| , οἰκουμένης ξένος , γῆς ἀποστάτης , χειμῶνος ἀνταγωνιστής , διαπόντιος μονομάχος , ἄδηλος ἐπὶ σωτηρίᾳ , θανάτου γείτων , | ||
| ἀλλ ' ἐπὶ τὴν Σπάρτην καὶ τὸν Εὐρώταν ἔρχεται κωμαστὴς διαπόντιος , ἐξ ὀνείρων ἐραστής , καὶ ἀδικεῖ τὸν ὑποδεξάμενον |
| Χαιρεφῶν ἄκλητος : οὕτω γὰρ πέτεται διαπόντιος : οὕτω τι τἀλλότρι ' ἐσθίειν ἐστὶ γλυκύ . ὑπὸ τῆς ἐμφύτου , | ||
| , ἀλλὰ τοὺς παραλόγως δυστυχοῦντας , οὐδὲ τοὺς ὠμῶς οὕτως τἀλλότρι ' ἀποστεροῦντας , ἀλλ ' ἡμᾶς τοὺς πολὺν χρόνον |
| δ ' ἁλίσκεται : ἐπὶ τῶν ἅπαξ δυστυχησάντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν ἐκλελυμένων : εἰς τοῦτο γὰρ οἱ | ||
| βοΐ : ἐπὶ τῶν γεγηρακότων καὶ μηκέτι χρησιμευόντων . Γέλως Ἰωνικός : ἐπὶ τῶν κιναίδων καὶ ἐκλελυμένων . Γενναῖος εἶ |
| , οὐ τροφήν . δειπνῶν δὲ πᾶς τἀλλότρια γίνετ ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής : τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα | ||
| , οὐ τροφήν . δειπνῶν δὲ πᾶς τἀλλότρια γίνετ ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής . τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα |
| . πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος , ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος : ψευδηγορεῖν | ||
| εἶναι σχῆμα , ἔστι δέ τις καὶ παρὰ ταῦτα ὁ πεπλασμένος , ὃν ἐσχηματίσθαι λέγομεν . ἔτι τοίνυν , εἰ |
| . Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε . Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον . Ἡ γλῶσς ' | ||
| ἀμφάκης γένυς , ἅ νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα |
| Κρατίνῳ κεῖται : οὐ γάρ τοι σύ γε πρῶτος ἄκλητος φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις . τὸ δὲ ὀξύπεινος παρὰ Διφίλῳ | ||
| τῷ ἄνηστις ἀντὶ τοῦ νῆστις πλεονασμῷ τοῦ α κέχρηται λέγων φοιτᾷς ἐπὶ δεῖπνον ἄνηστις . , . . ἀστεῖόν τι |
| ἐν μὲν τοῖς δυνατοῖς οὐδὲ κελευσθῆναι περιμένω : πρῴην γοῦν ἄκλητος ἧκον ἐπὶ τὴν βοήθειαν . ὅταν δέ τι ᾖ | ||
| , βράττω , δεύω , μάττω , πέττω . χωρεῖ ἄκλητος ἀεὶ δειπνήσων : οὐ γὰρ ἄκανθαι . τὸ δὲ |
| σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
| εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
| ὁ δ ' ὡς ἐπ ' αὐτοῖς δὴ Κυκλωπίοισιν ὢν σκάπτει μοχλεύει θύρετρα κἀκβαλὼν σταθμὰ δάμαρτα καὶ παῖδ ' ἑνὶ | ||
| ἐν τῇ ὑπωρείᾳ πιναρὸς ὅλος καὶ αὐχμῶν καὶ ὑποδίφθερος ; σκάπτει δὲ οἶμαι ἐπικεκυφώς : λάλος ἅνθρωπος καὶ θρασύς . |
| γάμον . Ὡς ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . Οὐδεὶς δι ' ἀνθρώπου θεὸς σώζει , γύναι | ||
| : . . ὀκνηρός , πάντα μέλλων , σιτόκουρος ὁμολογῶν παρατρέφεσθαι . καὶ ἐν Πωλουμένοις : . . . . |
| ἀνδρίᾳ ] καὶ παρὰ τὸν Ἀμυνίαν , ὃς διεβάλλετο ὡς μισόδημος . Γ ἀμφότερα οὖν τὰ τῆς συνθέσεως εἰς οὐδὲν | ||
| μέγα φρονῶν , μισόδημε : διεβάλλετο γὰρ ὁ Ἀμυνίας ὡς μισόδημος . τῶν νόμων ] ⌈ ἀντὶ Γ τοῦ δικάζειν |
| παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν . θ Ξ λελιμμένος ] ἐπιθυμίαν ἔχων . κατὰ τοῦτον γὰρ τὸν καιρὸν | ||
| μαργῶν ] μαινόμενος . θ Ξ μάχης ] πολέμου . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν παρὰ τὸ λίπτω . λελιμμένος ] ἐπιθυμῶν |
| ; Ἀπόδειξον . Ὥσπερ κλωστῆρ ' , ὅταν ἡμῖν ᾖ τεταραγμένος , ὧδε λαβοῦσαι , ὑπενεγκοῦσαι τοῖσιν ἀτράκτοις τὸ μὲν | ||
| ἐκ Πειραιῶς , οἷα δὴ ξένος καὶ βάρβαρος οὐ μετρίως τεταραγμένος ἔτι τὴν γνώμην , πάντα ἀγνοῶν , ψοφοδεὴς πρὸς |
| τοσοῦτον πιεῖν ὥστε μεθυσθῆναι , ὅμως ἔπιεν : ἑκὼν οὖν ἐμεθύσθη , ὥστε καὶ ἑκὼν ἔπραξε τὰ ἐν τῇ μέθῃ | ||
| ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα , καὶ ἔπιε | τοῦ οἴνου , καὶ ἐμεθύσθη ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ „ . οἱ μὲν πολλοὶ |
| βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς | ||
| τῶν μετριωτέρων . ἐφ ' ὧν δὲ ἤδη σφήνωσις ἐγένετο δύσλυτος ἐν τῷ ἄρθρῳ ὑπὸ τῶν ἀμέτρως χρησαμένων ἰατρῶν φαρμάκοις |
| ταρίχους , ὦ θεοί . καὶ Μένανδρος ὁμοίως φησίν , ἐπέπασα ἐπὶ τὸ τάριχος ἅλας , ἂν οὕτω τύχῃ . | ||
| τῷ ταρίχει τῷδε τοίνυν κόπτετον . καὶ ἐπὶ αἰτιατικῆς : ἐπέπασα ἐπὶ τὸ τάριχος ἅλας , ἐὰν οὕτω τύχῃ . |
| . πρῶτον μὲν ἦν σοι Καλλιμέδων ὁ Κάραβος , ἔπειτα Κόρυδος , Κωβίων , Κυρηβίων , ὁ Σκόμβρος , ἡ | ||
| Τιθύμαλλος οὐδεπώποτ ' ἠράσθη φαγεῖν . ἦν δὲ καὶ ὁ Κόρυδος τῶν δι ' ὀνόματος παρασίτων . Τιμοκλῆς : ἀγορὰν |
| φαρμακοῖς . λιμῶι γένηται ξηρός : ἐν δὲ τῶι θύμωι φαρμακὸς ἀχθεὶς ἑπτάκις ῥαπισθείη . τούτοισι θηπέων τοὺς Ἐρυθραίων παῖδας | ||
| τῆς εἱμαρμένης ἀνάγκῃ τὴν μοιχείαν σοφίζεται : μοιχὸς , ἢ φαρμακὸς ἐγὼ , Ἀσκληπιὸς τῆς βλασφημίας καὶ Ἀπόλλων : φαρμακὸς |
| , θηριώδης , ἀνήμερος , δύσθυμος , δυσόργητος , μηνιῶν βαρύμηνις , ἰοῦ γέμων , σκορπιώδης , σκορπίος ζητῶν ὅτῳ | ||
| , αὐξητά , φαεσφόρε , κάρπιμε Παιάν , ἀντροχαρές , βαρύμηνις , ἀληθὴς Ζεὺς ὁ κεράστης . σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον |
| γράφοντες “ ἐγὼ δ ' ὁ τόλμης ” ἤγουν ὁ τολμηρός , οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς τοῦτο λέγειν . οὔτε | ||
| ἐπεὶ πίες ἁλμυρὸν ὕδωρ . ὥσπερ παρὰ τὸ τόλμη γίνεται τολμηρός καὶ παρὰ τὸ ἄτη ἀτηρός , οὕτως καὶ παρὰ |
| τἄρ ' ὀλοίμην ἀκλεὴς ἀνώνυμος [ ἄπολις ἄοικος , φυγὰς ἀλητεύων χθόνα , ] καὶ μήτε πόντος μήτε γῆ δέξαιτό | ||
| Ἅιδης ῥᾶιστος ἀνδρὶ δυστυχεῖ : ἀλλ ' ἐκ πατρώιας φυγὰς ἀλητεύων χθονὸς ξένην ἐπ ' αἶαν λυπρὸν ἀντλήσεις βίον . |
| παραδείγματα βλασφημιῶν τῶν ἀπὸ ἀριθμοῦ : οἷον τριςεξώλης ὁ πάνυ ἐξώλης , καὶ τριπέδων ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος , | ||
| . καὶ τὰ παρὰ τὸ „ ὀλῶ „ συντεθειμένα : ἐξώλης ἐξῶλες , πανώλης πανῶλες . τὰ δὲ ἄλλα προπαροξύνονται |
| οὐκ ἐμποιεῖ : οἰκώδης , φορεύς : οἰκῆϊ λευκῷ : οἰκτρός : οἴκυλος , τὸ ὄσπριον : οἶκτος : οἰκτίρμων | ||
| μύστρα : στρύχνος : ἀμυδρός : σεσημείωται τὸ οἶκτος καὶ οἰκτρός : οἶστρος : οἰκτίρμων : οἶδμα : οἴτη ὁ |
| ἄμετρος ὀργήν , τραχὺς ὀργήν , ἔκμετρος , χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος | ||
| ἵνα μὴ κοιμηθῶσιν . ὅθεν [ . ] κυαμοτρὼξ , ἀκρόχολος . αἰετὸν τίκτοντα : Λείπει τὸ ὡς . παροιμία |
| πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ | ||
| ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ |
| ἐστιν ὁ ἑκάστου νοῦς καὶ λόγος . Τῷ γράσωνι μήτι ὀργίζῃ , μήτι τῷ ὀζοστόμῳ ὀργίζῃ ; τί σοι ποιήσει | ||
| νύξας ὁ λόγος ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν ἐποίησεν : εἶτα ὀργίζῃ αὐτῷ ἔτι μόλις τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοίγων καὶ τὸν ὕπνον |
| . , . . , . ἀγαστά : ἀγαστά καὶ ἀγαστός ἐρεῖς καὶ ἐπιρρηματικῶς ἀγαστῶς , ὡς Ξενοφῶν . , | ||
| γὰρ τὸ ἄγαν γέγονεν ἀγάζω τὸ θαυμάζω , καὶ ἐκεῖθεν ἀγαστός καὶ ἀγαθός , οἱονεὶ θαυμαστός : εἰ γὰρ ἦν |
| . ἄλλος φιλόθηρος . δὸς ἱππάριον καλὸν ἢ κυνάριον : οἰμώζων καὶ στένων πωλήσει ἀντ ' αὐτοῦ ὃ θέλεις . | ||
| κύνες ἀκούσαντες τὸν λύκον ἐδίωκον . ὁ δὲ φεύγων καὶ οἰμώζων ἔλεγεν : „ οὐκ ἔδει με τὸν ταλαίπωρον αὐλητὴν |
| παθεῖν ὑποπτεύειν τὸ δρᾶσαι δύνασθαι . τί τοίνυν ; ὁ φαρμακεύς ἐστι λῃστὴς ὡμολογημένος προτείνων τέχνην ἀδικημάτων , ἄσκησις ἐπιβουλῆς | ||
| μοιχός μου κρατεῖ πανταχοῦ : δοκῶ , ὁ λῃστὴς καὶ φαρμακεύς ἐστι . Μελίτη φιλεῖ , Λευκίππη φιλεῖ . ὄφελον |
| δὲ ὢν καὶ τῷ Διὶ ἐξισοῦσθαι θέλων διὰ τὴν ἀσέβειαν ἐκολάσθη : ἔλεγε γὰρ ἑαυτὸν εἶναι Δία , καὶ τὰς | ||
| τοῦτον τὸν λόγον ἔρχεται . τό τις ἢ τὸ ποιήσας ἐκολάσθη , λύσις ὡς εἰπεῖν αὕτη γέγονε τοῦ πονηρεύματος : |
| ' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
| Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
| αὐτὸς αὑτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον εἴρηκεν ἐπὶ συμποσίου Λυσίας ἐν τῷ | ||
| αὐτὸς αὐτῷ σκευάσας δεῖπνον καὶ συνθεὶς εἰς σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ἴῃ . σύνδειπνον δὲ καὶ ἄλλοι τε καὶ Πλάτων |
| Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν | ||
| λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς |
| τὸ σκόλιον Αἰσχίνου , ⌈ ἐπειδὴ Γ [ ἐπεὶ ] κομπαστὴς ἦν . Γ χρήματα : † πλουσίου ὧ δήματο | ||
| διὰ τοῦτο τὰς ἐκεῖθεν προσδοκᾷ γυναῖκας . ὁ δὲ Θεογένης κομπαστὴς Ἀχαρνεύς . ἐπειδὴ δὲ κέλητα εἶπεν , ἐπήγαγεν ἀκάτιον |
| εὐπαράπειστος , εὐπαράγωγος , πεπλανημένος , σφαλερός , σκαιός , ἀπάνθρωπος , ἀνεπιεικής , ὑβριστής , ἑτερόρροπος , ἄνισος , | ||
| , φιλανθρωπία , φιλανθρώπως , φιλανθρωπεύεσθαι . τὸ δὲ ἐναντίον ἀπάνθρωπος , ἀπανθρωπία , ἀπανθρώπως : οὐ γὰρ καὶ ἀπανθρωπεύεσθαι |
| Σπάρτην αὐτὴν προαγαγών . οὗτος ὑπὸ τῆς πατρίδος ἀνῄρηται , παρανομήσας ἐπὶ συμφέροντι τῆς πατρίδος . “ ταῦτ ' εἰπὼν | ||
| τις τὴν ἑαυτοῦ κόπρον σὺν ἄρτῳ ἐσθίειν καὶ ἥδεσθαι . παρανομήσας ἐκληρονόμησεν ἀνέγκλητος διὰ τὸ ἥδεσθαι , οὐκ ἀνυπονόητος δὲ |
| ἢ ἀπὸ τοῦ περιδείπνου λέγει : τάφος γὰρ λέγεται τὸ περίδειπνον , ὡς Ὅμηρος : “ δαίνυ τάφον Ἀργείοισι ” | ||
| . ξενίαν ] ὑποδοχήν . ξένος ] ξενίαν ὑποδεχόμενος . περίδειπνον ] ἡ ἐπὶ τοῖς ἀποθανοῦσιν ἑστίασις γινομένη . τίς |
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
| αἰεὶ γὰρ τὸ πάρος γε θεοὶ φαίνονται ἐναργεῖς ἡμῖν , εὖθ ' ἕρδωμεν ἀγακλειτὰς ἑκατόμβας , δαίνυνταί τε παρ ' | ||
| βιοτᾶς ] η . ζωῆς . ἐπεκύρσαμεν ] ἐπετύχομεν . εὖθ ' ] ὁπηνίκα . παντάρκης ] ὁ πᾶσι βοηθῶν |
| ἀεὶ τῶν κρεῶν . λέγεταί που μίαν εἰ διέλειπεν ἡμέραν ἄγευστος ἐπιτίθεσθαι τὸ πάθημα πάντως , ἕως ἐνεπλήσθη . , | ||
| γῆς τῷ ἀτάφῳ , οὐδὲ σώματος ἅψεται . μένει δὲ ἄγευστος καὶ ποτοῦ , ἐὰν ἐς αὔλακα ἐποχετεύῃ εἷς ἄνθρωπος |
| . πόρσυνον : παράσχε , εὐτρέπισον : ἐκ τοῦ πόρος πορῶ πορύνω καὶ πλεονασμῷ πορσύνω , καὶ πόρσυνον ἀντὶ τοῦ | ||
| ἐκταγάς . , τὰ διδόμενα τοῖς δικάζουσιν , ἀπὸ τοῦ πορῶ τὸ παρέχω . πρυτανεῖον , καὶ πρυτανεῖα πληθυντικῶς . |
| μόνον καλοκἀγαθίας καὶ σιτίων ἱερωτάτης κνίσσης : οὐ γὰρ ἀρνεῖται λίχνος ἐπιστήμης καὶ φρονήσεως εἶναι . μακάριοι μὲν οὖν οἷς | ||
| ἐπεὶ ἦ μάλα πάντες ἔασιν ἀλλήλοις φορβή τε φίλη καὶ λίχνος ὄλεθρος . ὣς οὐδὲν λιμοῖο κακώτερον οὐδὲ βαρείης γαστέρος |
| φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , μεμψιμοίρως , | ||
| ἐκ τοῦ κακο σύνθετα . κακοδαίμων , κακοῦργος , κακολόγος κακήγορος , κακοπράγμων ὡς Ὑπερείδης , κακόβιος , κακόβουλος , |
| παρὰ τὸ τάχος γίνεται † στάχυς , οὕτως καὶ βρῖθος βριθύς , καὶ βριθύ , καὶ βριθοσύνη καὶ τὸ βριάω | ||
| , καθὸ καὶ τὸ βριθέως μὲν ἐντελές , παρακείμενον τῷ βριθύς , καὶ ἐν ἀποκοπῇ βρῖ . . ) τούτῳ |
| , νύκτωρ δὲ περικαλύπτοντα τὴν κεφαλὴν τριβωνίῳ καὶ περὶ χαμαιτυπεῖα εἱλούμενον , ἐζήλωσεν ἐν καλῷ . καὶ πέμπτην ταύτην ἡμέραν | ||
| τὸν πόδα : ὅθεν καὶ πέδιλον τὸ ὑπὸ τοὺς πόδας εἱλούμενον . ἀνάλιπος ὁ ἀνυπόδητος . . . . ἐξ |
| τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει | ||
| τοῦ ἐτὸς ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει |
| ἐνοσφίσατο πολλὰ τοῦ δημοσίου πράγματα , καὶ ὑπ ' ἄλλων κωμῳδεῖται . τοῦτο δὲ κομψὸν καὶ οὐ πάνυ οἰκεῖον δοκεῖ | ||
| ἔμελλε φωραθήσεσθαι καὶ δώσειν δίκην ὡς κεκλοφὼς τὰ δημόσια , κωμῳδεῖται ὑπὸ τῶν ποιητῶν . εἶχε δὲ οὗτος ὁ Πάμφιλος |
| εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , | ||
| εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ οὐ λήθην ἕξει τῆς βλάβης , |
| φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
| τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
| Νεφέλαις τούτου μέμνηται . Ἀμυνίας μὲν : ὧδε μὲν ὡς φιλόκυβος ⌈ ὁ Ἀμυνίας κωμῳδεῖται : ἐν ⌈ δὲ Σεριφίοις | ||
| φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , φιλοχωρῶν φίλιππος , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων |
| , ὦ κακόδαιμον , ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς ; Σὺ δ ' ὁμέστιος θεοῖς ; πόθεν ; Ἐξηκεστίδης ἔχων λύραν , ἔργον | ||
| ἂν πείσειεν ” . καὶ δοτικήν „ Δωδῶνι ναίων Ζεὺς ὁμέστιος βροτῶν „ . καὶ ἐν Τραχινίαις ” ὡς τὴν |
| συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος | ||
| οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν |
| βλεπόντων ] οἷον ὁρώντων ὅτι κλέπτω , ἐπιορκῶ ὅτι οὐ κλέπτω ὀμνύων . ἀλλότρια τοίνυν σοφίζῃ : τεχνάζει : σοφίας | ||
| καὶ ἀνέδην , τὸ μὴ ἐφεκτικῶς τι πράττειν , ὡς κλέπτω κλέβδην . Μεθόδιος . , . , . . |
| πόθεν ἥκεις , Πραξαγόρα ; τί δ ' , ὦ μέλε , σοὶ τοῦθ ' ; ὅ τί μοι τοῦτ | ||
| Μὰ Δί ' οὐκ ἔμοιγ ' ἐπέβαλεν οὐδείς , ὦ μέλε . Κἄπειτα δῆθ ' οὕτω σιωπῇ διαπέτει διὰ τῆς |
| Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ | ||
| ' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ |
| Εὔρυτος οὐδ ' ἐπὶ γῆρας ἵκετ ' ἐνὶ μεγάροισι : χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων ἔκτανεν , οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι . | ||
| ' οὐ πάντες ἀκούσαμεν , οἷον ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ |
| ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
| . Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
| πότην : ποτὸν τὸ πινόμενον , πότης ὁ πίνων , συμπότης ὁ συμπίνων . δεῦρ ' ] ἐλθέ , ἔπελθε | ||
| ὑπηρέτης κατ ' ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ , ἀλλ ' οὐ συμπότης ὤν . ἐπεὶ δὲ τοῖς χείλεσι τὴν κύλικα προσῆγεν |
| ἔχει πολλῶν ὄντων τῶν κωλυόντων ἔχειν . Καὶ θαυμαζόμενος καὶ φιλούμενος ἦλθε , δι ' ὅσων ἦλθεν ἐθνῶν , ὁ | ||
| ὃ παρὰ σοὶ μέγα , συμφοιτητὴς ἐμὸς Ἱερώνυμος φιλῶν καὶ φιλούμενος ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν λόγων . ἔπειθ ' οὕτως |
| [ ἀρρενικῶς καὶ ] ἡμίανδρος καὶ ἡμιγύναιξ καὶ διγενὴς καὶ θηλυδρίας καὶ ἑρμαφρόδιτος καὶ ἴθρις , οὗ ἡ ἰσχὺς τεθέρισται | ||
| . ἀποπεφασμένος κίναιδος ἐγένετο πάσῃ μὲν ἀκολάστῳ χαρισάμενος ἡδονῇ [ θηλυδρίας τε καὶ ἀνδρόγυνος ὤν ] , μόνῳ δὲ τῷ |
| πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος τῶι τρόπωι . ἐμὲ γὰρ ὑπονοεῖν τοιαῦτα | ||
| τοῦτ ' : ἐξέπεσεν ὁ Κλέων παγκάκως : ὁ δὲ σκατοφάγος ἔτυχε προεδρίας καλῆς . . . . Φιλοῦντα δικάζειν |
| τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ κατόπιν μὴ προορωμένων . Ἀσκὸν δαίρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως τι ποιούντων . Ἀσκῷ | ||
| ἄμφω δεῖ βασιλεύειν , μετέχειν δὲ ἑκάτερον τῆς ἀρχῆς . Ἀσκὸν δαίρειν : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων : |
| βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
| Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
| Τὸν ἐλάττω μὴ ἀποσκυβαλίσῃς . Ἀλλοτρίων μὴ ἐπιθύμει . Μὴ ῥιψοκίνδυνος ἔσο . Ἀγάπα τὰ τοῦ πλησίου σου καὶ τήρει | ||
| ἔρωτα , ὅτι ξυμφερόντως ἀποκέκλεισται , μάλιστα δ ' ἢν ῥιψοκίνδυνος ᾖ , καὶ φέρηται κατὰ κρημνῶν ἢ βυθῶν πελάγους |
| φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος | ||
| ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν |
| τὴν Παφίην . Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης ὥς ποτε κρινομένη . | ||
| Πραξιτέλης ; Οὔτε σε Πραξιτέλης τεχνάσατο , οὔθ ' ὁ σίδαρος : ἀλλ ' οὕτως ἔστης , ὥς ποτε κρινομένη |
| τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασιν καὶ | ||
| . Βοῇς : δεῖ γινώσκειν , ὅτι τὸ βοᾷς καὶ γελᾷς οἱ Δωριεῖς βοῇς καὶ γελῇς λέγουσιν . καὶ μηδεὶς |
| ἐκεῖνος παύσαιτο πίνων μήτε σὺ γράφων , ὃς τοῦτο μέγιστον εἴργασαι τὸ μεθ ' ἡσυχίας στῆσαι τὸ τρόπαιον . Οὗτος | ||
| ὧν ἐμοὶ προστρίβεις , ἀλλ ' ἑκουσίων , ὧν αὐτὸς εἴργασαι , προσδέχου . Οὐ μέμφομαι τὴν ἀχαριστίαν ὑμῶν πολλάκις |
| ἀχθόμενος καθ ' ἑαυτόν . ἔστι δὲ καὶ ὁ ἐπίφθονος φθονερός . διαφέρει δὲ βασκάνου : ὁ γὰρ βάσκανος ὑπὸ | ||
| τὸ δεξιὸς γίνεται δεξιερός , ὡς ἄριστος ἀριστερός , φθόνος φθονερός , μόγος μογερός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ δεξιτερός |
| τῆς πορνείας , τοῦ καιροῦ , τοῦ τόπου ἐν ᾧ ἀσελγαίνων ἡλίσκετο , τὰ τῆς καταδρομῆς περαινόμενος ἐπὶ τὸ κοινότερον | ||
| ῥηθείη , λαγνίστατος , λαγνεύων , εἰς Ἀφροδίτην νοσῶν , ἀσελγαίνων , ἀκολασταίνων , πορνοκοπῶν , πορνοβοσκοῖς συνών , ἑταιριζόμενος |
| . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς | ||
| . συναγώγιμον ποιῶμεν . ἀλλ ' εὖ οἶδ ' ὅτι κυμινοπρίστης ὁ τρόπος ἐστί σου πάλαι . Σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς |
| τὰς ἀπαρχὰς παρὰ τῶν ἀνθρώπων . ὄπυιεν . ὡμίλει , συνεγίνετο κατὰ νόμον καὶ ἐμίγνυτο , συνῴκει . ἄρρατον . | ||
| ΝΥΚΤΙ . Ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ ἐβουλεύσατο , καὶ συνεγίνετο τῇ Ἀλκμήνῃ , ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ μοιχευθεῖσα . . |
| οὔ . τί μ ' εἴργασαι ; ἀμάχαιρος ἐπὶ βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα | ||
| ἡγεόμην Τρώεσσι φέρων χάριν Ἕκτορι δίῳ . εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι πατρίδ ' ἐμὴν ἄλοχόν τε καὶ |
| ταῦτα ταύτῃ Μοῖρά πω τελεσφόρος κρᾶναι πέπρωται , μυρίαις δὲ πημοναῖς δύαις τε καμφθεὶς ὧδε δεσμὰ φυγγάνω : τέχνη δ | ||
| Ζεῦ ποτε ] ἄρα ἐνέζευξας ] ἐνέβαλες ἁμαρτοῦσαν ] πταίσασαν πημοναῖς ] βλάβαις ἤγουν τοῖς δεσμοῖς ἔ ἔ ] τοῦτο |
| αὖθις δὲ καταχρηστικῶς ὡς ἐπὶ πάσης ἀφοσιώσεως . ἄλλως : παροιμιῶδες . ἀπὸ Μακαρίας τῆς Ἡρακλέους θυγατρὸς ἐπιδιδούσης ἑαυτὴν ὑπὲρ | ||
| οὐκ εὐδαιμονῶ : ἀντὶ τοῦ : ἐψεύσω τῆς ἐλπίδος : παροιμιῶδες τὸ ἡμιστίχιον : ἐὰν μὴ πείσω : οὕτως κέκριται |
| γούνασιν ὧδε πίτνω τέκνοις τάφον ἐξανύσασθαι . μῆτερ , τί κλαίεις λέπτ ' ἐπ ' ὀμμάτων φάρη βαλοῦσα τῶν σῶν | ||
| εἰπόντος δέ τινος : ” τί παθὼν αὑτὸς καταδικάζεις καὶ κλαίεις ” ; εἶπεν : „ ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστι τῇ |
| ἐπὶ μιμήσεως . στυγερώπης : ὁ φθόνος μισητὸς ἐν τῷ στυγερῶς ὁρᾶν ἢ ὁρᾶσθαι . καὶ τότε δή : ὅτε | ||
| λέγουσι περὶ τῶν πέλας . Ὁ φθόνος μισητὸς ἐν τῷ στυγερῶς ὁρᾷν ἢ ὁρᾶσθαι : οὐκέτι γὰρ αἰδοῦνται κακῶς πράττοντες |
| ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς | ||
| , οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο |
| : εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον , ἣ τότ ' ἐν Ἴδηι μακροτάτη πεφυυῖα δι ' ἠέρος αἰθέρ ' ἵκανεν . | ||
| Ἐπιμενίδης ὁ τὰ Κρητικὰ ἱστορῶν φησίν , ὅτι ἐν τῆι Ἴδηι συνῆν αὐτῶι , ὅτε ἐπὶ τοὺς Τιτᾶνας ἐστράτευσεν . |
| καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
| δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
| ἡνίκα ἐκ δείπνων : ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς : διασκορπίζεται : μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χαροποιῶν : τουτέστι : καταπαύσαντες | ||
| ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας πόσις ἐν |
| ποιοῦμεν , οὐ μεταβεβληκός , ὡς ὑπεθέμεθα , εἰ δὲ μεταβέβληκεν ἤδη , πῶς ἂν εἴη ἐν τῷ μεταξύ ; | ||
| τότε καὶ νῦν , δῆλον ὡς ἐκ μιᾶς εἰς αὐτὴν μεταβέβληκεν : εἰ γὰρ μὴ ἠρέμησεν μεταξύ , ἐκινεῖτο ἂν |
| εἰς ἄλλους τρόπους μισεῖς τε λίαν καὶ φιλεῖς ὃν ἂν τύχηις ; οὐκ οἶσθ ' ὑβρισθεῖσάν με καὶ ναοὺς ἐμούς | ||
| σαυτοῦ . τοῦτο γὰρ ἀθάνατόν ἐστι , κἄν ποτε πταίσας τύχηις , ἐκεῖθεν ἔσται ταὐτὸ τοῦτό σοι πάλιν . πολλῶι |
| ' ὁ ποιμὴν καὶ καλεῖται γλυκύτατος . βούλει τι , Κνήμων ; εἰπέ μοι . Ἥλιε , σὲ γὰρ δεῖ | ||
| διακονεῖ κόρηι : πονηρόν . ἀλλά ς ' , ὦ Κνήμων , κακὸν κακῶς ἅπαντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί . ἄκακον |
| Πρίαμος : ὁ λόγος : νῦν οὔτε ἐπὶ ἀνδρὶ Ἕκτορι σεμνύνῃ οὔτε ἐπὶ κηδεστῇ Πριάμῳ ὡς βασιλεῖ οὔτε ἐπὶ πλούτῳ | ||
| ⌈ ἤγουν α διότι τὰ ἡμέτερα ἐπίστασαι . σεμνοπροσωπεῖς ] σεμνύνῃ . ⸎ , . . τερατῶδες ] παράδοξον καὶ |
| οὐρῶ . Ῥᾶρος : ὄνομα κύριον . Στύξ : ὁ μισητός . Κίς : ὁ ἐν τῷ σίτῳ σκώληξ . | ||
| [ ῥῆμα πρὸς [ αὐτόν - ] : “ ὁ μισητός , ” ἔφη , “ ἐγώ . τί [ |
| | θεοῖσι θῦε : πολλὰ δ ' εὐσεβῶν δίδου . Μέτρῳ † πάντα μανθάνων δικαίως ποιεῖ . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον | ||
| τοῦ ι καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς ο . ] Μέτρῳ δὲ τοιούτῳ διατέθειται τὰς τῶν ἀκροατῶν ψυχὰς θέλγων καὶ |
| κοβαλεία ἐλέγετο ἡ προσποιητὴ μετ ' ἀπάτης παιδιὰ , καὶ κόβαλος ὁ ταύτῃ χρώμενος . ἔοικε δὲ συνώνυμον τῷ βωμολόχῳ | ||
| κόβαλος δὲ ὁ λάλος , ὁ ῥήτωρ . . 〚 κόβαλος : Κόβαλοι δαίμονές εἰσί τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον |
| σοὶ συνέβη , τὴν ψυχὴν δὲ οὐχ ἧττον ἢ σὺ τετάραγμαι λογιζόμενος , ἐφ ' οἷς ἐξελθὼν οὗ μένεις ἐπὶ | ||
| , ἵνα ᾖ : ἔστι γάρ τι καθ ' ὃ τετάραγμαι : ποῖον τοῦτο . τὸν ἄνδρα τοῦτον φίλιον ἡγεῖται |
| γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει . κάπνη ] ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ψοφεῖ ] ψόφον ποιεῖ . συκίνῳ : ὅτι | ||
| δι ' οὗ ὁ καπνὸς ἐξέρχεται , ἤγουν ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ταῦτα δὲ πάντα γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει |
| γ ' , ὦ πότνια δέσποιν ' Ἀθηναία , ποιῶν ἀπόλωλ ' ἐκεῖνος κἀν δέοντι τῇ πόλει , εἰ πρίν | ||
| „ ἀβίωτος ὁ βίος , οὐκ ἔτ ' ὄψομαι , ἀπόλωλ ' , „ ἐν ἑαυτῷ τοῦτ ' ἐὰν σκοπῇ |
| τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε | ||
| . ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον , |
| καὶ τίνα θυμὸν ἔχων , ὁππότ ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος , οὔτε τευ ἀνδρός οὔτε τευ ἀθανάτων μῆνιν ἀλευόμενος | ||
| κλάδος , ἀτάζαλος ἀτάσδαλος , τροπῇ τοῦ δ εἰς σ ἀτάσθαλος ' . . . . . ἀτασθαλία : κυρίως |
| ; πῶ πῶ ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ' ἂν ἀλάστωρ . βιάζεται δ ' ὁμοσπόροις ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων μέλας Ἄρης | ||
| πείραν : ὁ μὴ ἔχων πείραν λόγων καὶ μαθημάτων . ἀλάστωρ ὁ ἀσεβής : ὁ Ζεὺς ὁ ἐποπτεύων τοὺς τὰ |
| τῷ γὰρ ἀνδρί μου χαλεπαίνει Διονύσιος : φύσει δέ ἐστι βαρύθυμος , ὥσπερ καὶ φιλάνθρωπος . οὐδεὶς ἂν ῥύσαιτο ἡμᾶς | ||
| Ἐκ δὴ τούτων μισοῦσα τὴν Στάτειραν ἡ Παρύσατις καὶ φύσει βαρύθυμος οὖσα καὶ βάρβαρος ἐν ὀργαῖς καὶ μνησικακίαις ἐπεβούλευεν αὐτὴν |
| ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , ὀλίγωρος θεῶν , νεωτεριστὴς περὶ τὸ θεῖον , ἐναγής , | ||
| μηδενὸς φροντιζόντων : ὤρα γὰρ ἡ φροντίς , ἔνθεν καὶ ὀλίγωρος . ἢ τὸν ἀώριον γενόμενον τῆς νυκτός . οἱ |
| τέρψιν ἔχοντα , δηλονότι πρὸς τὸν νενικηκότα , καθὰ παῖς ποθεινὸς ἀπὸ γυναικὸς γνησίας τῷ πατρὶ φαίνεται γεννηθεὶς αὐτῷ ἤδη | ||
| διὰ βίου θαυμασθείς . ὦ ποθεινὸς μὲν τοῖς ἐντυχοῦσι , ποθεινὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐντυχεῖν , μακαριστὸς δὲ καὶ τῆς |
| δ ' ἔπλησας φωνᾶς ἅλα : νῦν πάλιν ἄλλον υἱέα δακρύεις καινῷ δ ' ἐπὶ πένθεϊ τάκῃ . ἀμφότεροι παγαῖς | ||
| ; Ἒ ἔ , αἰαῖ . Ὦ παῖ , τί δακρύεις ; Φεῦ . Μηδὲν μέγ ' ἀΰσῃς . Ἀπολεῖς |
| Δώσει τις δίκην . καὶ τὰ σκόροδα τὰ πολλά . Ληρεῖς , ὦ γύναι , κοὐκ οἶσθ ' ὅ τι | ||
| ὁ μικρὰ δ ' εἰπὼν μᾶλλον ἂν ᾖ χρήσιμα . Ληρεῖς ἐν οὐ δέοντι καιρῷ φιλοσοφῶν . Παραπλήσιον πρᾶγμ ' |
| προσβαλεῖν ] πλησιάσειν . θΞ ἄθυμος ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , | ||
| ] δειλός . Ξ ἄθυμος ] δειλός , ἄφρων . ἄθυμος ] δειλός , ἄψυχος . ἄθυμος ] δειλός ἐστιν |