ἐπισπᾶται , ἀναγκάζει . , φέρει . αὐτὴν ] τὰ γήϊνα . τὴν ἰκμάδα ] τὴν λεπτότητα . , τὸ
ἐὰν σὺ πρὸς ἐκείνους βλέπῃς καὶ μὴ ῥέπῃς ἐπὶ τὰ γήϊνα καὶ ἐπίκηρα χρήματα . ” καὶ ὁ μὲν ταῦτα
6223518 ὑψηλα
ἀπαγορεύει καὶ ἐντεῦθεν ἑάλωκε . τὰ δὲ ἀνάντη μὲν καὶ ὑψηλὰ οἱ λαγῲ ἀναθέουσι ῥᾷστα : τὰ γάρ τοι κατόπιν
εἰς ἐμέ : κἀγὼ ἀκούσας ἑβδομαίαν οὖσαν ἐπέτρεψα πρὸς γῆν ὑψηλὰ πηδᾶν : ἑπτὰ δέ οἱ πεπήδητο , καὶ ἐξῆλθεν
6216635 ἀφορα
τὰ σπέρματα . ταῦτα γὰρ κερασβόλα καλοῦσί τινες , καὶ ἄφορα καὶ ἀτελῆ τὰ τοιαῦτά φασι γίνεσθαι , ὥστε μηδὲ
ἄκαρπα , τὰ δὲ ἀντικείμενα τῇ Ἀραβίᾳ ὀρεινά τε καὶ ἄφορα . Ἐν δὲ τῇ Βαβυλῶνι πολὺ πλῆθος ἀνθρώπων γενέσθαι
6139046 ὀρνεα
ἀντὶ δὲ περικεφαλαίας τὴν χύτραν , ἵνα μὴ ἐφιπτάμενα τὰ ὄρνεα τύπτῃ αὐτούς . τὰς δὲ μυρρίνας πρὸς τὸ ἀποσοβεῖν
πελίας καλεῖσθαι καὶ τοὺς γέροντας πελίους : καὶ ἴσως οὐκ ὄρνεα ἦσαν αἱ θρυλούμεναι πελειάδες , ἀλλὰ γυναῖκες γραῖαι τρεῖς
6083595 ταπεινα
, διαμαρτάνει : καὶ γὰρ πάθη τινὰ διεστῶτα ὕψους καὶ ταπεινὰ εὑρίσκεται , καθάπερ οἶκτοι λῦπαι φόβοι , καὶ ἔμπαλιν
τοὺς κανθάρους , ὦ τάλαν , ἐκείνους τοὺς ἁδρούς , ταπεινὰ δὲ καὶ γλαφυρὰ πάντες ὥσπερ αὐτὰ τὰ ποτήρια ,
6043095 κητη
ἡ δ ' ἑξῆς θάλαττα βαθεῖα παντελῶς ἐστι , καὶ κήτη φέρει παντοδαπὰ παράδοξα τοῖς μεγέθεσιν , οὐ μέντοι λυποῦντα
ἐτησίων ἀναχωρεῖν . εἶναι δὲ αὐτὴν καὶ γλυκεῖαν , καὶ κήτη παραπλήσια τοῖς ἐν τῶι Νείλωι κροκοδείλοις καὶ ἱπποποτάμοις ἔχειν
5960115 βαρεα
λίαν χλωρά : βραδέως γὰρ ἀναφέρεται τὰ ἐκτρυπήματα διὰ τὸ βαρέα εἶναι : τῶν δὲ ξηρῶν ταχέως καὶ εὐθὺς ὁ
γῆρας δὴ καὶ νόσος καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα τοῖς μὲν βαρέα φαίνεται καὶ χαλεπά , τοῖς δ ' ἐλαφρά τε
5949649 διῃρημενα
, οὕτως τὸ ΔΕ πρὸς τὸ ΕΘ . καὶ ἐπεὶ διῃρημένα μεγέθη ἀνάλογόν ἐστιν , καὶ συντεθέντα ἀνάλογον ἔσται :
μίαν Μύκονον ‚ ἐπὶ τῶν ὑπὸ μίαν γραφὴν ἀγόντων τὰ διῃρημένα τῇ φύσει . καὶ τοὺς φαλακροὺς δέ τινες Μυκονίους
5937533 ἀτιμοτερα
καὶ αἱ βάναυσοι , ἔσται ἡ φιλοσοφία καὶ τῶν βαναύσων ἀτιμοτέρα . καθόλου γάρ , ἐὰν ὦσι δύο τέχναι καὶ
τὴν ἐπ ' Εὐρώτᾳ γῆν πειραθῆναι πολεμίων ἐμβολῆς , οὐδὲν ἀτιμοτέρα τῶν παρ ' ἐκείνοις τόπων Ἐλευσὶς αὕτη , τὸ
5883149 μαλακα
ἔχων ὀρθὰς ὥσπερ ὀξυάκανθος : φύλλα ἐπιμήκη , ὑπολίπαρα , μαλακά . ἔστι καὶ ἑτέρα παρ ' αὐτὴν λευκοτέρα .
εἰρημένων ἁπάντων τὰ μὲν ἧττόν ἐστι , τὰ δὲ μᾶλλον μαλακά , σκληρὸν δ ' ὁμοίως τούτοις οὐδέν : ἀλλά
5870681 στασιμα
ἐς τὴν ὑγιείην . Ὁκόσα μὲν οὖν ἐστιν ἑλώδεα καὶ στάσιμα καὶ λιμναῖα , ταῦτα ἀνάγκη τοῦ μὲν θέρεος εἶναι
πλεῖστον ἔχουσιν . Τὰ δ ' οὐ διαχωρητικὰ , ἀλλὰ στάσιμα , ὅσα φῦσαν παρέχουσιν : τὰ γὰρ ὑγρὰ ξηραινόμενα
5852073 ἑτεροια
μίη καὶ οὐ μίη , ᾗ πάντα ταῦτα καὶ τὰ ἑτεροῖα διοικέεται , ἡ μὲν ἐς ζωὴν ὅλου καὶ μέρεος
δέ γε πολλὰ καὶ ἕτερα καὶ τῷ τοῦ ἑτέρου φαντάσματι ἑτεροῖα καὶ ἀνόμοια ἑαυτοῖς . Οὕτω . Καὶ ὁμοίους δὴ
5844310 ἐπιχωρια
τὴν ἐν θεοῖς διατριβὴν λέγουσιν : οἱ δὲ ὅτι ὡς ἐπιχωρία θεός . ἄγαλμα γὰρ αὐτῆς ὁ Κάδμος ἱδρύσατο ἐν
τὸ ξυλίνους οἴκους ἔχειν . μόσσυνος γὰρ ὁ ξύλινος οἶκος ἐπιχωρία φωνή . . περὶ τῶν Μοσσυνοίκων φησὶν ὁ Ἀπολλώνιος
5820730 λιθιδια
διαφάνειαν καὶ τὰ χρώματα καλλίω : ὧν καὶ τὰ ἐνθάδε λιθίδια εἶναι ταῦτα τὰ ἀγαπώμενα μόρια , σάρδιά τε καὶ
τοῖϲ ἄλλοιϲ προϲφόρωϲ χρηϲόμεθα . Ἐμπίπτει τοῖϲ ὠϲὶν οὐ μόνον λιθίδια ἀλλὰ καὶ ὕαλοϲ καὶ κύαμοι καὶ τὰ τῶν κερατίων
5817773 πτηνα
αἵματος γεννητικά , γυμναστικοῖς μᾶλλον σώμασιν ἐφαρμόζονται : τὰ δὶς πτηνὰ δὲ ἐναέρια κουφότερα μὲν πολλῷ καὶ οὐχ οὕτω πολύτροφα
γὰρ τὰ θηρία ὑπὸ τῶν φιλοσοφούντων μεταβάλλομαι , χερσαῖα ἔνυδρα πτηνὰ πολύμορφα ἄγρια τιθασσὰ ἄφωνα εὔφωνα ἄλογα λογικά : νήχομαι
5793449 οἰκουμενα
τὰ λοιπὰ τῶν ὀρῶν ἄβατα ἐποίει : εἰς γὰρ τὰ οἰκούμενα κατιόντες οἱ ταῦροι ἔσινον τὰ δένδρα καὶ τοὺς καρποὺς
δαιμονίου , ἀλλ ' ἔστιν ἅπαντα τὰ περὶ τὴν πόλιν οἰκούμενα χωρία , πολλὰ ὄντα καὶ μεγάλα , γυμνὰ καὶ
5779735 βαθεα
ὑδατώδεα , λεπτά , ἄνοϲμα : ἢν δὲ ἐπὶ μᾶλλον βαθέα , ἰχωροειδέα , ὑπέρυθρα , οἰνώδεα ἢ ὅκωϲ κρεῶν
Ἐλινύειν . ἡσυχάζειν Ἐννώσας . διανοηθείς . Ἀναξυρίδας . τὰ βαθέα καὶ βασιλικὰ τῶν ὑποδημάτων , ἢ τὰ νῦν βρακία
5769260 Λευκα
. τῶν δ ' ὀρῶν τὰ μὲν πρὸς δύσιν καλεῖται Λευκά , οὐ λειπόμενα τοῦ Ταϋγέτου κατὰ τὸ ὕψος ,
αἱ τεσσαράκοντα , ὧν Ἀλκίδας ἐστρατήγει , καὶ αἱ λοιπαὶ Λευκά - διαι , ἃς εἴρηκεν ἐς Σύβοτα λιμένα τῆς
5760921 ἀγρευομενα
δὲ τῷ ἐν Σκιλλοῦντι χωρίῳ καὶ θῆραι πάντων ὁπόσα ἐστὶν ἀγρευόμενα θηρία . ἐποίησε δὲ καὶ βωμὸν καὶ ναὸν ἀπὸ
: αὐξανόμενα ἐν τοῖς βρύοις , ἢ νηχόμενα , ἢ ἀγρευόμενα , ἢ κοσμούμενα γεραιόμενα ] ἑδραζόμενα ἐχθομένη ] ἡ
5725991 πλωτα
οἱ μετ ' αὐτὸν Ὠκεανὸν προσαγορεύοντες τὰ παρ ' ἡμῖν πλωτὰ πελάγη λιμένων ἔχειν μεγέθη νομίζουσι , τὸ δὲ γλυκὺ
δώδεκα . Τῆς Κέρνης δὲ νήσου τὰ ἐπέκεινα οὐκέτι ἐστὶ πλωτὰ διὰ βραχύτητα θαλάττης καὶ πηλὸν καὶ φῦκος . Ἔστι
5693284 ἀοικητῳ
ἰσημερινῶν δεκαεπτά . Τὰ δ ' ἐπέκεινα ἤδη πλησιάζοντα τῇ ἀοικήτῳ διὰ ψῦχος οὐκέτι χρήσιμα τῷ γεωγράφῳ ἐστίν . ὁ
. ταῦτα δ ' οὐ διαφέρει θαλάττῃ περατοῦσθαι ἢ γῇ ἀοικήτῳ : ὁ γὰρ γεωγραφῶν ζητεῖ τὰ γνώριμα μέρη τῆς
5673797 τραχεα
μικρότερος γίνηται καὶ ἀμυδρῶς , ἢ μηδ ' ὅλως βλέπῃ τραχέα δὲ τὰ βλέφαρα λέγεται , ὅταν ἐκστραφέντα ἐναιμότερα φαίνηται
χωρίων , καὶ οὔτε πεδίον οὔτε ὄρος οὔτε τὰ λίαν τραχέα οὔτε χαράδρα ἢ ῥεῦμα ἀποκωλύει αὐτήν , πολλούς τινας
5648206 ἀψυχα
πραγμάτων ἀσχολεῖται εὐφημίας τὸ ἐγκώμιον : τὰ δὲ πράγματα ἢ ἄψυχά ἐστιν , ὄντα ἐν σώμασιν οἷον ἀσπὶς ἢ δόρυ
τὰ ἔμψυχα καὶ ἄλογα , οἷον ὁ βοῦς , τὰ ἄψυχά φησι χρῆναι παρασκευάζειν καὶ ἔχειν οἴκοι κείμενα : καὶ
5648166 πεδια
εὐερκής ἐστιν , ὥσπερ τείχους ἀνεστηκότος . ἐὰν δὲ τὰ πεδία προβαλλομένη ἐν τοῖς σκληροῖς φαίνηται ἱδρυμένη , ὅτι ἥμερός
ὑπὸ τῆς δασύτητος τῶν χωρῶν : πολλὰ δὲ κατὰ τὰ πεδία χαλεπώτερα τῶν ἰοβόλων ζώων ἡ Αἴγυπτος φέρει : ἐπειδὰν
5646552 σκληροτητι
ἀναφυόμενα , ταῦτα γὰρ ἀσθενέστερα : φθείρει δὲ ὅτι τῇ σκληρότητι καὶ τῇ ξηρότητι ἀφαιρεῖται τὴν τροφὴν τὴν μὲν ἕλκοντα
ἐστί , τὰ δὲ φυλάττοντα τὸν ἔμπροσθεν ὄγκον ἅμα τῇ σκληρότητι χείρω : δύσπεπτα γὰρ καὶ γεώδη ταῖς οὐσίαις ἐστὶν
5644586 κουφα
τὰς θερινάς . ἀνάγκη γὰρ λαμπρὰ εἶναι καὶ εὐώδη καὶ κοῦφα . Διοκλῆς δέ φησι τὸ ὕδωρ πεπτικὸν εἶναι καὶ
πολυπραγμονεῖν . καί μοι λέγε : θερμὰ καὶ σκληρὰ καὶ κοῦφα καὶ γλυκέα δι ' ὧν αἰσθάνῃ , ἆρα οὐ
5637642 ἀμφιβια
διὰ τὸ ἑαυτὰ παίειν , καὶ ἀποδημίας , ὅτι ἐστὶν ἀμφίβια . ὅσοι δὲ τῶν ἰχθύων ἐκταράσσουσι τὴν κοιλίαν ἡμῶν
ἀκριβολογεῖσθαι θέλοι , τὰ μὲν ἂν εὕροι κοινὰ καὶ ὥσπερ ἀμφίβια , καθάπερ μυρίκην ἰτέαν κλήθραν , τὰ δὲ καὶ
5637420 πεζα
τὸ μὴ πεζόν , ὡς ὅταν εἴπω τὰ μὲν Πλάτωνος πεζά , τὰ δὲ Ὁμήρου μέτρα . μέτρον καλεῖται καὶ
στρατείαν : Ἀργοναῦται ἐν βιβλίοις ἕξ . ταῦτα δέ ἐστι πεζά . Μυθικὰ πρὸς Παρμένωντα . . . : .
5629472 ἀγονα
μὴ πάλιν ἡ τεκοῦσα ὑποθάλψῃ αὐτὰ ἐπελθοῦσα ταχέως , γίνεται ἄγονα . ἀθρόα δὲ καὶ πεντεκαίδεκα ᾠὰ ἀποτίκτει . Παφλαγόνων
, ὡς ὀκτὼ μῆνας ἐνδιαιτηθῆναι γαστρί , κατὰ τὸ πλεῖστον ἄγονα ; λογικόν τέ φασιν ἄνθρωπον κατὰ τὴν πρώτην ἑπταετίαν
5628259 σκληρα
καὶ πρὸς τὰ δύσπεπτα καὶ δυσμετάβλητα τῶν ὄγκων , καὶ σκληρὰ καὶ πελιδνὰ διαπυΐσκει διὰ ταχέων , τὰς δὲ χοιράδας
ἑκάστοτε ἐν τοῖς συρίχοις πωλοῦντας ; οἳ κάτωθε μέν τὰ σκληρὰ καὶ μοχθηρὰ τῶν σύκων ἀεί τιθέασιν , ἐπιπολῆς δὲ
5625861 φωτιζομενα
ὥσπερ δὴ καὶ ὁ ἥλιος φωτίζει οὐκ ἐστραμμένος πρὸς τὰ φωτιζόμενα , ἀλλὰ τῇ συμπαθείᾳ . Ἀλλὰ πῶς ὁ οὐρανὸς
γὰρ ταῦτα κεκραμμένα μὲν ὄντα μετρίως τὰ οἰκεῖα δείκνυσι χρώματα φωτιζόμενα , ἄγαν δὲ πυκνωθέντα μελαίνεται σκιερὰ μὲν πρώτως γινόμενα
5623488 καταξηρα
τὰ ἐν Δασκύλου κώμῃ . τὰ δ ' ἐν Καρούροις κατάξηρα καὶ σφόδρα θερμά : τὰ δὲ περὶ Μηνὸς κώμην
καὶ τὰ Δασκύλου κώμῃ : τὰ δ ' ἐν Καρούροις κατάξηρα καὶ σφόδρα θερμά : τὰ δὲ περὶ Μηνὸς κώμην
5617492 καιομενα
. στρέφουσι δὲ ἐξ αὐτοῦ καὶ ἐλλύχνια , καὶ ἔστιν καιόμενα λαμπρὰ καὶ ἀκατάκαυστα . τῶν δὲ ἐκμαγείων τῶν ῥυπαινομένων
δὲ χολὴ ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . τὰ δὲ ὀστᾶ αὐτοῦ καιόμενα ἐπὶ ἀμπελίνων ξύλων δαίμονας διώκουσιν . ἐσθιόμενος δὲ ὁ
5612314 ὀστρεα
. τῶν δ ' ὀστρακοδέρμων τὰ μαλακόσαρκα , οἷα τὰ ὄστρεα , ὀλιγότροφα . ἄρτοι κρίθινοι , ὅπως ἂν σκευασθῶσιν
ὁ Ἱκέσιος τῶν προειρημένων εὐεκκρίτους μᾶλλον εἶναι , τὰ δὲ ὄστρεα ἀτροφώτερα τε τούτων καὶ πλήσμια , εὐεκκριτώτερα τε τούτων
5598038 βλαστηματα
ἑαυτοῖς , πάνθ ' ὅσα καλὰ καὶ τρόφιμα καὶ σπουδαῖα βλαστήματα καθιεροῦντες . Ἀλλ ' ὅ γε τῶν ἐνυπνίων μύστης
: εὑρέθη ἔχων καὶ κύστιν σκληρὴν καὶ ὀδυνώδεα : καὶ βλαστήματα , καὶ θέρμαι . Καὶ μετὰ ταῦτα ἠλγήκει παρ
5571502 φυομενα
φαντάζεσθαι . ἐν δὲ ταύτῃ οὔσῃ τοιαύτῃ ἀνὰ λόγον τὰ φυόμενα φύεσθαι , δένδρα τε καὶ ἄνθη καὶ τοὺς καρπούς
: ἐν μὲν γὰρ τῇ περὶ ἡμᾶς μικρὰ πάντα τὰ φυόμενα , καὶ οὐδὲν ὑπερέχον ὡς εἰπεῖν τῆς θαλάττης :
5571400 ἀκαρπα
φυτευόμενα μὲν οὖν κατὰ φύσιν ἀγαθὰ γίνεσθαι παρὰ φύσιν δὲ ἄκαρπα . ταῦτα μὲν οὖν ὥσπερ κοινὰ πάντων . Τῶν
ἐλαίας μὲν συνεκφέρουσιν , δάφνας δὲ οὐδαμῶς . τὰ δὲ ἄκαρπα χείρω χωρὶς τῶν ἐχόντων ἐξ αὐτῶν ἢ δι '
5569066 ποικιλα
ὅτι δὲ τὰ αἰσθητῶς κενούμενα [ διάφορά ] τέ καὶ ποικίλα , ⌈ ὡς ἀπεδείξαμεν ⌋ [ ] ? ?
μόλις . ὠρέξατο : ἐπελάβετο , ἥψατο . Παναίολα : ποικίλα . μερμηρίζει : διανοεῖται , μερίζεται καὶ φροντίζει ,
5566643 νευρωδεστερα
ἰχθύων ἀμείνω . λεπτοῦ γὰρ αἵματος καὶ καθαροῦ γεννητικά , νευρωδέστερα δὲ καὶ διὰ τοῦτο καὶ δυσπεπτότερα ἰχθύων ὄντα καὶ
τὴν αὐτοῦ τοῦ φλεγμήναντος ὀργάνου φύσιν . τὰ μὲν γὰρ νευρωδέστερα μέρη , σκληροτέρους ἐργάζεται καὶ μικροτέρους καὶ μᾶλλον ἐμπρίοντας
5563022 σηραγγας
πελάσω διὰ σαρκὸς ἅμιλλαν , θῦμα τριζύγοις θεαῖσι τῶι τε σήραγγας Ἴδας ἐνίζοντι Πριαμίδαι ποτ ' ἀμφὶ βουστάθμους . ἄλλος
καὶ τὰ ὅμοια ἐν τοῖς λίθοις : περὶ δὲ τὰς σήραγγας τῶν πετρῶν τὰ τήθεα καὶ αἱ βάλανοι καὶ αἱ
5561257 θερμασιᾳ
ὅτι διαφορά τίς ἐστι τῆς θερμότητος , ἢ ἁπλῶς πως θερμασίᾳ γίνεται [ καὶ ] ἡ πήδησις . καὶ τὰ
ποιεῖσθαι τὰς βρώσεις τῶν θηρίων κελεύειν , συνεργεῖν δυναμένῳ τῇ θερμασίᾳ πρὸς τὴν ἔξω τῶν ὑγρῶν φοράν : σκέπειν δὲ
5557844 ὀνομαζομενα
δ ' ἐπ ' ἀμφοτέροις θεαταί . καὶ τὰ μὲν ὀνομαζόμενα ὑπὸ τῶν πολλῶν ἔπαθλα ἆθλα καλοῖτ ' ἂν κοινῶς
, οὐχ ὡς πράγματα σημαίνοντα , ἀλλ ' ὡς τοιῶσδε ὀνομαζόμενα , οἷον Σωκράτης ἐν πλήθει θεωρούμενος τοῖς ἐπιζητοῦσιν αὐτόν
5556390 δυσωδη
οὐ δυσώδης . ποιήσεις δὲ καὶ τὴν ἀνθρωπείαν μὴ εἶναι δυσώδη : τὸ παιδίον , οὗ μέλλεις τὴν κόπρον λαμβάνειν
νεμόμενα εἴη τὰ ἕλκη , ὕφαιμα συνεκκρίνεται καὶ ἰχωρώδη καὶ δυσώδη , σὺν δὲ τούτοις δυσουρία τε καὶ τοῦ αἰδοίου
5548102 ἰλυι
σημαίνει τὴν ἀνάδοσιν τοῦ Νείλου : πατεῖ γὰρ ἐν τῇ ἰλύι ἕως ὅπου μέλλει τὸ ὕδωρ ἀναβαίνειν . ὅτι ἀναβαίνει
φησί : πάντα δὲ τὰ ὀστρακώδη γίνεται καὶ ἐν τῇ ἰλύι , ἐν μὲν τῇ βορβορώδει τὰ ὄστρεα , ἐν
5539915 ἁλμυρα
ἐκεῖνος ὁπανίκα καὶ τὺ φιλάσεις . ἁνίκα τὰν κραδίαν ὀπτεύμενος ἁλμυρὰ κλαύσεις . ἀλλὰ τύ , παῖ , καὶ τοῦτο
ῥύπτουϲι χρηϲτέον : τοιαῦτα δέ εἰϲι μάλιϲτα τὰ γλυκέα καὶ ἁλμυρὰ καὶ ἄλλωϲ ϲμηκτικὰ θερμαίνοντα . οἶνον [ τε ]
5534099 ποτιμωτερα
τὴν αὐτὴν δ ' αἰτίαν καὶ τὰ ἐν τοῖς ὄρεσι ποτιμώτερα τῶν ἐν τοῖς πεδίοις : ἧττον γὰρ μέμικται τῷ
δὲ τῆς μελέτης κατὰ τὸν Πολέμωνα ἐρρωμένα καί που καὶ ποτιμώτερα , τὰ δὲ τῆς εὐροίας οἷα τοῖς ἀλύπως ἀναγιγνώσκουσι
5526439 θερμα
ὄπτησον ἅπασαν ἁλσὶ μόνον λεπτοῖσι πάσας καὶ ἐλαίῳ ἀλείψας . θερμά τ ' ἔχειν τεμάχη βάπτων δριμεῖαν ἐς ἅλμην :
μέλαν λέγωμεν ὅμοιον εἶναι κατὰ τὸ θερμόν : ἀμφότερα γὰρ θερμά ἐστιν , ἀλλὰ κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον :
5521346 πελιδνα
σμικρὰ πρὸς ἡμέρην : ἄφωνος : ἵδρωσε ψυχρῷ : ἄκρεα πελιδνά : περὶ δὲ μέσον ἡμέρης , ἑκταῖος ἀπέθανεν .
τὰ οὖρα καὶ ἀνυπόστατα , τοῦ δὲ δεινοῦ πάνυ κεκρατηκότος πελιδνά τε καὶ μέλανα τούτοις ἂν ἀποδοθείη τὰ παρυφιστάμενα ,
5511548 ζωα
κατὰ τὴν νῦν γέννησιν ἀποσημαίνει , ἅπαντα γὰρ φαίνεται τὰ ζῶα καὶ τὰ φυτὰ καὶ διαμένοντα καὶ γεννώμενα ἐν τοῖς
τούτων καὶ τὸ παντὶ ἐνδέχεται : οὐ πάντα δὲ τὰ ζῶα βαδίζει : οὐδὲ γὰρ τὰ ἑρπετά : ὥστε διὰ
5510392 ὀστρακοδερμα
, καὶ ὀξυτάτως πηγνύων , καὶ ἔχων βέλος ὀξὺ , ὀστρακόδερμα δ ' εἰσὶν ὁ καραβὸς καὶ οἱ ἀστακοί .
εἰς τὴν ἰδίαν κοίτην , ἀλλότριον μὴ ἐπιβαίνων . Τὰ ὀστρακόδερμα πάντα γηράσαντα τὸ ὄστρακον ἀποβάλλουσι καὶ ἄλλο κάτωθεν νέον
5485632 στρογγυλα
μέλιτι ἀντὶ τοῦ γλυκέος . ἄλλο . ῥάφανον κατακόψας καὶ στρογγύλα ποιήσας ὄπτησον ἐπ ' ἀνθράκων καὶ μετὰ μέλιτος φάγε
πρίζουσι : πελεκητὰ δέ , ὅσων ἀποπελεκῶσι τὰ ἔξω : στρογγύλα δὲ δῆλον ὅτι τὰ ὅλως ἄψαυστα . τούτων δὲ
5483093 ἐλαιοφανη
συντηκομένης ἤδη τῆς πιμελῆς , ὧν τὰ μὲν ἐλαιόχροα καὶ ἐλαιοφανῆ , ἀρχομένης ἤδη τήκεσθαι τῆς πιμελῆς τεκμήρια , τὰ
τὰ οὖρα βραχείας ἔτι πιμελῆς τακείσης : τὰ δ ' ἐλαιοφανῆ ἐπιδόσεων ἤδη τῆς συντήξεως μείζω χῶραν ἐχούσης . Ἀλλ
5470112 σαρκωδεστερα
μάλιστα ἄχρι τοῦ γόνατος , τὰ δὲ ἄνωθεν τούτου καὶ σαρκωδέστερα καὶ ἰσχυρότερα . Τὴν δὲ διάστασιν τοῖν σκελοῖν ἐχέτω
, κρεῶν δὲ τὰ πίονα καὶ νεογνά : τὰ γὰρ σαρκωδέστερα καὶ διαπεπονημένα , καὶ ὅσα ταῖς ἡλικίαις ἀκμάζοντα ,
5463840 Αἰγυπτιᾳ
, δεικνύουσι πολλαχόθεν , καὶ ἐκ τῶν ἐν Θηβαΐδι τῇ Αἰγυπτίᾳ γεννωμένων μυῶν μετὰ τὴν τοῦ Νείλου τῆς ἀναβάσεως ὑποχώρησιν
ᾤκησεν , ἔθυσε δὲ τὴν βοῦν Ἀθηνᾷ , καὶ τῇ Αἰγυπτίᾳ φωνῇ ταύτην ἐτίμησεν ἐκεῖ Ὄγκαν . ὅθεν οὕτως καὶ
5456722 κνωδαλα
δὲ καὶ ἄπυστος ὁποίποτε κείσομαι σηπόμενος , εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλων . Συνάπτεις γάρ , ὦ Ἀξίοχε , παρὰ
πάντα τεοῖσι δ ' ὑπὸ σπλάγχνοις ἔσκ ' ἁβρὰ Μουσᾶν κνώδαλα : Πιερίδων θ ' ἁλιευτὰς ἔπλεο , θυμέ ,
5454241 πολυσπερμα
, τὰ δὲ χερσαῖα ἠπείρους καὶ ὄρη , τὰ δὲ πολύσπερμα καὶ πολύγονα ὄχλους καὶ δήμους , τὰ δὲ ἄγονα
ἔστιν ἀναστρέφεσθαι θάλασσάν τε καὶ γαῖαν : ὧν μέν εἰσι πολύσπερμα , τὰ δὲ ἄγονα πάλιν , πέφυκαν ὀλιγόγονα ,
5448725 ἐλαιωδη
δὲ τοῦ δεινοῦ , ἤδη μὲν ἐλαιοφανῆ καὶ ἐλαιόχροα καὶ ἐλαιώδη γίνεται . Κἂν ἤδη δὲ τὴν πιμελὴν ἐπινεμηθὲν τὸ
χολῆς σημαίνει ἐξόπτησιν . τὰ δὲ ἐλαιόχροα καὶ ἐλαιοφανῆ καὶ ἐλαιώδη , τὸ πλέον ἐπὶ ταῖς ἀρχαῖς τῶν ἑκτικῶν συνίστασθαι
5447001 ἀφωνα
, βρέφη δ ' ἐν αὐτῇ περιφέρει τὰ γράμματα : ἄφωνα δ ' ὄντα τοῖς πόρρω λαλεῖ οἷς βούλεθ '
ἀπραξίας μὲν οὐχί , φόβους δὲ ἐπάγει : τὰ δὲ ἄφωνα οὔτε φόβους οὔτε πράξεις . ἰδίᾳ δὲ τὸ ρ
5436498 γεννητικα
τέλεια καὶ οὐ πηρώματά ἐστι . σημεῖον δέ , ὅτι γεννητικὰ ἑτέρων τοιούτων καὶ ἀκμὴν ἔχει καὶ φθίσιν . ἀλλὰ
ἡ δὲ πρὸς δύναμιν τοῦ γεννᾷν : ἔνια δὲ ἄτροφα γεννητικὰ δὲ , τὰ δ ' ἴσως ἀνάπαλιν . Τάχα
5436226 ὑποχωρητικα
τὰ ψύχοντα τὰ ἐν τῇ κοιλίῃ : τὰ δὲ τοιαῦτα ὑποχωρητικά ἐστι : καὶ τὰ ψυχρὰ καὶ τὰ ὑγρά :
⌈ καλεῖται [ καλοῦνται ] : τὰ δὲ ἐξοδικὰ ἢ ὑποχωρητικά , ἅπερ ἐπὶ τῇ ἐξόδῳ τοῦ δράματος ᾄδεται ,
5436201 δενδρα
ἀκρίδας λάλους , ἐλάμβανον τέττιγας ἠχοῦντας , ἄνθη συνέλεγον , δένδρα ἔσειον , ὀπώραν ἤσθιον : ἤδη ποτὲ καὶ γυμνοὶ
δὲ καλεῖ ἡ παλαιὰ συνήθεια καὶ πόας καὶ θάμνους καὶ δένδρα . λοιπὸν ὁ Ἱπποκράτης ἐπιφέρει θαυμαστὸν λόγον , ὅτι
5434569 ὑδατα
ἀποδημίαϲ αὐτῇ χρῶνται , ὅταν ὑπονοῶϲι μοχθηρούϲ τιναϲ ἀέραϲ ἢ ὕδατα , ἔνθα πορεύονται . Λαβὼν ἐχίδναϲ νεοθηράτουϲ δ ,
δεξιὰν ἤπειρον ἐκπίπτει κατὰ πολλοὺς τόπους ἐκ πέτρας εἰς θάλατταν ὕδατα πολλά , πικρᾶς ἁλμυρίδος ἔχοντα γεῦσιν . παραδραμόντι δὲ
5417161 θαλασσια
πολύπους τὸν κάραβον . πόνοισι : ἀγῶσιν . Ἰχθυόεσσα : θαλασσία , ἰχθυηρά . μετά σφισιν : ἐν αὐτοῖς τοῖς
τέλει γεγράφθαι : „ ἐκ δὲ παίδων χαύνοις φρένας ἁ θαλασσία λέπας „ . ὁ δ ' Ἀριστοφάνης γράφει ἀντὶ
5413761 τεχνητα
μετέχουσι τῆς ἑνώσεως , τουτέστι τὸ ὕδωρ , ἤπερ τὰ τεχνητά , τουτέστι θύρα , ὥσπερ καὶ * * *
ὥσπερ ἡ τέχνη , ὅταν μὴ ποιῇ ὁ τεχνίτης τὰ τεχνητά , τὴν δὲ φρόνησιν ἀεὶ πρακτικὴν εἶναι πᾶσα ἀνάγκη
5406831 ὑψηλοτατα
ἀνέμων , ὡς Θεόφραστός φησι . ταῦτα δὲ τὰ ὄρη ὑψηλότατά ἐστι . καί τινα διαφορὰν ἄλλην ἔχον . ἀντὶ
ἀνέμων , ὡς Θεόφραστός φησι . ταῦτα δὲ τὰ ὄρη ὑψηλότατά ἐστι . καί τινα διαφορὰν ἄλλην ἔχον . ἀντὶ
5399892 ἐρημα
τὸ νέφος : αἱ μὲν ἀγχιστῖναι : τὰ δ ' ἐρῆμα φοβεῖται . ἐννῆμαρ μέν : τῇ δεκάτῃ δέ .
προσαμύνει , ἀλλὰ κατὰ σταθμοὺς δύεται : τὰ δ ' ἐρῆμα φοβεῖται : αἱ μέν τ ' ἀγχιστῖναι ἐπ '
5379935 ἀγνωστα
: καὶ ὅταν δέῃ ἐπιστέλλειν ἀναγκαῖά τινα , ὑπὲρ τοῦ ἄγνωστα εἶναι τὰ ἐπιστελλόμενα τοῖς διακομίζουσιν ἑλίσσουσι παρ ' ἑαυτοῖς
στα ὑπάρχουσιν ἢ ἐγν * * * ὑποθώμεθα αὐτὰ εἶναι ἄγνωστα , ἄτοπον * * * πῶς γὰρ δυνατὸν ἄλλο
5375295 Αἰπολος
καὶ ἄροσιν ἐπιτηδεία . Ἀγέρωχος : ὁ ἄγαν αὐχῶν . Αἰπόλος : παρὰ τὸ αἰγοπόλος , ἤγουν ὁ αἶγας βόσκων
τὸ αἶπος , ἀκρωτήριον τὸ σκληρόν . , , . Αἰπόλος : . , . . . Αἰπόλιον : .
5370050 παμπολλα
τίνες οἱ πέραν κατοικοῦντες ἄνθρωποι . τούτου γέ τοι ἕνεκα πάμπολλα μὲν σιτία ἐνεβαλόμην , ἱκανὸν δὲ καὶ ὕδωρ ἐνεθέμην
παῖδας ποιεῖσθαι ἀνὴρ ἢ καὶ γυνή . καὶ ἄλλα δὲ πάμπολλα ἄν τις λέγοι ἐν οἷς τοῖς νοῦν τε καὶ
5357841 γεωδη
καὶ ὅσα ἐν ὕδασι ποιεῖται τὴν δίαιταν . Ἐπεὶ δὲ γεώδη τε καὶ πολύαιμα τὰ χερσαῖα εἴρηται καὶ παχύχυμα καὶ
τὰ μὲν οὖν ἐμπλαϲτικὰ φάρμακα τοιαῦτα . τὰ δὲ ϲτύφοντα γεώδη τέ ἐϲτι καὶ παχυμερῆ ταῖϲ τῶν ὄγκων ϲυϲτάϲεϲι ,
5351065 χερσαια
ἀλλοιοῦσα τὰ πράγματα : ἐπὶ δὲ τῶν ὁδευόντων ὁμοίως τὰ χερσαῖα καὶ τὰ τετράποδα τῶν ζῳδίων ἐπισκοπεῖν χρή . ἐπίμονα
θεὸς ποιήσας τὰ τετράποδα καὶ τὰ θηρία καὶ ἑρπετὰ τὰ χερσαῖα τὴν πρὸς αὐτὰ εὐλογίαν παρασιωπᾷ , τηρῶν τῷ ἀνθρώπῳ
5347415 ξηροτερα
δέοντος καὶ διὰ τοῦτο οὐ γίνεται σύλληψις , δίαιτα μὲν ξηροτέρα ἁρμόζει καὶ πυρίαι ξηραί , φάρμακά τε πρόσθετα στύφοντα
ἐκλεκτέον δὲ λευκὴν καὶ ἁπαλὴν τὴν ἐντεριώνην : ἡ γὰρ ξηροτέρα καὶ ἡ μελανίζουϲα φαύλη . κοπτέϲθω δὲ καὶ λεαινέϲθω
5340404 ἀχρεια
αἴσθωνται ψύχους , εὐθὺς ἀποδιδράσκουσι τὸν ἀέρα καὶ τὰ σώματα ἀχρεῖα ποιοῦσι καὶ ἀδύνατα ἀνέχεσθαι χειμῶνος , ὅτι δὲ ἔξεστιν
φύσεως θεωρία . τί οὖν παρασκευαζομένη τὰ ὅπλα κατατίθεσαι ὡς ἀχρεῖα ; τί δὲ τεχνάζῃ ἃ περιφρονεῖς καὶ ἐπονείδιστα νομίζεις
5338970 θηρια
τὸ πυριατήριον . ἐγχώριος ἀνήρ , ἐγχώριον πρᾶγμα ἀριστητικός ἥσθημα θηρία καπνοδόκην καυχήσεται καὶ γένηται τοῖσδε σάμερον κοπίς . τὰ
ἐγώ . Τοὺς μεγίστους , ἔφη , καὶ τὰ μέγιστα θηρία , ἃ πρότερον αὐτὸν κατήσθιε καὶ ἐκόλαζε καὶ ἐποίει
5334707 δυσπεπτα
περὶ τῆς ἰατρικῆς δέ : τῶν γὰρ βρωμάτων πνευματικὰ καὶ δύσπεπτα καὶ τιμωρίαν ἔχοντ ' ἔνι ' ἔστιν , οὐ
οὐ πάνυ δὲ εὐστόμαχος . Ὁλόκληρα δὲ λαμβανόμενα τὰ ἀμύγδαλα δύσπεπτα πέφυκε . τόν γε μὴν χυλὸν αὐτῶν εἰ παραμιγνύων
5325737 ϲαρκωτικα
τὰϲ διαθέϲειϲ κολλυρίοιϲ , παραιτούμενοι τὸ λοιπὸν τὰ ἁπλᾶ καὶ ϲαρκωτικὰ κολλύρια . εἰϲὶ δὲ ταῦτα τὰ νάρδινα καὶ τὰ
καὶ ϲηπτικά , τὰ δὲ ἴϲχαιμα . τὰ μὲν οὖν ϲαρκωτικὰ ἢ τῷ καθάραι τὰ ῥυπαρὰ ϲαρκοῖ , ὡϲ τὰ
5325119 αὐτοφυη
τῶν πρὸς διατροφὴν χρησίμων : καὶ τούτων τὰ πολλὰ ὑπάρχει αὐτοφυῆ . οὐκ ὀλίγους δὲ καὶ ἄλλους ἐδωδίμους καρποὺς φέρει
ἅπαξ : τοσαύτην δ ' ὀπώραν ἐκδίδωσιν ἡ παρόρειος τὴν αὐτοφυῆ καὶ ἀγρίαν σταφυλῆς τε καὶ ὄχνης καὶ μήλου καὶ
5323442 ὀρη
ὄρη τῆς Μυσίας , ἤτοι τῆς μικρᾶς Βιθυνίας : τὰ ὄρη δὲ λέγει τοὺς νῦν καλουμένους Ὀλύμπους , ὅπου ὁ
στήλας , ἐπ ' ἀνατολῇ δὲ τὰ ἄκρα καὶ ἔσχατα ὄρη τῶν ἀφοριζόντων ὀρῶν τὴν πρὸς ἄρκτον τῆς Ἰνδικῆς πλευράν
5322576 καρπιμα
τρόποι μὲν οὖν τοιοῦτοι τῶν τοιούτων γενέσεων . Πάντα δὲ κάρπιμα ἢ ἄκαρπα , καὶ ἀείφυλλα ἢ φυλλοβόλα , καὶ
πρὸ δὲ τῆς εἰσόδου πεφυκέναι δένδρα θαυμαστά , τὰ μὲν κάρπιμα , τὰ δὲ ἀειθαλῆ , πρὸς αὐτὴν μόνον τὴν
5321572 δασεα
, ἐπὶ δὲ τῶν βραχέων ἐλάττονα . Καὶ ἄλλως τὰ δασέα ἐξεφώνουν καὶ ἄλλως τὰ ψιλά . Υ μακρὸν δασυνόμενον
ποταμοὶ καὶ αἱ κρῆναι καὶ τὰ βάσιμα ἢ κατάσκια καὶ δασέα ὄρη , χαίρετε . Ἄρτι γὰρ καὶ τὸ μέγα
5321485 λεπιδωτα
γαλεὸς , δελφὶν , καὶ τὰ τοιαῦτα , τὰ δὲ λεπιδωτὰ , τὰ δὲ φολιδωτὰ , καὶ ὠοτοκοῦσιν , ὥσπερ
ξηρᾷ διαιτῶνται , καθάπερ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ἄλλῃ πολλαχῇ . λεπιδωτὰ δὲ εἴρηται πάντα τὰ τῶν ἰχθύων γένη ἔξω τῶν
5318037 ἀτροφα
φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί . πόνοι σιτίων
τροφὴν ἡ δὲ πρὸς δύναμιν τοῦ γεννᾷν : ἔνια δὲ ἄτροφα γεννητικὰ δὲ , τὰ δ ' ἴσως ἀνάπαλιν .
5310097 μαλακωτερα
καὶ τοιαῦτά τινα , τῶν Ἀττικῶν ἐρίων ἄλλ ' ἐστὶ μαλακώτερα , ἢ τῶν ἐν Βάκτροις καὶ Μήδοις εἰσί τινες
αὐτοῦ δὲ τοῦ ἐγκεφάλου τὰ πρόσθεν ὑγρότερα τοσοῦτον ὅσον καὶ μαλακώτερα . πάντα μὴν ταῦτα δέρματος οὐχ ὑγρότερα μόνον ,
5307385 ὑπτια
οὖσα τοιαῦτα παλαμᾶται . ἑαυτὴν ὑπέρριψε δένδρῳ , καὶ κεῖται ὑπτία , καὶ τὴν γαστέρα διώγκωσε , παρῆκε δὲ τὰ
, ἐκδικητής . κάτεισιν ] ἐλεύσεται . ὑπτίασμα ] ἡ ὑπτία κατάκλισις , ἤγουν τὸ νεκρὸν αὐτὸν εἶναι . ἀπαλλάσσουσιν
5305001 σπανια
εἰς μος δισύλλαβα διφθόγγῳ τῇ διὰ τοῦ ι παραληγόμενα , σπάνια καὶ ἐν ἀριθμῷ : ὁποῖον τί ἐστιν τὸ λοιμὸς
δὲ τὸ μεταξὺ διάστημα καὶ λιμένας οὐ πολλοὺς ὑδρεῖά τε σπάνια . ἔστι δὲ ἄκρα λεγομένη Ψευδοπενιάς , ἐφ '
5294168 ὑπογαστρια
: ὡς οὖσα θῆλυς εἰκότως οὖθαρ φορῶ : Στράττις οὖν ὑπογάστρια θύννου φησὶ καὶ Θεόπομπος : ἰχθύων ὑπογάστρια . ἀλλαχοῦ
ἐν δὲ Τορωναίων ἄστει τοῦ καρχαρία χρὴ τοῦ κυνὸς ὀψωνεῖν ὑπογάστρια κοῖλα κάτωθεν , εἶτα κυμίνῳ ταῦτα πάσας ἁλὶ μὴ
5293879 συγκεχυμενα
, ὅπερ εὐκρίνεια ἐν σαφηνείᾳ : ἐκείνη τε γὰρ τὰ συγκεχυμένα διευκρινεῖ πρὸς σαφήνειαν , ὡς ἐδείκνυμεν ἐν τῷ περὶ
νόμενα , ἀλλὰ τῷ ἑαυτοῦ ἑνὶ δεδεμένα καὶ ἔτι οἷον συγκεχυμένα , τοσοῦτόν γε προβληθέντα ὅσον ἐκεῖνο , μηκέτι ἓν
5293494 μετεωρα
καὶ βουλὴν τιθεμένοις ᾗ δεῖ πολεμεῖν , ἐδόκει χώματα χοῦν μετέωρα πρὸς τὴν πόλιν , ὡς εἶναι σφίσιν ἐπίσου πρὸς
, ᾧ ἕκαστα ξύντροφα . Ἀφεστεῶτα μὲν , ὥστε τὰ μετέωρα τῆς ἕδρης ψαύειν μὲν , πιέζειν δὲ μή :
5293136 ἐπιφερομενα
τοῖς ἀμαυροῦν τὴν δῆξιν δυναμένοις : καὶ τὰ μὲν συνεχῶς ἐπιφερόμενα εἴργειν διὰ τῶν ἀποκρουομένων καὶ ἀναξη - ραινόντων ,
χρήσιμον κρίνομεν . κατειληφότες οὖν καὶ τὰ ἀπὸ τῶν αἰτιῶν ἐπιφερόμενα ἅπαντα συμπτώματα , ὡς τὸ βάρος , καὶ τὰ
5289207 εὐαναγωγα
λέγειν . θεραπεύειν δὲ χρὴ τὰ ἐν τῷ πνεύμονι ἕλκη εὐανάγωγα παραϲκευάζονταϲ τὰ ὑποκείμενα τῶν ὑγρῶν καὶ ἀνακαθαίρονταϲ ἐπιμελουμένουϲ τε
καὶ μέλιτοϲ προϲλάβοιεν , ἀποφλεγματίζουϲι , μιγνύμεναι δὲ καὶ ἐκλείκτοιϲ εὐανάγωγα ποιοῦϲι τὰ κατὰ θώρακα . Δαμαϲκηνὰ ἐν τῷ περὶ
5288532 πεπνιγμενα
Παρὰ Κιλικίᾳ φασὶν ὕδατος εἶναι σύστημά τι ἐν ᾧ τὰ πεπνιγμένα τῶν ὀρνέων καὶ τῶν ἀλόγων ζῴων ἐμβραχέντα ἀναζῆν .
δ ' αὖ ταγηνίαις : τεμάχη δ ' ἄνωθεν αὐτόματα πεπνιγμένα εἰς τὸ στόμ ' ᾄττει , τὰ δὲ παρ
5287343 σκοτεινα
παναίολ ' ] τὰ ποικίλα τῷ θρήνῳ . αἰανῆ ] σκοτεινά , ἀχλύος γέμοντα . δύσθροα ] δύσφημα . βάγματα
λέγουσι δὲ καὶ τὸ ἀμαυρώσειν δηλοῦν : λυγαῖα γὰρ τὰ σκοτεινά . Ἀμερίας δέ φησιν ἀγνοῶν : λύγος ῥάβδος .
5287229 καυστικα
, τιθυμάλλων ὀπός , χελιδόνιον τὸ μικρότερον ἀρχομένης , τὰ καυστικὰ πάντα . Ἀγρώστεως ἡ ῥίζα μετρίως , καὶ ἡ
καὶ παχυμερῆ ταῖς συστάσεσιν εἴη , σφοδρὰ μὲν ὑπάρχοντα καὶ καυστικὰ συντήκει τε τὰ σώματα δίκην πυρὸς ἐσχάρας τε πολλάκις
5283058 ἀργυρεα
μὲν χρύσεα ποτήρια ὑστέρῳ χρόνῳ ἐκβρασσόμενα ἀνείλετο , πολλὰ δὲ ἀργύρεα , θησαυρούς τε τῶν Περσέων εὗρε , ἄλλα τε
μέγα τε καὶ ὑψηλόν , ἐν τῷ χρύσεά τε καὶ ἀργύρεα ἔνι μέταλλα , τὰ νέμονται Πίερές τε καὶ Ὀδόμαντοι
5279029 ϲτρυφνα
δὲ μαλακώτερα μᾶλλον ἐϲθίειν : ὅϲα δὲ ϲφοδρῶϲ αὐϲτηρὰ καὶ ϲτρυφνά , μοχθηρὰ τῇ τοιαύτῃ διαίτῃ . ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων
βάθουϲ τῶν ϲωμάτων ἐνεργεῖν φαίνεται μᾶλλον , ἐπιπολῆϲ δὲ τὰ ϲτρυφνά . ἐπειδὰν δὲ δοκιμάζειν ἐθέλοιϲ ἐνέργειαν εἰλικρινοῦϲ ϲτρυφνότητοϲ ,
5273504 πολυγονα
πλαγία , θερινά τε καὶ τροπικὰ καὶ πρὸς ἰσημερίου , πολύγονα καὶ ἄγονα , ἀμφίβια , χερσαῖα , αἰνιγματώδη ,
δὲ χερσαῖα ἠπείρους καὶ ὄρη , τὰ δὲ πολύσπερμα καὶ πολύγονα ὄχλους καὶ δήμους , τὰ δὲ ἄγονα ἐρημίας καὶ
5270643 γοερα
τοῦ περὶ τὰ χείλη καὶ ἐπιπολῆς ἀέρος πληγῇ διὰ λεπτότητα γοερά τε ὄντα καὶ ἐκβοητικά . καὶ τὰ μὲν διὰ
* κρυμόν : πάγον * ὀλοφυδνά : χαληπά λυπηρά ὀλέθρια γοερά διήφυσε δὲ ἀντὶ τοῦ ἰάσατο , ἐθεράπευσε . *
5268644 μαλακια
φώκη . τούτοις δὲ μόνοις συμβέβηκε τῶν ἐνύδρων ζῳοτοκεῖν . μαλάκια δὲ εἴρηται ὅσα τῶν ἐνύδρων ὀστέα οὐκ ἔχει ,
φακῆς ἡ οἷον σάρξ , κύαμοι φρυγέντες καὶ τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις
5267325 θαλασσῃ
ἀναδασμόν : ἑώρα γὰρ τὴν Ῥόδον ἀναβλαστῆσαι μέλλουσαν ἐν τῇ θαλάσσῃ καὶ πάσας ὑπερβαίνειν . διὸ τὴν Λάχεσιν τὴν μίαν
, Λευκανία , Ἀπουλία , καὶ ὅσαι νῆσοι τῇ ταύτῃ θαλάσσῃ παράκεινται ἀπὸ * Γενουσῶν μέχρι Σικελίας . Ἐν τῷ
5260743 γεηρα
κοῦφον , κάτω δὲ ἐφ ' ὃ τὰ βαρέα καὶ γεηρά , καὶ ταῦτα οὐ μόνον τῇ θέσει πρὸς ἄλληλα
' εἰ πυκνὰ μὲν ὄντα τὰ σώματα , ὥσπερ τὰ γεηρά , κωλύει ὁρᾶν , ὅσῳ δὲ λεπτότερα ἀεὶ τὰ
5257428 λιπαρα
προσφερέσθωσαν τῶν τε φασιανῶν καὶ τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων τὰ μὴ λιπαρὰ καὶ ἀτταγῆνας καὶ πέρδικας καὶ κοσσύφους καὶ κίχλας .
καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ τὰ λιπαρὰ πληρωτικά ἐστι , διότι ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι

Back