καὶ σαγάρεσι χαλκαῖς , ζῶναι δὲ αὐτοῖς εἰσι χρυσαῖ καὶ διαδήματα ἐν ταῖς μάχαις : οἵ τε ἵπποι χρυσοχάλινοι ,
ἀγνοοῦσι : σημεῖα δὲ αὐτοῖς περιτιθέασι τιάρας καὶ σκῆπτρα καὶ διαδήματα , μὴ λάθωσι βασιλεῖς ὄντες : ὥσπερ οἶμαι τοῖς
7146258 χρυσοχαλινοι
χρυσαῖ καὶ διαδήματα ἐν ταῖς μάχαις : οἵ τε ἵπποι χρυσοχάλινοι , καὶ μασχαλιστῆρες δὲ χρυσοῖ : ἄργυρος δ '
. οἱ δ ' αὖ τῷ Κύρῳ τρεφόμενοι ἵπποι παρήγοντο χρυσοχάλινοι , ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι , ἀμφὶ τοὺς διακοσίους :
6632661 εἰργετο
κατὰ κράτος ἤδη ἀμφοτέρωθεν καὶ ἐκ γῆς καὶ ἐκ θαλάσσης εἴργετο , καὶ ὁ χειμὼν ἤρχετο γίγνεσθαι . Προσδεόμενοι δὲ
: τοὺς Μιτυληναίους . ἔστιν οἷ : ἀντὶ τοῦ ὅπου εἴργετο : ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων . ἐς τὴν πολιορκίαν :
6413770 μοσχεια
Ἀπόλλωνός ἐστι , καὶ ὁ τοῦδε τοῦ θεοῦ ἱερεὺς κρέα μόσχεια διασπείρει τῶν τῷ θεῷ τεθυμένων , ὀρφῴ τε οἱ
τὴν αὐτὴν τράπεζαν κρέα ἄρνεια , ἐρίφεια , χοίρεια , μόσχεια , ὀρνίθεια , σὺν πολλοῖς ἄρτοις τοῖς μὲν πυρίνοις
6377856 Μυγδονιος
συμβησομένους . κήρυκες ἧκον : πρὸς οὓς ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς Μυγδόνιος συνέβαινεν . οἱ δὲ σωροὺς μεγάλους πυρῶν καὶ κριθῶν
. . . . . . . . . β Μυγδόνιος . . . . . . . . .
6369702 συμμαχεται
περὶ Κερυνίαν οἶνος γίνεται , ὃς ταῖς βουλομέναις γυναιξὶν ἀμβλῶσαι συμμάχεται . Ὅτε εἷλε τὴν Θηβαίων πόλιν Ἀλέξανδρος , ἀπέδοτο
, καὶ γλυφαῖς ἐπιτήδειός ἐστι , καὶ τοῖς γυναικείοις κόσμοις συμμάχεται , φασίν . Λεοντοφόνου φαγὼν ὁ λέων ἀποτέθνηκε .
6353706 στρεπτοις
, ἧς δύο μὲν κυκλοτερεῖς εἰσιν ἄντυγες , ὑπὸ τοῖς στρεπτοῖς τοῦ λίνου κόλποις κρυπτόμεναι καὶ ταῖς ὑποχαῖς ἐοικυῖαι ταῖς
. Ἡρῷσσαι , Λιβύων ὄρος ἄκριτον αἵτε νέμεσθε αἰγίδι καὶ στρεπτοῖς ζωσάμεναι θυσάνοις , τέκνα θεῶν , δέξασθε Φιλήτιδος ἱερὰ
6350697 ἐκοσμειτο
] καὶ ἡ μὲν , ἤγουν Ἀσία , ἐπυργοῦτο καὶ ἐκοσμεῖτο καὶ ᾔρετο τῇ στολῇ τῇδε . δεικτικῶς δὲ τοῦτο
: καὶ ἡ μέν , ἤγουν Ἀσία , ἐπυργοῦτο καὶ ἐκοσμεῖτο καὶ ᾔρετο τῇ στολῇ τῇδε . δεικτικῶς δὲ τοῦτο
6328767 συμπεφυρμενα
. ἢ τὸ ἀκριβολογεῖσθαι . . ἐρρωπίζομεν : σύμμικτα καὶ συμπεφυρμένα ἐποιοῦμεν . ῥῶπος γὰρ ὁ ποικίλος καὶ λεπτὸς φόρτος
αἰσθητῶν ἕξεις καὶ πάθη * * * τὰ δὲ ὥσπερ συμπεφυρμένα τῇ ὕλῃ , ἅπαντα δ ' οὖν ὅμως αὐτῆς
6320641 ἀρτοις
δὲ οἱ ἄρχοντες πανταχόθεν ἐκάλουν , αἱ τιμαὶ δὲ τοῖς ἄρτοις ἐπὶ τὸ πλέον ἧκον . Φιλάγριος δέ , ἀνὴρ
τὸ σπέρμα καὶ λευκόν . διὰ ταῦτα ἄρα καὶ τοῖς ἄρτοις ἐπιπάττουσιν αὐτὸ καὶ σὺν μέλιτι δεύσαντες ἐσθίουσιν . τῆς
6300608 πορφυροις
, ἵν ' ᾖ ποικίλα ἱμάτια ἔχουσα σεμνῶς ἦλθες . πορφυροῖς γὰρ καὶ ποικίλοις ἱματίοις ἐπόμπευον . δεῖ δὲ ὑπονοεῖν
Καὶ ἦν ὁ πρῶτος θάλαμος μέγας καὶ εὐπρεπὴς καὶ λίθοις πορφυροῖς κατεστρωμένος καὶ οἱ τοῖχοι αὐτοῦ λίθοις ποικίλοις καὶ τιμίοις
6286282 λουτηρες
, πάντα χρυσᾶ . εἶτα πάλιν τετράκυκλος καὶ κυλικία καὶ λουτῆρες καὶ κρατῆρες καὶ λέβητες καὶ τρίποδες καὶ τράπεζαι καὶ
ἀγορᾶς ἦν περιρραντήρια παρ ' ἑκάτερα : τοῦτ ' ἔστι λουτῆρες ὕδωρ ἔχοντες . . τοῖς τραγῳδοῖς ] πάλιν ἀντὶ
6273848 ἀναιδεσιν
τὸν καιρὸν εὖ , τἀπροσδόκητον τὴν τέχνην ἐξηύρατο . τοῖς ἀναιδέσιν βοηθεῖ γὰρ λόγοις τοῦθ ' ἓν μόνον , ἂν
ἔστι τόλμης καὶ βίου ταῦτ ' ὄργανα εὑρημέν ' ἀνθρώποις ἀναιδέσιν , Ῥόδη , εἰς καταγέλωτα τῷ βίῳ πεπλασμένα .
6265698 πωγωνας
καὶ τὰς ὀφρῦς ἐπάραντες καὶ τὰ μέτωπα ῥυτιδώσαντες καὶ τοὺς πώγωνας ἐπισπασάμενοι περιέρχονται ἐπιπλάστῳ σχήματι κατάπτυστα ἤθη περιστέλλοντες , ἐμφερεῖς
ἂν ἐμὲ μὲν ἐθαύμαζες , τὼς δὲ ἔχοντας βαθεῖς τὼς πώγωνας καὶ τὼς σκίπωνας ἐγέλασας τᾶς ἀλαζονείας , ῥυπῶντάς τε
6229682 πτιλοις
σῶμα ἅπαν ποικίλον , μέλανος ὄντος τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου οὐ μείζοσιν φακῶν . οὗτοι
σῶμα ἅπαν ποικίλον , μέλανος ὄντος τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου [ οὐ ? ] μείζοσι
6203568 ἀναδεισθαι
καὶ τὸ ἀρχαιότερον , ὡς καὶ Θουκυδίδης φησί , κρωβύλον ἀναδεῖσθαι τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ τριχῶν . [ , ]
: ὁ δὲ δῆμος ἐβόα βασιλέα τε αὐτὸν εἶναι καὶ ἀναδεῖσθαι μηδὲν ἔτι μέλλοντα , ἐπεὶ καὶ ἡ Τύχη αὐτὸν
6199999 ἐθηρα
ἐπερχόμενον . ἄλλως : ὕπνον ἀναλίσκουσα : ἔξωθεν προσυπακουστέον τὸ ἐθήρα . ὁ δὲ λόγος : οὕτως ἐμμανῶς εἶχε περὶ
ῥωμαλέος , καὶ οὖν καὶ κυνηγετικὸς ἦν . καί ποτε ἐθήρα νεβρούς . καὶ οἳ μὲν ἔθεον ᾗ ποδῶν εἶχον
6182309 ἀκινακας
Ἀρριανός : πέμπει παρὰ βασιλέα ἵππον χρυσοχάλινον καὶ ψέλια καὶ ἀκινάκας καὶ ἄμωμον . . ἄν : σύνδεσμος συνδετικός .
. προσθετέον δὲ τούτοις ξίφη καὶ μαχαίρας καὶ κοπίδας καὶ ἀκινάκας καὶ ξυήλας καὶ δρέπανα καὶ δορυδρέπανα καὶ ἐγχειρίδια ,
6170770 πετεινοις
καὶ ἐπίκλοπον , ἡνίκα χειμῶνος ἐνστάντος ἀπορίᾳ τροφῆς κνωδάλοις καὶ πετεινοῖς ἐξαρτύει τὸν ὄλεθρον καὶ λανθανόντως ἐπισπᾶται τῷ ὄμματι .
, καὶ πᾶσιν τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσιν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς
6156868 κρασπεδα
οὓς ποδεῶνας καλοῦσιν , καὶ οὗτοι ἄχρηστοι . Γ τὰ κράσπεδα , οὓς ποδεῶνας καλοῦσιν : οὗτοι δὲ ἄχρηστοί εἰσιν
Γ ὅτι τῶν ἀρχαίων οἱ στέφανοι κατὰ τὸ ὄπισθεν μέρος κράσπεδα εἶχον . οὐχ ἱμάτια , ἀλλὰ κράσπεδα στεμμάτων :
6150954 ἀδοκιμως
ἐπὶ τοῦ καλοῦ καὶ συμμέτρου . Ἐπίτοκος ἡ γυνή : ἀδοκίμως εἶπεν Ἀντιφάνης ὁ κωμικός , δέον ἐπίτεξ . Ἐγκάθετος
δόκιμον : προαλῶς δὲ μόνος Φαβωρῖνος λέγει καὶ Συνέσιος . ἀδοκίμως . . , . § , . . προσδεῖσθαι
6138728 φοινικοις
τε καὶ ὀθονίοις πολυτελέσιν , ὑπὸ δὲ ταῦτα πορφυροῖς καὶ φοινικοῖς χρυσουφέσιν . τοῦ δὲ μένειν τὴν σκηνὴν ὑπέκειντο κίονες
μέλασιν καὶ ποικίλοις . χρῶνταί γε μὴν οἱ ἁλιεῖς καὶ φοινικοῖς ἐρίοις καὶ ἁλουργέσι καὶ φελλοῖς καὶ ξύλοις : καὶ
6138634 πολυτελεσιν
κατεῖχον αὐτήν . οἱ δὲ ὑπερτείνοντες οὐρανίσκοι διάχρυσοι ποικίλμασιν ἐκπεπονημένοι πολυτελέσιν ἐσκέπαζον τὸν ἄνω τόπον . καὶ πρῶτοι μὲν Πέρσαι
προσφιλοκαλοῦντες τὰ ἐν ταῖς εὐτελεστέραις οὐσίαις τεχνικώτερα τῶν ἐν ταῖς πολυτελέσιν εἰργάσαντο βουληθέντες προσθήκῃ τοῦ ἐπιστημονικοῦ τὸ κατὰ τὴν ὕλην
6116865 ἀνατεταμενα
ἀετοί , εἰκόνες βασίλειοι , στέμματα , πάντα χρυσᾶ , ἀνατεταμένα ἐπὶ ξυστῶν ἠργυρωμένων . . . . ὀξύτης :
] καιόμενα γὰρ τὰ ξύλα πίσσαν ἀνίησιν . ἐξορθιάζων ] ἀνατεταμένα βοῶν . ταυρούμενον ] ἢ ἐμὲ ζημίαν μεμφόμενον ἢ
6113896 φειδωλους
μέγα τι συμβάλλεται τοῖς κεκτημένοις , ἀλλὰ τοὐναντίον γλίσχρους καὶ φειδωλοὺς ὡς τὸ πολὺ μᾶλλον τῆς πενίας ἀποτελεῖν πέφυκεν .
' ἄν τε μή . φησί που Εὔβουλος : τὰς φειδωλοὺς κερμάτων παλευτρίας , πώλους Κύπριδος ἐξησκημένας γυμνὰς ἐφεξῆς ἐπικαίρους
6111818 βοειοις
. Βοάγρια : τὰς ἀσπίδας : ἀπὸ τοῦ βεβυρσῶσθαι τοῖς βοείοις , . , . . . Βοᾷ : ἰστέον
ταῖς τοῦ ζυγοῦ ἀνάγκαις τοὺς αὐχένας αὐτῶν ἐμβαλὼν ἤλαυνεν . βοείοις δήσας : τοῖς ἐκ βοείων δερμάτων λώροις . ἤτοι
6096508 προβατοις
βλάβην ἰσχυρὰν καὶ τοῖς οἰκοῦσι καὶ τετραπόδοις φθοράν , μάλιστα προβάτοις , ἐν δὲ τῇ βʹ τριώρῳ κατασφαγὰς ἐν Λιβύῃ
καὶ οὐκ ἀναγκαζόμεθα ἑνικὴν εὐθεῖαν ἀκόλουθον ἐπιζητεῖν , ἥ τε προβάτοις πρόβασιν , ἥ τε πετάλοις πέταλσιν , οὕτως ἄστροις
6090670 ξυλινοις
ἐπειδὰν μέλλωσι προσφέρεσθαι , ἀποκλάσαντες ἀπ ' αὐτῶν ἐν τοῖς ξυλίνοις ποτηρίοις , οὓς καλοῦσι ταβαίτας , προβρέχουσι καὶ διηθήσαντες
κύκλος στεφάνη καλεῖται . κατείληπται δ ' ἥλοις σιδηροῖς καὶ ξυλίνοις παραλλὰξ ἑκατέροις , καὶ πλόκανον ἐν μέσῳ πέπλεκται ,
6084689 ἐνωτια
γίνονται γυναιξὶ μόναις συμφέρουσιν . ὅρμοι δὲ καὶ ἁλύσεις καὶ ἐνώτια καὶ λίθοι πολυτελεῖς καὶ πᾶς κόσμος περιδέραιος γυναικεῖος γυναιξὶ
. ἕρματα τρίγληνα μορόεντα . † ) τρίκορα κόσμια , ἐνώτια , τριόφθαλμα . τὸ δὲ μορόεντα ἀντὶ τοῦ μετὰ
6082848 ἐνσπονδος
ἐνεγράφησαν ταῖς σπονδαῖς . ἔνσπονδοι : φίλοι . κυρίως δὲ ἔνσπονδος ὁ ἀπὸ πολέμου . αʹ δημηγορία Κερκυραίων πρὸς Ἀθηναίους
ἀπὸ οἴνου σπονδή , σπεῖσαι ἀποσπεῖσαι ἐπισπεῖσαι , ἀπόσπονδος ἄσπονδος ἔνσπονδος ὁμόσπονδος ἡμίσπονδος ἐνσπονδότατος ἀσπονδότατος , σπονδῶν καὶ κρατήρων μετασχών
6079047 ἐλουετο
, καὶ ἔστη αὐτῷ ἄμφω : ψυχρὸς δὲ ἐγένετο : ἐλούετο δὲ μέχρι τῶν αἰδοίων κάτω πάνυ πολλῷ , ἕως
τε τοῦ Ἀθήνησιν Ὀλυμπιείου καὶ τῶν ἐν Δήλῳ ἀνδριάντων . ἐλούετο δὲ κἀν τοῖς δημοσίοις βαλανείοις ὅτε δημοτῶν ἦν πεπληρωμένα
6073794 πολυτελεσι
αὐτὸς δὲ ἐπιλεξάμενος τετρακοσίους Περσῶν τοὺς μεγίστους , ἐσθῆσί τε πολυτελέσι καὶ χρυσῷ κεκοσμημένους ἵππων τε καὶ τόξων παρασκευῇ ,
χώρας ἔργοις καὶ κατασκευάσμασιν ἀνυπερβλήτοις , τὰς δὲ πόλεις ἀναθήμασι πολυτελέσι καὶ παντοίοις ἐκόσμησαν . Καὶ τὰ μετὰ τὴν τελευτὴν
6053801 ἁρπαζουσιν
Καινὸν οὐδέν , ἀλλ ' οἷα καὶ πρὸ τοῦ : ἁρπάζουσιν , ἐπιορκοῦσιν , τοκογλυφοῦσιν , ὀβολοστατοῦσιν . Ἄθλιοι καὶ
οἱ Ἰλλυριοὶ καὶ ἄνδρας πολλοὺς καὶ ἔτι πλείονας τῶν γυναικῶν ἁρπάζουσιν : ἐσθέμενοι δὲ ἐς τὰς ναῦς ἔπλεον τὴν ἐπὶ
6053161 ὑπερελθοντων
νόει , διότι τὸ ὤπασαν δοτικῇ συντάσσεται , τὸ δὲ ὑπερελθόντων οὐ πρὸς τὴν σύνταξιν τοῦ ὤπασάν ἐστιν , ἀλλ
, ὦ παῖδες τοῦ Ἀλήτου , ἤγουν ὦ Κορίνθιοι , ὑπερελθόντων καὶ ὑπερελθοῦσι καὶ ὑπερνικήσασιν ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀέθλοις ,
6053035 Γυναιξι
πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν . Γίγνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν ὅπου τρέχεις . Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι
πολύν οὐ κεκραμένον σὺ πίνεις μεστὸς ὢν κοὐκ ἐξεμεῖς ; Γυναιξὶ δ ' ἀρκεῖ πάντ ' ἐὰν οἶνος παρῇ πίνειν
6052766 ἀνθοσμιας
θαλάσσης καὶ γίνεται ἀνθοσμίας . „ καὶ πάλιν : ” ἀνθοσμίας γίνεται ἐκ νέων ἀμπέλων ἰσχυρότερος ἢ ἐκ παλαιῶν .
ἑξῆς τέ φησι : „ τὰς ὀμφακώδεις συμπατήσαντες ἀπέθεντο καὶ ἀνθοσμίας ἐγένετο . „ : Φαινίας δ ' ὁ Ἐρέσιος
6046628 Μνησιππε
Σκύθαι καὶ θεοὺς εἶναι πεπιστεύκατε αὐτούς ; Θύομεν , ὦ Μνήσιππε , θύομεν , οὐ μὴν θεούς γε οἰόμενοι εἶναι
! ! ! ! ! ! ! ] , ὦ Μνήσιππε , ἐπὶ τοῖς γεγενημένοις [ : οὐ | γὰρ
6042846 λιθοκολλητους
εἶχεν ἐξηρτημένον κώδωνα χρυσοῦν , περὶ δὲ τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους . ἡ μὲν οὖν ἁρμάμαξα , τοιαύτην ἔχουσα τὴν
Σεμέλης θάλαμος , ἐν ᾧ ἔχουσαι χιτῶνας τινὲς διαχρύσους καὶ λιθοκολλήτους τῶν πολυτιμήτων . οὐκ ἄξιον δ ' ἦν παραλιπεῖν
6035615 ἁλουργει
δὲ ἱστὸς ἦν αὐτῆς ἑβδομήκοντα πηχῶν , βύσσινον ἔχων ἱστίον ἁλουργεῖ παρασείῳ κεκοσμημένον . πᾶς δ ' ὁ τοῦ βασιλέως
ἱστὸς ἦν αὐτῆς ἑβδομήκοντα πηχῶν , βύσσινον ἔχων ἱστίον , ἁλουργεῖ παρασείρῳ κεκοσμημένον . : Θαυμασάντων δὲ τῶν δαιτυμόνων τήν
6033352 Μελιτι
Φρυγίας χωρίον ὄνου ὦτα καλούμενον λέγει ὑπὸ Μίδου ληφθῆναι . Μέλιτι καταπάττων ἑαυτόν : ἐπὶ τοῦ μαλακίᾳ καλλωπιζομένου . Νῷ
. . . . . . δραχ . ιβʹ . Μέλιτι ἀρκοῦντι ἀναλάμβανε καὶ χρῶ . Ἐπὶ δὲ τῶν ὑπὸ
6030118 ἐπομπευσαν
ἱππεῖς δὲ δισμύριοι τρισχίλιοι διακόσιοι . Πάντες δ ' οὗτοι ἐπόμπευσαν , τὴν ἁρμόζουσαν ἑκάστῳ ἠμφιεσμένοι στολὴν , καὶ τὰς
μέγιστος ἐχώρει μετρητὰς τριάκοντα , ὁ δὲ ἐλάχιστος μετρητήν . ἐπόμπευσαν δὲ τρίποδες χρυσοῖ μεγάλοι τέτταρες : καὶ χρυσωματοθήκη χρυσῆ
6029051 τραγελαφους
ἅττ ' ἐποίεις ; οὐχ ἱππαλεκτρυόνας μὰ Δί ' οὐδὲ τραγελάφους , ἅπερ σύ , ἃν τοῖσι παραπετάσμασιν τοῖς Μηδικοῖς
, στρώματ ' , ἀργυρώματα , φιάλας , τριήρεις , τραγελάφους , καρχήσια , γαυλοὺς ὁλοχρύσους . πλοῖα ; τοὺς
6028107 χλαιναι
ἢ παρὰ πάμπαν ἀνείμονος ἠὲ πενιχροῦ , ᾧ οὔ τι χλαῖναι καὶ ῥήγεα πόλλ ' ἐνὶ οἴκῳ , οὔτ '
καὶ ἐσθὴς αὐτοῖς ἐστι : πρόκεινται γὰρ χειμῶνι μὲν στιφραὶ χλαῖναι , θέρει δ ' ἐξωμίδες εὐτελεῖς , ὡς εὐμαρῶς
6026017 διφρισκου
] ἦλθε , κατέλαβε . τρεῖς μναῖ ] ὀφείλονται . διφρίσκου ] ἤγουν ἅρματος . Ἀμυνίᾳ ] τῷ . ἄπαγε
ᾧ οἱ ἡνίοχοι ἐφεστῶτες ἐλαύνουσιν : ὑποκοριστικῶς δὲ εἶπε ” διφρίσκου “ διὰ τὸ μικροὺς εἶναι καὶ κούφους τοῖς ἀγωνιζομένοις
6020125 ἐσθητες
οὐκ ὀλίγος δὲ χρυσὸς διηρπάζετο , πολλαὶ δὲ καὶ πολυτελεῖς ἐσθῆτες , αἱ μὲν θαλασσίαις πορφύραις , αἱ δὲ χρυσοῖς
ἐν Πέρσαις δὲ τοῖς οἴκοι καὶ νῦν ἔτι πολὺ καὶ ἐσθῆτες φαυλότεραι καὶ δίαιται εὐτελέστεραι : ὁρῶν δὴ τὸν κόσμον
6013058 πανοπλιαις
φανερὸς τυραννίδος ὀρεγόμενος , τότε δὲ τοὺς ἀπόρους ἀναλαμβάνων καὶ πανοπλίαις κατασκευαζόμενος καὶ τοὺς πονηροτάτους ἔχων μεθ ' ἑαυτοῦ κατὰ
τοῦ πανοπλίαις . δορυσσόοις : ταῖς διὰ τῶν δοράτων σῳζούσαις πανοπλίαις . δορυσσόοις ] ἐν ὁπλίσμασιν ἱππικοῖς . δορυσσόοις ]
6002489 ἀγνως
Πλάτωνι ὁ ἀμαθὴς . ἀγνωμόνως : ἀνοήτως . ἀχαρίστως . ἀγνώς : ἄγνωστος . ἀγνῶτας : μὴ γινωσκομένους . ἄγομαι
με , πολλοῖς γενήσεται φανερόν : ἐγώ τε γὰρ οὐκ ἀγνώς , ὑμῶν τε πᾶσιν Ἕλλησι γνώριμος ἡ κακότης καὶ
5998027 προὐπινεν
' ἐκεῖνος , καὶ συνεστεφανοῦτο καὶ συνεπαιώνιζεν Φιλίππῳ καὶ φιλοτησίας προὔπινεν . Καὶ ταῦτ ' οὐκ ἔνεστιν ἐμοὶ μὲν οὕτω
νῦν ἔθος ἄκρατον ἐβόων , τὴν μεγάλην . ψυκτῆρά τις προὔπινεν ἄν , τοὺς ἀθλίους ἀπολλύων . Ἐπιγένης δ '
5991611 τραγους
αἰπόλος . Σὺ μὲν ἐμοὶ πεντήκοντα νέμειν δέδωκας καὶ δύο τράγους , οὗτος δέ σοι πεποίηκεν ἑκατὸν καὶ δέκα τράγους
, τὰ δ ' ἄρσενα λεῖπε θύρηφιν , ἀρνειούς τε τράγους τε , βαθείης ἔντοθεν αὐλῆς . αὐτὰρ ἔπειτ '
5989136 ὁδοιπορῳ
, οὐ Θρᾳκῶν ὅρια , καὶ Ἰλλυριῶν , δυσπόρευτα καὶ ὁδοιπόρῳ : ἀλλὰ νῦν ἐπανήκει μὲν τοῖς ἱππεῦσιν , ἐπανήκει
γεωργοῖς μὲν οὐ σφόδρα τίμια , κόραις δὲ παιζούσαις καὶ ὁδοιπόρῳ καμόντι καὶ βασιλεῖ Μήδων , ᾧ καὶ χρυσῆ πλάτανος
5981558 πολυτιμα
τί ἐστιν , ὡς ὑμήν . κατὰ τοῦτο δὲ καὶ πολύτιμα . . . . ποικιλτὴν ] ὃν λέγομεν πλουμάριον
ἥκιστα [ δὲ ] , ὅπως καὶ οἱ στρατιῶται τὰ πολύτιμα περιμάχητα ἡγοῖντο . Καῖσαρ τὰ ἁμαρτήματα τῶν στρατιωτῶν οὐ
5979738 ἐπεισηλθον
διὰ τὸ ἀπαρρησίαστον , ὥστε λέγεταί ποτε ὡς αὐτοῦ ἐξηγουμένου ἐπεισῆλθόν τινες αὐτοῦ ἀκοῦσαι , ὁ δ ' αἰδούμενος ἐσιώπησεν
διὰ τὸ ἀπαρρησίαστον , ὥστε λέγεταί ποτε ὡς αὐτοῦ ἐξηγουμένου ἐπεισῆλθόν τινες αὐτοῦ ἀκοῦσαι , ὁ δ ' αἰδούμενος ἐσιώπησεν
5975097 χρυσοι
ἐκαλεῖτο δέ τις καὶ βαλανωτὴ φιάλη , ἧς τῷ πυθμένι χρυσοῖ ὑπέκειντο ἀστράγαλοι . Σῆμος δ ' ἐν Δήλῳ ἀνακεῖσθαί
βοᾷ ἐὰν βοᾶται , χρυσοῦμαι χρυσοῖ χρυσοῦται ἐὰν χρυσῶμαι ἐὰν χρυσοῖ ἐὰν χρυσοῦται . Τοῦτο δὲ ἐπὶ ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ
5972398 κιθωνας
ἐπιχρύσους καὶ ἐπαργύρους καὶ φιάλας χρυσέας καὶ εἵματα πορφύρεα καὶ κιθῶνας νήσας πυρὴν μεγάλην κατέκαιε , ἐλπίζων τὸν θεὸν μᾶλλόν
τῇσι κεφαλῇσι ἀλωπεκέας ἔχοντες ἐστρατεύοντο , περὶ δὲ τὸ σῶμα κιθῶνας , ἐπὶ δὲ ζειρὰς περιβεβλημένοι ποικίλας , περὶ δὲ
5971794 φοινικεοι
λευκοί , τοῦ δὲ δευτέρου μέλανες , τρίτου δὲ κύκλου φοινίκεοι , τετάρτου δὲ κυάνεοι , πέμπτου δὲ σανδαράκινοι .
ταῖς ἀρχαίαις θυηπολίαις . σκευαὶ δὲ τῶν ὀρχηστῶν ἦσαν χιτῶνες φοινίκεοι ζωστῆρσι χαλκέοις ἐσφιγμένοι , καὶ ξίφη παρηρτημένα , καὶ
5971781 ἀργυρωνητοις
' εἰς δεσμοὺς τὰ τῶν ὑποχρέων ἀπῆγον σώματα καὶ ὥσπερ ἀργυρωνήτοις αὐτοῖς ἐχρῶντο . ταῦτα δὴ μαθὼν ἔπεμψεν ὁ Ταρκύνιος
τε ἄρχεσθαι καὶ ἑαυτοῖς ἄρχειν . ὅτι πρῶτοι Ἑλλήνων Χῖοι ἀργυρωνήτοις ἐχρήσαντο δούλοις μετὰ Θετταλοὺς καὶ Λακεδαιμονίους , ὥς φησι
5964001 μαραθα
φάρμακα μόνον ἐστίν , ἀλλὰ καὶ τροφαί , εὔζωμα καὶ μάραθα καὶ ἄνηθα : λέγω δὲ τὰς πόας αὐτὰς ἔτι
ἐλθὼν σήσαμα . ἀλλ ' ἔστιν ἔνδονἀσταφίδα . κεκομμένην , μάραθα , ἄνηθον , νᾶπυ , καυλόν , σίλφιον ,
5959715 ἐκκαρπιζεται
τρυγᾷ ἡ συνομιλία κακοῖς . ἐκκαρπίζεται ] ἐκφύει . θ ἐκκαρπίζεται ] ὡς καρπὸν δίδωσι . Ξ ἢ γὰρ ξυνεισβάς
κομίσασθαί τινα αὐτόν . . ἄτης ] βλάβης . . ἐκκαρπίζεται ] ἐκφύει . . ἢ γὰρ ξυνεισβὰς ] τὰ
5957799 κισσινοις
εἶχε χρυσῆν . Ἀλεξάνδρου δὲ καὶ Πτολεμαίου ἀγάλματα ἐστεφανωμένα στεφάνοις κισσίνοις ἐκ χρυσοῦ . τὸ δὲ τῆς Ἀρετῆς ἄγαλμα τὸ
ἔχουσαι πτέρυγας . Ἔφερον δ ' αὗται θυμιατήρια ἑξαπήχη , κισσίνοις χρυσοῖς κλωσὶ διακεκοσμημένα , ζῳωτοὺς ἐνδεδυκυῖαι χιτῶνας , αὐταὶ
5952824 σφενδοναι
λίθους δαψιλεῖς ἐπιτιθέασιν . ὁπλισμὸς δ ' ἐστὶν αὐτοῖς τρεῖς σφενδόναι , καὶ τούτων μίαν μὲν περὶ τὴν κεψαλὴν ἔχουσιν
φεύγει ] . γυναικάνδρεσσι ποθεινοί . αἴ κά τυ βλείης σφενδόναι . ἔνθα δέος , ἐνταῦθα καἰδώς . ἱαρὸν ἁ
5948698 καταπελταις
καὶ ὅταν Ἀθήνας πολιορκῇ , μυρίαις πανοπλίαις καὶ τοῖς ἴσοις καταπέλταις καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις βέλεσιν εἰς τὸν πόλεμον ἱκανοῖς
γὰρ αὐτοῖς οἱ ἀπὸ τῶν τειχῶν συναγωνιζόμενοι καὶ τοῖς ὀξυβελέσι καταπέλταις οὓς μὲν ἀπέκτεινον τῶν πολεμίων , οὓς δὲ κατετίτρωσκον
5948045 κρωβυλους
κεἴ τι πνίγει βρῶμά τι . Στῖμιν , κάτοπτρα , κρωβύλους , κεκρυφάλους . Εὔθυνος δ ' ἔχων σανδάλια καὶ
κεἴ τι πνίγει βρῶμά τι . στίμμιν , κάτοπτρα , κρωβύλους , κεκρυφάλους . Εὔθυνος δ ' ἔχων σανδάλια καὶ
5944478 σκιερα
ἐκ Βελλεροφόντου παίζει ⌈ ταῦτα Γ : πάρες , ὦ σκιερὰ φυλλάς Γ , ὑπερβῶ κρηναῖα νάπη : τὸν ὑπὲρ
ἧσσόν ἐστιν εὔπνους καὶ εὐήλιος : διόπερ καὶ χειμῶνός ἐστι σκιερὰ καὶ ψυχρὰ καὶ θέρους δυσήνεμος καὶ πνιγώδης : διόπερ
5943471 πολυγαμους
δισώμῳ δὲ ἢ πολυμόρφῳ πάλιν ἢ καὶ πλείοσιν ἑῴοις συσχηματισθεὶς πολυγάμους . Κρόνου μὲν οὖν ὡσαύτως τῷ μὲν ἡλίῳ συσχηματισθέντος
ἢ καὶ πλείοσιν ἐν τῷ αὐτῷ ζῳδίῳ τὴν συναφὴν ἐπέχουσα πολυγάμους . κἂν μὲν οἱ τὰς συναφὰς ἐπέχοντες τῶν ἀστέρων
5940118 ἀγριοις
ἐπειδὴ καὶ πλείονος ἄξια φροντίδος ἐστὶ καὶ οὐχ ὁμοίως τοῖς ἀγρίοις εὔτονα , γεωργικῆς ἐπιστήμης δεόμενα πρὸς κραταιοτέραν δύναμιν .
θΞ φιλοστόνως ] θρηνωδῶς . ματαίοις ] ἀνωφελέσι . θΞ ἀγρίοις ] τοῖς δυναμένοις ἐκπλῆξαι . ἀγρίοις ] θρηνητικοῖς .
5938365 χρυσιτιν
ὁδοὺς γινώσκουσιν : ὅθεν ἐπ ' αὐταῖς οἱ Ἰνδοὶ τὴν χρυσῖτιν κόνιν τῶν Ἰνδικῶν μυρμήκων κλέπτουσι πρὸς ἀνατολὰς ὁδεύοντες .
εἰσιν οἰκεῖσθαι δυνάμεναι , ὡς δ ' εἰρήκασί τινες καὶ χρυσῖτιν ἔχουσαι γῆν . αἴτιον δ ' ὅτι καὶ οἱ
5932403 τιαρας
τε καὶ μορφὰς μιμησαμένη , στεφάνους τε καὶ σκῆπτρα καὶ τιάρας καὶ θρόνους ὑψηλούς : καθάπερ οἱ περιττοὶ τεχνῖται κλίνας
Πέρσαι μὲν ὧδε ἐσκευασμένοι : περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι εἶχον τιάρας καλεομένους πίλους ἀπαγέας , περὶ δὲ τὸ σῶμα κιθῶνας
5931147 ἐπομπευον
τὰ δημόσια . τελευταῖα δὲ πάντων αἱ τῶν θεῶν εἰκόνες ἐπόμπευον ὤμοις ὑπ ' ἀνδρῶν φερόμεναι , μορφάς θ '
οἱ δ ' ἱππεῖς τῶν Συβαριτῶν ὑπὲρ τοὺς πεντακισχιλίους ὄντες ἐπόμπευον ἔχοντες κροκωτοὺς ἐπὶ τοῖς θώραξιν , καὶ τοῦ θέρους
5928364 πελεκεις
χεῖρας ἐλθόντας , ταῖς σπάθαις μάχονται . οἳ δὲ καὶ πελέκεις μικροὺς φέρουσι πάντοθεν ἐν κύκλῳ ἀκωκὰς ἔχοντας . ἑκάστης
ὁ δὲ τοὺς εὐρώστους καὶ ἀκμάζοντας ἐπιλεξάμενος ἐξήγαγε δρέπανα καὶ πελέκεις καὶ ἀξίνας ἔχοντας ὡς τεμοῦντας ὕλην εἰς πυρκαϊὰν νεκρῶν
5927227 αἰγαγρος
κατ ' αὐτῶν κατενεχθεὶς τύχῃ , κατακλᾶται . ὅτι ὁ αἴγαγρος τὸν πατέρα γηρωκομεῖ καὶ ὅτε τῷ γήρει μὴ προϊέναι
πέρδικες ἢ ὄρτυγες , τρυγόνες , χερσαίων δὲ λαγώς , αἴγαγρος , δορκάδες , τῶν δὲ ἡμέρων τὰ ἀκροκώλια τῶν
5923262 ἁλουργις
τυραννίδος ἐρᾷ . καὶ οὐκ ἔμελλε καί , ἦν γὰρ ἁλουργὶς ἀγάλματι περικειμένη , ταύτην ἐνδὺς ἔργου εἴχετο . προσπεσόντες
δικάζει μήτε θύει , ἀλλὰ πομπεύει μόνον . ἔστι δὲ ἁλουργὶς χρυσῆ : ἐξ ἴσου γὰρ ὁ χρυσὸς ὕφανται τῇ
5921660 καρποφορα
τῷ βρέφει , καὶ τῶν δένδρων ἄρρενα μὲν καλοῦσι τὰ καρποφόρα , θήλεα δὲ τὰ μὴ φέροντα τοὺς καρπούς ,
ὅπου ἂν οἰκῶσιν ἄνθρωποι ; οἱ δὲ στρουθοὶ περὶ τὰ καρποφόρα τῶν δένδρων ; οἱ δὲ κύκνοι ὅπου ἔξεστιν αὐτοῖς
5918900 θανασιμος
ιεʹ . Ἀνθρώποισιν ἐν τοῖσιν ὠσὶ ῥύπος ὁ μὲν γλυκὺς θανάσιμος , ὁ δὲ πικρὸς οὔ . Καὶ οὗτος ὁ
ἐστιν . ὡς οὖν κατὰ φύσιν ἐστὶν , οὐκ ἔστι θανάσιμος , ἐπειδὴ ἐν τῷ κατὰ φύσιν . πῶς οὖν
5915758 μονογαμους
μονοειδεῖ ζῳδίῳ τύχῃ ἢ μεθ ' ἑνὸς ἑῴου τῶν ἀστέρων μονογάμους , ἐὰν δὲ ἐν δισώμῳ ἢ πολυμόρφῳ ἢ πάλιν
μονοειδεῖ ζῳδίῳ ἢ καὶ ἑνὶ τῶν ἀστέρων συνάπτουσα τύχῃ , μονογάμους ἀποτελεῖ , ἐὰν δὲ ἐν δισώμῳ ἢ καὶ πολυμόρφῳ
5911539 ἐξωπλισμενοι
Ὑρκανίους καὶ τοὺς ἀμφὶ Τιγράνην : καὶ οἱ Πέρσαι δὲ ἐξωπλισμένοι ἦσαν : ἤδη δέ τινες τῶν προσχώρων καὶ ἵππους
. οἱ δὲ Λακωνικοὶ φρουροὶ ἐν τῷ ἡμίσει τοῦ Ὠιδείου ἐξωπλισμένοι ἦσαν : ἦν δὲ ταῦτα ἀρεστὰ καὶ τῶν πολιτῶν
5907254 κανυστρον
δ ' ἐν Ἀμφικτύοσιν εἰπόντος δουλοπό - νηρον ῥυπαρὸν σκόλυθρον κάνυστρον ἔνιοι ἀκούουσιν . καὶ ὅταν μὲν ἐν Ἀχαρνεῦσιν εἴπῃ
σὺ προκύκλει ἐκ πίονος οἴκου οἴνου τε δέπαστρον τυροῦ τε κάνυστρον : καὶ πύρνα χελιδὼν καὶ λεκιθίταν οὐκ ἀπωθεῖται :
5899424 χρυσαι
ἡδὺ καὶ μετέωρον ὑπὸ τοῦ τιάρᾳ ἐπισοβεῖν , ἧς οἷα χρυσαῖ λιβάδες ἡ κόμη τοῦ μειρακίου ἀποστάζουσα μετώπῳ ὁμολογεῖ καὶ
. καὶ στέφανοι εἰσηνέχθησαν πολλοὶ παντοδαπῶν ἀνθέων ἐπὶ πᾶσί τε χρυσαῖ στλεγγίδες , ὁλκὴν ἴσαι τῷ πρώτῳ στεφάνῳ . ἐπὶ
5899280 γηραιοι
τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας , ὡς εἰκός , γηραιοὶ τελευτῶντες ἄλλον τοιοῦτον βίον τοῖς ἐκγόνοις παραδώσουσιν . Καὶ
τὸν βίον ἐν εἰρήνῃ μετὰ ὑγιείας , ὡς εἰκός , γηραιοὶ τελευτῶντες ἄλλον τοιοῦτον βίον τοῖς ἐκγόνοις παραδώσουσι . ὅτι
5897020 φιλοφροσυναις
οἰκίαις ἀναλαμβάνοντες τραπέζαις τε ὑπεδέχοντο λαμπραῖς καὶ ταῖς ἄλλαις ἐξένιζον φιλοφροσύναις . πολυτελὴς δὲ καὶ ἁβροδίαιτος ἱκανῶς τοῖς Καμπανίαν οἰκοῦσι
τὸν Ἱέρωνα τὸ τοῦ Ἀγησίου ἐγκώμιον δέξασθαι . σὺν δὲ φιλοφροσύναις : ὅτι φίλος Ἀγησίας Ἱέρωνος καὶ μάντις : ὃς
5896522 δαψιλεσι
τῆς ὑστέρας στόματος , μὴ βιάζεσθαι ἀλλ ' ἐγχυματισμοῖς λιπαροῖς δαψιλέσι χρῆσθαι ἐγκαθίσμασί τε καὶ ἐμβροχαῖς ταῖς ὁμοίαις καὶ καταπλάσμασιν
χώραν εὐδαίμονα λειμῶσί τε μαλακοῖς διειλημμένην καὶ πηγαίοις ὕδασιν ἀρδευομένην δαψιλέσι , δένδρα τε καρποφόρα παντοῖα καὶ πολλὴν ἄμπελον αὐτοφυῆ
5889003 κρανη
ᾖδον . ἐπύκτευον δὲ οἱ ἀρχαῖοι Λακεδαιμόνιοι διὰ τάδε : κράνη Λακεδαιμονίοις οὐκ ἦν , οὐδ ' ἐγχώριον ἡγοῦντο τὴν
πολλὰ ἐς τὰς ναῦς , ἀσπίδας τε καὶ θυρεοὺς καὶ κράνη καὶ θώρακας , ἔτι δὲ βέλη τε καὶ ἀκόντια
5885031 ὀκλαδιας
χρυσοῦς τέττιγας περὶ τὸ μέτωπον καὶ τὰς κόμας ἐφόρουν : ὀκλαδίας τε αὐτοῖς δίφρους ἔφερον οἱ παῖδες , ἵνα μὴ
ἀναθήματα δὲ ὁπόσα ἄξια λόγου , τῶν μὲν ἀρχαίων δίφρος ὀκλαδίας ἐστὶ Δαιδάλου ποίημα , λάφυρα δὲ ἀπὸ Μήδων Μασιστίου
5883794 φορουσι
ἕως μὲν οὖν ἂν ὦσι παῖδες μικροί , ξύλινα ἱμάτια φοροῦσι , καὶ περιέρχονται οὕτως ἠμφιεσμένοι : ἐπειδὰν δὲ νεανίσκοι
τραχηλοκοπηθῆναι τὸν ἰδόντα σημαίνει : τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς κέρατα φοροῦσι ζῴοις συμβαίνει . Ὦμοι παχεῖς καὶ εὔσαρκοι πᾶσιν ἀγαθοὶ
5883168 διαλιθος
τάλαντα ἐν φορήμασι διακοσίοις εἴκοσι , φιάλη δέκα ταλάντων χρυσοῦ διάλιθος , χρυσωμάτων παντοῖαι κατασκευαὶ ταλάντων δέκα , ἐλεφάντων ὀδόντες
τὴν στεφάνην κυκλόθεν τὰ πρὸς τὴν ἄνω πρόσοψιν ᾠοθεσία κατεσκεύαστο διάλιθος , ἐκτύπωσιν ἔχουσα προοχῆς συνεχέσιν ἀναγλυφαῖς ῥαβδωταῖς , πυκνὴν
5882209 ἀσταφιδες
ζῴοις ἄρτοι τε οἱ μέγιστοι καὶ κριθαὶ καὶ ἰσχάδες καὶ ἀσταφίδες καὶ κρόμμυα καὶ σκόροδα καὶ μέλι χύδην σχίνου τε
καθ ' ὥραν τετρυγημένοι . Νὴ Δί ' , ἐπεὶ ἀσταφίδες γε πάντες ἤδη εἰσί . Τοὺς τραυματίας ἐπὶ τούτοις
5881829 προηγουντο
τριακόσιαι λόγχας καὶ σαρίσας καὶ τόξα καὶ ἀκόντια γέμουσαι : προηγοῦντο δὲ αὐτῶν ὡς ἐν πολέμῳ σαλπιγκταί . ἦσαν δὲ
δὲ δεκαδάρχους τῇ δεκάδι ἕκαστον κελεύειν παραγγέλλειν . ἐκ τούτου προηγοῦντο μὲν οἱ Ὑρκάνιοι , αὐτὸς δὲ τὸ μέσον ἔχων
5881343 ἐφθονουν
αὐτοῖς . ἐγὼ μέντοι , εἰ χρὴ τἀληθὲς εἰπεῖν , ἐφθόνουν τῷ Ἄρει μὴ μόνον μοιχεύσαντι τὴν καλλίστην θεόν ,
Καμπανοῖς ἁβροδιαίτοις καὶ πολυτελέσιν οὖσι κοινωνοῦντες ἐφθείροντο τὰς γνώμας καὶ ἐφθόνουν ὧν ἔχουσι ἀγαθῶν , αὐτοὶ πενόμενοι καὶ τὰ χρέα
5879348 ἐδειπνει
τῇ ψυχῇ παρακελευσάμενος θαρρεῖν , ὅτι ἔσονται συμβολαί , πάλιν ἐδείπνει . Ὡς δ ' ἀφῃρέθησαν αἱ τράπεζαι καὶ ἔσπεισάν
ἔνδον δειπνεῖν οὐκ ἠθέλησεν , ἀλλ ' ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἐδείπνει καὶ τὸν Γωβρύαν σύνδειπνον παρέλαβεν . ἐπὶ στιβάδος δὲ
5878542 συναριθμειται
βρεττανικῇ , τρίτῳ καὶ δεκάτῳ τῆς βασιλείας ἔτει , καὶ συναριθμεῖται τοῖς θεοῖς . Γαλέριος δὲ , ἀνὴρ καὶ κατ
πρὸς ἱστορικὴν ἀκρίβειαν καὶ κρίσιν ἀληθεστέραν . βιάζεται γοῦν καὶ συναριθμεῖται τὸν χρόνον ἔς τε τὰς ὀλυμπιάδας περιγράφων καὶ τοὺς
5877462 κρανεσιν
διὰ τῆς φάλαγγος πετόμεναι καὶ προσκαθίζουσαι ταῖς ἀσπίσι καὶ τοῖς κράνεσιν εὐθαρσεῖς ἐποίουν τοὺς στρατιώτας , ἑκάστων οἰωνιζομένων διὰ τὸ
τρίχα ⌈ λέγει , ἀλλὰ καὶ ἃς ἐτίθουν ἐν τοῖς κράνεσιν ⌈ : ὅθεν καὶ ⌈ ” καρηκομώωντας “ φησὶν
5873405 γρᾳδια
τραγικὸν πέσημα . πάντων γέ τοι μέτρον ἐστὶ τοὐπιεικές . γρᾴδια μεθύοντα καὶ λυττῶντα . . ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος
καὶ ἕωθεν μὲν εὐθὺς ἦν ὁρᾶν παρὰ τῷ δεσμωτηρίῳ περιμένοντα γρᾴδια χήρας τινὰς καὶ παιδία ὀρφανά , οἱ δὲ ἐν
5873134 τετραπηχεις
. ὑπῆρχον δὲ καὶ ἄνδρες ἐπὶ καμήλων ὀχούμενοι , μαχαίρας τετραπήχεις ἔχοντες , τὸν ἀριθμὸν ἴσοι τοῖς ἅρμασι . ναῦς
ἐξ εὐνῆς τηροῦς ' ἐπὶ τοῖσι δρυφάκτοις ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις : κἄπειτ ' εὐθὺς προσιόντι ἐμβάλλει μοι τὴν χεῖρ
5872149 κομωσι
καὶ πάντες λεῖοι πρὸς αὐτὸν ἤρχοντο : Λουκϊανὸς δὲ τοῖς κομῶσι , καὶ πάντες κομῶντες . ζήτει δὲ καὶ τοὺς
ἱππικὴν ἔχοντες . Θ κἀν τοῖς Ἱππεῦσι μὴ φθονῆτε ἡμῖν κομῶσι Θ μηδ ' ἀπεστλεγγισμένοις . Θ ἱππάζεταί τε :
5869652 σφαγεντων
. ὑπὲρ τῶν ἵππων τῶν θανόντων ἐν Σικελίᾳ καὶ τῶν σφαγέντων ἀνδρῶν τιμὰς ὑπερβαλλούσας . . . καὶ ἐπολέμησαν ἔτη
ῥεύματος ὄντος . διόπερ οὐκ ἐλάττους τῶν ἐν τῷ διωγμῷ σφαγέντων εὑρέθησαν παρὰ τὸν ποταμὸν τετελευτηκότες ἄτρωτοι . ἔπεσον δ
5869024 κρανεα
Ἀσσύριοι δὲ στρατευόμενοι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι εἶχον χάλκεά τε κράνεα καὶ πεπλεγμένα τρόπον τινὰ βάρβαρον οὐκ εὐαπήγητον : ἀσπίδας
ἐγένετο τοῖσι οἱ Ἕλληνες ἐχρήσαντο : καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες καὶ ἐπὶ τὰς
5864363 πλοκαμοι
μοῦναιν : αἰολικὸν , ἰωνικόν . κοτυληδόνες : φολίδες , πλόκαμοι , πλεκτάναι , τὰ καρφία , αἱ κοιλότητες τῶν
ἢ χρυσόπαστον . Τρίχες δὲ τῶν ἵππων οὐραῖαι διαπλέκονται καθάπερ πλόκαμοι γυναικῶν καὶ διαδοῦνται καὶ περισφίγγονται πορφυραῖς τε καὶ ποικίλαις
5863733 δυσιατοι
, ὅταν ἡ θλάσις αὐτῶν ἔχῃ τι καὶ φλεγμονῆς καὶ δυσίατοι γίνωνται . Ἐπικρατεῖν μὲν οὖν χρὴ ἐν ἀρχῇ μὲν
καὶ ἀκμάζουσι συνισταμένους . οἱ γὰρ δὲ τοῖς γέρουσιν ἐπιγινόμενοι δυσίατοι πεφύκασι , μήτ ' ἰσχυρῶν φαρμάκων ὧδε βοηθούντων ,
5863479 κοπισι
θεάν . ὅτι βάρακες παρὰ Φιλυλλίῳ σημαίνουσι τὰς ἐν τοῖς κοπίσι μάζας καὶ οὐ τολύπας , ὡς Λυκόφρων νοεῖ ,
ὀχετόν , οἳ δὲ ὡπλίζοντο ἐπὶ τὸν πολέμιον , καὶ κοπίσι καὶ ξυροῖς τεθηγμένοις αὐτοῦ διέκοπτον τὰς πλεκτάνας , ὡς
5859840 παλτα
Ἀρριανός : ἐξηκόντιζον εἰς τοὺς προμαχομένους τοῦ τείχους οἱ μὲν παλτά , οἱ δὲ λίθους , οἱ δὲ τοξεύματα .
ὠμῶς τε καὶ ξὺν ὕβρει ἐξηγεῖτο . . . . παλτά : Ἀρριανός : ἐξηκόντιζον εἰς τοὺς προμαχομένους τοῦ τείχους
5854857 πυκται
ἐκ τῶν πρὸς αὐτοὺς παραδειγμάτων εὕρισκεν . ὥσπερ οὖν οἱ πύκται περὶ τῆς στάσεως πρῶτον ἠγωνίσαντο , οἱ δὲ ἐδέχοντο
. πρῴην τοίνυν οἱ μὲν ᾤχοντο εἰς Μερόην , οἱ πύκται , ἐγὼ δὲ εἰσεκάλουν τοὺς νέους . οἱ δὲ
5854471 Λιβυκοι
ἐστιν εὐθὺς ἀπὸ τῶν χωρῶν ἔχοντα τὰς ἐπωνυμίας , οἷον Λιβυκοὶ Ποντικοὶ Θρᾷκες Ἀσσύριοι Αἰγύπτιοι Σικελοί . διαφορὰς δὲ καὶ
μεθ ' οὓς οἱ πυρροί . οἱ δὲ λευκοὶ καὶ Λιβυκοὶ σκιλλώδεις : χείρονες δὲ πάντων οἱ Αἰγύπτιοι . αἱ

Back