| αὐτῷ προδείξαντες πολλάκις οἱ ἁλιεῖς ἐφορμήσαντα τὸν σκύμνον ἀγρεύουσι : δακόντος γὰρ ἀνάγκη τοὺς ὀδόντας , ἅτε καμπύλους , ἐνέχεσθαι | ||
| . χρῆσθαι δὲ δεῖ καὶ τῇ προσφορᾷ τοῦ ἥπατος τοῦ δακόντος κυνός : μὴ θαρρεῖν δὲ μόνῃ , ἀλλὰ διὰ |
| ὄντα μηδὲν αὐτοὺς μόνους ἀδικεῖν . οὔτε γοῦν ὄφεως δακόντος ἐπαΐουσιν οὔτε φαλαγγίου νύξαντος , ὡς τοὺς ἄλλους , εἰς | ||
| λύρη , κοῖος δὲ καὶ ταῦρος ἢ ὁκοῖος λέων Ὀρφέος ἐπαΐουσιν . ἢν δὲ τὰ λέγω αἴτια γνοίης , σὺ |
| πτωκός , πλὴν τοῦ ῥωγός : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου : ἐπὶ γὰρ τῆς σταφυλῆς ῥάξ λέγεται θηλυκῶς . | ||
| γὰρ διὰ τοῦ γ ἐκλίθη : ῥώξ δέ ἐστιν εἶδος φαλαγγίου , τουτέστιν εἶδος σκορπίου : ἐπὶ γὰρ τῆς σταφυλῆς |
| ' ὄξους , κάρδαμον ἄγριον καὲν καὶ σποδωθὲν , ἐχίδνης λεβηρὶς , καὶ λαπάθου ἀγρίου ῥίζα : τρίβειν δὲ μετ | ||
| λεβηρίδος : καὶ κενότερος λεβηρίδος : ἀμφότερα λέγεται . [ λεβηρὶς δὲ οἷον λεπηρὶς καὶ λέπος ] . τάττεται καὶ |
| δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν , | ||
| μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι . |
| πολλᾶς † ὑγιείας ἀκόρεστον τέρμα . νόσος γὰρ γείτων ὁμότοιχος ἐρείδει , καὶ πότμος εὐθυπορῶν . . . . . | ||
| ' ἀγκίστροιο τυπεὶς εὐκαμπέος αἰχμῇ ὑψός ' ἀναθρώσκων κεφαλὴν ἀζηχὲς ἐρείδει αὐτῇ ἐν ὁρμιῇ βεβιημένος , ὄφρα οἱ ἕλκος εὐρύτερόν |
| θρασύτερον , θυμικώτερον , ἰταμώτερον , ψέξαις δ ' ἂν νωθές , ἀμβλύ , ἄπυρον , ἀόργητον , ἄθυμον , | ||
| τραπεζήεσσι κύνεσσι , γυρόν , ἀσαρκότατον , λασιότριχον , ὄμμασι νωθές , ἀλλ ' ὀνύχεσσι πόδας κεκορυθμένον ἀργαλέοισι καὶ θαμινοῖς |
| ἡ ῥίζα ἢ τὰ φύλλα αὐθήμερον : χρήσιμον δὲ πρὸς σκορπίου πληγὴν πινόμενον . ἔχει δὲ τὸ μὲν φύλλον ὅμοιον | ||
| ἀγγείῳ μίξας ἔχε εἰς βοήθειαν ὄφεων δήγματος ἢ εἰς τύμμα σκορπίου . ἢ ῥωγὸς πλῆγμα : ἀλλ ' ὁπόταν ἐξ |
| προμήθεσαι [ ] υμος ἔλπομαι , πολλοὺς μὲν αὐτῶν Σείριος καθαυανεῖ ὀξὺς ἐλλάμπων : κλῦθ ' ἄναξ Ἥφαιστε , καί | ||
| ὅτι ὥσπερ δελφῖνος τὸ σῶμα ἐκβρασθὲν ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτὶς καθαυανεῖ τουτέστι ξηρανεῖ . τάριχον δὲ ὡς τεταριχευμένον καὶ σαπρὸν |
| τὸ Ζεῦγμα , Ὄρνις πλὴν τοῦ λαμπροῦ ἀστέρος κατὰ τὸ ὀρθοπύγιον αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἵππου ἡ κεφαλή . . . | ||
| ὁρκωμότας λέγουσιν . ὀρροπύγιον : οὕτως καὶ οἱ Ἴωνες : ὀρθοπύγιον δὲ παρ ' οὐδενὶ τῶν Ἑλλήνων . ὀστοῦν : |
| πέπρακται βίῳ . ΓΘ εἰς τὰς κοχώνας : εἰς τοὺς γλουτούς . ΓΓΘ εἰς τὰς κοχώνας ] ὑπὸ τὸν πρωκτόν | ||
| ἀγρίου ἠὲ λέοντος ἅπτηται κατόπισθε ποσὶν ταχέεσσι διώκων ἰσχία τε γλουτούς τε , ἑλισσόμενόν τε δοκεύει , ὣς Ἕκτωρ ὤπαζε |
| φωλεύοντα τραφῇ βαθὺν ὁλκὸν ἐχίδνης ἰὸν ἀνικμαῖνον στομίων τ ' ἀποφώλιον ἄσθμα . κεῖνο κακὸν ζύμωμα τὸ δή ῥ ' | ||
| τὸ φάρμακον αὐτῆς πνέον στομίων ] τῶν στομάτων καὶ τὸ ἀποφώλιον ἆσθμα , ὅ ἐστι χαλεπὸν ἆσθμα , τουτέστι τὴν |
| αὐτοῦ . . τὸ πρᾶγμα ] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . ἐπισπέρχει θεὸς ] ἐπισπεύδει ἡ τύχη , ἢ ὁ Ἀπόλλων | ||
| ] τὸν ἡμέτερον ἀφανισμόν . θ ἐπισπέρχει ] σπουδάζει . ἐπισπέρχει ] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει |
| γαστρίῳ . καὶ τὸ ἐν ὀσφύι δὲ καὶ ῥάχει γινόμενον κοίλωμα αἴτιον δυστοκίας γίνεται , καὶ διὰ πιμελῶδες ἐν ἐπιγαστρίῳ | ||
| ἀναβάς , ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος . τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ |
| καὶ ὄλπην κεδρίδας ἐνθρύπτων λιπάοις εὐήρεα γυῖα , ἢ καὶ πευκεδάνοιο βαρυπνόου , ἄλλοτ ' ὀρείου αὖα καταψήχοιο λίπει ἔνι | ||
| τὸ ὄρειον ἤ ἀγρίας ὀρεινοῦ * βαρυπνόου : δυσαέος * πευκεδάνοιο : τὰ φύλλα βοτάνης * καταψήχοιο : τρίβοις ἀποτρίβοις |
| ἔβλητο , οἷον : ἔβλητο πρὸς στῆθος : εἶτα ἀφαίρεσις βλῆτο , οἷον : βλῆτο γὰρ οὔτι κάκιστος , . | ||
| . Ἔνθ ' Ἀμαρυγκείδην Διώρεα μοῖρα πέδησε : χερμαδίῳ γὰρ βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι κνήμην δεξιτερήν : βάλε δὲ Θρῃκῶν |
| πεπυρωμένον ἐπιτιθεὶς κατὰ τοῦ νύγματος , καὶ ἀσκοῦ αἰγείου πεπισσωμένου ποδεὼν τὸ σφυρὸν ὁπόταν ἢ μὴν χεὶρ ἢ ἄλλο τι | ||
| γαστρός : πόδα δὲ τὸ μόριον , παρόσον ὡς ὁ ποδεὼν τοῦ ἀσκοῦ προέχει . λέγει οὖν ὅτι ἔχρησέ μοι |
| τὸ δ ' ὑγρότερον ὑπάγει μᾶλλον : ὁ δ ' ὀρρὸς τοῦ γάλακτος σφοδρῶς λαπάττει : ἐμβάλλειν δ ' αὐτῷ | ||
| : εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ὀρροῦ καὶ τοῦ δέους : ὀρρὸς δὲ λέγεται ἡ πυγὴ τῶν ὀρνίθων : ὅθεν καὶ |
| τῷ σώματι , καὶ προσπίπτων πρὸς τοὺς πόρους τοῦ σώματος ἐξωθεῖ τὰ περιεχόμενα περιττώματα καὶ ποιεῖ τοὺς ἱδρῶτας : οὕτω | ||
| οὐκοῦν ἡ ἐπίφυσις τοῦ νέου κέρατος τὸ πρεσβύτερον ὡς ἀλλότριον ἐξωθεῖ θλίβοντος τοῦ ἔνδοθεν καὶ ἀνωθεῖν τοῦτο ἐθέλοντος καὶ ὀδυνῶντος |
| ἀρετήν . ὅτι ἐάν τις χρίσῃ κεφαλὴν κυνὸς ἀπὸ λίπους γυπὸς καὶ ἀκούσῃ αὐλητοῦ , μένει σκιρτῶν καὶ ὀρχούμενος . | ||
| πάσχοντος ἐπίδησον φυλάττων , ὥστε τὰ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς τοῦ γυπὸς τῷ δεξιῷ ποδὶ τοῦ πάσχοντος περιάψαι καὶ τὰ τοῦ |
| , λιλαίετο [ ] δ ' ἐγγὺς [ ] ἀκούειν φθεγγομένου , καὶ ἔμελλεν ἀκούεμεν ? [ ] : ἦλθε | ||
| ἐγενέσθην πλήθους τοῦ πρὸ τοῦ δικαστηρίου τί τῶν ἁπάντων οὐ φθεγγομένου καινὰς ἐπὶ ταῖς εἰωθυίαις δεήσεσιν εὑρίσκοντος . καὶ ὁ |
| καὶ χαμαιζήλων φυτῶν , ὧν ἐπιόντα τοὺς βλαστοὺς τὰ βοσκήματα κολούει καὶ ἀδικεῖ καὶ λυμαίνεται τὴν αὔξησιν : ὅταν οὖν | ||
| καταδῦνον αὐτῶν εἰς τὸν ἀνταρκτικὸν ἀφανὲς ὂν ὁλόκληρον ἡμῶν γενέσθαι κολούει τὴν θέαν . εἰ δὲ ἦσαν τέσσαρες , ὥς |
| τοῦ εἴκω . ἢ παρὰ τὸ αἰκίζω τοῦ ε : εὐλὰς ἐγγείνωνται , ἀεικίσωσι δὲ νεκρόν . . . . | ||
| τὰς πληγάς . μόνον οὐχί . σχεδόν , ἐγγύς . εὐλὰς καὶ κνώδαλα . εὐλαί εἰσιν οἱ ἐν τοῖς τραύμασι |
| τοῦ β εἰς π , ῥύπος , πλεονασμῷ τοῦ γ γρυπός . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς Ἐλέγχοις . Γαγγαλίζεσθαι , | ||
| οὐ καθ ' αὑτό : οὐ γὰρ καθὸ ἄνθρωπος , γρυπός ἐστιν ἢ μέλας ἤ τι τῶν λοιπῶν , ἐπεὶ |
| ἐκ δέ νυ πάντων εὐαγέως ἱερῷ ἀνὰ διπλόα μηρία βωμῷ καῖον , ἐπικλείοντες Ἑώιον Ἀπόλλωνα . ἀμφὶ δὲ δαιομένοις εὐρὺν | ||
| ἐδόκει . Ἀντιφῶν δὲ φησὶν ἐν Ἀληθείας δευτέρῳ : „ καῖον γὰρ τὴν γῆν καὶ συντῆκον γρυπάνιον ποιεῖ „ . |
| τοῦ μὴ λάειν ἤως βλέπειν . λεχέων : κοιτῶν . παράτροπον : παρηλλαγμένην , παρατετραμμένην , παραβεβλημένην , διῃρημένην . | ||
| Πριάμου παῖ . δύστανος , τί δ ' ἐγὼ μόρου παράτροπον μέλος εὕρω ; λίσσου γούνασι δεσπότου χρίμπτων , ὦ |
| μετεωρότερα καὶ συμβαίνει ἐπὶ πλεῖον λεπτοποιουμένης τῆς ὕλης ἐκ τῆς συντόνου ἀγρυπνίας ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ἀνάδοσιν γίνεσθαι . συμβαίνει | ||
| καὶ σπασμώδους ἐφίεται καὶ ἐπ ' ἐνίων οὐκ ἠρεμίας ἀλλὰ συντόνου καὶ σφοδρᾶς κινήσεώς ἐστι χρεία . Τὸ δὲ „ |
| ἀπὸ ἐλαχίστου εἰς δεκάμετρον προῆλθεν . θοῶς δ ' ὕπερθεν ὠκὺ λέχριον : ἐπειδὴ τὸ μέτρον πλάγιον καὶ οὐκ ὀρθόν | ||
| Δόρκιον ἡ φιλέφηβος ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ |
| ποτηρίου εἶδος ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ ζῴου : καὶ γὰρ αὐτὸ ποιῶς πως κατεσκευάζετο , ὥστε πινόντων βομβεῖν . καὶ τὸ | ||
| ” βόσις βρῶσις : “ βόσιν ἰχθύσιν . ” βόμβησε ποιῶς ἐψόφησεν : “ βόμβησεν δὲ λίθος . ” βοτρυδόν |
| μιᾷ . μετὰ δὲ ταῦτα περιῆγεν αὐτὸν Διονύσιος τὴν πόλιν μαστίζων καὶ κατὰ πάντα τρόπον αἰκιζόμενος , ἅμα κήρυκος συνακολουθοῦντος | ||
| , μαστίζων σε ἐρυθρὸν ποιήσω τοῖς αἵμασιν . ] ἤγουν μαστίζων ἐρυθρὸν ποιήσω τῷ αἵματι . ἀνανεύει : τοῦτό ἐστι |
| ὡς φυταλιά ἁματροχιά . ἔστι δὲ ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ . . . . ἀμᾶν : τὸ | ||
| ἁρμόττω Δωρικῶς , . Ἁρματροχιά : ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ : οὐδ ' ἔτι πολλὴ γίνετ ' |
| ὑπὸ Ἀμφιτρύωνος , ὥστε τὰς μεγάλας συμφορὰς Κυθνώλεις καλεῖσθαι . Λαγὼς καθεύδων : παροιμία ἐπὶ τῶν προσποιουμένων καθεύδειν . Λαγὼς | ||
| : σοβοῦντι δὲ ἐκ τῆς ἀσχολίας ἀπόλωλε τὸ ἔργον . Λαγὼς δὲ θαλάττιος βρωθεὶς καὶ θάνατον ἤνεγκε πολλάκις , πάντως |
| τὸ τρίτον ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον : ἔβλητο πρὸς στῆθος : εἶτα ἀφαίρεσις βλῆτο , οἷον : | ||
| τὸ δεύτερον ἐβέβλησο καὶ τὸ τρίτον ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον : ἔβλητο πρὸς στῆθος : εἶτα ἀφαίρεσις |
| περιέθετο . Γλαφυρῷ : βαθυτάτῳ , κοιλῷ . κεκαλυμμένος : ἐσκεπασμένος . Μορφήν : κατὰ τὸ εἶδος . ἀλίγκιος : | ||
| ποτὸν ἴσχῃ ζοφέης ] τῆς ἀφεγγοῦς , ζοφώδους κεκαλυμμένος ] ἐσκεπασμένος ἀφραδέως δὲ ἀντὶ τοῦ ἀγνοῶν ἀφραδέως ] κακοβούλως , |
| δόρατος ἀπέθανεν ” , ὡς ἐγένετο ὕστερον ἐπιδιηγούμενος . οὕτως ἀπάραξε καὶ κόλον δόρυ λέγει κατὰ συμπέρασμα : ὡς δὲ | ||
| ἄορι μεγάλῳ αἰχμῆς παρὰ καυλὸν ὄπισθεν , ἀντικρὺ δ ' ἀπάραξε : τὸ μὲν Τελαμώνιος Αἴας πῆλ ' αὔτως ἐν |
| ἐμπίδας : οἱ δὲ ὡς τὰς ψύλλας οὔσας ἀφώνους εἶπε βομβεῖν : κωνώπων γὰρ μᾶλλον τοῦτο ἴδιον . ἐντεῦθεν πλανηθέντες | ||
| ' ἂν λάβῃ τις τῶν σκελῶν καὶ τοῖς πτεροῖς ἐᾷ βομβεῖν , προσπέτεσθαί φησιν τοὺς ἀκέντρους , τῶν δ ' |
| : καὶ Ὅμηρος : ἄχρις ἀπηλοίησεν , ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶς ἀπέκοψεν . ἄχρι δὲ χωρὶς τοῦ σ χρονικὸν ἐπίρρημα . | ||
| ἐκεῖ Κρόνον τὸ δρέπανον ἀποκρύψαι , ᾧ τὰ τοῦ πατρὸς ἀπέκοψεν αἰδοῖα . Νίκανδρος ἐν τῷ ηʹ Σικελίας „ καί |
| διαμετροῦν τὸν ὡροσκόπον , ὑπὸ γῆν δὲ καὶ ἀντιμεσουράνημα τὸ διαμετροῦν τὸ μεσουράνημα , οἷον καρκίνου ὡροσκοποῦντος μεσουρανεῖ μὲν κριός | ||
| ζυγῷ φθινοπωρινή . στερεὰ δὲ ὑπειλήφασι ταῦρόν τε καὶ τὸ διαμετροῦν , τουτέστι σκορπίον , λέοντά τε καὶ ὑδρηχόον . |
| νεφέλιον , ἀχλὺς , ἐπίκαυμα , ἕλκος , βοθρίον , φλυκτὶς , μυιοκέφαλον , σταφύλωμα , ὑπόπυον , ῥῆξις , | ||
| κύκλῳ μὲν περὶ τὸν τόπον τοῦ δήγματος γίνεται φλεγμονὴ , φλυκτὶς δὲ ἐπανίσταται μέλαινα , μεστὴ ἰχῶρος ὑδατώδους : καὶ |
| ῥοπὴν πρὸς τὸ κάτω ἔχει παρ ' αὐτοῦ , οὐκ ἀντιτεῖνον μένει . Τὰ μὲν οὖν ἡμέτερα μέρη ἐν μορφῇ | ||
| ἥδιστον ἑαυτῷ παρασκευάζειν : νοσοῦντι δὲ πᾶν ἡδὺ τὸ μὴ ἀντιτεῖνον , κρεῖττον δὲ καὶ ἴσον ἐχθρόν . οὔτε δὴ |
| ' αὐτὸς ὑπὸ στέρνοιο τυχήσας πέτρης ἐκβαίνοντα δεδεγμένος ἐν προδοκῇσι βεβλήκει πρὸς στῆθος : ὃ δ ' ὕπτιος ἔμπεσε πέτρῃ | ||
| μὲν ἅμαρθ ' , ὁ δὲ Λεῦκον Ὀδυσσέος ἐσθλὸν ἑταῖρον βεβλήκει : ἡ διπλῆ ὅτι συγχεῖται τὰ τῆς τάξεως διὰ |
| καὶ προσιόντι καὶ σαίνοντι παρέβαλλεν . ὁ δὲ ὄνος φθονήσας προσέδραμε καὶ σκιρτῶν ἐλάκτισε τὸν δεσπότην . καὶ οὗτος ἀγανακτήσας | ||
| δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν καὶ ἀνέβη . προσέδραμε δὲ ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῇ καὶ εἶπε : |
| ῥοθίων ὕπερ Ἀμφιτρίτης , αἶψα μεταστρεφθεὶς ναυτίλλεται , ὥστ ' ἀκάτοιο ἴδρις ἀνήρ : δοιοὺς μὲν ἄνω πόδας ὥστε κάλωας | ||
| τῷ δ ' ἑτέρῳ κρυερῶς μεμογηότι συμμογέουσα αὐτῆς ἄγχ ' ἀκάτοιο συνέσπεται , οὐδ ' ἀπολείπει : οὐδέ τις ἱέμενός |
| γίνεσθαι κατὰ συγκοπήν . . . ΣΑΚΕΥΣ . Οἱονεὶ τοῦ σάκους . Οἱ γὰρ Δωριεῖς οὕτω κλίνουσι : τὸ σάκος | ||
| ἔχουσα τὸ ἐντός . θ κοιλογάστορος ] ἤτοι τοῦ κυκλοτεροῦς σάκους τοῦ κοιλογάστορος ἤγουν τοῦ κοίλην ἔχοντος τὴν γαστέρα . |
| Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές . ῥαιστήρ : σφύρα . ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ σφριγόωσαι | ||
| μὴ δυναμένου διὰ τὸ τὰ σκέλη διηνεκὲς ὀστοῦν ἔχειν καὶ ἀκαμπές , καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν δένδρων ἀνατέμνουσιν αὐτό : τοὺς |
| προαίρεσιν αὐτοῦ , καὶ τοῦ τόπου τὸν τρόπον τῆς προαιρέσεως ἐπιλαμβάνοντος . ὕστερον δὲ δὴ ἀγνοοῦντες τὴν αἰτίαν , τοῖς | ||
| μετ ' ἀναβρώσεως γίνεται , τὸ συνεχὲς ἀεὶ τοῦ δέρματος ἐπιλαμβάνοντος τοῦ πάθους , ὅθεν αὐτῷ καὶ τοὔνομα . γεννᾷ |
| ἀποχῇ , πρὸς Θεοσέβειαν ποιούμενος τὸν λόγον , φησίν : Ὅλον τὸ τῆς Αἰγύπτου βασίλειον , ὦ γῦναι , ἀπὸ | ||
| . σὺν ὕδατι δὲ περιχριομένη λέπρας καὶ λειχῆνας θεραπεύει . Ὅλον δὲ τὸν μῦν ἐὰν καύσῃς καὶ λειώσῃς μετὰ οἴνου |
| γυῖα . Φυλεΐδης δ ' Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας ἔφθη ὀρεξάμενος πρυμνὸν σκέλος , ἔνθα πάχιστος μυὼν ἀνθρώπου πέλεται : περὶ | ||
| ἀμβροσίου διὰ πέπλου , ὅν οἱ Χάριτες κάμον αὐταί , πρυμνὸν ὕπερ θέναρος : ῥέε δ ' ἄμβροτον αἷμα θεοῖο |
| τῶν ἀνθρώπων ; τί δ ' οὐχὶ καὶ τὴν τοῦ ὄφεως κατάκρισιν , πῶς στυγητὸς τυγχάνει ἕρπων ἐπὶ τῇ κοιλίᾳ | ||
| γυναικὸς εἰπούσης ὅτι ὁ ὄφις ἠπάτησέ με , πυθέσθαι τοῦ ὄφεως , εἰ οὗτος ἠπάτησεν , ἀλλὰ μὴ ἀκρίτως χωρὶς |
| ταύτην γοῦν ἀποτραγοῦσα ἀφανίζει , καλεῖται δὲ τὸ σαρκίον τοῦτο ἱππομανές . οἴκτῳ δὲ ἄρα τῆς φύσεως καὶ ἐλέῳ ἐς | ||
| συμβάλλεται . ἱππομανὲς φυτόν : ἁπλούστερον ὁ Θεόκριτός φησι φυτὸν ἱππομανές : οἱ γὰρ περιττοὶ καὶ πολυπράγμονες οὔ φασι φυτὸν |
| καὶ τοῦ δικτύου ἐν ᾧ τεθήραται εἴ τις προσάψαιτο , ναρκᾷ πάντως . εἰ δέ τις ἐς σκεῦος αὐτὴν ἐμβάλοι | ||
| πήγανον ἀκινήτους ποιεῖ . Ὄφις , καλάμῳ πληγεὶς ἅπαξ , ναρκᾷ , κινεῖται δὲ , πολλάκις τυπτόμενος . Μυρσίναι δὲ |
| πειραθῆναι , οὐ μεῖον ἢ καὶ Ἀχιλλέα δοκῶ ἂν ἑλέσθαι προαποθανεῖν Πατρόκλου μᾶλλον ἢ τοῦ θανάτου αὐτῷ τιμωρὸν γενέσθαι . | ||
| , τὰς κόμας σπαράξασα τοιούτων ἤρξατο βοῶν “ ἐγὼ μὲν προαποθανεῖν ἢ συναποθανεῖν ηὐξάμην σοι , Χαιρέα : πάντως δέ |
| τὸ παρὸν ἡμῖν ὡσαύτως ποιητέον : ἀτόπου γὰρ τὰ νῦν ἐμπεπτωκότος λόγου περὶ νόμων , ἀνάγκη που σκέψιν πᾶσαν ποιήσασθαι | ||
| εἰς τὸ πρόσθεν προθείτω , καὶ ἐπιθέων μὲν ἐμβοάτω : ἐμπεπτωκότος δὲ τὴν ὀργὴν τῶν κυνῶν παυέτω , μὴ ἁπτόμενος |
| Αἰσχίνης κατὰ Τιμάρχου . ἐοίκασιν ὠνομάσθαι παρὰ τὸ κινεῖσθαι καὶ διασείεσθαι πρότερον , εἶτα βάλλεσθαι , ἵν ' ἀκακούργητοι μᾶλλον | ||
| Ἀθηναῖοι . ὡς ἰδιοπραγμόνων καὶ ἰδιωτῶν ὄντων τῶν Χερρονησιωτῶν καὶ διασείεσθαι δυναμένων ῥᾳδίως , μάλιστα δὲ τοῦ Κλέωνος ἐπηρεάζοντος αὐτούς |
| : ἦρα τουτέοισι τὸ θολερὸν πνεῦμα καὶ τὸ γονοειδὲς διελθὸν λύγγα σημαίνει ; κοιλίη δὲ ἦρα χολώδης προσδιέρχεται ; τὸ | ||
| δ ' ἄλλα μεστὸς εὐλαβείας ἁνήρ ; οὐκ Ἀριστοφάνει μὲν λύγγα προσάπτει , οὐδὲν πρὸς λόγον , μᾶλλον δὲ καὶ |
| τὸ πρεσβύτερον ὡς ἀλλότριον ἐξωθεῖ , θλίβοντος τοῦ ἔνδοθεν καὶ ἀνωθεῖν τοῦτο ἐθέλοντος καὶ οἰδάνοντος καὶ σφύζοντος , ὥσπερ οὖν | ||
| τὸ πρεσβύτατον ὡς ἀλλότριον ἐξωθεῖ , θλίβοντος τοῦ ἔνδοθεν καὶ ἀνωθεῖν τοῦτο ἐθέλοντος , καὶ ὀδυνῶντος καὶ σφύζοντος , ὧσπερ |
| αὐτοὶ πεπεισμένοι ἄλλους πείθοντεςοὗτοι πάντες ἀπορώτατοί εἰσιν : οὐδὲ γὰρ ἀναβιβάσασθαι οἷόν τ ' ἐστὶν αὐτῶν ἐνταυθοῖ οὐδ ' ἐλέγξαι | ||
| ? ] καὶ διώκοντι τοὺς [ ? ? ] συγκατηγόρους ἀναβιβάσασθαι , ὃς οὐ μόνον ὑπὲρ σεαυτοῦ δύνασαι εἰπεῖν , |
| γὰρ ὅταν ὀργίζηται ἵππος ἵππῳ ἢ ἐν ἱππασίᾳ θυμῶται , εὐρύνει μᾶλλον τοὺς μυκτῆρας . καὶ μὴν κορυφὴ μὲν μείζων | ||
| ἐκ πολλοῦ τοῦ περιόντος διαναστὰς πρὸς ὕψος τὰ μὲν στέρνα εὐρύνει , τὸ δὲ στόμα διοίξας ὁλκοῦ πνεύματος ῥύμῃ βιαιοτάτῃ |
| ἵπποιο κατ ' ὠκέος : αἳ δ ' ἀπάτερθεν ἄλλαι ὑποτρομέεσκον Ἀμαζόνες . Ἀμφὶ δὲ λυγραὶ Θρηικίην ἀνὰ γαῖαν ἔσαν | ||
| κταμένοισι χυτὸν περὶ σῆμ ' ἐβάλοντο σπερχόμενοι : δεινὸν γὰρ ὑποτρομέεσκον ἰδόντες . Τοῖσι δ ' ἄρ ' ἀχνυμένοισιν ὑπὸ |
| μαντικῶν μυχῶν , μὴ καὶ λαβοῦσα πτηνὸν ἀργηστὴν ὄφιν , χρυσηλάτου θώμιγγος ἐξορμώμενον , ἀνῇς ὑπ ' ἄλγους μέλανα πλευμόνων | ||
| ἐς ὑγρὸν πόντιον πέσῃ βάθος ; ὃς θεσπιῳδεῖ τρίποδος ἐκ χρυσηλάτου τί δῆτα Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων ; τῆς |
| στρατοῦ πέμπει , καὶ τειχήρεις ποιήσας ἐδῄου τὴν γῆν . καθημένου δ ' αὐτοῦ περὶ τοὺς χώρους τούτους οἱ πρὸς | ||
| μὲν οὖν ἐκ τούτων προσερεῖ τις εὐδαίμονας ἔνδον τε σοῦ καθημένου καὶ βουλὰς βουλεύοντος σωτηρίους κἀν τῷ πεδίῳ τὰ πολέμια |
| , τὸ δὲ Ξενοφῶν λέγει . σκέλος μὲν δὴ πᾶν ὀνομαστέον τὸ ἐκ μηροῦ καὶ γόνατος καὶ κνήμης καὶ σφυροῦ | ||
| ὁμομήτορες : καὶ ὁμογάλακτας δὲ τούτους καὶ ὁμογάστορας καὶ ὁμογαστρίους ὀνομαστέον , καὶ ὁμογνίους καὶ ὁμογόνους . οὕτω δὲ καὶ |
| καὶ λιβανωτοῦ βάλανον ποιήσας ἐν μέλιτι πρόσθες . Προσθετὸν καθαρτήριον μαλθακτικόν : ἰσχάδα λαβὼν , ἑψήσας , ἕως ἂν τὰς | ||
| γε μὴν ἧσσον τοῦ γλυκέος οἴνου : πλεύμονός τε γὰρ μαλθακτικόν ἐστι , καὶ πτυέλου ἀναγωγὸν μετρίως , καὶ βηχὸς |
| τέ ἐστιν εἰπεῖν „ οὐ τοῦτο φόνος : ” μὴ ἐμπεσόντος δὲ τοῦ ὅρου καὶ τὰ ἀκόλουθα τῷ ὅρῳ , | ||
| ὅρῳ , τοῦ μὲν ἐπαινοῦντος , τοῦ δὲ ψέγοντος : ἐμπεσόντος δὲ βιαίου ὅρου καὶ αὐτὴ ἐμπεσεῖται ἡ μετάληψις τοῦ |
| τῇ κοτύλῃ τοῦ ἰσχίου πέφυκεν : ὑποπλάγιον δὲ καὶ τοῦτο προσήρτηται , ἧσσον δὲ βραχίονος . Τὸ δ ' ἰσχίον | ||
| μεγάλη λεγομένη φλέψ , κατὰ δὲ τὴν μέσην αὐτῆς κοιλίαν προσήρτηται ἡ καλουμένη ἀορτὴ φλέψ . φέρουσι δὲ καὶ εἰς |
| καὶ δυνάμει μέν εἰσι ταῦτα τὰ προρρηθέντα , κεφαλωτόν , πηδαλιωτὸν καὶ πτερωτόν , ἐνεργείᾳ δὲ ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ | ||
| καὶ ἀντὶ τοῦ ζῴου εἰπεῖν κεφαλωτόν , ἀντὶ τοῦ πλοίου πηδαλιωτὸν καὶ ἀντὶ τοῦ ὄρνιθος πτερωτόν : τότε γὰρ πρὸς |
| αἰών . ἀλλ ' ἔχετ ' αὐτοῦ νῆα θελήμονες ἐκτὸς ἐρωῆς πετράων , εἵως κεν ἐμοὶ εἴξειε δαμῆναι . ” | ||
| πάλιν γενύεσσιν ἀπηνέος ὡς ἀπὸ πέτρης παλλόμενοι κάμνουσι καὶ ἀμβλύνονται ἐρωῆς . τῆς δὲ μέγα φλεγέθει καὶ ὀρίνεται ἄγριον ἦτορ |
| δέ , ἐπειδὴ τῶν ἄλλων ζῴων ἁπάντων ὀξυωπέστερον ὁρᾷ ἡ γύψ , ἐν μὲν ἀνατολῇ τοῦ ἡλίου ὄντος , πρὸς | ||
| ἀνέκρινόν με πότερον πρὸς ἕω ἢ πρὸς δυσμὰς ἐνεχθείη ὁ γύψ : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπελθὸν ἀπεκρινάμην αὐτοῖς . Ἀπελθὼν |
| τοὺς ὀφθαλμοὺς διαφοραί εἰσιν ἄργεμον , νεφέλιον , ἐπίκαυμα , βόθριον , φλυκτὶς , λεύκωμα , ἄνθραξ , μυοκέφαλον , | ||
| αὐτοῦ κατέχειν . Περὶ βοθρίου καὶ κοιλώματος . Τὸ δὲ βόθριον ἕλκος ἐστὶ κοῖλον καθαρὸν καὶ στενόν : τὸ δὲ |
| τοὺς ὀφθαλμοὺς κολλώδεις : δάκρυον γλίσχρον , σκληρότης ἄρθρων : πρόπτωσις ἕδρας μετὰ τεινεσμωδῶν προθυμιῶν : ἀφρὸς περὶ τὸ στόμα | ||
| σκληρότερα ᾖ καὶ αὐτὸς ὁ ὀφθαλμὸς δυσκίνητος καὶ ἐνερευθής . πρόπτωσις δέ ἐστιν , ὅταν ὁ ὀφθαλμὸς κινητὸς μετὰ φλεγμονῆς |
| ἐκ θυμὸν ἕληται : ὣς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων : μάλα γὰρ κρατερῶς ἐμάχοντο λαοῖσιν καθύπερθε | ||
| τῶν πολλὰ ἀρωμένων . Ἀρίγνωτος σμάραγδος , ἐν τῷ σκότει φαεινὸς , ἐν τῷ φάει σκοτεινός : πρὸς τοὺς ἀποκρύπτοντας |
| ποιεῖ κινεῖσθαι . ἁρπάζει ] ἤγουν κινεῖ . ἁρπάζει ] ἀσκέπτως κινεῖ , βιαίως ποιεῖ κινεῖσθαι . Ξ ἢ εἰ | ||
| ὁ διὰ τὸ γῆρας σώφρων καὶ φρόνιμος . τοιγαροῦν οὐκ ἀσκέπτως μετ ' αὐτῆς ἔξεισιν , ἀλλ ' ἐρημίαν παραφυλάξας |
| Φασὶ καὶ τὸν πλόκαμον ταύτης εἶναι τὸν φαινόμενον ὑπὸ τὴν κέρκον τοῦ Λέοντος . Οὗτός ἐστιν ὁ ἐπὶ τοῦ Σκορπίου | ||
| δὲ πάλιν τοὺς ὀδόντας κινήσω , εὐθὺς ἐγείρῃ καὶ τὴν κέρκον μοι σείεις . Τοὺς ὑπνώδεις καὶ ἀργοὺς τοὺς ἐξ |
| παιδίον ἐπιβάλλουσαι τὸ μέλι καὶ τὰ κέντρα ἀνέλκουσαι δέει τοῦ ἐγχρίσαι . ἐξ Ὑμηττοῦ τάχα ἥκουσι καὶ ἀπὸ τῶν λιπαρῶν | ||
| ἀλλοτρίᾳ , τὰ δὲ ἑαυτοῦ κτήματα ὡς ἐν οἰκείᾳ . ἐγχρίσαι μὲν ὡς ἐπὶ σκορπίου ἢ σφηκὸς ἤ τινος τοιούτου |
| φρενῶν , τὸ μὲν ἕτερον τῶν περάτων τῷ κατὰ τὸ στέρνον χόνδρῳ προσκείμενον ἐχουσῶν , τὸ δ ' ἕτερον ὀπίσω | ||
| μέλη δὲ σώματος ὁμοίως ἰσάριθμα : κεφαλή , τράχηλος , στέρνον , χεῖρες , κοιλία , ἦτρον , πόδες . |
| , ὃν ἐάν τις μασησάμενος ἐμπτύσῃ εἰς στόμα ἑρπετοῦ , ἀποκτείνει . Λύκαψις τὰ μὲν φύλλα ὅμοια ἔχει θρίδακι , | ||
| γίνεται Ἴτυλος καὶ Νηΐς . Ἴτυλον δὲ ἡ μήτηρ Ἀηδὼν ἀποκτείνει διὰ νυκτὸς , δοκοῦσα εἶναι τὸν Ἀμφίονος παῖδα , |
| αἰτίῳ , ὥστε πᾶν πρόβλημα ἐν ᾧ τὸ πεπονθὸς πρόσωπον ἄκον παρέσχε τοῦ πάθους τὴν αἰτίαν , οὐκ ἂν εἴη | ||
| ἀκοντίζω παρὰ τὸ ἀκοντίζω : τοῦτο δὲ , παρὰ τὸ ἄκον ὁ σημαίνει , τὸ δόρυ , τοῦτο δὲ παρὰ |
| πράγματα , ἀπὸ τῆς φόρμου . φόρμος γὰρ λέγεται τὸ ψιαθῶδες πλέγμα , ὡς καὶ ὁ Θουκυδίδης φορμηδὸν λέγει . | ||
| ὁ λάρκος δημότης : ὁ λάρκος πλέγμα τι κοφινῶδες ἢ ψιαθῶδες , ἐν ᾧ φέρουσι τοὺς ἄνθρακας . Γ μηδαμῶς |
| τοὺς ἄνω τε καὶ κάτω φορουμένους ἱμᾶσιν , αἵματός τε φοινίου ῥοὰς τῶν μὲν πιτνόντων , τῶν δὲ θραυσθέντων δίφρων | ||
| δ ' ἀνήφθη πυρσὸς ὣς Τυρσηνικῆς σάλπιγγος ἠχή , σῆμα φοινίου μάχης , ἦιξαν δράμημα δεινὸν ἀλλήλοις ἔπι . κάπροι |
| καὶ νειόθι μᾶλλον κέκλιται Αἰγόκερως . Ἤτοι γὰρ μέγα τόξον ἀνέλκεται ἐγγύθι κέντρου Τοξευτής . Ἔστι δέ τοι προτέρω βεβλημένος | ||
| πέρας , εἶτ ' εἴρεται διὰ τοῦ δεδηλωμένου τρήματος καὶ ἀνέλκεται , ἵνα τὸ ἅμμα τῷ τρήματι προσπέσῃ , ἔπειτα |
| τὴν αἰθερίαν δὲ δίνησιν ⌈ ὑποβάλλων [ προϋποβάλλων ] “ δῖνος ” εἶπεν , ἀλλὰ κεράμεόν ἐστι βαθὺ ποτήριον , | ||
| τούτου γελοῖον εἰς τὴν τοῦ Διὸς παρείληφε διάνοιαν . αἰθέριος δῖνος ] ἡ συστροφὴ τοῦ αἰθέρος , ἡ τοῦ ἀέρος |
| παρεῖχεν ἑαυτῷ πράγματα , αὑτὸν μὲν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας , σπεῖρα κάκ ' ἀμφ ' ὤμοισι βαλών . Ἐῶ λέγειν | ||
| καὶ ἦμος ποιητικά , τότε καὶ ὅτε κοινά ἀλλὰ καὶ σπεῖρα δ ' ἐνὶ χλοερῷ : ἤγουν ῥάκη βρέχων ἐν |
| τοῦ πρεσβυτέρου δοκοῦντος εἶναι , τοῦ δὲ νεωτέρου τῇ δεξιᾷ ψαύσῃ . καλεῖται δ ' ὁ μὲν [ ἐν ] | ||
| κρᾶσις γίνεται . καὶ ὅπως μηδὲ κατὰ τοῦτο τὸ τρῆμα ψαύσῃ ποτὲ ὁ κερατοειδὴς χιτὼν τοῦ κρυσταλλοειδοῦς ὑγροῦ , προὐνοήσατο |
| λευκὸν ἀνασπάσας ἦρχεν . Κυβευτικὸς φιμός , πλέγμα ἦν οἰσύϊνον τροχοειδές , ὃ τιθέασιν ἐπ ' ἄβακος ὑπὲρ τοῦ μὴ | ||
| Ἡρακλεωτική φύλλον ἔχει ἐμφερὲς ὑσσώπῳ , σκιάδειον δ ' οὐ τροχοειδές , ἀλλ ' ὥσπερ διερρινημένον καὶ ἐπ ' ἄκρῳ |
| αὐτῇ , ὁ δὲ γρὺψ καὶ βοῦν σθένων ἁρπάσαι τοὺς ὄνυχας περιελίσσει . οὓς λῦσαι οὐ δύναται , καὶ μὴ | ||
| τοὺς τῶν χειρῶν δακτύλους καὶ | ὑπεσταλκότας ταῖς ῥαξὶν τοὺς ὄνυχας . γραμμάτων μὲν ἐντός [ εἶναι ] , ἵνα |
| . . ἀλλά τις ἄγχι ἕστηκ ' ἀθανάτων , νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους , ὃς τούτου βέλος ὠκὺ κιχήμενον ἔτραπεν ἄλλῃ | ||
| γὰρ ἄλγεος αἴτιον εἴη . ὃς δέ κε λημηρῇ νεφέλῃ εἰλυμένος ὄσσε ἀσχάλλῃ ὀδύναις , κεροειδέα δ ' ἀμφὶ χιτῶνα |
| οἷον ἀλωπέκων καὶ θώων καὶ λυγκῶν , τὸ ὑλακτεῖν καὶ ὠρύεσθαι . εἴποις δ ' ἂν κλάζειν μὲν ἀετούς , | ||
| . διαφέρει δὲ ῥύγχος καὶ πρόσωπον ὥσπερ τοῦ φωνεῖν τὸ ὠρύεσθαι καὶ τοῦ γῆμαι τὸ γήμασθαι καὶ τοῦ τεκεῖν τὸ |
| ἀλγηδόνα τὴν περὶ τὴν κεφαλήν . Διὰ τί οὖν οὐ συναισθάνεται ἡ ἑτέρα τὸ τῆς ἑτέρας κρίμα ; Ἢ ὅτι | ||
| νῦν πίπτει ἢ πάλαι πέπτωκε , καὶ ὁ μὲν ἑαυτοῦ συναισθάνεται μνημονεύοντος , τὰ δὲ οὔ : ἔτι τῶν ἀλόγων |
| ” Ἴθι δή μοι ἀποκαλύψας καὶ τὰ στήθη καὶ τὸ μετάφρενον ἐπίδειξον , ἵνα ἐπισκέψωμαι σαφέστερον , “ καὶ ἐγὼ | ||
| λούειν αὐτούς . τῇ δὲ τρίτῃ σικυαστέον ὑποχόνδριά τε καὶ μετάφρενον μετ ' ἀμυχῶν , εἶτα διαστήσαντας ἱκανὰς ἡμέρας καὶ |
| ἀνὴρ ἠΰς τε μέγας τε ἔξοχος Ἀργείων κεφαλήν τε καὶ εὐρέας ὤμους ; Τὸν δ ' Ἑλένη τανύπεπλος ἀμείβετο δῖα | ||
| ἀνὴρ ἠΰς τε μέγας τε , ἔξοχος ἀνθρώπων κεφαλὴν καὶ εὐρέας ὤμους ; Μίλων οὗτος ὁ ἐκ Κρότωνος ἀθλητής . |
| σπέρμα κἄπειτα κόψας τε καὶ σήσας ῥύμματι χρῷτο . κροκοδείλου χερσαίου κόπρος λαμπρόν τε καὶ τετανὸν ἐργάζεται τὸ πρόσωπον : | ||
| δὲ ἄρα ὀστράκοις αὐτοῖς ἐκκαθαίρει τὰ ῥυπῶντα τῶν τραυμάτων . χερσαίου δὲ ἐχίνου καυθέντος ἡ σποδιὰ πίττῃ προσανακραθεῖσα εἶτα μέντοι |
| καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , ἡ δὲ ἐν τῷ προσώπῳ συστροφὴ τῷ τε τοῦ Ἡλίου καὶ τῷ τοῦ Ἄρεως , | ||
| τὸν ἐκείνου φόβον . ΓΘ τὴν ἐριώλην : τυφὼς ἀνέμου συστροφὴ ἢ πυρός : τὸν Κλέωνα δὲ λέγει . ἐριώλη |
| ἀναλύεται καὶ τήκεται : χρονίζοντος δὲ τοῦ πάθους καὶ αὐτῶν ἀποτήκεταί τι τῶν στερεῶν . ἐπὶ τούτου τοῦ πονηροτάτου πυρετοῦ | ||
| ἀναλύεται καὶ τήκεται : χρονίζοντοϲ δὲ τοῦ κακοῦ καὶ αὐτῶν ἀποτήκεταί τι τῶν ϲτερεῶν . ἐπὶ τούτου τοῦ πονηροτάτου πυρετοῦ |
| ὑπερφιάλοισι μιγῆναι ὕστατα καὶ πύματα : κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει . ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα ἄνδρ | ||
| Αἴσωπον ἀπὸ δείπνου βαδίζονθ ' ἑσπέρας θρασεῖα καὶ μεθύση τις ὑλάκτει κύων . κἄπειτ ' ἐκεῖνος εἶπεν : “ ὦ |
| μακρόν . . . : Ἀριστόξενος δὲ ὁ μουσικὸς τοὺς τεταρταΐζοντας τὴν ἑλξίνην φησὶν βοτάνην μετὰ ἐλαίου τριβομένην καὶ συγχριομένην | ||
| βεβρεγμένῃ καταντλείσθωσαν πλείονας ἡμέρας . Ἀριστόξενος δὲ ὁ μουσικὸς τοὺς τεταρταΐζοντας τὴν ἑλξίνην φησὶν βοτάνην μετὰ ἐλαίου τριβομένην καὶ συγχριομένην |
| κτῆσίν τε θοίναις Πρωνίων λαφυστίαν πρὸς τῆς Λακαίνης αἰνοβακχεύτου κιχὼν σῦφαρ θανεῖται , πόντιον φυγὼν σκέπας , κόραξ σὺν ὅπλοις | ||
| . . . τί μὰν ξύσιλος ; τί γάρ ; σῦφαρ ἀντ ' ἀνδρός . καθαιρημένος θην καὶ τῆνος ὑπὸ |
| Ἀττικοί , ὡς καὶ Ὅμηρος . ὡς δ ' ὅτε πολύποδος θαλάμης ἐξελκομένοιο , ἀνάλογον : παρὰ τὸ ποὺς γὰρ | ||
| τοῖς μυχοῖς τοῖς ἑαυτοῦ . τὸ δὲ ἄπυρον εἶναι τοῦ πολύποδος τὸν οἶκον νοεῖν ὡς ψυχρόν : καὶ ἐν ἤθεσι |
| . ̈ ] , δέδιε τὸ πῦρ : ὅθεν οὐδὲ μύει κοιμώμενος οὐδ ' , ὡς ὁ Δ . φησι | ||
| μύω τὸ καμμύω : καὶ γὰρ ὁ ἰδὼν ἁμάρτημα αἰσχρὸν μύει . φιλότητας : φιλίας , ἀγάπας . Βουλάς : |
| τε καὶ ἐσκίρτα . τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόρρωθεν ἑστῶτος καὶ γελῶντος λύκος παριὼν ἐθεάσατο καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἔφη : „ | ||
| , καὶ ἐκ λείποντος μόνον , ὡς ἐπὶ τοῦ μὴ γελῶντος καὶ κωλυομένου ἱερᾶσθαι . δοκεῖ δὲ καὶ τὸ κατὰ |
| τοῦ γὰρ σώματος ὑπὸ τῶν εἰσιόντων καομένου τε ἐντὸς καὶ ψυχομένου , καὶ πάλιν ὑπὸ τῶν ἔξωθεν ξηραινομένου καὶ ὑγραινομένου | ||
| ποιοῦντεϲ , ἄχριϲ ἂν ὁ κάμνων αἰϲθάνηται τοῦ βάθουϲ ποϲῶϲ ψυχομένου καὶ ἀδιψότεροϲ γένηται . μίγνυμεν δὲ ἐνίοτε καὶ ἔλαιον |
| κατιόντας καὶ ἐπὶ τράχηλον ὠθοῦντος τοῦ Ἑρμοῦ ὅμως ἀντιβαίνοντας καὶ ὑπτίους ἀντερείδοντας οὐδὲν δέον . Ἔγωγ ' οὖν καὶ διηγήσομαι | ||
| τοῦτο τῇ πόλει , πρὸς ἑκάτερον ἀπήντησεν . ἐπειδὴ δὲ ὑπτίους αὐτοὺς ἐποίησεν εἰπὼν τὸ δύσμαχον τοῦ Μακεδόνος ὑπὲρ Ἀθηναίων |