χρηστή , πένθ ' οἱ πάντες . τούτων οἱ τρεῖς δειπνοῦμεν , δύο δ ' αὐτοῖς συγκοινωνοῦμεν μάζης μικρᾶς .
ὁτιὴ πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μαχητέον , οἳ τὰ ξίφη δειπνοῦμεν ἠκονημένα , ὄψον δὲ δᾷδας ἡμμένας καταπίνομεν ; ἐντεῦθεν
7756793 καταπινομεν
τὸ τέμνον τὰ σιτία . Στόμαχος . δι ' οὗ καταπίνομεν τὴν ὑγρὰν καὶ ξηρὰν τροφήν . ἢ στόμα ἐπὶ
. . . βρόχθος καὶ βρόχθημα : τὸ ὀλίγον , καταπίνομεν . εἴρηται παρὰ , πεποιη - μένη δέ ἐστιν
7252762 ἠκονημενα
εἶδεν ἄνδρας ξιφηφόρους , ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν κρατοῦντας ξίφη ἠκονημένα , καὶ ἠρώτησεν Ἁβραὰμ τὸν ἀρχιστράτηγον : Τίνες εἰσιν
μάχῃ . Ὡς οὖν στραφέντες εἰς ἀνελπίστους βίας ἔτεινον ἁπλῶς ἠκονημένα ξίφη , ἤχησεν ἀσπίς , ἐκρότησε τὸ κράνος ,
7020418 μαχητεον
ἢ κατὰ τὸ πρᾶγμα . ὅλως γὰρ πρὸς τοὺς ἐριστικοὺς μαχητέον | οὐχ ὡς ἐλέγχοντας ἀλλ ' ὡς φαινομένους :
. ἆρ ' οἶσθα , ὁτιὴ πρὸς ἄνδρας ἐστί σοι μαχητέον , οἳ τὰ ξίφη δειπνοῦμεν ἠκονημένα , ὄψον δὲ
6671819 σχολαστικοι
. οὐδὲν οὖν αὐτῆς ἐστι κρεῖττον . “ οἱ δὲ σχολαστικοὶ εἶπον ” καλῶς λέγει , οὐδὲν κρεῖττον γλώσσης .
” πάντα . “ Αἴσωπος ἑστὼς ἐγέλασεν . οἱ δὲ σχολαστικοὶ ὡς εἶδον αὐτὸν ἐξαίφνης γελάσαντα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
6649945 ἀπολουμενοι
καὶ τὸ δεινὸν ἐκδεχόμενοι καὶ συνεργοῦντες ἐς αὐτὸ ἔνιοι ὡς ἀπολούμενοι πάντως . γενόμενον γὰρ τὸ κακὸν κρεῖσσον ἐπινοίας καὶ
, τά τε ἄλλα σημεῖα ἔχουσιν ἀσφαλέστατα : οἱ δὲ ἀπολούμενοι δύσπνοοι γίγνονται , ἀλλοφάσσοντες , ἀγρυπνέοντες , τά τε
6396364 μεθυοντες
τὴν δελφικὴν χώραν κατοικούσαις . κωμαστὴς : ὅτι καὶ οἱ μεθύοντες βακχεύονται καὶ ὥσπερ ἐκμαίνονται . ἀντεπίρρημα . τὸ ἀντεπίρρημα
τὸ ἕκαστον ἔθνος ἰδίοις νόμοις χρῆσθαι . Πέρσαι μὲν γὰρ μεθύοντες βουλεύονται καὶ τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν ὡς θεοὺς προσκυνοῦσι :
6303313 στιπτοι
” . Γ ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐσθήσεων εἴρηται τὸ “ στιπτοί ” , αἵτινες ὑφανθεῖσαι εἰς πυκνότητα συνάπτονται . ἢ
γὰρ ἐν τῷ πλύνεσθαι τὰ ἱμάτια συμπεπιλημένα πλέον γίγνεται . στιπτοί ] πυκνοί . πρίνινοι ] σκληροί , ἰσχυροί .
6206118 μαγειροι
μὲν αὐτουργοῦσα τὰ αὑτῆς ἔργα νομίσματος ἀποδιδοῖτο , ὥσπερ οἱ μάγειροι καὶ οἱ βαλανεῖς , αὐτοπωλικὴ ἂν ἐν δίκῃ καλοῖτο
οἱ προγάστορες . τέτταρες δ ' αὐλητρίδες ἔχουσι μισθὸν καὶ μάγειροι δώδεκα , καὶ δημιουργοὶ μέλιτος αἰτοῦσαι σκάφας . τὸ
6163436 κατασκαψαντες
φλόγα ἐν χερσὶ σώιζειν ἀλλὰ πῦρ ἐνιέναι , ὡς ἂν κατασκάψαντες Ἰλίου πόλιν στελλώμεθ ' οἴκαδ ' ἄσμενοι Τροίας ἄπο
καὶ κατέβημεν εἰς τὸ Κιρραῖον πεδίον , καὶ τὸν λιμένα κατασκάψαντες καὶ τὰς οἰκίας ἐμπρήσαντες ἀνεχωροῦμεν . Ταῦτα δὲ ἡμῶν
6157648 συνδουλοι
, τρωγαλίων , ἰσχάδων καὶ καρύων , ἅπερ ἥρπαζον οἱ σύνδουλοι . ἰοῦς ' εἴσω : Ἐλθοῦσα ἐντὸς , ἵνα
ὁ δὲ Αἴσωπος ὑποπεσὼν πάντας φησίν ” δέομαι ὑμῶν , σύνδουλοι , ἐπεὶ νεώνητός εἰμι καὶ ἀσθενὲς σῶμα ἔχω ,
6103615 παρασκευαζονται
οἰκῆσαι . καὶ τὴν παρασκευὴν . . . : καὶ παρασκευάζονται μετὰ ἐπείξεως ὥστε ἀποστῆναι , συλλαμβανόντων αὐτοῖς Λακεδαιμονίων καὶ
τινες οἳ τὸν παρόντα μὲν βίον οὐ ζῶσιν , ἀλλὰ παρασκευάζονται πολλῇ σπουδῇ , ὡς ἕτερόν τινα βίον βιωσόμενοι ,
6102301 οἰδασιν
ἀλλ ' ἡμεῖς μὴ μεταβῶμεν τῶν λογισμῶν . Μέλανα γὰρ οἴδασιν οἱ ἀρχαῖοι τὸν μόλυβδον . Ἔστι δὲ ὁ μόλυβδος
φησὶ περὶ τῆς ὑδραργύρου τῆς ἐτησίας τῆς νεφέλης , ἐπειδὴ οἴδασιν αὐτὴν πάντες οἱ ἀρχαῖοι λευκὴν καὶ φευκτὴν καὶ ἀνυπόστατον
6097783 χαρισωνται
, λεγέτω τί ἔσται τοῖς στρατιώταις , ἐὰν αὐτῷ ταῦτα χαρίσωνται . πρὸς ταῦτα Φαλῖνος εἶπε : Βασιλεὺς νικᾶν ἡγεῖται
' ἣν ἤλθομεν ἐπὶ τὸν τάφον . ἐὰν δὲ καὶ χαρίσωνται τὴν τιμωρίαν ἡμῖν οἱ τῆς γυναικὸς συγγενεῖς , ἀλλ
6093612 ὠρυττον
Θεμισκυρίοις ἐπικαθήμενοι πύργους ἐπῆγον αὐτοῖς καὶ χώματα ἐχώννυον καὶ ὑπονόμους ὤρυττον οὕτω δή τι μεγάλους , ὡς ἐν αὐτοῖς ὑπὸ
προεκινδύνευον , αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν χάρακας περιέβαλλον , τάφρους ὤρυττον , βέλη προσέφερον , λίθους προσεκόμιζον , τοὺς τραυματίας
6087968 Μαραθωνομαχαι
Μαραθῶνος τόπος τῆς Ἀττικῆς , καὶ οἱ ἐκεῖσε μαχησάμενοι ἐκλήθησαν Μαραθωνομάχαι . μαραθωνομάχους ] τοὺς ἐν τῷ Μαραθῶνι μαχεσαμένους ἀγωνισαμένους
ἢ κατακρημνιεῖ ἢ πεινῆν ποιήσει . ταῦτ ' ᾖδον οἱ Μαραθωνομάχαι οὐ δημοσίᾳ μόνον , ἀλλὰ καὶ κατ ' οἰκίαν
6086659 χριω
ὑπανοίξασα κομίζει τὴν πυξίδα . ἐγὼ δὲ σπεύδων ἤδη ἀποδύσας χρίω ὅλον ἐμαυτόν , καὶ ὄρνις μὲν οὐ γίνομαι ὁ
τὸ θέλω , οὗ παράγωγον λίπτω , ὡς παρὰ τὸ χρίω χρίπτω καὶ πλεονασμῷ τοῦ μ χρίμπτω . χρῶ ,
6067512 βοωσιν
εἰπεῖν ; Ὡς σεμνὸς οὑπίτριπτος . Αἱ κνῆμαι δέ σου βοῶσιν ἰοὺ ἰού , τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποθοῦσαι
. Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν , ἀπειλοῦσιν . θ πόλει ] τῇ ἡμετέρᾳ .
6056028 ἡμμενας
, οἳ τὰ ξίφη δειπνοῦμεν ἠκονημένα , ὄψον δὲ δᾷδας ἡμμένας καταπίνομεν ; ἐντεῦθεν εὐθὺς ἐπιφέρει τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς
τῶν Ἀπατουρίων ἑορτῇ Ἀθηναίων οἱ καλλίστας στολὰς ἐνδεδυκότες , λαβόντες ἡμμένας λαμπάδας ἀπὸ τῆς ἑστίας , ὑμνοῦσι τὸν Ἥφαιστον θύοντες
6054404 συνισασιν
καὶ γὰρ πλεῖστον κρατεῖ καὶ πάντες συνίσασι καὶ ὅτι αὖ συνίσασιν αὐτὸς ἐπίσταται . Ἑλοῦ δὴ ποτέρως ἐμὲ συκοφαντεῖς ,
πᾶσι μᾶλλον ἢ ' κείνοις προσήκει . ἃ γὰρ μὴ συνίσασιν αὑτοῖς ποτε σχοῦσι , ταῦτ ' οὐδὲ ζητεῖν ἀξιώσουσι
6021261 κωμῳδοποιοι
καὶ τρέχω τρόχος . τραγῳδοὶ καὶ κωμῳδοὶ καὶ τραγῳδοποιοὶ καὶ κωμῳδοποιοὶ διαφέρουσι . τραγῳδοὶ μὲν γὰρ καὶ κωμῳδοί εἰσιν οἱ
οἱ ὑποκριταὶ τῆς κωμῳδίας καὶ τραγῳδίας , τραγῳδοποιοὶ δὲ καὶ κωμῳδοποιοὶ οἱ ποιηταὶ τῶν δραμάτων . τύραννον οἱ ἀρχαῖοι καὶ
6020884 Μηθυμναιοι
ὅσον ἑκατὸν ἀπέχοντι κῆρυξ ἀπαντᾷ σπονδὰς κομίζων . Οἱ γὰρ Μηθυμναῖοι μαθόντες παρὰ τῶν ἑαλωκότων ὡς οὐδὲν ἴσασι Μιτυληναῖοι τῶν
κατὰ πόλεμον καὶ τραῦμα ἡ ἰσχυρὰ ἧττα φ ʃ οἱ Μηθυμναῖοι . εἴργειν : τοὺς Μιτυληναίους . ἔστιν οἷ :
6017862 συμποται
ὅταν δὲ βασιλεὺς πότον ποιῆται , ποιεῖται δὲ πολλάκις , συμπόται αὐτῷ εἰσιν ὡς μάλιστα δώδεκα . καὶ ὅταν δειπνήσωσιν
οἱ δὲ συγκληθέντες δαιτυμόνες δαιταλεῖς , ἐπίκλητοι σύγκλητοι κλητοί , συμπόται , σύνδειπνοι . ἄκλητοι , οὓς ἀνεπαγγέλτους Κρατῖνος καλεῖ
6013083 ἠρρενωμενοι
καὶ οἱ τούτων οἰκοδεσποτοῦντες ἀστέρες ἅπαντες ἢ οἱ πλεῖστοι τυγχάνουσιν ἠρρενωμένοι πρὸς ἀρρενογονίαν ἢ τεθηλυσμένοι πρὸς θηλυγονίαν καὶ οὕτως ἀποφαντέον
οἱ τούτων οἰκοδεσποτοῦντες ἀστέρες ἢ πάντες ἢ οἱ πλείους τυγχάνουσι ἠρρενωμένοι πρὸς ἀρρενογονίαν ἢ τεθηλυμμένοι πρὸς θηλυγονίαν , καὶ οὕτως
6005982 περισπωσιν
ἀμφίβολος : οἱ μὲν γὰρ ὀξύνουσιν αὐτὰ , οἱ δὲ περισπῶσιν : ἄλογοι γὰρ αὐτῶν λυπουμένων ἢ μεθυόντων φωναὶ ,
τὸ ἁπλᾶ καὶ διπλᾶ καὶ πολλαπλᾶ καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα περισπῶσιν οἱ Ἀττικοί , ἀργυρᾶ , χρυσᾶ , καὶ κεραμεᾶ
5993789 τρωγουσιν
Κάρηνον : εἰς . Ἐνιπρίουσι : πρίζουσιν . Δαιτρεύουσι : τρώγουσιν , ἐσθίουσιν . Ἔχονται : κρατοῦνται . Ὑπερνεμέθονται :
, οὐδ ' ὄκου χώρης οἰ μῦς ὀμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν . κόσας , κόσας , Λαμπρίσκε , λίσσομαι ,
5993187 γελασαντες
αὐτὸς μετὰ τῶν ἡγεμόνων ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ φανερῶς ἔπιεν . γελάσαντες οἱ στρατιῶται καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἀπάτης νοήσαντες ἀδεῶς
μαθηταὶ εἰς σύντονον καὶ δυσαπάλλακτον ἔρωτα ἦλθον , διὸ κτηνοτροφίαν γελάσαντες ἐξεπόνησαν ποιμενικὴν ἐπιστήμην . τεκμήριον δέ : ὁ τὴν
5990195 δραπεται
ἐπωνόμασαν ἥρωος εὐμενοῦς : καὶ αὐτῷ ἔτι καὶ νῦν οἱ δραπέται ἀποφέρουσιν ἀπαρχὰς πάντων ὧν ἂν ἕλωνται . φασὶ δὲ
χρόνον , ἐσῆλθεν ἡμᾶς μὴ λυθέντες οἱ ξένοι κτάνοιεν αὐτὴν δραπέται τ ' οἰχοίατο . φόβωι δ ' ἃ μὴ
5982481 ἐλλοπες
οὐδ ' αὐτὸν ἀφ ' ἑτέρου ἐσθίεσθαι συγχωρεῖ . Οἱ ἔλλοπες ἤως οἱ ἰχθύες οἱ ἑτέροι πλὴν τῶν κεστρέων διὰ
θοαῖς ἀκάτοισι φέροντες λαμπομένας δαΐδας : τοὶ δὲ τρείουσιν ἰδόντες ἔλλοπες , οὐδὲ μένουσιν ἑλισσομένην ἀμαρυγήν : ὣς καὶ θῆρες
5977117 μερισμοι
τοῖς γνωρίμοις καὶ ἐνδόξοις αἵ τε μεταναστάσεις γνώριμοι καὶ οἱ μερισμοὶ τῆς χώρας καὶ αἱ μεταβολαὶ τῶν ὀνομάτων καὶ εἴ
περὶ αὐτοῦ δόξης ὑπαρχούσης . Μάλιστα δὲ περιβολὴν καὶ οἱ μερισμοὶ ἐργάζονται , ὅταν τὰ νοήματα μὴ καθ ' ἓν
5976372 χειροτεχναι
ἄνθρωποι , ἀλλὰ μᾶλλον ἀπὸ τύχης , οὐδέ τι οἱ χειροτέχναι μᾶλλον ἢ οἱ ἰδιῶται : ὅσα δὲ ἐν τῇ
αὐτὸ καὶ ἔντριχον ὠνόμαζον . οἱ δὲ περὶ τὴν κόμην χειροτέχναι κομμωταί , καὶ κομμώτριαι αἱ γυναῖκες . οἱ δὲ
5975668 γυπες
κληρονομίαν ἢ ὅλως κέρδος οἱονοῦν παρεδρευόντων τισίν : οἱ γὰρ γῦπες τοῖς θνησιμαίοις παρεδρεύουσι . Ἀποῤῥαγήσεται τεινομένων τὸ καλώδιον :
αἰσχύνης ἔχοντες τὴν ἀπάτην οὐ σπουδῇ ἐχώρουν , τῷ Ῥώμῳ γῦπες ἐπισημαίνουσιν ἓξ ἀπὸ τῶν δεξιῶν πετόμενοι . καὶ ὁ
5971114 Τοποι
ἀπὸ τοῦ οἰκοδεσπότου ἢ ἄλλου τινὸς ἀστέρος καλῶς κειμένου . Τόποι δʹ εἰσίν , ἀφ ' ὧν ἡ ἀρχὴ τοῦ
λαβεῖν , τὸ δὲ ἐγκώμιον ψιλὴν ἀρετῆς ἔχει μαρτυρίαν . Τόποι δέ εἰσιν ἐγκωμιαστικοὶ ἔθνος οἷον Ἕλλην , πόλις οἷον
5969112 πωλουντες
καὶ τὰ τῆς πόλεως καὶ τὰ σφῶν αὐτῶν μικροῦ λήμματος πωλοῦντες . ἡμεῖς δ ' οὔτε τῶν ἐκείνου πραγμάτων οὐδὲν
τῆς πόλεως τινὲς δυσωνοῖντό τι τῶν πωλουμένων , ἔλεγον οἱ πωλοῦντες ὅτι μᾶλλον ἂν ἔλοιντο Τελεσταγόρᾳ δοῦναι ἢ τοσούτων ἀναδόσθαι
5962710 βοωσι
ποιηταὶ κατατρέχοντές που τῆς ἡδονῆς καὶ ἀκρασίας ἐπικούρους καὶ βοηθοὺς βοῶσι . Πλάτων μὲν δυσχεραίνοντά τινα ποιήσας πατέρα τῷ τοῦ
γρυλλιξεῖτε : χοίρων φωνὴν μιμήσεσθε . ΓΓ οὕτω γάρ πως βοῶσι τὰ δελφάκια κοΐ , καὶ ἔστι ποιὰ φωνή .
5962142 ἀτταται
δὲ καὐτός . Ἀλλ ' ἄνοιγε τὴν θύραν . Ἀτταταῖ ἀτταταῖ , στυγερὰ τάδε γε κρυερὰ πάθεα : τάλας ἐγώ
ἔπαθεν , ὁ δὲ ἅπερ ἔχει ἐν εἰρήνῃ χαρμόσυνα . ἀτταταῖ ] φεῦ . κατεγχάνοι : καταγελάσοι . Γ ἀτταταῖ
5953890 ᾐσθανοντο
ἑορτῇ εὐωχία γένοιτο , ἐπιδιδόντα μᾶλλον αὐτὸν τοῦ ἑαυτοῦ μέρους ᾐσθάνοντο ἢ προσδεόμενον , καὶ πρὸς τούτοις δὲ τἆλλα κρατιστεύοντα
οὓς ταῦτα παρεσκευάζετ ' ἐκεῖνος ἐπολεμοῦντο . εἰ δὲ μὴ ᾐσθάνοντο , ἕτερος λόγος οὗτος , οὐ πρὸς ἐμέ .
5943828 κατετιθεσαν
. οἱ μὲν οὖν ἔχοντες καὶ συντελεῖς ἐκ προϋπαρχούσης οὐσίας κατετίθεσαν οἰμώζοντες τὸ ἀργύριον : οἱ δὲ ἀποροῦντες δημοσίᾳ κατεδαπανῶντο
γαυλοὶ ἀγγείων ποιμενικῶν . σκαφίδας : ἀγγεῖα , εἰς ἃ κατετίθεσαν τὰς μελικηρίδας . πλέα κηρία : τὰ κηρία μέλιτος
5940849 ἱπποται
μὲν οὖν μαχηταὶ πάντες τῇ φύσει , κρείττους δ ' ἱππόται ἢ πεζοί , καὶ ἔστι Ῥωμαίοις τῆς ἱππείας ἀρίστη
μὴ ἰδοίατο οἱ Πέρσαι ἐξορμωμένους καί σφεας ἑπόμενοι ταράσσοιεν οἱ ἱππόται : ἀπικομένων δὲ ἐς τὸν χῶρον τοῦτον , τὸν
5932909 αὐληται
ὄντα ἡ τιτθὴ οὕτως ἐκάλεσεν . καὶ νῦν δὲ οἱ αὐληταὶ ὑποπόδιον διπλοῦν ὑπὸ τὸν δεξιὸν πόδα ἔχοντες , ὅταν
νῦν ἐπὶ τοῦ τόπου ἐν θεάτρῳ , ἐφ ' ᾧ αὐληταὶ καὶ κιθαρῳδοὶ καὶ ἄλλοι τινὲς ἀγωνίζονται . σὺ μέντοι
5928510 πρινινοι
δ ' ὤσφροντο πρεσβῦταί τινες Ἀχαρνικοί , στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ '
πεπιλημένοι ἀπὸ τοῦ στείβειν , ὅ ἐστι πατεῖν . Γ πρίνινοι : στερεοὶ καὶ σκληροί . ἰσχυρὸν γὰρ τὸ τῆς
5913775 γεωργοι
ὁ τῆς ἀρχαίας κωμωιδίας ποιητὴς λέγων οὕτως : ὦ λιπερνῆτες γεωργοί , τἀμὰ δὴ συνίετε ῥήματ ' , εἰ βούλεσθ
καλοῦνται δὲ Δέβαι , οἱ μὲν νομάδες οἱ δὲ καὶ γεωργοί . οὐ λέγω δὲ τῶν ἐθνῶν τὰ ὀνόματα τὰ
5908433 Κλητηρες
Πάνδροσον , ἀφ ' ἧς ἐγένετο Κῆρυξ Ἑρμῇ συγγενομένης . Κλητῆρες καὶ Μάρτυρες διαφέρουσιν . οἱ μὲν γὰρ μάρτυρες εἰσαγομένων
ἐλάφων , ὧν ἐθύοντο τῇ Ἀρτέμιδι τῷ μηνὶ τούτῳ . Κλητῆρες . Μάρτυρες . Ἐὰν δὲ ἡ πόλις , ἐν
5904155 λαροι
Γῦπες γὰρ καὶ κόρακες περὶ νεκροὺς νέμονται , οἱ δὲ λάροι τὴν θάλατταν . ποίας οὖν νομῆς τῶν πλησίων ἐπιθυμεῖς
αὐτοὺς ὠνόμασε διὰ τὸ ἐκ γήρως λευκοὺς εἶναι ὡς οἱ λάροι . καύης δὲ ὁ λάρος κατὰ Αἰνιᾶνας , ὥς
5900497 πηλικοι
αἱ δὲ δὴ πόλεις πρὸς Διὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοὶ πηλίκοι διεφαίνοντο ἄνωθεν ; Οἶμαί σε πολλάκις ἤδη μυρμήκων ἀγορὰν
[ ἐξ ἀμφοτέρων τούτων κεκεραμευμένος ] τῶν κατεσταμνισμένων ἡμῖν λαγύνων πηλίκοι τινές ; τρίχους . . . . . .
5899131 ποτοι
ἀλγεῖν κατὰ σῶμα μήτε ταράττεσθαι κατὰ ψυχήν . οὐ γὰρ πότοι καὶ κῶμοι συνείροντες οὐδ ' ἀπολαύσεις παίδων καὶ γυναικῶν
τράπεζαν , ἁρπάγην , κάδον . ἀπεκήρυξεν αὐτὴν ἀπαγαγών . πότοι συνεχεῖς , κύβοι ἠρτικροτοῦντο δ ' οἱ γάμοι .
5895041 ἐπαινεσονται
λέγῃ τις καθ ' ὑμῶν , καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ἐπαινέσονται ὑμῶν τὴν κατὰ τῶν ἀσεβούντων ὠμότητα . Τὸ δ
γένοιο καὶ πολλὰ θαυμαστὰ ἐξεργάσαιο , τὴν μὲν τέχνην ἅπαντες ἐπαινέσονται , οὐκ ἔστι δὲ ὅστις τῶν ἰδόντων , εἰ
5891626 κριοι
ναῦς ὡς Ὅμηρος . ἔστι δέ τινα πλοῖα Λύκια λεγόμενα κριοὶ καὶ τράγοι , ὡς εἰκάζειν ὅτι τοιοῦτόν τι πλοῖον
μάχη καράβων πρὸς ἀλλήλους , τὰ κέρατα ἐγείροντες εἶτα ὡς κριοὶ ἐμπίπτοντες προσαράττουσι τὰ μέτωπα . ἀγῶνα δὲ μυραίνης καὶ
5889761 πιπρασκοντες
μὲν γὰρ ἐπ ' ἀδικίᾳ καὶ συκοφαντίᾳ συνεστήσασθε , μισθοῦ πιπράσκοντες τῶν λόγων ὑμῶν τὸ αὐτεξούσιον καὶ πολλάκις τὸ νῦν
. ἀγκαλιδοφόροι δὲ αὐτοὶ οἱ φέροντες : ἀγκαλιδοπῶλαι δὲ οἱ πιπράσκοντες , . , . . . Ἄγαλμα : .
5886163 γειτονες
' αὐτὸν μετ ' ἐμοῦ παρὰ τὴν θύραν παριόντα : γείτονες γὰρ ἀλλήλων τυγχάνουσιν ὄντες : τὸ μὲν πρῶτον συνδειπνεῖν
μεσόγειοι πόλεις ἀκινδύνως βιοῦσιν . ὧν ἧς ἂν ἐθέλητε , γείτονες ἔσεσθε , ἵνα τὴν ἐρεθίζουσαν ὑμᾶς ὄψιν τε καὶ
5885404 τεκτονες
πίνακας ἀχράδος . Μήτραν δὲ πάντα μὲν ἔχειν φασὶν οἱ τέκτονες φανερὰν δ ' εἶναι μάλιστα ἐν τῇ ἐλάτῃ :
, ἐς μὲν ἔσθλ ' ἀμηχανώταται , κακῶν δὲ πάντων τέκτονες σοφώταται . ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί , καὶ
5880450 στατηρες
συνειλεγμένα . ἴσως δὲ τῶν ὀνομάτων καταλόγῳ προσήκουσιν οἱ Κροίσειοι στατῆρες καὶ Φιλίππειοι καὶ Δαρεικοί , καὶ τὸ Βερενίκειον νόμισμα
ἐπὶ τῶν νόθων . Κύων ἐπισπεύδουσα τυφλὰ γεννᾷ . Κυζικηνοὶ στατῆρες : ἐπὶ τῶν εὖ κεχαραγμένων στατήρων : διαβόητοι γὰρ
5878544 Λεσβιοι
τῇ γῇ ἐχρησμῴδει . ὅθεν ἐχρῶντό τε αὐτῇ τὰ μαντικὰ Λέσβιοι τε καὶ τὸ ἄλλο πᾶν Αἰολικὸν καὶ Ἴωνες Αἰολεῦσι
ἑξῆς δὲ Βοιωτῶν ξυγγενῶν ὄντων ἀναγνωστέον . Αἰολέων γὰρ ἄποικοι Λέσβιοι , Αἰολεῖς δὲ καὶ οἱ Βοιωτοί : οἱ δὲ
5875139 ἐστεφανωμενοι
καὶ ὁπόσοι δὴ τῶν ἐπιχωρίων παῖδες ἐπὶ τὸν Μείλιχον ἀστάχυσιν ἐστεφανωμένοι τὰς κεφαλάς : ἐκόσμουν δὲ οὕτω καὶ τὸ ἀρχαῖον
μαζονόμων φέροντες ἑκατὸν εἴκοσι . μεθ ' οὓς Σάτυροι τεσσαράκοντα ἐστεφανωμένοι κισσίνοις χρυσοῖς στεφάνοις : τὰ δὲ σώματα οἳ μὲν
5866244 περιχυθεντες
σφίσι τάξεως γενόμενοι , προσιοῦσι τοῖς Λευκιανοῖς οἷα συνεστρατευμένοις ποτὲ περιχυθέντες ἠσπάζοντο καὶ συνέκλαιον καὶ τὸν Καίσαρα ὑπὲρ αὐτῶν παρεκάλουν
αὐτῆς οἱ μὲν Ἀθηναῖοι περιστάντες τὴν ναῦν εἰσήλλοντο , καὶ περιχυθέντες τοὺς ἐν αὐτῇ πάντας ἀπέσφαξαν . τότε δή φασι
5864667 Συγκεισθωσαν
ὅλη ἄλογός ἐστιν , καλείσθω δὲ ἐκ δύο ὀνομάτων . Συγκείσθωσαν γὰρ δύο ῥηταὶ δυνάμει μόνον σύμμετροι αἱ ΑΒ ,
καὶ οἱ ἐξ ἀρχῆς ἀριθμοὶ πρῶτοι πρὸς ἀλλήλους ἔσονται . Συγκείσθωσαν γὰρ δύο ἀριθμοὶ πρῶτοι πρὸς ἀλλήλους οἱ ΑΒ ,
5860848 Ἐλεγον
ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι τὰ τῶν θυσιῶν . Ἔλεγον δὲ καὶ δι ' ὅρκων πεπιστῶσθαι τὸ τοιοῦτον :
Ἰωσὴφ ἐφύλαττον οἱ Αἰγύπτιοι ἐν τοῖς ταμείοις τῶν βασιλείων . Ἔλεγον γὰρ αὐτοῖς οἱ ἐπαοιδοί , ὅτι ἐν ἐξόδῳ ὀστῶν
5859572 γομφιοι
τὴν ἄφεσιν τῶν βελῶν θανατηφόρων ὄντων ὡς ἰοῦ γεμόντων . γομφίοι δὲ κυρίως οἱ μυλιαῖοι * ὀδόντες * καὶ οἱ
βουλομένων τοὺς ὁμοίους . Ἄλλοισι μὲν γλῶσσα , ἄλλοισι δὲ γομφίοι : ἐπὶ τῶν λάλων καὶ φάγων . Ἀνδρὸς γέροντος
5854636 δεξιοι
, ἀνδρῶν ποητῶν τυροπωλῆσαι τέχνην . Ἐπίπονοί γ ' οἱ δεξιοί . Τόδε γὰρ ἕτερον αὖ τέρας νεοχμόν , ἀτοπίας
οὐκ ἐν μακάρων νήσοις οἰκεῖν : οὕτως ἡμῖν οἱ ῥήτορες δεξιοί εἰσιν . Ἀεὶ σὺ προσπαίζεις , ὦ Σώκρατες ,
5854627 τρεφοντες
' ἑαυτοὺς τρέφεσθαι γάλακτι καὶ κρέασι καὶ πολλὰς ἀγέλας κτηνῶν τρέφοντες οὐκ ἐπεδέοντο σίτου : κατασκευάσαντες δ ' οἰκήσεις ἑαυτοῖς
μεγάλην , εἰ πεφθεῖεν , οὕτω βρωθέντες πυροί , καὶ τρέφοντες ἰσχυρῶς τὸ σῶμα καὶ ῥώμην ἐπίσημον παρεχόμενοι τοῖς προσενεγκαμένοις
5849150 φρατερες
ὀνόματος . φρατρία ἐστὶ τὸ τρίτον μέρος τῆς φυλῆς , φρατέρες δὲ οἱ τῆς αὐτῆς φρατρίας μετέ - χοντες ,
ὀνόματος . φρατρία ἐστὶ τὸ τρίτον μέρος τῆς φυλῆς , φρατέρες δὲ οἱ τῆς αὐτῆς φρατρίας μετέ - χοντες ,
5830713 πολεμικοι
τὴν εὐκοσμίαν ὁμοίως τέθεικε . δεῖ οὖν οὕτω νοεῖν : πολεμικοί τε γιγνόμεθα καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον . ἀνάγκη
Ἄρει , τουτέστι καὶ πολέμων ἦσαν ἔμπειροι , ὅ ἐστι πολεμικοί . ἀλλ ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ : Χρύσιππος
5829851 ἐκαθευδον
κλεῖν ἐφέλκεται . κἀγὼ τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος οὐδ ' ὑπονοῶν ἐκάθευδον ἄσμενος , ἥκων ἐξ ἀγροῦ . ἐπειδὴ δὲ ἦν
' ἐπεποιήκειν αὐτό , παραγαγὼν τὸν στροφέα παρεισῆλθον ἀψοφητί . ἐκάθευδον δὲ πάντες , εἶτα ἐπαφώμενος τοῦ τοίχου ἐφίσταμαι τῇ
5825995 εἰρημενοι
ἔχοντα τελέως κινεῖται , ἀλλ ' , ὥς φασιν οἱ εἰρημένοι πρό - τερον ἄνδρες , Πτολεμαῖος , Ξέναρχος ,
τῶν ἀγωνιστικῶν λόγων καὶ μέρη τῶν εἰδῶν καὶ τρόποι οἱ εἰρημένοι . ὃ | δὲ ἐν τοῖς Τοπικοῖς εἴρηται ,
5822455 ἐβλαβησαν
προοιμίοις θεραπευτικοῖς ὠφελή - θησαν : ἄλλοι δὲ μὴ χρησάμενοι ἐβλάβησαν καὶ ἐντεῦθεν ἔμαθον πάντες κεχρῆσθαι προοιμίοις : καὶ πάλιν
, ὅ τι ἦν τὸ ὠφελῆσαν , καὶ , ὅτε ἐβλάβησαν , τῷ βλαβῆναι , ὅ τι ἦν τι τὸ
5819928 καραβους
ἄνω σπεύδοντα πρὸς τὸ τελώνιον ὥρα περαίνειν : ἐγχέλεια , καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια , πίνας
Ποσείδιππος ἐν Λοκρίσιν οὕτως : ὥρα περαίνειν : ἐγχέλεια , καράβους , κόγχας , ἐχίνους προσφάτους , μηκώνια , πίνας
5816187 σφενδαμνινοι
, στιπτοὶ γέροντες , πρίνινοι , ἀτεράμονες , Μαραθωνομάχαι , σφενδάμνινοι . Ἔπειτ ' ἀνέκραγον πάντες : Ὦ μιαρώτατε ,
τῶν ὀσπρίων ἀτεράμονα λέγεται , οἷον οὐχ ἁπαλά . Γ σφενδάμνινοι : ἰσχυροί : τοιοῦτον γὰρ τὸ τῆς σφενδάμνου ξύλον
5814771 ἐνδεδινημενοι
οἱ πεπηγότες , καὶ οἱ μόγις στρεφόμενοι , καὶ οἱ ἐνδεδινημένοι καὶ τἄλλα ὅσα παρεῖται . Μετάγει αὐτὸν Ἱπποκράτης ἐπὶ
ἀποτομῆϲ , εἴ κοτε ϲπαϲμῷ ξυνερείϲουϲιν οἱ ὀδόντεϲ : ὀφθαλμοὶ ἐνδεδινημένοι : βλέφαρα τὰ πολλὰ διέχοντα ξὺν παλμῷ : ἢν
5814674 ἀλιτηριοι
. * . Ἀλιτήριος : ὁ ἁμαρτωλὸς καὶ ἄδικος . ἀλιτήριοι δὲ ἐντεῦθεν ἐκαλοῦντο . λιμὸς κατέλαβέν ποτε τοὺς Ἀθηναίους
καὶ ἀνοσίων τρόπων καθαρεύουσιν . Ὅσοι δέ εἰσιν αὐτοί τε ἀλιτήριοι , καὶ ἀθέσμως καὶ ἀτάκτως ἐπιπηδῶσι τοῖς θείοις ,
5812582 φαλους
εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν ἀσπιδίσκια οἱ δ ' ἀστερίσκια ἐκάλουν .
, . , . * . . Ἀμφίφαλον : ἀμφοτέρωθεν φάλους ἔχουσαν περὶ ἑαυτήν . φάλοι δέ εἰσιν οἱ κατὰ
5809194 εἰπαν
Ὁ δὲ Ξέρξης εἴρετο αὐτοὺς ὅκῃ πλέοιεν : οἱ δὲ εἶπαν : Ἐς τοὺς σοὺς πολεμίους , ὦ δέσποτα ,
τὴν κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον [ ] . Καὶ εἶπαν [ ] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων
5805632 τρυφωσιν
Ἀθηναῖοι ἢ κατὰ γῆν νικῆσαι ἢ κατὰ θάλατταν , μηδὲ τρυφῶσιν , ἀλλ ' εἰδῶσιν ὅτι ἐν ταῖς ναυσὶν ἅπαντα
αἱρουμένῳ : καίτοι οὐδὲ σιτία ἐμοὶ δοκῶ τὰ αὐτὰ τοῖς τρυφῶσιν ὑμῶν σιτεῖσθαι : προαγρυπνῶν δὲ ὑμῶν οἶδα , ὡς
5802342 φοξοι
τραχύτητας . φλεγμονὴ ὑπολάπαρος : ἡ χωρὶς συντάσεως γινομένη . φοξοί : οἱ ὀξυκέφαλοι καὶ προμέτωποι . φλυδᾶν : διαχεῖσθαι
φύσιν ὑγρότητα ἐκβάλλουσιν . ἔχουσι δὲ καὶ ἄλλο σύμπτωμα οἱ φοξοί . φοξὸν γὰρ σχῆμα διαβάλλει , οὐ τὸ τυχὸν
5801068 τοιχωρυχοι
καὶ πίστιν , οἱ δὲ τῶν ἀλλοτρίων ἔφεδροι βαλαντιοτόμοι καὶ τοιχωρύχοι παρεισφθαρέντες ὑφέλωνται , συλληφθέντες ἐκτινέτωσαν ἐπιτίμια διπλᾶ [ τὰ
ὃν σὺ κατορύξας ἔχεις . Ὡς θύουσι δ ' οἱ τοιχωρύχοι , κοίτας φέροντες , σταμνί ' , οὐχὶ τῶν
5800941 πυρεσσοντες
ἀπεγεύσατο αὐτῶν περὶ τὰς χρήσεις ἀσχολούμενος , οὓς ὥσπερ οἱ πυρέσσοντες περιφερομένους εἶδεν . ὅτι ἀτταγᾶς μείζων πέρδικος , ὅλος
εἰ τὰ διάφορα τὸ αὐτὸ οὐκ ἐνδείκνυται , οἱ δὲ πυρέσσοντες καὶ βήσσοντες τὸ αὐτὸ ἔστιν ὅτε ἐνδείκνυνται , ἀπὸ
5800033 ὠρυξαν
. ἐπὶ δὲ τοῦ “ τάφρον ἤλασαν ” ἀντὶ τοῦ ὤρυξαν . ἐπὶ γὰρ τοῦ ἐλάσαι , ὅ ἐστιν ἐκ
γάρ που : „ ἐμὲ ἐγκατέλιπον πηγὴν ζωῆς , καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους , οἳ οὐ δυνήσονται συσχεῖν ὕδωρ
5792110 ἀνδρειοτεροι
τὸ κακουργεῖν τε ἀλλήλους καὶ ἀδικεῖν , εὐηθέστεροι δὲ καὶ ἀνδρειότεροι καὶ ἅμα σωφρονέστεροι καὶ σύμπαντα δικαιότεροι ; τὸ δὲ
καλὸν φαίνεται τοῖς βαρβάροις , καὶ οὐκ ἐξετάζεται ὁπότεροί εἰσιν ἀνδρειότεροι , οἱ φεύγοντες ἢ οἱ διώκοντες αὐτοκράτωρ δὲ μάχη
5791970 διηρπαζον
κρύψαι δυναμένην . οἱ Θρᾷκες ἐμπεσόντες ἐς τὸ στρατόπεδον ἔρημον διήρπαζον ἀτάκτως καταγελῶντες τῶν Ἑλλήνων ὡς φευγόντων . Ἰφικράτης ἐξ
τε λεία περιηλαύνετο καὶ τὰ αἰχμάλωτα συνείχετο καὶ τὰς σκηνὰς διήρπαζον καὶ τὰς ἁμάξας κατελαμβάνοντο , αὐτάνδρους τὰς πλείστας ἁλισκομένας
5785038 πολυπραγμονες
Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες πολυπράγμονες εἰσίν . Γνῶθι σαυτόν : ἐπὶ τῶν ὑπὲρ δύναμιν
τέταρται ζʹ Ἄρεως πολύμοχθοι ἀνάδελφοι σπανότεκνοι ἐπιδημητικαὶ εὔποροι φθαρτικαὶ ὠμαὶ πολυπράγμονες . αἱ δὲ ἑξῆς Ϛʹ ἐπὶ πᾶσι Κρόνου εὔκρατοι
5784817 φιλοπολιδες
φιλόπολιν : εἰσὶ γάρ τινες οἱ ἐν ταῖς στάσεσι διάγοντες φιλοπόλιδες ὄντες : τὸν οὖν Ψαῦμιν φιλόπολίν φησιν εἶναι πρὸς
ἦσαν γὰρ οὐκ ὀλίγοι ταῦτα ἐπαινοῦντες , ἄνδρες μέτριοι καὶ φιλοπόλιδες , οἳ καὶ τὴν γνώμην ᾔδεσαν τὴν ἐμὴν καὶ
5783273 βελτιστοι
ὡς δ ' ἐγνώσθη τὸ πρᾶγμα , εὐθὺς ἔφευγον οἱ βέλτιστοι , οἱ μὲν πρὸς τὰ ἀγάλματα τῶν ἐν τῇ
ἔπος εἰπεῖν τοῖς κριταῖς νικῶντες ; οἶμαι μὲν , οἱ βέλτιστοι Σο - φοκλῆς , Αἰσχύλος , Εὐριπίδης . μὴ
5780356 φιλοκερδεις
Τὸ δὲ κέρδος ἀγαθὸν ὡμολογήσαμεν ; Ναί . Πάντες αὖ φιλοκερδεῖς φαίνονται τοῦτον τὸν τρόπον : ὃν δὲ τὸ πρότερον
μετὰ ταῦτα προορώμενοι καὶ ἀσφαλισάμενοι ἐσώθησαν : οὕτω δέον μὴ φιλοκερδεῖς εἶναι , ἀλλὰ προΐεσθαι τοῖς ποιηταῖς μισθὸν , ὅπως
5779051 ἀπαιδευτοι
ἐμπείρους ἀπειρίᾳ : γλυκὺς ἀπείρῳ πόλεμος οἱ πολλοί : οἱ ἀπαιδευτοί . εὕροιτε : ἕως ὧδε τὸ προοίμιον τόνδε :
ἐμπείρους ἀπειρίᾳ : γλυκὺς ἀπείρῳ πόλεμος οἱ πολλοί : οἱ ἀπαιδευτοί . εὕροιτε : ἕως ὧδε τὸ προοίμιον τόνδε :
5775257 πτωχοι
ξεῖνον ἀτιμῆσαι : πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε . δόσις δ ' ὀλίγη τε φίλη τε
ὅτι ἴδε τοὺς ῥήτορας , ὡς , ὁπόταν μέν εἰσι πτωχοί , εἰσὶν εὐσεβεῖς καὶ δίκαιοι , ὅταν δὲ πλουτήσωσι
5772160 καταφευγοντες
ὥς τινες ἀποπεπτωκότες τῆς ἀρχαίας φωνῆς καὶ ἐπὶ τὴν ἀμαθίαν καταφεύγοντες πορίζουσι μάρτυράς τινας τοῦ προειρῆσθαι ὑπὸ τῶν ἀρχαίων τάσδε
ἡττηθῆναι . οἱ μὲν οὖν ἄλλοι πάντες ἐπὶ τὰς ὀπὰς καταφεύγοντες ῥᾳδίως εἰσέδυνον , οἱ δὲ στρατηγοὶ μὴ δυνάμενοι εἰσελθεῖν
5766933 θαυματοποιοι
καὶ βαρβάρων καὶ Ἑλλήνων , καὶ οἱ ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς θαυματοποιοὶ ἦσαν διαπρέποντες καὶ ψιλοκιθαρισταὶ καὶ αὐλῳδοὶ καὶ ποιηταὶ τραγικοί
εἰς τὴν μικρότητα , καὶ λέγοντος ὅτι ῥᾳδίως αὐτὰς οἱ θαυματοποιοὶ καταπίνουσιν ἐν τοῖς θεάτροις , καὶ μὴν μάλιστα ,
5766643 ἀνδρογυνοι
τῶν μελῶν ἀνδρόγυνοί εἰσι , τοῦτο γὰρ ἄντικρυς γυναικεῖον . ἀνδρόγυνοι δὲ καὶ οἱ κλίνοντες αὑτοὺς εἰς τὰ δεξιὰ ἐν
ἔνεστι καὶ ὄμμα ἅμα καὶ τὸ βλέμμα ὑποκινεῖται , οὗτοι ἀνδρόγυνοι ὄντες ἄνδρες εἶναι βιάζονται . Ὀφθαλμοὶ πυκνὰ ἐπὶ μεγάλα
5766338 περιμενουσι
ταῖς γαλαῖς , ἐμὲ δὲ οἱ ἐπελπίσαντες ἐν τῇ ἀγορᾷ περιμένουσι κεχηνότες ὥσπερ τὴν χελιδόνα προσπετομένην τετριγότες οἱ νεοττοί .
' σθ ' ὁμοῦ . οἳ δὲ κατὰ χειρῶν λαβόντες περιμένουσι , φίλτατοι νὴ τὴν Ἀθηνᾶν , μακάριόν τι χρηστότης
5761924 ἡξουσι
καὶ αὗται αἱ ἐπιρρήσεις οὐκ εἰς μακράν , ἀλλ ' ἥξουσί σοι σὺν τῷ Δείμῳ καὶ τῇ Ἐνυοῖ , δαίμοσι
ὧν , τῶν δακρύων , εἰς πόθον καὶ εἰς μνήμην ἥξουσί μου μετὰ ταῦτα : ἄλλως : ἀντὶ τοῦ :
5760470 προσπιπτοντες
τῆς νευρᾶς . ἰοὶ ] βέλη . προσπίτνοντες ] † προσπίπτοντες . ὤλλυσαν ] ἔφθειραν ἐκείνους . ἐφορμηθέντες ] †
περαιοῦσθαι ναυσὶν ἐπ ' ἀλλήλους οἱ τροφῆς ἀπορούμενοι ἤρξαντο καὶ προσπίπτοντες πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κώμας οἰκουμέναις ἥρπαζον καὶ τὸ
5759160 κολοιοι
, τηλόθε μεταμαιόμενος , δαφοινὸν ἄγˈραν ποσίν : κραγέται δὲ κολοιοὶ ταπεινὰ νέμονται . τίν γε μέν , εὐθρόνου Κλεοῦς
οἷον σταλαγμοὺς ὕδωρ σημαίνει . Ἐάν τε κόρακες ἐάν τε κολοιοὶ ἄνω πέτωνται καὶ ἱερακίζωσιν ὕδωρ σημαίνουσι . Καὶ ἐὰν
5755010 οὐαι
πάτερ μου , οἱ μάγειροι ἀπέθανον ” κἀκεῖνος εἶπεν “ οὐαί σοι , τέκνον , ὅτι εἰς ἰδιώτου χεῖρας μέλλεις
Ἡ πρώτη διαφορὰ ἰδιώτου καὶ φιλοσόφου : ὁ μὲν λέγει οὐαί μοι διὰ τὸ παιδάριον , διὰ τὸν ἀδελφόν ,
5746005 ἐσκωπτον
Γ [ ὅτι ἐν τοῖς ] μυστηρίοις ⌈ ἐσκώπτετο [ ἔσκωπτον Γ ] . Γ τοὺς γὰρ μέλλοντας μυεῖσθαι ⌈
, σοφιστήν , γόητα : ἀτεχνῶς οἷα εἰς αὐτὸν Σωκράτην ἔσκωπτον ἐν Διονυσίοις οἱ κωμῳδοί . Ἔλεγε δὲ ταῦτα μόνον
5743838 χειριστοι
τοῖς ἀργυρείοις τούτοις χρῶνται πρὸς τὴν πρώτην τούτων ἕψησιν . χείριστοι δὲ τούτων οἱ δρύϊνοι : γεωδέστατοι γάρ : χείρους
ἄνθρωποι , καὶ τὰ βλέφαρα σφέων ἀναπέπταται , πάντων οὗτοι χείριστοι : λύκων γὰρ καὶ ὑῶν ἀγρίων τοιαῦτα εἴδη ,
5742016 παλτα
Ἀρριανός : ἐξηκόντιζον εἰς τοὺς προμαχομένους τοῦ τείχους οἱ μὲν παλτά , οἱ δὲ λίθους , οἱ δὲ τοξεύματα .
ὠμῶς τε καὶ ξὺν ὕβρει ἐξηγεῖτο . . . . παλτά : Ἀρριανός : ἐξηκόντιζον εἰς τοὺς προμαχομένους τοῦ τείχους
5741394 περιδεεις
μὲν γὰρ τὸ μέγεθος τῆς περιεστώσης συμφορᾶς ἐν ὀφθαλμοῖς ἔχοντες περιδεεῖς ἦσαν , οἱ δὲ τοῖς εὐημερήμασιν ἐπηρμένοι σφάττειν παρεκελεύοντο
μεγάλην ὑπὲρ ἄνθρωπον Πυθαγόρα , χαῖρε . τοὺς δὲ παρόντας περιδεεῖς γενέσθαι . ἐφάνη δέ ποτε καὶ ἐν Κρότωνι καὶ
5741296 κομψοι
χείλη στενὸν τὸν ὄγκον ποιοίη . Σιληνοί : δαίμονές τινες κομψοὶ τὰ εἰς ὄρχησιν καὶ εἰς Διονύσου τελετάς , οἱ
ὁ ἔπαινος τοῦ ἀνθρώπου , ὃν δ ' ἂν οἱ κομψοὶ ἐκεῖνοι καὶ πολυτελεῖς , ἀλλότριός τε καὶ μηδὲν ἐοικώς
5740629 σκιρτωσιν
αἱ ἀηδόνες , ἡ δὲ ἐμὴ σῦριγξ σιωπᾷ : οἷον σκιρτῶσιν οἱ ἔριφοι , κἀγὼ κάθημαι : οἷον ἀκμάζει τὰ
καὶ πᾶς ὁ ἀὴρ κύκλῳ ταύτῃ κίρναται . καὶ ἐνταῦθα σκιρτῶσιν ἰχθύων πράων ἀγέλαι . Τὰ δὲ ἴδια τῶν ζῴων
5738217 σαγαρεις
. καὶ οἱ πεζοὶ ἔχουσι μὲν γέρρα καὶ κοπίδας καὶ σαγάρεις ὥσπερ οἱ ἐπὶ Κύρου τὴν μάχην ποιησάμενοι : εἰς
ἀκινάκην Περσικὸν ξιφίδιόν τι , τῷ μηρῷ προσηρτημένον , καὶ σαγάρεις Σκυθικάς . Ἄραβες δὲ καὶ στρουθῶν δοραῖς ἀντὶ θωράκων
5737660 ἐκομων
σε τήνδε τὴν πόλιν , ἐλακωνομάνουν ἅπαντες ἄνθρωποι τότε , ἐκόμων , ἐπείνων , ἐρρύπων , ἐσωκράτων , σκυτάλι '
ἵπποι γίνονται . . . : ὠχρὸς καὶ διεφθαρμένος : ἐκόμων γὰρ οἱ ἱππεῖς , οἱ δὲ φιλόσοφοι κάτω κείρονται
5732031 προσηλαυνον
γοῦν ἐδεδύκει ὁ ἥλιος , καὶ ἀπό τινος ἐρήμου νήσου προσήλαυνον ἡμῖν ὅσον εἴκοσι ἄνδρες ἐπὶ δελφίνων μεγάλων ὀχούμενοι ,
τινὲς ἤδη , οἱ μὲν ἁμάξας προωρμημένας καταλαβόντες καὶ ἀποστρέψαντες προσήλαυνον μεστὰς ὧν δεῖται στρατιά , οἱ δὲ καὶ ἁρμαμάξας

Back