ἑξασήμων τροχαϊκῶν ἔσθ ' ὅτε τὰς ἑπτασήμους τροχαϊκάς , οἷον δέδυκε μὲν ἁ σελάννα καὶ πληιάδες : μέσαι δὲ νύκτες
ἡ τοῦ πανουργεῖν τέχνη τοῖς κάλλεσι καὶ μεγέθεσι τὸ λοιπὸν δέδυκε καὶ πᾶσαν ὑποψίαν ἐκπέφευγεν . ἱκανὸν δὲ τεκμήριον τὸ
6652977 δωδεκατη
, ἡ δεκάτη Κρόνου , ἡ ἑνδεκάτη Διός , ἡ δωδεκάτη Ἄρεως : [ ἡ ] ἡμέρα αʹ Ἡλίου ,
ἕτεροι δὲ Σκιροφοριῶνος τῆι αὐτῆι ἡμέραι . . . : δωδεκάτη μὲν ἔην μηνὸς Θαργηλιῶνος . . . νὺξ δ
6584781 Πελειαι
- ματος ἐκτροπή , καθ ' ἣν αἱ Πλειάδες λέγονται Πέλειαι καὶ Πελειάδες , παρὰ πολλοῖς ἐστι τῶν ποιητῶν .
ἐν τῇ Γοργοῖ φησιν : αἳ θέρος ὠκεῖαι πρόπολοι πίλναντο Πέλειαι . Ποσείδιππός τ ' ἐν τῇ Ἀσωπίᾳ : οὐδέ
6583164 κληροισιν
. πρῶτα μὲν Ὠδονίηθε Μίδης ἅπερ Ἀσίδος ἀρχὴν λείπων ἐν κλήροισιν ἀνέτρεφεν Ἠμαθίοισιν , αἰὲν ἐς ἑξήκοντα πέριξ κομόωντα πετήλοις
τ ' Ἰωνιάδες Νύμφαι στέφος ἁγνὸν Ἴωνι Πισαίοις ποθέσασαι ἐνὶ κλήροισιν ὄρεξαν . ἤνυσε γὰρ χλούνηνδε μετεσσύμενος σκυλάκεσσιν , Ἀλφειῷ
6518280 καθαρη
ὑγραϲμὸν καὶ ἐϲ διαπνοὴν τῶν κακῶν χυμῶν . τροφὴ δὲ καθαρή , εὔχυμοϲ , εὔπεπτοϲ , ἁπλῆ . καὶ δίαιτα
τὰ ἔξω ἡ φορή . ψυχῆϲ κατάϲταϲιϲ : αἴϲθηϲιϲ ξύμπαϲα καθαρή : διάνοια λεπτή : γνώμη μαντική . προγιγνώϲκουϲι μὲν
6465059 Εὐδοξωι
δὲ ιθ . , ἀπὸ ἰσημερίας μεθοπωρινῆς ἐπὶ χειμερινὰς τροπὰς Εὐδόξωι ἡμέραι Ϙβ , Δημοκρίτωι ἡμέραι Ϙα . . .
. Ἀπὸ τροπῶν θερινῶν εἰς ἰσημερίαν μεθοπωρινὴν ἡμέραι Ϙαʹ . Εὐδόξωι Δημοκρίτωι χειμεριναὶ τροπαὶ ἀθὺρ ὁτὲ μὲν κʹ ὁτὲ δὲ
6365372 νωτοιο
καὶ οὐδετέρως ποτὲ καλεῖ σφαῖρον ἔην . οὐ γὰρ ἀπὸ νώτοιο δύο κλάδοι ἀίσσονται , οὐ πόδες , οὐ θοὰ
ὑπένερθε νηδύν , αἱ δ ' ἄρ ' ὕπερθεν ὑπὲρ νώτοιο νέμονται , ἄλλαι δ ' ἐκ λοφιῆς , αἱ
6353845 πηʹ
. πζʹ . Περὶ ἥλων καὶ μυρμηκίων καὶ ἀκροχορδόνων . πηʹ . Περὶ βελῶν ἐξαιρέϲεωϲ . πθʹ . Περὶ καταγμάτων
ἥμισυ , ἀπὸ δὲ ταύτης τῆς ἰσημερίας ἄχρι χειμερινῆς τροπῆς πηʹ , ἀπὸ δὲ χειμερινῆς τροπῆς ἐπὶ ἐαρινὴν ἰσημερίαν Ϙʹ
6337615 ἑφθημιμερων
καλῶς ἐδεσμεύθη . διπλῆ καὶ ἕπεται δυὰς ὁμοία ἐκ στίχων ἑφθημιμερῶν τῇ πρώτῃ . Γ μέλλω γέ τοι θερίδδειν :
ἐξευρήματι καινῷ συμπτύκτοις ἀναπαίστοις . Καὶ τὸ ἐκ τῶν ἰαμβικῶν ἑφθημιμερῶν δικατάληκτον Καλλίμαχος Δήμητρι τῇ πυλαίῃ τῇ τοῦτον οὑκ /
6300360 ἀντελλῃσιν
' ἄρ ' ἀντιπέρηθε δυσαέος Ἀρκτούροιο βηλὸν ἐς ἀστερόεντα Θυτήριον ἀντέλλῃσιν ἐς Νότον ἠερόεντα τετραμμένον , ἀμφὶ δ ' ἄρ
' ἀγαθῇσιν . εὖτ ' ἂν δ ' ὠκεανοῖο λελουμένος ἀντέλλῃσιν Τιτάν , ἐν δ ' ὥρῃ κείνῃ βροτὸς ἐς
6294643 τϘ
, τουτέστι τῆς βάσεως , ἐπὶ τὰ ιε , γίνονται τϘ : τοσοῦτον τὸ ἐμβαδόν . Τμῆμα ἧττον ἡμισφαιρίου μετρῆσαι
. τὸ δὲ κέντρον τοῦ ἐπικύκλου τὸ Η πλάτους μοίρας τϘ μ ιδ . τὸ δὲ βόρειον πέρας τοῦ λοξοῦ
6292111 Δωι
Δωι ἐπισημαίνει , ἄνεμος ψυχρός . . , . α Δωι ἐπισημαίνει . . , . κθ Δωι ἐπισημαίνει .
, . θ Δωι χειμών . . , . ιδ Δωι βρονταί , ἀστραπαί , ὕδωρ , ἄνεμοι . .
6264348 κεονται
: βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου . ἐν κομάροισι κέονται : κεῖνται καὶ καθέζονται . πάρεστι μὲν ἁ μελίτεια
αἴγιλον αἶγες ἔδοντι , καὶ σχῖνον πατέοντι καὶ ἐν κομάροισι κέονται . ταῖσι δ ' ἐμαῖς ὀίεσσι πάρεστι μὲν ἁ
6255238 Ἀπριλλιου
βραχεῖα καὶ λεπτοτάτη φυτεύεται ἐκ προσφάτων φυτῶν Ἰαννουαρίῳ , ἄχρι Ἀπριλλίου μηνός . Ἴον τὸ ἄνθος ἐξ ἧς ὀνομάζεται γέγονεν
κϚʹ τοῦ Φευρουαρίου ἀρκτοῦρος ἑσπέριος ἐπιτέλλει . τῇ νεομηνίᾳ τοῦ Ἀπριλλίου , πλειάδες ἀκρόνυχοι κρύπτονται . τῇ ιϚʹ τοῦ Ἀπριλλίου
6254639 ὀφελλεται
. ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται ] αὔξει . ὀφέλλεται ] αὔξεται . Ξ ὀφέλλεται
. θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται ] αὔξει . ὀφέλλεται ] αὔξεται . Ξ ὀφέλλεται ] αὐξάνεται . θ
6246011 σξϚ
ὁ ὑπὸ γου καὶ αου # Μο ι γίνεται ΔΥ σξϚ # Μο ι : ταῦτα ἴσα ⃞ῳ . καὶ
σξγ Λωτὸϲ ὁ ἥμεροϲ σξδ Λωτὸϲ τὸ δένδρον σξε Μάκερ σξϚ Μαλαβάθρου φύλλα σξζ Μαλάχη σξη Μανδραγόραϲ σξθ Μάραθρον σο
6238374 θερινη
Κατὰ μὲν γὰρ Μερόην τῆς Αἰθιοπίας ἕνδεκα ὡρῶν εἶναι ἡ θερινὴ νὺξ ἱστορεῖται , κατὰ δὲ Ἀλεξάνδρειαν δέκα , κατὰ
τροπή , ἐν αἰγοκέρῳ δὲ χειμερινή , ἐν καρκίνῳ δὲ θερινὴ καὶ ἐν ζυγῷ φθινοπωρινή . στερεὰ δὲ ὑπειλήφασι ταῦρόν
6236913 Πολυγνωτε
παρῇ ἀπολαύειν Ἀθηνῶν . καὶ ὑπὸ τούτου μᾶλλον , ὦ Πολύγνωτε , ἐπιδιδόασιν αἱ φροντίδες , εἰ πολλοῖς μὲν ἄλλοις
, εἴ σοι ἄρα τούτων καὶ τὰς ἀμοιβάς , ὦ Πολύγνωτε , ἀποτίσομεν . Οὐ τὸ παθεῖν Ἀθήνησιν ἀδίκως καὶ
6235477 ἀναφυηναι
κεδρίας ἐπιχρισθεῖσαι τὰς προεκσπασθείσας τρίχας , οὐκ ἐῶσι ταύτας αὖθις ἀναφυῆναι . Τρίγλα ἰχθύς ἐστι θαλάσσιος . ταύτης τὸ ἧπαρ
μάλιστα δ ' ἐπ ' ὀφρύων . ἐκ πυρικαύτου τρίχας ἀναφυῆναι [ τὰς τρίχας ] συκῆς φύλλα λειοτριβηθέντα καὶ καταπλασθέντα
6229046 ἀμβολαδην
τὸ θερμὸν ἐς μέσας νύκτας πελάζει , τηνικαῦτα δὲ ζέει ἀμβολάδην : παρέρχονταί τε μέσαι νύκτες καὶ ψύχεται μέχρι ἐς
ὑποβρύχιον δὲ μέμυκε μαινομένου φύσημα , περιστένεται δέ οἱ ὕδωρ ἀμβολάδην : φαίης κεν ὑπ ' οἴδμασι πᾶσαν ἀϋτμὴν κευθομένην
6224491 ρπθ
πολλὴν φθορὰν ἀβασίλευτος ἔμεινεν ἡ νῦν Ἀττικὴ μέχρι Κέκροπος ἔτη ρπθ : τὸν γὰρ μετὰ Ὤγυγον Ἀκταῖον ἢ τὰ πλασσόμενα
πολλὴν φθορὰν ἀβασίλευτος ἔμεινεν ἡ νῦν Ἀττικὴ μέχρι Κέκροπος ἔτη ρπθ : τὸν γὰρ μετὰ Ὠγυγὸν Ἀκταῖον ἢ τὰ πλασσόμενα
6223024 ὀπωπαι
οὐδέ τι μῆχος ἔστ ' ὀπίσω , κενεαὶ γὰρ ὑποσμύχονται ὀπωπαί : ἀντὶ δὲ τοῦ θάνατόν μοι ἄφαρ θεὸς ἐγγυαλίξαι
, δυσχείμερον οἶτον ἑλόντες . αὐτὰρ ἐπὴν ἔαρος πρῶται γελάσωσιν ὀπωπαί , ἄνθεά τ ' ἐν λειμῶσι νέον γε μὲν
6221824 κεκλιμενη
μεσημβρίαν τε καὶ πρὸς νότον ἄνεμον [ τοῦ Ταύρου ] κεκλιμένη , ἡ δὲ ἐπ ' ἄρκτον τε καὶ ἄνεμον
μειλιχίης οἴηκα κυβερνητῆρα γαλήνης δάκτυλον ὀρθὸν ἔθηκεν ἐπὶ στόμα : κεκλιμένη δὲ δεξιτερὴν ἐπέτασσε καὶ ἐς Φαέθοντα δοκεύει , Ἄγγελον
6220789 ἀγωνιζομεναι
δὲ καὶ μέχρι νῦν ὁ ἀγὼν οὗτος , καὶ αἱ ἀγωνιζόμεναι γυναῖκες χρυσοφόροι ὀνομάζονται . Θεόφραστος δὲ ἀγῶνα κάλλους φησὶ
δὲ καὶ μέχρι νῦν ὁ ἀγὼν οὗτος : καὶ αἱ ἀγωνιζόμεναι γυναῖκες χρυσοφόροι ὀνομάζονται . . Πολυκράτης δὲ πάσης συμβουλίης
6213028 χειμαινει
. . ἐν δὲ τῇ δ Εὐδόξῳ τροπαὶ χειμεριναί : χειμαίνει . . Οὐρ . διδ . Εὐδόξῳ , Δημοκρίτῳ
χειμαίνει . Ἐν δὲ τῇ βᾳ Εὐκτήμονι Δελφὶς ἐπιτέλλει : χειμαίνει . Ἐν δὲ τῇ δῃ Εὐδόξῳ τροπαὶ χειμεριναί :
6187640 Θρηικι
μοι τήνδ ' ἀσφαλῶς διὰ στρατοῦ γυναῖκα . καὶ σὺ Θρηικὶ πλαθεῖσα ξένωι λέξον : Καλεῖ ς ' ἄνασσα δή
Πάγγαιον ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι Μοῦσαι μεγίστην εἰς ἔριν μελωιδίας κλεινῶι σοφιστῆι Θρηικὶ κἀτυφλώσαμεν Θάμυριν , ὃς ἡμῶν πόλλ ' ἐδέννασεν τέχνην
6182989 ἑνδεκατη
κρισίμων ἡμερῶν ὑπομνήμασιν ἔδειξεν , οἷον ἑβδόμη καὶ ἐννάτη καὶ ἑνδεκάτη καὶ τεσσαρεσκαιδεκάτη : αὗται γὰρ κρίνειν πεφύκασιν : εἰσὶ
, ὀγδόη Ἡλίου , ἐνάτη Ἀφροδίτης , δεκάτη Ἑρμοῦ , ἑνδεκάτη Σελήνης , δωδεκάτη Κρόνου . εἶτα ἑξῆς γίγνεται ἡ
6182521 δεκαοκτω
Νισαίᾳ λιμένα . ἡ δὲ Νίσαια ἐπίνειόν ἐστιν τῶν Μεγάρων δεκαοκτὼ σταδίους τῆς πόλεως διέχον , σκέλεσιν ἑκατέρωθεν συναπτόμενον πρὸς
τὸ ἐλθεῖν ἡμᾶς ἐκ Μεσοποταμίας ἀπὸ Λάβαν . Καὶ πληρωθέντων δεκαοκτὼ ἐτῶν , ἐν τεσσαρακοστῷ ἔτει ζωῆς μου , ἐπῆλθεν
6177796 ναρκα
ἑώρα τῆς κόρης ἐφ ' ἅρματος . ὑπελήλυθέν τέ μου νάρκα τις ὅλον τὸ δέρμα ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον : οὐ
ἴσως οὐκ εὔφημον ὄνομα : καλεῖται γὰρ ὑπὸ τοῦ ἀγωνοθέτου νάρκα . λέγεται γὰρ ὅτι ” ἐνάρκησε τὸ πλάτος ”
6175626 στεροπας
δ ' ἔρος οὐδεμίαν κατακητος ὥραν , ἅθ ' ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος βορέας , ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν
' ἔρος οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς
6166848 καρπωι
δὲ κατθανόντος ἐς ς ' ἀφίκετο ; ναί : κἀπὶ καρπῶι γ ' αὔτ ' ἐγὼ χερὸς φέρω . πῶς
: ἀντὶ μεθήσω . μετοχὴ ἀντὶ ῥήματος , ὡς τὸ καρπῶι βριθομένη ἀντὶ τοῦ βρίθεται . σταλαγμὸν δὲ τὴν κατὰ
6165836 ἀκαρη
τὰ μὲν ἐπὶ πλεῖστον αὐτοῖς χορηγεῖσθαι , τὰ δὲ μηδὲ ἀκαρῆ παραμένειν . Χρύσιππος δὲ ἄχρι τῶν ῥημάτων ἔοικεν ἀνδρίζεσθαι
πάρεστι τί ποτ ' ἀγγελῶν ἄρα ; Οὐδ ' ὅσον ἀκαρῆ τῆς τέχνης ἐπίσταμαι . Κατέπεσον ἀκαρὴς τῷ δέει .
6165722 νισονται
νηῶν νίσονται : διὰ τοῦ εἰπεῖν οὐδ ' ἐπὶ νηῶν νίσονται ὑπόνοιαν δίδωσιν , ὅτι μυσάττεται καὶ αὐτὸς τὸν πλοῦν
ποτανοὶ γενοίμεθ ' ὅπαι Λιβύας οἰωνῶν στιχάδες ὄμβρον χειμέριον λιποῦσαι νίσονται πρεσβυτάτου σύριγγι πειθόμεναι ποιμένος , ἄβροχά θ ' ὃς
6162775 Ταναγρα
τὸ Α : Ἠλέκτρα ποτίστρα καλύπτρα ἐνέδρα . σεσημείωται τὸ Τάναγρα καὶ σκολόπενδρα . Τὰ διὰ τοῦ ΑΙΑ παρώνυμα ἐκτείνει
τῷ ἐκ Θηβῶν εἰς * Ἄργος ἀνιόντι ἐν ἀριστερᾷ ἡ Τάναγρα κ . . . ἐν δεξιᾷ κεῖται : καὶ
6157555 νεται
προήκει ἡ γένυς , καὶ εὐθεῖά ἐστι καὶ αὐξά - νεται κατ ' ὀλίγον ἐς μῆκός τε καὶ πάχος ,
τὸ τῶν ἐρίδων γένος , ἀλλὰ δύο . Λαμβά - νεται δὲ ἑαυτοῦ , ἐπειδὴ ἐν τῇ Θεογονίᾳ μίαν γέννησιν
6153272 βεβαυια
ἀφίκηται . εἰ δ ' ἄρ ' ὑπὲρ κέντροιο Σεληναίη βεβαυῖα τὴν αὐτὴν ἐπέχῃ μοῖραν πολεμοκλόνῳ Ἄρῃ , ἢ ζῶον
: οὐ μὴν πᾶσα διαπρὸ περίδρομος , ἀλλὰ διαμφὶς ὀξυτέρη βεβαυῖα πρὸς ἠελίοιο κελεύθους , σφενδόνῃ εἰοικυῖα . Τί γὰρ
6153256 μολιβῳ
στόνυχι χρίμψε σφυρόν , ἐκ δέ οἱ ἰχώρ τηκομένῳ ἴκελος μολίβῳ ῥέεν . οὐδ ' ἔτι δηρόν εἱστήκει προβλῆτος ἐπεμβεβαὼς
μηδ ' ἡντιναοῦν ἐκ πληγῆς μηδ ' ἡστινοσοῦν , ἐν μολίβῳ καὶ σιδήρῳ καὶ γύψῳ τῶν ἐσχάτων λίθων πρὸς ἀλλήλους
6152573 φθινοπωρινη
. οὗτος δὲ καλεῖται καὶ ὀξύρυγχος . σάλπη κρείττων ἡ φθινοπωρινή , ὑγρόν τι καὶ λευκὸν καὶ ἄβρομον ἀνίησιν .
δὲ χειμερινή , ἐν καρκίνῳ δὲ θερινὴ καὶ ἐν ζυγῷ φθινοπωρινή . στερεὰ δὲ ὑπειλήφασι ταῦρόν τε καὶ τὸ διαμετροῦν
6150817 ἐρυθρη
αὖ κητοφάγοιο , μητρόθεν Ἰδογενής , πατρὶς δέ μοί ἐστιν ἐρυθρή Μάρπησσος , μητρὸς ἱερή , ποταμός τ ' Ἀιδωνεύς
, ἡ δὲ μία ψαφαρή τε καὶ ἐκ πυρὸς οἷον ἐρυθρή . ἣ μὲν ἔην μέσση , ἐκέκαυτο δὲ πᾶσα
6150501 ἀγλαοκαρποι
δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι . τάων οὔ
εὔπνοοι αὔραις , αἰπολικαί , νόμιαι , θηρσὶν φίλαι , ἀγλαόκαρποι , κρυμοχαρεῖς , ἁπαλαί , πολυθρέμμονες αὐξίτροφοί τε ,
6147287 τθ
ἐποχῆς τμθ ιϚ λϚ ιϚ , τῆς δὲ σεληνιακῆς ἀνωμαλίας τθ μη α μβ , τοῦ δὲ πλάτους η β
λδ λα καὶ δ μζ μζ λγ : γίνονται μοῖραι τθ μη α μβ . πλάτους δὲ τοῖς αὐτοῖς χρόνοις
6147198 ζεφυροιο
ἐς νότον , οἱ δ ' ἐπὶ ῥιπὴν εὔρου καὶ ζεφύροιο : τίς ἂν πάντων ὄνομ ' εἴποι ; οὐ
παρὰ στόμα Θερμώδοντος . τῆς δὲ πρὸς ἀντιπέραιαν ὑπαὶ ῥιπὴν ζεφύροιο φαίνετ ' ἀπειρεσίου ποταμοῦ ῥόος Εὐφρήταο , ὃς δ
6141707 Βοιων
Ὑγείας ἐστὶν οὐκ ἀφανές . Κύθηρα δὲ κεῖται μὲν ἀπαντικρὺ Βοιῶν , ἐς δὲ Πλατανιστοῦνταἐλάχιστον γὰρ τῆς ἠπείρου ταύτῃ διέστηκεν
λεʹ γʹʹ μγʹ ∠ ʹʹδʹʹ Ἀρίμινον λεʹ μγʹ ∠ ʹʹγʹʹ Βοιῶν Γάλλων ὁμοίως Ῥουβίκωνος ποταμοῦ ἐκβολαί λδʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ
6139181 πνεουσι
. ἔστι δ ' αὐτοῖς χειμὼν μὲν ἡνίκα οἱ ἐτησίαι πνέουσι , θέρος δ ' ὁ λοιπὸς χρόνος . γυμνῆται
γὰρ ἀπωσθῇ κατὰ χειμῶνα , πλείους γὰρ ὡς ἐπίπαν βόρειοι πνέουσι , καὶ ἔτι πρότερον τοῦ θέρους ὑπὸ τῶν ἐτησίων
6136246 παρατεταται
, τοῖς δ ' ὀκτὼ τοῖς λοιποῖς ἐκ τῶν δεξιῶν παρατέταται , δι ' ἃς εἶπον αἰτίας : ὅταν δὲ
μικρὸν δάκτυλον πέρας αὐτῆς ὀστῷ τινι συναρθροῦται κυβοειδεῖ προσαγορευομένῳ . παρατέταται δ ' ἐκ τῶν ἐντὸς μερῶν τῷ σκαφοειδεῖ ,
6135145 ὑσματα
καυτήρια . | ὑποφάσιας : τὰς ὑποφαινομένας ὀφθαλμῶν κινήσεις . ὕσματα : ἀντὶ τοῦ ὕματα , ὅ ἐστι βρέγματα .
βορείοισιν . Περὶ δὲ ἰσημερίην καὶ μέχρι πληϊάδος , νότια ὕσματα ὀλίγα : χειμὼν βόρειος : αὐχμοί : ψύχεα :
6134871 στιλπνοτης
βραχύ τι τοῦ συμμέτρου λεπτότεραι , καί τις ἐπιλάμπει αὐτοῖς στιλπνότης : τὰ δέ γε παρυφιστάμενα λεπτότερα μὲν καὶ μείω
δὲ συστάσεσι ὑπερεκπίπτουσι ταῦτα τὸ σύμμετρον καί τις αὐτοῖς ἐπιφαίνεται στιλπνότης . Τὰ δέ γε παρυφιστάμενα τούτοις σύμμετρα μὲν καὶ
6134573 ἰσημερια
. καὶ ἣ μέν ἐστιν ἐαρινή , ἣ δὲ μετοπωρινὴ ἰσημερία , ἐαρινὴ μὲν ἐν Κριῶι , ὅτε ἐφάπτεται τοῦ
ἰκτῖνος φαίνεται , καὶ βορρᾶς πνεῖ . κϚʹ . ἐαρινὴ ἰσημερία . ὡρῶν ιδ : ὁ λαμπρὸς τοῦ βορείου Στεφάνου
6134242 λνʹ
νʹ [ διὰ τὸ ἴσην εἶναι τὴν ζηʹ περιφέρειαν τῇ λνʹ περιφερείᾳ ] : καὶ ἔσται ὁ χρόνος ἐν ᾧ
ἑκάστης νυκτὸς ὁρᾶται . Κείσθω γὰρ τῇ ζηʹ ἴση ἡ λνʹ , τῇ δὲ ζθʹ ἴση ἡ μξʹ : ἔσται
6132641 ἐβραχεν
ἦσαν ταῖς ψυχαῖς , εὐειδεῖς δὲ καὶ εὔσαρκοι ; . ἔβραχεν ἄξων ; . ἤτοι ὁ μὲν Περίφαντα πελώριον ἐξενάριζεν
. ἑά βʹ : τὰ ἑαυτοῦ . καὶ ἀγαθά . ἔβραχεν βʹ : ἤχησεν . ἐφώνησεν . . βράχε .
6129383 Κρητηθεν
ἀνθρώπῳ προθεσμίαν τὴν ἐνεστῶσαν ἡμέραν . τῆς δὲ παρουσίας τῆς Κρήτηθεν εἰς Ἀκράγαντα καὶ τῆς ἐνθένθε πάλιν ἀφόδου τὸ πιστὸν
ποίησιν , ἔμπαλιν εἰς ὤμους τετραμμέναι : εἰ ἐτεόν γε Κρήτηθεν κεῖναί γε Διὸς μεγάλου ἰότητι οὐρανὸν εἰσανέβησαν , ὅ
6120255 λειεντεριη
, ἐπιγενομένης μακρῆς τῆς δυσεντερίης , ὕδρωψ ἐπιγίνεται , ἢ λειεντερίη , καὶ ἀπόλλυνται . Ὁκόσοισιν ἐκ στραγγουρίης εἰλεοὶ γίνονται
ἂν γένοιτο : ἐς δυσεντερίην τεινεσμός : ἀπὸ δὲ δυσεντερίης λειεντερίη : ἐκ δὲ λειεντερίης ἐς ὕδρωπα : καὶ ἐκ
6106252 ἰσημεριην
πολλῷ , πλησίον ἰσημερίης , ὀπισθοχειμῶνες : καὶ ἤδη περὶ ἰσημερίην , βόρεια , χιονώδεα , οὐ πουλὺν χρόνον .
, ὕδατα πουλλὰ , μεγάλα ἐν βορείοισιν . Περὶ δὲ ἰσημερίην καὶ μέχρι πληϊάδος , νότια ὕσματα ὀλίγα : χειμὼν
6105526 λεχριος
. ποτὶ γλωχῖνα : πρὸς τὴν γωνίαν τοῦ θρόνου . λέχριος : πλαγίως . ἐνδρομίδας : κυρίως τῶν κυνηγῶν τὰ
ἔδωκε μόσχῳ λάλον Ἄπιδι στόμα . παρὰ δ ' αὐτὸν λέχριος στὰς ἐλιχμήσατο στολήν , προφανῶς τοῦτο διδάσκων , Ἀποδύσῃ
6102738 ἠλυσιν
. ? . πω ? ? πυκνὴν . πολλήν * ἤλυσιν . ἔκβασιν * ἐξορμίσαι . στῆσαι : ἐξαρμόσαι *
σόν : ὡς ἐμὸν κάμνει γόνυ , πυκνὴν δὲ βαίνων ἤλυσιν μόλις περῶ . θάρσει : πέλας γάρ , Τειρεσία
6102371 μογεουσιν
κε τοῖσι καὶ Ἠέλιος συνέπηται , ἀσσοτέρω μαλεροῖο πυρὸς τέχνας μογέουσιν , χαλκὸν μαλθάσσοντες ἰδ ' ἠερόεντα μόλυβδον , ἄκμοσί
εἰς . Ναυτιλίης : πλεύσεως . ὀϊζύος : κόπου . μογέουσιν : μογέω κακοπαθῶ . Δυσκελάδοισι : δυσήχοις . συνιππεύοντες
6100601 ἐπιτελλειν
αὔλακες ἀνατέμνονται πρὸς σπόρον : ἡνίκα δ ' ἂν μέλλωσιν ἐπιτέλλειν , ἄμητον εὐαγγελίζονται , καὶ ἐπιτείλασαι χαίροντας γεωπόνους πρὸς
. . ἐν δὲ τῇ ιβ Εὐδόξῳ Ὠρίων ἀκρόνυχος ἄρχεται ἐπιτέλλειν . . ἐν δὲ τῇ ιδ Εὐδόξῳ ὑετία .
6099686 Κεως
ἐν Δήλῳ τρέφειν . ὠνομάζετο δὲ καὶ Ὀρτυγία πρότερον . Κέως δὲ τετράπολις μὲν ὑπῆρξε , λείπονται δὲ δύο ,
Κυκλάδες καλούμεναι , καὶ πόλεις αἵδε ἐν ταῖς νήσοις : Κέως : Ἑλένη : Κύθνος νῆσος καὶ πόλις : Σέριφος
6098257 ἀνατρεχω
. Εἰ δὲ ἐγὼ διὰ τοῦ ὕμνου εἰς τὸ κλέος ἀνατρέχω τοῦ Μελησίου τὸ ἐξ ἀγενείων , ἤγουν τὸ ἐκ
αὕτη ἡ ἐποχὴ διὰ τὸ ὑπὲρ τὴν γένεσιν εὑρεθῆναι , ἀνατρέχω εἰς τὴν ἀνωτέραν , ἥτις ἐστὶ τρίτη Φαωθὶ ιʹ
6084449 κουφαι
ἀκοίταις , αἱ δὲ φίλοις ἐπὶ παισί , χελιδόνες οἷάτε κοῦφαι , μητέρες ὠδύροντο : νέη δέ τις ἀσπαίροντα ἠίθεον
, ἤγουν τοῦ διδάξαι . κουφότεραι γάρ , ἀντὶ τοῦ κοῦφαι , ἤγουν ἐλαφραί , ἀμαθεῖς αἱ φρένες τῶν ἀπειράτων
6078203 βρυχη
βιάζων , κατεπείγων , σπεύδων . Βρύχει : βοᾷ . βρυχή : βοή ἀπὸ τοῦ βρύχω : λείπει τοῦ βοός
ὀξὺ κελεύων βουτύπος , ὀτρηρῇσιν ἐπισπέρχων ὀδύνῃσι : πάντῃ δὲ βρυχή , πάντῃ δέ οἱ ἅλματα χηλῆς εἱλεῖται : τοίη
6066559 Φακοι
δὲ οἱ κέγχροι ἑφθοὶ τρόφιμοι , οὐ μέντοι διαχωρέουσιν . Φακοὶ καυσώδεες καὶ ταρακτικοὶ , καὶ οὔτε διαχω - ρέουσιν
κατὰ τὴν τρίτην τάξιν : ἔστι δὲ καὶ λεπτομερές . Φακοὶ στύφουσι μὲν οὐκ ἰσχυρῶς , θερμότητος δὲ καὶ ψύξεως
6066345 οὐϲιν
ῥοιάϲ , κράνου καρπόν . ποτὸν δὲ ἀπυρέτοιϲ μὲν αὐτοῖϲ οὖϲιν οἶνοϲ ὑδαρὴϲ ὀλίγοϲ ἔϲτω , πυρέττουϲι δὲ τῶν εἰρημένων
ὑγραίνει . τοῖϲ τοιούτοιϲ αἱ τρίχεϲ τῆϲ κεφαλῆϲ βρέφεϲι μὲν οὖϲιν ὑπόπυρροι , παιϲὶ δὲ ὑπόξανθαι , τελειουμένοιϲ δὲ γίγνονται
6064836 Φαλακραιαι
ἀκρωτήριον Ἴδης , διὸ καὶ ὁ Λυκόφρων φησίν : αἱ Φαλακραῖαι κόραι Φαλακραίῃς ἐνὶ βήσσῃς ] καὶ ἐν τοῖς ὑψηλοῖς
δὲ παρθενοκτόνον Θέτιν ἰουλόπεζοι θεῖνον εὐῶπες σπάθαις πελαργοχρῶτες , αἱ Φαλακραῖαι κόραι , ὑπὲρ Καλυδνῶν λευκὰ φαίνουσαι πτίλα , ἄφλαστα
6063511 Καλαμινθη
Ἑκαταῖος Περιηγήσει . . . . Καλαμένθη , ἥτις καὶ Καλαμίνθη : πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος Περιηγήσει . κρεῖττον οὖν
Πελοποννήσου . Παυσανίας τετάρτῳ . Καλαμένθη , ἥ τις καὶ Καλαμίνθη , πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος περιηγήσει . κρεῖττον οὖν
6053935 πυκιναι
αὐτοῦ ἔργα κατήριπε κάλ ' αἰζηῶν : ὣς ὑπὸ Τυδεΐδῃ πυκιναὶ κλονέοντο φάλαγγες Τρώων , οὐδ ' ἄρα μιν μίμνον
' ὅτ ' ὀπωρινὸς βορέης φορέῃσιν ἀκάνθας ἂμ πεδίον , πυκιναὶ δὲ πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται . ὣς τὴν ἂμ πέλαγος
6052706 δροσοι
! ! ! ! ] οι ? ? τέγξαν Ἀχελώιου δρόσοι [ : ] [ ! ! ! ! ]
μέντοι αἴρειν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ αἰθρίου : κωλύουσι γὰρ αἱ δρόσοι τὴν σύστασιν . ἐκλέγου δὲ τὸ ξανθὸν καὶ εὐθρυβές
6052287 ἀϋπνους
φιλῶν ὅτε στυγεῖται , ἀέρος σκιὰν διώκει , καμάτους φέρων ἀΰπνους . Παφίης Ἔρωτα φεύγων , Παφίης ῥόδοις τί τέρπῃ
. καὶ τὸ πληθυντικὸν ἀέσαμεν , ὥσπερ αὔξεται ἀέξεται : ἀΰπνους νύκτας ἴαυον διὰ νυκτὸς ἄγρυπνος διετέλουν . Ἄπνους :
6052198 δαϊδων
, κομήτην ζωογόνοις ἀκτῖσιν : ὅθεν περίφοιτος ἀλήτης πυκνὰ πολυσπερέων δαΐδων ἀμάρυγμα τινάσσων κῶνος ἀερσιπότητος ἐλαύνεται ὀξέϊ παλμῶι , ἧιχι
ἄρ ' Εὐρυνόμη τε ἰδὲ τροφὸς ἔντυον εὐνὴν ἐσθῆτος μαλακῆς δαΐδων ὕπο λαμπομενάων . αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι
6046725 γαστροκνημιην
τουτέοισι πνεῦμα ἅλις ξὺν τόνῳ διέρχεται , καὶ οἱ κατὰ γαστροκνημίην πόνοι ἐν τουτέοισι γνώμης παράφοροι . Τὰ κατὰ μη
γίνεται , κατά τε τὸ πυγαῖον , κατά τε τὴν γαστροκνημίην , καὶ κατὰ τὴν ὄπισθεν ἴξιν . Οἷσι δ
6044700 χειμεριοι
, σκόπελοι , σπιλάδες , βράχη , χοιράδες , ἄκραι χειμέριοι , κατήνεμοι , ὀξεῖαι , σκληραί , περιπετεῖς ,
τῆι δ ἡμέραι Δημοκρίτωι Πλειάδες δύνουσιν ἅμα ἠοῖ : ἄνεμοι χειμέριοι ὡς τὰ πολλὰ καὶ ψύχη ἤδη καὶ πάχνη ἐπιπνεῖν
6043274 δυσιας
δὲ περιστρέφεται πύματον πόντον τε καὶ αἶαν φαίνων ἀντολίας , δύσιάς θ ' ὑπὸ βένθεσι κεύθων , ὅς ῥά θ
ἱδρυμένα ἑστία θεῶν ὦρός τε ὄρφνας καὶ ἀῶς γίνεται , δύσιάς τε καὶ ἀνατολὰς γεννῶσα κατ ' ἀποτομὰς τῶν ὁριζόντων
6042015 βορεαο
κνέφας . οὐδὲ μὲν ἠοῖ πείσματα νηὸς ἔλυσαν ἐπὶ πνοιῇ βορέαο . Λημνιάδες δὲ γυναῖκες ἀνὰ πτόλιν ἷζον ἰοῦσαι εἰς
δὲ νέον κατεφαίνετο γαῖα : καὶ τότ ' ἀναρπάγδην ὀλοὴ βορέαο θύελλα μεσσηγὺς πέλαγόσδε Λιβυστικὸν ἐννέα πάσας νύκτας ὁμῶς καὶ
6037163 φρισσουσι
ποντία Κύπρι , βλέπουσιν ἐς πρόσωπα τῶν ξυνευνετῶν οὐδὲ σκότον φρίσσουσι τὸν ξυνεργάτην τέραμνά τ ' οἴκων μή ποτε φθογγὴν
: ἀπὸ διαστήματος . διήλυσις : διεξέλευσις , ἔξοδος . φρίσσουσι : εἰς ὕψος αἴρονται . περιρρήδην : ἀντὶ τοῦ
6036340 κυκλοιο
: πάσῃ δ ' ἐπὶ νυκτὶ ἓξ αἰεὶ δύνουσι δυωδεκάδες κύκλοιο , τόσσαι δ ' ἀντέλλουσι : τόσον δ '
οἱ ἀκροτάτοισι φαείνονται περὶ ποσσίν : ἄντυξ δ ' αὖ κύκλοιο μέσην διὰ χεῖρα Βοώτου τέμνει ὑπ ' ἀγκῶνος σκαιοῦ
6030168 ὑμενωδεις
. μανότεραι δὲ αἱ μὲν αἱ δ ' οὔ . ὑμενώδεις δ ' ἐν μὲν τοῖς δένδροις οὐκ εἰσὶν ἢ
ἐκ δύο ἐγένετο . συνάγουσι δὲ τὰς μὲν τούτων διαρθρώσεις ὑμενώδεις τινὲς σύνδεσμοι , τὰς δὲ κατὰ τὸν ἀστράγαλόν τε
6028161 ληξασα
' ὅτι καὶ ἡ τοῦ αὐτός οὐδετέρα ἀντωνυμία εἰς ο λήξασα εἶχε τὴν τόνου ὑποπαραίτησιν , καθὸ συνετονοῦτο τῇ ἀρσενικῇ
ἐμῶν λέκτρων γεραιὰ ξύννομ ' , εὐγενὲς γύναι , κλαυμάτων λήξασα τῶνδε καὶ γόων σαφές τί μοι λέξον . ἀνθρώπεια
6024231 Μικρος
. . . . πγ ∠ ʹ ια ∠ ʹδ Μικρὸς Αἰγιαλός . . . . . . . .
βάθος καὶ πλάτος τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ πολὺ διϊσταμένης γινόμενος . Μικρὸς σφυγμός ἐστιν ὁ τοὐναντίον ἐπ ' ἐλάχιστον κατὰ μῆκος
6018482 διαδιδουσα
τῶν ἁπανταχοῦ : οὓς ἀνὰ πᾶσαν Θρᾴκην τε καὶ Μακεδονίαν διαδιδοῦσά τε καὶ διατιθεμένη ὅτι πλεῖστον συλλέγει χρυσὸν καὶ ἄργυρον
τῶν ἁπανταχοῦ : οὓς ἀνὰ πᾶσαν Θρᾴκην τε καὶ Μακεδονίαν διαδιδοῦσά τε καὶ διατιθεμένη ὅτι πλεῖστον συλλέγει χρυσὸν καὶ ἄργυρον
6018101 ἀνισχουσι
ὀροπέδια . Ῥαιτοὶ δὲ καὶ Νωρικοὶ μέχρι τῶν Ἀλπείων ὑπερβολῶν ἀνίσχουσι καὶ πρὸς τὴν Ἰταλίαν περινεύουσιν , οἱ μὲν Ἰνσούβροις
τὴν ἐννάτην ἡ Λύρα ἐπανίσχουσα τὸν νότον ἐπιπνέει , τριακοστὴν ἀνίσχουσι Πλειάδες , καὶ βροντή τε , καὶ μετ '
6016843 εὐνηθεισαι
γε μὲν οὔ τις ἔριζε τάων ἃς θνηταὶ θνητοῖς τέκον εὐνηθεῖσαι . τῆς καὶ ἀπὸ κρῆθεν βλεφάρων τ ' ἄπο
γε μὲν οὔ τις ἔριζε τάων ἃς θνηταὶ θνητοῖς τέκον εὐνηθεῖσαι . τῆς καὶ ἀπὸ κρῆθεν βλεφάρων τ ' ἄπο
6015712 κς
/ . ἐπὶ τὰς ὑποστάσεις : ἔσται ὁ μὲν αος κς , ὁ δὲ βος ρλϚ . κε . Δοθέντα
! ! [ ] [ ] ! [ ! ] κς ? [ ! ] : [ ] [ ]
6014231 φοινισσει
γλήνεα φοινίσσει : ἤτοι αἱματώδεις ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς . * φοινίσσει : πειφοινιγμένος ἐστὶ κατὰ τὰ γλήνη , ἤτοι κατὰ
ἴσως δ ' ἐκ φολίδων τετρυμένη : αὐτὰρ ἐνωπῆς γλήνεα φοινίσσει τεθοωμένος , ὀξὺ δὲ δικρῇ γλώσσῃ λιχμάζων νέατον σκωλύπτεται
6013011 δυσιος
δὲ ἔαρ καὶ τὸ θέρος , πάνυ ἄνυδρον μέχρι πληϊάδων δύσιος : εἰ γάρ τι καὶ ἐγένετο , ἦν ὅσον
μέχρι ἀρκτούρου ἐπιτολῆς , φθινόπωρον δὲ ἀπὸ ἀρκτούρου μέχρι πλειάδων δύσιος . Ἐν μὲν οὖν τῷ χειμῶνι ξυμφέρει πρὸς τὴν
6012088 νηνεμος
τοῖς ποταμοῖς ποιοῦνται τὰς διατριβὰς τὰ ὄρνεα . . 〚 νήνεμος αἴθρη : Οἷον , ὑπὸ τῆς εὐαερίας λῆξις κυμάτων
- βαθής , ἐν σκέπῃ τῶν πνευμάτων , ἀπήνεμος , νήνεμος , ὑπήνεμος , ἀσφαλής , ἀκύμων , ἀκίνδυνος ,
6011333 Εὐβοιῃ
τοῖσι πλέοσι πείθεσθαι ἐκέλευε , τάδε καταδόξας , πρὸς μὲν Εὐβοίῃ σφέας ἐθελοκακέειν ὡς οὐ παρεόντος αὐτοῦ , τότε δὲ
ἀνδράσιν οἵην ἄγρην εὐθήρητον ἐπ ' ἰχθύσιν ὡπλίσσαντο νήσῳ ἐν Εὐβοίῃ μετὰ κύμασιν Αἰγαίοισιν : εὖτε γὰρ ἑσπερίης θήρης πόνον
6010266 κενεαι
μὲν ἠελίοιο θερείταταί εἰσι κέλευθοι : αἱ δέ που ἀσταχύων κενεαὶ φαίνονται ἄρουραι ἠελίου τὰ πρῶτα συνερχομένοιο Λέοντι . Τῆμος
, αὐανθεῖσαι αἱ μῆτραι ὑπὸ τῆς ταλαιπωρίης στρέφονται , ἅτε κενεαὶ ἐοῦσαι καὶ κοῦφαι : εὐρυχωρίη γάρ σφίν ἐστιν ὥστε
6009129 Ὀρνις
τοῖς βορεινοῖς τόποις ἔσω τοῦ βορείου πόλου ἐστὶν ὁ λεγόμενος Ὄρνις , ὑπὲρ ὃν Ὀϊστὸς παρατείνει , ὅπου ἡ Ἄρκτος
Βορρόθεν δέ ἐστι Δελφίν , Λύρα , τὸ Ζεῦγμα , Ὄρνις πλὴν τοῦ λαμπροῦ ἀστέρος κατὰ τὸ ὀρθοπύγιον αὐτοῦ καὶ
6007500 λιπαρη
τῆς λαυκανίας καὶ αὐχένος ἠχῶδες , ὥς φησι Κλέαρχος . λιπαρῆ . προσεδρευτικόν , ἐπιμελῆ . ἀρχαῖον . εὐήθη ,
οὓς ἂν ἐγὼ ἡγῶμαι σοφοὺς εἶναι : εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα ὑπὸ τούτου καὶ πυνθανόμενον παρ
6007336 λαθρη
. . αἶρα : ἡ † σφαῖρα : Καλλίμαχος : λάθρη δὲ παρ ' Ἡφαίστοιο καμίνοις † ἔτρεφον αἰράων ἔργα
Πρηξῖνος . κατ ' οἰκίην δ ' ἐργάζετ ' ἐνπολέων λάθρη , τοὺς γὰρ τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει .
6005111 βραχος
, τὸ τέλος , τὸ βάρος , τὸ ὑπὸ τὸ βράχος . Ἀφρόν : ἐπιφάνειαν , ποτὲ δ ' ὑπεράνω
ὕφορμον : ἔχει δὲ ἐκ δεξιῶν βράχη : καθορῶν τὸ βράχος κατάγου . Ἀπὸ Σεληνίδος ἐπὶ Ἀζὺ στάδιοι ηʹ .
6004901 εὐδιος
χόλον , ὄλβον ὀλέθρου , ὄφρα γάμῳ πρηΰς τε καὶ εὔδιος ἀντιάσειε . στὰς δ ' ἄρ ' ἐπὶ ῥηγμῖνος
μόθοιο ἀσπασίως γάνυταί τε καὶ εἰρήνης καμάτοισι τέρπεται ἁρπαλέοισι καὶ εὔδιος εἰλαπινάζει , ἀνδρῶν τε πλήθουσα χοροιτυπίης τε γυναικῶν :
6004506 πεφυασιν
, φαιδρὸς ἰδέσθαι : καὶ κεράων ὀρθαὶ μὲν ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἀκρέμονες προτενεῖς , ὑψοῦ δ ' αὖθις ποτὶ νῶτον
κείνοισιν δὲ διπλοῖς ἐλεφαντείοις κεράεσσι ῥίζαι μὲν πρώτιστον ἀπὸ κρατὸς πεφύασιν ἐκ μεγάλου μεγάλαι , φηγῶν ἅτε : νέρθε δ
6004415 χειμεριαι
ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ σὺν νηῒ πολυζύγῳ , ὅν περ ἄελλαι χειμέριαι εἰλέωσιν ὀρινομένη τε θάλασσα : ἡμῖν δ ' εἴνατός
χειμῶνος χειμέριον . Κολοιοὶ ἐκ τοῦ νότου πετόμενοι καὶ τευθίδες χειμέριαι . Φωνὴ ἐν λιμένι ἀποψοφοῦσα καὶ πολύπλοκον ἠχοῦσα χειμέριον
6003355 ζαμενες
. Ἐν δέ : τούτοις δηλονότι , σὺν τούτοις . ζαμενές : λίαν ὀργίλον , ἄγαν ὀργίλον , ἄγριον ,
τὸν θάνατον , τὸν Ἄιδην * προσμάξηται : φέρῃται * ζαμενές : λίαν ἰσχυρῶς * κοτέουσα : ὀργιζομένη * πίσυρες
6003144 ἀπλετος
ὠκὺν ὀϊστόν : ἔξοχα γὰρ τόδε φῦλον , ὅς ' ἄπλετος ἔτραφεν αἶα , πουλυγόνον τελέθει : τὸ μὲν ἄρ
ψυχοῦσα τὰ πάντα . Νώτοις δ ' ἀμφὶ θεᾶς φύσις ἄπλετος ᾐώρηται . Χαῖται μὲν γὰρ ἐς ὀξὺ πεφρικότι φωτὶ
6002369 προρεων
, πρὶν ἄμφω μῦθον ἀκούσηις . . . . ἀκαλὰ προρέων , . . . ἀκαλὰ προχέων , , ,
διὰ τὸ ἠρεμαῖον καὶ παρθενῶδες τοῦ ῥεύματος ” ὣς ἀκαλὰ προρέων , ὡς ἁβρὴ παρθένος εἶσιν „ . τινὲς ὅτι
6002073 ἐπανθουσα
τῇ ἐφ ' ἧς ἐβεβήκεσαν . Ἐκεῖ δὲ χρόα ἡ ἐπανθοῦσα κάλλος ἐστί , μᾶλλον δὲ πᾶν χρόα καὶ κάλλος
μηκυνομένη καὶ ὠχριῶσα , ῥαγὶ παραπλήσιος . σῦκον σὰρξ ἑλκώσει ἐπανθοῦσα , ἄνωθεν πλατυνομένη , ἐπίπονος , βουβῶνας ἐγείρουσα .
6000972 αἱμοῤῥαγικα
αὐτίκα σικύη , ἐκαύθη ἔσω , καὶ εἰκοστῇ ἐπαλιγκότησεν , αἱμοῤῥαγικὰ , καὶ τρυγώδεα , καὶ ἐσθιόμενα . Ἡ Τενεδίη
καὶ χεῖρες ναρκώδεες , καὶ καρδιαλγικὰ , καὶ ἠχώδεα , αἱμοῤῥαγικὰ λάβρως , καὶ κοιλίαι καταῤῥήγνυνται τούτοισι , καὶ γνῶμαι
5999977 ἀμαλλα
Σκύλλα , σκίλλα , κόλλα , βδέλλα , ἅμιλλα , ἄμαλλα : τὰ δὲ εἰς λη οὐκέτι , ὁμίχλη ,
. + . Ἀμαλλοδετῆρες : οἱ τὰς ἀμάλλας δεσμοῦντες : ἄμαλλα δὲ ἡ ἐκ πολλῶν δραγμάτων συναγωγή , . ,
5998508 σπιλαδες
πάγοι αἱ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν καὶ τῶν ὀρῶν : “ σπιλάδες τε πάγοι τε . ” πάγχυ παντελῶς . παιδνός
: αἱ κοιλάδες αἱ ὑπὸ τὰς πέτρας . σπήλυγγες : σπιλάδες . ἐβόμβεον : ἤχουν . ὅθεν καὶ βομβυλιὸς εἶδος

Back