δὲ φαῦλος αὐλὸς καὶ ἄγλωττος καὶ ἄφθογγος , ἀραιός , διάβροχος , ἔξαυλος : καὶ ἐξηυλημέναι γλῶτται αἱ παλαιαί .
ἡμεῖς ἐπεφροντίκειμεν αὐτοῦ , κατ ' ὀλίγονοὐ γὰρ τέλεον ἦν διάβροχος τῇ Μέθῃἀνένηφε πρὸς τοὺς λόγους καὶ ἀφῃρεῖτο τοὺς στεφάνους
7505869 βωλῳ
ἔφη , δεῖξόν μοι , ὡς βαλῶ γε πάντῃ τῇ βώλῳ ἀνελόμενος : καὶ ὁ μὲν Κῦρος δείκνυσιν αὐτῷ ,
εὐποροίη τις τοῦ λίθου τοῦ αἱματίτου , κεχρήσθω τῇ Ἀρμενίᾳ βώλῳ καλλίστῃ οὔσῃ ἢ τῇ Σαμίᾳ ἢ τῇ Λημνίᾳ σφραγῖδι
7330602 ποταμιος
λοχμῶδες φυτὸν ὁ φελεὺς , οὗ μνημονεύει Θεόφραστος , ὅτι ποτάμιός ἐστι βοτάνη καθάπερ καὶ τὸ βούτομον . . νηκτικὸν
λοχμῶδες φυτὸν ὁ φελεὺς , οὗ μνημονεύει Θεόφραστος , ὅτι ποτάμιός ἐστι βοτάνη καθάπερ καὶ τὸ βούτομον . . νηκτικὸν
7291453 πιναρος
, δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ
λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ
7229361 ναυτιλος
τοῦ ι γράφονται : Ζωΐλος : Καδμίλος : Τρωΐλος : ναυτίλος : βανδίλος : πενθίλος : ὀργίλος : Μυρτίλος :
, ταῦτα δ ' ἀμφότερα πολέμια πολύποδι . ὁ δὲ ναυτίλος καλούμενος , φησὶν Ἀριστοτέλης , πολύπους μὲν οὔκ ἐστιν
7171674 ἐγχυτον
τῷ ἀπὸ ϲτύρακοϲ μύρῳ . ὑγρὸν δὲ γίγνεται κάρτα ὡϲ ἔγχυτον : ἐγχεῖται δὲ διὰ τοῦ ῥινόϲ γ ' αὐλοῦ
ἱκέτευε τὴν κράμβην τὴν ἑπτάφυλλον , ᾗ θύεσκε Πανδώρη Θαργηλίοισιν ἔγχυτον πρὸ φαρμάκου . καὶ Ἀνάνιος δέ φησι : καὶ
7162889 παρεμφερης
ποτὲ [ δὲ ] γνόφος : καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ ,
' ὕδωρ , ποτὲ γνόφος : καὶ θηρσὶν αὐτὸς γίνεται παρεμφερής , ἀνέμῳ νεφέλῃ τε καὶ ἀστραπῇ , βροντῇ ,
7162706 καπνιζομενη
' ἐγώ , οὐδεὶς ὑποκριτής ἐσθ ' ὅλως εἰργασμένος . καπνιζομένη τυραννὶς αὕτη ' σθ ' ἡ τέχνη . ἀβυρτακοποιὸς
' ἐγώ , οὐδεὶς ὑποκριτής ἐσθ ' ὅλως εἰργασμένος . καπνιζομένη τυραννὶς αὕτη ' σθ ' ἡ τέχνη . ἀβυρτακοποιὸς
7157900 χειροηθες
ζέον αὐτοῦ καὶ πεπυρωμένον ἄγαν ἡμέρωσον : τιθασὸν γὰρ καὶ χειρόηθες εἰ γένοιτο , ἥκιστα ἂν βλάψαι . τίς οὖν
ἑκάτερον πάλιν ἔτεμνεν τὸ μὲν ἄλογον εἰς ἀτίθασόν τε καὶ χειρόηθες εἶδος , τὸ δὲ λογικὸν εἰς ἄφθαρτόν τε καὶ
7116336 καπνοδοχη
γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει . κάπνη ] ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ψοφεῖ ] ψόφον ποιεῖ . συκίνῳ : ὅτι
δι ' οὗ ὁ καπνὸς ἐξέρχεται , ἤγουν ἡ κοινῶς καπνοδόχη . ταῦτα δὲ πάντα γελοίου χάριν εἰσάγει κωμικῷ ἔθει
7115000 ἐμπυροις
, Οὐλυμπία , δέσποιν ' ἀλαθείας , ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου , εἴ τιν ' ἔχει
ὕδατος οὐκ ἄλογος ἄλλως τε καὶ ἐν τόποις θερμοῖς καὶ ἐμπύροις . Ἐπεὶ καὶ ἐν τοῖς μὴ τοιούτοις αἱ διαδόσεις
7114320 αὐος
Ἀγρὸς ἡ πόλις : ἐπὶ τῶν ἀτακτούντων . Ἀγναπτότατος βάτος αὖος : ἐπὶ τοῦ σκληροῦ καὶ αὐθάδους . Ἀγρία μέλιττα
ἀστράγαλος παρὰ τὸ ἀστραβὴ καὶ ὀρθὴν φυλάσσειν τὴν βάσιν . αὖος ὁ ξηρός : κατὰ στέρησιν τοῦ ὕεσθαι : ὁ
7107370 ὑπαιθρια
αἴθρῃ καὶ καμάτῳ δεδμημένον . καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ συνηθείᾳ ὑπαίθριά φαμεν τὰ ὑπὸ ἀνέμου καταπνεόμενα . πλαγκταὶ πέτραι ἐν
αἴθρῃ καὶ καμάτῳ δεδμημένον . καὶ ἡμεῖς ἐν τῇ συνηθείᾳ ὑπαίθριά φαμεν τὰ ὑπὸ ἀνέμου καταπνεόμενα . πλαγκταὶ πέτραι ἐν
7104657 λαμπουσα
δίφρου . ἠὼς δέ ἐστιν ἡ πρὸ τῆς ἀνατολῆς ἡλίου λάμπουσα . ἔνιοι δὲ μονόπωλον οὐχὶ τὴν ἕνα πῶλον ἔχουσάν
με κόμας ἐμᾶς δεῦσαι παρθένιον χλιδὰν Φοιβείαισι λατρείαις . ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικορύφων σέλας ὑπὲρ ἄκρων βακχεῖον Διονύσου ,
7103049 γαργαρεων
Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ
ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης
7100612 ῥηξει
ἀστραπῆς καθυστέρησεν : ἅμα γὰρ τὸ πλῆξαν πνεῦμα τῇ τε ῥήξει τὸν ἦχον καὶ τῇ πυρώσει τὴν λάμψιν ἐποίησεν ,
πρέμνον ἢ στύπος δρυὸς ὅπως τις ὑλοκουρὸς ἐργάτης ὀρεύς , ῥήξει πλατὺν τένοντα καὶ μετάφρενον , καὶ πᾶν λακίζους '
7083637 δνοφερον
τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος
ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε '
7083258 στιβας
φησίν . χἁ στιβάς : ὑποστρώσομεν καὶ στιβάδα πήχεως . στιβάς : στρωμνὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἐκ φύλλων πῆχυν ἔχουσα
ἐνὶ δρυμοῖσι τὸν ἀνέρα μύρεο , Κύπρι : οὐκ ἀγαθὰ στιβάς ἐστιν Ἀδώνιδι φυλλὰς ἐρήμα . λέκτρον ἔχοι , Κυθέρεια
7080158 μελαινομενη
ὡς τέφρα γιγνομένη , καὶ αὖθις μηλινοειδής , καὶ ἄλλοτε μελαινομένη , καὶ ἄλλοτε εἰς † ὄψιν † ἄγει τοὺς
ἐϲτὶν ἡ θειόχρουϲ λεῖα ὁμαλὴ καθαρὰ καὶ ἐν τῇ θίξει μελαινομένη ταχέωϲ . Πομφόλυξ ἀρίϲτη ἐϲτὶν ἡ Κυπρία , ἐν
7072140 πιτυι
Κώνου ὁ μὲν φλοιὸϲ καὶ τὰ φύλλα παραπληϲίαϲ εἰϲὶ τῷ πίτυι δυνάμεωϲ , δριμύτερα δὲ καὶ δραϲτικώτερα . ὁ δὲ
ὡς καὶ νῦν ἀπᾴδων ἐλήλεγκται , καὶ παρέστηκε μὲν τῇ πίτυι , ἀφ ' ἧς κρεμασθήσεσθαι οἶδε ταύτην ἑαυτοῦ καταδικασάμενος
7067320 νεμομενος
ἔνθ ' οὔτε ποιμὴν ἀξιοῖ νέμειν βοτὰ οὔτ ' ἀσχέδωρος νεμόμενος καπρῴζεται . οὐδὲν δὲ θαυμαστὸν Αἰσχύλον ἐν Σικελίᾳ διατρίψαντα
λέγει . Ἦν δὲ ἄρα πέτραις ἠθὰς καὶ ἐν ταύταις νεμόμενος γένος κεστρέως ἰχθύς , καὶ ἰδεῖν ξανθός ἐστι .
7064982 χρυσολιθος
αὐτὰ πρῶτον τὸ θεῖον ὕδωρ : πνευματοῖ δὲ ὕστερον ὁ χρυσόλιθος . Οὐκοῦν σημειωσώμεθα ὅτι , δύο βαφῶν ὄντων κατὰ
ἀποπλύσει : μελάνωσις δὲ , ὅταν πρὸ τῆς ἀποπλύσεως ὁ χρυσόλιθος μιγῇ : ἐξίσχνωσις δὲ , ὅταν ἐν τῷ χρυσολίθῳ
7057354 μαινιδι
ἱππούροις , ὀρφοὶ δὲ τρίγλῃ , κιῤῥίδι πέρκη , χρύσοφρυς μαινίδι , καὶ πολύποδι μύραινα . ἐπὶ μείζονας : κατὰ
τρίγλη δ ' ὀρφὸν ἔπεφνε καὶ ἔσπασε κιρρίδα πέρκη , μαινίδι δὲ χρύσοφρυς ἀνέλκεται : αὐτὰρ ἀνιγραὶ μύραιναι μετὰ σάρκας
7052509 ῥηγμινος
πέπταται , ἀγκοίνῃσιν ἐφήμενα πετραίῃσι : καρκίνος αὖ ψηφῖδα παρὰ ῥηγμῖνος ἀείρας λέχριος ὀξείῃσι φέρει χηλῇσι μεμαρπώς , λάθρη δ
δὴ σκιρτῷεν ἐπ ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης , ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς πολιοῖο θέεσκον . εἰ μὲν οὖν μυθικῶς τις
7036171 ἐτακη
λούεσθαι καὶ ἀλείφεσθαι μυρσίνῳ ἐλαίῳ ἢ ὀμφακίνῳ , ἐν ᾧ ἐτάκη στέαρ ἀρκεῖον ἢ συάγρων . ἐὰν δὲ νεοσσὸν μικρὸν
τὴν πτέρωσιν ἡρμοσμένος , ἐπειδὴ τάχιστα πρὸς τὸν ἥλιον ἐκεῖνος ἐτάκη , πτερορρυήσας εἰκότως κατέπεσεν : ἡμῖν δὲ ἀκήρωτα ἦν
7033101 κραστις
ἄλλοις δὲ πλείοσιν αἱ πρασοκουρίδες . ταύτας μὲν οὖν ἡ κράστις ἀθροισθεῖσα ἀπόλλυσι καὶ ὅταν κόπρος ἀθρόα που καταλάβῃ :
εἶδος . ὁ δὲ χόρτος καὶ χιλὸς καὶ βοτάνη καὶ κράστις , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ἀγγεῖον ὃ ἐπὶ
7025415 τριορχης
ἀηδών | χελιδών | ἀλκυών | ἔποψ | πελεκάς κύκνοι τριόρχης | πιπώ | ὀρχῖλος | αἴθυια γλαῦξ | βύσσα
ὁ Καλλίμαχος . μήποτε οὖν κίσινδις γραπτέον . ὁ δὲ τριόρχης εἶδος ἱέρακος . ῥύμῃ : Φορᾷ βιαίᾳ . δονεῖται
7023596 σκοτια
τοῦ ἀμέτοχος : ἄπεπλος διαλεύκων φαρέων οὖσα τὰ δυσόρφναια καὶ σκότια τρύχη διαδέχομαι : ἄλλως : ἀντὶ τοῦ μελανοφόρος .
, εἴ με καὶ θανεῖν , πάτερ , χρεών , σκότια γᾶι καλύψω . σὺ δ ' ἀμφιβωμίοις λιταῖς πρὸς
7016865 λαγονεσσι
. κέντρον : βέλος , ἄλγος , τὸν οἶστρον . λαγόνεσσι : σπλάγχνοις . ἀραιαῖς : λεπταῖς , μικραῖς ,
ἀπαμβλύνει φάος ὄσσων . ἔνθα δ ' ἐν εὐρωποῖσιν ἁλὸς λαγόνεσσι πεσοῦσαι αὔτως δηθύνουσιν , ἀεξόμεναι δὲ μένουσι λαρὸν ἔαρ
7004817 Κυδνον
] Ἀγχιαλέα τὸν παρακείμενον ποταμόν . Γεννᾷ δ ' υἱὸν Κύδνον , ἀφ ' οὗ ποταμὸς Κύδνος ἐν Ταρσῷ :
πίνειν καὶ λούεσθαι καὶ προσορῶσιν εὐφραίνεσθαι . ἐγὼ μὲν οὔτε Κύδνον οὔτε Χοάσπην , ὅθεν βασιλεὺς ἔπινε , περιφέρων ,
7002384 θουρας
Ὁπλοσμίας ἤτοι τῆς Ἥρας ηὐτρεπισμένον καὶ ἑτοιμασθέντα ταῖς σφαγαῖς . θουρὰς ἡ ὁρμητικὴ πόρνη λέγεται ἡ κατωφερὴς ἀπὸ τοῦ θουρᾶσθαι
φοιτάδος πλάνης τῶν κακῶν τε πημάτων , ὅταν ἡ θρασεῖα θουρὰς καὶ ὁρμητικὴ κύων ἤγουν ἡ γυνὴ Διομήδους Αἰγιάλεια οἰστρήσῃ
7002034 ὑγροϲ
. ἔϲτω δὲ καὶ ὁ ἀὴρ τοῦ βαλανείου εὔκρατοϲ καὶ ὑγρὸϲ καταϲκευαζέϲθω , ἐπιρραινομένων τῶν τοίχων ὕδατι θερμῷ : ἐν
ἔξωθεν προϲαγομένου . Γαληνοῦ . Ὁ δὲ πρόϲφατοϲ τυρὸϲ καὶ ὑγρὸϲ δοκεῖ ὥϲπερ τι μέγα προϲβοηθεῖν καὶ τοῖϲ τὴν λιθάργυρον
7000767 ἀσθμασι
Τυρσηνοῦ πόντοιο μέση πορθμοῖο διαρρὼξ εἰλεῖται , λάβροισιν ὑπ ' ἄσθμασι Τυφάωνος μαινομένη , δειναὶ δὲ τιταινόμεναι στροφάλιγγες κῦμα θοὸν
ἠχοῦντος . Διαῤῥώξ : σχίσις . Λάβροισιν : μεγίστοις . ἄσθμασι : πνοαῖς , φυσήμασιν . Τυφαῶνος : ἀνέμου .
6999829 ἀμαται
τὸ ὅλον μέγεθος ὡς σπιθαμῆς τὸν δὲ καρπὸν λευκόν . ἀμᾶται δὲ ὅταν ἄρτι περκάζῃ σταφυλή , καὶ ξηρανθεὶς ὁ
ἀράχνης ἤματος ἐκ πλείου , ὅτε τ ' ἴδρις σωρὸν ἀμᾶται : τῇ δ ' ἱστὸν στήσαιτο γυνὴ προβάλοιτό τε
6987789 στιλβουσα
σὰρξ κύκλῳ φλογώδης ἰσχυρῶς καὶ μέλαινα τῇ χροιᾷ γίνεται καὶ στίλβουσα παραπλησίως ἀσφάλτῳ καὶ πίσσῃ : τοιαύτη δ ' ἐστὶν
ἀσπὶς τὸν σοφὸν Δημήτριον ἰὸν ἔχουσα πολὺν ἄσμηκτον , οὐ στίλβουσα φῶς ἀπ ' ὀμμάτων ἀλλ ' ἀΐδην μέλανα .
6985400 ιϚῃ
εὐδία : ἐνίοτε καὶ ζέφυρος πνεῖ . Ἐν δὲ τῇ ιϚῃ Δημοκρίτῳ ζέφυρος πνεῖν ἄρχεται ἡμέραις γ καὶ μ ἀπὸ
Καλλίππῳ Αἰγόκερως ἄρχεται ἀνατέλλειν : νότος . Ἐν δὲ τῇ ιϚῃ Εὐκτήμονι νότος χειμέριος κατὰ θάλασσαν . Ἐν δὲ τῇ
6975093 λυσσῃ
πάλιν μεθ ' ἧς ὕστερον ἐχρῶντο μανίας , ἀλλά τινι λύσσῃ φόβῳ συγκεκραμένῃ πλησίον γενόμενοι ταῖς ἀπὸ τῶν βελῶν νιφάσι
ὡς ἔστιν εἰκάσαι τῆς μελαίνης καὶ μέθης παρατροπαῖς καὶ τῇ λύσσῃ τῇ ἀπὸ τῶν λυσσώντων κυνῶν συμβαινούσῃ τὸν ἐνθουσιασμὸν ἀπεικάζει
6969121 παταγει
: πολὺς δ ' ἐξ οὐρανοῦ ὄμβρος νυκτὸς ἐφερπούσης : παταγεῖ δ ' εὐρεῖα θάλασσα κοπτομένη πνοιαῖς τε καὶ ἀρρήκτοισι
καταχρηστικῶς τοῦτο : οὐ γὰρ τὸ ζωμίδιον ἐν τῇ γαστρὶ παταγεῖ , ἀλλὰ ταύτην ποιεῖ παταγεῖν ἤτοι ἦχόν τινα ἀποτελεῖν
6968939 ὑπεκρυφθη
λάβρον ὑπαὶ νεφέων ἀνεμοτρεφές , ἡ δέ τε πᾶσα ἄχνῃ ὑπεκρύφθη , ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτης ἱστίῳ ἐμβρέμεται , τρομέουσι
' ἀλέεινεν : ὃ δ ' ἐνθέμενος δόλον αἰνὸν θάμνῳ ὑπεκρύφθη : ἣ δ ' ἔκθορεν ἀφραδίῃσιν ἔμμεναι ἐλπομένη μιν
6965471 ἀντιπαις
οἷα μικροῦ δεῖν περὶ ἐμοῦ ἐβουλεύσαντο . Ταῦτα μέμνημαι ἰδὼν ἀντίπαις ἔτι ὤν , ἐμοὶ δοκεῖν ἐκταραχθεὶς πρὸς τὸν τῶν
τοῦ σ παθητικὸν καὶ σημαίνει τὸ ἐξηπάτηται . παῖς καὶ ἀντίπαις διαφέρει . παῖς μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐν τῇ
6965236 διαχειται
ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : ἐξήπλωται , διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον .
προσμίξαντες . ἔστι δὲ τοῦδε καὶ ἄλλος μεταχειρισμός : ὄξει διαχεῖται ἡ ζύμη , ὡς εἶναι χυλοῦ τὸ πάχος :
6963088 φαραγγι
, ἐάν τε ἐν ἀγρίοις τοῖς ὄρεσιν ἐάν τε ἐν φάραγγι , καὶ μέντοι καὶ ἐν αὐλῶνι . εἶτα ἀνεφλέχθη
, τὰ δὲ ἔξωθεν δεινῶς ἀπότομον κρημνοῖς ὀρθίοις καὶ βαθείᾳ φάραγγι ποταμοῦ κύκλῳ περιρρέοντος , πολὺν ψόφον τε καὶ ἦχον
6951974 ὀμβριμον
] ἀπέρριψας , οὐδὲν ἡγήσω τὰς τοῦ δήμου ἀράς . ὄμβριμον ] ἤγουν μέγα . ἡμέτερον + νῦν μὲν δικάζεις
: ἐκ μιᾶς ἐννοίας ἐξέβησαν ἤγουν ἐκ τοῦ βάρους . ὄμβριμον ] γρ . ὄμβριον , ἤγουν τὸ σκότασμα .
6951119 χρυσεᾳ
γῆς , ἣν ἐκ τεθρίππων ἁρμάτων πρώτην χθόνα Ἥλιος ἀνίσχων χρυσέᾳ βάλλει φλογί . καλοῦσι δ ' αὐτὴν γείτονες μελάμβροτοι
ἦ γὰρ σοφὸς [ ] ἢ Χαρίτων τιμὰν λελογχὼς ἐλπίδι χρυσέᾳ τέθαλεν ἤ τινα θευπροπίαν ἰδώς : ἕτερος δ '
6938394 δοναξ
ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ] ὅτι μετὰ κηροῦ ἦν πεπλασμένος ὁ δόναξ . . ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ ] ὁ
ἦν πεπλασμένος ὁ δόναξ . . ὑπὸ δὲ κηρόπλαστος ὀτοβεῖ δόναξ ] ὁ ἐν ταῖς ὀπαῖς παρακείμενον ἔχων κηρὸν ὑπηχεῖ
6936925 δασειᾳ
, ὅπερ ἡμεῖς ἀνύειν . ἁνύειν δὲ τὸ σπεύδειν , δασείᾳ τῇ πρώτῃ . Ὅμηρος δὲ τὸ ἀνύειν ὡς ἡμεῖς
βάτοις τὰ ῥόδα καὶ τὰ ἴα εὑρίσκονται . πολλῇ καὶ δασείᾳ . πυρώδεσι . παμποικίλοις καὶ ὀξέσι . στιλπνότητι .
6931805 οἰστρᾳ
καὶ βουλομένη μηδὲ μέρος τι αὐτῆς ἐνταῦθα εἶναι , εἰκότως οἰστρᾷ , ἀντὶ τοῦ ἀδημονεῖ ἐκείνων ἐφιεμένη καὶ μνημονεύουσα .
: πάλιν μεταφορικαῖς λέξεσι χρῆται καὶ ὑπερβολαῖς , λυττᾷ , οἰστρᾷ , μαίνεται λέγων καὶ ὅσα τοιαῦτα . λαʹ Οὔτε
6931391 προσχωρος
Ἀντιφῶντι , ἦ που δὲ καὶ ἐπιχώριος καὶ ἐγχώριος καὶ πρόσχωρος καὶ ὁμόχωρος , εἰ μὴ καὶ τὸ χωρίζειν καὶ
χώραν . πλήθουσι νεκρῶν δυσπότμως ἐφθαρμένων Σαλαμῖνος ἀκταὶ πᾶς τε πρόσχωρος τόπος . ὀτοτοτοῖ , φίλων πολύδονα σώμαθ ' ἁλιβαφῆ
6922476 παχυτερος
λείου ἐν ἡλίῳ , δοίδυκι μολυβδίνῳ χρώμενος , μέχρις ἂν παχύτερος γένηται , καὶ οὕτως ἐπιβαλὼν τὸν τροχίσκον καὶ συλλεά
ἐστὶ πυκνότερος . καὶ πάλιν ὁ μεῖζον εἰ τύχοι καὶ παχύτερος χαλκὸς τοῦ ἐλάττονος καὶ λεπτοτέρου ποιεῖ ψόφον ὀξύτερον ,
6922142 στρουθος
Χῆνες βοῶντες μᾶλλον ἢ περὶ σῖτον μαχόμενοι χειμέριον . Σπίνος στρουθὸς σπίζων ἕωθεν χειμέριον . Ὄρχιλος [ ὡς ] εἰσιὼν
τῶν μὲν ἐνύδρων ὁ κροκόδειλος , τῶν δὲ ὑποπτέρων ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη , τῶν γε μὴν τετραπόδων ὁ ἐλέφας
6918201 Θεσσαλικῃ
σχολαστικὰ θηρεύων . καὶ σοφιστεύσας ἐν Μεσήνῃ καὶ Λαρίσῃ τῇ Θεσσαλικῇ καὶ πολλὰ ἐργασάμενος χρήματα , ἐπανῆλθεν εἰς Ἀθήνας ,
νίκαις . ἔστι δὲ Πρωτεσιλάου τέμενος ἐν Φυλάκῃ δὲ τῇ Θεσσαλικῇ εἴρηται . τέμενος δὲ λέγεται οὐ μόνον τὸ ἱερὸν
6915646 Τυφλον
πράσσοντι πᾶσα γῆ πατρίς . Τρόπος δίκαιος κτῆμα τιμιώτατον . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη . Τὰ δ '
ὁρᾷ . Τύχη τέχνην ὤρθωσεν , οὐ τέχνη τύχην . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις βίος . Τὸ γὰρ θανεῖν
6913316 πληκτικος
ἀπ ' αὐτῶν , ἐπειδὰν κινῆται , βαρὺς ὢν καὶ πληκτικὸς τὴν κεφαλὴν ἐνοχλεῖ : διὰ τοῦτο καὶ τὰς ἐμβάσεις
τῆς μήτρας . ὁ δὲ | οἶνος διὰ τὴν ἀποφορὰν πληκτικὸς καὶ καρώδης οὐ μόνον ἐπὶ τῶν οὕτω τρυφερῶν παίδων
6912041 ἀπατητος
ἁρμόζω οὖν , ἀρμύλη : καὶ ἀρβύλη : ἀστίβητος : ἀπάτητος : ἢ διάβατος ἀπὸ τοῦ στείβω : ὁ μέλλων
ἀποκναισθῆναι τῷ γέλωτι . ἀκωδώνιστον : ἀβασάνιστον , ἀδοκίμαστον . ἀπάτητος ἀρχή : οἷον καινή . καὶ ἀπάτητος λόγος καὶ
6903760 δηκτικος
πυκνός , ξηρός , ἀτερηδόνιστος , ἄβρωμος , τῇ γεύσει δηκτικὸς καὶ πυρώδης . μιγνύουσι δ ' ἔνιοι τὰς ῥωμαλεωτάτας
πυκνός , ξηρός , ἀτερηδόνιστος , ἄβρωμος τῇ γεύσει , δηκτικὸς καὶ πυρώδης . δολοῦσι δ ' αὐτὸν ἔνιοι ῥίζας
6898449 Ὑπνος
ἀγκὰς ἄκοιτιν : βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν νήδυμος Ὕπνος ἀγγελίην ἐρέων γαιηόχῳ ἐννοσιγαίῳ : ἀγχοῦ δ ' ἱστάμενος
ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία . Ὕπνος δὲ πεῖναν τὴν κατ ' ἔσχατον δαμᾷ . Ὑπὲρ
6898050 σπινθηρ
. . ἐφεψαλώθη ] κατεκάη , φέψαλος γὰρ ὁ μικρὸς σπινθήρ . ἐξεβροντήθη ] παρετράπη , ἐξησθένησε , ὥσπερ οἱ
παρὰ τὸ σπεῖραι οὖν , καὶ παρὰ τὸ θέρω , σπινθήρ . Συνάορος . παρὰ τὸ συναρηρέναι : συνηαρός τις
6896458 ἀβροχος
γείτονα πόντου , τὴν αὐτὴν ἐπὶ νύσσαν ἔχει στροφάλιγγα κελεύθου ἄβροχος ἀστυφέλικτον ἑλισσομένη περὶ κέντρον . ἀλλὰ παλαιγενέων ἐγκύμονα βίβλον
ὄμβρος τοὺς καρποὺς ἐπέκλυσεν , ἢ αὐχμὸς ἐνέσκηψεν , ἢ ἄβροχος ἡ γῆ διέμεινεν , ἢ ἐδίψησαν οἱ καρποί ,
6893774 Ἀχλυς
Ἀττικοὺς ἔκτισαν πόλιν , καὶ ἱδρύσαντο ἱερὸν Ἀχαιᾶς Δημήτερος . Ἀχλύς : σκότος , παρὰ τὸ τὰς ὄψεις ἡμῶν λυπεῖν
τῷ ἀρᾶσθαι εἰς οὐρανὸν ἐκτείνειν * * τὰς χεῖρας . Ἀχλύς , ἡ ἄγαν εἰλύουσα καὶ ἀποκρύπτουσα τὰ ὁρᾶσθαι μέλλοντα
6892481 θαῤῥει
ἡ μέντοι πραγματικὴ οὐχ οὕτως ἔχει , ἀλλὰ ταῖς εὐθυδικίαις θαῤῥεῖ : διὸ καὶ προτέτακται : ἢ ὅτι ἐν τῇ
τοῦ λόγου καὶ ἡ Ἱπποκράτους τέχνη θαυμάζεται , πῶς οὐ θαῤῥεῖ μόνῃ τῇ πείρᾳ , ἀλλὰ καὶ τῷ λόγῳ .
6892381 ἀπλετος
ὠκὺν ὀϊστόν : ἔξοχα γὰρ τόδε φῦλον , ὅς ' ἄπλετος ἔτραφεν αἶα , πουλυγόνον τελέθει : τὸ μὲν ἄρ
ψυχοῦσα τὰ πάντα . Νώτοις δ ' ἀμφὶ θεᾶς φύσις ἄπλετος ᾐώρηται . Χαῖται μὲν γὰρ ἐς ὀξὺ πεφρικότι φωτὶ
6892046 Κυδωνια
πολίτης Κυδωνιάτης καὶ Κύδων καὶ Κυδώνιος καὶ Κυδωναῖος , καὶ Κυδωνία θηλυκῶς καὶ Κυδωνίς , καὶ Κυδωνικὸς ἀνήρ . Κύζικος
ἐκ δὲ Ἑρμοῦ Κύδωνα , ἀφ ' οὗ ἡ πόλις Κυδωνία καλεῖται ἐν Κρήτῃ . Γαράμαντες ἔθνος Λιβύης . Γαράμαντα
6889967 σπηλυγγι
μεσάτῳ μέσου ἤματος ἀγρώσσοιεν , εὖτέ τις ἐν δρυμοῖσιν ὑπὸ σπήλυγγι λιασθείς , κάρφεα λεξάμενός τε καὶ ὠκύμορον φλόγα νήσας
ἄνθεσιν εἴαρος ὥρῃ , οἵη δ ' αὖτε θέρευς γλυκερὴ σπήλυγγι χαμεύνη , οἵη δ ' ἐν σκοπέλοισιν ἐπακτήρεσσι πάσασθαι
6887054 ἀχρους
μεταξὺ ἀέρα φωτὶ καθὰ συγγενεῖ . ὅ τε γὰρ ἀὴρ ἄχρους ὢν καὶ διαφανὴς εὐδιάχυτός τε καὶ εὐαλλοίωτος ὡς οὐδέν
μετρίως ἐν αὐτῷ διέτριψεν : εἰ δὲ δυσεκθέρμαντός τε καὶ ἄχρους διαμένει μέχρι πλείονος , ἀμετρότερον ἐχρήσατο τῷ ψυχρῷ ,
6885724 καταξηρος
συγγενῶν ἐνόντων τῷ πυρί , ὁ δὲ λίθος οὐκ ἔχει κατάξηρος ὤν , διὸ καὶ τὸ ἐκπηδῶν εὐθὺ πεπυρωμένον ,
τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα καὶ κατάξηρος λίαν ἐνδύνει τὸν ἐχῖνον , περὶ αὐτὸν οὖσα καὶ
6883271 κθῃ
Εὐδόξῳ Λύρα ἑῷος δύνει : ἐπισημαίνει . Ἐν δὲ τῇ κθῃ Εὐδόξῳ ἐπισημαίνει . Καλλίππῳ Παρθένος ἐπιτέλλει : ἐπισημαίνει .
ἐπιτέλλει . Εὐδόξῳ Ὠρίων ἄρχεται ἐπιτέλλειν . Ἐν δὲ τῇ κθῃ Δημοκρίτῳ ἄρχεται Ὠρίων ἐπιτέλλειν , καὶ φιλεῖ ἐπισημαίνειν ἐπ
6882648 λυττων
λεγομένου καὶ γραφομένου τοῦ πλούτου τυφλότερος ἐραστής , περὶ πάντα λυττῶν κτήματα καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον ἡγούμενος , οὐχ ὥσπερ τὴν
ὁ δακὼν κύων , ζήϲεται τὸ ὀρνίθιον , εἰ δὲ λυττῶν , τῇ ἐπιούϲῃ τεθνήξεται : καὶ τότε πρὸϲ ἀναϲτόμωϲιν
6882040 καρποισι
' ἐπὶ ἔργα χέρας φέρον : ἀμφὶ δ ' ἀλωαὶ καρποῖσι βρίθοντο : μέλαινα δὲ γαῖα τεθήλει . Αἰπύτατον δ
δονοῦνται , τὰ βροτῶν δ ' ἔλαμψεν ἔργα , † καρποῖσι γαῖα προκύπτει , καρπὸς ἐλαίας † προκύπτει : †
6880416 ὀγμους
ἐγχαράξεις τῆς γῆς . γράφεται ἀγμοὺς ἀντὶ τοῦ αἰγιαλούς * ὄγμους : ῥήξεις . περὶ ἀμφισβαίνης τὸν δὲ μετ '
εἶναι . ὄγκους τοὺς πώγωνας τῶν βελῶν τῶν τοξικῶν . ὄγμους τοὺς τῶν θεριζόντων στίχους καὶ τοὺς αὔλακας . ὄγχναι
6880007 πεπτηωτας
. Λεύσσοντες : βλέποντες . ἐν ἕρκεϊ : δικτύων . πεπτηῶτας : περιπεσόντας , πεσόντας . Ἄλλους : σκόμβρους .
ἄφαρ διέχευαν ἄελλαι ζαχρηεῖς , αὐτοὺς δ ' ἐπὶ δούρατι πεπτηῶτας νήσου Ἐνυαλίοιο ποτὶ ξερὸν ἔκβαλε κῦμα λυγαίῃ ὑπὸ νυκτί
6876226 Ῥοδογουνην
καὶ γενόμενος αἰχμάλωτος δίαιταν εἶχεν ἐν Φραάτου βασιλέως , καὶ Ῥοδογούνην ἔζευξεν αὐτῷ τὴν ἀδελφὴν ὁ βασιλεύς . παρὰ δὲ
βεβούλευσαι , Χαιρέα ; καὶ Στάτειραν ἄγεις εἰς Συρακούσας καὶ Ῥοδογούνην τὴν καλήν ; “ ἠρυθρίασεν ὁ Χαιρέας καὶ ”
6875539 κυμαινουσα
ἡσύχασεν . 〛 Ἄλλως . ἀντὶ τοῦ ἡσύχασεν ἡ θάλασσα κυμαίνουσα κατακηρουμένη . . ἀντὶ τοῦ ἐκτύπησεν . . ἄνακτας
, ἀναπνεύσῃ δὲ θάλασσα χείματος εὐδιόωσα γαληναίη τε γένηται ἤπια κυμαίνουσα , τότ ' ἰχθύες ἄλλοθεν ἄλλοι πανσυδίῃ φοιτῶσι γεγηθότες
6872662 αὐχμος
παρὰ τὸ ἄζω , τὸ ξηραίνω , γίνεται ἀχμός καὶ αὐχμός , . , , . , . * *
ἢ θερμὸς ἢ ὑγρὸς ἢ ξηρός . καὶ γὰρ ὁ αὐχμός , νόσος , καὶ ἡ ἐπομβρία , νόσος .
6872356 ιζῃ
ἐπιγίνεται , καὶ ἄνεμος μέγας πνεῖ . Ἐν δὲ τῇ ιζῃ Εὐδόξῳ Σκορπίος ἀκρόνυχος ὅλος δύνει . Καλλίππῳ Χηλαὶ ἄρχονται
δὲ τῇ ιϚῃ ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ ἐπισημαίνει . Ἐν δὲ τῇ ιζῃ Εὐκτήμονι Λύρα δύεται : καὶ ἔτι ὕει : καὶ
6869950 ιῃ
Παρθένου ἐπιτέλλουσι : καὶ ἐτησίαι λήγουσιν . Ἐν δὲ τῇ ιῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Προτρυγητὴρ φαίνεται : ἐπιτέλλει δὲ καὶ Ἀρκτοῦρος
τῇ εῃ Εὐδόξῳ Ἀετὸς ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιῃ ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Στέφανος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιβῃ
6868543 λαμπεσθαι
αὐτοῖς , ὅπερ ἐστὶ ζωῆς αἴτιον . Τήν τε σελήνην λάμπεσθαι ὑφ ' ἡλίου . Καὶ ἀνθρώποις εἶναι πρὸς θεοὺς
τέρψεως ἐς νύκτα ληγούσης αἰφνίδιον μὲν ἡ γῆ πᾶσα ἐδόκει λάμπεσθαι πυρί , κτύπος δὲ ἠκούετο ῥόθιος κωπῶν , ὡς
6866783 ἐλαιος
δρομαῖος : τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ
δρομαῖος : τὸ φύλαιος : δείλαιος προπαροξύτονα , καὶ τὸ ἐλαιὸς ὀξύτονον , κατὰ τόνον μόνον διήλλαξεν . Τὰ διὰ
6863564 βατῳ
καὶ γὰρ ἐγκέκρυπτο ἐν σχοίνῳ καὶ ἐν βατίᾳ , ἤγουν βάτῳ ἀπειράτῳ , τουτέστιν ἀψηλαφήτῳ , ἀψαύστῳ , διὰ τὰς
. ὅταν αἲξ νοήσῃ τὸν ὀφθαλμὸν ἐπιθολωθέντα αὐτῇ , πρόσεισι βάτῳ , καὶ παραβάλλει τῇ ἀκάνθῃ τὸ ὄμμα . καὶ
6861678 νιφαδι
ἀμηχανοῦντά σε Ζεὺς ” οἰκτερεῖ , νεφέλην δ ' ὑποσχὼν νιφάδι γογγύλων πέτρων „ ὑπόσκιον θήσει χθόν ' , οἷς
ἀμηχανοῦντά ς ' οἰκτερεῖ πατήρ , νεφέλην δ ' ὑποσχὼν νιφάδι γογγύλων πέτρων ὑπόσκιον θήσει χθόν ' : οἷς ἔπειτα
6858534 στυγνος
ἀγέλαστος : ὁ μὴ πρὸς γέλωτα ἐπιτήδειος , καὶ ὁ στυγνός . ἔστι δὲ καὶ πέτρα Ἀθήνησιν οὕτω λεγομένη .
ἀγέλαστος : ὁ πρὸς γέλωτα οὐκ ἐπιτήδειος . καὶ ὁ στυγνός . ἔστι δὲ καὶ πέτρα Ἀθήνησιν οὕτω λεγομένη .
6858327 ἐκπαγλα
χειμῶνός κε λέγοιεν ἐπὶ πλέον ἰσχύσοντος . Μὴ μὲν ἄδην ἔκπαγλα περιβρίθοιεν ἁπάντη , τηλοτέρω δ ' αὐχμοῖο συνασταχύοιεν ἄρουραι
ἢ πλήξας προσεγγίσας * ἤλγυνε : ὀδύνας παρέδωκε ἐλύπει * ἔκπαγλα : λίαν βαρέως * χαλεφθῇ : ὀργισθῇ * βληχρόν
6853781 κατεδυσετο
' Ἀθηναίην μετὰ Τυδέος υἱὸν ἕπουσαν : τῇ κοτέων Τρώων κατεδύσετο πουλὺν ὅμιλον , ὦρσεν δὲ Θρῃκῶν βουληφόρον Ἱπποκόωντα Ῥήσου
ἠδὲ καὶ ὕπνου , δὴ τότ ' ἔσω μεγάλοιο Θέτις κατεδύσετο πόντου : σὺν δέ οἱ ἄλλαι ἴσαν Νηρηίδες :
6853030 λιβαδεσσι
οἱ Δαιμονίη βῶλαξ ἐπιμάστιος ᾧ ἐν ἀγοστῷ Ἄρδεσθαι λευκῇσιν ὑπαὶ λιβάδεσσι γάλακτος , Ἐκ δὲ γυνὴ βώλοιο πέλειν ὀλίγης περ
δευόμενον δὲ κάρηνον εὐγλήνου κεφάλοιο ἁλμυροῦ ἐν χύτρῃ κεραμηίδι καὶ λιβάδεσσι κιρνάμενον μέλιτος Λυκαβηττίου εὔκυκλον ἕδρην ἀλθαίνει συκῇσι περίδριον ὀφρυοέσσαις
6851139 δρομαια
' ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ ' εὐώνυμον . Κἀγὼ δρομαία βᾶς ' , ὅσονπερ ἔσθενον , τῷ παιδὶ φράζω
δὲ Βοιωτίας . ἡ Σχοινέως τοίνυν θυγάτηρ Βοιωτικὴ οὖσα καὶ δρομαία προέθετο τὸν γάμον αὐτῆς , εἴ τις νικήσει αὐτὴν
6846478 χειματι
καὶ ἡλικίῃ καὶ ὥρῃ . ψυχρῇ ἐπιφοιτῇ χώρῃ , καὶ χείματι καρτερῷ . Περὶ δυϲεντερίηϲ . Ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω
καὶ ποτὸν λαβεῖν , καί που πάγου χυθέντος , οἷα χείματι , ξύλον τι θραῦσαι , ταῦτ ' ἂν ἐξέρπων
6846316 κυνοσβατος
: οὕτως φησὶ Θεόφραστος . ἔστι δὲ ὁ κυνάκανθος . κυνόσβατος : ἄγριον ῥόδον . ἀνεμώνα : τὴν ἀνεμώνην Νίκανδρός
τὸ λάδανον . κηκὶς ἤτοι τὰ μικρὰ κηκίδια ὀνομαζόμενα . κυνόσβατος ἤτοι κάππαρις λεγομένη . κυνόγλωσσον ἤτοι σκυλόχορτον . καλλίθαμνον
6846104 νεκρωσει
γὰρ εἰδέναι ὅτι τὰ μέλανα οὖρα ἢ ἐπὶ καταψύξει καὶ νεκρώσει τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ καὶ τοῦ αἵματος καὶ τῶν χυμῶν
καταφοράν τε ἐργάζεται , καὶ χρὴ γινώσκειν ὡς ὅμοιόν τι νεκρώσει πάσχοντα τὰ μόρια καὶ τῶν ὀδυνώντων αἰτίων ἀναίσθητα γίνεται
6844062 καταιγισι
Ὃ δ ' ἄρ ' ἤιε λαίλαπι ἶσος σμερδαλέῃ στυγερῇσι καταιγίσι βεβριθυίῃ , ἥ τε φέρει ναύτῃσι τέρας κρυεροῖο φόβοιο
, τὰ δὲ ὑπὸ τῶν θεῶν ἐπιταττόμενα ἐνεργοῦσι θυέλλαις καὶ καταιγίσι καὶ πρηστῆρσι καὶ μεταβολαῖς πυρὸς καὶ σεισμοῖς , ἔτι
6842819 ἀναδυεται
πολλάκι φῶτα ἔσβεσε μυκτήρεσσιν ἐνισχόμενος βαρὺς ἰχώρ . τοὔνεκα λαιψηρῶς ἀναδύεται ὥστε νόημα ἑλκόμενος : τὸν μέν τις ἰδὼν προφυγόντα
αἰεὶ δὲ γαληναίης μὲν ἐούσης κέκλιται ἐν ψαμάθοισι καὶ οὐκ ἀναδύεται ἅλμης : ἀλλ ' ὅτε κυμαίνουσα περισπέρχῃσι θάλασσα λάβρων
6842332 Ἀκις
ἄνεισιν ἐκ τῆς γῆς καθάπερ πηγή . Ποταμὸς ψυχρὸς ὄνομα Ἄκις διὰ τῆς Σικελίας ῥεῖ : οὗτος τοῦ μὲν θέρους
αὐτῶν ποιοῦνται : τίθεται οὖν ἐπὶ τῶν φαύλως μαντευομένων . Ἄκις ποταμός : ἐπὶ τῶν ἄγαν ψυχρῶν . ψυχρὸς γάρ
6842222 βαρυηχεος
“ πρὸς τὸ ” κορυφὰς ἐπὶ δενδροκόμους “ . ⌈ βαρυηχέος [ βαρυαχέος / ] ] τοῦ μεγάλως ἠχοῦντος τοῖς
' ἐν πρώτοις ἱερεὺς πυρὸς ἔργα κυβερνῶν κύματι ῥαινέσθω παγερῷ βαρυηχέος ἅλμης . Μηδ ' ἐπὶ μισοφαῆ κόσμον σπεύδειν λάβρον
6839873 Ἀγκων
μέχρι Κάστρου παράπλουν ἔχον σταδίων ὀκτακοσίων . πόλεις δ ' Ἀγκὼν μὲν Ἑλληνίς , Συρακουσίων κτίσμα τῶν φυγόντων τὴν Διονυσίου
διέστηκεν Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥρᾳ α Ϛʹ . Ὁ δὲ Ἀγκὼν ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν ιε γʹ , καὶ
6839711 ἀμβροσιης
θείω . ] ” ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ παρέθηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα , κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν : αὐτὰρ ὁ
δ ' ἔκποθεν Οὐλύμποιο Ζεὺς ψεκάδας κατέχευεν ὑπὲρ νέκυν Αἰακίδαο ἀμβροσίης , δίῃ τε φέρων Νηρηίδι τιμὴν Ἑρμείην προέηκεν ἐς
6839580 πελαγιος
δύσφθαρτος , μετρία πρὸς ἐκκρίσεις . διαφέρει δ ' ἡ πελάγιος τῆς πετραίας , διάπυρος οὖσα κινναβάρει καὶ χρυσώπῃ :
ἐν ταῖς χειμεριωτάταις ἡμέραις χαίρει τε πρόσγειος μᾶλλον ὢν ἢ πελάγιος . ζῇ δ ' οὐ πλέον δύο ἐτῶν .
6839214 ἀτειρης
ποτικάρδια βάλλει : πάντα δὲ κἀν μύθοισι καὶ ἐν προσόδοισιν ἀτειρής . οὐδέ τι τῶν πυρσῶν παραμύθιον , οὐκ ἀμάρυγμα
τέρεν , ὃ σημαίνει τὸ ἁπαλόν , γίνεται ἀτερής καὶ ἀτειρής , ὁ μὴ ὢν ἁπαλὸς ἀλλὰ σκληρός , .
6837555 πυῤῥος
Οὐ γὰρ σκευασίᾳ τινὶ γίνεται ὁ χαλκὸς λευκὸς , φύσει πυῤῥὸς ὤν , . ΑΡΗΣ . Ἤγουν βλάβης : ἐξ
ἐρυσίμου καρπὸν πεφωσμένον τρῖψαι καὶ ἐν οἴνῳ διδόναι . Ῥόος πυῤῥὸς ῥέει , οἷον ἐξ ὠοῦ εἰδεχθέος πουλύ τε καὶ
6837324 Ἀδην
ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους εἰς βοήθειαν ἐν καιρῷ περιστάσεως . Ἄδην : τὸ ἅλις : Πλάτων πολλαχοῦ κέχρηται : ἢ
: ὣς τῆμος Πριάμοιο πάις περικωκύεσκε δυσμενέων ἐν χερσίν . Ἄδην δέ οἱ ἔκχυτο δάκρυ : ὡς δ ' ὁπότε
6837085 ἀλωαι
ἐγγύθεν ἄλλο πῆμ ' ἀίδηλον ἔην . πέρθοντο γὰρ ἠμὲν ἀλωαί ἠδ ' οἶαι τῆμος δῄῳ ὑπὸ δουρὶ Λύκοιο καὶ
κόνυζαν : δριμὺς γὰρ μάλιστα ὁ ταύτης καπνός . ἠμὲν ἀλωαί : αἱ ἀμπελόφυτοι χῶραι . οἶαι δὲ αἱ κῶμαι
6833649 ὀξωδης
ἀραιός ἐστι : σομφός : ἔστι δὲ καὶ ψυχρὸς καὶ ὀξώδης ὑπὸ τῆς φύσεως πρὸς τὸ διεγείρειν τὸν στόμαχον εἰς
ὑπονοεῖν δεῖ ψυχρὰν λέγειν τὴν δυσκρασίαν : πολλάκις γὰρ καὶ ὀξώδης τροφὴ καὶ στρυφνὴ τὴν ὀξώδη παρεσκεύασεν ἐρυγὴν φανῆναι :
6830682 νυχμα
. Ἢν δέ ς ' ὁδοιπλανέοντα καὶ ἐν νεμέεσσιν ἀνύδροις νύχμα κατασπέρχῃ , βεβαρημένος αὐτίκα ῥίζας ἢ ποίην ἢ σπέρμα
γὰρ αὐαλέη ῥινὸς περὶ σάρκα μυσαχθής νειόθι πιτναμένη μυδόεν τεκμήρατο νύχμα , σηπεδόσι φλιδόωσα : τὰ δ ' ἄλγεα φῶτα
6829961 Τριτωνιδι
τὰ δὲ κήτους . Ἀργῷός τε λιμήν : παρὰ τῇ Τριτωνίδι λιμήν ἐστιν Ἀργῷος καλούμενος . αὔλιος : ὁ ἕσπερος
ὑπάρχειν αὐτὴν Ἑσπέραν προσαγορευθεῖσαν , κειμένην δ ' ἐν τῇ Τριτωνίδι λίμνῃ . ταύτην δὲ πλησίον ὑπάρχειν τοῦ περιέχοντος τὴν

Back