θυραίω ἀνδρός . πρᾶτον μὲν γὰρ εἰς τοῦτο παρανομοῦσα ἀδικεῖ γενεθλίους θεούς , οἴκῳ καὶ συγγενείᾳ οὐ γνασίους ἐπικούρους ἀλλὰ
Ἀλκίνοος , ὁ Τηλέμαχος , καὶ ὁ Ἡρακλῆς . . γενεθλίους ] τοὺς ἐφόρους τῆς γενέσεως . . πατρῴους .
7911472 ἐποπτηρας
καὶ καλεῖται . Ξ πατρῴας ] τοὺς πατρικούς . Ξ ἐποπτῆρας ] ἐπιτηρητάς . ἐποπτῆρας ] ἐπακουστὰς καὶ πληρωτάς .
καλεῖ τοὺς θεοὺς τοὺς γενεθλίους τῆς πατρικῆς χώρας γενέσθαι παντελῶς ἐποπτῆρας καὶ ἐπιτηρητὰς τῶν εὐχῶν καὶ τῶν παρακλήσεων αὐτοῦ ,
7313028 ἐπιτηρητας
θεοὺς τοὺς γενεθλίους τῆς πατρικῆς χώρας γενέσθαι παντελῶς ἐποπτῆρας καὶ ἐπιτηρητὰς τῶν εὐχῶν καὶ τῶν παρακλήσεων αὐτοῦ , ἤγουν βοηθοὺς
τῶν ἄλλων ἐφορεύειν , ἤτοι ἄρχειν καὶ ἐπόπτας εἶναι καὶ ἐπιτηρητὰς τῆς χώρας αὐτοῦ . τὸ δὲ πιστά τινές φασιν
6739697 εὐθετους
στολὴν βασιλικὴν καὶ διάδημα καὶ δύο παῖδας πρὸς τὰς χρείας εὐθέτους : ἤκουσε δ ' αὐτῆς ὅτι καὶ Τήρης ὁ
τὴν εὐπορίαν τῆς Καρχηδόνος . εἰς δὲ τὴν Σικελίαν τοὺς εὐθέτους πρέσβεις ἐξέπεμψαν , προστάξαντες ἐφ ' οἷς ἂν ᾖ
6439621 ἱκετευοντας
: 〚 Πάμφιλος ζωγράφος ἦν , ὅστις τοὺς Ἡρακλείδας ἔγραψεν ἱκετεύοντας τὸν τῶν Ἀθηναίων δῆμον : 〛 οὗτος τραγῳδοποιός :
ἐνώπιον τῶν θεῶν ἱστάμενοι ἱκετεύομεν : διὸ καὶ αἰδούμεθα τοὺς ἱκετεύοντας . οὐ νηούς : οὐ γὰρ ναός μοί ἐστι
6399910 ἀποσπασθεισα
ἡμᾶς καλῶς ἐκμήναντα θεόν , ὡς ἐγὼ καὶ βραχύ τι ἀποσπασθεῖσα σοῦ οὔτε ζήσομαι οὔτε τὸν ἥλιον ὄψομαι . Ταῦτα
φρένες . τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν ; ποίας δ ' ἀποσπασθεῖσα φύτˈλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων , γεύεται δ '
6381269 ἐπιλεγομενη
συμπλήρωσιν τοῦ λόγου τοῦ κατὰ τοῦ μηδὲν ἐργασαμένου ἡ ἑξῆς ἐπιλεγομένη ἀπειλὴ οὐ περὶ αὐτοῦ , ἀλλὰ περὶ τοῦ προτέρου
, ἧς τὸ ἄκρον αἰσθητικώτερον τοῦ μέσου : εἶτα ἡ ἐπιλεγομένη ἐπιγλωττίς : προσπέφυκε δὲ ταύτῃ ὁ λεγόμενος οἰσοφάγος .
6378867 κακοπαθουντας
ἐφ ' οἷς αὐτοὺς ἡ βουλὴ πάνυ νομίζουσα τετρῦσθαι προσεδόκα κακοπαθοῦντας ἐνδώσειν περὶ τῆς ἡγεμονίας . οἳ δὲ τὰ μὲν
, κατὰ τὸν ὀπωρινὸν καιρόν . μογεόντας : πονοῦντας , κακοπαθοῦντας . Ἀνιηραί : λυπηραί . Ἀνιηραὶ θέρεος : ὥσπερ
6378019 αἰχμαλωτισθηναι
. Ἐγκρατεύεται , οὐκ ἀκρατεύεται . Αἰχμάλωτον γενέσθαι , οὐκ αἰχμαλωτισθῆναι . Ὠνησάμην : ἔνθα ἂν μὴ δυνηθῇς τὸ πρίασθαι
τὴν παρθενίαν , πρὸ τοῦ ἐλθεῖν εἰς ὥραν γάμου , αἰχμαλωτισθῆναι καὶ δούλας εἰς ξένην χώραν ἀπελθεῖν . Ἄλλως .
6368887 φεισασθε
ἐπιζημίων ὄντων . εἰ δὲ καὶ ἡμῶν ἐστιν ἔλεος , φείσασθε πολιτικῆς ἑστίας , φείσασθε ἀγορᾶς , φείσασθε βουλαίας θεοῦ
Ἰταλίαν καὶ χάριτας ἐμπορευόμενος ἡδονὰς καὶ γέλωτας θηρῶμαι . διὸ φείσασθε τῆς κοινῆς ἁπάντων χελιδόνος , ᾗ τὸ θεῖον ἔδωκεν
6332471 Πολυφοντη
ἔγημεν Ἱππόνους ὁ Τριβαλλοῦ παῖς καὶ αὐτοῖς ἐγένετο θυγάτηρ ὄνομα Πολυφόντη . αὕτη τὰ μὲν ἔργα τῆς Ἀφροδίτης ἐξύβρισεν ,
: Ἄρης δ ' ἐπεὶ τὸ γένος εἰς αὐτὸν ἀνέφερε Πολυφόντη , τούτου μὲν ἐξείλετο τοῦ μόρου τοὺς παῖδας .
6250849 ἀνομηματων
ἴσως τυραννοῦσιν , ἀλλ ' ὕστερον ὑφέξουσι τὰς τῶν τυραννικῶν ἀνομημάτων εὐθύνας . Ὅτι Κρὴς ὁ ἐλθὼν πρὸς Ἰούλιον τὸν
, τοὺς ἐν τῇ Ῥώμῃ τὰς δημοσίας κρίσεις διαδικάζοντας , ἀνομημάτων ἐπεπληρώκεσαν τὴν ἐπαρχίαν . Ὅτι Μούκιος ὁ Σκαιουόλας ταῖς
6242976 ἀνεκλινεν
πότοις αὐτὸς ἐφιστάμενος ταῖς εἰσόδοις οὓς μὲν εἰσῆγεν οὓς δὲ ἀνέκλινεν , καὶ τοὺς διακόνους τοὺς τὰς παραθέσεις φέροντας διέταττεν
γὰρ τὰς εἰσόδους ἐφιστάμενος οὓς μὲν εἰσῆγεν , οὓς δὲ ἀνέκλινεν , καὶ περιπορευόμενος οὗ μὲν προσεκάθιζεν , οὗ δὲ
6207955 ἐφονευεν
τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ ' ἀεικής . ἄλλος δὲ ἄλλον ἐφόνευεν , ὥσπερ λέοντες εἰς ἀγέλην βοῶν ἐμπεσόντες ἀφύλακτον :
τῆς περὶ τὸ συγγενὲς αἰσθήσεως πάντα κατεχούσης , οὐθεὶς οὐθὲν ἐφόνευεν οἰκεῖα εἶναι νομίζων τὰ λοιπὰ τῶν ζώιων . ἐπεὶ
6182020 ἐπικρυπτεσθαι
ἴδοιεν , οἱ δέ , ὅτι τεθνηκέναι ἤδη ἐξηγγέλλετο , ἐπικρύπτεσθαι δὲ αὐτοῦ ἐτόπαζον πρὸς τῶν σωματοφυλάκων τὸν θάνατον ,
καὶ ὀργὰς καὶ ἐπιθυμίας ἄλλας ὁμολογεῖσθαι , ἔρωτα δ ' ἐπικρύπτεσθαι πρὸς τῶν σωφρόνων . οὐδὲν δὲ οὐδ ' ὣς
6176072 κρυφιους
ὅ γε κέρτομα βάζειν ψεύδεά θ ' αἱμυλίους τε λόγους κρυφίους τ ' ὀαρισμούς . Μηνὸς δ ' ὀγδοάτῃ κάπρον
φέροντας κατὰ γῆς εὐθὺς πίπτειν , καὶ γυναῖκας δὲ νόσους κρυφίους ἰᾶσθαι θυμιωμένου δεχομένας αὐτοῦ τὴν πνοὴν καὶ τοὺς πονηροὺς
6156577 ἐσειδον
] ξυνήλικας ? . Γύγην [ γὰρ ὡς ] ? ἐσεῖδον ? ? , [ οὐκ ] εἴκασμά τι ,
σιγὰν λόγων ; ἐπεί σε νῦν ἀφράστως ἀέλπτως τ ' ἐσεῖδον . Τότ ' εἶδες , ὅτε θεοί μ '
6152135 κολακευτικως
εἰ καὶ οὐδὲν ὁ αὐτοῦ λόγος ἰσχύει , σαίνων καὶ κολακευτικῶς καὶ δολίως ἄγαν ὑπερχόμενος πρὸς πάντας . πάγχυ καὶ
τῶν ἔξω φροντίδος . Ἕπεσθε μητρὶ χοῖροι : ἐπὶ τῶν κολακευτικῶς τισιν ἑπομένων τροφῆς ἕνεκα . Ἐπὶ βύρσης ἐκαθέζετο :
6122602 ἐξεσωσεν
μετὰ αὐξήσεως . Εὐριπίδης , ἀλλ ' ἥδε μ ' ἐξέσωσεν , ἥδε μοι τροφός , [ ἡ ] μήτηρ
θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου , ἀνθ ' ὧν αὐτὸς ἐξέσωσεν ἐκ δράκοντος ἐκεῖνον . . . . . .
6102551 ἀρχειων
παραλαβόντες οἱ μὲν δορυφόροι τοῦ σώματος , οἱ δὲ τῶν ἀρχείων φύλακες ἐγένοντο . Λεύκων δὲ μετὰ τούτων καὶ μετὰ
αὐτοῦ κάτεισιν ὕδωρ ἐς τὸν Ἑλισσόντα ἐκ πηγῆς . τῶν ἀρχείων δὲ ὄπισθε ναὸς Τύχης καὶ ἄγαλμα λίθου πεποίηται ποδῶν
6098750 ἠγαγοντο
τινες ἀλλήλους ἐπὶ ταῖς γυναιξί , καθυφῆκαν τὰς γραφάς , ἠγάγοντο τὰς ἀλλήλων γυναῖκας καὶ κρίνονται κακοῦ βίου : ἐπὶ
καὶ νομίζοντες γενναιότατοι εἶναι Ἰώνων , οὗτοι δὲ οὐ γυναῖκας ἠγάγοντο ἐς τὴν ἀποικίην ἀλλὰ Καείρας ἔσχον , τῶν ἐφόνευσαν
6094089 κινημασιν
εὐδαίμων , ἐν δὲ τοῖς κατ ' αἴσθησιν καὶ ἀλόγοις κινήμασιν εἰκάζει . τὰ γὰρ μὴ παρὰ τὴν τοῦ λόγου
. στυγνῆς πρὸς κύμασιν ἄτης ] ταραχαῖς . . λυπηρᾶς κινήμασιν βλάβης . . ἦ σοφὸς ] τὸν Πιττακὸν λέγει
6087668 ὑπερμαχειν
εἰς ταύτην Τυδεὺς τέτακται . . προστατεῖν ] φυλάσσειν , ὑπερμαχεῖν . φερέγγυος ] ἀσφαλὴς , ἀξιόχρεως . . κόσμον
ἧς ἱερεὺς ἦν , ἢ ὅτι ἐν ταῖς πύλαις ὧν ὑπερμαχεῖν ἔμελλον ἡ Ἄρτεμις ἦν καὶ τούτων προστάτης ἐγγέγραπτο .
6083280 Βορεαδας
δὲ τῆς πόλεως ταύτης καὶ τοῦ τεμένους ἐπάρχειν τοὺς ὀνομαζομένους Βορεάδας ἀπογόνους ὄντας Βορέου καὶ κατὰ γένος ἀεὶ διαδέχεσθαι τὰς
ἕως τοῦ ἀμφ ' αὐτοῖς : ὅτι Ἡρακλῆς ἀνεῖλε τοὺς Βορεάδας διὰ τὸ κωλῦσαι τὴν ναῦν ὑποστρέψαι πάλιν εἰς τὴν
6063121 ρους
ἐν πενίᾳ καὶ νόσοις καὶ δουλείᾳ καταφθειρομένους , παμπονή - ρους δὲ καὶ μιαροὺς ἀνθρώπους προτιμωμένους καὶ ὑπερπλουτοῦντας καὶ ἐπιτάττοντας
! [ νακτιδω ? [ Κλεανακτιδἡ [ παῖς κ [ ρους με ! [ καιωνε [ προς μα [ εὐγενεια
6061249 Ποιας
ἐὰν καὶ τἄλλα μάθῃς κακά ; . : κἀναμυχθίζῃ ] Ποιᾶς φωνῆς καὶ στεναγμοῦ εἶδος . , : κἀναμυχθίζῃ ]
ἐὰν καὶ τἄλλα μάθῃς κακά ; . : κἀναμυχθίζῃ ] Ποιᾶς φωνῆς καὶ στεναγμοῦ εἶδος . , : κἀναμυχθίζῃ ]
6053101 προςεταξε
, καὶ προγράμματι τοὺς καταλαμβανομένους ἐπὶ τῆς Ἀσίας Ῥωμαίους ἀναιρεθῆναι προςέταξε . Προςετέθη δὲ αὐτῷ καὶ ἡ τῶν Ἀθηναίων πόλις
καὶ δημοκρατίας προσχήματος , καὶ τὰ τοιαῦτα . Ἄχειρ ἀριστεὺς προςέταξε τῷ παιδὶ μοιχὸν ἀνελεῖν . ἀνεῖλεν ὁ παῖς καὶ
6052515 μυστικας
καὶ χρείας σημαίνουσι βιωτικάς : καὶ τούτων οἱ μὲν μύλοι μυστικὰς καὶ ἀπορρήτους , οἱ δὲ κυνόδοντες τὰς μὴ πολλοῖς
πολλῶν γὰρ ἄρχουσιν οἱ θεοὶ οὗτοι . καὶ πρὸς τὰς μυστικὰς δὲ καὶ ἀπορρήτους χρείας ἀγαθοὶ τετήρηνται . πράττοντες δέ
6039928 κἀπογυμναζων
. Ξ κἀπογυμνάζων ] ἀνοίγων . κἀπογυμνάζων ] ἀπολύων . κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων .
κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων . κἀπογυμνάζων ] ἀναιδῶς ἀποκαλύπτων καὶ διανοίγων . θ ματαίᾳ ]
6038445 κτεινασα
τῇδε φυτείᾳ Παλλὰς Ἀθηναίη , κούρη Διὸς αἰγιόχοιο , Πάλλαντα κτείνασα μάχαις κρατερῆφι βίηφι τῆμος ὅτ ' ἀθάνατοί τε θεοὶ
' ἠδίκης ' ἐμός τε σύγγονος ; πῶς οὐ πόσιν κτείνασα πατρώιους δόμους ἡμῖν προσῆψας , ἀλλ ' ἐπηνέγκω λέχει
6028214 φειδομενων
, ἣν δίδωσιν ὁ τῆς ἀρετῆς σκοπός , μήτε σωμάτων φειδομένων ἡμῶν μήτε χρημάτων , ἀλλ ' ἑκόντων αὐτοῖς ὑποταττο
, παστάδα λυμαινομένων , παρθένους βιαζομένων , παίδων ὥρας οὐ φειδομένων . οὐκ ἀπώκνησα τοίνυν γυνὴ δόξαι τοῖς ἐναντίοις ,
6007962 ἀναφαινει
, ἔχειν δὲ τὰ πτερὰ αὐτοῦ φασι στίγματα ὑπόλευκα . ἀναφαίνει τε δύο ἀπὸ τῶν ὀφρύων παρ ' ἑκάτερον τὸν
, προσέτι τε τὴν λαμπροτάτην πόλεων πασῶν ὁπόσας ὁ Ζεὺς ἀναφαίνει , τὰς Ἀθήνας λέγω . ἐπιλείποι δ ' ἄν
6006563 πηναις
κροκέωι πέπλωι ζεύξομαι ἆρα πώλους ἐν δαιδαλέαισι ποικίλλους ' ἀνθοκρόκοισι πήναις ἢ Τιτάνων γενεάν , τὰν Ζεὺς ἀμφιπύρωι κοιμίζει φλογμῶι
ἀριστείας αὐτῆς ὑφαίνουσα [ ἢ ] τὴν Γιγαντομαχίαν : ἀνθοκρόκοισι πήναις : κροκωτοβαφέσιν : ἄνθος γὰρ τὸ βάμμα : ἄλλως
6002211 ἀφωρισε
εἰ σύμμαχοι Λακεδαιμονίων γένοιντο . Ὅτι καὶ Τιμόθεος πόλιν περιστρατοπεδεύσας ἀφώρισε τόπον τοῖς στρατιώταις προνομεύειν , τὸ δὲ λοιπὸν παραφυλάττειν
ὑπὸ τῶν ἐν τῇδε τοὺς ἐν ἐκείνῃ . Παρμενίδης πρῶτος ἀφώρισε τῆς γῆς τοὺς οἰκουμένους τόπους ὑπὸ ταῖς δυσὶ ζώναις
6000065 περιχωρους
. Τοὺς γείτονας ἐρεῖς ἀστυγείτονας , ὁμόρους , προσχώρους πλησιοχώρους περιχώρους , προσοίκους περιοίκους καὶ περιοικίδας πόλεις , γειτνιῶντας ,
πλείους δ ' ὄντες ἢ μύριοι , πάντας δὲ τοὺς περιχώρους ἔχοντες συμμάχους , μυρίοις δὲ ξένοις καὶ τριήρεσι πεντήκονθ
5999581 ταλαιπωρους
σφαγὰς πεποίηκε , καὶ τοσαύτης παρανοίας καὶ μανίας ἐνέπλησε τοὺς ταλαιπώρους ἐκείνους ὥσθ ' , ἵν ' ἀλλήλων ἄρχωσι καὶ
' ἀπογράφειν , ἐδεῖτε καὶ ὑβρίζετε πολίτας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ταλαιπώρους μετοίκους , οἷς ὑβριστικώτερον ὑμεῖς ἢ τοῖς οἰκέταις τοῖς
5992505 πανδοκουσα
ὑποδεχομένη . πάντα πόνον τῆς παιδικῆς ἡλικίας ὑποδεχομένη . . πανδοκοῦσα παιδίας ὄτλον ] δεχομένη παιδεύσεως κακοπάθειαν , πόνον .
ἡ ] αὕτη . νέους ] ὑμᾶς ὄντας . . πανδοκοῦσα ] ὑπομείνασα καὶ προσδεχομένη ἅπασαν παιδεύσεως κακοπάθειαν . .
5986072 ζωγρησαντες
. μετὰ δὲ ταῦτα οἱ μὲν Βοιωτοὶ κατὰ τὰς προνομὰς ζωγρήσαντες οὐκ ὀλίγους τῶν μισθοφόρων , προαγαγόντες πρὸ τῆς πόλεως
, οὐχ ὁμοίως ἀλγοῦμεν , οὓς δὲ χεῖρας προϊσχομένους καὶ ζωγρήσαντες ὑποσχόμενοί τε ἡμῖν ὕστερον μὴ κτενεῖν παρανόμως διεφθείρατε ,
5980032 Λακωνικους
γενομένῃ . Τὸ δὲ Ὑλλίδος στάθμας νόμοις λέγει , ἐπειδὴ Λακωνικοὺς νόμους ἐν τῇ Αἴτνῃ Ἱέρων ἐθέσπισεν , ἢ ὅτι
δὲ τῶν ναυτῶν οἱ Ταραντῖνοι τούτους μὲν οὐκ ἠδίκουν ὄντας Λακωνικοὺς , τὸν δὲ Λεπτίνην ἐζήτουν συλλαβεῖν . ὁ δὲ
5978487 σκοτεινας
ἤτοι κατὰ συγκοπὴν τὰς ἐρεβεννάς , τουτέστι [ καταπληκτικὰς ] σκοτεινὰς κυρίως , ἐξ οὗ μελαίνας . ὁ δὲ λόγος
. Ἐκείνου : τοῦ θοροῦ . Ὀρφναίας : διὰ , σκοτεινὰς , μέλαινας : ὀρφνὴ ἡ νὺξ παρὰ τὸ τὴν
5969855 κωμους
, ἑορτάς , πανηγύρεις , μουσικοὺς ἀγῶνας , ἱπποδρομίας , κώμους , παννυχίδας μετ ' αὐλῶν καὶ κιθάρας , τέρψεις
ἐκ παντὸς παυσάμενος καμάτου . Λέσβιος Ἀλκαῖος δὲ πόσους ἀνεδέξατο κώμους Σαπφοῦς φορμίζων ἱμερόεντα πόθον , γιγνώσκεις : ὁ δ
5964221 δυσποτμως
ἣν λάβωσιν ἐν ταφῇ χθονός , πατρὸς κατ ' εὐχὰς δυσπότμως φορούμενοι . ὦ μεγάλε Ζεῦ καὶ πολιοῦχοι δαίμονες ,
] τὴν Ἑλληνικήν . πλήθουσι ] † πλήρεις εἰσί . δυσπότμως ] ἀθλίως , δυστυχῶς . ἐφθαρμένων ] † ἀποθανόντων
5953162 ἐκαθηρε
βωμοὺς αὐταῖς ἱδρύσατο Ἀθήνησι , καὶ θύειν παρεκελεύετο . οὗτος ἐκάθηρε τὰς Ἀθήνας : ἦν δὲ Κρὴς τῶι γένει καὶ
ἐπεὶ δριμύτερόν πως ἐκεῖνο ὂν ἐτύγχανε , πρὸς βραχὺ μὲν ἐκάθηρε τὰ προσήκοντα , τῇ δὲ δριμύτητι προϊὸν καὶ τῶν
5949743 εὐβουλιαι
ἃς ἂν τὸ βιασάμενον καὶ κρατῆσαν ὀνοματοποιήσῃ πάθος , οὕτως εὐβουλίαι καὶ εὐφροσύναι φυσικαῖς ἐκφωνήσεσιν ἀναγκάζουσι χρῆσθαι , ὧν οὐκ
σεισμοὶ , κεραυνοὶ , καὶ τὰ ὅμοια , καὶ ἀνθρώπων εὐβουλίαι καὶ δυσβουλίαι , καὶ εὐτυχίαι καὶ ἀτυχίαι . Περὶ
5945578 Νενοησθω
σημείου τῷ ὑποκειμένῳ ἐπιπέδῳ πρὸς ὀρθὰς εὐθεῖαν γραμμὴν ἀναστῆσαι . Νενοήσθω τι σημεῖον μετέωρον τὸ Β , καὶ ἀπὸ τοῦ
ὑποτείνει μεγίστου κύκλου περιφέρειαν ἑξηκοστῶν μιᾶς μοίρας λα γʹ . Νενοήσθω γὰρ ὁ μὲν διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κύκλος ὁ
5943296 Λεγονται
Γάζα , πόλις Φοινίκης . . Ὁ πολίτης Γαζαῖος . Λέγονται καὶ Γαζηνοὶ παραλόγως , ὡς Παυσανίας . : Βότρυς
: Ἐχῖναι , νῆσοι περὶ τὴν Αἰτωλίαν . . . Λέγονται καὶ Ἐχινάδες διὰ τὸ τραχὺ καὶ ὀξὺ , παρὰ
5941617 τευξομενος
τύχω οὗ δέομαι ; Ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι ὡς τευξόμενος ἀπέρχου ; οὐχὶ δὲ μόνον , ἵνα πράξῃς τὸ
, χάριν τε ὧν παρεσχόμην αὐτῷ κομιούμενος καὶ προμηθείας δηλονότι τευξόμενος παρ ' αὐτοῦ ; Καὶ οὐκ ἔσθ ' ὅπως
5940528 μειναντας
ἐκεῖσε πορεῦσαι : τυχόντας δὲ ἐκεῖ ὧν δὴ τυχεῖν καὶ μείναντας ὃν χρὴ χρόνον ἄλλος δεῦρο πάλιν ἡγεμὼν κομίζει ἐν
παρ ' ἑκόντων τῶν Ἑλλήνων , ὑμᾶς δὲ πολλοῖς ἔτεσι μείναντας ἐπ ' αὐτῆς , τὸ μὲν πρῶτον εὐνοίᾳ λαβόντας
5940439 ἐξηψεν
προμηθῶς εἶχεν . προϊὼν δὲ ὁ χρόνος ἐς φιλίαν αὐτοὺς ἐξῆψεν ἀλλήλων ἰσχυράν . συνηνέχθη δὲ καμεῖν τὸ σῶμα τὸν
οἱ τῶν δορυφόρων τοὺς ἀφειδεστάτους . ταῦτά τοι ἐπὶ μᾶλλον ἐξῆψεν αὐτῷ τὸ μῖσος . τὸν ἐπινησθέντα ἐνίοις βίον .
5940421 ἀποφευξιν
μηδὲ ἐὰν εὖ εἰκάζω , ἐν τούτῳ μοι ἀξιοῦτε τὴν ἀπόφευξιν εἶναι , ἀλλ ' ἐξαρκείτω μοι ἐμαυτὸν ἀναίτιον ἀποδεῖξαι
τοῖσι χείλεσιν διερρυηκόσιν . πῶς ἂν μάθοι ποθ ' οὗτος ἀπόφευξιν δίκης ἢ κλῆσιν ἢ χαύνωσιν ἀναπειστηρίαν ; καίτοι ταλάντου
5940336 κυρησαι
, τόθι ] Δεινομένεος ἔθηκαν ὄλβιον τέκος [ στεφάνων ] κυρῆσαι : θρόησε δὲ λαὸς [ ˘ – ] [
ὑπώρειαν ὑψικρήμνοιο Μίμαντος αἰδοίων μ ' ἐλθόντα βροτῶν ὁσίων τε κυρῆσαι , Φῶτά τε τισαίμην ὃς ἐμὸν νόον ἠπεροπεύσας ὠδύσατο
5933762 συναγχικους
ἐλαίῳ καὶ τερεβινθίνῃ . σὺν δὲ μέλιτι ἀναληφθεῖσα καὶ χριομένη συναγχικοὺς θεραπεύει καὶ φλεγμονὰς παρισθμίων . τοῖς δὲ λυσσοδήκτοις καὶ
. μετὰ μέλιτος δὲ ἐγχριομένη τῷ λαιμῷ καὶ τῷ σώματι συναγχικοὺς ἄκρως ἰᾶται . λαθραίως δὲ ποιεῖ πάντα μὴ ὁμολογῶν
5933388 προηγησις
νζ κ καὶ ἡμερῶν νθ ἔγγιστα , ἡ δὲ ὅλη προήγησις μοιρῶν θ νδ μ καὶ ἡμερῶν ριη . Πάλιν
ἐγγὺς παρέξει τὸ διάφορον τοῖς μαθήμασιν . ἔτι δὲ ἡ προήγησις τῶν ἐν τῇ συστάσει τοῦ παντός , πρώτη οὖσα
5933363 δεξαμενων
. ἀφικόμενοι δὲ πρότεροι οἱ ἱππεῖς ἐμβάλλουσι τοῖς Πελληνεῦσι . δεξαμένων δὲ τὸ πρῶτον , ἐπαναχωρήσαντες πάλιν σὺν τοῖς παραγεγενημένοις
, καὶ τὴν ἀλήθειαν τῆς στρατείας ἐδήλωσεν . προσάντως δὲ δεξαμένων τὸν λόγον τῶν στρατιωτῶν , ἐδεῖτο πάντων μὴ καταλιπεῖν
5932817 στερομενους
, καθαιρεῖν . χαλεπωτέραν γὰρ ὀργὴν ἅπαντας ἔχειν τῶν συγχωρηθέντων στερομένους ἢ τῶν ἐλπιζομένων μὴ τυγχάνοντας . παραδείγμασί τε πολλοῖς
ἴσασιν ἐπὶ τῆς ἐμῆς ἀρχῆς ἀκρίτους ἀπολωλότας ἢ τῆς πατρίδος στερομένους ἢ τὰς οὐσίας ἀπολωλεκότας ἢ ἄλλῃ τινὶ συμφορᾷ κεχρημένους
5932541 λεηλατησας
. πολλὰς δὲ κώμας καὶ πόλεις πορθήσας τήν τε χώραν λεηλατήσας , ἐλθὼν ἐς τὴν Ἀτρηνῶν χώραν , προσκαθεζόμενος τὰς
συμμαχίας , καὶ δυνάμεις ἀθροίσας ἐστράτευσεν εἰς τὴν Μεσσηνίαν . λεηλατήσας δὲ τὴν χώραν καὶ πολλῆς ὠφελείας ἐγκρατὴς γενόμενος ἀνέξευξε
5927358 παροινουντας
δρῶντας οὐδένα ἐποιοῦντο λόγον , ὥστε ἠναγκάσθη καὶ ἀποκτεῖναι τοὺς παροινοῦντας μάλιστα ἐξ αὐτῶν . τὰς δὲ αἰχμαλώτους λαβὼν ἀπέλυσε
τῆς ἀδικίας κεφάλαιον , ἀλλ ' οὐδὲ τοὺς τὰ βραχύτατα παροινοῦντας οὗτος ὁ τρόπος ἐλευθεροῖ . οὐ ποιεῖ τὸν κλέπτην
5923374 διανειμαμενων
' ὁ πόλεμος οὗτος ἔτη ἕνδεκα ἕως τῆς φθορᾶς τῶν διανειμαμένων τὰ ἱερὰ χρήματα . Καλλισθένης δὲ τὴν τῶν Ἑλληνικῶν
' ὁ πόλεμος οὗτος ἔτη ἕνδεκα ἕως τῆς φθορᾶς τῶν διανειμαμένων τὰ ἱερὰ χρήματα . . . : Ἔφορος δὲ
5921013 ἐλπισαντων
οὐ χρόνου , ἀλλὰ τόπου ἐπὶ μεγίστῃ ἐλπίδι : μείζονα ἐλπισάντων τῆς ὑπαρχούσης δυνάμεως ἐσέκειτο : ἐνεβλήσαν . ἐπετέθειτο ταῖς
, δεινὰ δὲ λαμβανόντων . Αἱροῦντες ᾑρήμεθα : ἐπὶ τῶν ἐλπισάντων νικᾶν [ τινὰς ] , εἶθ ' ὑπ '
5920129 κευθμωνας
ἀλλ ' οἷον φωτός τε εὖ ἔχειν καί τινας ὑποδεικνύναι κευθμῶνας , πρὸς κολωνόν τινα ὑψηλὸν σκοπὸν ἀναβιβάζουσιν ἐπιστήμονα :
ἀνημέρους . ἐγὼ γὰρ ὑμῖν πανδίκως ὑπίσχομαι ἕδρας τε καὶ κευθμῶνας ἐνδίκου χθονὸς λιπαροθρόνοισιν ἡμένας ἐπ ' ἐσχάραις ἕξειν ,
5917733 ἀνακαλουμενη
καὶ πολλὰ παραπεσοῦσα μετ ' ἀφροδίτης , καὶ τὸν λογισμὸν ἀνακαλουμένη . τοῖς δὲ Ῥωμαίοις ἀξιοῦσιν ὁμιλητὴν ἴδιον ἀποπέμπειν ,
ἀξιοῦσα βοηθεῖν τὴν ταχίστην , τῶν δὲ Μακεδόνων τοὺς πρακτικωτάτους ἀνακαλουμένη δωρεαῖς καὶ μεγάλαις ἐπαγγελίαις ἰδίους ταῖς εὐνοίαις κατεσκεύαζε .
5910968 ἀθεως
ἀναλίσκῃ καὶ εἰς ἑαυτὸν καὶ εἰς τοὺς ἑαυτοῦ ἀδίκως καὶ ἀθέως , ἐάντε αὖ θανάτου ἄξια ἠδικηκὼς ᾖ , ὅπως
ταχὺ μετῆλθόν ς ' : διὰ τούτων ἐλέγχει αὐτὸν ὡς ἀθέως πεπραχότα τὸν φόνον , ὅπου γε αἱ μὲν Ἐρινύες
5905911 δυσουριωντας
καὶ ἐπάνω ἔρια . Κεφ . κεʹ . [ Πρὸς δυσουριῶντας καὶ λιθιῶντας ] Σκορπίοι ὠπτημένοι τρωγόμενοι : πρὸς δὲ
. ταύτης ἡ ῥίζα σὺν οἴνῳ πινομένη οὖρα κινεῖ καὶ δυσουριῶντας ἰᾶται , καὶ λίθους θρύπτει καὶ στροφοὺς παύει καὶ
5904651 φληναφους
φράσιν μεταδιώκειν δεῖ τῶν ἀρχαίων ῥητόρων ἐκφεύγοντας τοὺς τῶν μεσοτέρων φληνάφους , οἵτινες ἐκτραχηλισμοὺς , οὐκ ἀρετὴν λογικὴν μεταδιώξαντες καὶ
ὡς ἐξεγράψω καὶ ὡς οἴει κτῆμα τοὺς ἡμετέρους εἶναί σοι φληνάφους . σὺ μὲν οὖν χάριν φῂς ἔχειν ἐμοὶ τοῦ
5903240 ἐσκυλευον
χρόνου : ἤγουν διὰ πλείστου . ʃ δὴ μακρά . ἐσκύλευον : ἀπεγύμνουν . οἱ στρατηγοί : τῶν Ἀθηναίων .
μὲν Ἕλληνες μετὰ τὴν μάχην τούς τε αὑτῶν ἔθαπτον καὶ ἐσκύλευον τοὺς βαρβάρους , οἱ Γαλάται δὲ οὔτε ὑπὲρ ἀναιρέσεως
5902972 Συνεβη
' ἀληθῆ λέγω , τούτων ὑμῖν τοὺς μάρτυρας παρέξομαι . Συνέβη τοίνυν , ὦ ἄνδρες δικασταί , καὶ Εὐξίθεον τουτονὶ
Αἰσώπῳ πάντα ὑπηρετεῖτο τὰ ὑπὸ τῶν θεῶν δωρηθέντα αὐτῷ . Συνέβη δὲ σωματέμπορον ἵππῳ καθεζόμενον ἀπὸ τῶν ἀγρῶν πορεύεσθαι εἰς
5897435 κατασκαφας
συμφοράς , καὶ νομίσαθ ' ὁρᾶν ἁλισκομένην πόλιν , τειχῶν κατασκαφάς , ἐμπρήσεις οἰκιῶν , ἀγομένας γυναῖκας καὶ παῖδας εἰς
ἐπέκειντο : ἀνεμίγνυντο , ἐπ ' ἀλλήλοις ἔπιπτον : ἔσχομεν κατασκαφάς : ἐπέσχομεν τῆς πόλεως τὴν κατασκαφὴν καὶ τὴν πόρθησιν
5896585 ἐφεισαμην
τούτου οὐ πώποτε οὔτε τοῦ σώματος οὔτε τῶν ὄντων ἐμοὶ ἐφεισάμην , ὅπου ἔδει παρακινδυνεύειν : ἀλλ ' αὐτίκα μὲν
ἀρετῆς ἀποθνησκούσας φρονήματός τε τοσούτου , Περίσθενες , ἐγὼ δικαίως ἐφεισάμην , σύ τε πάνθ ' ὅσα μετὰ τούτων ἔλαβες
5896567 κἀιτα
: δειλὸν δ ' ὁ πλοῦτος καὶ φιλόψυχον κακόν . κἆιτα σὺν πολλοῖσιν ἦλθες πρὸς τὸν οὐδὲν ἐς μάχην ;
τότε μὲν ποιησάμενοι τὴν εἰρήνην ἔχοντος ἐμοῦ τὴν πόλιν , κἆιτα συμμαχίαν ἐπὶ ταῖς αὐταῖς ὁμολογίαις . καίτοι πῶς ἂν
5892160 συγκοιμωμενος
ἐμὰ λέκτρα ὄντα τῆς μητρός , ἀντὶ τοῦ ἐπιγνοὺς μητρὶ συγκοιμώμενος . τὸ δὲ μητρῴων γάμων περιφραστικῶς τῆς μητρός :
γύας καὶ ῥεῖθρον Ἀσβύσταο καὶ χαμευνάδας εὐνάς , δυσόδμοις θηρσὶ συγκοιμώμενος . καὶ πάντα τλήσεθ ' εἵνεκ ' Αἰγύας κυνὸς
5890835 ἐκλεκτους
καὶ ὄρυξον , καὶ πῆξον λίθους , ὡς κατακλείειν , ἐκλεκτοὺς ζʹ , καὶ γλύφε ἐφ ' ἕνα ἕκαστον λίθον
ἐκκρίνειν , τὸ ἀφορίζειν καὶ ἐπιλέγεσθαι ʃ . ἐκκρίτους καὶ ἐκλεκτοὺς ἐποιήσαντο ταχὺ ξυνεστῶτες παραγίγνωνται : ταχὺ παραγίγνωνται διὰ τὸ
5888807 μεταβαλλομενους
ἑστῶτας , ποτὲ εἰς τὸν νῶτον ἐρχομένους τῶν πεζῶν καὶ μεταβαλλομένους κατὰ νώτου . τάσσονται δὲ τὰ μέρη τῆς παρατάξεως
ὡς ἀσθενενεστάτην ζητεῖν ποιεῖν ὥσπερ ἐκεῖνος , οὔτ ' ἀνεκτὸν μεταβαλλομένους φαίνεσθαι . τὸ δ ' ἐπὶ σφῶν αὐτῶν ἐᾶσαι
5886729 πεμπομενος
δὲ ὁ αὐτὸς ἀφ ' ἑαυτοῦ διαγγέλλων ὑφ ' ἑτέρου πεμπόμενος . ἄγειν καὶ φέρειν διαφέρει . ἄγεται μὲν γὰρ
, εἰ μὴ ἰσχυρῶς ταῦτα ἀπαγγέλλοι . Ὁ μὲν δὴ πεμπόμενος ἐπορεύετο ἔχων τοὺς ἑαυτοῦ ἱππέας ὡς ἑκατόν , ἀνιώμενος
5885128 ἀποσοβησιν
εἴ τι κακὸν καὶ μισητὸν εἶδες , ζήτει αὐτοὺς ποιεῖν ἀποσόβησιν τούτων , τὰ καλὰ δὲ πεπληρωμένα γενέσθαι καὶ σοὶ
παλαιῶν , ἀρχαίων . . μόχθων ἐκτροπὴν ] ἐκφυγὴν καὶ ἀποσόβησιν . . δυστυχιῶν ἐκφυγήν . . αὐτῷ ] τῷ
5883873 ἑξαγια
κηκὶς καὶ κροκόμαγμα μετ ' οἴνου ἐπιχρίεται , ἢ δαφνίδων ἑξάγια β καὶ πηγάνου φύλλων # β , νάπυος ⋖
χυλοῦ ἑξάγια βʹ , κρόκου , ὀπίου , γομφίτου ἀνὰ ἑξάγια γʹ ςʹʹ . τὸ ὄπιον καὶ τὸν γομφίτην λείωσον
5882788 βεβλημενους
τοὺς διὰ τῆς πύλης εἰσεληλυθότας εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ πύργου βεβλημένους , τοὺς δὲ μὴ εἰσεληλυθότας πάλιν ἀποβεβλημένους εἰς τὸν
δεῖν ἐκκρουσθῆναι διὰ ῥημάτων εὐπρέπειαν , οὐδ ' ἀνεῖναι Λακεδαιμονίους βεβλημένους , οἵ γε , ὑμᾶς ἂν ἐκφεύγωσιν , ὕστερον
5880430 ἠναγκαζε
δὲ κακὰ καὶ μὴ διζημένοισιν . Διομήδειος ἀνάγκη : ὃς ἠνάγκαζε τοὺς ξένους αἰσχραῖς οὔσαις ταῖς θυγατράσιν αὐτοῦ μίγνυσθαι ,
Μίδου νόθος παῖς , γεωργὸς δὲ ὢν τοὺς παριόντας θερίζειν ἠνάγκαζε καὶ κατὰ τὴν ἑσπέραν συναπέτεμε τοῖς δράγμασιν αὐτῶν τὰς
5879635 μελεδωνον
οἱ μάγοι εἰσί τοι οἱ ἐπανεστεῶτες , τόν τε ἔλιπες μελεδωνὸν τῶν οἰκίων Πατιζείθης καὶ ὁ τούτου ἀδελφεὸς Σμέρδις .
ἐπῄνεσε . Λακεδαιμόνιος ἀνὴρ Τιμανδρίδας ὄνομα ἀποδημήσας τὸν υἱὸν ἀπέλιπε μελεδωνὸν τῆς οἰκίας . εἶτα ἐπανελθὼν χρόνῳ ὕστερον καὶ εὑρὼν
5877952 ἀφιερωσαι
καὶ τοῖς αἰτίοις τῆς ἐξ ἀρχῆς σωτηρίας χάριν ἀποδιδόντας , ἀφιερῶσαι τὰς φύσεις αὐτῶν οἷς ἀφωμοιώθησαν , καὶ καταδεῖξαι τοῖς
χαρᾶς ἀλλὰ θλίψεως αἴτιος . ἱδρυσόμεσθα ) : ἱδρύσασθαι καὶ ἀφιερῶσαι τὸν θεὸν ἤτοι τὸν Πλοῦτον βούλονται ἀπαγαγόντες αὐτὸν ἐν
5876027 Στιλβιδης
δῆτά σοι τῶν μάντεων ; πότερος ἀμείνων , Ἀμφοτερὸς ἢ Στιλβίδης ; Γ πιέζει Γ : ἀντὶ τοῦ “ λυπεῖ
δῆτά σοι τῶν μάντεων ; πότερος ἀμείνων ἀμφοτέρων ; ἢ Στιλβίδης ; Ἱερόκλεες βέλτιστε χρησμῳδῶν ἄναξ καὶ τῷ Πυριλάμπους ἆρα
5868839 ἐπιλαμψαντος
πλείων τοῦ ἐξ ἀναλογίας συμμέτρου πρόεισιν . Ἔαρος δ ' ἐπιλάμψαντος καὶ τῆς καταστάσεως ἔτι ὑγρᾶς τελούσης , τῶν χυμῶν
τοσοῦτον ἀγαθόν , οὗ τὴν ἀρχὴν ἐσφάλημεν ; ἰδοὺ γὰρ ἐπιλάμψαντος αὐτοῦ , ὡς πρὸς κάτοπτρον τὴν ἀκοσμίαν ὁρῶντες αὑτῶν
5868822 τετολμηκασιν
τιμῆς τοσαύτης ἀποστερήσαντες , ἐρήμους γενομένους τῆς ἡγεμονίας ἰδεῖν ἅπαντες τετολμήκασιν : εἶτα τῶν Ἑλλήνων οὐκ ἐνεγκόντων τὴν Λακεδαιμονίων φυγὴν
ἔχειν ὡμολόγηκεν : οἱ δ ' ὑπὲρ ταύτης πάντων ἀμφισβητεῖν τετολμήκασιν : εἰς τοῦτο ἀναιδείας ἐληλύθασι . Λαβὲ δὴ αὐτοῖς
5868183 ὑπερηφανους
μένειν μηδ ' ἀντιπράττειν τοῖς ἐψηφισμένοις ὑφ ' ἑαυτῶν , ὑπερηφάνους καὶ τυραννικὰς ἔδωκεν ἀποκρίσεις , οὐ τὴν βουλὴν ἄρχειν
θρόνον τὴν αἰδῶ αὐτὴν ὀνομάζει : ὑπέρφρονας δὲ λόγους τοὺς ὑπερηφάνους φησὶν , οἱονεὶ , οὔτε ὑπερήφανα λέγει ὡς ὁ
5866471 ἐτεκες
, μῆτερ , εἰμί , παῖς σέθεν Πενθεύς , ὃν ἔτεκες ἐν δόμοις Ἐχίονος : οἴκτιρε δ ' ὦ μῆτέρ
καταπνευσθεὶς ἐνθουσιῶν ἀνεφθέγξατο : „ ὦ μῆτερ , ἡλίκον με ἔτεκες , ἄνθρωπον μάχης καὶ ἄνθρωπον ἀηδίας πάσης τῆς γῆς
5866023 Ἱμεραιους
τε σφετέρων ναυτῶν καὶ ἐπιβατῶν τοὺς ὡπλισμένους ἑπτακοσίους μάλιστα , Ἱμεραίους δὲ ὁπλίτας καὶ ψιλοὺς ξυναμφοτέρους χιλίους καὶ ἱππέας ἑκατὸν
ἐπιθέμενος ἐνίκησεν . Διονύσιος χειρώσασθαι βουλόμενος Ἱμέραν πρὸς μὲν τοὺς Ἱμεραίους φιλίαν συνέθετο , πρὸς δὲ τὰ πλησίον αὐτῶν πολίσματα
5865105 συγγονος
. κοὐδεὶς ἔτ ' εἶπε : σὸς δ ' ἐπῆλθε σύγγονος , ἔλεξε δ ' : Ὦ γῆν Ἰνάχου κεκτημένοι
δὲ σῶι πατρί . οὐ γὰρ γαμεῖ τήνδ ' οὔτε σύγγονος σέθεν οὔτ ' ἄλλος οὐδείς : ἀλλ ' ἐγώ
5855748 ὀλωλοτας
δίκην σποδοῦ ἤτοι κόνεως . ἐμπνέων ] ἤτοι ζῶν . ὀλωλότας ] φθαρέντας . τί μή ] διὰ τί γὰρ
νῦν ἐκείνων εἴ τις ἐστὶν ἐμπνέων , λέγουσιν ἡμᾶς ὡς ὀλωλότας , τί μήν ; ἡμεῖς τ ' ἐκείνους ταὔτ
5855583 ἐνοπλων
. Σκιπίων ὑπὸ τοῦ δήμου θορυβούμενος ἐμὲ ἔφη οὐδὲ στρατιωτῶν ἐνόπλων ἀλαλαγμὸς ἐξέπληξεν , οὔτι γε συγκλύδων ἀνθρώπων θόρυβος ,
ἱκανοὺς καὶ πόρτας καὶ μάγγανα τείχους καὶ βοήθειαν ἀρκοῦσαν πεζῶν ἐνόπλων καὶ γενναίων μετὰ ἀρχόντων φρονίμων καὶ εὐψύχων καὶ δαπάνην
5851309 ἑρμηνεας
εἴρηκεν . τάχα δ ' ἄν τις τοὺς κήρυκας καὶ ἑρμηνέας καὶ σπονδοφόρους καὶ ἐκεχειροφόρους καὶ ἀγγέλους ὀνομάσειεν . τὸ
καὶ ἀρχομένης ἕω παρέταξεν αὐτοὺς μετὰ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων ἐπιστήσας ἑρμηνέας διγλώσσους , ἵνα τὰ παρηγγελμένα τοῖς Ἕλλησιν οὗτοι φράζοιεν
5848585 εὐνουστατους
καὶ εἴ τινων ἄλλων ἡγεμόνων προσδεῖν αὐτῷ δόξαι , τοὺς εὐνουστάτους τῇ πατρίδι , πιστοτάτους , εὐρωστοτάτους , ἔνθεν δ
τοὺς τὸν αὐτὸν ἐχθρὸν καὶ φίλον κρινεῖν ὀμωμοκότας νομίζετ ' εὐνουστάτους , τῶν δὲ πολιτευομένων οὓς ἴστε σαφῶς τοὺς τῆς
5848549 ἀναλωτικον
λέγομεν , ὅτι οὐδέν τι κατ ' αὐτὸ ἕτερον οὕτως ἀναλωτικὸν καὶ πυρῶδες , τῶν εἰς τὴν ἡμετέραν ἰόντων αἴσθησιν
δὲ τῶν ἄστρων πρὸς τὸ ἐπιτευκτικόν . τὸ μὲν γὰρ ἀναλωτικὸν τῶν ἐμπιπτόντων , τὸ δὲ ὀξείας καὶ ἐξόχους ἔχον
5843410 Κηυκα
Ἡρακλέους ἐφύλαττεν . ὁ δὲ διαβὰς τὸν ποταμὸν κατήντησε πρὸς Κήυκα τὸν τῆς Τραχῖνος βασιλέα , καὶ μετὰ τούτου κατῴκησεν
τὸν νόμον τὴν φυγὴν ὑπομένειν ἤθελε , καὶ διέγνω πρὸς Κήυκα εἰς Τραχῖνα ἀπιέναι . ἄγων δὲ Δηιάνειραν ἐπὶ ποταμὸν
5840469 βοακας
τε τριγκούς τε . Σπεύσιππος δὲ καὶ οἱ ἄλλοι Ἀττικοὶ βόακας . Ἀριστοφάνης Σκηνὰς καταλαμβανούσαις : ἀλλ ' ἔχουσα γαστέρα
σε πείσῃ μηδὲ εἷς , πρὸς τῶν θεῶν , τοὺς βόακας , ἄν ποτ ' ἔλθῃ , λευκομαινίδας καλεῖν .
5838270 καταμεινας
ἄλλοι , ἐνθάδε τοὺς Χοᾶς ἄγων ἀπελείφθη καὶ τοῖς Διονυσίοις καταμείνας ἐχόρευεν , ὡς ἅπαντες ἑωρᾶθ ' οἱ ἐπιδημοῦντες .
οἷς οὐκ ἐποίησε κρίνεται , ὡς ὁ χειροτονηθεὶς πρεσβευτὴς καὶ καταμείνας τῷ μὴ λαβεῖν παρὰ τοῦ ταμίου τὰ ἐφόδια :
5837805 συνοικειωσεις
δυνάμεις αὐτοῖς ἐμπεριποιησάντων τοῦ ζῳδιακοῦ διαστημάτων . Αἱ μὲν οὖν συνοικειώσεις τῶν τε ἀστέρων καὶ τῶν δωδεκατημορίων σχεδὸν ἂν εἶεν
καὶ μάλιστα διότι τὰς φύσεις καὶ τὰς δυνάμεις καὶ τὰς συνοικειώσεις αὐτῶν ὁρῶμεν ἐκ τῶν προαποδεδειγμένων ἀπὸ τῶν τροπικῶν καὶ
5832594 δαϊων
καὶ . ἔλιπες κατέλιπες ἐκεῖ . ὤ ] φεῦ . δαΐων ] ἕνεκα τῶν πολεμικῶν τούτων ἀνδρῶν . ἀγαυοῖσι ]
. . τοῦ Σησάμα ] οὗτοι πρόγονοι τούτου . . δαΐων ] ἕνεκα τῶν πολεμικωτάτων τούτων ἀνδρῶν . . ἀγαυοῖς
5829375 ἀπεσχετο
πλείονος . ἆρα πιστεύσαιτε ἄν μοι ὅτι μηδὲ τῶν κατευναστῶν ἀπέσχετο μηδὲ τῶν προκοίτων , ἀλλὰ κἀκεῖνοι συνεισήνεγκαν μέτρον ὡρισμένον
τοῦ πάντα λαβεῖν . οὐδὲ γὰρ ὀσπρίων ὁ σεμνὸς οὗτος ἀπέσχετο , ὧν ἐνέπλησε τὸν ἀγρὸν τὸν ἑαυτοῦ πιέσας τοὺς
5828962 ξενοτροφειν
δ ' οὔτε τῶν ἐκείνου πραγμάτων οὐδὲν στασιάζειν παρασκευάζομεν οὔτε ξενοτροφεῖν ἐθέλομεν οὔτε στρατεύεσθαι τολμῶμεν . οὔκουν ἐστὶν οὐδὲν δεινόν
τυραννευθέντες ὑπὸ τοῦ εἰσάγοντος τοὺς ξένους . Ἂν δὲ δέῃ ξενοτροφεῖν , ὧδε ἂν ἀσφαλέστατα γίγνοιτο . Χρὴ τοῖς ἐν
5823575 Τουσκιανος
ἡμῖν ἀρετὴν ἵππων ἐξεῦρες . Ἀπηλαύσαμεν ἀλλήλων ἐγώ τε καὶ Τουσκιανός , ἐγὼ μὲν ἀκροώμενος τούτου , λέγοντος δὲ ἐκεῖνος
ἡμῖν ἀρετὴν ἵππων ἐξεῦρες . Ἀπηλαύσαμεν ἀλλήλων ἐγώ τε καὶ Τουσκιανός , ἐγὼ μὲν ἀκροώμενος τούτου , λέγοντος δὲ ἐκεῖνος
5822977 δυνατωτερᾳ
ἡγεμόνα νοῦν , ὃς ὅταν ἐπικυδέστερος γένηται τῶν ἓξ καὶ δυνατωτέρᾳ ῥώμῃ κατακρατήσας ἀναχωρήσῃ , μόνωσιν ἀσπασάμενος καὶ ταῖς ἑαυτοῦ
εἰ πρὸς τοὺς ἀλλοτρίους τοιοῦτος ἦν , οἳ βαρυτέρᾳ καὶ δυνατωτέρᾳ χειρὶ συμφωνήσαντες ἠμύναντο ἂν ἄρχοντα χειρῶν ἀδίκων , ὁπότε
5822964 εὐηργετει
ἐπὶ τέλος ἄξειν . διὸ καὶ πάντας ἐκ τῶν ἐνδεχομένων εὐηργέτει , τοὺς μὲν χρημάτων δωρεαῖς ἐκθεραπεύων , τοὺς δὲ
καὶ σωματοφύλακας καὶ τῆς μελλούσης τυραννίδος συνεργοὺς ἐκ τῶν δημοσίων εὐηργέτει χρημάτων : καὶ νόμου κατάλυσιν εἶναι φανερὰν ταύτην λέγω

Back