καὶ οἶνον Βίβλινον , ὃν ἀξιοῖ , παρ ' αὐτοῖς γεωργεῖσθαί φασι παρὰ ποταμὸν οὕτω καλούμενον : ὅτι δὲ οὗτος
καὶ οἶνον Βίβλινον , ὃν ἀξιοῖ , παρ ' αὐτοῖς γεωργεῖσθαί φασι παρὰ ποταμὸν οὕτω καλούμενον : ὅτι δὲ οὗτος
6849278 Νειλωι
τὰς ῥύσεις ποιούμενοι , τὴν ἀνάβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀνάλογον τῶι Νείλωι : τοὐναντίον γὰρ ἐν μὲν τῶι χειμῶνι πληρούμενοι ,
ὁ Διὸς ὦ πόσι με παῖς Μαίας τ ' ἐπέλασεν Νείλωι . θαυμαστά : τοῦ πέμψαντος ; ὦ δεινοὶ λόγοι
6846508 σπειρουσι
δὲ Ἀλαζώνων οἰκέουσι Σκύθαι ἀροτῆρες , οἳ οὐκ ἐπὶ σιτήσι σπείρουσι [ τὸν ] σῖτον ἀλλ ' ἐπὶ πρήσι .
νοῦν οἴσει : Παθὼν δέ τε νήπιος ἔγνω . Ἄλλοι σπείρουσι , ἄλλοι δὲ ἀμήσονται . Ἄρκτου παρούσης ἴχνη ζητεῖς
6715580 εὐκαιροι
' οὐρὰν ἀλλήλοις τὰ βάνδα δρουγγιστὶ ἀκολουθεῖν , ὡς οἱ εὔκαιροι τόποι ὑποδέχονται . Καὶ ἵνα πάντες παραγγελθῶσι τοῖς βάνδοις
φιλάργυροι τὰ τῶν κληρονόμων χρήματα φυλάττουσιν . Πολλοῖς αἱ μὲν εὔκαιροι τροφαὶ τὰ σώματα αὔξουσιν , αἱ δὲ εὐκαίρως δοθεῖσαι
6703698 ἑλωδεσι
γεύσει : ἄνθος πυρρὸν ἢ χρυσοειδές . φύεται ἐν τόποις ἑλώδεσι καὶ παρὰ τὰ ὕδατα . Λυχνὶς στεφανωτική : ἄνθος
τι σιτίον προσφερέτωσαν . τῶν δὲ πλείστων ὑδάτων ἐν τόποις ἑλώδεσι καὶ περικαέσιν ὄντων καὶ διὰ τοῦτο ἐπινόσων , καιρὸς
6666030 Βαρυγαζων
. Οἱ δὲ κύθρινοι τόποι εἰσὶ τοῦ ποταμοῦ βαθύτεροι μέχρι Βαρυγάζων : ἀπέχει γὰρ ἀπὸ τοῦ στόματος ἄνω παρὰ τὸν
καταστήμασι τῆς σελήνης ἐλασσουμένας , πολὺ δὲ μᾶλλον ἡ κατὰ Βαρυγάζων , ὥστε αἰφνίδιον τόν τε βυθὸν ὁρᾶσθαι , καὶ
6659136 ἑλωδη
. δοκεῖ δὲ τοῖς πολλοῖς ποταμὸν γείτονα , καὶ μᾶλλον ἑλώδη μὴ ἔχειν , διά τε τὴν ἀχλὺν καὶ τὴν
πλεῖστα τῆς Βρεττανῶν χώρας ἐπικλυζόμενα ταῖς τοῦ ὠκεανοῦ συνεχῶς ἀμπώτισιν ἑλώδη γίνεται : οἷς ἔθος τοῖς μὲν βαρβάροις ἐννήχεσθαί τε
6650107 ἀρκευθον
. βούφθαλμον ἤτοι τὸ μέγα λούλουδον . βράθεως : ἤτοι ἄρκευθον . βόλβιτα τὸ τοῦ βοὸς ἀφόδευμα . βόμβυλος ἤτοι
πλείους καὶ εἶναι πυκνόρριζον καὶ βαθύρριζον . ἐπιπολῆς δὲ καὶ ἄρκευθον καὶ κέδρον : καὶ κλήθρας λεπτὰς καὶ ὁμαλεῖς :
6616443 κνημοις
, ὃ ἔστι τὴν μεσόγειον , κατοικοῦσιν , ὑπὸ τοῖς κνημοῖς τοῦ Παρνασσοῦ : εἰς δὲ τὸ ἕτερον μέρος ,
: στερεά , μεγάλη ἰσχυρά * αἴθαλος : μέλαινα * κνημοῖς : κνημὸς ὁ καθύγρος τόπος πρόποσιν σκαιοῖς δὲ σκιεροῖς
6608637 λιθωδη
, σπείροντες ἀντὶ τῆς | βαθυγείου πεδιάδος ὑφάλμους ἀρούρας ἢ λιθώδη καὶ ἀπόκροτα χωρία , ἃ πρὸς τῷ μηδὲν πεφυκέναι
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΑΝΔΑΡΑΧΗΣ . Λαβὼν σανδαράχην τὴν μὴ σιδηροῦσαν , μηδὲ λιθώδη , ἀλλὰ τὴν κιρρὰν καὶ αἱματώδη , λειώσας ,
6548669 τεναγωδη
, συμβαίνειν τὴν χώραν ἐπιπολὺ παραύξεσθαι καὶ τὴν θάλασσαν γίνεσθαι τεναγώδη . γνάμψαν Ἀμαζονίδων ἕκαθεν λιμενήοχον ἄκρην : εἰκότως εἶπεν
Ἐλθόντες οὖν εἴς τι μέρος τοῦ ἐν Λιβύῃ ὠκεανοῦ καὶ τεναγώδη εὑρόντες αὐτόν , ὡς οὐκ ἠδύναντο πλεῖν , Μηδείας
6531343 ξηραινουσι
καταπλάττοντες ἀλεύροις , οὐκ εἰδότες , ὅτι μᾶλλον ἐπικαίουσι καὶ ξηραίνουσι τὴν ἐπιφάνειαν ἤπερ διαφοροῦσί τι τοῦ ὑποκειμένου χυμοῦ .
ἐκπεσεῖν ἐξ αὐτῶν τὸ ὕδωρ . ξηρανθεῖσαι γὰρ τοῦ θέρους ξηραίνουσι καὶ τὸν ποταμόν : ταπεινωθεὶς δὲ τὰς ἐποχετείας οὐ
6461835 φυτευουσι
ἀλλ ' ὅσαι μετὰ νόμου τὸ ἀνθρώπων σπείρουσί τε καὶ φυτεύουσι γένος : μηδ ' ὅτι γλώττης καὶ στόματος καὶ
τῶν δένδρων κλάδους ἐρνωδεστάτους , τουτέστι γενναιοτάτους , λαβόντες , φυτεύουσι , καὶ ἐπιτυγχάνουσιν . Τὸ γένος τῶν ἀππίων ψυχεινοῖς
6458819 γηλοφοις
κούφην , καὶ τὴν λευκάργιλλον , καὶ τὴν ἐν τοῖς γηλόφοις ἐργάσῃ διὰ τοῦ χειμῶνος . τὴν δὲ ἁλμυρὰν ἐν
τοὺς ποταμοὺς σπεύδουσι καθέζονταί τ ' ἐν μέσοις τοῖς ἐκείνων γηλόφοις , οὓς ὥσπερ τινὰς νήσους παραρρεῖ τὸ ὕδωρ περισχιζόμενον
6431517 δαψιλεσι
τῆς ὑστέρας στόματος , μὴ βιάζεσθαι ἀλλ ' ἐγχυματισμοῖς λιπαροῖς δαψιλέσι χρῆσθαι ἐγκαθίσμασί τε καὶ ἐμβροχαῖς ταῖς ὁμοίαις καὶ καταπλάσμασιν
χώραν εὐδαίμονα λειμῶσί τε μαλακοῖς διειλημμένην καὶ πηγαίοις ὕδασιν ἀρδευομένην δαψιλέσι , δένδρα τε καρποφόρα παντοῖα καὶ πολλὴν ἄμπελον αὐτοφυῆ
6422651 κατοικεισθαι
τῆς Σικελίας . ταύτην ὑπάρχειν μὲν κατὰ τὰς ἄρκτους , κατοικεῖσθαι δὲ ὑπὸ τῶν ὀνομαζομένων Ὑπερβορέων ἀπὸ τοῦ πορρωτέρω κεῖσθαι
ἄδυτον , καὶ περὶ τοῦτο νενομένων αἰγῶν διὰ τὸ μήπω κατοικεῖσθαι τοὺς Δελφοὺς αἰεὶ τὴν προσιοῦσαν τῷ χάσματι καὶ προσβλέψασαν
6419911 δροσων
, περὶ τετάρτην ὥραν τῆς ἡμέρας , ἤδη ἀνεψυγμένων τῶν δρόσων . ἐπιμελητέον δὲ τοῦ πάσας τὰς ῥάγας ὑγιεῖς εἶναι
ἐν αἰχμαλώτοις Τρωικοῖς οἰκήμασιν ναίουσιν ἤδη , τῶν ὑπαιθρίων πάγων δρόσων τ ' ἀπαλλαχθέντες : ὡς δ ' εὐδαίμονες ἀφύλακτον
6411896 καθυγρος
ἐδόκει γὰρ ἡ Μηδικὴ χώρα , πεδιάς τε οὖσα καὶ κάθυγρος , εὔφορος εἶναι εἰς τὰς τῶν κτηνῶν τροφάς .
ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα καὶ πάπυρα ,
6401759 ληϊον
τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε τὸ λᾷον :
: ἐν δ ' ἄροσις λείη : μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ εἰς ὥρας ἀμόῳεν , ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ
6400121 ἑλωδης
οἱ τὸ Αἰγύπτιον ἕλος οἰκοῦντες . ἢ κοινῶς Αἰγύπτιοι : ἑλώδης γὰρ ἡ Αἴγυπτος . οἱ δὲ , οἱ καὶ
γῆν τὴν τῆς Ἀττικῆς μεταξὺ καὶ τῆς Μεγαρίδος , ὅτι ἑλώδης καὶ ἔνυγρος . ὀρίνδα : ἣν οἱ πολλοὶ ὄρυζαν
6395008 δρυμοι
γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , δρυμῶνες , ὗλαι , ἕλη , ἶδαι ,
, μεμερτινοὶ ὀνομάσθησαν : οἱ ἴσα ἐργαζόμενοι Ἄρηϊ : ἄπαι δρυμοί : φάραγγες κοιλάδες : παρὰ τὸ πίω ῥῆμα :
6391902 ἀναχυσεις
καὶ ἡ κατὰ Ἄσταν ἀνάχυσις καὶ Νάβρισσαν . λέγονται δὲ ἀναχύσεις αἱ πληρούμεναι τῇ θαλάττῃ κοιλάδες ἐν ταῖς πλημμυρίσι καὶ
καὶ ζῴων καὶ φυτῶν ἀμυθήτους ἰδέας , ἔτι δὲ πελαγῶν ἀναχύσεις , ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φοράς , ἀενάων ῥεῖθρα
6375324 τραχεσι
, λευκότερα τῶν τοῦ πρασίου . φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Στοιχὰς γεννᾶται μὲν ἐν ταῖς κατὰ Γαλατίαν
κράσει καὶ παραθέσει συγκρύψαι τὴν παρακολουθοῦσαν αὐτῶν τισιν ἀτοπίαν , τραχέσι λεῖα μίσγοντα καὶ σκληροῖς μαλακὰ καὶ κακοφώνοις εὔφωνα καὶ
6374665 πνεουσιν
τοῖς ἀνεπιπλήκτοις ; λιπῶσιν , εὐρύνονται , πιαίνονται , λαμπρὸν πνέουσιν : εἶτα αἴρονται τὰ ἀσεβείας , οἱ πανάθλιοι καὶ
, Κύπρι , τὰ σὰ μὴ φέρουσα κέντρα . Γάμιαι πνέουσιν αὖραι , μέλος ὀργάνων δονεῖται , τάχα παστὸν Ἀφροδίτῃ
6374297 καταπελτων
συνηναγκάσθησαν ὑπομεῖναι πανδημεὶ τὴν πολιορκίαν . ἔχοντες δὲ πολλὴν δαψίλειαν καταπελτῶν καὶ τῶν ἄλλων μηχανῶν τῶν πρὸς πολιορκίαν χρησίμων ἑτέρας
καὶ τὰ τείχη κατασκευάζων , ἔτι δὲ παρασκευὰς ὅπλων καὶ καταπελτῶν καὶ σίτου ποιούμενος ἐκαραδόκει τοὺς ἀπὸ τῆς Ἀσίας συμμάχους
6334994 κρυσταλλου
θοιναζόντων , Φάβιος , τῶν ὑπατευκότων εἷς , λαβὼν ἔκπωμα κρυστάλλου μέγα τίμιον , εἶτα ἄκων κατέαξεν αὐτό : καὶ
ἐσθῆτα πᾶσαν καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐξ ἀργύρου τε καὶ κρυστάλλου τὴν βασιλικήν τε ἅπασαν σκευὴν ὤνιον προθεῖναι καὶ τὸ
6334195 πεδιαδα
εἰς τὸν Ὠκεανὸν ἀφορίζει τὴν Ἰνδικήν : πολλὴν δὲ διεξιὼν πεδιάδα χώραν δέχεται ποταμοὺς οὐκ ὀλίγους πλωτοὺς , ἐπιφανεστάτους δὲ
ποταμῶν ῥεόντων διὰ τῆς Γαλατίας καὶ τοῖς ῥείθροις ποικίλως τὴν πεδιάδα γῆν τεμνόντων , οἱ μὲν ἐκ λιμνῶν ἀβύσσων ῥέουσιν
6326107 ἀρδευομενην
τοὺς βότρυς δηλοῦν τὴν καρποφόρον χώραν τὴν ὑπὸ τοῦ ποταμοῦ ἀρδευομένην καὶ τὸ πλῆθος τῶν καρποφορούντων φυτῶν : Ἀμαλθείας δ
ἰλὺν καὶ χερσοῦν τὸ πέλαγος . ἠλοκισμένην οἱ μὲν λοιποὶ ἀρδευομένην εἶπον , ἐγὼ δὲ γαιουμένην καὶ χερσουμένην εἶπον ὑπὸ
6314570 νοτοι
γλυκάζων : οὗτος δὲ τοιοῦτος γίνεται ὅταν ὑπὸ τὸν τρυγητὸν νότοι πνεύσωσι , παρ ' ὃ καὶ μελάντερος γίνεται .
ταινίᾳ παραπλησίου , θινῶν τε μεγάλων πάντῃ περικεχυμένων , ἐπειδὰν νότοι συνεχεῖς πνεύσωσιν , ἐπισείεται πλῆθος ἅμμου . αὕτη δὲ
6311597 τελματα
δυνατὸν τὴν παράταξιν ἐκτάσσειν , ἔνθα μηδὲ ὕλαι , μηδὲ τέλματα , μηδὲ κοιλάδες ἐνοχλοῦσι , διὰ τὰς παρ '
, τὸ δ ' εἰς τὴν Ἀραβίαν ἐναντίως εἰσχεόμενον εἰς τέλματα παμμεγέθη καὶ λίμνας ἐκτρέπεται μεγάλας καὶ περιοικουμένας γένεσι πολλοῖς
6302699 παγετων
, ἀλλὰ ἀπογέννημα εἶναι κρυστάλλου , οὐ τοῦ ἐκ τῶν παγετῶν συνισταμένου , ἀλλὰ τοῦ ὀρυκτοῦ . , : ,
παγετώδεά τε καὶ ψυχρὰ καὶ τεθολωμένα ὑπό τε χιόνος καὶ παγετῶν , ὥστε φλεγματωδέστατα εἶναι καὶ βραγχωδέστατα : τοῖσι δὲ
6301151 σκιεροις
κατὰ μέρος εὐητρίοις ὕφεσιν ἢ γραφαῖς συνεφθαρμένα τὰ φωτεινὰ τοῖς σκιεροῖς ἐχούσαις . εὔφωνά τε εἶναι βούλεται πάντα τὰ ὀνόματα
ἐπὶ πλεῖστον διαμένει κρέα καθαρθέντα καὶ ἀναψυγέντα , ἐν τόποις σκιεροῖς καὶ νοτεροῖς τεθέντα , βορείοις μᾶλλον ἢ νοτίοις .
6291844 χορηγουσιν
τινος εὐχερείας ἀδαπάνου καὶ παντελῶς ἀπίστου : ἑψήματα γὰρ αὐτοῖς χορηγοῦσιν ἔκ τινος εὐτελείας ἑτοίμης γινόμενα , καὶ τῶν ἐκ
, στρατιὰν καὶ βέλη καὶ ἀγορὰν καὶ τὴν ἄλλην παρασκευὴν χορηγοῦσιν . ἴτε οὖν ἐπὶ τὸ ἔργον ἀξίως τῆς τε
6282861 σκηνιται
μόνοι πρόσοικοι ὄντες , εὐσταλὲς καὶ κοῦφον ἔθνος , ἄνθρωποι σκηνῖται , ἀπὸ θήρας τὰ πολλὰ ζῶντες , ἐνίοτε οὗτοι
δὲ τῇ Φρυγίᾳ θεῷ . ἱπποφορβός : Λίβυες μὲν οἱ σκηνῖται τοῦτον εὗρον , χρῶνται δ ' αὐτῷ πρὸς τὰς
6277282 ἀλοιφην
μέλαν ὕδωρ πίνουσαι , τά θ ' ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν . ἔνθα μένειν καὶ πάντα παρήμενος ἐξερέεσθαι , ὄφρ
. αὐτὰρ ὅ γ ' ἐς βυσσὸν προμολὼν ἐξέπτυς ' ἀλοιφήν : ἡ δὲ μέγα στίλβει τε καὶ ὕδατι μίσγεται
6270157 δυσβατοις
κατὰ στόμα τὴν ῥώμην , ἐν δὲ τοῖς τραχέσι καὶ δυσβάτοις τελέως ἄπρακτον ἔχει τὴν ἀλκὴν διὰ τὴν τῶν ποδῶν
ἐλαττοῦται . Δυνατὸν δὲ ἐστὶ τοῦτο γενέσθαι ἐν ὀχυρωτέροις καὶ δυσβάτοις τόποις ἀπληκεύοντος τοῦ στρατοῦ , ἔνθα ὡς κοντάτοι κατὰ
6269536 βρεχουσι
γὰρ δὴ ἀεί . ῥᾷστον οὖν ἡμῖν κατὰ τὸ ὑδάτιον βρέχουσι τοὺς πόδας ἰέναι , καὶ οὐκ ἀηδές , ἄλλως
τὴν ὀστρακοκονίαν δὲ τὴν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους χριομένην τῷ οὔρῳ βρέχουσι . Τινὲς τέφραν κληματίδων δρυὸς ἐμπάσσουσι τῷ σίτῳ ,
6261260 θινες
δ ' ἐστὶ κόλπος νήσους ἔχων σποράδας , καὶ συνεχῶς θῖνες ψάμμου μελαίνης τρεῖς ἄγαν ὑψηλοί , καὶ μετὰ τούτους
θαλάσσῃ ἀπὸ τοῦ ἄγνυσθαι τὰ κύματα ταῖς πέτραις προσαρασσόμενα : θῖνες δὲ οἱ ἀμμώδεις αἰγιαλοί . ἀναβάτης μὲν ἵππου :
6259787 ἀναδιδουσα
ἀπεικάζει φρέατι : βαθεῖα γὰρ καὶ οὐκ ἐπιπόλαιος , γλυκὺ ἀναδιδοῦσα νᾶμα καλοκἀγαθίας | διψώσαις ψυχαῖς , ἀναγκαιότατον ὁμοῦ καὶ
νοτίδες , ἔνδροσος γῆ , πιδύουσα , ἰκμάζουσα , ὕδωρ ἀναδιδοῦσα , νοτερά , νότιος , ἔννοτος , ἐννότιος ,
6252014 καρποφορα
τῷ βρέφει , καὶ τῶν δένδρων ἄρρενα μὲν καλοῦσι τὰ καρποφόρα , θήλεα δὲ τὰ μὴ φέροντα τοὺς καρπούς ,
ὅπου ἂν οἰκῶσιν ἄνθρωποι ; οἱ δὲ στρουθοὶ περὶ τὰ καρποφόρα τῶν δένδρων ; οἱ δὲ κύκνοι ὅπου ἔξεστιν αὐτοῖς
6250803 ἐφυδρος
ἀέρα πολὺ διαφέρει τῶν ἄλλων . Ἡ δὲ τῶν Λατίνων ἔφυδρος πᾶσα : καὶ ἡ μὲν πεδεινὴ δάφνην ἔχει καὶ
: οὐ γὰρ ἐφολκίῳ ἐχρῶντο τότε . ἐφράσθην ἐνόησας . ἔφυδρος ὕδωρ ἐπάγων . Ἐφύρους : “ τὼ μὲν ἂρ
6244358 κογχυλιον
ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην . Σώφρων δὲ τὸν σωλῆνα γλυκύκρεών φησι κογχύλιον , χηρᾶν γυναικῶν λίχνευμα . τοὺς δὲ στραβήλους Δέρκυλος
φοινικίνας σανίδας καὶ δᾷδας : καὶ τὸ Ἀραβικὸν φάρμακον καὶ κογχύλιον τὸ ἐν τῇ λίμνῃ γιγνόμενον , ἣ ἀπέχει ἀπὸ
6243668 ταφροις
ἀρξάμενοι δ ' ἀπὸ Κεγχρεῶν μέχρι Λεχαίου σταυρώμασι καὶ βαθείαις τάφροις διελάμβανον τὸν τόπον : ταχὺ δὲ τῶν ἔργων συντελουμένων
, Νύμφῃσιν Ἰαονίδεσσι νυχεύσων . αὐτὰρ ἀκανθοβόλοιο ῥόδου κατατέμνεο βλάστας τάφροις τ ' ἐμπήξειας , ὅσον διπάλαιστα τελέσκων πρῶτα μὲν
6238907 κρημνωδη
τερμόνιον ] τὸν τελευταῖον . πάγον ] τὸν τραχὺν καὶ κρημνώδη τόπον . . πόνων ] τῶν κακοπαθειῶν . θεωρὸς
τὴν ὀρεινὴν νυκτὸς πολλὴν μὲν πατήσας χιόνα , πᾶσαν δὲ κρημνώδη χώραν περάσας , χαράδραις βαθείαις καὶ πολλαῖς φάραγξι διειλημμένην
6229115 ἀκριδος
. ὄρος μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς . Πάρνοψ . ἀκρίδος εἶδος . Παρόν . ἐξόν , δυνατόν , δέον
τῷ Ἅιδῃ προΐαψας . . . . βροῦχος : εἶδος ἀκρίδος : παρὰ Ἀριστοφάνης Ὄρνισι : βρύκους ' ἀπέδεσθαί μου
6222156 σταφυλινου
σεσέλεως , καρώου , γλήχωνος , ἄμεως , ζιγγιβέρεως , σταφυλίνου σπέρματος , σίνωνος ἀνὰ # α , λιγυστικοῦ ⋖
ἀσπαράγου , κράμβης καὶ τὰ τούτων φύλλα καὶ καρποὶ καὶ σταφυλίνου , τριχομανές , ἄμωμον , κάρδαμον , σχοῖνος εὐώδης
6219663 λασιωνας
ἐσχατιῇ ὅθι πλεῖστα κινώπετα βόσκεται ὕλην , [ δρυμοὺς καὶ λασιῶνας ἀμορβαίους τε χαράδρας : ] καί τε παρὲκ λιστρωτὸν
Ἄλλα γε μὴν ἄβλαπτα κινώπετα βόσκεται ὕλην , δρυμοὺς καὶ λασιῶνας ἀμορβαίους τε χαράδρας , οὓς ἔλοπας λίβυάς τε πολυστεφέας
6212992 καυματωδες
τὸ δὲ θέρος εὔκρατον ἔσται καὶ ὑγιεινόν : τὸ φθινόπωρον καυματῶδες . ἔσονται δὲ ἐν αὐτῷ νοσήματα , καὶ μάλιστα
συννέφελον , διάπυρον ἔμπυρον πυρῶδες , φλογῶδες , πνιγηρόν , καυματῶδες , ζέον περιζέον , φλέγον , καῖον ὑπερκαῖον ,
6209634 ὀρυττουσι
συμπλοκὴν τῆς ἄμμου μηδὲν παραλλάσσειν . Εἶτα ὑπονόμους αὑτοῖς ἀνδρομήκεις ὀρύττουσι , τὸν μὲν κατὰ κορυφὴν ὄγκον ἐῶντες ὠχυρῶσθαι καὶ
τῷ δὲ ὡς σμινύῃ : καὶ γὰρ ἐν αὐτῷ ῥίζας ὀρύττουσι καὶ δένδρα ἐκμοχλεύσαντες ὑποκλίνουσιν . Οὐ μόνον δὲ ἄρα
6207196 ἐμειναμεν
αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης : ἔνθα δ ' ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος
νομάδες ἄνθρωποι Λιξῖται βοσκήματ ' ἔνεμον , παρ ' οἷς ἐμείναμεν ἄχρι τινὸς , φίλοι γενόμενοι . Τούτων δὲ καθύπερθεν
6204306 ἐνιαχου
αἰγίλωψ ἀνάπαλιν : ἐν γὰρ τῇ γεωργουμένῃ κάλλιον : καὶ ἐνιαχοῦ δὲ πρότερον ἀβλαστὴς ὢν ἐὰν γεωργηθῇ βλαστάνει καὶ γίνεται
θερμόν . ἐκ ταύτης δὲ τῆς αἰτίας καὶ τὸ ψυχρὸν ἐνιαχοῦ δοκεῖ τὸ αὐτὸ ποιεῖν τῷ θερμῷ , καὶ ἁπλῶς
6187173 μυκαι
, ὁππότ ' ἂν αὐτόματα ξόανα ῥέῃ ἱδρώοντα αἵματι καὶ μυκαὶ σηκοῖς ἔνι φαντάζωνται , ἠὲ καὶ ἠέλιος μέσῳ ἤματι
συνίστατο ὁ περὶ Χαιρώνειαν πόλεμος Φιλίππῳ πρὸς Θηβαίους . καὶ μυκαὶ σηκοῖς : καὶ ἦχοι ἐν τοῖς ναοῖς φαντασίαν ποιήσωσι
6185086 σκολυμῳ
, ἀλλ ' οἱ μὲν ἐκστατικοὶ καθάπερ ἡ ὁμοία τῷ σκολύμῳ ῥίζα καὶ ἄλλαι τινὲς , οἱ δ ' ὑπνωτικοὶ
τοιαύτην σκιάδειον καλοῦσι . * ἀπεχεύατο : ἀπορρίπτει διατείνει * σκολύμῳ : φυτόν * ἠΐκται : ὡμοίωται * τροχέην :
6177561 πυροφορος
εἰπεῖν ἡ μὲν λεπτὴ κριθοφόρος ἀμείνων , ἡ δὲ πίειρα πυροφόρος : αἱ μὲν γὰρ ἐλάττους καὶ κουφοτέρας δέονται τροφῆς
τὰς ἀρούρας πλουσίως λιμνάσαντος , τῆς δὲ πεδιάδος , ὅση πυροφόρος , ἀφθονώτατον ὑπ ' εὐγονίας τὸν τοῦ σίτου καρπὸν
6175874 ὀρεινη
κλῆμα βότρυος ἔχον : ὀφροκόρινθος ὄνομα τόπου : ὀφρυόεσσα , ὀρεινὴ , ἔνδοξος . ὀχμάζει λαμβάνει : κατὰ δὲ τὸ
μετὰ δὲ ταῦτα τῶν βαρβάρων ἀντιφθεγξαμένων συνήχησε μὲν ἡ σύνεγγυς ὀρεινὴ πᾶσα , τὸ δὲ μέγεθος τῆς βοῆς ὑπερῆρε τὴν
6173476 κρυσταλλων
ὑπεροχῇ νόμος . φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων καὶ ἀνθράκων παντοίων , καθάπερ τῶν μαργαριτῶν . Τῆς
οἱ αὐχμοὶ νιτρωδέστερα . ὅσα δ ' ἀπὸ χιόνων καὶ κρυστάλλων ῥεῖ ὕδατα πάντα σκληρὰ μὲν καὶ ψύξει ὑπερβάλλοντα ,
6169159 στελεχη
, καὶ πωμάσαντες καὶ ἀσφαλισάμενοι , ὥστε μηδὲ πρὸς τὰ στελέχη , μηδὲ πρὸς ἄλληλα συγκρούειν καὶ ῥήγνυσθαι , ἕξουσι
τε κέκτηνται ἀντὶ δοράτων , καὶ ἀντ ' ἀσπίδων τὰ στελέχη . ἢ Γίγαντας τὸν σῖτον , ὃς τὰς ἀνθερίκας
6167251 γλυκειᾳ
προϊοῦσι καρπῶν τε αὐτομάτων καὶ πόας οὐ σκληρᾶς ἅμα δρόσῳ γλυκείᾳ καὶ νάμασι νυμφῶν ποτίμοις , καὶ δὴ καὶ τοῦ
: τῇ ἡδυτάτῃ εὐωδίᾳ , πνοῇ ἡδυτάτῃ . νηδυμίῃ : γλυκείᾳ . δεδονημένοι : κεκινημένοι . ὦκα : ταχέως .
6163126 Μοσσυνοικοι
Μοσσυνοίκων . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” Τιβαρηνοῖσι δὲ πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Μοσσύνοικοι ὁμουρέουσι : ἐν δὲ αὐτοῖσι Χοιράδες πόλις ” .
δὲ πόντον καὶ νῆσον καὶ πᾶσαν ὅσην κατεναντία νήσου χώρην Μοσσύνοικοι ὑπέρβιοι ἀμφενέμοντο . τοὺς δ ' ἄμυδις κρατερῷ σὺν
6162760 λεπτογειον
ψαφαρᾷ σποδῷ ] λεπτῇ γῇ , ἤτοι τῷ Ἄργει : λεπτόγειον γὰρ τοῦτο , διὸ καὶ διψηρόν . . θεόθεν
. ψαφαρᾷ σποδῷ ] γῇ , ἤτοι τῷ Ἄργει : λεπτόγειον γὰρ τοῦτο , διὸ καὶ διψηρόν . θ διὰ
6154252 πελαγων
μεγέθη καὶ ζῴων καὶ φυτῶν ἀμυθήτους ἰδέας , ἔτι δὲ πελαγῶν ἀναχύσεις , ποταμῶν αὐθιγενῶν καὶ χειμάρρων φοράς , ἀενάων
εἰκότως , τοῦ δι ' Αἰγαίου κομισθῆναι : οὕτω καὶ πελαγῶν καὶ τῶν ἐν τῇ γῇ πάντων οὗτος ὡραιότατος .
6146317 καρυκκη
. καρυκκεύματα γὰρ ἡδύσματά εἰσι , τὰ ἀρτύματα , καὶ καρύκκη κοιλία , ἣν νῦν μονθυλευτὴν καλοῦσιν . ΓΘ καρυκκοποιεῖν
δι ' ὧν κοσμοῦσι τὰς χύτρας οἱ μάγειροι , καὶ καρύκκη κοιλία , ἣν νῦν μονθυλευτὴν καλοῦσιν . ἰδοὺ λέγειν
6143288 παγκαρπια
πανστρατιᾷ , παναισχές , παμπρασία , πανδαισία , πανθοινία , παγκαρπία , πανοπλία . Ἀντιφῶν δὲ καὶ ἐξαλᾶσθαι πανοικεσίᾳ ἔφη
ὁ πάντα ἐπιστάμενος . πανσθενέστατον : ἰσχυρότατον . πανσπερμία : παγκαρπία . πάντα θεῖν ἐλαύνετα : παροιμία ἐπὶ τῶν εὐπόρων
6137013 κεγχρῳ
Ὀυένδων : λυπρὰ δὲ τὰ χωρία , καὶ ζειᾷ καὶ κέγχρῳ τὰ πολλὰ τρεφομένων : ὁ δ ' ὁπλισμὸς Κελτικός
κεχωρίσθαι : οὕτω δ ' ἂν καὶ ὁ οὐρανὸς ἐν κέγχρῳ συναχθήσεται . καὶ οὐ δι ' ἀέρος μόνον ,
6126338 ἀνθειν
ὡραίαν λάβη τὴν σκαπάνην , ἔπειτα πάλιν βλαστολογεῖν πρὸ τοῦ ἀνθεῖν . Συμβαίνει γὰρ ἐν τούτῳ τὸ βοστρύχιον αὔξεσθαι διὰ
τὰ δὲ σὰ λήγει ὥρας , σὺ δ ' ἄρχῃ ἀνθεῖν . καὶ νῦν γε ἂν μὴ διαφθαρῇς ὑπὸ τοῦ
6123828 παμφορον
δὲ τὸν Τίγριν προῆγεν ἐπὶ τὴν Οὐξίων χώραν , οὖσαν πάμφορον καὶ δαψιλέσιν ὕδασι διαρρεομένην καὶ πολλοὺς καὶ παντοδαποὺς ἐκφέρουσαν
εἰ βούλει καὶ τὸν Ὁμήρου λειμῶνα τὸν καλὸν ἐκεῖνον καὶ πάμφορον , ὃν Ἀχιλλέως ἀσπίδα φασὶν οἱ ποιηταί , καὶ
6121483 ἀρια
φύσει κυπάριττος κέδρος ἔβενος λωτὸς πύξος ἐλάα κότινος πεύκη ἔνδᾳδος ἀρία δρῦς καρύα Εὐβοϊκή . τούτων δὲ χρονιώτατα δοκεῖ τὰ
τοῦ φυτοῦ διὰ τοῦ ι γράφεται καὶ παροξύνεται , οἷον ἀρία , ὡς παρ ' Εὐπόλιδι : χήτει τοι πρίνης
6117674 ἐπιπολαστικα
πάντα τὰ λάχανα ἄτροφα καὶ λεπτυντικὰ καὶ κακόχυλα ἔτι τε ἐπιπολαστικὰ καὶ δυσοικονόμητα . θερινῶν δὲ λαχάνων Ἐπίχαρμος μέμνηται .
τὰ μὲν ἁπαλὰ ὀλιγότροφα καὶ κακόχυλα , εὐέκκριτα δὲ καὶ ἐπιπολαστικὰ εὐοικονομητότερά τε τῶν ξηρῶν . τὰ δὲ πρὸς τῷ
6115018 Σινωπικη
' ἔχει καὶ καῦσιν τὴν αὐτὴν τῷ μίσυϊ . Μίλτος Σινωπικὴ κρατίστη ἡ πυκνὴ καὶ βαρεῖα , ἡπατίζουσα , ἄλιθος
δ ' ἐστὶν αὐτῇ καὶ ἡ Ἰβηρική : ὠνομάσθη δὲ Σινωπικὴ διότι κατάγειν ἐκεῖσε εἰώθεσαν οἱ ἔμποροι πρὶν ἢ τὸ
6113070 ὑετοι
αὐτὴν τελέσωσι καὶ ὑποστρέψωσιν . ὅτι βρονταὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ ὑετοὶ οὔκ εἰσιν ἐν τῆι Ἰνδικῆι , ἄνεμοι δὲ πολλοὶ
ἐὰν ᾖ ἄλυτα , συνίστησι καὶ σῴζει . οἱ δὲ ὑετοὶ κατακλύζουσι καὶ αἱ ψακάδες , καὶ ἡ σελήνη ἀμαυροῖ
6109410 ἀνειλκον
σχοινίων Γ : ἀντιλάβοιτο . Γ σχοινίοις γὰρ αὐτὴν καταχωσθεῖσαν ἀνεῖλκον . Γ μὴ λαβεῖν ποτ ' ἀσπίδα Γ :
ἐτιτρώσκοντο . ἄλλοι μὲν ἀνέσπων τὰ πρυμνήσια , ἄλλοι δὲ ἀνεῖλκον τὰς ἀποβάθρας , ἄλλοι δὲ ἀγκύρας ἀνιμῶντο : πάντων
6104168 λιμναζει
πηγὴν τῷ Αἰγυπτίῳ ποταμῷ , ὃς κατὰ πᾶν ἔτος ἀναχεόμενος λιμνάζει τὴν πεδιάδα , μονονοὺκ ἀντίμιμον οὐρανοῦ δύναμιν ἐπιδείκνυσθαι δοκῶν
φησί , βρέχεται τοῖς θερινοῖς ὄμβροις ἡ Ἰνδική , καὶ λιμνάζει τὰ πεδία : ἐν μὲν οὖν τούτοις τοῖς ὄμβροις
6099190 κρυπτονται
Ὑάδες ἀκρόνυχοι δύνουσιν . Ἐν δὲ τῇ κγῃ Εὐκτήμονι Ὑάδες κρύπτονται : καὶ χάλαζα ἐπιγίνεται , καὶ ζέφυρος πνεῖ .
δεκάτην τὸ αὐτὸ , τὴν ἑνδεκάτην πάλιν αἱ Πλειάδες τε κρύπτονται , πρὸς δὲ τὴν δωδεκάτην τοῦ Ταύρου τὸ μεσαίτατον
6098274 νεουν
: ἐν τοῖς δυσὶ τ λέγουσιν . νεᾶν : οὐ νεοῦν τὴν γῆν : καὶ νεατὸν Ξενοφῶν , οὐ νέωσιν
γῆν γεωργεῖν , ἐν δὲ Ἰχθύσι γεωργεῖν καὶ τὴν ἀρχὴν νεοῦν . συνούσης οὖν τῆς Σελήνης τοῖς ἀγαθοποιοῖς ἢ μαρτυρουμένης
6096766 ἀσταχυων
ἀμφὶς ὁδοῦ δραμέτην . ” ἀμαλλοδετῆρες οἱ τὰς ἀμάλλας τῶν ἀσταχύων δεσμεύοντες . ἀμύντορας βοηθούς : “ ἤ τινας ἐκ
δέδιθι , σωφρονέστερον γὰρ αὐτῷ χρήσῃ . μὴ τέμνε τῶν ἀσταχύων τοὺς ὑψηλούς τε καὶ ὑπεραίροντας , ἄδικος γὰρ ὁ
6096308 φυτευθεντα
σκωλήκων μὴ διαφθείρεσθαι : καὶ πάντα δὲ τὰ ἐν Σκιάλᾳ φυτευθέντα καὶ θᾶττον αὐξάνεσθαι καὶ εὐβλαστῆ γίνεσθαι . Ὁ αὐτός
δικέλλαις σκάπτειν προσήκει τετράκις . τὰ δὲ ἐν τῷ ἔαρι φυτευθέντα τότε δεῖ ἄρχεσθαι σκάπτειν , ὅταν κατεσχηκέναι δοκῇ :
6088295 ἰνωδη
: τὸ δὲ ὅλον , περὶ ἕνα μίσχον παχὺν καὶ ἰνώδη ὡσὰν κλωνίον τὰ μὲν ἔνθεν τὰ δὲ ἔνθεν κατὰ
καὶ ὁ ὦχρος καὶ τὰ τοιαῦτα . καὶ τὰ μὲν ἰνώδη τὰ δ ' ἄφλεβα καὶ ἄϊνα . τὸ δὲ
6074596 μειουσι
, βίαις ἐξαισίοις πνευμάτων : πάλιν τε ποταμοὺς πλημμυροῦσι καὶ μειοῦσι καὶ πεδία λιμνάζουσι καὶ τοὐναντίον ἀφαυαίνουσι : καὶ πελαγῶν
αἱ μετριότητες ἀπὸ τουτέων σκεπτέαι . Αἱ προαυξήσιες ἑκάστῳ ἃ μειοῦσι , καὶ αἱ μειώσιες ἃ προαυξοῦσι , καὶ τῇσι
6072316 πτελεαι
γὰρ καὶ μυρίκαι καὶ λεῦκαι καὶ ἐλάται καὶ μελίαι καὶ πτελέαι καὶ πάντα τὰ ὁμοιογενῆ τοῖς καθύγροις χαίρει τόποις :
μὴ πάντῃ ἐπισκιάζῃ τὴν ἄμπελον : εἰσὶ δὲ αἱ τοιαῦται πτελέαι , αἴγειροι , μελίαι , σφένδαμος . Ἐχέτω δὲ
6071755 χρυσιτις
εἰτε καλὸς εἴτε καὶ μή . ἔστι δὲ ἡ λεγομένη χρυσῖτις : Λυδία δὲ λέγεται ὡς τοῦ λίθου τούτου παρὰ
δὲ ψαθυράν τε καὶ λευκήν . Λιθάργυρος καλλίων ἐστὶν ἡ χρυσῖτις καλουμένη καὶ ἀποστίλβουσα . Λίθον Ἄσσιον παραληπτέον τὸν κισηροειδῆ
6069676 καυσωδη
τηνικαῦτα τὸ τῆς φλεγμονῆς εἶδος φερόμενον . καὶ πυρετὸν ἐπιφέρει καυσώδη καὶ ἔμετον χολώδη καὶ ἰώδη πολλάκις καὶ κατασπᾷ τὴν
εὔκρατα , τὰ δὲ ἑπόμενα πνευματώδη , τὰ δὲ βόρεια καυσώδη , τὰ δὲ νότια νιφετώδη . Ὑπόκειται δὲ αὐτῷ
6069072 πεδιας
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
6066974 πεπηγοτος
σπάργανα , τότε παραλύειν αὐτὰ δοκιμάζομεν , ὅτε ἤδη μετρίως πεπηγότος τοῦ σώματος οὐκέτι φόβος ἐστὶν τοῦ διαστραφῆναί τι μέρος
διὰ τῆς ᾠδῆς παραμυθίαν λέγει . πακτᾶς : ἤγουν τυροῦ πεπηγότος : ὃ οἱ Ἀττικοὶ τροφαλίδα καλοῦσι . μόσχω γαυροτέρα
6061296 ὀρυκτοι
. Περὶ μὲν οὖν τούτων ἐπισκεπτέον . Οἱ δ ' ὀρυκτοὶ τῶν ἰχθύωνεἰσὶ γὰρ ἐνιαχοῦ καὶ τοιοῦτοι καθάπερ καὶ περὶ
ὄντως ἔφη τοὺς ἐχεοδήκτους ὠφελεῖν περιαπτόμενον . Ἅλες οἵ τε ὀρυκτοὶ καὶ οἱ ἐκ τῆς θαλάσσης δύναμιν ἔχουσι παραπλησίαν ἀλλήλοις
6060771 κεδρος
πεύκη ἄρκευθος μίλος θυία καὶ ἣν Ἀρκάδες καλοῦσι φελλόδρυν φιλυρέα κέδρος πίτυς ἀγρία μυρίκη πύξος πρῖνος κήλαστρον φιλύκη ὀξυάκανθος ἀφάρκη
. . . χαλβάνη ἄκνηστίς τε καὶ ἡ πριόνεσσι τομαίη κέδρος . . . . . . : Ἄκνηστις δὲ
6060166 δροσοι
! ! ! ! ] οι ? ? τέγξαν Ἀχελώιου δρόσοι [ : ] [ ! ! ! ! ]
μέντοι αἴρειν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ αἰθρίου : κωλύουσι γὰρ αἱ δρόσοι τὴν σύστασιν . ἐκλέγου δὲ τὸ ξανθὸν καὶ εὐθρυβές
6057900 διειλημμενην
Οὐδ ' ὁπωστιοῦν , ἔφη . Ἀλλὰ [ καὶ ] διειλημμένην γε οἶμαι ὑπὸ τοῦ σωματοειδοῦς , ὃ αὐτῇ ἡ
δὲ τὴν πομπὴν πέμπουσιν ἕπονται τελείαν ἐξ ἀγέλης βοῦν ἄγοντες διειλημμένην δεσμοῖς τε καὶ ὑβρίζουσαν ἔτι ὑπὸ ἀγριότητος . ἐλάσαντες
6056617 κατακλυζεσθαι
: κινδυνεῦον γὰρ αὐτὸ πολλάκις ὑπὸ τῆς τῶν παθῶν φορᾶς κατακλύζεσθαι ὑποβρύχιον οὐκ ἐᾷ χωρεῖν , ἀλλὰ ἀνέλκει καὶ μετέωρον
χώρας , κατὰ δὲ τὰς πλήμας ἅπαντας τοὺς προειρημένους τόπους κατακλύζεσθαι , πολλοῦ καὶ βιαίου ῥεύματος φερομένου πρὸς τὴν χέρσον
6055395 εὐυδρος
- θρωπον . Ἡ δὲ πόλις ξηρὰ πᾶσα , οὐκ εὔυδρος , κακῶς ἐρρυμοτομημένη διὰ τὴν ἀρχαιότητα . Αἱ μὲν
ὁ τόπος οὗτος ἐμφερὴς τῷ Ἄμμωνι , φοινικοτρόφος τε καὶ εὔυδρος , ὑπέρκειται δὲ τῆς Κυρηναίας πρὸς μεσημβρίαν : μέχρι
6051641 πνευματωδεσι
καὶ ἐφύδροις , τὰ δὲ ἐν εὐηλίοις καὶ χειμερίοις καὶ πνευματώδεσι καὶ λεπτοῖς καὶ ξηροῖς : τὰ μὲν γὰρ ἀνοζότερα
σκοτωματικῶν , καὶ μάλιστα ὅσοι χρονίοις νοσήμασι κεφαλῆς θερμοῖς καὶ πνευματώδεσι κάμνουσιν . ἤδη δὲ καὶ δι ' ἄλλα πάθη
6050926 μεστῃ
ἀλλ ' ἀνακέκραται ὕλῃ πονηρᾷ , καὶ ἀσαφεῖ , καὶ μεστῇ πολλοῦ τοῦ ἀδήλου , ἣν δὴ καλοῦσιν οἱ ἄνθρωποι
ᾤχοντο . οἱ δὲ ἀμφὶ Χειρίσοφον καταβάντες ἐστρατοπεδεύοντο ἐν κώμῃ μεστῇ πολλῶν ἀγαθῶν . ἦσαν δὲ καὶ ἄλλαι κῶμαι πολλαὶ
6046938 ὠχυρου
Πολυξενίδου Ῥοδίου φυγάδος . ἔς τε Χερρόνησον διαπλεύσας πάλιν αὐτὴν ὠχύρου καὶ Σηστὸν καὶ Ἄβυδον ἐκρατύνετο , δι ' ὧν
' αὐτῆς ὁ Ἀντίοχος αἰσθόμενος Χερρόνησόν τε καὶ Λυσιμάχειαν ἐπιμελῶς ὠχύρου , μέγα , ὥσπερ ἦν , τὸ ἔργον ἡγούμενος
6045692 διαβαινοντες
Κτησίας . Ἐν Κρήτῃ ὀχετὸς ὕδατός ἐστιν , ὃν οἱ διαβαίνοντες ὕοντος τοῦ Διὸς ἄβροχοι διαβαίνουσιν , ἐφ ' ὅσον
Κτησίας . Ἐν Κρήτῃ ὀχετὸς ὕδατός ἐστιν , ὃν οἱ διαβαίνοντες ὕοντος τοῦ Διὸς ἄβροχοι διαβαίνουσιν ἐφ ' ὅσον ἐν
6030552 ὀμβροι
δεσπότης οὗτός ἐστιν . ἢ ὅτι ἐκ τῆς θαλάσσης οἱ ὄμβροι ἀναδίδονται , εἶθ ' οὕτως ῥήγνυνται , ἐκ δὲ
δὲ τῆς πρὸ θʹ καλανδῶν Σεπτεμβρίων ἀλοήσομεν , οὐ γὰρ ὄμβροι οὐδὲ δρόσοι οὐδ ' ἐν ταύταις γίνονται ταῖς ἡμέραις
6028760 δυσαερια
: ὁ λαμπρὸς τοῦ νοτίου Ἰχθύος ἑσπέριος ἀνατέλλει . Ἱππάρχῳ δυσαερία καὶ ὑετία κατὰ θάλασσαν καὶ φθινοπώρου ἀρχή . κʹ
ἢ ὑετὸς ἢ βροντή , Εὐδόξῳ ἄνεμος , βροντή , δυσαερία . . . . . ἐν δὲ τῇ ι
6028218 αὐλωνες
. Ἐν δὲ τῷ Ἀντιταύρῳ τούτῳ βαθεῖς καὶ στενοί εἰσιν αὐλῶνες , ἐν οἷς ἵδρυται τὰ Κόμανα καὶ τὸ τῆς
τὰ γειτνιῶντα τοῖς Ἰνδοῖς κατὰ τὴν ἐνδοτάτω πλευρὰν φανοῦνταί φασιν αὐλῶνες δασύτατοι , καὶ καλεῖταί γε ὑπ ' Ἰνδῶν ὁ
6027017 Βολβῃ
ἕτεροι πολλοὶ Καλυδῶνί τε κλεινῇ Ἀμβρακίᾳ τ ' ἐνὶ πλουτοφόρῳ Βόλβῃ τ ' ἐνὶ λίμνῃ : ἀλλ ' οὐκ εὐώδη
ἕτεροι πολλοὶ Καλυδῶνί τε κλεινῇ Ἀμβρακίῃ τ ' ἐνὶ πλουτοφόρῳ Βόλβῃ τ ' ἐνὶ λίμνῃ : ἀλλ ' οὐκ εὐώδη
6024851 καθυγρα
ζῴδια τυγχάνει καὶ εἰ τροπικὰ ἢ στερεὰ ἢ δίσωμα ἢ κάθυγρα ἢ χερσαῖα ἢ ἀσελγῆ ἢ λατρευτικὰ καὶ τὰ λοιπά
δὲ τὰ μὲν προηγούμενα αὐτοῦ εὔκρατα , τὰ δὲ μέσα κάθυγρα , τὰ δὲ ἑπόμενα καυσώδη , τὰ δὲ βόρεια
6023484 Σατραι
Κίκονες , Βίστονες , Σαπαῖοι , Δερσαῖοι , Ἠδωνοί , Σάτραι . Τούτων οἱ μὲν παρὰ θάλασσαν κατοικημένοι ἐν τῇσι
Θράικης . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι : καὶ Θουκυδίδης β . . Σάτραι : ἔθνος Θράικης , ὡς Ἑκαταῖος ἐν Εὐρώπηι φησί
6022372 ζεφυροι
ὑπερβολήν . κατὰ γὰρ τὴν ἐαρινὴν ὥραν παρ ' αὐτοῖς ζέφυροι καὶ λίβες παμμεγέθεις ἐκριπτοῦσιν ἐκ τῆς ἐρήμου πλῆθος ἀκρίδων
τὴν ἑῴαν : οἱ γοῦν πλείους αὐτῶν εἰσι δή που ζέφυροι . οὗτοι δ ' ἀπὸ ἑσπέρας πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα
6019496 εὐγονιας
, χειμῶνας ἐξαισίους καὶ ἐαρίζοντας , αὐχμοὺς καὶ ἐπομβρίας , εὐγονίας ζῴων καὶ φυτῶν καὶ τοὐναντίον ἑκατέρων ἀγονίας | καὶ
μὲν βραχυπόρους , ἐναντίοις δὲ ἐναντίας . γένους δὲ ὑμετέρου εὐγονίας τε καὶ ἀφορίας , καίπερ ὄντες σοφοί , οὓς

Back