| , δίψοϲ , γλώϲϲηϲ ξηρότηϲ , ἐπιθυμίη ψυχροῦ ἠέροϲ : γνώμηϲ ἀπορίη . βὴξ ξηρὴ τὰ πολλά : ἢν δέ | ||
| ξυντάϲιεϲ τῶν ὑποχονδρίων , καὶ ἡ κακοϲφυξίη , καὶ τῆϲ γνώμηϲ τὸ νωθέϲ : ἔτι δὲ ἔμπηϲ ἔαϲιν ἀϲώδεεϲ , |
| δὲ τὸ ϲκῆνοϲ , τὰ δὲ ϲπλάγχνα καίεϲθαι δοκέουϲι : ἀϲώδεεϲ , ἄποροι , οὐκ ἐϲ μακρὸν θνῄϲκουϲι : πυριφλεγέεϲ | ||
| . ἢν ἐϲ αὔξηϲιν ἡ νοῦϲοϲ γίγνηται , φυϲώδεεϲ , ἀϲώδεεϲ , βοροὶ καὶ λάβροι ἐν τῇ ἐδωδῇ . ἀγρυπνέουϲι |
| τοιήδε ἐπικουρίη κοτὲ καὶ ἐϲ τὴν ἡμέρην ϲημαϲίην διώϲατο . πολλοῖϲι δὲ φόβοϲ ἐϲτὶ ὡϲ ἐπιόντοϲ θηρίου , ἢ ϲκιῆϲ | ||
| ἐϲ πάντα παρέτουϲ . ἥδε ἡ νοῦϲοϲ ὁδὸϲ ἐϲ παράλυϲιν πολλοῖϲι γίγνεται . κῶϲ γὰρ οὐκ ἂν τῶν νεύρων ἤδη |
| μέχρι [ τῆϲ ] λαγόνοϲ , μετεξετέροιϲι δὲ καὶ τῆϲ ἀρτηρίηϲ τῆϲ παρὰ τὴν ῥάχιν , ἣν ὁ ϲφυγμὸϲ ἐϲ | ||
| : πόνοϲ ξυνεχὴϲ τῆϲ κοιλίηϲ . ἀπὸ δὲ τῆϲ τρηχείηϲ ἀρτηρίηϲ ϲμικρὸν καὶ ϲφόδρα ξανθὸν τὸ αἷμα , καὶ ξὺν |
| νέκρωϲιϲ , καὶ γαγγραινώϲιεϲ , καὶ τὰ ἐπὶ τῇδε κακὰ ῥηϊδίωϲ κτείνει . φέρει δὲ τὰϲ νούϲουϲ χεῖμα καὶ μετόπωρον | ||
| πρὸϲ τὴν ἄνω , ὡϲ μηδὲ μοχλοῖϲι ἢ ϲφηνὶ διὰ ῥηϊδίωϲ ϲτῆϲαι δύναϲθαι . ἢν δὲ καὶ βίῃ διαγαγὼν τοὺϲ |
| πάθοϲ : νέοι δὲ τουτέων ἧϲϲον πάϲχουϲι , μᾶλλον δὲ θνῄϲκουϲι : ἀκμάζοντεϲ ἥκιϲτα : γέροντεϲ δὲ πάντων μᾶλλον καὶ | ||
| , εὖτε , πρὶν ἢ καθεθὲν ἐκφανῆναι τὸ αἷμα , θνῄϲκουϲι οἵδε : ἦν δὲ ἡ κοιλίη πληρευμένη αἵματοϲ . |
| δέ , εἰ καὶ τῶν μεζόνων ἀϲφαλέϲτεροι , ἀλλὰ τέμνεται κύϲτιϲ , κἤν τιϲ τὸν [ τοῦ ] θανάτου κίνδυνον | ||
| γὰρ καὶ τῇδε πνευμάτων καταρρηκτικὸν πταρμοῖϲι , καὶ ὁκοῖόν τι κύϲτιϲ ἀγωγὸν οὔρων καὶ ῥὶν μύξηϲ . πρήϲϲει δὲ θέρμῃ |
| ἔκκριϲιϲ τῆϲ ὕληϲ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τὴν ὁρμὴν ἐχούϲηϲ . ἰϲχνοὶ δὲ ὡϲ ἐπίπαν γίγνονται καὶ νωθροὶ πρὸϲ πᾶϲαν ἐπιβολήν | ||
| γένεϲιϲ , ἄμφω μελαγχολίηϲ ἡ τροφή . τάμνειν δὲ κἢν ἰϲχνοὶ ἔωϲι καὶ λείφαιμοι : ϲμικρὸν δὲ ἀφαιρέειν , ὁκόϲον |
| κατὰ γόνυ κάμπτει , ὅκωϲ ἄνθρωποϲ , καὶ μαζὸν πρὸϲ τῇϲι μαϲχάλῃϲι ἴϲχει ὅκωϲ γυναῖκεϲ . ἀλλ ' οὔτοι μοι | ||
| ἡ τοιαύτη ἐπικουρίη : ἐπὶ γὰρ τῇϲι ἁθρόῃϲι κενώϲεϲι ἠδὲ τῇϲι ἐϲχάτῃϲι ξυμπτώϲεϲι ἐξέθανόν κοτε ὑπ ' ἀδυναμίηϲ οἱ κάμνοντεϲ |
| , ἐϲ ἑβδόμην [ γὰρ ] καθίϲτανται : εὖτε καὶ κοιλίηϲ ἐκταραχθείϲηϲ χολωδέων , ἀναπνοῆϲ κατάϲταϲιϲ , γνώμη εὐϲταθήϲ , | ||
| τὸ δέ ἐϲτι τοιόνδε : τῶν ἐντέρων , ὅκωϲ τῆϲ κοιλίηϲ , χιτῶνεϲ ἔαϲι δοιοί , ἀτὰρ καὶ ἀλλήλοιϲι ἐπιβάλλουϲι |
| , ὄψιος στάσιες , φαντασίαι , ἴκτερος , λυγμὸς , ἐπιληψίη , αἷμα ὁλοσχερὲς , ὕπνος , καὶ ἐκ τούτων | ||
| μέλαϲι , μελαγχολίη : ἐπὶ δὲ τῷ φλέγματι , ἡ ἐπιληψίη . παϲῶν γὰρ ἥδε νούϲων τροπή . Περὶ ἐπιληψίηϲ |
| ποτὲ δὲ ὑπερψυχόμενοϲ : οἷον γάρ τι πάϲχουϲι οἱ καιόμενοι ἄνθρακεϲ , διαυγέϲτατοι μὲν ὄντεϲ τῇ φλογί , ϲβεννυμένηϲ δὲ | ||
| [ ] ντίμα ! [ ] ! ειϲάκα ! [ ἄνθρακεϲ ] ? [ ] όμε [ ] ριϲτα ? |
| , ἐϲ τὸ μετόπωρον τελευτῶϲι τὸν βίον . κοτὲ καὶ γέροντεϲ ἁλῶναι ῥηΐδιοι καὶ ἀπόφρικτοι ἁλόντεϲ , ὅϲον βραχείηϲ ῥοπῆϲ | ||
| ταχέωϲ ἐμοῦντεϲ ἐπὶ πάϲῃ προφάϲει , ἔτι δὲ παῖδεϲ καὶ γέροντεϲ καὶ γυναῖκεϲ ἰϲχυρῶϲ τοῖϲ καταμηνίοιϲ καθαιρόμεναι . καὶ οἱ |
| δὲ † φόβῳ προτέρωσε νέοντο . ἤδη δέ σφισι δοῦπος ἀρασσομένων πετράων νωλεμὲς οὔατ ' ἔβαλλε , βόων δ ' | ||
| , ὅτε τις αὐτῶν ἐκπέσοι κύματι καὶ κλύδωνι καὶ ξύλοις ἀρασσομένων : ἔγεμεν γὰρ ἡ θάλασσα ἱστίων καὶ ξύλων καὶ |
| ἡ ἡδύοϲμοϲ ἡ βοτάνη καὶ γλήχων πρὸϲ τοῖϲι εὐώδεϲι , ἴϲχουϲί τι καὶ οὔρων ἀγωγὸν καὶ φυϲέων ἔξοδον . κρεῶν | ||
| ἡ ἡδύοϲμοϲ ἡ βοτάνη καὶ γλήχων πρὸϲ τοῖϲι εὐώδεϲι , ἴϲχουϲί τι καὶ οὔρων ἀγωγὸν καὶ φυϲέων ἔξοδον . κρεῶν |
| καὶ παλμὸϲ τῇδε παραμήκηϲ μέχρι [ τῆϲ ] λαγόνοϲ , μετεξετέροιϲι δὲ καὶ τῆϲ ἀρτηρίηϲ τῆϲ παρὰ τὴν ῥάχιν , | ||
| πυρόϲ , καὶ τάρβοϲ αὐτέουϲ ὡϲ ἀπὸ ϲκηπτοῦ λαμβάνει : μετεξετέροιϲι δὲ καὶ ἐνέρυθροι καὶ ὕφαιμοι οἱ ὀφθαλμοί . ἐπὶ |
| πάϲχουϲα . εἰ δὲ μήτε διαλείπει μήτε ϲμικρὸν ἐκρέει , αἱμορραγίῃ θνῄϲκουϲι . ϲημήϊα δὲ πρὸϲ τῇϲι χροιῇϲι τοῦ ῥόου | ||
| , ἀϲφυξίη , ψῦξιϲ , ἀφωνίη . ἐπὶ δὲ τῇ αἱμορραγίῃ καὶ ὀξύτεροι οἱ θάνατοι , ὁκοῖόν τι ἐν ζώῳ |
| φορή , ἀναίϲθητοϲ δὲ ἡ ῥοὴ τοῦ γούνου γίγνεται . νοϲέουϲι δὲ καὶ γυναῖκεϲ τήνδε τὴν νοῦϲον , ἀλλ ' | ||
| , οἵδε μακρὸν μὲν [ τὸν ] χρόνον τὸν καῦϲον νοϲέουϲι , ἀποπαύεται δὲ τὰ κινδυνώδεα , αἱ ὀδύναι καὶ |
| , ἐθελοκάκως τε ἠγωνίζοντο καὶ ἔφευγον ἐπιδησάμενοι τὰ σώματα ὡς τετρωμένοι καὶ τὰς σκηνὰς διέλυον καὶ ἀναχωρεῖν ἐπεχείρουν , ἀπειρίαν | ||
| πρὸ τῶν τοξευμάτων , μόλις διαβαίνουσι τὸν Κάρκασον ποταμόν , τετρωμένοι ἐγγὺς οἱ ἡμίσεις . ἐνταῦθα δὲ Ἀγασίας ὁ Στυμφάλιος |
| οὐδὲ ἐπὶ τοῖϲι διαλείμμαϲι ἀϲινέεϲ : νωθροί , ἄθυμοι , κατηφέεϲ , ἐξάνθρωποι , ἄμεικτοι , οὐδὲ ἡλικίῃϲι μειλίχιοι , | ||
| οὐκ ἄϲημα : ἢ γὰρ ἥϲυχοι , ἢ ϲτυγνοί , κατηφέεϲ , νωθροὶ ἔαϲι ἀλόγωϲ , οὔτινι ἐπ ' αἰτίῃ |
| τοῦτο ταχεῖαι αἱ κρίϲιεϲ , ὅτι ταχέεϲ οἱ πυρετοὶ καὶ ξυνεχέεϲ καὶ ἰϲχυροί . ” ἐκ δὲ τῶν ἐναντίων τὸ | ||
| δι ' ἕδρηϲ κόπρανα ὑγρά , δυϲώδεα . ἀπεψίαι γὰρ ξυνεχέεϲ αἱ τῆϲδε προφάϲιεϲ . ἢν δὲ τάδε ἀποκλυϲθῇ , |
| ἀπολελυμένη : γαργαλιϲμοὶ αὐτόματοι πλευρέων καὶ μαϲχαλῶν : ϲπαϲμώδεεϲ , ἀπόϲιτοι , εἰ δὲ προϲφέροιντο , ἁρπάγδην , ταραχώδεεϲ . | ||
| οὐδὲ ἡλικίῃϲι μειλίχιοι , ἄγρυπνοι , δυϲόνειροι πολλοῖϲι ἀλλοκότοιϲι , ἀπόϲιτοι , πέψαι κακοί : ἄχροοι , μολυβδώδεεϲ : δυϲμαθέεϲ |
| λύει , καὶ αἷμα πολλὸν ἐκ τῶν ῥινῶν , ἢ μανίη . Ἢν λεχοῖ σπασμὸς ἐπιγένηται , πῦρ ποιεῖν , | ||
| ἡμέρας : καὶ τὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ κατέστη : ἡ δὲ μανίη παρὰ καιρὸν , καὶ ἡ βοὴ , καὶ ἡ |
| τὰ πρῶτα αἱ κόμαι , ἔτι δὲ δάκτυλοί τε καὶ ὄνυχεϲ , ἑξῆϲ δὲ περιτετήκειϲαν πάντα . ἐπεὶ δὲ ἔτι | ||
| ὀϲτέων μούνων ἡ ἰδέη : ϲμύχονται γὰρ αἱ ϲάρκεϲ : ὄνυχεϲ γρυποὶ δακτύλων , αἱ κοιλίαι ῥυϲαὶ καὶ πλατέεϲ : |
| γένη τὰ ἐπὶ στενωπῶν καὶ ἐπιμηκῶν τοῦ Ποσειδῶνος οἰκοῦντα . Τοι : ἤως διά σου , ἢ ἔν σοι , | ||
| νόμων κατασκευάσαιτο τυραννικὸς ἀνήρ , τὴν ἐλευθερίαν αὖθις ἀφαιρεθῆναι . Τοι - αῦτα διαφερομένων τῶν ὑπάτων κατὰ σφᾶς αὐτοὺς καὶ |
| ἡ δὲ ξὺν τῷ αἵματι πάντῃ φοιτῇ : διὰ τόδε μελάγχλωροι ἀπὸ ϲπληνὸϲ ἴκτεροι . ἀτὰρ καὶ ἐπὶ τοῖϲι ϲκυβάλοιϲι | ||
| ἐπανθέει . ὁκόϲοιϲι μὲν ὦν μέλαϲ ὁ ἴκτεροϲ , χροιῇ μελάγχλωροι , ῥιγώδεεϲ , ἀδρανέεϲ , ὄκνῳ εἴκοντεϲ , ἄθυμοι |
| ῥωχμὸϲ ἡ ἀναπνοή : προπετέεϲ κοιλίην καὶ θώρηκα . οὖρον τουτέοιϲι μᾶλλον ἀκρατέϲ . ἐπιγάϲτριον ἐντεταμένον καί , εἰ ἐπικρούοιϲ | ||
| φύϲιν : φιλέει δὲ καὶ ἡ γαϲτὴρ ὑπο - χωρέειν τουτέοιϲι χολώδεα ἄκρητα , ὀλίγα , καὶ ἢν ἐμέωϲιν , |
| αἰπὺν ὄλεθρον σῖγα μὲν ἡρώεσσιν ἐκέκλετο : τοὶ δ ' ἀΐοντες , ἱέμενοι θοὰ κύμαθ ' ὑπειρεσίῃσι χάρασσον : αὐτὰρ | ||
| ἑαυτῶν τῆς τῶν θεῶν οὐ συνίενται προνοίας . Γ οὐκ ἀΐοντες : οὐ νοοῦντες . Γ χαροποῖσι : φοβεροῖς . |
| κατήκοοι , εὐήκοοι , δυσήκοοι , ἀνήκοοι , ὀξυήκοοι , βαρυήκοοι , αὐτήκοοι , ἀξιάκουστον , ἀνηκουστεῖν , ἀνήκουστον ὡς | ||
| ὁκοίως ἂν ἔχοντα τὰ σώματα αἱ ὧραι παραλαμβάνωσιν . Νότοι βαρυήκοοι , ἀχλυώδεες , καρηβαρικοὶ , νωθροὶ , διαλυτικοί : |
| ἦσαν γὰρ δὴ ὀλίγοι καὶ οὐχ ἱκανοὶ ἔτι ἀντέχειν : ἐκβιασθέντες ὑπὸ τοῦ δήμου κατέλιπον τὴν φυλακήν , τότε ἤδη | ||
| Ῥωμαίων , ὃ διὰ τὴν πολλὴν ἄσκησιν αὐτοῖς περιῆν , ἐκβιασθέντες οἱ Φιδηναῖοι πλείους ὄντες ὑπ ' ἐλαττόνων εἰς φυγὴν |
| ἐστὶ καὶ ἀτάκτως κενοῦνται διὰ τὸν ἐρεθισμόν , αὗται δὲ εὔφοροί εἰσι πρὸς συνουσίαν καὶ ξηρότεραι τῷ παντὶ σώματι . | ||
| . εὐφόρων δὲ λέγει πόνων , ἐπεὶ οἱ τοιοῦτοι πόνοι εὔφοροί εἰσι διὰ τὰ ἆθλα . ἢ εὐφρόνων ἵπποις , |
| ἄλλων πάϲχουϲι γέροντεϲ , οἳ καὶ μᾶλλον ἑτέρων τὸ πάθοϲ διαδιδρήϲκουϲι : οὔτε γὰρ μεγάλη ἂν γίγνοιτο φλεγμονὴ ἐν ξηρῷ | ||
| , οἷϲίπερ ἂν καὶ ἀπεψίη ᾖ , καὶ τὸ βλάβοϲ διαδιδρήϲκουϲι : μᾶλλον δὲ διά τε τὸ ἔθοϲ καὶ τὴν |
| . ἄριϲτον δὲ ὀθόνη παλαιή . πάϲϲειν δὲ αὐχένα καὶ κληῗδαϲ ἀλφίτοιϲι καὶ θώρηκα : τρέφειν μὲν τῷ εὐόϲμῳ , | ||
| πελιδνοί : ἀναπνοὴ πυκινή : νοτὶϲ περὶ μέτωπα . καὶ κληῗδαϲ . ἢν δὲ ἐϲ ἄκρον ξηρότητοϲ καὶ θερμαϲίηϲ ἥκῃ |
| ὦν καὶ ἡ ϲυγκοπὴ καρδίηϲ ἐϲτὶ καὶ ζωῆϲ νοῦϲοϲ . ὁκόϲοι δὲ ϲτομάχου ἡγέονται τὸ πάθοϲ ἔμμεναι , οὕνεκα ϲιτίοιϲί | ||
| ὑγρῶν μετοχετεύϲιοϲ : ἀφωνίη : ϲφυγμοὶ ϲμικρότατοι καὶ πυκνότατοι , ὁκόϲοι ἐπὶ ξυγκοπῇ : ἐντάϲιεϲ ἐμέτου ξυνεχέεϲ , κενεαί : |
| κοπιώδει , πυρετώδει , ῥῖγος , ὀλέθριον : καὶ οἱ κωματώδεες ἐν τουτέοισι , κακόν . Ὀφθαλμιῶντι ἀνδρὶ , πυρετοῦ | ||
| ἰσατώδει διαχώρημα , διὰ παντὸς κακόν . Ἐν τουτέοισι πολλοὶ κωματώδεες ἦσαν καὶ παράφοροι , οἱ δὲ ἐξ ὕπνων τοιοῦτοι |
| ἀνάπλαϲιν ϲαρκῶν καὶ δυνάμιοϲ ὥνθρωποϲ ἥκῃ , ξυναπηλάθη πάντα τῆϲ νούϲου τὰ ἴχνια . δύναμιϲ μὲν γὰρ φύϲιοϲ ὑγείαν τίκτει | ||
| γὰρ φυϲέων ἀγωγά . φύϲαϲ δὲ διεξίουϲι ἐπὶ τῆϲδε τῆϲ νούϲου παῖδεϲ . ἢν δὲ καταπίνειν δύνωνται , διδόναι τοῦδε |
| οὐκ ἐπιγράψαι τὸ ὄνομα τῶν πολεμίων σφᾶς τῷ ἀπὸ Λακεδαιμονίων δείματι , ἐπεὶ Οἰνιαδῶν γε καὶ Ἀκαρνάνων οὐδένα ἔχειν φόβον | ||
| τε φαεννότατον ξένοισι . κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον , γλῶσσαν ἐπεί σφιν ἀπένεικεν ὑπερποντίαν : ὁ |
| ἐπὶ μῆνα κάθαρϲιϲ , ἀλλ ' οὐκ ἐϲ τὴν ἀρχαίην ξυνίϲταται προθεϲμίην . οὐ πολλὸν μὲν τὸ αἷμα , ἐν | ||
| τὸ πάθοϲ , ἀλλ ' αὐτὸϲ οὐ ῥηϊδίωϲ λύεται . ξυνίϲταται δὲ οὐκ ἐπ ' αἰτίῃ μοῦνον ἥπατοϲ , ὅκωϲ |
| ἄποροϲ μὲν ᾖ ἡ τῶνδε ἰητρείη , θνῄϲκῃ δὲ ὀδύνῃϲι ὥνθρωποϲ , τάμνειν τὴν πλιχάδα καὶ τὸν τῆϲ κύϲτιοϲ τράχηλον | ||
| νεφρῶν καὶ κύϲτιοϲ ἐϲ ἡμέραϲ πλεῦναϲ ἐρρύη , καὶ περιεγένετο ὥνθρωποϲ . αἰτίαι δὲ ξυναὶ μὲν ἁπάντων , πληγή , |
| αὐτὸν ὑμένων ἐπιφλεγμήνῃ , οἷϲι πρὸϲ τὸν θώρηκα προϲέρχεται , ξύνεϲτι καὶ πόνοϲ : ἀναπνοὴ κακή , θερμή : ἀνακαθίνυϲθαι | ||
| , φλεγμονὴ τοῦ πνεύμονοϲ , ξὺν ὀξέϊ πυρετῷ , εὖτε ξύνεϲτι αὐτέοιϲι βάροϲ τοῦ θώρηκοϲ : ἀπονίη , ἢν μοῦνοϲ |
| τινες πεπτωκότες ἐν τῇ ξυνεχεῖ πολιορκίᾳ , οἱ πολλοὶ δὲ τραυματίαι τε καὶ ἀπόμαχοι ἦσαν , ἐπεκηρυκεύοντο πρὸς Ἀλέξανδρον . | ||
| καὶ τῶν ἀπολωλότων . οὐ πάμπαν μὲν γὰρ ἀπήμονες οἱ τραυματίαι , οὐκ ἀνόλεθροι δὲ οἱ τετελευτηκότες . . κέατο |
| , ἄτακτοι , ἐκλείποντεϲ : πνὶξ καρτερή , ἀφωνίη , ἀναιϲθηϲίη : ἡ ἀναπνοὴ ἄϲημοϲ , ἀϲαφήϲ . ὤκιϲτοϲ καὶ | ||
| μελέων , ἱδρὼϲ ἄϲχετοϲ , πουλύϲ , ψῦξιϲ ὅλου , ἀναιϲθηϲίη , ἀφωνίη . ποῦ δὴ τὸν ϲτόμαχον πάϲχειν τάδε |
| . Ἐσπεσέειν : εἰσελθεῖν . κευθμῶνα : τὸ βάθος . ἤντησαν : ἔτυχον , ἀπέλαυσαν . ἔρωτος : ἐπιθυμίας . | ||
| ἐτάνυσσαν : ἥπλωσαν , ἐξήπλωσαν . Χαλεπῆς : κακῆς . ἤντησαν : ἀπέλαυσαν , ἐπέτυχον . Οἰδάνεται : ὀγκοῦται : |
| μελίκρητον πιπίϲκειν , ὅϲον κυάθουϲ δύο . ἢν δὲ καὶ ναυτίη μὲν ἕλῃ ἐπὶ τῇϲι καθάρϲεϲι , μὴ ἀποτρέπειν : | ||
| κοτε πρόϲθεν ἔβηξε ὥνθρωποϲ , ἢ δύϲπνουϲ γέγονε , ἢ ναυτίη ἢ ἔμετοϲ ἦγχε πάροϲ : ἐκ γὰρ τοιῶνδε πολυχρονίων |
| ἐπὶ δὲ χθονὶ κάππεσον ἄμφω πλησίοι ἀλλήλοισι , μιάνθησαν δὲ κονίῃ . καί νύ κε τὸ τρίτον αὖτις ἀναΐξαντ ' | ||
| κάρη πολιόν τε γένειον , θυμὸν ἀποπνείοντ ' ἄλκιμον ἐν κονίῃ , αἱματόεντ ' αἰδοῖα φίλῃς ' ἐν χερσὶν ἔχοντα |
| . ὕπνοϲ πουλὺϲ κακόν , κακὸν δὲ καὶ ἀϋπνίη : πουλὺϲ μὲν γὰρ ναρκᾷ τὰϲ αἰϲθήϲιαϲ τῆϲ κεφαλῆϲ ἀτμῶν πλημύρᾳ | ||
| τῇ θεραπείῃ καὶ τῆϲ ἐϲ αὖθιϲ τάδε γιγνώϲκω . ὕπνοϲ πουλὺϲ κακόν , κακὸν δὲ καὶ ἀϋπνίη : πουλὺϲ μὲν |
| ἀμφιμεμαρπώς : κρατῶν , περιλαβών . Ἅρπην : δρεπάνην . εὐηκέα : ἠκονημένην . τιταίνει : κινεί . Φρουρεῖ : | ||
| κεχρημένοι , οἱ δ ' ἐπὶ νούσων παντοίων ἐπύθοντο κλυεῖν εὐηκέα βάξιν , δηρὸν δὴ χαλεπῆισι πεπαρμένοι ἀμφ ' ὀδύνηισιν |
| ἕλκεα . γίγνεται δὲ θέρεοϲ ὥρῃ , δεύτερον φθινοπώρου , ἧϲϲον ἦροϲ , ἥκιϲτα χειμῶνοϲ . καὶ διάρροιαι μὲν παιδίοιϲι | ||
| ὑγρὸν καὶ θερμὸν ἔαρ : δεύτερον τὸ θέροϲ , μετόπωρον ἧϲϲον , χειμὼν δὲ ἥκιϲτα . θνῄϲκουϲι δὲ θέρεοϲ μὲν |
| φολίδεσσι : νωθεῖ δ ' ἔνθα καὶ ἔνθα διὰ δρυμὰ νίσσεται ὁλκῷ . πᾶς δέ τοι ὀξυκάρηνος ἰδεῖν ἔχις , | ||
| ἄλσος Ὑαντίου Ὀγχηστοῖο , καί τε Καλαύρειαν μετὰ δὴ θαμὰ νίσσεται ἵπποις Πέτρην θ ' Αἱμονίην , ἢ δενδρήεντα Γεραιστόν |
| ἔασι δυσμενέες : τῶν ἤν τιν ' ἐσαθρήσῃ πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο | ||
| καρδία μου διαπαντὸς ἐκ τοῦ φόβου λακτίζει , σφύζει καὶ πάλλεται καὶ λακτίζει τὴν φρένα μου : περὶ γὰρ τὴν |
| οὐδέ τι μῆχος ἔστ ' ὀπίσω , κενεαὶ γὰρ ὑποσμύχονται ὀπωπαί : ἀντὶ δὲ τοῦ θάνατόν μοι ἄφαρ θεὸς ἐγγυαλίξαι | ||
| , δυσχείμερον οἶτον ἑλόντες . αὐτὰρ ἐπὴν ἔαρος πρῶται γελάσωσιν ὀπωπαί , ἄνθεά τ ' ἐν λειμῶσι νέον γε μὲν |
| θῶας ὑπερφιάλους ἔλαφον πέρι ποιπνύεσθαι ἀγρομένους : οἱ μὲν γὰρ ἐπαΐγδην γενύεσσι σάρκας ἀφαρπάζουσι καὶ ἀρτιχύτοιο φόνοιο θερμὸν ἔαρ λάπτουσιν | ||
| θορὸν ὑγρὸν ἀπορραίνουσιν ὄπισθεν , αἱ δ ' οἴστρῳ μεμαυῖαι ἐπαΐγδην στομάτεσσι κάπτουσιν : τοίῳ δὲ γάμῳ πλήθουσι γόνοιο . |
| , ὅκωϲ ἐν ὕδρωψι , αἰτίη . ὁδὸϲ δὲ ἡ ξυνήθηϲ , νεφροί τε καὶ κύϲτιϲ . οὐ γὰρ διαλείπουϲι | ||
| ἡλικίηϲ ἐϲ μέγα ἀμείβει τὸν ἄνθρωπον . ἢν γὰρ ἡ ξυνήθηϲ τῷ κακῷ δίαιτα , ἐν ᾗ ἐμβιοτεύει ἡ νοῦϲοϲ |
| μελληϲμοῦ δὲ ϲημήϊα βάροϲ τοῦ θώρηκοϲ , ὄκνοϲ ἐϲ τὸ ξύνηθεϲ ἔργον , ἀτὰρ ἠδὲ ἐϲ ἅπαϲαν πρῆξιν , δύϲπνοια | ||
| τελευτᾷ . πολλοὶ δὲ καὶ δίχα ὕδρωποϲ ἐκτακέντεϲ ὤλοντο . ξύνηθεϲ δὲ μειρακίοιϲι καὶ νέοιϲι , καὶ τοιϲίδε ἀϲινέϲτερον : |
| ἀπὸ τοῦ θύειν , ὅ ἐστι μετὰ βίας ἄειν . ἁρπάγδην δὲ εἶπεν ἀπὸ τοῦ ἁρπάζειν , ὡς φοράδην ἀπὸ | ||
| ἰούσης νυκτὸς ἔτι ῥιπὴ μένεν ἔμπεδον , ἀλλὰ θύελλαι ἀντίαι ἁρπάγδην ὀπίσω φέρον , ὄφρ ' ἐπέλασσαν αὖτις ἐυξείνοισι Δολίοσιν |
| , ῥιγώδεεϲ , ἀδρανέεϲ , ὄκνῳ εἴκοντεϲ , ἄθυμοι : βρωμώδεεϲ δὲ τὴν ὀϲμήν , πικροὶ δὲ τὴν γεῦϲιν : | ||
| καὶ ἡ τροφὴ καὶ τὸ αἷμα : ἐξερεύξιεϲ πολλαί , βρωμώδεεϲ : κἢν μὲν πολὺ ξυλλεγῇ , ἀπορίη , ϲκοτόδινοϲ |
| ' ἐρίβωλον ἄρουραν . Ἦ , καὶ Ἀχιλλεὺς μὲν δουρικλυτὸς ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῦ ἀπαΐξας : ὃ δ ' ἐπέσσυτο οἴδματι | ||
| οἱ ἔζεεν αἷμα λάβρον ὑπὸ κραδίῃ . Τάχα δ ' ἔνθορε δυσμενέεσσι χερσὶ θοῇσιν ἄκοντα τανυγλώχινα τινάσσων . Εἷλε δ |
| πουλύϲ , χρόνοϲ δὲ μακρὸϲ ξυντήξιοϲ , καὶ ἀβέβαιοϲ ἡ ἄλθεξιϲ . ἢ γὰρ οὐδ ' ἐξηλάθηϲαν ἐϲ τὸ ξύμπαν | ||
| : καὶ γὰρ τὰ ϲημήϊα καὶ τὸ πῦον καὶ ἡ ἄλθεξιϲ τῶν ἑλκέων ἡ ωὐτή . ἢν δὲ ἐκκρίϲιεϲ ϲκληραὶ |
| ὕστερον ἰσχίου δεξιοῦ ὀδύνη ἰσχυρὴ χρόνον πουλύν : πυρετοὶ πάλιν παρείποντο : οὖρα ὑδατώδεα . Τεσσαρακοστῇ , τὰ μὲν περὶ | ||
| ' αὐτῶν Ἀρταβάτας Πέρσης . Πορευομένου δὲ αὐτοῦ πάμπολλοι ἄνθρωποι παρείποντο ἔξω τῶν σημείων , δεόμενοι Κύρου ἄλλος ἄλλης πράξεως |
| ὁμοίωϲ γίγνονται οἱ ὀφθαλμοὶ ἀλλὰ καὶ ξηροί . οἱ δὲ ϲφυγμοὶ μικρότεροι πᾶϲι τοῖϲ ἐπ ' ἀγρυπνίᾳ καὶ λύπῃ καὶ | ||
| τράχη - λοϲ οἰδέει πνεύματοϲ πρήϲει : ὑποχόνδρια ἀνεϲπαϲμένα : ϲφυγμοὶ ϲμικροί , πυκινοί , πιεζεύμενοι : ἰϲχνὰ ϲκέλεα : |
| , τραχήλου , ὑποχονδρίου ὀδύνης , ἀγρυπνέοντες , ἦρά γε φρενιτικοί ; μυκτὴρ ἐν τουτέοισιν ἀποστάζων , ὀλέθριον , ἄλλως | ||
| οὖν τὰ σημεῖά εἰσι , δι ' ὧν γινώσκονται οἱ φρενιτικοί . λοιπὸν δὲ καὶ ὅπως ἄν τις αὐτῶν τὴν |
| φυϲῶδεϲ ἀποτίθενται , δύϲπεπτοι δέ εἰϲιν . οἱ δὲ θέρμοι δύϲπεπτοί τε καὶ δυϲυποβίβαϲτοι καὶ ὠμοῦ χυμοῦ γεννητικοί . ἡ | ||
| καὶ πυκνῶϲαι καὶ πιλῆϲαι χρῄζομεν . ἅπαντεϲ δὲ οἱ φοίνικεϲ δύϲπεπτοί τέ εἰϲι καὶ κεφαλαλγεῖϲ πλείονεϲ βρωθέντεϲ . ἔνιοι δὲ |
| πρήϲϲειν δὲ τὰ ἄλλα , ὁκόϲα ἄν τιϲ καὶ ἄνευ φλεγμαϲίηϲ ἀρήγῃ πνιγί . δεϲμοὶ χειρῶν καὶ ποδῶν ϲφίγγοντεϲ ἄχρι | ||
| καὶ ἰϲχουρίη ἐπὶ φλεγμαϲίῃ γίγνεται , ξυντιμωρέουϲα τῷ ὀξέϊ τῆϲ φλεγμαϲίηϲ : πίμπλαται γὰρ ἡ τῶν νεφρῶν κοιλίη ὑπὸ πλημυρίηϲ |
| ? [ ἰσχία καὶ ] ? ? πλευρὰς σφετερῇ μάστιγι κελαινῇ [ ! ! ! ! ! ! ] ος | ||
| χειρῶν μάχη , ὡς νῦν . . αὐτὰρ ἐγὼν ἐπόρουσα κελαινῇ λαίλαπι ἶσος : ἡ διπλῆ ὅτι ἐκπέπτωκεν εἰς ποιητικὴν |
| νῆα βίῃ , τὴν δ ' οὔ κε διὲξ ἁλὸς ἀίσσουσαν οὐδὲ Ποσειδάωνος ἀελλόποδες κίχον ἵπποι : ἔμπης δ ' | ||
| : ἠέρι γὰρ κεκάλυπτο . Νόησε δὲ θέσκελον αὐδὴν ἔκποθεν ἀίσσουσαν ἄδην εἰς οὔατα Τρώων ἀντιθέου Ἑλένοιο κλυτὸς νόος : |
| ἀνάγουϲι : ἢν δέ τι τοῦ πνεύμονοϲ ἀπορραγείη βίῃ , ϲμικρόν , λευκόν , ϲτρογγύλον , χαλαζῶδεϲ . θώρηξ εὐρύτεροϲ | ||
| καὶ τῶν ὀϲτρέων ὄϲτρακα . Κορυδαλλὸϲ πτηνὸν ζῷον . Τὸ ϲμικρόν , ὃ κατὰ τὰϲ ὁδοὺϲ πολλάκιϲ ὁρῶμεν , ἑψόμενον |
| , καὶ ἀγρυπνίη , καὶ δύϲπνοια ἐπὶ μᾶλλον : ϲφυγμοὶ ϲμικροί , νωθροί , ἀδρανέεϲ : τὴν γνώμην παράληροι : | ||
| ἔμμεναι θέρμην , ὁ δὲ ἄνθρωποϲ καίεϲθαι δοκέει : ϲφυγμοὶ ϲμικροί , πυκνότατοι , ὁκοῖόν τι πεπιεϲμένοι καὶ δεδιωγμένοι : |
| δὲ διελήλανται τρηχεῖαι , χονδρώδεεϲ , καὶ αἵδε ἄπονοι : μύεϲ δὲ οὐδαμῆ , ϲμικρὰ δὲ νεῦρα , λεπτά , | ||
| ἰδίη ἑκάϲτου ὀδύνη . ἀτὰρ ἠδὲ τένοντεϲ , ἀδένεϲ , μύεϲ : ξὺν ἐντάϲει ἀλγέουϲι : γνάθων καὶ κροτάφων μύεϲ |
| θραύεσκον ὑπέκπυρον ὄζον ἄκικυν : οὐδ ' ἄρα μόρσιμος ἦα δαφοινῷ θηρὶ δαμῆναι . τοὔνεκεν αἰπολίοισιν ἀπόπροθι βοσκομένοισιν ἑσπομένω δύο | ||
| κινήσεως τροπὰς ὑπαυγάζουσα , ἀλλ ' ὕπωχρος καὶ ἐν τῷ δαφοινῷ πελιδνός . τὸ δὲ τῆς Ἀλκμήνης εἶδος ἀνασκοποῦντι ἀναφέρειν |
| ῥύωνται ἑλκομένην , ἀπάτην δὲ περιπροθέουσιν ἁπάντῃ , οἴστρῳ θηλυμανεῖ βεβιημένοι : οἱ δ ' ἐλάτῃσι νῆα κατασπέρχουσιν ὅσον σθένος | ||
| ; ἔμπεδον ἀθανάτων ἔσαν αἵματος , οἷον ὑπέσταν ἔργον ἀναγκαίῃ βεβιημένοι . αὐτὰρ ἐπιπρό τῆλε μάλ ' ἀσπασίως Τριτωνίδος ὕδασι |
| δῦνεν ἄχος : σὺν δέ σφι πατὴρ ὀλοῷ ὑπὸ γήραι ἐντυπὰς ἐν λεχέεσσι καλυψάμενος γοάασκεν . αὐτὰρ ὁ τῶν μὲν | ||
| ποιητήν : ἡ δ ' ἄχεϊ οὗ παιδὸς ἀπέφθιτο . ἐντυπὰς ἐν λεχέεσσιν : ἄγαν περιεσφιγμένος , ὡς πάντα τὰ |
| ἐπ ' Ἀλφειῷ , νεάτη Πύλου ἠμαθόεντος : τὴν ἀμφεστρατόωντο διαρραῖσαι μεμαῶτες . ἀλλ ' ὅτε πᾶν πεδίον μετεκίαθον , | ||
| ἀΐξωσι πρὸ κούρων θηρητήρων : ἕως μὲν γάρ τε θέουσι διαρραῖσαι μεμαῶτες , ἀλλ ' ὅτε δή ῥ ' ἐν |
| αἷμα προὔτυψε ] προῆλθε προὔτυψε ] προπεσοῦσα ἐνέκυψε τῷ χείλει βρώμης ] τροφῆς λαπάρῃ ] τῷ κενεῶνι , λαγόνι ἱμείρουσα | ||
| ' ἐν νηῒ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε , μνησόμεθα βρώμης μηδὲ τρυχώμεθα λιμῷ . ὣς ἐφάμην , οἱ δ |
| . Λ : . . . ἀλλ ' οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι , περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες . . Λ : | ||
| γνωτοί τε γνωταί τε πυρὸς λελάχωσι θανόντα , ἀλλὰ κύνες ἐρύουσι πρὸ ἄστεος ἡμετέροιο . λελάχωσι : ἀντὶ τοῦ λαχεῖν |
| ἄχριϲ ἥβηϲ : μάλιϲτα γὰρ παιδία καὶ μέγα καὶ ψυχρὸν ἀναπνέει : πλεῖϲτον γὰρ τὸ θερμὸν ἐν τουτέοιϲι : ἀκρατέα | ||
| ἰδοὺ συριγμοὺς ὁ δράκων χειᾶς μέσον κήρυκας ὀργῆς καὶ σφαγῆς ἀναπνέει : φυσᾷ τὸν ἰὸν καὶ βιάζει τὴν φύσιν : |
| διὰ ταχέων περικαέες , νωθροὶ , κωματώδεες , σπασμώδεες , ὀλέθριοι . Οἱ κωματώδεες ὕπνοι , καὶ αἱ καταψύξιες , | ||
| χρόνοις ἢ καὶ τὰ γένη μεταβάλλουσαι φοβεραί τέ εἰσι καὶ ὀλέθριοι . ἔν γε μὴν ταῖς πορείαις τοὺς μὲν εὐμήκη |
| . * ἀπὸ . . . ἀλέξεται : ἀποθεραπεύεται * ἱεμένη : ἐπιθυμοῦσα . περὶ βασιλίσκου τεκμαίρου : γίγνωσκε , | ||
| : πνοιῇ δὲ περιστένεται μογέουσα ἀνδρομέῃ , δέδεται δὲ καὶ ἱεμένη περ ἀλύξαι , εἰσόκεν οἰδαίνουσα καὶ ἄσχετον ἀσθμαίνουσα ὑψός |
| [ ! ! ! ! πεντήκοντα ] ? ? ? παῖδεϲ [ ] : ἐχομε [ οποηϲ [ ! ! | ||
| τὸν θώρακα ἄϲαρκοι καὶ οἱ μακραύχενεϲ ἀνεπιτηδειότεροι τῶν ἄλλων καὶ παῖδεϲ καὶ οἱ γεγηρακότεϲ ἀνεπιτήδειοι καὶ οἱ ψυχροὶ τὴν κρᾶϲιν |
| ποτὶ γαίῃ κόπτ ' : ἐκ δ ' ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε , δεῦε δὲ γαῖαν . τοὺς δὲ διὰ μελεϊστὶ | ||
| προτὶ γαίῃ κόπτ ' : ἐκ δ ' ἐγκέφαλος χαμάδις ῥέε , δεῦε δὲ γαῖαν . πολὺ ἂν ἔργον εἴη |
| δὲ μυξώδεα μοῦνον , ὀδαξώδεα , ϲμικρά , ϲτρογγύλα , δακνώδεα , ἐξαναϲτάϲιαϲ πυκινὰϲ καὶ προθυμίην ξὺν ἡδονῇ ποιεύμενα , | ||
| ἄπεπτα , πολλὰ διῄει μετὰ πόνου : οὔρει μετὰ ὀδύνης δακνώδεα : ἄκρεα σμικρὰ ἀνεθερμαίνετο : ὕπνοι λεπτοὶ , κωματώδεες |
| ἀρήιον ἰθύνωσιν . Αἴας δ ' ἐν μέσσοισι μέγ ' ἀσχαλόων φάτο μῦθον : Ὦ Ὀδυσεῦ φρένας αἰνέ , τί | ||
| . Ἦ μέν κέν μιν πολλὰ πατὴρ μενέαινεν ἐρύκειν , ἀσχαλόων ἑὸν υἷα φίλον θήρεσσι μάχεσθαι : καὶ Πριάμοιο βίη |
| τευ ἐξ ἐπιβουλῆϲ παταχθέντεϲ . ἥδε μέντοι ἡ ἀπάτη γίγνεται ὁκόϲοιϲι τότε πρῶτον τὸ κακὸν ξυνέπεϲε : οἷϲ δὲ ξύνηθεϲ | ||
| θέρεοϲ : ἡλικίῃϲι δὲ μειρακίοιϲι καὶ νέοιϲι , μάλιϲτα δὲ ὁκόϲοιϲι ἡ φύϲιϲ ἐϲ ξυνουϲίην ἑτοίμη . ὀξύτατον ἠδὲ ἀτερπὲϲ |
| : οὐχ ἑτέρη γὰρ ὁδὸϲ τῆϲ τροφῆϲ ἐϲ τὸ πᾶν ϲκῆνοϲ ἀπὸ τῆϲ κοιλίηϲ καὶ τῶν ἐντέρων . εὐπόρωϲ ὦν | ||
| ἴϲχει γὰρ πάνθ ' ὁμοῦ . ῥύπτειν δὲ καὶ τὸ ϲκῆνοϲ καὶ τοὺϲ ὄχθουϲ λεαίνειν . φάρμακα δὲ ἄλλα μυρία |
| μόριον λέγουσιν ἀντὶ τοῦ μεγάλου , ὡς καὶ Ὅμηρος : ἐριαύχενας ἵππους . τὸ δὲ σαφὲς οὕτως ἔχει : εἰ | ||
| καὶ ἀλείφατος ἀμφιφορῆας πρὸς λέχεα κλίνων : πίσυρας δ ' ἐριαύχενας ἵππους ἐσσυμένως ἐνέβαλλε πυρῇ μεγάλα στεναχίζων . ἐννέα τῷ |
| ἐν Τρωσὶ μέγα φρονέοντες ὄρουσαν . αὐτίκα δὲ σφήκεσσιν ἐοικότες ἐξεχέοντο εἰνοδίοις , οὓς παῖδες ἐριδμαίνωσιν ἔθοντες αἰεὶ κερτομέοντες ὁδῷ | ||
| Βίῃ δ ' ἔρρηξε κολώνην : οἳ δ ' ἄφαρ ἐξεχέοντο : κέλευσε δὲ πάντας ἐρεμνὴν λαίλαπα συμφορέοντας ἀήμεναι , |
| μέλαν κυάνοιο φέρει μεμορυγμένον ἄνθος : ἀλκὴ δ ' ἐν μελέεσσιν ἀπείριτος ἠδὲ λεόντων κοιρανικῶν Λίβυες μέγα κοιρανέουσι λέοντες . | ||
| τοίους καὶ προτέρους ἐξ ἰλύος ἐβλάστησεν χθὼν αὐτὴ μικτοῖσιν ἀρηρεμένους μελέεσσιν , οὔπω διψαλέῳ μάλ ' ὑπ ' ἠέρι πιληθεῖσα |
| ξύνηθεϲ δὲ μειρακίοιϲι καὶ νέοιϲι , καὶ τοιϲίδε ἀϲινέϲτερον : παιδίοιϲι δὲ οὐκ ἄηθεϲ πάγχυ : οὐ πάντῃ δὲ ἀϲφαλέϲ | ||
| προϲωτέρω τῶν παριϲθμίων , ὅκωϲ καταπίοιεν . τάδε μὲν ὦν παιδίοιϲι : τοῖϲι δὲ νεηνίῃϲι καὶ τάδε ξύμφορα . ἀτὰρ |
| ὀρίνει λαίλαπι καὶ ῥιπῇσι , Θυτήριον εὖτ ' ἀλεγεινὸν ἀντέλλῃ ναύτῃσι φέρον πολύδακρυν ὀιζύν : ὣς οἵ γ ' ἐσσεύοντο | ||
| . ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἐκ πόντοιο σέλας ναύτῃσι φανήῃ καιομένοιο πυρός , τό τε καίεται ὑψόθ ' |
| νίζετο δῖος Ὀδυσσεὺς ἅλμην , ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους : ἐκ κεφαλῆς δ ' ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον | ||
| λαοὺς ἄσπετος ἀμφοτέρωθε , ἀλλ ' οὔ τι μενεπτολέμου Ἀχιλῆος ἄμπεχεν υἱέα δῖον , ἐπεί ῥά οἱ ὄβριμον ἦτορ πάμπαν |
| χαλκείαις ἀκίδεσσι καταΐγδην ἐλάσαντες παῖδά τε καὶ γενέτειραν ὁμῇ συναπέφθισαν ἄτῃ : ἔφθισαν οὐκ ἀέκουσαν , ἐπεὶ περὶ παιδὶ θανόντι | ||
| δὲ Λοκρῶν λαός , ὅτ ' ἔδρακον ἄνδρα κακῇ δεδμημένον ἄτῃ : δὴ γάρ οἱ λασίοιο καρήατος ἄλλυδις ἄλλῃ ἐγκέφαλος |
| αἴσῃ ἔργ ' ἄδικ ' ἀνθρώποισιν , ἃ δὴ πολέες μεμάασι τετλάμεν ἐν βιοτῇ κέρδους ἕνεκεν σφετέροιο . Ἀλλά μοι | ||
| μεγάροις ' ἀλέγουσιν , οὐδ ' ὄπιδα τρομέουσι θεῶν : μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος . αὐτὰρ |
| καὶ ὅππως τοι φίλον αὐτῇ . Ἤτοι ὅγε ῥέξαι τι λιλαιόμενος μέγα ἔργον σκαιῇ μὲν σκαιὴν Πολυδεύκεος ἔλλαβε χεῖρα , | ||
| ' ἐπὶ Σθένελος κρατερὸν κατέπεφνε Κάβειρον ὃς κίεν ἐκ Σηστοῖο λιλαιόμενος πολεμίζειν Ἀργείοις , οὐδ ' αὖτις ἑὴν νοστήσατο πάτρην |
| , ἀλλὰ καὶ τούτων πρῶτον ἅπτεϲθαι : ἀπόϲιτοι δὲ καὶ διψώδειϲ μέν , οὐ ποτικοὶ δέ , καὶ ἀϲθμαίνουϲιν ἐπὶ | ||
| ἐμουμένου . Πνεύμονοϲ γνωρίϲματα . Οὐ μόνον δὲ ἡ κοιλία διψώδειϲ καὶ ἀδίψουϲ ἐργάζεται καὶ ψυχροῦ καὶ θερμοῦ πόματοϲ ὀρεκτικούϲ |
| οὗτοι φρενιτικοὶ ἀποβαίνουσιν . Ἐν τοῖσι κατὰ πλεύμονα αἱ λίην ἐξέρυθροι ἀποστάξιες , πονηρόν . Μετὰ βράγχου πτύελα γλίσχρα , | ||
| : οἱ δὲ πρὸς τὴν χεῖρα νοτιώδεες : οἱ δὲ ἐξέρυθροι : οἱ δὲ πελιοί : οἱ δὲ ἔξωχροι : |
| φέρει ποτικάρδιον ἕλκος . τῆνον μὲν περὶ παῖδα φίλοι κύνες ὠρύονται καὶ Νύμφαι κλαίουσιν Ὀρειάδες : ἁ δ ' Ἀφροδίτα | ||
| μιν πυρίη ἀποκρατήσειε : οἱ δὲ Σκύθαι ἀγάμενοι τῇ πυρίῃ ὠρύονται . Τοῦτό σφι ἀντὶ λουτροῦ ἐστι : οὐ γὰρ |
| ἄνακτι . Καὶ τὰ μὲν ἐννεσίῃσι φαεσφόρου Ἠριγενείης οἰωνοὶ τελέουσι θοοί . Τότε δ ' ἄμβροτος Ἠὼς οὐρανὸν εἰσανόρουσεν ὁμῶς | ||
| κραδίην δειλοὶ καὶ γυῖα πέλους ' ἀμενηνοί , ἀλλὰ πόδεσσι θοοί : τοῖσιν δὲ θεὸς πόρε πάντα , βουλὴν κερδαλέην |
| ' ἐφ ' ἱππήεσσιν ὄρουσαν ἱππῆες , πεζοῖσι δ ' ἐπέχραον ἔθνεα πεζῶν , ἅρμασι δ ' ἅρμαθ ' ἵκοντο | ||
| ὀδόντας ὧς Ζήτης Κάλαΐς τε μάλα σχεδὸν ἀίσσοντες τάων ἀκροτάτῃσιν ἐπέχραον ἤλιθα χερσίν . καί νύ κε δή σφ ' |
| φέρω , . , , . , . * . Ἄφαρ : εὐθέως , ταχέως : παρὰ τὸ ἅπτω ῥῆμα | ||
| , ὄφρ ' ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος εἴδεα σημαίνοιεν . Ἄφαρ δ ' ὀνομαστὰ γένοντο ἄστρα , καὶ οὐκέτι νῦν |
| . ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ ' ἵμερος ὦρτο γόοιο : κλαῖον δὲ λιγέως , ἁδινώτερον ἤ τ ' οἰωνοί , | ||
| δ ' ἐπεὶ ἀλλήλους εἶδον φράσσαντό τ ' ἐσάντα , κλαῖον ὀδυρόμενοι , περὶ δὲ στεναχίζετο δῶμα . ἡ δέ |
| ἔκλειψιϲ , κοτὲ καὶ γνώμηϲ , κοτὲ καὶ τῆϲ ἄλληϲ αἰϲθήϲιοϲ . ἀλλ ' ἀποπληξίη μὲν ὅλου τοῦ ϲκήνεοϲ καὶ | ||
| . ὕπνοϲ πολλόϲ , παχύτηϲ , ἀργίη , ὀμίχλη τῆϲ αἰϲθήϲιοϲ : ἀγαθὸν δὲ ξυμμετρίη : κοιλίηϲ ἔκκριϲιϲ ἐπὶ τοῖϲι |
| ! ? [ φοιιγαρπ ! ! ? ? ? [ μάρναντο [ ] ? : τ ? ! [ Ζευξίδαμος | ||
| δή ῥα τόθ ' οἳ μὲν πρόσθε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισι μάρναντο Τρωσίν τε καὶ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ , οἳ δ ' |