- ] . ὁ δὲ Καῖσαρ ἀναγνοὺς [ ] τὴν γραφεῖσαν ἐπιστολήν [ , ] μετακαλεσάμενος ? ? ? επ
τινὰ στεφανωθέντα οἶδα , οὐδὲ γνώμην ἐπ ' ἀνδρὶ δικαίῳ γραφεῖσαν , ὡς τὸν δεῖνα χρὴ στεφανοῦν , ἐπειδὴ τὸ
7091026 τιαν
γένος . ῥητέον τοίνυν τὴν ἀκριβεστάτην καὶ κοινὴν αἰ - τίαν , ὅτι οἱ ὁρισμοὶ πραγμάτων εἰσὶν ὁρισμοὶ τὰς φύσεις
μὲν ἀκρασίαν ἁπλῶς ψέγεσθαι καὶ δοκεῖν οὐ μόνον ἁμαρ - τίαν ἀλλὰ καὶ κακίαν ἢ κυρίως ἢ κατά τι ,
7049951 Ἀδριανουπολιν
πάντας τῆς πόλεως κοινωνῆσαι αὐτῷ τοῦ σκέμματος πείσας καὶ τὴν Ἀδριανούπολιν ἅπασαν ὑπὲρ αὐτοῦ ποιησάμενος , συχνῶς μετεκαλεῖτο τὸν ἀδελφόν
πρὸς αὐτὸν ἐξελθόντας ἰδών τε καὶ συνταξάμενος ἐχώρει πρὸς τὴν Ἀδριανούπολιν , λαβὼν ἐκ βασιλέως καὶ συγχωρήσεις ἐγγράφους βασιλικοῖς γράμμασιν
6948337 μειρακα
εἴρηκε . εἴρηκε δὲ καὶ σύμποδα καὶ συνθήκην μεσέγγυον τὴν μείρακα καταθέσθαι Ἀριστοφάνης λέγει . ὅτῳ δὲ τὰ σκεύη ἐκομίζετο
ἐκ μὲν παιδὸς εἰς ἔφηβον , ἐκ δὲ ἐφήβου εἰς μείρακα καὶ ἐπὶ τῶν ἑξῆς ἡλικιῶν : λέγει δὲ περὶ
6937773 ἐντεταλμενα
Ἀπικομένων δὲ τῶν ἀγγέλων ἐς τὰς Σάρδις καὶ λεγόντων τὰ ἐντεταλμένα Ἀρταφρένης ὁ Ὑστάσπεος Σαρδίων ὕπαρχος ἐπειρώτα τίνες ἐόντες ἄνθρωποι
ἡ Ἑλλὰς γέγονε ἀσθενεστέρη . Ὁ μὲν δή σφι τὰ ἐντεταλμένα ἀπήγγελλε , τοῖσι δὲ ἕαδε μὲν βοηθέειν Ἀθηναίοισι ,
6746772 ἐλασιν
καὶ ἀπαγαγόντες ἀπὸ τῶν ἑταίρων ἐδέοντο ἐπισχεῖν τὴν ἐπὶ Βαβυλῶνος ἔλασιν . λόγιον γὰρ γεγονέναι σφίσιν ἐκ τοῦ θεοῦ τοῦ
παριόντες ἐπὶ τὰ εὔπορα δηλώσουσι τοῖς ἱππεῦσιν ᾗ χρὴ τὴν ἔλασιν ποιεῖσθαι , ὡς μὴ ὅλαι αἱ τάξεις πλανῶνται .
6712686 σπεισαμενος
πολλὰς τῶν ἑλληνικῶν πόλεων καὶ πρὸς Ἄτταλόν τινα Ἀσίας βασιλέα σπεισάμενος , ἐπὶ τὴν Σικελίαν ὡρμήθη . Ἅννωνα δὲ τὸν
δορυφόρους . Ἐν δὲ τοῖς πράγμασι τῆς Ἀριάδνης γενομένης , σπεισάμενος πρὸς αὐτὴν , τούς τε ἠϊθέους ἀνέλαβε , καὶ
6707171 Αὐγεαν
τὸν Λεπρέα , ὃν κελεῦσαι τὸν Ἡρακλέα δεθῆναι , ὅτε Αὐγέαν τὸν μισθὸν ἀπῄτει . Ἡρακλῆς δὲ ἐκτελέσας τοὺς ἄθλους
τῷ Αὐγέᾳ ἐκβαλὼν τὴν ἐν τῇ αὐλῇ κόπρον . ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο : τὸ
6690746 προσδεξαμενος
τῶν Ἀθηναίων ἐπρεσβεύσαντο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ . ὁ δὲ προσδεξάμενος τοὺς λόγους αὐτῶν μεταπέμπεται ἐκ Λακεδαίμονος Ἀλκαμένη τὸν Σθενελαΐδου
βασιλείαν . ὁ δὲ Πτολεμαῖος μετὰ μεγάλης ἀπαντήσεως καὶ παρασκευῆς προσδεξάμενος τοὺς ἄνδρας τάς τε ἑστιάσεις πολυτελεῖς ἐποιεῖτο καὶ τὰ
6690057 κελευσθεντα
χάρτην λαβεῖν καὶ λέγειν ἃ λέγει , ὅτι πάντα τὰ κελευσθέντα πεποίηκεν ὁ οἰκέτης , αὐτὸς δὲ τὸν χάρτην λαβὼν
ἀνόσιον καὶ οὐ πάνυ ἀνδρεῖον ἡγήσατο μήτε μαχομένους καὶ τὰ κελευσθέντα ὑπὸ τοῦ ἑαυτῶν δεσπότου ἀγγείλαντας . τούτων δὴ οὕτως
6653521 μυθοποιιαν
προληφθεῖσαι πολλοῖς αἰῶσιν , ὡς παρακαταθήκην φυλάσσουσιν , ἣν παρεδέξαντο μυθοποιίαν , καθάπερ καὶ ἀρχόμενος εἶπον , ἥτις συνεργηθεῖσα χρόνῳ
οὐκ ἀνελεύθερον τῷ ἐπιβάλλοντι ἐπὶ τοὺς τόπους τοὺς παρασχόντας τὴν μυθοποιίαν . καὶ γὰρ τοῦτο ζητοῦσιν οἱ πράττοντες διὰ τὸ
6619514 ἀπεπλευσε
δὲ ἑβδόμῃ καὶ δεκάτῃ ἡμέρᾳ μετὰ τὴν εἰσβολὴν εἰς Ἔφεσον ἀπέπλευσε , καὶ τοὺς μὲν ὁπλίτας πρὸς τὸν Κορησσὸν ἀποβιβάσας
αὐτὸν τὸ Ταυρομένιον . μετὰ δὲ τὰς συνθήκας Μάγων μὲν ἀπέπλευσε , Διονύσιος δὲ παραλαβὼν τὸ Ταυρομένιον τοὺς μὲν πλείστους
6609753 ἀπιξιν
δὲ μή , ἅτε πολεμίους περιέψεσθαι . Ἑλένης μὲν ταύτην ἄπιξιν παρὰ Πρωτέα ἔλεγον οἱ ἱρέες γενέσθαι . Δοκέει δέ
τὴν αὐτὴ ἤθελε [ ἀπικέσθαι ] . Μετὰ δὲ τὴν ἄπιξιν τῆς γυναικὸς αὐτίκα μετὰ ταῦτα ἀπίκοντο Μαντινέες ἐπ '
6605865 ἐκλεισεν
, ὅτι τοὺς Σικελοὺς ἠπάτησαν παραλογισάμενοι . Λυδὸς τὴν θύραν ἔκλεισεν : παροιμία ἐπὶ τῶν μωροκλεπτῶν . Λυκεῖον ποτόν :
γενέθλια ἄγειν ἐπὶ δεῖπνον ὄρνεα ἐκάλεσεν : ἔπειτα παρατετηρηκὼς εἰσελθόντας ἔκλεισεν τὰς θύρας καὶ καθ ' ἕνα ἤρξατο ἐσθίειν .
6588443 Ἠπειρον
διόπερ πρὸς Περσέα ἐξαπέστειλαν εἰς Μακεδονίαν , ἐπαγγελλόμενοι παραδώσειν τὴν Ἤπειρον . , . . ) Ὅτι Ὁστιλίου τοῦ ὑπάτου
τῷ Ἀκτίῳ θάλατταν , ἔνθα τοι καὶ τὸν χῶρον καλοῦσιν Ἤπειρον , κεφάλων εἰσὶ κατὰ ἴλας ὡς ἂν εἴποι τις
6586124 Αἰτωλιαν
βασιλέως Ἐπειῶν τε καὶ Πισατῶν ἐκ τῆς Ἠλείας εἰς τὴν Αἰτωλίαν , ὀνομάσαι τε ἀφ ' αὑτοῦ τὴν χώραν καὶ
Εὔηνος , ὁ μὲν τὴν Ἀκαρνανίαν διεξιὼν ὁ δὲ τὴν Αἰτωλίαν : ὁ δὲ Ἐρίγων πολλὰ δεξάμενος ῥεύματα ἐκ τῶν
6581580 Στοαν
ἕκαστον ἀκατάληπτον εἶναι . . . . ὁ Ἀντίοχος τὴν Στοὰν μετήγαγεν εἰς τὴν Ἀκαδημίαν , ὡς καὶ εἰρῆσθαι ἐπ
. νῦν δὲ ἐπεὶ τὰ Στωϊκῶν προετίμησας , πρὸς τὴν Στοὰν ἀποτετάσθαι ὁ λόγος ἔδοξεν οὐδὲν ἐξαίρετον πρὸς αὐτὴν ἔχων
6577029 Τεριναν
καὶ τὸ Γύθιον αὐτοὶ κατέσχον . Κλεανδρίδας ὁ Λάκων ἐπὶ Τέριναν ἄγων τὴν στρατιὰν ὁδὸν κοίλην λάθρα προσπεσεῖν ἐπεχείρησε τοῖς
' ὁ Λᾶρις ἐξερεύγονται ποτά . Λίγεια δ ' εἰς Τέριναν ἐκναυσθλώσεται , κλύδωνα χελλύσσουσα , τὴν δὲ ναυβάται κρόκαισι
6568263 Θεσπιας
τοῦ ἄστεως . ταῦτα δὲ ποιήσας καὶ πάλιν ἀποχωρήσας εἰς Θεσπιάς , ἐτείχισε τὸ ἄστυ αὐτοῖς : καὶ ἐκεῖ μὲν
. ἔστι καὶ πόλις περὶ Δολοπίαν , καὶ χώρα περὶ Θεσπιάς . Ἐλλόπιον , πόλις Αἰτωλίας . Πολύβιος ιαʹ .
6563520 ἀντιλογιαν
. Στύππιον , οὐ στυππέϊνον . Ἀντίρρησιν μὴ λέγε , ἀντιλογίαν δέ . Καθέζομαι , καθεδοῦμαι , καθεδοῦνται , καθεδούμενος
] πολυγνώμων , μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος . εἴρων ] φιλόκακος , εἰρωνευτής .
6562762 Ἀρισταγορην
ἀξιόχρεα ἀπηγήσιος πρὶν ἢ Ἰωνίην τε ἀποστῆναι ἀπὸ Δαρείου καὶ Ἀρισταγόρην τὸν Μιλήσιον ἀπικόμενον ἐς Ἀθήνας χρηίσαι σφέων βοηθέειν ,
παρὰ τὸν Ἀρισταγόρην . Παραλαβὼν δὲ ὁ Μεγαβάτης τόν τε Ἀρισταγόρην ἐκ τῆς Μιλήτου καὶ τὴν Ἰάδα στρατιὴν καὶ τοὺς
6556892 Μυτιληνην
εἶναι , καὶ ἐμοὶ ὁμοίως . Καὶ εἴς τε τὴν Μυτιλήνην ἐγὼ αἴτιος ἦ πεμφθῆναι ἄγγελον , καὶ τῇ ἐμῇ
: Ἀλκίδα καὶ Λακεδαιμόνιοι , ἐμοὶ δοκεῖ πλεῖν ἡμᾶς ἐπὶ Μυτιλήνην . καὶ Μένανδρος ἐν τοῖς Ἐπιτρέπουσι τὴν δίκην ἄνευ
6539500 Πλαγκον
τὸν πατέρα Μάγνον , οἱ δὲ αὑτὸν ἐφ ' ἑαυτοῦ Πλάγκον , τάδε αὐτὰ συνιδόντα καὶ φυλαξάμενον , μὴ τὴν
ἐκ τῆς Κελτικὴς ἤπειγε βοηθεῖν Λευκίῳ καὶ στρατὸν ἄλλον ἀγείρασα Πλάγκον ἔπεμπεν ἄγειν Λευκίῳ . Πλάγκος μὲν δὴ τέλος τοῦ
6525819 Πασαργαδας
γεγένησθε ; Διὰ τοῦτο ὁ Περσῶν βασιλεὺς , ἐπειδὰν εἰς Πασαργάδας ἀφίκηται , χρυσὸν δωρεῖται ταῖς Περσίσι γυναιξί : καὶ
ἀνάθημα ἐκ τῆς Ἑλλάδος Ξέρξης ἀνεκόμισεν ἐς Βαβυλῶνα ἢ ἐς Πασαργάδας ἢ ἐς Σοῦσα ἢ ὅπῃ ἄλλῃ τῆς Ἀσίας ,
6523678 Ὑπερβιον
κεκόλληνται . Ἐλάχεια : ἐλαχίστη . Ἀειδέα : ἄσχημον . Ὑπέρβιον : δυνατόν . Νωθῇσι : νωθροῖς . Βορήν :
: διὸ καὶ ἐνίκησεν . εἰς τροπὴν ἔφερε . . Ὑπέρβιον τὸν Ἡρακλέα , τουτέστι τὸν ἰσχυρόν . τὸν λίαν
6519681 Σικελιην
τε ἀγγέλους ὁμαιχμίην συνθησομένους πρὸς τὸν Πέρσην , καὶ ἐς Σικελίην ἄλλους πέμπειν παρὰ Γέλωνα τὸν Δεινομένεος ἔς τε Κέρκυραν
ὑπὸ δικαιοσύνης ἐς μέσον Κῴοισι καταθεὶς τὴν ἀρχὴν οἴχετο ἐς Σικελίην , ἔνθα μετὰ Σαμίων ἔσχε τε καὶ κατοίκησε πόλιν
6510987 Ἀργαιον
αʹ τῶν Φιλιππικῶν λέγει ” τὸν Ἀρχέλαον καλοῦσι “ καὶ Ἀργαῖον καὶ Παυσανίαν . ” Ἀριοβαρζάνης : σατράπης Φρυγίας ἀποδειχθεὶς
ἀπορρήτοις ἰδίᾳ πρὸς Ἀντίγονον συντεθεῖσθαι φιλίαν , ἔπεμψε τῶν φίλων Ἀργαῖον καὶ Καλλικράτην , προστάξας αὐτοῖς ἀνελεῖν τὸν Νικοκλέα :
6498595 θεοξενια
αὑτοῦ τοῦ οἴκου τοῦ ἐν Κρότωνι ἐπιλαμβάνεται . ἀλλὰ καὶ θεοξένια αὐτοῦ ἄγοντος ἐκάλεσαν αὐτὸν οἱ Διόσκουροι πρὸς Βάττον ἐς
τότε ξενίζειν τοὺς θεούς . θύοντος οὖν τοῦ Θήρωνος εἰς θεοξένια , ἐν τοσούτῳ ἠγγέλθη αὐτῷ καὶ ἑτέρων αὐτοῦ ἵππων
6482103 ὡπλισμενα
, λεπὶς δὲ τὸ λεπτὸν καὶ ξεόμενον . Φρακτά : ὡπλισμένα , ἐσκεπασμένα : φρακτά : ὡπλισμένα : φράζεσθαι γὰρ
Εἰσιδέειν : ἰδεῖν . ὀλοῇ : ὀλεθρίᾳ . κεκορυθμένα : ὡπλισμένα , καθωπλισμένα . λύσσῃ : μανίᾳ , ἀγριότητι ,
6481363 Ἀκαστον
σωφροσύνην τοῦ ἀνδρός , συνελθεῖν αὑτῇ , καταψεύδεται αὐτοῦ πρὸς Ἄκαστον ὡς ἀποπειραθέντος αὑτῆς καὶ βίαν ἐπαγαγεῖν ἐπιχειρήσαντος . Ὁ
οὖν ὁ Πηλεὺς ἐκ Φθίας φυγών , εἰς Ἰωλκὸν πρὸς Ἄκαστον ἀφικνεῖται καὶ καθαίρεται ὑπ ' αὐτοῦ . Ἀστυδάμεια δὲ
6480381 Θουριαν
ταύτην ὑπὸ Κροτωνιατῶν οἱ Ἀθηναῖοι ἐλθόντες ᾤκισάν τε ταύτην καὶ Θουρίαν προσηγόρευσαν ἀπό τινος κρήνης Θουρίας . Θεόκριτος δὲ διιστᾷ
οὐκ εὖ τινες Ἀρήνην . . . νενομίκασι πρότερον : Θουρίαν δὲ καὶ Φαρὰς ἐν ἀριστερᾷ [ ] . μέγιστος
6469729 Στρουθιου
. . . οὐγγ . γʹ γρ . γʹ ʹʹ Στρουθίου βοτάνης . . οὐγ . αʹ ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος .
ὕδατος ἐν ᾧ σίδηρος πολλάκις ἐσβέσθη . Ἄλλο πότημα . Στρουθίου καὶ καππάρεως ῥίζης , δικτάμνου , σταφυλίνου , πάνακος
6451539 Λαοδικειαν
στενώματα λέγει τῶν ὀρῶν . Δάφνην δὲ οἱ μὲν τὴν Λαοδίκειαν λέγουσιν εἶναι , οἱ δὲ προάστειον εἶναι Ἀντιοχείας .
ὁ Νικάτωρ καὶ ἄλλην παραλίαν πόλιν ἐν τῇ Συρίᾳ ὀνόματι Λαοδίκειαν εἰς ὄνομα τῆς αὐτοῦ θυγατρὸς , πρῴην οὖσαν κώμην
6445520 Καλλιππιδης
δίχα καὶ κρῖνον αὐτὴ μὴ μετ ' ὀξυρεγχίας . ὡσπερεὶ Καλλιππίδης ἐπὶ τοῦ κορήματος καθέζομαι χαμαί . ἀλλ ' ἔχουσα
Χρυσόγονος μὲν ηὔλει τὸ τριηρικὸν ἐνδεδυκὼς τὴν Πυθικὴν στολήν , Καλλιππίδης δ ' ὁ τραγῳδὸς ἐκέλευε τὴν ἀπὸ τῆς σκηνῆς
6436587 βουλαιαν
Ῥωμαίων ἀφεθέντες οὐ πρὸ πολλοῦ , τοὺς Ἰταλοὺς ἐς τὴν βουλαίαν Ἑστίαν καταφυγόντας ἕλκοντες ἀπὸ τῆς Ἑστίας , τὰ βρέφη
Θηραμένη συνελάμβανον . ὁ δὲ φθάσας ἀνεπήδησε μὲν πρὸς τὴν βουλαίαν Ἑστίαν , ἔφησε δὲ πρὸς τοὺς θεοὺς καταφεύγειν ,
6420838 ὀλιγαρχιαν
φανερὰν διενεγκεῖν , ὡς κατεγνώσθησαν , ἔκτειναν , καὶ ἐς ὀλιγαρχίαν τὰ μάλιστα κατέστησαν τὴν πόλιν . καὶ πλεῖστον δὴ
ὑπὲρ τῆς αἰτίας τῆς τούτων , τουτέστι τῶν κατὰ τὴν ὀλιγαρχίαν , ὡς συγκαταστήσας εἰδότα αὐτόν : τὸν Ἀλκιβιάδην ὑπέστη
6417296 συναθροισαι
ἐλλιπῶς . Συστρέψαι τὸ σῶμα , συνελκύσαι , συναγαγεῖν , συναθροῖσαι , συστεῖλαι , συσπειρᾶσαι , συγκάμψαι . παραπλήσιον δέ
: προδότης , ὃς λαβὼν παρὰ Κροίσου χρήματα , ὥστε συναθροῖσαι στρατόπεδον , ηὐτομόλησε πρὸς Κῦρον . Οἱ δέ φασιν
6414515 λαφυραγωγιαν
τῷ ἀγῶνι εὐδαιμονίαν καὶ τοῦ κλέους βεβαίωσιν . ἤτοι τὴν λαφυραγωγίαν . ἀκρόθινα ] ἀπαρχάς : ἀντὶ μιᾶς συλλαβῆς .
τε τὸν στρατὸν καὶ πᾶσαν τὴν λεῖαν , ἤγουν τὴν λαφυραγωγίαν , ἐσταθμᾶτο , ἀντὶ τοῦ κατεμέτρει χάριν τοῦ πατρὸς
6411642 τετραλογιαν
τὴν φιλοσοφίαν . Θράσυλλος δέ φησι καὶ κατὰ τὴν τραγικὴν τετραλογίαν ἐκδοῦναι αὐτὸν τοὺς διαλόγους , οἷον ἐκεῖνοι τέτρασι δράμασιν
τῆς Πολιτείας καὶ ἑνὸς τῶν Νόμων . πρώτην μὲν οὖν τετραλογίαν τίθησι τὴν κοινὴν ὑπόθεσιν ἔχουσαν : παραδεῖξαι γὰρ βούλεται
6410078 Πολιν
ὀλίγον ἀποξύειν καὶ ὡσπερεὶ διαφθείρειν . Ἄπολις . Πλάτων δὲ Πόλιν ἄπολιν τὴν μηκέτ ' οὖσαν πόλιν . Ἀπόλογος ἀλκίνου
δὲ καὶ οἱ ἐν τῷ Γαλατᾷ , ὡς εἶδον τὴν Πόλιν ἐχομένην ἤδη καὶ διαρπαζομένην , εὐθὺς προσεχώρησαν ὁμολογίᾳ τῷ
6402994 Παρθυαιους
ἓν αὐτῶν ὁ Καῖσαρ ἐν Συρίᾳ καταλελοίπει , τὰ ἐς Παρθυαίους ἤδη διανοούμενος , τὴν δὲ ἐπιμέλειαν αὐτοῦ ἐπιτέτραπτο μὲν
πάντα ἐπανῆλθεν ἐς Ῥώμην καὶ ἐστράτευεν ἐπὶ Γέτας τε καὶ Παρθυαίους . ἔδεισαν οὖν οἱ Ἰλλυριοί , μὴ ἐν ὁδῷ
6401963 κατεμιξε
δὲ μνημεῖον ἀθάνατον κατέλιπεν , εἰς κοινὴν εὐχρηστίαν φιλοτιμηθείς . κατέμιξε δὲ καὶ τὴν σύγκλητον , οὐ τοὺς εὐγενεῖς καὶ
ἀνεσταύρωσε , τῶν δ ' ἄλλων μισθοφόρων ἑλὼν εἰς δισχιλίους κατέμιξε τοῖς ἰδίοις στρατιώταις . μετὰ δὲ τὴν ἅλωσιν ταύτης
6383607 Ἀμοργον
Κέων Θερσιδάμας , εἰς δὲ Σίφνον Ἀλκήνωρ , εἰς δὲ Ἀμοργὸν Νάξιον , εἰς δὲ Ἄνδρον Κύναιθος καὶ Εὐρύλοχος ,
Ἀμοργοῦ ἐστάλη καὶ αὐτὸς ἡγεμὼν ὑπὸ Σαμίων : ἔκτισε δὲ Ἀμοργὸν εἰς τρεῖς πόλεις , Μινώιαν , Αἰγιαλόν , Ἀρκεσίνην
6382116 Θρηικην
τὴν πόλιν εἶχον . Οἰόβαζον μέν νυν ἐκφεύγοντα ἐς τὴν Θρηίκην Θρήικες Ἀψίνθιοι λαβόντες ἔθυσαν Πλειστώρῳ ἐπιχωρίῳ θεῷ τρόπῳ τῷ
Θεσσαλοί , ὡς ὁρᾶτε , ἐπείγομαι κατὰ τάχος ἐλῶν ἐς Θρηίκην καὶ σπουδὴν ἔχω , πεμφθεὶς κατά τι πρῆγμα ἐκ
6380586 κατεπλει
καὶ πᾶσαν ἰδέην ὡπλισμένα . αὐτὸς δὲ ἄρας ταῖς ναυσὶ κατέπλει κατὰ τὸν Ὑδάσπεα ἔστε ἐπὶ τοῦ Ἀκεσίνου τε καὶ
τεχνῖται ἐκ τῆς Ἑλλάδος οἱ δοκιμώτατοι . ἐκ δὲ Μέμφιος κατέπλει κατὰ τὸν ποταμὸν ὡς ἐπὶ θάλασσαν τούς τε ὑπασπιστὰς
6380220 ὁρκιους
, καὶ ταύτην παθεῖν ὑπομένουσαν . προφέροντες δ ' ὑμῖν ὁρκίους θεοὺς καὶ τύχην ἀνθρωπείαν καὶ τὴν φοβερωτάτην τοῖς εὐτυχοῦσι
δουλείᾳ τῇ ἡμετέρᾳ ἥκετε . μάρτυρας δὲ θεοὺς τούς τε ὁρκίους τότε γενομένους ποιούμενοι καὶ τοὺς ὑμετέρους πατρῴους καὶ ἡμετέρους
6376652 Ἀλκμαιωνιδα
. . : [ λόχευμα ] ἀκολουθεῖν δοκεῖ τῷ τὴν Ἀλκμαιωνίδα πεποιηκότι εἰς τὰ περὶ τὴν ἄρνα , ὡς καὶ
λέγουσιν , ἀδελφὸν Οἰνέως Ἀλκάθοον , ὡς δὲ ὁ τὴν Ἀλκμαιωνίδα γεγραφώς , τοὺς Μέλανος παῖδας ἐπιβουλεύοντας Οἰνεῖ , Φηνέα
6368416 Καυλωνιαν
τοῦ κ κέλευθος : ᾧ λόγῳ καὶ τὴν Αὐλωνίαν Χάραξ Καυλωνίαν φησὶν ἐν Ἰταλικοῖς : οὕτω δέ , φησί ,
Ἠπειρωτῶν ἀνάστατοι , κατέλαβε δὲ ἐς ἅπαν ἐρημωθῆναι καὶ τὴν Καυλωνίαν ἁλοῦσαν ὑπὸ Καμπανῶν , οἳ Ῥωμαίοις μεγίστη τοῦ συμμαχικοῦ
6360994 προειρηκεναι
' ὑπὲρ τῆς ἑαυτῶν ἐλευθερίας ἀμυνουμένοις εἴργεσθαι τῆς ὑμετέρας συμμαχίας προειρηκέναι ; ἐγὼ μὲν οὐχ ὑπολαμβάνω τοῦτ ' οὔτε καλῶς
Ἄντιφον : ἡ διπλῇ ὅτι ἐπανείληφε τὸ ὄνομα διὰ τὸ προειρηκέναι δύο ἵνα σαφηνίσῃ κατὰ τίνα τόπον ἑκάτερος ἐπλήγη .
6337966 Μεμμιος
ἑτέραν ἀναμφιλόγως ᾑρέθη , τὴν δὲ ὑπόλοιπον Γλαυκίας ὅδε καὶ Μέμμιος μετῄεσαν . Μεμμίου δ ' ὄντος ἐπιδοξοτέρου παρὰ πολύ
μετὰ στρατιᾶς ἐσέβαλεν ἀπαγορευόντων τῶν Σιβυλλείων , Ὑψαῖος δὲ καὶ Μέμμιος καὶ Σέξστος καὶ ἕτεροι πλείονες ἐπὶ δωροδοκίαις ἢ πλήθους
6333205 προσλαβομενοι
δὲ μέγιστον ἔχοντες ἀξίωμα τῶν φίλων καὶ σωματοφυλάκων συνεδρεύσαντες καὶ προσλαβόμενοι τὸ τῶν ἱππέων τῶν ἑταίρων ὀνομαζομένων σύστημα τὸ μὲν
Ῥωμαίων ἀπόκρισιν . ἐφ ' ᾗ μεγάλως ἀγανακτήσαντες , καὶ προσλαβόμενοι παρὰ τῶν ὁμοεθνῶν δύναμιν , ἐπ ' αὐτὴν ἠπείγοντο
6331198 ἐξεστρατευσαν
καταγόμενοι συγγενείας , αὐτοὶ καθ ' ἑαυτοὺς κατὰ τῶν Βεεγέντων ἐξεστράτευσαν , ὑποσχόμενοι καὶ τῷ δήμῳ καὶ τῇ συγκλήτῳ τὸν
Φιλίππου πολιορκούμενοι , προὔθεσαν γέρας τοῖς τὴν πολιορκίαν λύουσιν , ἐξεστράτευσαν δι ' αὐτοὺς Ἀθηναῖοι , μαθὼν Φίλιππος ἀνεχώρησε ,
6330222 Κῳοις
ἐν ἐπαίνῳ τίθεμαι μάλιστα , ἥντινα ἀνδρὸς οὐκ ἀδόξου παρὰ Κῴοις θυγατέρα οὖσαν Ἡγητορίδου τοῦ Ἀντα - γόρου Φαρανδάτης ὁ
πολὺν τόπον ἔχει γλυκείας πηγάς . Εἶναι δὲ παρὰ τοῖς Κῴοις καὶ ἄλλο τι ῥευμάτιον , ὃ πάντας τοὺς ὀχετοὺς
6328081 Κυναιθος
Ἀλκήνωρ , εἰς δὲ Ἀμοργὸν Νάξιον , εἰς δὲ Ἄνδρον Κύναιθος καὶ Εὐρύλοχος , εἰς δὲ Κύθνον Κέστωρ καὶ Κεφαλῆνος
: οἷον , Σίμαιθος , ὄνομα ποταμοῦ : Ἀρίαιθος : Κύναιθος ὄνομα κύριον : Τενέαιθος ὄνομα ποταμοῦ : Ὀλίγαιθος .
6326560 λυτρωσαμενῳ
τὴν ἑαυτοῦ , ἐπαγγελλόμενος δώσειν τὴν θυγατέρα πρὸς γάμον τῷ λυτρωσαμένῳ : πλεύσας τις ἐπὶ τὴν λύτρωσιν τὸν μὲν κατέλαβε
θήσεις τὸ ῥητὸν τοῦ ἐναντίου ἐξ ἀντιθέσεως . ἀλλὰ τῷ λυτρωσαμένῳ , φησὶν , ὁ πατὴρ καθυπέσχετο δώσειν τὴν κόρην
6325185 στρατηιην
σφι γνώμας τοιάσδε ἀπεδέξαντο . Ἅρπαγος δὲ καταστρεψάμενος Ἰωνίην ἐποιέετο στρατηίην ἐπὶ Κᾶρας καὶ Καυνίους καὶ Λυκίους , ἅμα ἀγόμενος
ἐπείτε σφι ἀπίκοντο καὶ οἱ ἄλλοι σύμμαχοι παρῆσαν , ἐποιέετο στρατηίην ὁ Ἀρισταγόρης ἐς Σάρδις . Αὐτὸς μὲν δὴ οὐκ
6320879 Τροιζηνα
Ἀφροδίτης ἐν Ἀθήναις ἱδρύσατο τὸ νῦν Ἱππολύτειον καλούμενον . Εἰς Τροιζῆνα δὲ ὕστερον παραγενομένη διενοεῖτο πείθειν τὸν νεανίσκον ὅπως αὐτῇ
τῇ Ἀττικῇ ἔτι οὖσα ἡ Φαίδρα [ πρὶν μετοικῆσαι εἰς Τροιζῆνα ] ἰδοῦσα τὸν Ἱππόλυτον ἐλθόντα ἐπὶ μύησιν τῶν Ἐλευσινίων
6318982 ἡθροισθησαν
τὸν ἐλάττω ἔχοντα δύναμιν . Ὁ δὲ Φοιβίδας , ἐπεὶ ἡθροίσθησαν αὐτῷ οἱ ὑπολειφθέντες τοῦ Εὐδαμίδου , λαβὼν αὐτοὺς ἐπορεύετο
τῶν Θηβαίων ἱππεῖς ἐπὶ νάπῃ ἀδιαβάτῳ ἐγίγνοντο , πρῶτον μὲν ἡθροίσθησαν , ἔπειτα δὲ ἀνέστρεφον διὰ τὸ ἀπορεῖν ὅπῃ διαβαῖεν
6316094 καταγεσθαι
ἀρχὴν εἶναι τοῦ γένους τῶν Τανταλιδῶν καὶ ἀπ ' αὐτοῦ κατάγεσθαι Τάνταλον , ἀπὸ Ταντάλου Πέλοπα , ἀπὸ Πέλοπος Ἀτρέα
γενέσθαι γάρ τινα Βουδίωνα ἐν Αἰγίνῃ , ἀφ ' οὗ κατάγεσθαι γενεὰν τὴν Βουδιδῶν : μνημονεύειν δέ φασι τοῦ Βουδίωνος
6315358 τιμηθεντα
τὸν δ ' Ἡρακλέα δώροις καὶ τοῖς προσήκουσι ξενίοις λαμπρῶς τιμηθέντα τὴν Ἡσιόνην καὶ τὰς ἵππους παραθέσθαι τῶι Λαομέδοντι ,
, ὥς φησι Μυρωνιανὸς ἐν Ὁμοίοις . καὶ χρυσῷ στεφάνῳ τιμηθέντα ἐπάθλῳ πολυποσίας τοῖς Χουσὶ παρὰ Διονυσίῳ ἐξιόντα θεῖναι πρὸς
6313584 Ὑρνηθω
οἱ δὲ Κρηθηίδα , οἱ δὲ Θεμίστην , οἱ δὲ Ὑρνηθώ , ἔνιοι δὲ Ἰθακησίαν τινὰ ὑπὸ Φοινίκων ἀπεμποληθεῖσαν ,
τις τῶν Ἐπιδαυρίων ὡς Κερύνης καὶ Φάλκης ἄγοντες οἴχοιντο ἄκουσαν Ὑρνηθώ . ὁ δὲ αὐτός τε ὡς τάχους εἶχεν ἤμυνε
6307972 Κορκυραν
ὃς τὴν μὲν Γαῦδον Καλυψοῦς νῆσόν φησι , τὴν δὲ Κόρκυραν Σχερίαν . ἄλλους δ ' αἰτιᾶται ψεύσασθαι περὶ Γερήνων
παραδώσειν αὐτοῖς τὴν Κόρκυραν . οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι , τὴν Κόρκυραν εἰδότες μεγάλην ῥοπὴν ἔχουσαν τοῖς ἀντεχομένοις τῆς θαλάττης ,
6305218 Ἰολην
Τοξέα καὶ Μολίονα καὶ Κλυτίον . λαβὼν δὲ καὶ τὴν Ἰόλην αἰχμάλωτον ἀπῆλθε τῆς Εὐβοίας ἐπὶ τὸ ἀκρωτήριον τὸ καλούμενον
μὲν τοῦ πρεσβυτέρου τῶν παίδων λέγοντος διδόναι τῷ Ἡρακλεῖ τὴν Ἰόλην , Εὐρύτου δὲ καὶ τῶν λοιπῶν ἀπαγορευόντων καὶ δεδοικέναι
6304997 Κεφαλληνιαν
λέγοιτο , καὶ ἐφυλάττετο : ἐπεὶ μέντοι ἀφίκετο εἰς τὴν Κεφαλληνίαν , ἐνταῦθα δὴ σαφῶς ἐπύθετο , καὶ ἀνέπαυε τὸ
μὲν ταύτας τὰς φορτίδας ἔχων ἐξέπλευσεν ἐκ Ζακύνθου τῆς πρὸς Κεφαλληνίαν εἰς τὴν Σικελίαν , Ἡρακλείδην δὲ ἀπέλιπεν τριήρεις τινὰς
6302774 ὀργαδα
καὶ τὰ ἁμαρτήματα τὰ εἰς Ἐλευσῖνα : ἔτεμον γὰρ τὴν ὀργάδα : εἶτα τὸ Περικλέους ψήφισμα . καὶ ὅτι ἐπείσθη
' ἰδίαν [ καὶ ] ἔχθραν , οὐχὶ διὰ τὴν ὀργάδα κατ ' αὐτῶν ἔγραψε τὸ ψήφισμα . τοῦτο δὲ
6302600 ὠλισθεν
. εὑρέθη βοῦς : ἠκολούθει . ἦλθεν εἰς Θήβας , ὤλισθεν ἡ βοῦς , καὶ ὁ μὲν Κάδμος ἐκεῖ ᾤκησεν
βοῦς : ἠκολούθει οὖν αὐτῇ . ἦλθεν εἰς Θήβας , ὤλισθεν ἡ βοῦς , καὶ ὁ Κάδμος ἐκεῖ ᾤκησε ,
6302019 Σωκρατιδου
τε ληφθέντα καὶ τὰ τεθέντα πρὸς τοὺς λογισμούς . Ἐπὶ Σωκρατίδου γὰρ ἄρχοντος μουνιχιῶνος μηνὸς μέλλων ἐκπλεῖν τὸν ὕστερον ἔκπλουν
τοιαύταις συμφοραῖς ἦσαν . Ἐπ ' ἄρχοντος δ ' Ἀθήνησι Σωκρατίδου Ῥωμαῖοι ἀντὶ τῶν ὑπάτων χιλιάρχους κατέστησαν τέτταρας , Κόιντον
6301473 τειχοποιιαν
ταῦτα τὰ κατασκευάσματα ἔσται . παρὰ δὲ ταύτην ἄλλην τινὲς τειχοποιίαν δοκιμάζουσιν , ἐν ᾗ μικρὸν ἐκκλίνοντα τὰ μεταπύργια ᾠκοδόμηται
εἰπεῖν μετὰ τὰ ἐν Μυκάλῃ : ἀλλὰ διὰ μέσου τὴν τειχοποιίαν εἰπὼν εἰκότως πάλιν ἐπανέρχεται ἐπὶ τὰ κατὰ Παυσανίαν Παυσανίας
6300353 ἁρπαγεισαν
τὸν πλοῦν . τὴν δὲ Ὠρείθυιαν Σιμωνίδης ἀπὸ Βριλησσοῦ φησιν ἁρπαγεῖσαν ἐπὶ τὴν Σαρπηδονίαν πέτραν τῆς Θρᾴκης ἐνεχθῆναι : ἔστι
. . : τὴν δὲ Ὠρείθυιαν Σιμωνίδης ἀπὸ Βριλησσοῦ φησιν ἁρπαγεῖσαν ἐπὶ τὴν Σαρπηδονίαν πέτραν τῆς Θράικης ἐνεχθῆναι : ἔστι
6288530 μηνυσιν
καρπούμενόν τινα , ὧν οὐκ ἔχει κτῆσιν ἀποδεῖξαι νόμῳ , μήνυσιν ἀπενεγκάτω πρὸς τοὺς ὑπάτους καὶ κρινάτω κατὰ τοὺς νόμους
μετὰ τοῦτ ' ἐκφέρει τὴν περὶ τῆς ἐπιθέσεως τῆς κατεψευσμένης μήνυσιν . ἐδόκει τοῖς ἀνδράσιν ἀληθὴς εἶναι ὁ λόγος ,
6288229 ἐχαλεπαινε
τῇ Ἥρᾳ . πρὸ γάμου δὲ κυήσασαν γνοὺς ὁ πατὴρ ἐχαλέπαινέ τε καὶ ἐν φρουρᾷ εἶχεν αὐτήν , φύλακα ἐπιστήσας
Ἥρᾳ . Πρὸ γάμου δὲ κυήσασαν γνοὺς ὁ πατὴρ , ἐχαλέπαινέ τε καὶ ἐν φρουρᾷ εἶχεν αὐτὴν , φύλακα ἐπιστήσας
6286976 Ἀριαν
ἐπὶ Βάκτρων Ἀλέξανδρος ἐκ τῆς Παρθυηνῆς : εἰς γὰρ τὴν Ἀρίαν ἧκεν , εἶτ ' εἰς Δράγγας , ὅπου Φιλώταν
διόπερ εὐζώνους ἄνδρας ἐξέπεμψεν εἰς τὴν Παρθυαίαν καὶ Δραγγινὴν καὶ Ἀρίαν καὶ τὰς ἄλλας τὰς πλησιοχώρους τῇ ἐρήμῳ , προστάξας
6286414 δημοτελη
οὖν ἔδρασαν αἱ πολλαὶ νουθεσίαι ; πανήγυριν ἡ πόλις ἄγει δημοτελῆ κατά τινα χρόνου περίοδον ὡρισμένην . ἐπὶ ταύτην ἡμᾶς
ἂν ἁλῷ μοιχὸς οὐκ ἐᾷ κοσμεῖσθαι , οὐδὲ εἰς τὰ δημοτελῆ ἱερὰ εἰσιέναι , ἵνα μὴ τὰς ἀναμαρτήτους τῶν γυναικῶν
6285303 Ἀκανθον
πόλεως ὀνόματι , γεμίσας δὲ ναῦν μεγάλην σίτου ἐκόμισεν εἰς Ἄκανθον κἀκεῖ διέθετο ὁ προσκοινωνήσας τούτῳ ἀπὸ τῶν ὑμετέρων χρημάτων
Ὀρφεύς . ἐνταῦθα δὲ καὶ διῶρυξ δείκνυται ἡ περὶ τὴν Ἄκανθον , καθ ' ἣν Ξέρξης τὸν Ἄθω διορύξαι λέγεται
6285279 θυουσαν
. εἶτα ἀφίκετο εἰς Σάμον , καὶ εὗρε γυναῖκα Κουροτρόφῳ θύουσαν , καὶ λέγει τὰ ἔπη τάδε : κλῦθί μοι
Σκύλλαν τινὰ οἰκοῦσαν ἐν πέτραισι , ναυτίλων βλάβην , † θύουσαν Ἅιδου μητέρ ' † ἄσπονδόν τ ' Ἄρη φίλοις
6283800 ἀπηγετο
, ἠλέει δὲ αὐτὴν ὁ Κλυτός . Καὶ ἡ μὲν ἀπήγετο εἰς Ἰταλίαν , ἡ δὲ Ῥηναία ἐλ - θόντι
εἴθ ' ὡς ὁ Φάβιος παραδέδωκε δέσμιος εἰς τὴν Ἄλβαν ἀπήγετο . Ῥωμύλος δ ' ἐπειδὴ τὸ περὶ τὸν ἀδελφὸν
6283736 Ἀγαθοκλει
δὴ χρόνον ἧκον ἐκ Καρχηδόνος πρέσβεις , οἳ τῷ μὲν Ἀγαθοκλεῖ περὶ τῶν πραχθέντων ἐπετίμησαν ὡς παραβαίνοντι τὰς συνθήκας ,
δυναστείας ταύτης ποιησάμενοι καταλήξομεν εἰς τὴν ἐφ ' Ἱμέρᾳ μάχην Ἀγαθοκλεῖ πρὸς Καρχηδονίους , περιλαβόντες ἔτη ἑπτά . Ἐπ '
6283219 Ἀσωπιαν
τὴν ἀρχὴν Ἀσωπὸς ὁ παραρρέων τὴν Σικυῶνα καὶ ποιῶν τὴν Ἀσωπίαν χώραν , μέρος οὖσαν τῆς Σικυωνίας . ἔστι δ
Εὔμηλος δὲ Ἥλιον ἔφη δοῦναι τὴν χώραν Ἀλωεῖ μὲν τὴν Ἀσωπίαν , Αἰήτῃ δὲ τὴν Ἐφυραίαν : καὶ Αἰήτην ἀπιόντα
6279553 Δειναρχῳ
τὸ συγκαταδουλώσασθαι παρ ' Ὑπερείδῃ , καὶ οἱ συνδουλεύοντες παρὰ Δεινάρχῳ . σύνδουλοι δὲ λέγει Λυσίας καὶ Εὐριπίδης , Ὑπερείδης
τοῦ μὲν οὖν προτέρου τὰ μαρτύρια ἔνεστιν εὑρεῖν παρά τε Δεινάρχῳ καὶ Δημοσθένει , τῆς δὲ περὶ τῶν ὀρφανικῶν οἴκων
6278078 ὁμηρειαν
φύσιν δοκεῖ πεποιηκέναι Κλεώνυμος ὁ Σπαρτιάτης , πρῶτος ἀνθρώπων εἰς ὁμηρείαν λαβὼν παρὰ Μεταποντίνων γυναῖκας , παρθένους τὰς ἐνδοξοτάτας καὶ
ξυμβαίνει , οἱ δὲ τὰς ναῦς ἀπολείπωσιν οὐχ ὑπολιπόντες ἐς ὁμηρείαν τὸν προσοφειλόμενον μισθόν : καὶ τοὺς τριηράρχους καὶ τοὺς
6277737 Παρυσατιν
: καθάπερ τὸν Δαριήκην Δαρεῖον ἐκάλεσαν , τὴν δὲ Φάρζιριν Παρύσατιν , Ἀταργάτιν δὲ τὴν Ἀθάραν : Δερκετὼ δ '
Στατείρας ἀποκτεῖναι πάντας πλὴν Μένωνος . ἐκ δὲ τούτου τὴν Παρύσατιν ἐπιβουλεῦσαι τῆι Στατείραι καὶ συσκευάσασθαι τὴν φαρμακείαν κατ '
6271490 Μυγδονιης
: ἐπὶ δὲ Ἀλαζίαι πόλι ποταμὸς Ὀδρύσσης ὃς ῥέων διὰ Μυγδονίης πεδίου ἀπὸ δύσιος ἐκ τῆς λίμνης τῆς Δασκυλίτιδος ἐς
θάλασσαν χώρην τοσήνδε , ἀρξάμενος ἀπὸ Θέρμης πόλιος καὶ τῆς Μυγδονίης μέχρι Λυδίεώ τε ποταμοῦ καὶ Ἁλιάκμονος , οἳ οὐρίζουσι
6267999 ἀναβιβασας
ἀποσπάσαι τοὺς πολεμίους καὶ διελθεῖν ἀσφαλῶς , τόπον ὕποπτον συνιδὼν ἀναβιβάσας τῶν σαλπιγκτῶν ἐπὶ τοὺς ἵππους καὶ συμπέμψας αὐτοῖς ὀλίγους
τεῖχός τε περιεβάλετο τῷ ἱερῷ καὶ μισθοφόρους ἤθροιζε πολλούς , ἀναβιβάσας τοὺς μισθοὺς καὶ ποιήσας ἡμιολίους , καὶ τῶν Φωκέων
6264396 ἐμισθουτο
συνήγαγεν οὐκ ἐλάττω ταλάντων πεντακοσίων . εὐπορήσας δὲ χρημάτων , ἐμισθοῦτο στρατιωτῶν παντοδαπῶν πλῆθος , καὶ δύναμιν ἀξιόλογον συστησάμενος φανερὸς
ἐς Τεγέην καὶ φράζων τὴν ἑωυτοῦ συμφορὴν πρὸς τὸν χαλκέα ἐμισθοῦτο παρ ' οὐκ ἐκδιδόντος τὴν αὐλήν . Χρόνῳ δὲ
6263844 Κοτυτω
Δωριεῦσι τιμωμένης Κοτυτοῦς ὠνόμασται Κοτυταρίς . ἦσαν δὲ Τιμάνδρου θυγατέρες Κοτυτὼ καὶ Εὐρυτιώνη , ἃς ἐτίμησαν Ἡρακλεῖδαι διὰ τὸ συναγωνίσασθαι
. ἁ γραία με : Εὐρυτιώνην τὴν Τιμάνδρου θυγατέρα καὶ Κοτυτὼ ἐτίμησαν οἱ Ἡρακλεῖδαι διὰ τὸ συναγωνίζεσθαι εἰς τὴν τῆς
6258888 ἁρμαμαξαν
; Συχναῖς καὶ ἅμα τῇ κόρῃ παρεσκεύασε πομπὴν ἐπιφανῆ , ἁρμάμαξάν τε λαμπρὰν καὶ ἐσθῆτα σοβαρὰν καὶ θεραπείαν συχνὴν εὐνούχων
; Συχναῖς καὶ ἅμα τῇ κόρῃ παρεσκεύασε πομπὴν ἐπιφανῆ , ἁρμάμαξάν τε λαμπρὰν καὶ ἐσθῆτα σοβαρὰν καὶ θεραπείαν συχνὴν εὐνούχων
6258136 Ἀκαρνανιαν
αὐτῶν . Ἔφορος μὲν οὖν ἀρχὴν εἶναι τῆς Ἑλλάδος τὴν Ἀκαρνανίαν φησὶν ἀπὸ τῶν ἑσπερίων μερῶν : ταύτην γὰρ συνάπτειν
, παραδόντα δ ' ἐκείνοις τὴν Αἰτωλίαν αὐτὸν εἰς τὴν Ἀκαρνανίαν παρελθεῖν καὶ ταύτην καταστρέφεσθαι . Ἀγαμέμνονα δ ' ἐν
6254441 Ἰθωμην
οἱ Λακεδαιμόνιοιτὰ γὰρ ἱερὰ ἐγίνετο αὐτοῖς αἴσια στρατεύουσιν ἐπὶ τὴν Ἰθώμην : οἱ δὲ Κρῆτες οὐκέτι παρόντες σφίσιν ἔτυχον .
τῶν ἔργων ἀπομιμούμενοι τὸ ἐπὶ Ἰλίῳ πέμπουσιν ἄνδρας ἑκατὸν ἐς Ἰθώμην συνήσοντας ἃ μηχανῶνται , λόγῳ δὲ αὐτομόλους : ἦν
6253169 Ἁλιαρτον
ἠπίστατο ἢ αὐτὸν περιόντα ἢ γένος ὑπολειπόμενον Φρίξουτούτων ἕνεκα ἐποιήσατο Ἁλίαρτον καὶ Κόρωνον τοὺς Θερσάνδρου τοῦ Σισύφου : Σισύφου γὰρ
οὐ τείχη τῆς πόλεως τότε κεκτημένης , ἐξήλθετ ' εἰς Ἁλίαρτον καὶ πάλιν οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστερον εἰς Κόρινθον ,
6249674 Στροφαδας
δὲ φρικτή . εἴξαντες : πεισθέντες . Στροφάδας δέ : Στροφάδας φησὶ κεκλῆσθαι διὰ τὸ τοὺς Βορεάδας αὐτόθεν ὑποστρέψαι στραφέντας
ἐπιόρκους . ῥιγίστη δὲ φρικτή . εἴξαντες : πεισθέντες . Στροφάδας δέ : Στροφάδας φησὶ κεκλῆσθαι διὰ τὸ τοὺς Βορεάδας
6249506 μεμισημενον
πάντως ἡ ἀντίληψις , ἀλλ ' ὅτ ' ἂν ἢ μεμισημένον ᾖ τὸ πραχθὲν ὑπ ' αὐτοῦ ἢ ἀκόλουθον τῷ
ἐστὶ τῷ ἀποθνήσκοντι , ἀντὶ τοῦ ἐπεὶ ὥσπερ κατὰ πολὺ μεμισημένον ἐστὶ τῷ ἀποθνήσκοντι τὸ εἰς κλῆρον λαβεῖν τὸν πλοῦτον
6248074 Ἀττηλας
ἀφέλοιντο . οὕτω μὲν οὖν ἄπρακτος ἐπανῄει . Ὅτι ὁ Ἀττήλας μετὰ τὸ τὴν Ἰταλίαν ἀνδραποδίσασθαι ἐπὶ τὰ σφέτερα ἀναζεύξας
ἐρεῖν βασιλεῖ τε καὶ τοῖς ἀμφ ' αὐτόν , ἅπερ Ἀττήλας βούλεται . ἢ οἴεσθαι ἔφη Ῥωμαίους τοσοῦτον ἐκλιπαρήσειν αὐτὸν
6247094 Χελωνης
ἀποσχάζων ἔκχεε τὸ ὑγρόν . Σκευασία αἵματος χελώνης θαλασσίας . Χελώνης θαλασσίας αἷμα σκευαστέον οὕτως : ἐπὶ ξυλίνου ἢ ὀστρακίνου
ἐπίθες εἰς τὸν ὀμφαλόν . [ Περὶ αἱμοῤῥοούσης . ] Χελώνης καύκαλον ὑποκάπνισον . [ Πρὸς καύστραν . ] Ὠὰ
6243487 πλησιοχωρον
ἐποίουν , οὐδὲ δύο ἔτη φυλάξαντες τὰς κοινὰς σπονδάς . πλησιόχωρον δ ' ὁρῶντεϲ οὖσαν τὴν τῶν Μαντινέων πόλιν καὶ
γὰρ ἡ Εὔβοια ἐκαλεῖτο . Πελασγικὸν δὲ εἶπεν διὰ τὸ πλησιόχωρον εἶναι τὴν Εὔβοιαν τῇ Πελοποννήσῳ , ἣ πρότερον ἐκαλεῖτο
6241762 Ἐφιαλτου
. τοῦτο γὰρ αἰνισσομένη ἡ ποίησις λέγει περὶ Ὤτου καὶ Ἐφιάλτου , οἳ τὴν Ὄσσαν ἐν Ὀλύμπῳ μέμασαν θέμεν ,
ἆτος πολέμοιο . ἔστι δὲ τοιοῦτον περὶ τοῦ Ὤτου καὶ Ἐφιάλτου : τοὺς Ἀλοΐδας τούτους , φασί , γενέσθαι βασιλεῖς
6238742 πολυξυλον
, ἐξ ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο , δι ' οὗ τὴν πολύξυλον πάντως ἀκούομεν : οἱ δὲ πολυξύλῳ , ἐπεὶ τὸ
βίον κεκτημένου ἔταξεν , ὡς Ὅμηρος ἄξυλον ὕλην λέγει τὴν πολύξυλον . Ἀβροκόμας : οὗτος σατράπης ἦν Ἀρταξέρξου τοῦ Περσῶν
6238008 περισφαλσιν
ἐπιτηδείους ἐγκρίνειν μοχλείας , τὴν κατ ' ἴπωσιν καὶ κατὰ περίσφαλσιν , τὴν μὲν κατ ' ἴπωσιν ἔτι μενούσης τῆς
παραλαμβάνεται , τό τε κατ ' ἴπωσιν καὶ τὸ κατὰ περίσφαλσιν : πρωτοστατεῖ δ ' ἡ ἴπωσις ἐπιμενούσης τῆς τάσεως
6236392 καταπλευσαι
οὐ φανεροὶ ἦσαν , δείσαντες τὸ ἐπὶ διαβολῇ ἐς δίκην καταπλεῦσαι . οἱ δ ' ἐκ τῆς Σαλαμινίας τέως μὲν
καὶ τῶν περιεστηκότων , φάσκων κωλύσειν Ἅρπαλον εἰς τὸν Πειραιᾶ καταπλεῦσαι ⌈ ⌉ , στρατηγὸς ὑφ ' ὑμῶν ἐπὶ τὴν
6233314 Οὐεσπασιανου
συμβέβηκε δὶς ἀληθῶς γενέσθαι ἡμέρας πεντεκαίδεκα ἐν Καισαρείᾳ λέγω Καίσαρος Οὐεσπασιανοῦ ὑπάρχου τῶν Ῥωμαίων . ἐν Ταύρῳ ἢ Παρθένῳ τε
χρηματίζει † ἐὰν θῇ μὲν οὖν εἰς συμπλήρωσιν τῶν λʹ Οὐεσπασιανοῦ ιαʹ καὶ ἐβασίλευσε ιʹ , γίνεται καʹ : ἀφεῖλον
6233030 Ἐλθων
δὲ Μεσσήνη τότε ὑμῖν ἐπέκειτο χὠ θεὸς σείων ἅμα . Ἐλθὼν δὲ σὺν ὁπλίταισι τετρακισχιλίοις Κίμων ὅλην ἔσωσε τὴν Λακεδαίμονα
ὄναρ εἶδεν , ἐὰν ἀποθάνῃ , ῥώμην προσποιήσειν Ῥωμαίοις . Ἐλθὼν δ ' εἰς μέσους καὶ πολλοὺς φονεύσας , ἀνῃρέθη
6232471 ἐπιταξιν
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν
εἰ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐκράτησαν . διὸ καὶ τὴν τοῦ δαιμονίου ἐπίταξίν φησιν εἰληφέναι . αὐταῖς ληιάδεσσιν : λείπει ἡ σὺν

Back