εἰδότας ἅπερ ἄμεινον αὐτοῦ ἴσασιν , ὅτι πολλοὶ εἰς Ἀθήνας γλαῦκες ⋮ Γλαῦξ ἐπί τινα πρᾶξιν σπουδῆς ἐχομένην ἀνδρὶ ὡρμημένῳ
; ποῦ δὲ εἶδεν ἐκ κέρατος ἐλάφου κισσὸν ἀναφύντα ; γλαῦκες δέ , φησί , καὶ κόρακες ἡμέρας ἀδυνατοῦσι βλέπειν
7565116 ἐνεισιν
ἄνευ τῆς ὕλης ἕκαστον . διὸ καὶ ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἰσθήσεις καὶ φαντασίαι , τὰ τῶν αἰσθητῶν δηλαδὴ ἐγκαταλείμματα
. Τῷ οὐκ εἰδότι ἄρα περὶ ὧν ἂν μὴ εἰδῇ ἔνεισιν ἀληθεῖς δόξαι περὶ τούτων ὧν οὐκ οἶδε ; Φαίνεται
7454716 Βακχαι
Ἀλκιβιάδου οὐδὲν διάφορον τῶν Βακχῶν ἐπεπόνθειν . καὶ γὰρ αἱ Βάκχαι ἐπειδὰν ἔνθεοι γένωνται , ὅθεν οἱ ἄλλοι ἐκ τῶν
: αἵτινες , καὶ αὗται . Βάκχοιο : Διονύσου . Βάκχαι : τιθήναι παρδάλεις Διονύσου , καὶ δεῖγμα ταύταις τὸ
7254489 κορωναι
τανύγλωσσοι : ἐπὶ μὲν τῶν κορωνῶν φησι „ τανύγλωσσοί τε κορῶναι „ . κατὰ μέντοι τὸ προφαινόμενον , τεταμένας εἰς
ἤδη μοι δοκεῖ . Μὴ πείθου : φθονεραὶ γὰρ ἐπικρώζουσι κορῶναι . Ἀλλ ' ἱέρακα φίλει μεμνημένος ἐν φρεσίν ,
7135360 θηλειαι
οἱ δὲ νεώτεροι αἰεὶ τοῦτο ποιήσαντες ὀχεύουσιν . καὶ αἱ θήλειαι δ ' ἀλλήλας ἀναβαίνουσιν , ὅταν ἄρρην μὴ παρῇ
ληφθεὶς ] ἐπτοήθη . . . . . ὅτι αἱ θήλειαι κέρατα οὐ φύουσιν . ἐκαλεῖτο δὲ ἡ ἔλαφος Κερυνία
7133705 ἀκριδες
τοῦ ὧδε Δωρικῶς τροπῇ τοῦ ω εἰς α . καὶ ἀκρίδες : ἀκρίδες λέγονται τὰ πωλία τὰ καθήμενα εἰς τὰ
ἡμιόνους , τοὺς πιστεύοντας αὐτῷ , οὐδ ' ὅσον αἱ ἀκρίδες τὸν νοῦν ἔχοντας . Ἐγὼ δέ , ὦ πάτερ
7125795 χελιδονες
ὄρνιθες ἄπληστον κλύζονται ἐνιέμεναι ὑδάτεσσιν : Ἢ λίμνην πέρι δηθὰ χελιδόνες ἀΐσσονται γαστέρι τύπτουσαι αὔτως εἰλεύμενον ὕδωρ : ἢ μάλα
βοτάνη ἐστί , καὶ φυέται καθ ' ὃν καιρὸν αἱ χελιδόνες φαίνονται . δαύκειον : ὅπερ Ἀπολλόδωρός φησιν ἐν τῷ
7100142 τικτουσιν
λεπτυνόντων , ὥστε μὴ πολλὴν ἀθροίζεσθαι ὕλην παχεῖαν , ἣν τίκτουσιν εἰκότως καὶ ἀθροίζουσιν ἀδδηφαγίαι τε ἄτακτοι καὶ μετὰ τροφὴν
ὁ ὀπωρινὸς καιρός . Καὶ οἱ μὲν ἅπαξ τοῦ ἔτους τίκτουσιν , ὁ δὲ λάβραξ δὶς τίκτει , οἱ δὲ
7081402 αἰγες
τούτου οὖν φησιν ὅτι “ ἀηδίσομέν σε , ἐπεὶ καὶ αἶγες ἐκ τῆς κόπρου ἀηδίζονται ” . ἄλλως “ μινθώσομεν
ἕκαστον ἐρωτῶντες , ἐρῶ καὶ τἄλλα ἅ ἐστιν ἡμῖν : αἶγες ὀκτὼ θήλειαι , βοῦς κολοβή , μοσχάριον ἐξ αὐτῆς
7062296 βουπελαται
βῆσσαι , δείματι δ ' ἄγραυλοί τε βόες μέγα πεφρίκασιν βουπελάται τε βοῶν . τοῖς δ ' οὔ νύ τι
οἱ δέ τε πορδαλιαγχές : οἱ δὲ νομεῖς καὶ οἱ βουπελάται πορδαλιαγχὲς αὐτὸ ἔθηκαν . ἐπεὶ τοῖς θερίοις τοῖς πελώροις
7038662 γναθοι
πίτταν διαπέμπων εἰς Ἐπίδαυρον . καλοῦνται δὲ ἀσκώματα καὶ οἱ γνάθοι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν χαλκευτικῶν ἀσκωμάτων , ἅ εἰσι φῦσαι
πίνειν λευκόν . Τῇ Ἀσπασίου ὀδόντος δεινὸν ἄλγημα : καὶ γνάθοι ἐπήρθησαν : καστόριον δὲ καὶ πέπερι διακλυζομένη , ὠφελέετο
7013827 χορδαι
ὄργανόν τι ψαλτήριον . μέρη δὲ τῶν ὀργάνων νευραί , χορδαί , λίνα , μίτοι , τόνοι , πήχεις ,
τὸν σαπέρδην ἀποτῖλαι χρὴ κᾆτ ' ἐκπλῦναι καὶ διαπλῦναι . χορδαί , φῦσκαι , πασταί , ζωμός , χόλικες ἐν
6945700 νομαι
τοῦτο , ὅπῃ ἐσχάραι εἶεν ἐκ πυρός , καὶ ὅπῃ νομαί τινες , μάλιστα ἐπὶ τῶν αἰδοίων . δεῖ δὲ
σοι οἰκίαι ἦσαν ; πόσοι δὲ χῶροι ; πόσαι δὲ νομαί ; ἀπογράφοντος δ ' αὐτοῦ οἱ παρόντες τῶν Σκηψίων
6945370 ἀρκτοι
ὁ Ἀττικός . Ἑλίκη δὲ καὶ Κυνόσουρα ἐν οὐρανῷ δύο ἄρκτοι , Διὸς ἡ ἑτέρα τροφός , οἱ δ '
Ἀλλ ' ὅτε δὴ κεφαλὰς μὲν ἐπ ' ἀντολίην ἔχον ἄρκτοι δέγμεναι ἠελίοιο θοὸν φάος , ἔγρετο δ ' Ἠώς
6928834 ἡμιονοι
σοφίης πέρι δηρισάντοιν , γνοίης χ ' ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι . τῆμος δ ' ἠέλιος μὲν ἐν αἰθέρι μώνυχας
, ἔνθα μοι ἵπποι δώδεκα θήλειαι , ὑπὸ δ ' ἡμίονοι ταλαεργοὶ ἀδμῆτες : τῶν κέν τιν ' ἐλασσάμενος δαμασαίμην
6922111 Σειρηνες
Μελπομένης δὲ , ἢ κατά τινας Τερψιχόρης καὶ Ἀχελώου , Σειρῆνες : Τερψιχόρης δὲ , ἢ Μελπομένης καὶ Λίνου τοῦ
τετρακτύς : ὅπερ ἐστὶν ἡ ἁρμονία , ἐν ἧι αἱ Σειρῆνες . τὰ δὲ τί μάλιστα , οἷον τί τὸ
6920457 πορναι
δ ' ἄρρηκτος , χάλκεον δέ μοι ἦτορ ἐνείη . πόρναι δ ' εἰσῆλθον , κοῦραι δύο θαυματοποιοί , ἃς
κυνὸς ὡς ἀκτῖνες ἔλαμπον . Γ Κύννα δὲ καὶ Σαλαβακχὼ πόρναι Ἀθήνησιν . Γ τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ καὶ τὴν τραχύτητα
6898051 δειναι
βουβὼν μεστὸς ἦν καὶ πάντα ἐξῴδει , καὶ ὀδύναι παρηκολούθουν δειναὶ καὶ πυρετὸς ἔστιν ἃς ἡμέρας . ἐνταῦθα οἱ μὲν
' οὐχ ὅσι ' ἔθνηισκες † . ἰὼ ἰώ : δειναὶ μὲν αἱ τότε τύχαι , δεινὰ δὲ καὶ τάδ
6861844 ἀρνεσσιν
' ἡγεμόνες Δαναῶν ἕλον ἄνδρα ἕκαστος . ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι σίνται ὑπ ' ἐκ μήλων αἱρεύμενοι
ἅμα θυμικῶς καὶ ἰταμῶς πρασσομένην λύκοις εἴκασεν ὡς δὲ λύκοι ἄρνεσσιν ἐπέχραον ἢ ἐρίφοισι . τὸ δὲ ἄλκιμον καὶ ἄτρεπτον
6810155 παρειαι
, οἷς ἐρυθριῶμεν . ἀπὸ δὲ τῶν μήλων αἱ καλούμεναι παρειαὶ καὶ σιαγόνες καὶ γνάθοι , ὧν αἱ γένυες ἀπολήγουσιν
προσωνόμασεν ἐν τῷ Πολιτικῷ τῶν δ ' αὖ γενειώντων αἱ παρειαὶ λεαινόμεναι πάλιν ἐπὶ τὴν παρελθοῦσαν ὥραν ἕκασται καθίστανται .
6808918 ὑψηλαι
πάντας παλαιστρίτας εἶναι : αἱ σοφίαι δὲ μεγάλαι εἰσὶν ἢ ὑψηλαί , ὡς εἶναι τὴν ἐπ ' αὐτῶν ὁδὸν δυσχερῆ
ὅμως . νῆσοι ἦσαν ἐπιμήκεις μέν , οὐ πάνυ δὲ ὑψηλαί , ὅσον ἑκατὸν σταδίων ἑκάστη τὸ περίμετρον : ἐπὶ
6808597 φωλαδες
ὠτία δύσπεπτα , τρόφιμα δὲ μᾶλλον τηγανιζόμενα . αἱ δὲ φωλάδες εὔστομοι , βρομώδεις δὲ καὶ κακόχυλοι . ἐχῖνοι δὲ
ὦ λύκοι , ὦ θῶες , ὦ ἀν ' ὤρεα φωλάδες ἄρκτοι , χαίρεθ ' : ὁ βουκόλος ὔμμιν ἐγὼ
6808405 ἀλωπεκες
τῷ φέγγει ἐπαναρριπτοῦντες μακρὰν διαίρουσιν ἀντιπαίζοντες : ταραχώδη δὲ ὅταν ἀλώπεκες προδιεξέλθωσι γίγνεται . τὸ δὲ ἔαρ κεκραμένον τῇ ὥρᾳ
: ἵππων δὲ τίγρητες ἐς ἔρωτα ἦλθον , κυνῶν δὲ ἀλώπεκες , ὅθεν δή φασι καὶ ἀλωπὸν φύεσθαι : οἶδα
6787130 προφαϲιεϲ
* μείρακεϲ καὶ οἱ μέϲφι ἀκμῆϲ , ἧϲϲον γυναῖκεϲ . προφάϲιεϲ δὲ ἀκραϲίη καὶ νοῦϲοϲ μακρή , μάλιϲτα ἐπὶ δυϲεντερίῃ
κόπρανα ὑγρά , δυϲώδεα . ἀπεψίαι γὰρ ξυνεχέεϲ αἱ τῆϲδε προφάϲιεϲ . ἢν δὲ τάδε ἀποκλυϲθῇ , φλεγματώδεα , ἔπειτα
6777742 ὠτιδες
εἰσὶ δὲ κύκνοι καὶ τὰ παραπλήσια , πολλαὶ δὲ καὶ ὠτίδες : κάστορας φέρουσι μὲν οἱ ποταμοί , τὸ δὲ
ῥεῖ δὲ ἐν τῇ πεδιάδι ὁ Κηφισός : αἱ δὲ ὠτίδες καλούμεναι παρὰ τὸν Κηφισὸν νέμονται μάλιστα ὀρνίθων . Ἐλατεῦσι
6767831 μαστιγες
τυμπάνῳ ἠρέμα προσάγοις , οὐ ποιήσεις ψόφον , αἱ δὲ μάστιγες ποιοῦσι τὸν ψόφον καὶ αἱ ῥάβδοι παραπλησίως αὐτὸν τύπτουσαι
χερῶν πληγαῖς ὑπείκειν καὶ βολαῖσιν ὀστράκων . οὐ γὰρ ξέναι μάστιγες , ἀλλὰ δαψιλὴς σφραγὶς μενεῖ Θόαντος ἐν πλευραῖς ἔτι
6751586 γονιμοι
ἄνθρωπον δοκιμαζόμεν ' ἀστράπτει πρὸς ὄψεις , οὐδὲ γαίας εὐρυπέδου γόνιμοι βρίθοντες αὐταρκεῖς γύαι , ὡς ἀγαθῶν ἀνδρῶν ὁμοφράδμων νόησις
ἀναδόσεις ῥᾷστοι , πλαδαρᾶς καὶ μαλθακῆς σαρκὸς ποιητικοί , αἵματος γόνιμοι , λαπακτικοὶ γαστρός : ποτάμιοι δὲ καὶ λιμναῖοι κακοστόμαχοι
6732243 ὀϊες
, δάφνῃσι κατηρεφές : ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ ' , ὄϊές τε καὶ αἶγες , ἰαύεσκον : περὶ δ '
ἔνεμεν ὁ Κύκλωψ . καὶ Ὅμηρος : μῆλ ' , ὄϊές τε καὶ αἶγες . τέως γοῦν τὸ αἰπόλος ἀντὶ
6720410 ἰδουσαι
τοῦ ἐρύματος ἐτράποντο καὶ ἀπὸ τῶν κεφαλῶν τῶν ἔνδον . ἰδοῦσαι δ ' αἱ γυναῖκες τῶν Ἀσσυρίων καὶ τῶν συμμάχων
] ταῦτα μετά τινος πάθους ἀναβοῶσιν ἐξ ἀπόπτου τοὺς Αἰγυπτιάδας ἰδοῦσαι . μάρπις ] ὁ ἐλθὼν ἐπὶ τὸ μάρψαι ἡμᾶς
6712471 ἰκτινοι
, ἐπεὶ καὶ τὰ βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία , οἵ τε ἴκτινοι δύνανται ὃ ἂν ἀφύλακτον ᾖ ἀφαρπάσαντες εἰς τὸ ἀσφαλὲς
βασιλέως τὸ γονυπετεῖσθαι ὑπὸ ἀνθρώπων . Ἄλλως . οἱ γὰρ ἴκτινοι τὸ παλαιὸν ἔαρ ἐσήμαινον . οἱ πένητες οὖν ἀπαλλαγέντες
6711337 κοραι
ἰαχαῖς τε νύμφαν . ἴτ ' , ὦ καλλίπεπλοι Φρυγῶν κόραι , μέλπετ ' ἐμῶν γάμων τὸν πεπρωμένον εὐνᾶι πόσιν
νυκταλωπικοῦ πάθους , καί τι χαλεπὸν ἐγίνετο . αἱ γὰρ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν ἐμειοῦντο πυκνούμεναι ὑπὸ τῆς ψύξεως , αὐτὸς
6704760 φοβουμεναι
τυπτομένης τῆς θαλάσσης ταῖς κώπαις ὑπὸ τῶν ἁλιέων , ὅθεν φοβούμεναι τὸν κτύπον ἐμπίπτουσι τῇ θήρᾳ : τῇ δειλίᾳ γὰρ
κατὰ τὸ σκότος . Ὄρφνῃ : σκοτίᾳ . ἀτυζόμεναι : φοβούμεναι . Κοῦφα : λεπτὰ , ψιλά . ἐλαφρῶν :
6693832 ἀδελφαι
γρ . εὐπρεπέστατα . πολὺ ] κατὰ . ἄμωμοι . ἀδελφαὶ . ταὐτοῦ ] τοῦ ἑνὸς γένους . ἀπὸ .
ποτε , ὦ ἄνδρες δικασταί , τοὺς ἑαυτῶν ἄνδρας αἱ ἀδελφαὶ μαρτυρεῖν εἴασαν καὶ ἐπέτρεψαν . Καὶ μὴν οὐδ '
6682629 ἀηδονες
ἀξιούντων τοιοῦτον εἶναι τὸν Ἀθηναίων στρατηγόν . Οὐδ ' ὅσον ἀηδόνες ὑπνώσσουσιν : ἐπὶ τῶν ἀγρυ - πνούντων : παρόσον
, καὶ ἄστομος ἵππος καὶ αὐλὸς ὁ ἄγλωττος . καὶ ἀηδόνες παρὰ Σοφοκλεῖ εὐστομοῦσιν . εἴποις δ ' ἂν καὶ
6680334 ἱερειαι
Ἀττικὸν καὶ γνήσιον , ἐξ οὗ ἐγίνοντο τῆς Ἀθηνᾶς αἱ ἱέρειαι . Ἐξ ὅτου . Ἀντὶ τοῦ ἀφ ' οὗ
φύς , ἃς ἐφ ' ἑκάστοις τοῖς γάμοις εὔξονται καὶ ἱέρειαι καὶ ἱερεῖς καὶ σύμπασα ἡ πόλις ἐξ ἀγαθῶν ἀμείνους
6673719 διεσπασαντο
τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον , ὃν ὠμόσιτοι σκύλακες ἃς ἐθρέψατο διεσπάσαντο , κρείσσον ' ἐν κυναγίαις Ἀρτέμιδος εἶναι κομπάσαντ '
τῶν ἀναιρουμένων , ἀλλ ' οἰωνοὶ καὶ κύνες ἄνδρας τοιούσδε διεσπάσαντο . πολὺς δὲ καὶ ἄλλος ἦν τῶν στασιωτῶν φόνος
6670635 μενουσι
: ἐκεῖ . θαλάμῃσι : ἐν φωλεαῖς , ἀπερίττοις , μένουσι : ὑπάρχουσιν , εἰσίν . Χείματι : ἐν τῷ
τοῦ μείζονος ἤγουν τὸν θ ἀπὸ τοῦ ιδ , καὶ μένουσι ε , οἳ οὔτε τὸν θ οὔτε τὸν ιδ
6653733 γαλαι
μύες καθ ' ἑαυτοὺς τοιαῦτα : Οὐ παρὰ λόγον ἡμᾶς γαλαῖ ἡττῶσιν : οὐ γὰρ κτώμεθα ἄνακτα ὥσπερ αὕται ,
μυωπίας παρεισρεῖ . Φθείρουσι δ ' αὐτοὺς καὶ αἱ ἄγριαι γαλαῖ . Ἔστι δέ τις αὐτῶν καὶ ἀφανὴς καὶ ἀθρόα
6647634 ἐχιδναι
ἐκλέπουσι πολλόν τι χρῆμα τῶν τέκνων . Αἱ μέν νυν ἔχιδναι κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν εἰσι , οἱ δὲ ὑπόπτεροι
Ἐπειδὴ δὲ συνεχῶς τοῖς γεωργοῖς τὰ ἰοβόλα ἐνοχλεῖ θηρία , ἔχιδναι καὶ φαλάγγια καὶ ὄφεις καὶ μυγάλαι ἰοβολοῦσαι , καὶ
6647469 χελωναι
, ἑλεπόλεις , μηχαναί , καὶ καταπάλται Μακεδονικοί , καὶ χελῶναι . χρεία δ ' εἰς τοὺς πολέμους σκευοφόρων μὲν
βάρος ἔχειν πολύ . αἱ δ ' ἐπὶ τῶν λέμβων χελῶναι κατασκευάζονται περιφερεῖς ἄνωθεν ἐκ σανίδων ἰσχυρῶν συμπηγνύμεναι , ὑπόφαυσιν
6646650 νεφελαι
Γαδρωσίων , ἀλλὰ τὰ ὄρη , ἵναπερ προσφέρονταί τε αἱ νεφέλαι ἐκ τοῦ πνεύματος καὶ ἀναχέονται , οὐχ ὑπερβάλλουσαι τῶν
ἐλαιώδη , φαῦλα δὲ ἔτι τὰ λεπτὰ καὶ ὑδατώδη . νεφέλαι δὲ καὶ ὑποστάσεις πονηραὶ αἱ πελιδναὶ , αἱ μέλαιναι
6642995 εὑδουσιν
τὸν τοῦ καλοῦ Λυαίου : σὺν τῶι δὲ πίνειν ἡμᾶς εὕδουσιν αἱ μέριμναι . Ἴδε πῶς ἔαρος φανέντος Χάριτες ῥόδα
ῥοδίνοισι στεφανίσκοις πεπυκασμένος χορεύσω . Ὅταν πίνω τὸν οἶνον , εὕδουσιν αἱ μέριμναι . τί μοι πόνων , τί μοι
6629943 κυνες
ἀπὸ τῶν γονέων ἀρχόμενοι , πάσχουσιν ὅπερ καὶ οἱ νεώνητοι κύνες , οἳ οὐ μόνον τοὺς ἄλλους ὑλακτοῦσιν , ἀλλὰ
Ἐ . ἀπορροὰς ἀπολείπει καί φησιν , ὅτι ἀνιχνεύουσι οἱ κύνες κέρματα θηρείων μελέων . ἀδύνατον δὲ τοῦτό γ '
6627328 κακαι
εἴκελος : ὄμματα δ ' αὐτοῦ δριμύλα καὶ φλογόεντα : κακαὶ φρένες , ἁδὺ λάλημα : οὐ γὰρ ἴσον νοέει
χερσὶν ἐπισταμένῃσι θοῶς οἰήια νωμᾶν : πάντα γὰρ ἄλλυδις ἄλλα κακαὶ διέχευον ἄελλαι . Οὐδέ τις ἐλπωρὴ βιότου πέλεν ,
6626022 συριγγες
αἱ πλημμυρίδες τῶν ποταμῶν , πλῆμναι δὲ αἱ τῶν τροχῶν σύριγγες . πλῆθος καὶ ὄχλος διαφέρει . πλῆθος μὲν γάρ
. ‖ χνόαι : αἱ χοινικίδες , αἱ τοῦ ἄξονος σύριγγες . ‖ χνόην : τὸν τῶν ποδῶν ψόφον .
6607688 ἐπεχραον
' ἐφ ' ἱππήεσσιν ὄρουσαν ἱππῆες , πεζοῖσι δ ' ἐπέχραον ἔθνεα πεζῶν , ἅρμασι δ ' ἅρμαθ ' ἵκοντο
ὀδόντας ὧς Ζήτης Κάλαΐς τε μάλα σχεδὸν ἀίσσοντες τάων ἀκροτάτῃσιν ἐπέχραον ἤλιθα χερσίν . καί νύ κε δή σφ '
6606898 Ποιμεσιν
, ἄλλοθι δὲ οὔ . μνημονεύει αὐτῶν καὶ Σοφοκλῆς ἐν Ποιμέσιν : ἔνθ ' ἡ πάροικος πηλαμὺς χειμάζεται , πάραυλος
ἐπιώρκησεν . . . : ἱστορεῖ δὲ καὶ Σοφοκλῆς ἐν Ποιμέσιν ὑπὸ τοῦ Ἕκτορος ἀναιρεθῆναι τὸν Πρωτεσίλαον . Ὁμοίως δὲ
6594124 εὐιατοι
αἷμα τοῖϲ αὐτοῖϲ ἀκτέον τότε τρέφειν μόνον ϲυχνῶϲ φυλαττομένουϲ : εὐίατοι γάρ εἰϲιν οὗτοι , καθότι καὶ τὰ προπινόμενα τῶν
εἰϲ ὀϲτέον λήγουϲα καὶ πολυϲχιδήϲ : αἱ δὲ λοιπαὶ τοὐπίπαν εὐίατοι . χειρουργοῦμεν δὲ αὐτὰϲ οὕτωϲ : ὑπτίου τοῦ κάμνοντοϲ
6592091 φρενες
ἀμφοτέρους κατεῖχεν , ἀλλ ' οὐδαμῶς αἱ ἄφθαρτοι τῶν θεῶν φρένες συμπερασθῆναι τοὺς γάμους συνεχώρησαν , ἐπειδὴ τῶν μεμοιραμένων κατήκουσαν
Ἥκεις εἰς τοῦτο τάξεως , οἷ σε ἔμελλον ἄξειν αἱ φρένες ἀγαθαί τε οὖσαι καὶ τὸν τοῦ βασιλέως οὐ λανθάνουσαι
6588492 λυπουσιν
ἢ πλουσιακὸν τούτῳ προσπίπτει κακόν . τί γὰρ αἱ τρίχες λυποῦσιν ὑμᾶς πρὸς θεῶν ; δι ' ἃς ἀνὴρ ἕκαστος
μὲν εὐφραίνουσι δι ' οὓς κέκληνται , τοὐναντίον δὲ δράσαντες λυποῦσιν . Κατὰ τὴν πάλαι Βαμβύκην ἰχθύες εἰσὶν ἱεροί ,
6579956 ὑες
διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὗες ἐκαλοῦντο : καθάπερ καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς διθυράμβοις :
διὰ τὴν ἀγροικίαν καὶ τὴν ἀναγωγίαν τὸ παλαιὸν οἱ Βοιωτοὶ ὗες ἐκαλοῦντο : καθάπερ καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς διθυράμβοις :
6578619 λαγοι
. Βρόμιος ] ὁ Διόνυσος . Λαγὼ δίκην : οἱ λαγοὶ δειλοί εἰσιν . φησὶν οὖν αὐτὸν λαγωοῦ δίκην ὑποπτήξαντα
ἀπὸ Βισάλτου τοῦ Ἡλίου καὶ Γῆς . περὶ ταύτην οἱ λαγοὶ σχεδὸν πάντες ἁλίσκονται δύο ἥπατα ἔχοντες , ὡς Θεόπομπος
6578230 πελειασιν
ποίησε καὶ οὐρανῷ ἐγκατένασσεν . ὣς δ ' αὔτως τρήρωσι πελειάσιν ὤπασε τιμήν , αἳ δή τοι θέρεος καὶ χείματος
ποίησε καὶ οὐρανῷ ἐγκατένασσεν . Ὣς δ ' αὔτως τρήρωσι πελειάσιν ὤπασε τιμήν , αἳ δή τοι θέρεος καὶ χείματος
6570724 σκιαι
ἐπαναπαύεσθαι ἔοικεν ἐν τῇ τῶν ἰδεῶν ἀμερείᾳ , ὡς αἱ σκιαὶ ἐν τῇ τῶν αἰσθητῶν ἀντιτυπίᾳ . ὥσπερ τοίνυν τὰ
. παραπλεόντων δὲ τὴν Ἰνδῶν γῆν λέγει Νέαρχος ὅτι αἱ σκιαὶ αὐτοῖσιν οὐ ταὐτὸ ἐποίεον : ἀλλὰ ὅπου μὲν ἐπὶ
6566353 ῥᾳθυμοι
, : ἔνθα ὅρα καὶ ὡς οἱ περὶ τὸ θεῖον ῥᾴθυμοι δι ' ἀνάγκην ἐπὶ τὸ θύειν ἔρχονται οὐδ '
ἀμελέτητοι , δειλοί , καταδεεῖς , ἀμελεῖς , κατημελημένοι , ῥᾴθυμοι , ὕπτιοι , νωθεῖς , κατερρᾳθυμημένοι , ὀλίγωροι ,
6564887 γερανοι
πορείας ἔχονται . οὕτω μὲν δὴ θερίζουσί τε καὶ χειμάζουσι γέρανοι : σοφίαν δὲ ἥγηνται ἄνθρωποι θαυμαστὴν τοῦ Περσῶν βασιλέως
αὐτὸν λειμῶνα ἐνέμοντο . ἐπιφανέντων δὲ αὐτοῖς θηρευτῶν αἱ μὲν γέρανοι ἐλαφραὶ οὖσαι ἀπέπτησαν , οἱ δὲ χῆνες μείναντες διὰ
6564314 βοωσιν
εἰπεῖν ; Ὡς σεμνὸς οὑπίτριπτος . Αἱ κνῆμαι δέ σου βοῶσιν ἰοὺ ἰού , τὰς χοίνικας καὶ τὰς πέδας ποθοῦσαι
. Ξ βάζους ' ] βοῶσι . βάζους ' ] βοῶσιν , ἀπειλοῦσιν . θ πόλει ] τῇ ἡμετέρᾳ .
6560239 ἐλαφοι
τούτῳ καὶ ἡ δειλία τῶν φύσει αἱρετῶν ἐστιν , ἐπεὶ ἔλαφοι καὶ λαγῲ καὶ ἄλλα πλείονα ζῷα φυσικῶς ἐπ '
τὸ τῶν ἐλάφων πάσχομεν : ὅτε φοβοῦνται καὶ φεύγουσιν αἱ ἔλαφοι τὰ πτερά , ποῦ τρέπονται καὶ πρὸς τίνα ἀναχωροῦσιν
6555175 θεραπαιναι
ἄπιθι ἤδη . ἐκ τούτου δὴ οἱ εὐνοῦχοι καὶ αἱ θεράπαιναι λαβοῦσαι ἀπῆγον αὐτὴν εἰς τὴν ἁρμάμαξαν καὶ κατακλίναντες κατεκάλυψαν
νῦν ὁρᾷς οἵα πρόεισι , χρυσὸς καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ θεράπαιναι τέτταρες . Πῶς δὲ ταῦτα ἐκτήσατο ἡ Λύρα ;
6554288 γραες
τε ταῦτ ' ἀναρίστητος ὤν περὶ δὲ τὸν πανάθλιον εὕδουσι γρᾶες , Νάννιον , Πλαγγών , Λύκα , Γνάθαινα ,
τε τὸ τοῦ ὀσπρίου χαῦνον : τοιαῦται γὰρ καὶ αἱ γρᾶες : καὶ διὰ τὸ ἐσθίειν φακῆν τὰς γραῦς οὐκ
6549828 μαιαι
ἔτι αὐτὴ κυισκομένη τε καὶ τίκτουσα ἄλλας μαιεύεται . Αἱ μαῖαι , μέχρι δύνανται κυίσκεσθαι καὶ τίκτειν , οὐ μαιεύονται
| καὶ θάλπους ἐγγινομένας τοῖς σώμασι ζημίας , οὗ χάριν μαῖαι καὶ μητέρες , αἷς ἀναγκαία φροντὶς εἰσέρχεται τῶν γεννωμένων
6546909 ἀλκυονες
ἐπ ' ἀκροτάτοις ἱζάνοισι ποικίλαι πανέλοπες , αἰολόδειροι λαθιπορφυρίδες καὶ ἀλκυόνες τανυσίπτεροι . ἐν ἄλλοις δέ φησιν : αἰεί μ
ἁλιπορφύρου τι ἄνθος ἔχει . περιθέουσι δ ' αὐτὸν καὶ ἀλκυόνες ὁμοῦ μὲν ᾄδουσαι τὰ τῶν ἀνθρώπων , ἐξ ὧν
6546888 τροφοι
, οἷα δή που [ καὶ ] φιλοῦσι καὶ αἱ τροφοὶ καὶ τῆθαι δρᾶν ποιῶν ὡς ἄνθρωπος ὁ ἐλέφας .
γενέσεως αἷμα . κατέχουσι δὲ τὸ ἄντρον ἱεραὶ μέλιτται , τροφοὶ τοῦ Διός . εἰς τοῦτο παρελθεῖν ἐθάρρησαν Λάιος καὶ
6541687 πλατειαι
αἳ φυλάττουσι τὸν πνεύμονα . ἢ οἷον πέλυροι , ὡς πλατεῖαι . Πίσυνος . πιστὸς πιστόσυνος , καὶ συγκοπῇ πίσυνος
θύννους μὲν καλεῖ τοὺς Ἕλληνας , τήγανα δέ εἰσιν αἱ πλατεῖαι πέτραι ἠλοκισμένων δὲ ηὐλακισμένων , διεφθαρμένων ὥστε δοκεῖν αὐτοὺς
6533077 καρκιναδες
ἀγαθὸν εἶναι , εἴ τις φάγοι ἀλγῶν . Αἱ δὲ καρκινάδες τίκτονται μὲν γυμναί , τὸ δὲ ὄστρακον ἑαυταῖς αἱροῦνται
: στηριγμένα . μέμυκεν : ἐβόησεν . Καρκινάδας : αἱ καρκινάδες ἀντιφάρμακόν εἰσι τοῖς ἐλάφοις , λικαούρι . Ὠτειλαί :
6532445 φωκαι
. αἵ τ ' ἐπ ' ἀρσένων : * αἱ φῶκαί τε αἱ θουρῶσαι καὶ ἐρωτικῶς ὁρμῶσαι ἐπὶ τὰ λέκτρα
τε πετρηγενέες τε μυίσκοι καὶ γυροὶ δελφῖνες ἀεὶ ναύτῃσιν ἑταῖροι φῶκαί τε κριοί τε καὶ αἰόλα κήτεα πόντου : ὧν
6531297 χολικες
λέγουσιν . Οἱ χόλικες μὴ λέγε , ἀλλ ' αἱ χόλικες θηλυκῶς . Ἐκτενῶς μὴ λέγε , ἀλλὰ δαψιλῶς .
διαπλῦναι . χορδαί , φῦσκαι , πασταί , ζωμός , χόλικες ἐν δὲ Κλεωναῖς ὀξίδες εἰσίν . εἰκοβολοῦντες καὶ πλάττοντες
6527786 διδονται
. αἱ θαλαττίζουσαι δὲ τὴν γεῦσιν , σκληρόσαρκοι καθεστῶσαι , δίδονται [ δὲ ] τοῖς ἀσθενέσιν . τὸ δ '
ἢ οἰνομέλιτι κεκραμένη . τοῖς δ ' ἄγαν ἀποκρατοῦσι σήσαμα δίδονται καὶ βολβοὶ οἱ ἀπὸ τῆς ναρκίσσου , ὡς ἄλλως
6525295 συνεχονται
πάντες ἄνθρωποι φιλόζωοι τυγχάνουσιν , εἰ καὶ θλίψεσι καὶ ἀνάγκαις συνέχονται . χελιδὼν καὶ κόραξ περὶ κάλλους ἀλλήλοις ἐμάχοντο .
: εἴκελα καὶ φώκῃσιν : ἐπεὶ μάλα δηρὸν ἕκαστοι ἐξόπιθεν συνέχονται , ἀρηρότες ἠΰτε δεσμῷ . Πουλύποδος δ ' ὀλοοί
6522693 ἀκολουθουσιν
ὁμοίως ἕν τι τούτων τιθέασιν : διὸ καὶ τοῖς ὀνόμασιν ἀκολουθοῦσιν : οἱ μὲν γὰρ τὸ θερμὸν λέγοντες , ὅτι
ἦν εἶναι : οὐ γὰρ πάντα τὰ ἀκολουθοῦντα ὡς ὁρισμοὶ ἀκολουθοῦσιν : ἀκολουθεῖ γὰρ καὶ τὰ γένη καὶ τὰ ἴδια
6520339 μελιτται
τῶν ἐν Ὑμηττῷ πόνων οὓς ἐν τῷ ὄρει πονοῦσιν αἱ μέλιτται . τοιοῦτον δὲ ὂν ὅμως ἡττᾶτο τῆς ἡδονῆς ἧς
ὅμοιον μυρίκῃ , μικρότερον δὲ πολλῷ , οὗ τῷ ἄνθει μέλιτται χρώμεναι μέλι ἐργάζονται οὐ σπουδαῖον . ταύτης ἡ κόμη
6515925 τικτουσαι
, τῆς δὲ εἰκόνος θεαταί . Γυναῖκες ἐπ ' αὐτῆς τίκτουσαι καὶ ἄλλαι σπαργάνοις κοσμοῦσαι , παιδία ἐκκείμενα , ποίμνια
μόνον τὰ ὀκτάμηνα οὐ ζῆν , ἀλλὰ καὶ διαφθειρομένων αἱ τίκτουσαι κινδυνεύουσιν . τὸν αὐτὸν δὲ δοκεῖ τρόπον λανθάνειν καὶ
6515857 δμωαι
ὃ δή σφεας ὁππότε δαλοῖς ὕδωρ αἰθομένοισιν ἐπιλλείβοντας ἴδοντο Μηδείης δμωαὶ Φαιηκίδες , οὐκέτ ' ἔπειτα ἰσχέμεν ἐν στήθεσσι γέλω
παύσαντο ποτοῦ δαιτός τ ' ἐρατεινῆς , δὴ τότε που δμωαὶ στόρεσαν θυμήρεα λέκτρα ἐν Πριάμοιο δόμοισι θρασύφρονι Πενθεσιλείῃ .
6512644 κηρες
πόλεμον φθισήνορα : τὼ δέ οἱ οὔ τι πειθέσθην : κῆρες γὰρ ἄγον μέλανος θανάτοιο . τοὺς μὲν Τυδεΐδης δουρικλειτὸς
ῥέπε δ ' αἴσιμον ἦμαρ Ἀχαιῶν . αἱ μὲν Ἀχαιῶν κῆρες ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ ἑζέσθην , Τρώων δὲ πρὸς οὐρανὸν
6502820 ὀνειροι
με στρωτῶν λεχέων ὕπερ ἐν θαλάμοισιν ἡδὺ μάλα κνώσσουσαν ἀνεπτοίησαν ὄνειροι ; τίς δ ' ἦν ἡ ξείνη τὴν εἴσιδον
μιν ἠπεροπῆες , οἷά τ ' ἀκηχεμένην , ὀλοοὶ ἐρέθεσκον ὄνειροι : τὸν ξεῖνον δ ' ἐδόκησεν ὑφεστάμεναι τὸν ἄεθλον
6497158 ἐνουσαι
, εἰ μελετῷ ἐκ νέου , καὶ πρὸς οὐδὲν ἀγαθὸν ἐνοῦσαι δρῶσιν , αἱ δὲ καὶ τοὐναντίον , πάσας ταύτας
Κάλλος μέντοι αὐτῆς αἵ τε φιλικαὶ φιλοφρονήσεις καὶ πυκναὶ παροιμίαι ἐνοῦσαι : καὶ τοῦτο γὰρ μόνον ἐνέστω αὐτῇ σοφόν ,
6494198 γυπες
κληρονομίαν ἢ ὅλως κέρδος οἱονοῦν παρεδρευόντων τισίν : οἱ γὰρ γῦπες τοῖς θνησιμαίοις παρεδρεύουσι . Ἀποῤῥαγήσεται τεινομένων τὸ καλώδιον :
αἰσχύνης ἔχοντες τὴν ἀπάτην οὐ σπουδῇ ἐχώρουν , τῷ Ῥώμῳ γῦπες ἐπισημαίνουσιν ἓξ ἀπὸ τῶν δεξιῶν πετόμενοι . καὶ ὁ
6489919 ἀγριαι
λελυμέναι . ἐδοκοῦ - σαν δέ μοι αἱ γυναῖκες αὗται ἄγριαι εἶναι . ἐκέλευσε δὲ αὐτὰς ὁ ποιμὴν ἆραι τοὺς
οὕτως Εὔπολις . στρουθίζων : τρίζων . Ἀριστοφάνης . στρουθοὶ ἄγριαι : αἱ στρουθοκάμηλοι . στρωματόδεσμα : οὐδετέρως Ἀττικοί ,
6487221 μεσται
ἐμφορηθεῖσαι δὲ ἀνθρωπείου βρώσεως ἐκρόαινον περὶ τὴν νῆσον καὶ ἐμαίνοντο μεσταὶ λύθρου , στᾶσαι δὲ ἐπὶ τῶν ἀκρωτηρίων καὶ τὰ
. ἐκ τούτου πύλαι μὲν ἀνεῳγμέναι ἦσαν τῶν τειχῶν , μεσταὶ δὲ αἱ ὁδοὶ πορευομένων παρ ' ἀλλήλους , μεστοὶ
6486949 ἀρρενες
καὶ τἆλλα σκεύη ποιοῦνται . ἔπειτα τῶν καρπίμων οἱ μὲν ἄρρενες αἱ δὲ θήλειαι : διαφέρουσι δὲ ἀλλήλων , καθ
θνητὰς ἐτράπου , ἅπαντες μεμίμηνταί σε , καὶ οὐχ οἱ ἄρρενες μόνον , ἀλλ ' , ὅπερ αἴσχιστον , καὶ
6486704 χιτωνες
, ὦ τέκνον , περιβέβληται χιτῶσιν . ὅταν οὗτοι οἱ χιτῶνες πυκνοὶ ὦσι καὶ παχεῖς , οὐκ ὀξυωπεῖ ὁ ὀφθαλμός
] ὕων [ σπαρναί τε χλαῖναι [ ] ες τε χιτῶνες [ [ βουκόλοι ] ἀγροιῶται ? [ [ ]
6482584 δορκαδες
σφῶν , ὥσπερ ἐκπεπληγμένα τοὺς ἀνθρώπους , ἔλαφοι δὲ καὶ δορκάδες καὶ στρουθοὶ καὶ ὄνοι πολλὰ μὲν καὶ ταῦτα ἑωρᾶτο
. Πάντα πέτρον κινήσω . Πάντα κάλων . Πρὸς λέοντα δορκάδες συνάπτουσι μάχας . Ῥόδιοι τὴν θυσίαν : ἐπὶ τῶν
6482581 ἐπιδιδοασιν
, αἳ εὐθύς τε χρήσιμοί εἰσι καὶ ἐπὶ τὸ βέλτιον ἐπιδιδόασιν . ἔχω δ ' ἐπιδεῖξαι καὶ γυναιξὶ ταῖς γαμεταῖς
, αὗται τῷ σώματι , ὁκόταν πλήρεες ἔωσιν , ἀεὶ ἐπιδιδόασιν : ὁκόταν δὲ κεναὶ περιίστανται , ἀπ ' αὐτοῦ
6480639 Ἐριννυες
οὐδ ' εἰ μάλα πόλλ ' ἀγορεύσω , οὕνεκ ' Ἐριννύες ἄμμι γάμου κεχολωμέναι αἰνοῦ ἀμφ ' Ἑλένης καὶ Κῆρες
τούτους ἐκ τῶν ὑδάτων ἐπὶ τὴν γῆν . ἐριννύων : Ἐριννύες μυθικῶς τρεῖς * εἰσι δαίμονες τιμωρητικαί , ὧν τὰ
6477064 γεμουσι
φρέαρ δ ' ἐλαίου μεστόν : αἱ δὲ λήκυθοι μύρου γέμουσι , τὸ δ ' ὑπερῷον ἰσχάδων . Ὀξὶς δὲ
, νόθον ἐπ ' ἐνέδρᾳ τῶν θεωμένων δημιουργεῖ . τοιαύτης γέμουσι βαρυδαιμονίας οἱ λίαν εὐτυχεῖς , ἧς τὰς ὑπερβολὰς αὐτοὶ
6474256 τρυγονες
. ἐστὶ δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρυγόνες , κίχλαι , κόσσυφοι , λαγῴ , ἄρνες ,
λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ τρυγόνες πέρδικές τε καὶ ὅσον ἄλλο πτηνῶν πλῆθος ἦν .
6473772 διαβρωτικαι
δὲ τῶν ἱεράκων τε καὶ ἀετῶν δριμύτεραί πώϲ εἰϲι καὶ διαβρωτικαὶ καὶ ἰώδειϲ τὴν χροιάν , ἐνίοτε δὲ καὶ μέλαιναι
διυγραίνουσι ὑγραίνονται * ὕπερθεν : ἐπάνω * σηπεδόνες : σήψεις διαβρωτικαὶ σήψεις * οἱ ἀμφίς : τῷ δηχθέντι ἀμφοτέρωθεν τῆς
6473492 κρεμανται
εἰρήνῃ αἰτίαν ἐπενεγκόντες . οὔκουν πολλοὶ μὲν ἐπὶ τῶν σταυρῶν κρέμανται , πολλοὶ δὲ ὑπὸ τοῦ δημίου ἀπεσφαγμένοι , ἕτεροι
χρὴ στῆσαι πρὸς τὸν ἥλιον καὶ κατανοῆσαι ἐν ποίῳ τόπῳ κρέμανται καὶ ἐπιστάξαι αὐταῖς γάρος καὶ εὐθέως ἀφίστανται τοῦ τόπου
6468428 μαινονται
ἴδοιμι : ἀπὸ κοινοῦ τὸ μαινόμενον : ὡς αἱ ἵπποι μαίνονται ἔχοντός τινος τὸ ἱππομανές . λιπαρᾶς ἔκτοσθε παλαίστρας :
καὶ αἱ Θυιάδες ἐπὶ τούτοις τῷ Διονύσῳ καὶ τῷ Ἀπόλλωνι μαίνονται . Τιθορέα δὲ ἀπωτέρω Δελφῶν ὀγδοήκοντα ὡς εἰκάσαι σταδίοις
6466162 Λακαιναι
ἀντιτιθείς , ἴσως τὰς κατὰ στοῖχον πεφυτευμένας . γενναῖαι κύνες Λάκαιναι , Ἀρκάδες , Ἀργολίδες , Λοκρίδες , Κελτικαί ,
ὧδέ πως λέγοιτο : τριήρεις προσεδοκῶντο εἰς Κιλικίαν πολλαὶ μὲν Λάκαιναι , πολλαὶ δὲ Περσίδες , Κύρῳ ναυπηγηθεῖσαι ἐπ '
6465368 χωλαι
καὶ τὸ ὀδύρεσθαι : αἱ Λιταὶ καθ ' Ὅμηρον καὶ χωλαὶ καὶ ῥυσαὶ ὑπὸ βραδύτητος , τουτέστιν ὑπὸ μακρολογίας ,
Ἑλένης τῶν γάμων τὰ πεντάγαμβρα νυμφεῖα μερίσασθαι ἢ γυιαὶ αἱ χωλαὶ φύσει ἢ αἱ χωλοποιοῦσαι παρὰ τὸ γυίω τὸ βλάπτω
6462779 λεγουσαι
μαλακοῖς , θελκτικοῖς , κολακευτικοῖς μύθοις ] λόγοις ὦ ] λέγουσαι δηλονότι μέγ ' ] μεγάλως εὔδαιμον ] μακαρία παρθενεύεις
ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς ἀναγκαίας ὕλης αἱ μὲν καταφάσεις ἄμφω λέγουσαι εἶναι τὸ ἐξ ἀνάγκης ὑπάρχον ἀληθεῖς , αἱ δὲ
6453745 Θετταλαι
αὐτῆς οἴνῳ ἔρραινον . καὶ φασὶν , ὅτι ζηλοτυποῦσαι αἱ Θετταλαὶ γυναῖκες ἐφόνευσαν αὐτὴν ξυλίναις χελώναις τύπτουσαι ἐν τῷ ἱερῷ
Εἴ τινα οἶσθα , Βακχί , γραῦν , οἷαι πολλαὶ Θετταλαὶ λέγονται ἐπᾴδουσαι καὶ ἐρασμίους ποιοῦσαι , εἰ καὶ πάνυ
6453400 νιφαδες
σῖτον αἱρουμένῳ πολλάκις . τὸ πολὺ δὲ ἐποίουν καὶ αἱ νιφάδες , ἡνίκ ' ἂν ἀλλήλοις ἐντύχοιμεν . οὐ γὰρ
ἀπάνευθε νεῶν ἐχέοντο θοάων . ὡς δ ' ὅτε ταρφειαὶ νιφάδες Διὸς ἐκποτέονται ψυχραὶ ὑπὸ ῥιπῆς αἰθρηγενέος Βορέαο , ὣς
6448140 κυκνοι
τε Ἠριδανῷ ἐμπεσεῖται καὶ παρέξει μῦθόν τινα τῷ ὕδατι . κύκνοι γὰρ δὴ ἀναφυσῶντες ἡδύ τι ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ
ᾆσμα : ἐπὶ τῶν ἐγγὺς θανάτῳ ὄντων : οἱ γὰρ κύκνοι θνήσκοντες ᾄδουσιν . Κορώνη τὸν σκορπίον : ἐπὶ τῶν
6445612 περιστεραι
πέρδικες , ἀτταγῆνες , ἀλε - κτρυόνες , ἀλεκτορίδες , περιστεραὶ καὶ τῶν φασιανῶν ζώων πλῆθος καὶ τῶν στρουθῶν καὶ
πάντως , τὸ δὲ δεύτερον θῆλυ . τίκτουσι δὲ αἱ περιστεραὶ κατὰ πᾶσαν ὥραν τοῦ ἔτους : ἔνθεν τοι καὶ
6439707 ἀῤῥενες
τίκτεται : γεννῶνται . Οὔτε τι θῆλυ : οὔτ ' ἄῤῥενες , οὔτε θήλεις εἰσίν . ἀπ ' ἀμοιβῆς :
ἄῤῥενες προτρέχουσιν , αἱ δὲ θήλειαι ἐπακολουθοῦσιν : οἱ γὰρ ἄῤῥενες ἐν τῷ τρέχειν παρατρίβονται τὰς ἑαυτῶν γαστέρας , καὶ
6436498 θαλασσιοι
γενομένους παλιναιρέτους . Τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσι γὰρ θαλάσσιοι ; Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν ,
ἁλὶ ἁρπάζοντες , καὶ οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοί : ἀετοὶ θαλάσσιοι : οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοὶ , οὐχ ὅτι ἡ
6433164 μεριμναι
. τάδ ' αὐτόδηλα , προῦπτος ἀγγέλου λόγος : διπλαῖ μέριμναι , διδύμα δ ' ἀνορέα : κάκ ' αὐτοφόνα
πεπυκασμένος χορεύσω . Ὅταν πίνω τὸν οἶνον , εὕδουσιν αἱ μέριμναι . τί μοι πόνων , τί μοι γόων ,
6432781 ἐξορμενιζειν
ὁρμενόεντα : τῶν λαχάνων αἱ ἄνθαι ὁρμενὰ καλοῦσι , καὶ ἐξορμενίζειν τὸ ἐκβλαστάνειν καὶ ἐξανθεῖν ὁρμενόεντα : βεβηκότα καὶ κατὰ
: τῶν γὰρ λαχάνων αἱ ἄνθαι ὄρμενα καλοῦνται , καὶ ἐξορμενίζειν τὸ ἐκβλαστάνειν καὶ ἐξανθεῖν . λέγε οὖν ὄρμενα ,
6431231 πρωτοτοκοι
γένωνται , καὶ μάλιστα τοῦ ὡροσκοποῦντος , ἐπὶ μὲν Κρόνου πρωτότοκοι ἢ πρωτότροφοι , ἐπὶ δὲ Ἄρεως θανάτῳ τῶν λοιπῶν
τὴν μεγάλην πληγὴν φθορᾷ τῶν πρωτοτόκων Αἴγυπτος , οἱ Ἰσραὴλ πρωτότοκοι ἐγένοντο ἅγιοι , ἀλλ ' ὅτι καὶ πάλαι καὶ

Back