , οὔτε ἀρχὴν ἕξει , ᾗ συνάπτει τῷ παρῳχημένῳ , οὔτε πέρας , ᾧ συνάπτει τῷ μέλλοντι : | ||
ἀναγινώσκω παραγίνεται Τρύφων : ἀκα - τάλληλον γὰρ τὸ ἐν παρῳχημένῳ . ὁμοίως καὶ ὁ ἵνα ἀποτελεστικός , ἵνα φιλολογήσω |
πῦρ αἰώνιον . Ἐπειδὴ προσέθηκας , ὦ ἑταῖρε , “ Δεῖξόν μοι τὸν θεόν σου ” , οὗτός μου θεός | ||
θεοῦ οὕτως φρονεῖς . Ἀλλὰ καὶ ἐὰν φῇς : “ Δεῖξόν μοι τὸν θεόν σου ” , κἀγώ σοι εἴποιμι |
οἰκοῦντες Ζαριασπηνοί ἐγχωρίως . ἀπὸ δὲ τοῦ Ζαριάσπη Ζαριασπεύς . Ζαύηκες , ἔθνος Λιβύης , Ἡρόδοτος δʹ . ” Ζαύηκες | ||
Περιηγήσει Ἀσίας : ἐξ αὐτῆς σιτοφάγοι καὶ ἀροτῆρες . . Ζαύηκες : ἔθνος Λιβύης . Ἡρόδοτος δ . Ζαύηκες ἔθνος |
τρώω σημαίνοντος τὸ βλάπτω . παράγωγον τρώσω , οὗ μέλλων τρώξω , ῥηματικὸν ὄνομα , τρώκτης , ὁ ἐπὶ βλάβῃ | ||
βλάπτω : οὗ παράγωγον , τρώγω : ὁ μέλλων , τρώξω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα ῥηματικὸν , τρώκτης . |
κόψας : καὶ λούειν πολλῷ καὶ θερμῷ . Ὅταν δὲ νεόλουτος ᾖ καὶ νεοπυρίητος , ἀνευρύνειν τὸ στόμα τῆς μήτρης | ||
, καὶ λούειν πολλῷ θερμῷ καὶ πυριῇν , καὶ ὁκόταν νεόλουτος ᾖ ἢ νεοπυρίητος , κελεύειν παραφάσσουσαν ἀφέλκειν τὸ στόμα |
ἐμπύρῳ κόπρῳ βοῶν νυχθήμερον , καὶ ἔχε ὑδράργυρον παγεῖσαν . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥ . Λαβὼν ὑδράργυρον , ζέσον ἐλαίῳ ῥεφανίνῳ : | ||
ἑπτάκις , καὶ ξηράνας ἐν ἡλίῳ , οὕτως χρῶ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . Λαβὼν πυρίτην τὸν χρυσίζοντα : χρυσίζοντα τοῦτον |
ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω . . . , | ||
η ἠλασκάζω . . . . . . ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : ἠλασκάζω καὶ ἠλάσκω : . . . ἔστιν |
συμπίπτειν καὶ κρατεῖν τὸ ἐμπεσόν . ὁ δὲ νοῦς , ἀνελκύσας ἐπὶ τοῦ βήματος συνηγόρους ἑαυτῷ καὶ θηρευτὰς λόγων ἐρωτᾷ | ||
τὰς ναῦς , ὅσαι μάλιστα ἐπόνησαν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος , ἀνελκύσας ἐπεσκεύαζεν . ὁ δὲ Νικίας πυθόμενος αὐτὸν προσπλέοντα ὑπερεῖδε |
χαρίζησθε , μεταξύ . ὁ δὲ νοῦς οὕτως , οὐχ ὑπακούουσιν ἡμῶν , ἐὰν σφαλλόμενοι ἐν τῇ ἀποστάσει συγχωρῶνται . | ||
δεύτερον : διὸ καὶ ταῖς ἐπ ' ἀγκῶνος ἐνίοτε φλεβοτομίαις ὑπακούουσιν , ὅταν ἥ τε φλεγμονὴ πρόσφατος ᾖ καὶ πλῆθος |
διὰ καλαμίνθης ἀποβαπτομένης εἰς ὄξος γεγενήσθω : τὴν γὰρ πρώτην σχιστῷ χρηστέον τῷ γάλακτι . διδόσθω δὲ πρὸς δύναμιν μήτε | ||
, μὴ βουλόμενοι ἅμμασιν ἀνωμάλοις σκληροῖς θλίβειν τὰ σώματα , σχιστῷ ἐπιδέσμῳ χρώμεθα ὀκτασκελεῖ : ὁ δὲ τρόπος τῆς ἐπιδέσεως |
θηλυκὸν ἡ ἵππος . ἀμπυκτῆρσιν ] χαλινοῖς . θ Ξ ἀμπυκτῆρσιν ] κυρίως δὲ οἱ περὶ τὴν κεφαλὴν ἱμάντες τοῦ | ||
ἤδη βουλομένους ἐλθεῖν παρὰ ταῖς πύλαις . . . ἐν ἀμπυκτῆρσιν ] χαλινοῖς . κυρίως οἱ περὶ τὴν κεφαλὴν ἱμάντες |
ἐρρωμένως ἐστραμμένον , ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον . κἂν μὲν ἀμφίστομος ᾖ , καθιέναι διὰ τοῦ ὁρωμένου στόματος τὴν μηλωτρίδα | ||
τετραφαλαγγίᾳ . ἀκόλουθόν ἐστιν εἰπεῖν καὶ περὶ φάλαγγος πῶς λέγεται ἀμφίστομος , καὶ ἐν πορείαις πῶς λέγεται διφαλαγγία ἀμφίστομος καὶ |
οἰκῶν τῶν ἀγρῶν . ἀλλ ' εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον . ἀλλ ' οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν | ||
, ὅπερ οὕτως ἔχει τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην . τοὐξημβλωμένον ] τὸ ἀπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον . ἀλλ ' οὐ |
Πταίω . πέτω , καὶ συγκοπῇ πτῶ , καὶ διπλασιασμὸς πίπτω . τὰ γὰρ πετώμενα τοῖς πίπτουσιν ἔοικε : πτῶ | ||
διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην . πίτυλος ὁ θόρυβος ἀπὸ τοῦ πίπτω πίπτυλος καὶ πίτυλος καὶ ἔστιν ὁ ἀπὸ τῶν ἐρεσσομένων |
εἶναι : ὅμοια γὰρ ἦν πάντα . λέγει μοι : Βλέπεις , φησί , τὰ δένδρα ταῦτα ; Βλέπω , | ||
τοῦ ἰδεῖν . ἐμβλέψασά μοι ὑπεμειδίασεν καὶ λέγει μοι : Βλέπεις ἑπτὰ γυναῖκας κύκλῳ τοῦ πύργου ; Βλέπω , φημί |
παθητικὸν ἀλῶμαι . ἀλάσκω γίνεται παράγωγον , ὡς τὸ βῶ βάσκω , καὶ ἕτερον γίνεται παράγωγον ἀπὸ τοῦ ἀλάσκω , | ||
ἀλασκάζω , † ἠλάσκαζον , βοῶ βοάσκω , οὕτως βῶ βάσκω . . . β . βασιλεύς : παρὰ τὸ |
ἄτομοι γραμμαὶ οὐκ εἰσίν , εἴπερ πλευρὰν τὴν ἐκκειμένην δυνατὸν διχοτομεῖν . Καὶ τὸ ἑνδέκατον πρόβλημά ἐστιν : ποιεῖ γὰρ | ||
βραδύτερον . ἔστι δὲ καὶ οὗτος ὁ αὐτὸς λόγος τῶι διχοτομεῖν , διαφέρει δ ' ἐν τῶι διαιρεῖν μὴ δίχα |
ἀπόθεστος . . . . ἀπορρώξ : ῥήσσω , τὸ σχίζω , ὁ μέλλων ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ | ||
ἐρυκόμενος : κωλυόμενος , κυκλούμενος , τεμνόμενος : ἐρείκω τὸ σχίζω καὶ κόπτω διὰ διφθόγγου : ἀνεφάνη γὰρ τὸ ε |
] ἐμαχόμεθα . ξυνέβημεν ] ὡμογνωμονήσαμεν . ἐκορίζετο : ὡς κορίδιον ἤτοι κόριον , μικρὸν βρεφύλλιον ὁτὲ μὲν ταῖς ἀγκάλαις | ||
ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον παράλογον . |
τὸ σπειρόω , τὸ εἱλίσσω : ὅθεν σπείρημα , τὸ σπαρτίον . Νέδῃ : ὄνομα νύμφης Ὠκεανίνης θρεψαμένης τὸν Δία | ||
δὲ καὶ κρεωστάθμην ἐν τούτοις θετέον , ἰστέον ὅτι τὸ σπαρτίον , οὗ λαβόμενός τις ἀνέλκει τὸν ζυγόν , ἀρτάνην |
καὶ ὁ πολλαπλασιεπιμερής , ὡς τοῦ τρία ὁ ὀκτώ . ὑπόλογοι δέ εἰσιν οἱ ἐλάσσονες τῶν μειζόνων , ὑποπολλαπλάσιος , | ||
πολλαπλάσια τῶν τοῦ δευτέρου καὶ τετάρτου , εἰ δὲ οἱ ὑπόλογοι προτάττονται , ὑπερέχουσι τὰ τοῦ δευτέρου καὶ τετάρτου ἰσάκις |
δεῖ δὴ πρῶτον ἐν τοῖς εἴδεσι ταῦτα θεωρεῖν , κἀκεῖθεν ἐκλεγομένους τῷ γενικωτάτῳ προστιθέναι αὐτά : καὶ οὕτως ἐκ τούτου | ||
πάντα τὰ καθήκοντα ἐπιτελοῦντας ζῆν : Ἀντίπατρος δέ , ζῆν ἐκλεγομένους μὲν τὰ κατὰ φύσιν , ἀπεκλεγομένους δὲ τὰ παρὰ |
καὶ διὰ τοῦ π καὶ διὰ τοῦ β . καὶ Ἀλβία ἡ χώρα διὰ τοῦ β . Ἀλπηνοί , κώμη | ||
καὶ Ἄλπεις . καὶ Ἄλπεια ὄρη , καὶ Ἄλβαια καὶ Ἀλβία ἡ χώρα . . . † ἀλπηνός : κώμη |
' οὐκ ἂν ἔγραψας , οὕτως , ἐὰν σὺ νῦν ἁλῷς , ἄλλος οὐ γράψει . Ὡς μὲν τοίνυν οὐ | ||
ἐν τῇ παραληγούσῃ : ἔστι γὰρ ἐὰν ἁλῶ , ἐὰν ἁλῷς , ἐὰν ἁλῷ : καὶ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ η |
οἷον τὸν μὴ οἰκοδομοῦντα οὐ δύνασθαι οἰκοδομεῖν , ἀλλὰ τὸν οἰκοδομοῦντα , ὅταν οἰκοδομῆι : ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν | ||
ἐτείχισεν ὡς φοβούμενος Ἀναξίβιον τὸν Λάκωνα . Ἀβυδηνοὶ δὲ ὁρῶντες οἰκοδομοῦντα τὸ τεῖχος κατεφρόνησαν ὡς φοβουμένου καὶ προελθόντες τῆς πόλεως |
παρ ' Ἀθηναίοις τὸ ἱερὸν τῶν Σεμνῶν , ὥς φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος ἐν τῶι Περὶ ποιητῶν [ . ̈ | ||
σοφὸν ἀστρονόμημα . τὰ δὲ γεγραμμένα ὑπ ' αὐτοῦ φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος [ . ̈ . ] εἰς ἔπη |
αὐτῷ , καὶ οἱ γραμμικοὶ καὶ οἱ ἐπίπεδοι καὶ οἱ στερεοί : τὸ μὲν γὰρ ἓν στιγμή , τὰ δὲ | ||
. ἀντὶ τοῦ : μὴ παρείσαγε ἡμῖν θηλυδριώδη λόγον : στερεοί : νικητήριον : ἢ μὴ γενοίμαν : εἰς τῶν |
θέειν . πταρμοὺϲ ποιέοντα ἐπιλαμβάνειν τὰϲ ῥῖναϲ : τῷ γὰρ πταρμῷ καὶ τῇ ἐντάϲει μετεξετέρῃϲι ὑϲτέρη ἐϲ χώρην ᾖξε . | ||
ἕτερον . Τὰ δὲ ὑβώματα , τὰ μὲν ἔσω οὔτε πταρμῷ , οὔτε βηχὶ , οὔτε φύσης ἐνέσει , οὔτε |
καὶ ἀπράγμων θεὸς καὶ μόνον ἔχων νεβρίδιον καὶ καλαυρόπιον καὶ συρίγγιον ἔμενεν ἐν τῇ ἀγορᾷ καθεζόμενος ἐν ἐσθῆτι πολιτικῇ . | ||
ἐξαιρείσθω ὀδούς : ἅμα γὰρ τῇ τοῦ ὀδόντος ἐξαιρέσει τὸ συρίγγιον ἀνασταλήσεται καὶ τὸ οὖλον συμπεσεῖται . ἐπὶ δὲ τῆς |
οὐδὲν ἐξέφερον τῆς θυσίας . ὁμοία τῇ : Αὐτῷ κανῷ κατέφαγες πάντα . Ἔσχατος Μυσῶν πλεῖν : οἱ δὲ τὸ | ||
ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν |
ὡς εὐδαίμονες οἱ ἄνδρες , ἐβόησε καὶ διεξῄει χρυσὸν πολὺν τίκτοντα χρυσόν . ἐγὼ δὲ οὐκ ἔφην οἷς ἐστι πλοῦτος | ||
γάρ ἐστιν ἐν τοῖς λεχθεῖσι θησαυροῖς ἀειθαλῆ , βλαστάνοντα καὶ τίκτοντα καρποὺς ἐπαλλήλους , ὡς τὴν τῶν ὡραίων καὶ νέων |
ὁ λόγος , καὶ ὅπη ὑγιές , ἵνα τὸ μὲν πρόσοιτο , τὸ δὲ ἐξελέγξειε . , . . Μαρῖνος | ||
ἡγεῖται καὶ σαφῶς οἶδε μηδὲν ἔχουσαν βέβαιον , ἑκὼν ἂν πρόσοιτο ; * Ῥωμαῖοι γάρ εἰσιν οἱ πλείους αὐτῶν , |
μύστας θείων , εὐεργετικοὺς φιλοσυνήθεις αὐτάρκεις θρασυδείλους , γενναίως τὰ καταπίπτοντα φέροντας , δυσεπιτεύκτους καὶ ἀνωμάλους περὶ τὸν βίον , | ||
Ἀφροδίτη , καὶ ἐπ ' ἀγαθῷ μοι φανείης . ” καταπίπτοντα δὲ αὐτὸν ἤδη Λεωνᾶς ὑπέλαβε καὶ “ αὕτη ” |
, ὥσπερ καὶ μάχλους . κυβεία , κυβεύτρια κυβευταί , κυβευτήρια . πεττεία ἢ πεσσεία , ὡς Σοφοκλῆς σκιράφια : | ||
: Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Προξένου . σκιραφεῖα ἔλεγον τὰ κυβευτήρια , ἐπειδὴ διέτριβον ἐν Σκίρῳ οἱ κυβεύοντες , ὡς |
δὲ ξενικαῖς πρεσβείαις ἡ βουλὴ τὰς εἰς τὸν δῆμον προσόδους προβουλεύει : οὗτος δ ' ἐφεστάναι τὰς ἀπὸ τῶν Ἑλλήνων | ||
ποιήσας ἢ ἰδών . ἐὰν δεδορκὼς τοῖς ὀφθαλμοῖς , ταῦτα προβουλεύει κακὰ μᾶλλον ἢ μετανοεῖ . πνεῦμα ἰὸν σχολῇ καὶ |
. τὸ ἐθνικὸν Ἀλμήνιος ὡς Παλλήνιος , ἢ Ἀλμηνίτης ὡς Σινωπίτης . Ἄλμος , πόλις Βοιωτίας , ὡς Ἑλλάνικος : | ||
, ὡς Φερεκύδης . τὸ ἐθνικὸν Διοπεύς ἢ Διοπίτης ὡς Σινωπίτης . Διὸς ἱερόν , πολίχνιον Ἰωνίας μεταξὺ Λεβέδου καὶ |
. . : Στρεψιάδης ὁ προλογίζων . ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας : καὶ τοῦτο ὀνειροπολούμενος ὁ νεανίσκος λέγει . ἀλλ | ||
ἀλίσω ἤλισα καὶ ἀλίσαι , οἷον : ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε , . , . . Ἀλίωσε : μάταιον |
εἶεν : ἀλλ ' ἵνα πᾶσι δοκῶσι συμπράττειν ὅπως ἕκαστοι κομίσωνται ταῦθ ' ἅ φασιν αὑτῶν εἶναι , ἐπειδὰν δ | ||
ὁ δὲ περιαλγὴς γενόμενος προσέταξεν ἀκολουθεῖν , ὅπως τὰ ἴδια κομίσωνται , αὐτὸς δὲ τῷ Φιμβρίᾳ διαπειλησάμενος προσέταξεν τὰ διαφορηθέντα |
, ἀντὶ τοῦ πρὸ αὐτοῦ ἐγράφην . τοῦτο δὲ θέλων κωμῳδῆσαι Καλλίαν ὡς ἀπολέσαντα πάντα τὰ χρήματα . Ἄλλως . | ||
ἐστιν ὁ βοήσας , ὁ ὀξυφωνότατος δηλαδὴ τραγῳδίας ὑποκριτής ; κωμῳδῆσαι βουλόμενος τοὺς τοῦ Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τούτων |
σὺν μὲν ὅ γ ' ἠπείλησε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθε δήσειν , καὶ περάαν νήσων ἔπι τηλεδαπάων : στεῦτο δ | ||
τῶν πολιτῶν τί χρήσωμαι τῷ πράγματι , ἐπυθόμην ὡς καὶ δήσειν με ἀπειλοῖεν , λέγοντες ὅτι οὐδὲν ἐλάττω χρόνον Καλλικράτους |
λαμβάνεται , τρυγᾶν , ὡς Ἀριστοφάνης : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκίαν βλίττουσιν εὑρόντες τινά | ||
καὶ θλίβειν : Ἀριστοφάνης † Ἱππώνακτι : ἀλλὰ καθείρξας αὐτὸν βλίττεις : καὶ Σοφοκλῆς : ἢ σφηκιὰν βλίττουσιν εὑρόντες τινά |
ἐν τῇ Αἰλίᾳ . ἔστι καὶ Αἰνεάτης , ὡς Κόρσεια Κορσεάτης , Ὕδρεια Ὑδρεάτης , Ὀρνειαί Ὀρνεάτης , Κεγχρειαί Κεγχρεάτης | ||
καὶ Ἀσεάτης λέγεται . καὶ ὁ κωμήτης ὁμοίως , ὡς Κορσεάτης Ὀρνεάτης . Ἀσία , πόλις Λυδίας παρὰ τῷ Τμώλῳ |