τῶν φύσει βραχέων παραληγόμενα δύο ἐστίν : τὸ κόρη : δέρη : δισύλλαβα : καὶ τῷ υ ψιλῷ παραληγόμενα δύο | ||
: ἀστυκὸς δὲ ὁ ἐν ἄστει διατρίβων . Αὐχὴν καὶ δέρη διαφέρει . αὐχὴν μὲν λέγεται τὸ ὄπισθεν τοῦ τραχήλου |
τύψεν [ ἀλοιητῆρος ] ὑπὸ ῥιπῇσι σιδήρου : ἐτμήθη δὲ φάρυγξ [ ] , κεφαλὴ δ ' ὑπὲρ ἔδραμεν ὤμων | ||
, δέρη δὲ τὸ ἔμπροσθεν καθ ' ὅ ἐστιν ὁ φάρυγξ . αὖθις καὶ αὖθι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ |
καμφθέντα , ὀγκωθέντα , ἐπικαμφθέντα . Κυρτοῦνται : κάμπτονται . κυρτοῦται : ἐξογκοῦται . λύθρον : αἷμα , τὸ σεσημμένον | ||
: κολποῦται γὰρ ἡ παραλία , πλησιάζουσα δὲ τῇ Χαλκίδι κυρτοῦται πάλιν πρὸς τὴν ἤπειρον . Οὐ μόνον δὲ Μάκρις |
λῆξιν εἶναι . . . περὶ δὲ τῆς εἰς Κόρινθον μετοικήσεως Ἵππυς ἐκτίθεται καὶ Ἑλλάνικος . ὅτι δὲ βεβασίλευκε τῆς | ||
ὃ μετήγαγεν ἐπὶ Μήδειαν . περὶ δὲ τῆς εἰς Κόρινθον μετοικήσεως Ἵππυς [ . ] ἐκτίθεται καὶ Ἑλλάνικος [ . |
Ἀττικοὺς ἔκτισαν πόλιν , καὶ ἱδρύσαντο ἱερὸν Ἀχαιᾶς Δημήτερος . Ἀχλύς : σκότος , παρὰ τὸ τὰς ὄψεις ἡμῶν λυπεῖν | ||
τῷ ἀρᾶσθαι εἰς οὐρανὸν ἐκτείνειν * * τὰς χεῖρας . Ἀχλύς , ἡ ἄγαν εἰλύουσα καὶ ἀποκρύπτουσα τὰ ὁρᾶσθαι μέλλοντα |
μηνυταῖς ἐνίους τῶν πολιτῶν χρηστοὺς ὄντας κατέδουν διὰ πον . ἀνθρ . πίστιν : πιστεύοντες πονηροῖς ἀνθρώποις μηνυταῖς . χρησιμώτερον | ||
] ? ? ? θεόϲ ? ] ! [ ] ἀνθρ [ ! ] : ο [ ] το ? |
μικρότης , ψυχρότης , θερμότης , ἁπλῶς τὸ χειμερινὸν ἢ εὐδιεινὸν καὶ ὑέτιον ἢ αἴθριον : ἔτι δὲ τὸ πολλάκις | ||
, εἰ μὲν γὰρ μία πέφυκε καθαρά τε ἠρέμα , εὐδιεινὸν κατάστημα καὶ αὕτη προμηνύει : εἰ δὲ δύο καὶ |
τῶν ἠθμοειδῶν πόρων ἔμφραξις διά τε ὑπερσάρκωμα δυσαποσπάστως ἐχόμενον . ἀποφύεται γὰρ συχνὰ βλαστήματα , τῶν πέριξ πόρων τῆς ῥινὸς | ||
τὰ δεξιὰ τὸ τυφλόν , εἰς ἀριστερὰ δὲ τὸ κόλον ἀποφύεται , διὰ τῆς δεξιᾶς πρότερον ἀνενεχθὲν λαγόνος . τὸ |
, κἂν εἰ ἐν χρόνῳ , αὐτὴ ποιεῖ , καὶ νεύει καὶ πρὸς τὸ μέλλον : εἰ δὲ τοῦτο , | ||
αὕτη μία τῶν τριῶν τῶν ποιουσῶν τρίγωνον τὴν νῆσον , νεύει δὲ ἐπὶ θερινὰς ἀνατολάς , καθάπερ ἡ Καῖνυς πρὸς |
. , . ἀγοστός : ὁ ἀγκών : ὁ ἄγαν ὀστώδης τόπος . παρὰ τὸ συναγωγὴν καὶ ἐπίκαμψιν ἔχειν τῆς | ||
ῥύγχος ὀξύ , τράχηλος λεπτός , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , γλῶσσα ὀστώδης , πρόλοβον δ ' οὐκ ἔχει . Ἀλέξανδρος δ |
νέμω : δέμω : δρέμω : χρέμω τὸ ἠχῶ : τέμω : γέμω : τὸ κρεμῶ : θεμῶ : πολεμῶ | ||
. . . Ἀτέμβω : στερῶ . εἴρηται παρὰ τὸ τέμω , ὅπερ ἐστὶ πρωτότυπον τοῦ τέμνω : γίνεται ἀτεμῶ |
παρεκτεινόμενα καὶ ἐφαπλούμενα ἐπὶ τὰς ἄκρας καὶ τὰς ἐξοχὰς τοῦ Ἑρκυνίου δρυμοῦ . Τὴν δὲ γῆν ἐκείνην , δηλονότι τὴν | ||
, ὅπου αἱ τοῦ Ἴστρου πηγαὶ πλησίον Σοήβων καὶ τοῦ Ἑρκυνίου δρυμοῦ : ἄλλαι δ ' εἰσὶν ἐπιστρέφουσαι πρὸς τὴν |
ὦτα καὶ μυκτῆρας εἰς ὕπνον τρεπομένοις . Φλεγμαίνων ὁ ἐγκέφαλος οἰδεῖ πολλάκις οὕτως ὥστε καὶ τὰς ἐν κεφαλῇ ῥαφὰς διίστασθαι | ||
πολὺ συνίσταται , καὶ τὰ ὄμματα προπετῆ γίνεται , καὶ οἰδεῖ τὸ πρόσωπον καὶ ἡ κεφαλὴ πᾶσα . φλεβοτομεῖν οὖν |
τοῦτο καὶ μόνον ὅτι ἐκ λύκου στόματος καὶ ὀδόντων ἐξῆρας κάραν σῴαν μηδὲν παθοῦσαν . Ὁ μῦθος πρὸς ἄνδρας δολίους | ||
μὴ καὶ προσπῖπτον αὐτῇ λυπήσῃ τὸ ξύλον : τὴν γοῦν κάραν ἑτέρωθι νεύσασα δεξιῶς ἐκφεύγει τὴν βλάβην . ἄγριοι μέντοι |
τὸ ἀμύσσω . Ὅμηρος [ Ε ] : κατεμύξατο χεῖρα ἀραιήν : ὑβρίζεις ἀφανίζεις : τὸ κρήδεμνόν φησιν : ὦ | ||
τε καὶ φλεγμαίνει , καὶ ὀδύνην παρέχει λεπτὴν καὶ βῆχα ἀραιήν τε καὶ ξηρὴν τὸ πρῶτον , ἔπειτα ἐπὶ μᾶλλον |
πάντα , τὰ μὲν πάρος , ἄλλα δ ' ὀπίσσω τείνεται , ὠκεανοῖο νέον ὁπότε προγένωνται Ἰχθύες ἀμφότεροι : τά | ||
τοῦ τείχους . ὀλίγου ] διαστήματος . Ξ τείνει ] τείνεται . τείνει ] φαίνεται . τείνει ] παθητικόν . |
δὲ καθαρά ἐστι , καὶ μήθ ' ἕλκος μηδὲν μήτε μύξα μήτε σίελον αὐτοῖς προέρχεται μηδὲν , μήτε ἐν τῇσι | ||
οὐ νενόμισται οὐδ ' ἀπομύξασθαι , ὅλος ὢν πτύσμα καὶ μύξα ; Τί οὖν ; καλλωπίζεσθαί τις ἀξιοῖ ; μὴ |
αι διφθόγγου γραφόμενα : τὸ γὰρ κύπαιρος Δωρικὸν ἀπὸ τοῦ κύπειρος γέγονεν τροπῇ τοῦ ε εἰς α , ὡς κατόγειος | ||
εἰρωνευόμενος δὲ λέγει . τηνεὶ ἀντὶ τοῦ ἐκεῖ . ὧδε κύπειρος : ἐνθάδε ταπεινὴ βοτάνη καὶ ἀναπεπταμένος ὁ ἀήρ , |
κυκλοτερὴς περιείλησις , ἀφ ' ἧς ἄγεται λοξὴ κατὰ τοῦ ταρσοῦ , εἶθ ' ὑπειλεῖται τῷ πέλματι , ἀπὸ τοῦ | ||
ποδός , ἓν δ ' ἐν τοῖς ἄνω κατὰ τοῦ ταρσοῦ τεταγμένον . εἰσὶ δ ' οὗτοι μὲν οἱ μύες |
δὲ τὰ ἐπισκύνια , τράχωμα , ὑδατίς , ἕλκος , τρίχωσις , γίνεται δʹ . περὶ δὲ τοὺς κανθούς , | ||
, καὶ αὗται αὖθις ἀναφύονται . ὀχληρὸν δὲ πάθος ἡ τρίχωσις . ἔνιαι γὰρ τῶν βλεφαρίδων τριχῶν , οὐκ ἐκτὸς |
. βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων . βωμολόχος : ὁ περὶ τοὺς βωμοὺς λοχῶν ὑπὲρ | ||
ἐπὶ τοῦ ζεύγους . ἔπειτα καταβὰς ἔθεον τούς τε πόδας ἀνέλκων μόλις καὶ ἅμα ὁ βορέας ἐπαιγίζων ἀνέστελλε τὸ εἰς |
δὲ καθ ' ἑαυτὴν ἕκαστα μεθ ' ἡσυχίας τῆς πάσης ἀναπολεῖ καὶ εἰς ἀνάμνησιν τῶν πάντων ἔρχεται . μνήμη δ | ||
γὰρ δὴ ἡ κεῖνος μὲν δὴ ὅδ ' αὐτὸς ἐγώ ἀναπολεῖ τὸν ἐκ διαστήματος χρόνου νοούμενον . Τὸ δ ' |
βλεφάρων τῶν ἐκτὸς τρεπομένων . Περὶ τριχιάσεως . Ἡ δὲ τριχίασις ὑπόφυσίς ἐστι τριχῶν περὶ τῶν ταρσῶν τῶν βλεφάρων εἴσω | ||
πιτύαν , ὡς καὶ Νίκανδρος ἐν Θηριακοῖς . τριχιάσηται : τριχίασις λέγεται ἡ περὶ τοὺς μαστοὺς ἀπόστασις . τὰ διαφανέα |
παρ ' αὐτὸ πάντα διὰ τοῦ ο : τριόδους : καρχαρόδους . Ὄλβος παρὰ γὰρ τὸ ὅλος , καὶ πλεονασμῷ | ||
τοὺς κακούργους ἐποίησαν . Ὁ λύκος ἔστι μὲν καὶ αὐτὸς καρχαρόδους καὶ τῶν πολυσχιδῶν , βαδίζει δὲ κατὰ διάμετρον . |
, ἀφ ' ὧν καὶ ὁ ἰξός . ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν ἄρθροις , μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ | ||
κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος . δεῖ δὲ τὰ ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ |
' ἐν αὐτῇ Λατῖναι πόλεις Ὀυαρία τε καὶ Καρσέολοι καὶ Ἄλβα , πλησίον δὲ καὶ πόλις Κούκουλον . ἐν ὄψει | ||
μάλιστα δ ' ἐν μεσογαίᾳ τῶν Λατίνων πόλεων ἐστὶν ἡ Ἄλβα ὁμοροῦσα Μαρσοῖς : ἵδρυται δ ' ἐφ ' ὑψηλοῦ |
, πλῆσεν δὲ τιταινόμενον στόμα δειλῆς ἐγχέλυος : πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι | ||
αἵματος : ἐν δέ τε θυμὸς στήθεσιν ἄτρομός ἐστι , περιστένεται δέ τε γαστήρ : τοῖοι Μυρμιδόνων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες |
ἡ ὥσπερ ἀγείρουσα νεφέλας , καὶ ταύταις συγκαλυπτομένη , καὶ σκοτεινὴ καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , πρὸ τοῦ εἰς ἔκβασιν ἀφικέσθαι | ||
. Τὸ δὲ βάθος ἑκάστου ἡ ὕλη : διὸ καὶ σκοτεινὴ πᾶσα , ὅτι τὸ φῶς ὁ λόγος . Καὶ |
θεοῦ φωνὴν λαχοῦσα ᾄδει μάλα μέγα : εὐδαίμων πιτυώδεος ὄλβιος αὐχὴν Ὠκεανοῦ κούρης Ἐφύρης , ἔνθα Ποσειδῶν , μητρὸς ἐμῆς | ||
, τοῦ πνεύματος ἔνδον ἀποθλιβομένου , ἐπὶ θάτερα μὲν ὁ αὐχὴν ἀποκλείει μέρη , ὑπό τε ἀδημονίας καὶ σπασμῶν συνεχόμενος |
δ ' ἂν πολύεργος ἀροτρεύς βουκαῖός τ ' ἀλέγοι καὶ ὀροιτύπος , εὖτε καθ ' ὕλην ἢ καὶ ἀροτρεύοντι βάλῃ | ||
δὲ ὑλοτόμος , καὶ ὕλη ὁ σύνδενδρος τόπος . * ὀροιτύπος : τύπτων ὄρη * εὖτε : ἡνίκα ὁπόταν * |
ἀναυδίην ἐμβάλλει ἐπὴν ἰσχυρῶς προσπέσῃ πρὸς τὸ ἧπαρ , καὶ πτύαλά τε πολλὰ ῥέει ἐκ τοῦ στόματος κάρτα , ὀλίγῳ | ||
ἀναυδίην ἐμβάλλει ἐπὴν ἰσχυρῶς προσπέσῃ πρὸς τὸ ἧπαρ , καὶ πτύαλά τε πολλὰ ῥέει ἐκ τοῦ στόματος κάρτα , ὀλίγῳ |
πρότερον καθ ' ὑποδορὰν μήλης πλάτει ἢ τυφλαγκίστρῳ ὑποδερέσθω τὸ ὀστάριον , ἵνα χωρισθῇ τῆς μήνιγγος . δυσχεροῦς δ ' | ||
σκηνῆς δράματα , ποίμνια , ἀγέλαι , διαδορατισμοί , κυνιδίοις ὀστάριον ἐρριμμένον , ψωμίον εἰς τὰς τῶν ἰχθύων δεξαμενάς , |
' οὗ τὸ θαμέες γὰρ ἄκοντες . . . . ἄμαθος : ἡ ψάμμος : παρὰ τὸ ψάμαθος γίνεται ἀποβολῇ | ||
ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ ἄμαθος . ἢ ἄμυθός τις οὖσα , τουτέστιν ἡ ἀνεπίγνωστος |
ἀλφαίνειν , ἀληλεσμένα , ἀλήφατα ἄλφιτα . . . . ἀλφός : παρὰ τὸ ἐναλλάσσειν τὴν χροιάν . σημαίνει δὲ | ||
. τὸ δὲ κῦφος τὸ ΚΥ μακρόν . τὸ δὲ ἀλφός καὶ πολφός ἔχουσι τὸ Λ . τὰ δὲ ἐπίθετα |
τῶν ἐνύδρων , ῥυπαρομέλαινα τὴν χροιὰν καὶ ῥύγχος ὀξὺ ἔχει σκέπον τε τὰ ὄμματα , τὰ δὲ πολλὰ καταδύεται . | ||
σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ σκέπον δὲ τὴν βάλανον ποσθὴ ἢ ἀκροποσθία καλεῖται . υιεʹ |
τλήμων ἀγαί ἀλεκτορίς ἀλκηστής ἀμυντής ἀμφίκρανον ἀπαυλία βούπρῳρον ἐπιτάξ ἐριούνης εὐναία Ἥρυλλος ἡφαιστόδαπτα θεωρίδες καθηγητής καῦστις λικνοστεφεῖ λωπιστός μαγείαν μαδαγένειον | ||
; πάτερ Θέοινε , μαινάδων ζευκτήριε Ἥρα τελεία , Ζηνὸς εὐναία δάμαρ ἐναγώνιε Μαίας καὶ Διὸς Ἑρμᾶ οἵ τοι στεναγμοὶ |
κέντρα κῶλον ] πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτείνει ὁ βοῦς : λακτίζει γὰρ κεντούμενος ὑπὸ κέντρου : ὥστε λακτίζων πρὸς κέντρον | ||
τοῦ φόβου . ἡ καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει , καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα |
προθυμούμενος , βιαζόμενος , προθυμῶν . Λάχνη : τρίχωσις , ἀκανθώδης τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα | ||
ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος , ἦν γάρ τις χῶρος τῆς Περσικῆς ἀκανθώδης ὅσον τε ἐπὶ ὀκτωκαίδεκα σταδίους ἢ εἴκοσι πάντῃ , |
ἐστιν ἡ κλίνη , εὐνὴ δὲ ἡ ἐπ ' αὐτῆς στρωμνή . λαβεῖν καὶ δέξασθαι διαφέρει . λαβεῖν μὲν γάρ | ||
γάρ ἐστιν ἡ κλίνη , εὐνὴ δὲ ἡ ἐπὶ ταύτης στρωμνή . φησὶ γοῦν Πηνελόπη ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκνὸν λέχος |
, σημαίνει δὲ τὸν ὑγιῆ : ἔστι δὲ παρὰ τὸ ἀτρεμής , καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος | ||
ὀρύνω . . . . ἀρτεμής : ὁ ὑγιής : ἀτρεμής , καὶ καθ ' ὑπερβιβασμὸν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος |
πλησίον , ἀπολεπτύνεται δὲ εἰς τὴν οὐράν , καί ἐστιν μύουρος . Ἔστι δὲ αὐτοῦ τὸ μὲν χρῶμα οὐκ ἀεὶ | ||
ἀνασπάσθω , καὶ ἐπεζεύχθω κανόνιον , καὶ κρεμάσθω κάμαξ μακρὸς μύουρος ἐκκεκολαμμένος κοιλάσματι ἡμικυκλίῳ , χολέδρᾳ τὸ σχῆμα ὅμοιος , |
που ταπείνωσις ἢ φθόνος ; ὧδε ἡ πολλὴ προσοχὴ καὶ σύντασις , τῶν δ ' ἄλλων ἕνεκα ὕπτιος ῥέγκει : | ||
. πῶς δὲ καὶ ἀναπαύεται τὸ σῶμα ; ὅτι ἡ σύντασις τῆς ψυχῆς ἀνίεται καὶ τὰ μέλη τοῦ σώματος λύεται |
τι μέρος τοῦ σώματος στενότης ἄπονος , μέλαινα ὑπέρυθρος ἢ πελιδνή , ψιλὴ ἢ τετριχωμένη . πῶλυψ σὰρξ ῥινὶ ἐπιφυομένη | ||
ἀναδέδρομεν οἴδει , ἄλλοτε φοινίσσουσα , τότ ' εἴδεται ἄντα πελιδνή : ἄλλοτε δ ' ὑδατόεν κυέει βάρος , αἱ |
ὀστέου , πρινὴ δὲ εἰς ἕλκος ἐκραγῇ τὸ ἀπόστημα , ἀγχίλωψ καλῶ . ποιεῖ καὶ γλαύκιον καὶ κρόκος ἅμα χυλῷ | ||
: πρὶν ἢ δὲ εἰϲ ἕλκοϲ ἐκραγῇ τὸ ἀπόϲτημα , ἀγχίλωψ λέγεται . καλῶϲ οὖν ποιεῖ καὶ γλαύκιον καὶ κρόκοϲ |
σμικρὸν καὶ ἐκ τοῦ σμικροῦ ἐπὶ τὸ μέγα οἷον ὄγκον διατρέχει : καὶ ἡ ἀοριστία αὐτῆς ὁ τοιοῦτος ὄγκος , | ||
τῆς θαλάσσης , ἐξαπλοῖ , ἄνω ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει : |
Ὑγείας ἐστὶν οὐκ ἀφανές . Κύθηρα δὲ κεῖται μὲν ἀπαντικρὺ Βοιῶν , ἐς δὲ Πλατανιστοῦνταἐλάχιστον γὰρ τῆς ἠπείρου ταύτῃ διέστηκεν | ||
λεʹ γʹʹ μγʹ ∠ ʹʹδʹʹ Ἀρίμινον λεʹ μγʹ ∠ ʹʹγʹʹ Βοιῶν Γάλλων ὁμοίως Ῥουβίκωνος ποταμοῦ ἐκβολαί λδʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ |
, θαλάσσια δὲ ἀλκυὼν κήρυλος αἴθυια λάρος χαραδριὸς καταρράκτης κέπφος κίγκλος . ὑπὲρ δὲ τοῦ βίου τούτων καὶ τῆς μορφῆς | ||
τῷ Ἀμφιαράῳ λέγων ὀσφὺν δ ' ἐξ ἄκρων διακίγκλισον ἠύτε κίγκλος ἀνδρὸς πρεσβύτου , τελέειν δ ' ἀγαθὴν ἐπαοιδήν . |
Ἀριστοφάνης [ ἐν Σφηξίν : “ ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον : βέμβικες ἐγγενέσθων ] ? ” . ἔνιοι ? [ ] | ||
καὶ φερόμενον εἰς τὰς κοίλας καθίπταται δρῦς . καὶ αἱ βέμβικες δὲ τῶν σφηκωδῶν εἰσιν εἶδος μελισσῶν , ἃς ἔνιοι |
καὶ ὥσπερ πεπλατυσμένοι . Προσήρηται δὲ ἡ μήτρα κατά τινας ἰνώδεις ἀποφύσεις τῇ τε κύστει καὶ τῷ ἀπευθυσμένῳ , μάλιστα | ||
πυκνότεραι δὲ ἄλλαι ἄλλων καὶ ξυλωδέστεραι : καὶ αἱ μὲν ἰνώδεις , ὡς αἱ τῆς ἐλάτης , αἱ δὲ σαρκώδεις |
δὲ ἐκεῖ καὶ νεύρων χονδρώδης σύνδεσμος καὶ ἐπάνω τούτων ἡ ἐπιγονατίς , ἥτις καὶ μύλη καλεῖται . αὕτη μὲν αὐτοῦ | ||
πλατὺ καὶ περιφερὲς ὀστοῦν , ὥσπερ φράγμα τοῦ γόνατος , ἐπιγονατίς τε καὶ κόγχη καὶ κόγχος καὶ μύλη , κατὰ |
. ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης γυναικεῖος . οἱ δὲ τραγικὸν ἔνδυμα ἐσκευοποιημένον καὶ ἔχον | ||
Ἴωνες δὲ ἐπεκτείνοντες ἦα φασίν . ἑανός : γυναικεία ἐσθὴς ποδήρης . ἐγγύη : γάμου ἀπογραφή . ἔγκαφος : ὁ |
, ἀλλ ' ὁ λίθος ἀπὸ στερρότητος εἰς κλῶνας χυθεὶς περιέθει τὴν κόμην εἰς συμβολὴν ἐπὶ τοὺς αὐχενίους τένοντας ἐκ | ||
γυμνῶν πολεμίων , ὥστε δείσας ὁ Σκιπίων μετὰ ἱππέων ἔξω περιέθει καὶ τοὺς οἰκείους , εἰ μὴ λήξαιεν τῆς φυγῆς |
ὡς τὰ σώματα τὰ χυτά : ὅστις καὶ κυρίως λέγεται πίνος . Μετὰ γὰρ τὸ ᾠκονομηκέναι καὶ τιθέναι ἡμᾶς μερικῶς | ||
Δώριος , αὐχμός τε τῇ κόμῃ καὶ περὶ τῷ μετώπῳ πίνος καὶ ἐπιγουνὶς καὶ βραχίων , οἵους ἡ φιλτάτη γῆ |
. οἷον διὰ τί τὰ μὴ λυγιζόμενα τῶν ζῴων οὐ λυγίζεται ; διότι ἐρείσματα ἔχει . κατὰ μέρος δὲ διὰ | ||
' ἀργαλέου ἐλυγίχθης Ἔρωτος καὶ ἐκάμφθης ; οἷον Εὔπολις : λυγίζεται καὶ συστρέφει τὸν αὐχένα . Ἔρωτος ὑπ ' ἀργαλέω |
ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῦ γαλακτῶδες ἀνιέναι : ἔστι μέντοι ἄλλως ἔντεφρος τῇ χρόᾳ γλυκύς τε πρὸς τὴν γεῦσιν . ἁρμόζει | ||
ἐπιφάνειαν βοτρυώδη , χρώματι σποδοειδής , θλασθεῖσα δ ' ἔνδοθεν ἔντεφρος καὶ ἰώδης : δευτέρα δ ' ἐστὶν ἡ ἔξωθεν |
, περιαιρετέον αὐτήν . Ἐκ γενετῆς ἐνίοις ἡ βάλανος οὐ τέτρηται κατὰ φύσιν , ἀλλ ' ὑπὸ τῷ κυνὶ καλουμένῳ | ||
οὐδέν : ὅταν δὲ γένηταί τινι αὐτῶν παιδίον , οὐ τέτρηται τὴν πυγὴν οὐδὲ ἀποπατεῖ , ἀλλὰ τὰ μὲν ἰσχία |
δέ οἱ κόμη ὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα . διὲξ τὸ μύρτον , ἀμισθὶ γάρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν . βοῦς | ||
. ἀλλὰ σὺ τῷ μύστῃ ῥοιὴν ἢ μῆλον ἄπαρξαι ἢ μύρτον : καὶ γὰρ ζωὸς ἐὼν ἐφίλει . Οὕτω δὴ |
στρατηγέτας . Ἀγαλλιάσθω πᾶσα Ῥωμαίων πόλις , θάλασσα συγχόρευσον , εὐφραίνου κτίσις : ὁ θὴρ ὁ δεινός , σάρκας ὁ | ||
μὲν τὸ ἑνικὸν καθ ' ἑνικὴν σύνταξιν παραληφθήσεται , ἀκέων εὐφραίνου , πρὸς δὲ τὸ πληθυντικὸν κατὰ πληθυντικήν , ἀκέοντες |
παρὰ τὸ βουκόλος , τοῦτο παρὰ τὸ βοῦς καὶ τὸ κονῶ , τὸ σημαῖνον τὸ ἐνεργῶ : σημαίνει δὲ τὸ | ||
ὄνειρος : ἀΐσσω αἴγειρος : ἥδω Ἄνδειρος ὄνομα ποταμοῦ : κονῶ Κόνειρος ὄνομα ἔθνους : καίω καυστειρός : τοῦτο τὴν |
θήκας ] τάφους . ῥόθος ] ἦχος . ὑπηντίαζε ] συνήντα , ἐξ ἐναντίας ἐφέρετο . μέλλειν ] βραδύνειν . | ||
πῶς γὰρ φίλῳ σοι μὴ μένοντι πιστεύσω ; ” Λύκῳ συνήντα πιμελὴς κύων λίην . ὁ δ ' αὐτὸν ἐξήταζε |
, ζήλῳ δὲ Εὐριπίδου † † , τοῖς δὲ μέλεσι λεπτότερος . ἐδίδαξε δὲ πρῶτος ἐπὶ ἄρχοντος Διοτίμου διὰ Καλλιστράτου | ||
ἀπούρησις μετὰ τὴν ἀπότεξιν γίνεται . διὰ τοῦτο μέντοι καὶ λεπτότερος ὁ ὑμὴν ἐκ τῶν κάτωθεν μερῶν ἐστιν , διὰ |
δὲ ὁ πόλεμος . οὐχὶ Κεράσταν : κέρας ἐστὶν ἡ θρίξ . . . . ἐπεὶ οὖν ὑπὸ τῆς Πηνελόπης | ||
καὶ μετὰ συμφώνου διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , θρίξ : Βρὶξ ὄνομα ἔθνους : στρὶξ εἶδος ὀρνέου : |
, ποιοῦμεν τὰ αἰσχρά : σὺ τὴν ἐναντίαν διαστροφὴν ἔσῃ διεστραμμένος δογματίζων τὰ αἰσχρά , ποιῶν τὰ καλά . Τὸν | ||
ἑψομένου τοῦ ὕδατος , θερμαινομένου δίεισι διὰ τοῦ στόματος ἀὴρ διεστραμμένος , καὶ τὰ ἄρθρα διαλύεται πρὸ τῶν πυρετῶν καὶ |
τῇ κεφαλῇ εἰς τὰ δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ μέρη τῆς μήτρας ἐρείδεται , ἢ μία χεὶρ ἔξω ἐκπίπτει ἢ αἱ δύο | ||
σφηνοειδοῦς τρόπῳ τοιούτῳ : τὸ ἐκ τῶν κάλων ἠρτημένον σφηνοειδὲς ἐρείδεται κατὰ τοῦ ἄνω διαπήγματος καὶ πρὸς αὐτὸ διὰ τῶν |
σου διαφέροντα ὅσον τέττιγες σφηκῶν . σφὰξ βομβέων : ὁ σφήξ , φησί , σὺ ἐμοῦ κατ ' ἐναντίον τοῦ | ||
, καὶ σημειώσεως δεόμενα : ἔστι γὰρ τὸ βήξ : σφήξ : κήξ : ῥήξ . Τὰ εἰς ιξ μονοσύλλαβα |
ἤτοι ψεῦδος . ὧδε ] οὕτως . παιδνὸς ] ἤγουν ψεδνός . φρενῶν κεκομμένος ] ἀφαιρέσει τοῦ σ διὰ τὸ | ||
, ψυγῆναι Ἕλληνες . ψαθάλλειν Ἀττικοί , ψηλαφᾶν Ἕλληνες . ψεδνός Ἀττικοί , ἀραιόθριξ Ἕλληνες . ψυκτῆρα Πλάτων Συμποσίῳ . |
ἔστι δὲ παρὰ τὸ ἀτρεμής , καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος . Ἡρωδιανὸς δὲ ἐν τῷ Ὑπομνήματι | ||
. ἔστι δὲ παρὰ τὸ ἀτρεμὴς καὶ καθ ' ὑπέρθεσιν ἀρτεμής . οὕτως Φιλόξενος . . , : ἀσκελές : |
ἱδρυνθέντα ἐμφράσσει τὴν κάτω κοιλίαν ὑπολείβεται ] στάζει κυκοωμένη ] ταρασσομένη τοῖς πνεύμασι ἔβρασεν ] ἀπέπτυσεν , ἔρριψεν ἔβρασεν ἤλιθα | ||
, ἀκονήτου , . Ἄγρια : ἀγρίως . κυμαίνουσα : ταρασσομένη . κορύσσεται : διεγείρεται , ἐπαίρεται , ὁπλίζεται , |
πλέουσαν . δύσφραστα : δυσνόητα . κέλευθα : πορείας . Εἱλεῖται : συστρέφεται . πολιοῖο : λευκοῦ . ἑρπύζουσα : | ||
τοῦ βοὸς , ὄνυξ δ ' ἡ τοῦ ἀνθρώπου . Εἱλεῖται : στρέφεται . δριμεῖα : βιαία . θύελλα : |
βέλους δ ' αἱ ἀκίδες ὄγκοι καὶ πώγωνες καλοῦνται . στεφάνη δὲ εἶδος ἂν εἴη περικεφαλαίας , ὥσπερ καὶ κέρως | ||
καὶ τὴν ἄτοκον : “ βοῦν ἥτις ἀρίστη . ” στεφάνη ἐπὶ μὲν τῆς κυκλοτεροῦς καταφορᾶς “ ὅντε κατὰ στεφάνης |
Χῆνες βοῶντες μᾶλλον ἢ περὶ σῖτον μαχόμενοι χειμέριον . Σπίνος στρουθὸς σπίζων ἕωθεν χειμέριον . Ὄρχιλος [ ὡς ] εἰσιὼν | ||
τῶν μὲν ἐνύδρων ὁ κροκόδειλος , τῶν δὲ ὑποπτέρων ἡ στρουθὸς ἡ μεγάλη , τῶν γε μὴν τετραπόδων ὁ ἐλέφας |
τις , ἡ λεγομένη λέπρα ἀλφοὶ δὲ καὶ λεῦκαι καὶ ἔφηλις εἴδη εἰσὶ νόσων . καί φησιν οὕτως : ἡ | ||
ἀπεσπόγγισε καὶ ἐκαθάρισε καὶ ἐθεράπευσε , καὶ τὴν λεύκην . ἔφηλις δέ ἐστιν ἡ λέπρα . λεύκη δὲ καὶ ἄλλο |
καὶ ὅσα ἀκμάζον τὸ ἔαρ ἤνεγκε πάντα [ ξηραίνεται ] ἀφαυαίνεται ξηροῖς πνεύμασι τοῦ ἀέρος αὐχμώδη καταστάντα τοῖς ἀφ ' | ||
σκαπάνῃ τιτρωσκομένων χείρω γίνεται , πολλάκις δὲ καὶ νοσεῖ καὶ ἀφαυαίνεται , τὸν αὐτὸν τρόπον οἴεσθαι χρὴ καὶ ἀπὸ τῶν |
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος : | ||
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι |
οὖν πάλην τοῦ ἀλφίτου φυράσας ὄξει καὶ ῥοδίνῳ κατάπλαττε τὸ ὑποχόνδριον , καὶ φύλλα ἀμπέλου τρίψας ἁπαλὰ καὶ κοτυληδόνος καὶ | ||
: ἐκρίθη : κοιλίη ὑγρή . Ὁ ἐκ μετάλλων , ὑποχόνδριον δεξιὸν ἐντεταμένον : σπλὴν μέγας : κοιλίη ἐντεταμένη , |
, μυρμήκειον , ὃ δὴ μύρμηξιν ἔικται , δειρῇ μὲν πυρόεν , ἄζῃ γε μὲν εἴσατο μορφήν , πάντοθεν ἀστερόεντι | ||
ἰάχει τε καὶ ὑψόθι πάμπαν ὀρούει , αἰὲν ἐπισσείων κεφαλὴν πυρόεν τε δεδορκώς . Ἄλλος δ ' αὖ μέγεθος μὲν |
ταῦτα χἠμεῖς ἐνθάδε : Ἢν ἀποκτείνῃ τις ὑμῶν Φιλοκράτη τὸν Στρούθιον , λήψεται τάλαντον , ἢν δὲ ζῶντ ' ἀπαγάγῃ | ||
Στρούθιον : Ἄνω [ ] εἶπεν ἐκ τῶν ὀρνέων . Στρούθιον δὲ εἶπεν , ὡς Μήλιον . διὸ καὶ οὕτω |
: ὁμοίως δὲ καὶ τὸ πῶμα τῆς βαλάνου , ὅπου ἐγκάθηται ἡ βάλανος , ὅπερ νῦν ἀκουστέον : περὶ γὰρ | ||
ἔτι μεταβάλλει : ἀλλὰ ἡ ἐξαίφνης αὕτη φύσις ἄτοπός τις ἐγκάθηται μεταξὺ τῆς κινήσεώς τε καὶ στάσεως , ἐν χρόνῳ |
χολώδεα γὰρ παρέσται . Ὅτι τὰ νεῦρα αὐτὰ ἐφ ' ἑωυτὰ ἕλκει σημεῖον : ἢν μὲν τὰ ἐν τοῖσιν ἄνω | ||
μὴ τὰ ξυμφέροντα προσφέρηται τῷ σώματι , συστρεφόμενα αὐτὰ πρὸς ἑωυτὰ τό τε φλέγμα καὶ ἡ χολὴ προσπίπτει τοῦ σώματος |
φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ τὸ ἄω , ἄσω , ὅθεν : | ||
ἔλαβεν ὀξὺς , ξυνεχὴς μετὰ πόνου : δίψα πουλλή : ἄση : πότον κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἦν δὲ ὑπόσπληνός |
Κηφείης ταρσοῖο τὰ δεξιὰ πείρατα τείνων . Λαιῇ δὲ πτέρυγι σκαρθμὸς παρακέκλιται Ἵππου . Τὸν δὲ μετὰ σκαίροντα δύ ' | ||
Κηφείης ταρσοῖο τὰ δεξιὰ πείρατα φαίνων , λαιῇ δὲ πτέρυγι σκαρθμὸς παρακέκλιται Ἵππου . καὶ ἄλλων δὲ πλειόνων ὄντων , |
, ταὶ μὲν ἵνα πρώτιστον ὀχλιζομένας ῥόος ὤσῃ ἀθρόα προσφύονται ἀμελγόμεναι χροὸς αἷμα , ἄλλοτε μέν τε πύλῃσιν ἐφήμεναι ἔνθα | ||
ὥς τ ' ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκὸν ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν , ὣς |
, καὶ εὐχὴν ἱερὰν , ἐξευμενίζουσαν τοὺς θεούς . . ὀλολυγμὸς λέγεται ἡ εὐχὴ μετὰ τοῦ οἴκτου . . ὀλολυγμὸν | ||
δεῖ σε ὀλολύζειν , ὡς ἔθος Ἑλληνικόν . ὀλολυγμὸν ] ὀλολυγμὸς λέγεται ἡ εὐχὴ μετὰ τοῦ οἴκτου . ὀλολυγμὸν ] |
τὸ ἀκρωτήριον . τὸ δὲ ἑξῆς : ἔνθα Λαμπέτης Ἱππωνίου πρηῶνος κέρας σκληρὸν εἰς Τηθὺν νένευκεν ἤγουν εἰς τὴν θάλασσαν | ||
ἔχων μέρος τοῦ τείχους αὐτῆς : τὰ γοῦν ὄπισθεν τοῦ πρηῶνος κτήματα ἔτι νυνὶ λέγεται ἐν τῇ Ὀπισθολεπρίᾳ : Τραχεῖα |
τέκνοισιν ὑπωροφίοισι χελιδών ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν : ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔπτετο τήνα ἰθὺ δι ' ἀμφιθύρω | ||
καὶ ἀδελφὴν κατὰ σχῆμα . καὶ τοῦτο ἐκεῖνος λέγει : ὠκυτέρα τε εἶναι δοκεῖ , παρίστησι δὲ καί τινα σμικρότητος |
καὶ τοῦ χορίου ἀπολελυμένου καὶ περί τι μέρος τῆς μήτρας σφαιροειδῶς συνεστραμμένου , ῥᾴστη ἐστὶν ἡ κομιδή : τὴν γὰρ | ||
ὀφθαλμὸν ἑκάτερον εἴσω δυόμενον εἰς πλάτος ἐκτείνεται περιφυόμενον ἐν κύκλῳ σφαιροειδῶς τῷ κατ ' αὐτὸν ὑγρῷ τῷ καλουμένῳ ὑαλοειδεῖ , |
. . . . . ξη ∠ ʹγ μγ γʹ Φαρνακία . . . . . . . . . | ||
λεγομένην Φαρνακίαν στάδια ρκʹ , μίλια ιϚʹ . Αὕτη ἡ Φαρνακία πάλαι μὲν Κερασοῦς ἐκαλεῖτο , Σινωπέων καὶ αὕτη ἄποικος |
ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος ἐντετυπωμένης ἐν τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ | ||
ὀιστοδόκη ὀιστοθήκη γωρυτός φαρετρεῶνες , καὶ τῆς ἀσπίδος τὸ ἔλυτρον σάγμα , καὶ τοῦ κράνους ἡ θήκη λοφεῖον , δόρατα |
καὶ τῷ σφενδόνῃ ἐοικυῖα . . ὀξυτέρη βεβαυῖα ἀντὶ τοῦ βαίνουσα καὶ προερχομένη . . σφενδόνῃ εἰοικυῖα ] κωνοειδής . | ||
κἄπειτ ' ἀναστᾶς ' ἐκ θρόνων διέρχεται στέγας , ἁβρὸν βαίνουσα παλλεύκωι ποδί , δώροις ὑπερχαίρουσα , πολλὰ πολλάκις τένοντ |
, πολλοὺς δὲ καὶ ἐζώγρουν . Τοῦ γοῦν ἱππικοῦ οὕτω διασκεδασθέντος , καὶ ἡ φάλαγξ ἡ πεζική , δείσασα μὴ | ||
αὐτῷ συγκαταβαλόντος , ἁλίσκεται . Τοῦ δὲ τῶν Ῥωμαίων στρατεύματος διασκεδασθέντος , ἐχώρουν οἱ Τοῦρκοι πρὸς τὸ στρατόπεδον : τῶν |
τοῦ ἀγκῶνος κάμψαι δύνανται , εὔδηλον δὲ καὶ τὸ ἄρθρον ψαυόμενον . Ἢν μὲν οὖν μὴ αὐτίκα ἐμβληθῇ ; ἰσχυραὶ | ||
τὸ ἐξέχον : ἀτὰρ καὶ ἀλγέει μάλιστα κατὰ τὸ ἐξέχον ψαυόμενον . Τῶν δὲ ὀστέων τοῦ πήχεος , ὧν μὴ |
τοῦ πρεσβυτέρου δοκοῦντος εἶναι , τοῦ δὲ νεωτέρου τῇ δεξιᾷ ψαύσῃ . καλεῖται δ ' ὁ μὲν [ ἐν ] | ||
κρᾶσις γίνεται . καὶ ὅπως μηδὲ κατὰ τοῦτο τὸ τρῆμα ψαύσῃ ποτὲ ὁ κερατοειδὴς χιτὼν τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ὑγροῦ , προὐνοήσατο |
ἐκ διφθέρας : ἐν πέντε σισύραις ἐγκεκορδυλημένος Ἀριστοφάνης λέγει . σπολὰς δὲ θώραξ ἐκ δέρματος , κατὰ τοὺς ὤμους ἐφαπτόμενος | ||
ὃς ὑφαντοδόνητον ἔσθος οὐ πέπαται . Ἀκλεὴς δ ' ἔβα σπολὰς ἄνευ χιτῶνος . Ξύνες ὅ τοι λέγω . Ξυνίημ |
τῆς νειαίρης γαστρὸς γίνονται πόνοι καὶ ἐν κενεῶσι , καὶ ῥίγεα καὶ πυρετοί : κἢν ἀπαλλάσσηται τὸ ὕστερον , ὑγιαίνει | ||
ᾗσι μέλλει ἐπέρχεσθαι : ποιέει δὲ , μὴ ἐξερχόμενα , ῥίγεα καὶ πυρετούς . Μαλθακὰ ὑφ ' ὧν καθαίρεται ὕδωρ |
Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ | ||
ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης |
ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς ἐν Δαναΐσιν Ἀριστοφάνης | ||
διεστραμμένοι . Ἐχθομένη : μισουμένη , μεμισημένη . σκολόπενδρα : ψαλίς . ὀσμύλος : μοσχίτης . αὐτοί : οὗτοι . |
καὶ κορσωτῆρα τὸν κουρέα . . , ; , : λόχμη : . . . ὁ δὲ Φιλόξενος οὕτω : | ||
ἅρμα . Μηδικὴ τράπεζα : ἐπὶ τῶν εὐπόρων . Μία λόχμη οὐ τρέφει δύο ἐριθάκους : ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ |
ῥᾳδίως καὶ τὰ διαπεπτωκότα τῶν ὡρισμένων τούτων χρωμάτων δι ' οἱονδήτινα καταγνοίη λόγον . Οὐκοῦν οὐκ ἐπὶ πλέον προσανέχειν τῷ | ||
πρὸς τὸ λευκότερον τὰ οὖρα φαίνεται , ῥέποντα καθ ' οἱονδήτινα λόγον , καθὼς ἐν ἄλλοις τούτων ἀρκούντως ἔφημεν , |
ἔστι γὰρ καὶ ἕτερος μὴ τοιοῦτος , ἀλλὰ κρυώδης καὶ πνευματώδης φ δι ' ὀλίγου : ἀντὶ τοῦ ἐγγύθεν , | ||
ὕστερον τῆς κρίσιος , καὶ ὅτι πολλά . Τημένεω ἀδελφιδῆ πνευματώδης , ὑποχόνδρια καὶ ἐντεταμένα ἐφάνη διὰ χρόνου : εἰ |
ἧπαρ , τυφώδη : εἰ δὲ περὶ τὸν πνεύμονα , κρυμώδη . δεῖται δὲ ὁ τοιοῦτος πυρετὸς ψυχόντων καὶ ὑγραινόντων | ||
καὶ διακεκαυμένην ὀνομάζουσιν . τὴν δὲ κατεψυγμένην ἂν εἴποις κρυώδη κρυμώδη , ψυχράν , σκιεράν κατάσκιον , ἄπυρον , ἀνήλιον |
Τὰ εἰς Η λήγοντα προηγουμένου τοῦ Σ βαρύνεται : ἄση κόρση Μέσση . τὸ λισσή ὀξύνεται καὶ τὰ τῶν δήμων | ||
τὴν ἁφὴν παλλόμενοι . κορσωτὴρ ὁ τὰς τρίχας ἀποκείρων : κόρση ἡ κεφαλή . Τῆς κεφαλῆς εἰσιν ἓξ ὀστᾶ : |