ἄλλους νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς . οἷς ἐπιφέρει : τὰ ἐγχέλια γράφομαι λειποταξίου : κομίδῃ γὰρ οὐκ ἦν οὐδαμῶς . Ἱππῶνάξ
ἀπὸ μὲν προπαροξυτόνων ὄντα , παροξύνονται : τύπτομαι τύπτῃ , γράφομαι γράφῃ : ἀπὸ δὲ περισπωμένων περισπᾶται : βοῶμαι βοᾷ
6988076 ὑποδειξομεν
τὴν θεραπείαν , πᾶσιν ἁρμόσαι δυναμένην : ὑποδραμόντες δὲ ἑξῆς ὑποδείξομεν , εἴ τινα κατ ' ἰδιότητα ἐνίους προςωφελεῖν πέφυκεν
ὧν ἀπεδείχθη τὸ προκείμενον κεφάλαιον . Πῶς οὖν ἀναμνήσομεν , ὑποδείξομεν ἤδη τοὺς τόπους τῆς ἀναμνήσεως κεφαλαιωδῶς λέγοντες , ἐπέδειξα
6937706 ἀνιστορεις
ὡς κηρύσσεται ; ὡς πάνθ ' ἅπαξ με συλλαβοῦς ' ἀνιστορεῖς . πρὶν γὰρ θανεῖν σε , τοῦδ ' ἐπαυρέσθαι
ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν γήμας ἔχεις ; Ἄρνησις οὐκ ἔνεστιν ὧν ἀνιστορεῖς . Ἄρχεις δ ' ἐκείνῃ ταὐτὰ γῆς ἴσον νέμων
6749564 κληρονομησουσι
βλασφημίαι γεννῶνται . Ἴσθι δὲ πραΰς , ἐπεὶ οἱ πραεῖς κληρονομήσουσι τὴν γῆν . Γίνου μακρόθυμος καὶ ἐλεήμων καὶ ἄκακος
ἕξουσι ] λάβωσι . ἕξουσι ] λήψονται . ἕξουσι ] κληρονομήσουσι . ἣν ] κληρονομίαν , τὴν γῆν ἐκείνην .
6725852 ϲκληροφθαλμιαϲ
ξηρὸν ἀχάριϲτον πρὸϲ τοὺϲ βεβρωμένουϲ κανθοὺϲ καὶ ψωρώδειϲ διαθέϲειϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ . καδμίαϲ ⋖ β χαλκίτεωϲ ὠμῆϲ ⋖ α ἀλόηϲ
οζ Περὶ ξηροφθαλμίαϲ οη Περὶ ψωροφθαλμίαϲ οθ Ἐπιμέλεια ξηροφθαλμίαϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ καὶ ψωροφθαλμίαϲ π Πρὸϲ μαδάρωϲιν βλεφάρων πτίλωϲιν μίλφωϲιν πα
6721465 ξηροφθαλμιαϲ
ταῦτα , ὡϲ εἶναι ϲύνθετον τὸ πάθοϲ ἐκ μαδαρώϲεωϲ καὶ ξηροφθαλμίαϲ , ὥϲτε καὶ τὰ τούτων βοηθήματα παραπλήϲια ἔϲτω τοῖϲ
οε Περὶ λαγωφθάλμων Δημοϲθένουϲ οϚ Περὶ ϲκληροφθαλμίαϲ Δημοϲθένουϲ οζ Περὶ ξηροφθαλμίαϲ οη Περὶ ψωροφθαλμίαϲ οθ Ἐπιμέλεια ξηροφθαλμίαϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ καὶ
6698761 ἀναιδεστερον
μαθόντες ἀκριβῶς εἴσεσθε , ὅτι τῶν πώποτ ' ἐπιτροπευσάντων οὐδένες ἀναιδέστερον οὐδὲ περιφανέστερον ἢ οὗτοι τὰ ἡμέτερα διηρπάκασιν . πρῶτον
: καὶ κύνα ἀναιδῆ ἐξ αὐτοῦ . κύντερον κυνότερον , ἀναιδέστερον . ὁ δὲ Ἀπίων ἀγριώτερον . κυνοραϊστέων ἐπὶ τοῦ
6692575 ἀποτροπιαζομεθα
πέπλους ῥήγνυσιν ] αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα . ἀποτρόποισι ] οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . χηλαῖς : τοῖς ὄνυξιν . οὐχ
ὀνειράτων . . ἀποτρόποισι δαίμοσιν ] τοῖς θεοῖς , οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . ἀποτροπιαστὴν δὲ τῶν ὀνείρων φασὶν εἶναι
6683813 σκυτοδεψης
παρὰ ῥῆμα ἢ θηλυκά , οἷον ὀλυμπιονίκης μισογύνης μυροπώλης οἰνοπράτης σκυτοδέψης . Σεσημείωται τὸ ἀγκυλοχείλης : ἔχει δὲ ἀπολογίαν ,
, πανδοκεύς , πορθμεύς , μαστροπός , ὑπηρέτης , βυρσοδέψης σκυτοδέψης , ἀλλαντοπώλης . εἰ δὲ καὶ μὴ διὰ πασῶν
6658522 προσεχ
ἔνδον τὰ κάτωθεν ἄνω . μέμνης ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω . χάσκεις οὗτος ; βλέψον δευρί
. [ παρ ] ' [ ἡμῶν ] : μὴ πρόσεχ ' ἐκείνωι λόγωι ? ? ? . οὐδεὶς ]
6656672 ἐπακτεον
. ἀλλ ' ἐν καιρῷ τῷ προσήκοντι ἐπαινετέον καὶ μέτρον ἐπακτέον τῷ πράγματι , τὸ μὴ ἐπαχθὲς τοῖς ὕστερον ἀναγνωσομένοις
, ἢ τὸ ἄθροισμα αὐτῶν ὁ στίχος ἐστίν . καὶ ἐπακτέον τὰς ἐκκειμένας ἀπορίας . τὸ ” μῆνιν “ εἰ
6653231 Ἀποτισεις
. Ἀναγυράσιος δαίμων : ὠμότατος γὰρ ὁ Ἀναγυράσιος οὗτος . Ἀποτίσεις χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα
δὴ πάθος ἀποπληξία καλεῖται καὶ ἀπόπληκτος ἄνθρωπος ὁ πεπονθώς . Ἀποτίσεις χοῖρε τὰ γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες ἀποδώσεις πλείω
6648661 ψωροφθαλμιαϲ
κνηϲμώδηϲ καὶ ἡϲυχῇ ἔμπονοϲ χωρὶϲ ϲκληρότητοϲ τῶν βλεφάρων . Περὶ ψωροφθαλμίαϲ . ψωροφθαλμία δέ ἐϲτιν , ὅταν οἱ κανθοὶ ἑλκώδειϲ
ξηροφθαλμίαϲ οη Περὶ ψωροφθαλμίαϲ οθ Ἐπιμέλεια ξηροφθαλμίαϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ καὶ ψωροφθαλμίαϲ π Πρὸϲ μαδάρωϲιν βλεφάρων πτίλωϲιν μίλφωϲιν πα Περὶ ἀποϲτημάτων
6648500 ἀδικησεις
δὲ ἀδύνατον . ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ οὗ ἀδίκως ἔπραξας , δὶς ἀδικήσεις . ἄρχων μὲν ἐπιτήδευε πρᾷος εἶναι , ἀρχόμενος δὲ
καὶ Πέρσαις πάλιν μετὰ τὸ τρόπαιον , καὶ τοὺς Ἀθηναίους ἀδικήσεις καὶ δεύτερον : ἀλλ ' οὐκ ἐπιτρέψω σοι τότε
6638138 ἀποτροποισι
. ἀποτρόποισι δαίμοσι ] τοῖς ἀποτρεπτικοῖς κακῶν ὀνειράτων . . ἀποτρόποισι δαίμοσιν ] τοῖς θεοῖς , οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους
ἀχαλίνωτον γενόμενον . πέπλους ῥήγνυσιν ] αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα . ἀποτρόποισι ] οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . χηλαῖς : τοῖς
6630461 ὑγραινουϲι
καὶ βλίτα καὶ ἀτράφαξιϲ ὑδατωδέϲτατα λαχάνων ἐϲτίν . κύαμοι χλωροὶ ὑγραίνουϲι καὶ ἐρέβινθοι : ὕδωρ θερμὸν μὲν ὑγραίνει καὶ θερμαίνει
τὰ δὲ ϲυκάμινα , ἃ δὴ καὶ μόρα καλεῖται , ὑγραίνουϲι μὲν πάνυ , ψύχουϲι δὲ μετρίωϲ , καὶ γαϲτέρα
6620182 φανητε
ἄρξωμεν τοῦ ἐξορμῆσαι καὶ τοὺς ἄλλους ἐπὶ τὴν ἀρετήν : φάνητε τῶν λοχαγῶν ἄριστοι καὶ τῶν στρατηγῶν ἀξιοστρατηγότεροι . κἀγὼ
τοὺς κεραυνοὺς ἡμῖν ἐμφαίνουσαι . ἄρθητε ] μετεωρίσθητε . . φάνητε ὦ ] συνίζησις . φυσικωτέρως ἐχρήσατο ⌈ ὁ Ἀριστοφάνης
6609098 αἰτιολογικοι
οἱ δὲ ϲυναπτικοί , οἱ δὲ παραϲυναπτικοί , οἱ δὲ αἰτιολογικοί , οἱ δὲ † ἀπορρηματικοί , οἱ δὲ ϲυλλογιϲτικοί
, δέ , δέ , τοῦτο δέ , ἔγωγε ; αἰτιολογικοί , γάρ γάρ , ἐπειδή , ἐπεί , διὰ
6598795 ἐνδειξομαι
βλάβεται δὲ λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής . Πηλεΐδῃ μὲν ἐγὼν ἐνδείξομαι : αὐτὰρ οἱ ἄλλοι σύνθεσθ ' Ἀργεῖοι , μῦθόν
? ? . καὶ νῦν ἔφη ταύτης ἕνεκα ἤδη σοι ἐνδείξομαι ? , ὅσα σε ? ἀγαθὰ ? ? [
6589134 ἐξαρνοι
ἀργύριον μετὰ μαρτύρων ἀπαιτεῖν τοὺς τόκους , ὅπως μὴ δύναιντο ἔξαρνοι γενέσθαι . καὶ τὸ ἱμάτιον δὲ ἐκδοῦναι δεινὸς οὐχ
εἶναι , τήν γε καλήν ; πῶς γὰρ ἂν τολμῷμεν ἔξαρνοι εἶναι τὸ καλὸν μὴ καλὸν εἶναι ; Ἀληθῆ λέγεις
6583061 ἀποπνιγησομαι
πρὸς τὸν προειρημένον λόγον τῷ Σωκράτει . οἴμοι τάλας : ἀποπνιγήσομαι , φησίν , ὑπὸ τοῦ καπνοῦ . ἕτερος φιλόσοφος
ἐγώ , ὁ ἄθλιος . . δείλαιος ] ἄθλιος . ἀποπνιγήσομαι ] καπνῷ , κακῶς . . ] διὰ μέσου
6579960 ἐνδικωτερος
τούτοις πεποιθὼς εἶμι καὶ ξυστήσομαι αὐτός : τίς ἄλλος μᾶλλον ἐνδικώτερος ; ἄρχοντί τ ' ἄρχων καὶ κασιγνήτῳ κάσις ,
. ξυστήσομαι ] συμπαρατάξομαι . . συστάδην μαχεσθήσομαι . . ἐνδικώτερος ] ἢ ἐγώ . . ὡς ] λίαν .
6579907 ἐνστατικως
Δευτέρα ἀντίθεσις : ἀλλὰ δι ' ἐμὲ ἐσώθητε . ΛΥσεις ἐνστατικῶς , ὅτι οὐ διὰ σὲ , ἀλλὰ διὰ τὴν
τόδε ποιῆσαι , κεφάλαιον : ἀλλ ' οὐ δύσκολον , ἐνστατικῶς : εἰ δὲ καὶ δύσκολον , ποιητέον , ἀντιπαραστατικῶς
6579085 τυπω
διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τυπῶ τυπήσω , ἀπὸ δὲ τοῦ διδάσκω διδάξω : οὕτω
μέσος μέλλων δεύτερος ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ δευτέρου μέλλοντος ; τοῦ τυπῶ γίνεται , τροπῇ τοῦ ω μεγάλου εἰς τὴν ου
6570026 συναρισταν
μάχη . Ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ ἀπαρνοῦμαι δ ' ὅμως
Φιλεταίρῳ : ἀλλ ' αἰσχύνομαι τὸν Κόρυδον , εἰ δόξω συναριστᾶν τισιν οὕτω προχείρως : οὐκ ἀπαρνοῦμαι δ ' ὅμως
6565679 ἀναριθμητα
ὡς γυναικώδεις διαβάλλει . . μυρία ] πολλά . , ἀναρίθμητα . Μελησίας κτλ . ] οὗτοι ἐπ ' ἀσελγείᾳ
χρίμψε : πλησίον ἐγένετο . νήριτα : τὰ μεγάλα καὶ ἀναρίθμητα . κευθμῶνος : κοιλώματος . ἵνα τέ σφισιν ἔσκε
6557159 ὠιχομην
χεῖρον . ἀπὸ δὴ θαυμαστῆς ἐλπίδος , ὦ ἑταῖρε , ὠιχόμην φερόμενος , ἐπειδὴ προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων ὁρῶ ἄνδρα τῶι
παράδοξον τι ποτ ' ἐρεῖϲ ? ? [ ; } ὠιχόμην εἰϲ λιμένα : ἀπαντήϲαϲ με γὰρ ϲύμπλουϲ ἀνέϲτρεψέν τιϲ
6543426 τραγικωτερα
! ! ! ! ! ! πεφρικότα ] ? ? τραγικώτερα ? ? ? δάκρυα λείβειν ? ? . [
. . . . ταῦτα μέντοι καὶ πολλὰ τούτων ἕτερα τραγικώτερα τοῖς Ἐμπεδοκλέους ἐοικότα τεράσμασιν ὧν καταγελῶσιν εἱλίποδ ' ἀκριτόχειρα
6537674 ἐπαινειτε
φθονεῖτε , τοὺς δὲ πονηροτάτους τῶν ἐπὶ τὸ βῆμα παριόντων ἐπαινεῖτε καὶ νομίζετε δημοτικωτέρους εἶναι τοὺς μεθύοντας τῶν νηφόντων καὶ
εἶναι ὥστε καὶ τῶν προγόνων τοὺς ταῦτα πράξαντας μάλιστ ' ἐπαινεῖτε . εἰκότως : τίς γὰρ οὐκ ἂν ἀγάσαιτο τῶν
6525942 ὑβρισθην
λόγου ἀπαιτήσει : οἷόν τε γὰρ φάναι ὅτι σε ἐτίμησα ὑβρίσθην . καθόλου γὰρ οὐκ οἶδε τὴν ἀντωνυμίαν . εἰ
ἂν ἔχοιμι ταῦτα παραστησάμενος κλάειν καὶ δακρύειν ἐφ ' οἷς ὑβρίσθην . διὰ τοῦτ ' ἄρα τοῦ πεποιηκότος ὁ πεπονθὼς
6518317 κιλλιβαντες
ὑπ ' αὐτοῖς μέσαι ῥάβδοι ἕως τοῦ τόνου ὑποκυφώνια ἢ κιλλίβαντες ἢ κιλλοβόροι . τὰ δ ' ἐγγώνια , οὗ
τὸ μῆκος ποδῶν ζʹ , ὁ Θ . οἱ δὲ κιλλίβαντες τρεῖς πόδας ἐχέτωσαν τὸ μῆκος ποδῶν . . .
6513116 Ἀδικεις
μὰ Δί ' ἔγωγε : τῇδε μὲν γὰρ οὔ . Ἀδικεῖς δὲ καὶ νῦν . Ἆρά γ ' οἶσθα τοῦθ
καὶ τὴν ἐσθῆτα καὶ τὸν χρυσὸν ὅλον σου παραλαβών . Ἀδικεῖς , ὦ Κλωθοῖ , τἀμὰ τοῖς πολεμιωτάτοις διανέμουσα .
6511801 σλʹ
εἶτα Παρθένῳ νʹ , εἶτα Ζυγῷ κʹ : γίνονται ἡμέραι σλʹ : λοιπαὶ ἡμέραι κεʹ . ταύτας Ἄρης ἕξει ἐν
τὴν ἀρχὴν ποιησάμενος . Ἀδὰμ ἕως οὗ ἐτέκνωσεν ἔζησεν ἔτη σλʹ , υἱὸς δὲ τούτου Σὴθ ἔτη σεʹ , υἱὸς
6508750 στελω
χασμώδεις ὄντες ἐκτείνωσι τὰς χεῖρας . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσι : „ στέλω , κέχηνα , σκορδινῶμαι , πέρδομαι . „ ὅπερ
θέρω . Θρώσκω . ἀπὸ τοῦ θέρω θερίσκω , ὡς στέλω στελίσκω . μεταθέσει τοῦ ο εἰς ω , καὶ
6501010 εὐδαιμονιζω
δὲ ἐμοὺς θαυμάζω μὲν ἥκιστα , κάλλους γὰρ ἀφεστᾶσιν , εὐδαιμονίζω δὲ σοῦ περὶ αὐτῶν τοιαῦτα ψηφιζομένου . Εἰ μὲν
κατὰ πόλιν θεάσωμαι , τὴν οἰκίαν ἢ τὴν πόλιν ἐκείνην εὐδαιμονίζω καὶ οἴομαι τήν τε τῶν παρόντων ἀγαθῶν ἀπόλαυσιν βέβαιον
6500132 δυσποτμων
, ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . Ἰὼ δυσπότμων γάμων , κασίγνητε , κυρήσας , θανὼν ἔτ '
' ἐμοὶ ] τὰ περισσότερα τὰ ἐπελθόντα ἐμοί . . δυσπότμων ] αὕτη ἡ γενικὴ πρὸς τὸ ἀρχηγέτα . κακῶν
6495157 ἀγνωστως
ἅψηται ἄρρην τοῦ ἱμάντος , οὐκ ὀρθιάσει : ἐὰν δὲ ἀγνώστως φορέσῃ , μαλακισθήσεται . ἐὰν δὲ ἐκ τοῦ λίθου
ἐχθρῶν ὑφίστασθαι καὶ βαρεῖσθαι ὑπὸ δυσχερείας τόπου , οἱ ὄπισθεν ἀγνώστως ὑψηλότεροι γινόμενοι κατὰ τοῦ νώτου τῶν ἐχθρῶν ἔρχονται :
6492957 πασω
ὄιες πολυπάμμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ . πεπαμένη πῶ τὸ κτῶμαι πάσω πέπακα πέπαμαι πεπαμένη ὅθεν ἓν μ γραπτέον : οἱ
οἷον ζεύξω ζεύγλη , τρώξω τρώγλη . οὕτως οὖν καὶ πάσω πάλη καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν παπάλη καὶ τροπῇ τοῦ α
6492156 ἀναριστητος
ἑκάστῳ τῆς θύρας ἀπεκλειόμην . Ἔπειτα διά τε ταῦτ ' ἀναρίστητος ὤν . Περὶ δὲ τὸν πανάθλιον εὕδουσι γρᾶες ,
, οὐδέν μ ' ὀνήσει . πῖθι θαρρῶν . πάντως ἀναρίστητος οὐ δυνήσομαι διακαρτερῆσαι τηλικαύτην ἡμέραν . τίς οὐχὶ φήσει
6484135 ἀνεμιχθησαν
τὴν θυσίαν τοὺς Διοσκούρους . οἱ νεανίσκοι δὲ ὡς ἅπαξ ἀνεμίχθησαν , διεξήλαυνον διὰ πάντων παίοντες τοῖς δόρασι , καὶ
τε ἐξεστρατεύοντο καὶ ὡς τὴν Βοιωτίαν διώδευον οἱ Βοιωτοί σφισιν ἀνεμίχθησαν : οὕτω δὴ ἀμφότεροι τοῖς βαρβάροις ἐπακολουθοῦντες ἐλόχων τε
6476722 δακρυσω
κουροβόρῳ παρέξει . ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ , πῶς σε δακρύσω ; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ ' εἴπω ;
θεόκραντόν ἐστιν ; ἰὼ ἰὼ βασιλεῦ βασιλεῦ , πῶς σε δακρύσω ; φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ ' εἴπω ;
6475940 ὀλιγοτροφοϲ
ἰᾶται . ὁ δὲ κρίθινοϲ ἄρτοϲ ψαφαρώτερόϲ τέ ἐϲτιν καὶ ὀλιγότροφοϲ . ἡ δὲ μᾶζα δυϲπεπτοτέρα τε καὶ φυϲωδεϲτέρα τῶν
τε καὶ κνίδη καλουμένη λεπτομερήϲ τε καὶ ὑπακτικὴ γαϲτρὸϲ καὶ ὀλιγότροφοϲ . τὸ δὲ γιγγίδιον ὅμοιόν ἐϲτι τῷ ϲκάνδικι ϲτυφούϲηϲ
6474660 ἐνιεμενοϲ
] , οἷόϲ ἐϲτιν ὅ τε διὰ τοῦ καϲτορίου τροχίϲκοϲ ἐνιέμενοϲ καὶ ὁ ἀϲτὴρ ἐνιέμενόϲ τε καὶ πινόμενοϲ καὶ τὰ
ῥεύματα πινόμενοϲ ἁρμόττει μετ ' οἴνου ἢ ὕδατοϲ ἢ καὶ ἐνιέμενοϲ καὶ τὰϲ ῥεούϲαϲ τρίχαϲ κρατύνει . Μάκερ φλοιόϲ ἐϲτιν
6469739 δρατε
ἐν ἐκείνοις τοῖς κινδύνοις γενομένης . ὑμεῖς δὲ τἀναντία ἐκείνοις δρᾶτε : μετὰ γὰρ Θηβαίων τῶν ἡμῖν ἐχθίστων ἐπὶ δουλείᾳ
λέγω ἐντεῦθεν ἐχομένοις ὅθεν νῦν ἕλκετε : οὐδὲν γὰρ ἄλλο δρᾶτε πλὴν δικάζετε . Ἀλλ ' εἴπερ ἐπιθυμεῖτε τήνδ '
6467369 ἐξελεγξω
ἦν . ὥστ ' ἐγὼ μὲν οὐδὲ ψέγω οὐδ ' ἐξελέγξω , δέδοικα δὲ μή τις ἐμοῦ γοργότερον βλέπων φῇ
Ἐτεόκλεις , πίστευσον , οὐ φανήσομαι : σὲ δ ' ἐξελέγξω πάντοτ ' ἠδικηκότα : Ἐτεοκλέης σκῆπτρα συγγόνῳ φέρειν [
6461595 ἀνυμνησω
σὺν δὲ τῷ τεχνικῷ Ὀρσέᾳ τὸν νικηφόρον ὑμνῶν καὶ χορεύων ἀνυμνήσω , τερπνὴν τοῖς ἐγκωμίοις ἐπιστάζων τὴν παρὰ τῶν Μουσῶν
αὐτὸν ἐγὼ ταῖς Μούσαις , ἀντὶ τοῦ ὑμνήσω νενικηκότα : ἀνυμνήσω δὲ καὶ τὸ χρυσοῦν δέρας . ζητεῖται δὲ ,
6456390 ἠπορησας
τοῦ δὲ πατρὸς αὐτοῦ ὀδυρομένου καὶ λέγοντος : Τέκνον , ἠπόρησάς μετῆς δὲ μητρὸς λεγούσης : Τέκνον , ἐτύφλωσάς με
τοῦ δὲ πατρὸς αὐτοῦ ὀδυρομένου καὶ λέγοντος : Τέκνον , ἠπόρησάς μετῆς δὲ μητρὸς λεγούσης : Τέκνον , ἐτύφλωσάς με
6454515 ἐρεικηϲ
. ἀντὶ κίκεωϲ γλοιὸϲ ἀπὸ παλαίϲτραϲ . ἀντὶ καππάρεωϲ ῥίζηϲ ἐρείκηϲ ῥίζα ἢ μυρίκηϲ . ἀντὶ κόπρου τρυγόνοϲ κόπροϲ περιϲτερᾶϲ
καὶ ἐντιθεὶϲ ταῖϲ ῥιϲὶν ἐϲωτάτω . Ξηρίον πρὸϲ ὀζαίναϲ . ἐρείκηϲ καρποῦ ϲμύρνηϲ νίτρου ϲιδίων ἀνὰ ⋖ δ κρόκου κόϲτου
6443023 ϹϜ
τὰ ὑπεναντία τούτοις ἀπὸ τῶν ὀξυτέρων ἐπὶ τὰ βαρύτερα : ϹϜ # Ϝ # Ϝ # Ϝ . Ἐκκρουσμὸς δέ
Ϝ πρόκρουσις ϜϹ Ϝ # Ϝ # Ϝ # ἔκκρουσις ϹϜ # Ϝ # Ϝ # Ϝ ἐκκρουσμός ϜϹϜ ϹϹ
6438763 εὑρισκομαι
μυρίους ἀχανεῖς ἐποίησε ; καὶ μὴν οὐδὲ τῆς αἰσθήσεως ἡγεμὼν εὑρίσκομαι , τάχα δέ που καὶ δοῦλος ἀκολουθῶν ᾗ ἂν
συνέφερε , καὶ τότε πατὴρ ἀναγορεύομαι , ὅτε καὶ παιδοκτόνος εὑρίσκομαι . . . ἔα με μόνην τὴν μοιχείαν θρηνεῖν
6437490 περιβοητως
σκληρὸν γὰρ τὸ ἐληλεγμένως , ἐπιρρήτως δὲ καὶ ἐπιβοήτως καὶ περιβοήτως . τὸ δὲ κεκηρυγμένως ἄηθες . ἐκ δὲ τῶν
, ζηλωτῶς , λαμπρῶς , ἐκφανῶς ἐπιφανῶς , περιβλέπτως , περιβοήτως , γνωρίμως . τὰ δὲ ῥήματα εὐδοκιμεῖν , εὐδοξεῖν
6434150 ἐσιγηθη
πόθεν τοσαύτην ῥώμην λαβών ; ἢ πῶς ἂν τὸ πρᾶγμα ἐσιγήθη ; εἰ δ ' ἄρα ἐγὼ ἐτόλμων τοῦτο ποιεῖν
οὔτοι σιωπῶς ' εἶτα μέμψομαί ποτε τὴν νῦν σιωπὴν ὡς ἐσιγήθη κακῶς , οὐδ ' ὡς ἀχρεῖον τὰς γυναῖκας εὖ
6432586 ἐμπορικην
; λογιστικὴ καὶ μετρητικὴ ἡ κατὰ τεκτονικὴν καὶ κατ ' ἐμπορικὴν τῆς κατὰ φιλοσοφίαν γεωμετρίας τε καὶ λογισμῶν καταμελετωμένωνπότερον ὡς
ἀλλὰ τοὺς τριηράρχους οὓς καθιστᾶσιν οὗτοι εἰσάγουσιν εἰς δικαστήριον , ἐμπορικὴν δὲ δίκην οὐδεμίαν εἰσάγουσι . τοιαῦτα μὲν τὰ τοῦ
6426600 τυγχανετε
γενησόμενον , οὕτω διανοεῖσθαι περὶ αὐτῶν . ὧν ὑμεῖς οὐδέτερον τυγχάνετε ποιοῦντες , ἀλλ ' ὡς οἷόν τε ταραχωδέστατα διάκεισθε
εἰσομένης ὑμῖν εἰ τιμιωτέραν ἡγήσαισθε τῆς συγγενείας τὴν πατρίδα , τυγχάνετε εὖ βουλευσάμενοι . Ὡς δὴ ταῦτ ' ἤκουσαν οἱ
6425286 λοιδορουσι
. ὕβρεις ἢ διασυρμούς . ὑμνοῦσιν . ἀντὶ ὀδύρονται , λοιδοροῦσι , μέμφονται , κατ ' εὐφημισμόν . Σεριφίῳ .
τί τῶν κολάκων | ἔνιοι καὶ σφόδρα κολακεύουσιν | καὶ λοιδοροῦσι | πικρῶς οὓς κολακεύουσι ; μάλιστα | μὲν [
6425074 ἐνοχλω
ἀντὶ τοῦ ἠνώχλησα αὐτόν . ἀπὸ τούτου γὰρ καὶ τὸ ἐνοχλῶ γίνεται καὶ διενοχλῶ καὶ παρενοχλῶ εἶμι ] πορεύσομαι τέρμα
με τῆς φροντίδος , ἀπαρτίσας τὴν κρίσιν , ἵνα μηκέτι ἐνοχλῶ μηδὲ τῇ βασιλίδι . ” δόξας δὲ ὁ εὐνοῦχος
6421894 λακκοπρωκτε
' ὅτι χαίρω πόλλ ' ἀκούων καὶ κακά ; ὦ λακκόπρωκτε . πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις . τὸν πατέρα τύπτεις
: καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα
6420084 Ταξιν
γὰρ ἂν μόνως ὧν κεκτήμεθα ἀγαθῶν αὐτῷ φανούμεθα τιμιώτατοι . Τάξιν μὲν οὖν καὶ κόσμον εἰς τὴν γερουσίαν ὑμῖν ἐπανακτέον
ὅ τι θανάσιμον : ὀξὺ , ὅ τι περιεστικόν . Τάξιν τῶν κρισίμων ἐκ τουτέων σκοπεῖσθαι , καὶ τὸ προλέγειν
6417804 διακελευῃ
: εἰ δὲ ἐλάττοσιν , οὔκουν χείροσί γεμεθ ' ὧν διακελεύῃ με παρακινδυνεύοντά τε καὶ θαρροῦντα τὴν νῦν ἐκ τῶν
Πάντως , ὦ ξένε , μεμνησόμεθά που ὧν τὰ νῦν διακελεύῃ . Καλῶς . ἔλθωμεν δ ' ἐπὶ τὰ νυμφικά
6417793 οἰχησει
ἀπαλλαγῶμεν ἀνδρὸς ἁρπαγιστάτου . ἀλλ ' αὐτὸς ἀπαρτὶ τἀλλότρι ' οἰχήσει φέρων . ἐψάθαλλε λεῖος ὤν ἀργύρια μάραγναν οὐχ ὁρᾷς
ὡς ἐγᾦμαι , σαυτόν . ἀλλὰ καθελκύσας τὰς ναῦς ἀποπλέων οἰχήσει ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνει τὰς Νηρηίδας τὰς πρὸς
6417445 ὡτερος
τάχ ' ὥτερος : Δωρικὴ ἡ συναλοιφή : ὁ ἅτερος ὥτερος . τὸ γὰρ ὁ ἕτερος διὰ τοῦ ου οὕτερος
ὡς παρὰ Ἡροδότῳ . τάχ ' ὥτερος : ἡμαρτημένως ἐξενήνοχεν ὥτερος ἄλλον : ἕτερος γὰρ ἐκ δυοῖν , ἄλλος ἐκ
6416683 κολακευω
πρὸς ὃν ὁ Κλεάνθης ” ναί , ἔφη , σὲ κολακεύω , φάμενος ἄλλα μὲν λέγειν , ἕτερα δὲ ποιεῖν
πάντων κερδῶν καὶ πραγμάτων ἐποιησάμην , οὐχ ἵνα τὸν δῆμον κολακεύω οὐδ ' ἵνα τῶν πολλῶν στοχάζωμαι οὐδὲ ἀργυρίου χάριν
6414146 ἐνεμαϲι
ἀνήθου καὶ τήλεωϲ καὶ ἀλθαίαϲ ῥίζηϲ κλύϲμαϲί τε μαλακοῖϲ καὶ ἐνέμαϲι δι ' ἐλαίου καὶ μήκωνοϲ καὶ ϲτέατοϲ χηνόϲ :
ἀμιγὴϲ ἡ κόπροϲ διεξέρχοιτο , τῶν παχέων ἐϲτὶν ἐντέρων τοῖϲ ἐνέμαϲι μᾶλλον πειθομένη . ὅταν δὲ πολλοῦ κατὰ μόναϲ ἔκκριϲιϲ
6413007 ἀπαγωγας
πόλεμον , δενδροτομίας , δῃώσεις χωρίων , στερήσεις χρημάτων , ἀπαγωγάς , τοὺς περὶ δουλείας καὶ θανάτου φόβους ἀνηκέστους ,
ὑπονοεῖν , ἐάν τις εἰς αὐτοὺς τεχνάσηται . ἀποφυγὰς καὶ ἀπαγωγάς . . . κάχ ' ὑποτοπεῖσθαι : Τὸ τέλειον
6411179 βαζους
καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν ,
ὑπέρκομπα . θ ὑπέραυχα ] ἐπηρμένα καὶ ἀλαζονικά . Ξ βάζους ' ] λέγουσι . Ξ βάζους ' ] βοῶσι
6409383 πεπεικα
εἶπε „ σὺ μᾶλλον γόης , ἃ γὰρ μὴ ἐγὼ πέπεικά πω τὸν βασιλέα , ὡς οὐκ εἰμί , σὺ
[ ἀλλὰ οὐδὲ ] ἐγὼ ὅμως ἀθυμήσω , ὅτι οὐ πέπεικά σε , καὶ ⌈ μενῶ οὕτω κείμενος , [
6406508 παραπεμπομαι
τὰ μὲν περὶ τούτου πολὺς ὁ λόγος : διὸ τανῦν παραπέμπομαι τὴν περὶ αὐτῶν διήγησιν : καὶ γὰρ ἐν ἑτέροις
πλησίον γιγνομένους : πλείονα δὲ περὶ τοῦ ζώου τούτου ἱστορούμενα παραπέμπομαι , ὡς μόνα τὰ χρήσιμα παραθέσθαι . Παρακολουθεῖ δὲ
6405330 ἐκβαλω
τὸν τῆς Δήμητρος ὅρκον . ΓΘ ἐκφάγω ] καταναλώσω καὶ ἐκβάλω καὶ ἐκδιώξω . ἐκπίω : ἑξῆς πρὸς τὸ ὑπ
μή ς ' ἐκφάγω : ἐὰν μή σε καταναλώσω καὶ ἐκβάλω ἐκ ταύτης τῆς γῆς καὶ διώξω . τὸ δὲ
6401030 δισταζω
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα
6400930 ἀμφιλεκτως
αὐτοὺς εἰς μάχην σπεύδοντας ἐμαντευσάμην ταῦτα . . οὐδ ' ἀμφιλέκτως ] ἤγουν οὐδ ' ἀμφιβόλως καὶ ἀπιθάνως καὶ δυσχερῶς
οὐδ ' ἀμφιβόλως , ἀλλ ' ἀληθῶς . οὐδ ' ἀμφιλέκτως ] ἀναμφιβόλως . ἀμφιλέκτως ] ἀμφιβόλως . θΞ κατεσποδημένοι
6396093 Χαιρουσι
ψώραις ἐστίν : τοῦτο δὲ ποιεῖ καὶ ἡ τραγάκανθα . Χαίρουσι δὲ καὶ μύρτων ἀπόβρεγμα πίνοντες μετὰ οἴνου , ἢ
κονταρίοις καὶ σπαθίοις κοντοῖς ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῶν ἀναβασταζομένοις . Χαίρουσι δὲ τῇ πεζομαχίᾳ καὶ τοῖς μετ ' ἐλασίας ἐμπέτοις
6394760 φθειρομεναι
τοῖς πρὸς αὐτὰς γινομένοις ἀλλ ' οὐχ ὅμοιαι . ἔτι φθειρόμεναι ἐν τῇ τούτων γενέσει . ἔτι ὡς ἐξ ἐκείνων
δὲ ἀίδιοι μὲν κινηταὶ δέ , αἱ δὲ γιγνόμεναι καὶ φθειρόμεναι . καίτοι δόξειεν ἂν πάλιν μηδεὶς περὶ πᾶσαν ἔχειν
6394690 ἐμβαρος
οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος ἀρχαϊσμὸς οὗτος ῥημάτων „ . ἄρκτου δὲ γενομένης ἐπ
μασχαλισμὸν καὶ ἐν Ἠλέκτρᾳ . Μένανδρος Ῥαπιζομένῃ : ” οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος
6392411 ϲμυραινηϲ
βαϲιλίϲκου . καʹ . Περὶ θαλαϲϲίων καὶ πρῶτον τρυγόνοϲ καὶ ϲμυραίνηϲ . κβʹ . Περὶ δράκοντοϲ θαλαϲϲίου . κγʹ .
λεάναϲ μετ ' οἴνου ὁμοίωϲ . τοῖϲ δὲ ὑπὸ τῆϲ ϲμυραίνηϲ πεπληγμένοιϲ ϲυμβαίνει , ἃ καὶ ἐπὶ τῶν ἐχεοδήκτων ,
6392258 ϲτυφουϲαν
ἡ ῥίζα καὶ ξηραντικὴ καὶ μετρίωϲ θερμή : ἀτρέμα γὰρ ϲτύφουϲαν ἔχει δύναμιν μετά τινοϲ γλυκύτητοϲ , ἐπὶ πλέον δὲ
ἐργάϲῃ . Χρυϲοκόμη ἡ καὶ χρυϲῖτιϲ . δριμεῖαν ἅμα καὶ ϲτύφουϲαν ἔχει δύναμιν ἡ ῥίζα : διόπερ οὐδὲ πολύχρηϲτόϲ ἐϲτιν
6380967 συμπεπλεγμενως
γὰρ εἰπεῖν ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ συμπεπλεγμένως καὶ ἁπλῶς , παραλείπων τὸ συμπεπλεγμένως εἶπεν τὸ ἁπλῶς
Οὐκ ἀεὶ δέ . οὐκ ἀεί , φησίν , τὰ συμπεπλεγμένως κατηγορούμενα δύναται καὶ χωρὶς κατηγορεῖν , αὐτὸς δὲ παραδώσει
6379834 συντριβω
τὸ νομίζω , ἄγω τὸ τιμῶ : καὶ ἄγω τὸ συντρίβω , ἀφ ' οὗ τὸ κατέαξαν , ἀντὶ τοῦ
αὐτόν . ἁλῶ ] κρατήσω . σε , νικήσω , συντρίβω . γρ . καὶ ” ἐπὶ ἅλω “ ἤγουν
6378180 Αὑτως
πλέκεται . ἀγρώσσουσιν : ἁλιεύουσιν , ἀγρεύουσι , θηρεύουσιν . Αὕτως : οὕτως , ἁπλῶς . θώμιγγα : ὁρμιήν .
γένοιτ ' , ἐκείνου γ ' οὖσα παντελὴς δάμαρ . Αὕτως δὲ καὶ σύ γ ' , ὦ ξέν '
6378032 Διδου
ὠφελεῖ . Παραπλησίως δὲ ποιεῖ καὶ ἡ προβατεία φύσα . Δίδου δὲ τὴν τέφραν μετ ' ὀξυκράτου . Ἄλλο :
καὶ σιλφίου ῥίζῃ τρίβων εἰς ποτὸν τοῖς δηχθεῖσιν δίδου . Δίδου δέ ποτε μὲν αὐτὰ μετ ' ἀλλήλων μιγνύς ,
6376688 εὐφραινε
δὲ ἀπελθὼν τὰ ἑκτὰ τρύπα . ταῦτα δ ' οὕτως εὔφραινε καὶ ἐξιλάρου τοὺς παρόντας ὡς εὐθυμίας πληροῦσθαι . οἱ
χὤτι πεντήκοντ ' ἔτεα ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖς . Ὅσια δρῶν εὔφραινε θυμόν : τοῦτο γὰρ κερδέων ὑπέρτατον . Φρονέοντι συνετὰ
6374406 μελαινουσιν
ἀλφοὺς λευκοὺς καὶ λεύκην ἰᾶται . τὰ δὲ ὠὰ αὐτοῦ μελαίνουσιν πολιὰς τρίχας . Κορώνη καὶ δεδώνη καλουμένη , ὄρνεόν
ἀποτεφροῦσι βάλλοντες , οἱ δὲ περιφλύουσι καὶ ἀσβολοῦσι , ἤτοι μελαίνουσιν , ἄλλοι δὲ ἡμιφλέκτους δρῶσι τοὺς βεβλημένους . ἀργιόδους
6373988 Ψωφις
Δαρδάνου . Σειρῶν μὲν δὴ σταδίοις ἐστὶν ἀπωτέρω τριάκοντα ἡ Ψωφίς : παρὰ δὲ αὐτὴν ὅ τε Ἀροάνιος ποταμὸς καὶ
πόλιν Φήγειαν , ἣ πρὶν Ἐρύμανθος ἐκαλεῖτο , ὕστερον δὲ Ψωφίς ὠνομάσθη , ὡς ἐροῦμεν , ἀπὸ τῆς μητρός .
6373674 δερκεσκετο
στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων [ πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων ] . Ἑρμείαν δ ' ἐρέεινε Καλυψώ
στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων ] πόντον ἐπ ' ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων . ἀγχοῦ δ ' ἱσταμένη προσεφώνεε δῖα
6373435 ἐνθυμεισθ
ἐργασίαν ἀπεδήμησεν εἰς Ῥόδον . ἐὰν οὖν ταῦτα λέγῃ , ἐνθυμεῖσθ ' ᾧ ῥᾳδίως λήψεσθ ' αὐτὸν ψευδόμενον . πρῶτον
, αὐτὸς δὲ οὐδενὸς τούτων μετέσχεν . ὑμεῖς δ ' ἐνθυμεῖσθ ' ὅτι ἐμὲ μὲν ἡ μήτηρ παῖδα καταλιποῦσα ἐτελεύτησεν
6372691 προαγαγωμεν
ἐν τούτοις εὑρεθήσεται τοῖς λόγοις , ἐφ ' ὅσον ἂν προαγάγωμεν τὰ συστήματα . ὁ δὲ Πλάτων καὶ γένος διάτονον
ῥητοῦ τῆς ζητήσεως οὔσης , ὡμολόγηται γὰρ τὸ ῥητόν . προαγάγωμεν τοίνυν τῇ παραγραφῇ τὸν λόγον : ὅτι μὲν οὖν
6372514 ἰυζε
. κατὰ Σαρπηδόνιον χῶμα ] κατὰ τὴν Σαρπηδονίαν ἄκραν . ἴυζε καὶ λάκαζε ] μάτην λήκει καὶ βόα . οὐχ
. ἀμφυγᾶς τίν ' ἔτι πόρον τέτμω γάμου λυτῆρα ; ἴυζε δ ' ὀμφάν , οὐράνια μέλη λιτανὰ θεοῖσι καὶ
6371738 συνιστε
πλάττεται , κυριώτερον οὐδὲ πιστότερον τοῦ παντός , ὃν αὐτοὶ σύνιστε , χρόνου ποιήσασθαι . ἐμοὶ παιδί ' οὐκ ἔστιν
πρὸς ἐκείνους μίσους ὑπῆρχέ μοι σύμβολα , ἃ πάντες ὁμοίως σύνιστε . οὐ μὴν ἀλλ ' ἅπερ ἐμαυτῷ ὑμῖν ταὐτὰ
6370896 Ἀρκεισιος
οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον :
. ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα
6370528 προεληλυθας
δοκῶ συνιέναι τὴν αἰτίαν δι ' ἣν εἰς τοσοῦτον θράσος προελήλυθας . εὖ κατὰ ξένου : οἱ γὰρ κατὰ ξένου
. Μένανδρος : τί τοῦτο , παῖ ; διακονικῶς γὰρ προελήλυθας . ναί : πλάττομεν γὰρ πλάσματα τὴν νυκτ '
6369815 ἀδικουμαι
διαφερόμενος . νῦν δέ μοι πάντων πραγμάτων λυπηρότατον συμβέβηκεν . ἀδικοῦμαι γὰρ ὑπὸ τῶν δημοτῶν , οὓς περιορᾶν μὲν ἀποστεροῦντας
δὲ μᾶλλον ὠφελίμῳ ἢ λίαν ἐπιζημίῳ συμβούλῳ χρῆσαι . Ἐρρωμενέστερον ἀδικοῦμαι τῷ παντὶ ἢ τιμωροῦ - μαι , Πολύδευκες ,
6367776 ἐννοσιγαι
καί ῥα Ποσειδάωνα μέγαν θεὸν ἀντίον ηὔδα : ὢ πόποι ἐννοσίγαι ' εὐρυσθενές , οὐδέ νυ σοί περ ὀλλυμένων Δαναῶν
ἀλόχοισι Τὸν δ ' αὖτε προσέειπεν ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων : ἐννοσίγαι ' οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι , εἰ
6363533 Οὐδεποτε
τῆς ἐπωνύμου ταύτης ἀρχῆς μερίτην ἀποφήνειε καὶ τῆς ἁλουργίδος . Οὐδέποτε , ὦ βασιλεῖς , ἀναγκαίαν εἶναί μοι τὴν διάλεκτον
τὸν δὲ δίκαιον βούλεσθαι δίκαια πράττειν ; Φαίνεταί γε . Οὐδέποτε ἄρα βουλήσεται ὅ γε δίκαιος ἀδικεῖν . Ἀνάγκη .
6361380 συντελουμεν
τῆς ὅλης συστάσεως ἐνθυμηθῶμεν , εἰς ἣν ἅπαντες οἱ ταύτῃ συντελοῦμεν ὁμοίως μείζους καὶ ἐλάττους , ὁπόσῳ τινὶ τῶν ἄλλων
καὶ ἐλπίσιν ἡδείαις συνεσχέθημεν . γράψαντες οὖν τὰ λοιπὰ πάντα συντελοῦμεν ἅπερ ἠξίωσας πολλοῖς καὶ ἄλλοις ἐσόμενα χρήσιμα τὰ διαλογίσματα
6360884 ἐξαπατωμενος
. ΓΘ βρύλλων ] πίνων , κερδαίνων . βρύλλων ] ἐξαπατώμενος ὑπό τινων καὶ μεθύων . Σύμμαχος τὸ “ βρύλλων
Γ εὐπαράγωγος ] εὐπειθής . εὐπαράγωγος ] εὐκόλως πιθόμενος καὶ ἐξαπατώμενος . καὶ παράγεται ἀντὶ τοῦ ἐξαπατᾶται . Γ εὐπαράγωγος
6359994 χαιρησειν
καὶ οὔπω παρῆν τὰ δεινά : οὐ γὰρ ἐς μακρὰν χαιρήσειν ἔμελλον ἁλόντες καὶ πᾶσι κακοῖς ἐκδοθέντες , αἰχμαλωσίᾳ καὶ
μάλα στιχὸς εἶμι διαμπερές , οὐδέ τιν ' οἴω Τρώων χαιρήσειν , ὅς τις σχεδὸν ἔγχεος ἔλθῃ . Ὣς φάτ
6356379 παισθεις
. ὦ ἀδελφέ μου , πατάξας τὸν πατάξαντα ἀδελφόν . παισθεὶς ἔπαισας ] παταχθεὶς ἐπάταξας . παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες
παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες . θ παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ
6355599 βαρυϲ
[ ] ` ? ] φιλήϲατο ] ἀνήρ ] τιϲ βαρύϲ ] ! αι ] ] ! ιον ] !
? ! [ ! ] ! [ ] αι ? βαρύϲ καηγ ! ! [ ! ! ] ? ?
6351427 ἐπονουν
θέρει πέμψαντες ναῦς καὶ στρατιάν , ἐπεὶ σφῶν οἱ ξύμμαχοι ἐπόνουν , ἐστρατοπεδεύοντο ἐπὶ Ἀκτίῳ καὶ περὶ τὸ Χειμέριον τῆς
εἴη μοι πλευστέον , τῆς φήμης δὲ τῶν πόνων οὓς ἐπόνουν , κατεχούσης τὴν πόλιν καὶ τῆς γε ἐν ὥρᾳ
6351417 ἀξιωτεον
ἀήθειϲ πρὸϲ ψυχρολουϲίαν κατὰ βραχὺ ἐθίζειν καὶ πρῶτον μὲν θέρουϲ ἀξιωτέον ἄρχεϲθαι τῆϲ χρήϲεωϲ καὶ τὰϲ πρώταϲ μὴ εἰϲ ἀκραιφνὲϲ
οὖν ὁπλὴν ἐπὶ βοὸς ῥηθεῖσαν οὐκ οὖσαν τῶν μονωνύχων συγγνώμης ἀξιωτέον . διότι δὲ σημεῖον ἐξεῦρεν ἱκανὸν ἀρκοῦντος ὄμβρου τοῖς
6349886 τευξομαι
λάβω ; ζῆν δ ' ἔστι μοι τάλαντον ὑπεριδόντι ; τεύξομαι δ ' ὕπνου προέμενος ; οὐ δώσω δὲ κἀν
πωλεῖν ; βλέπε , πόσου ἀξίων . Ἀλλ ' οὐ τεύξομαι τοιούτου τινὸς ἀντ ' αὐτοῦ . Βλέπε καὶ τυγχάνων
6349288 ἐληλυθ
καὶ ταλαιπώρου [ βίου . πατὴρ Κρατείας , φήις , ἐλήλυθ ' [ νῦν ἢ μακάριον ἢ τρισαθλιώτατον δείξεις με
[ ] [ πάθουϲ . πατὴρ Κρατείαϲ , φήιϲ , ἐλήλυθ [ ] ' ἀρτίωϲ ? ? [ ; νῦν

Back