| γε περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι ἠπύει , ὅς τε μάλιστα μέγα βρέμεται χαλεπαίνων , ὅσση ἄρα Τρώων καὶ Ἀχαιῶν ἔπλετο φωνὴ | ||
| . Αὐτὸς δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . Αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Σκέπτετ ' ὀιστῶν |
| λοετρῶν ἀέναοι ταμίαι : παρὰ δὲ χλοάουσι ῥέεθροις ποῖαί τε χθαμαλαί , μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι εὔδιον ἐκ καμάτοιο , | ||
| ηὐδάξαντο : εἶπον , ὠνόμασαν . Ἄλλαι : πέτραι . χθαμαλαί : βαθεῖαι . χαμηλαί : κοῖλαι , ταπειναί . |
| , κόρυθι δ ' ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ : καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι χρύσεαι , ἃς Ἥφαιστος ἵει λόφον ἀμφὶ θαμειάς | ||
| ἔχων , οὐχ ὡς Φιλητᾶς ὄμματα . . καλαὶ δὲ περισσείοντο ἔθειραι Χρύσεαι : νῦν καταχρηστικῶς αἱ χαῖται τῆς κόρυθος |
| Τυρσηνοῦ πόντοιο μέση πορθμοῖο διαρρὼξ εἰλεῖται , λάβροισιν ὑπ ' ἄσθμασι Τυφάωνος μαινομένη , δειναὶ δὲ τιταινόμεναι στροφάλιγγες κῦμα θοὸν | ||
| ἠχοῦντος . Διαῤῥώξ : σχίσις . Λάβροισιν : μεγίστοις . ἄσθμασι : πνοαῖς , φυσήμασιν . Τυφαῶνος : ἀνέμου . |
| δάσος τῶν ἴων . * ἤτοι τὰς σκιώδεις διὰ τὸ δάσος ἢ ὅτι τὰ ἴα τοιαύτην ἔχει χροιάν . . | ||
| τῶν ἐκεῖσε δρυῶν καὶ δρυμῶν : ἀπὸ τούτου καλεῖται τὸ δάσος . ἀΐουσα : ἀκούουσα . Ἰάνθη : εὐφράνθη , |
| ' Ἀθηναίους ἔτι παύσει ; Ποῖον γὰρ κατὰ χρησμὸν ἐκαύσατε μῆρα θεοῖσιν ; Ὅνπερ κάλλιστον δήπου πεπόηκεν Ὅμηρος : Ὣς | ||
| καθύπερθε δυσηχέος ἐσσυμένοιο : καπνὸς δ ' αἱματόεις ἀνεκήκιε : μῆρα δὲ πάντα πῖπτε χαμαὶ τρομέοντα : κατηρείποντο δὲ βωμοί |
| ἐκφύονται . ἀθέσφατοι : πολλαὶ , ἀφύαι , ἄῤῥητοι , ἐγγραύλεις . ἴκελαι : ὅμοιαι . εὐλαῖς : σκώληξι , | ||
| ἄκικυς ὅμιλος , ἀβληχρῆς ἀφύης ἀδινὸν γένος , αἳ καλέονται ἐγγραύλεις : ἀγαθὴ δὲ βόσις πάντεσσιν ἔασιν ἰχθύσιν : αἰεὶ |
| τις ἀνὰ φρένας : οἳ δ ' ἐνὶ μέσσῃ πυρκαϊῇ καίοντο λελασμένοι ἠριγενείης . Ἀμφὶ δὲ βουκόλοι ἄνδρες ἐθάμβεον , | ||
| : ὃ δ ' ἐς ποταμὸν τρέψε φλόγα παμφανόωσαν . καίοντο πτελέαι τε καὶ ἰτέαι ἠδὲ μυρῖκαι , καίετο δὲ |
| ' οὗ τὸ θαμέες γὰρ ἄκοντες . . . . ἄμαθος : ἡ ψάμμος : παρὰ τὸ ψάμαθος γίνεται ἀποβολῇ | ||
| ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ ἄμαθος . ἢ ἄμυθός τις οὖσα , τουτέστιν ἡ ἀνεπίγνωστος |
| ἐμῆς πατρίδος , τουτέστι τῶν Θηβῶν μήτηρ ἡ Μετώπη ἡ εὐανθής , ἤγουν ἡ φαιδρά , ἡ τῆς Στυμφαλίδος θυγάτηρ | ||
| ὑγρά , περιρρέουσα , στιλπνή στίλβουσα , εὔχρως , ἀνθοῦσα εὐανθής πολυανθής , ποικίλη παμποίκιλος πολύμορφος , πορφυρᾶ , ἁλουργίς |
| πέπταται , ἀγκοίνῃσιν ἐφήμενα πετραίῃσι : καρκίνος αὖ ψηφῖδα παρὰ ῥηγμῖνος ἀείρας λέχριος ὀξείῃσι φέρει χηλῇσι μεμαρπώς , λάθρη δ | ||
| δὴ σκιρτῷεν ἐπ ' εὐρέα νῶτα θαλάσσης , ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς πολιοῖο θέεσκον . εἰ μὲν οὖν μυθικῶς τις |
| ἰδ ' ἐγκεφάλοιο θέμεθλα . Τοῦ δ ' ὁτὲ μὲν φαίνοντο μεμιγμένοι αἵματι πολλῷ ὀφθαλμοί , ὁτὲ δ ' αὖτε | ||
| ἤλυθεν Ἠώς : τοῖσι δ ' ἄρ ' Ἰδαίων ὀρέων φαίνοντο κολῶναι Χρῦσά τε καὶ Σμίνθειον ἕδος καὶ Σιγιὰς ἄκρη |
| τε [ ἄνδρες ] . Νυμφίε , σεῖο γάμοι χαρίτων πλήθουσι χορείης , σωφροσύνης μετὰ κάλλους ? ἀεὶ μεθέπουσιν ἀρωγήν | ||
| φησὶ χώραν Ἑλλάδα . λέγει δὲ τὰς Ἀθήνας . . πλήθουσι νεκρῶν : αἱ ἀκταὶ καὶ οἱ αἰγιαλοὶ τῆς Σαλαμῖνος |
| ὀρίνει λαίλαπι καὶ ῥιπῇσι , Θυτήριον εὖτ ' ἀλεγεινὸν ἀντέλλῃ ναύτῃσι φέρον πολύδακρυν ὀιζύν : ὣς οἵ γ ' ἐσσεύοντο | ||
| . ὡς δ ' ὅτ ' ἂν ἐκ πόντοιο σέλας ναύτῃσι φανήῃ καιομένοιο πυρός , τό τε καίεται ὑψόθ ' |
| τεθαλυῖα , εἰρήνη τ ' ἀγαθή : ὅσα δ ' ἄγγεα μεστὰ μὲν εἴη , κυρκαίη δ ' αἰεὶ κατὰ | ||
| , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ : νᾶεν δ ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα . ἡ δὲ σύνταξις κατὰ μετάθεσιν , ὡς |
| αἱ δὲ βαρείῃ φθογγῇ ὕπο βρομέουσιν ἀν ' οὔρεα τηλόθι βῆσσαι , δείματι δ ' ἄγραυλοί τε βόες μέγα πεφρίκασιν | ||
| μύροντο βοῶν θοοὶ ἀγροιῶται ἀχνύμενοι κατὰ θυμόν : ἐπεστενάχοντο δὲ βῆσσαι . Καὶ τότε δὴ Πριάμοιο πολυτλήτοιο γυναικὶ δεινὸν Ἀλεξάνδροιο |
| χερσὶ στήσασθαι τὸ τέλος τοῦ πολέμου . . . . βουλυτός : Ἀρριανός : γίνεται μάχη καρτερὰ ἔστε ἐπὶ βουλυτὸν | ||
| ὁ μέγας ἐπιτατικὸν καὶ τὸ λιμός . . . . βουλυτός : ἡ δειλινὴ ἔργων . . . . βοῦνις |
| Παρωρεῖς . Νικόλαος Παρωρεάτας φησίν . : Μεσημβρία , πόλις Ποντική . Νικόλαος πέμπτῳ . Ἐκλήθη ἀπὸ Μέλσου . Βρίαν | ||
| . καὶ Σίφνιον ποτήριον καὶ σιφνιάζειν . Σιωνία , πόλις Ποντική . τὸ ἐθνικὸν Σιωνίτης καὶ Σιωνῖτις τὸ θηλυκόν . |
| τῶν γὰρ φιλτάτων τινὰ ἐπιδεῖν ἀποθανόντα σημαίνει . Λάροι καὶ αἴθυιαι καὶ ὅσα ἐστὶν ἄλλα ὄρνεα θαλάσσια τοὺς πλέοντας εἰς | ||
| εἰληδὰ φέρονται . Πολλάκι δ ' ἀγριάδες νῆσσαι ἢ εἰναλιδῖναι αἴθυιαι χερσαῖα τινάσσονται πτερύγεσσιν : ἢ νεφέλη ὄρεος μηκύνεται ἐν |
| πρέμνον ἀκήρατον : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐτῷ σμερδαλέος δέδμητο δράκων : ταὶ δ ' ἄλλοθεν ἄλλαι πτώσσουσαι θρασὺν | ||
| Τηλέμαχος δ ' , ὅθι οἱ θάλαμος περικαλλέος αὐλῆς ὑψηλὸς δέδμητο , περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ , ἔνθ ' ἔβη εἰς |
| ἀψορρόου Ὠκεανοῖο πρεσβυτάτη : νόσφιν δὲ θεῶν κλυτὰ δώματα ναίει μακρῇσιν πέτρῃσι κατηρεφέ ' : ἀμφὶ δὲ πάντῃ κίοσιν ἀργυρέοισι | ||
| δὲ στήσας , ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι , ποίει : ἀτὰρ μακρῇσιν ἐπηγκενίδεσσι τελεύτα . ἐν δ ' ἱστὸν ποίει καὶ |
| Δίκα καὶ ὁμότˈροφος Εἰρήνα , τάμι ' ἀνδράσι πλούτου , χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος : ἐθέλοντι δ ' ἀλέξειν Ὕβριν | ||
| μὲν τοῖχοι χάλκεαί [ θ ' ὑπὸ κίονες ἕστασαν , χρύσεαι δ ' ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες . ἀλλά |
| τέλειον σκεδαιομένη . * κορθύεται : ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα * | ||
| ' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , τὸ καθοπλίζεσθαι . κορθύεται διεγείρεται καὶ εἰς ὕψος αἴρεται . κόρσην κεφαλήν . |
| περ ἀμύνων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων ἠὲ φάγροι ἢ σκῶπες ἀρείονες ἠὲ καὶ | ||
| καὶ Νίκανδρος : ὡς δ ' ὁπότ ' ἀμφ ' ἀγέλῃσι νεηγενέεσσιν ἰώπων . ὅτι τοὺς εἰς τὸ ἀπανθρακίζειν ἐπιτηδείους |
| τὰς στενὰς καὶ περιμήκεις : ἐξ οὗ καὶ Ὅμηρος : λάψοντες γλώσσῃσιν ἀραιῇσιν μέλαν ὕδωρ . * εἰνὰς δ ' | ||
| . πεποιημένον , ὡς τὸ τετριγῶτας καὶ κελαρύζει , καὶ λάψοντες γλώσσῃσι . Περίφρασίς ἐστι φράσις πλείοσι λέξεσι παριστάνουσα μετ |
| τε μῆλον , ὅ τ ' ἀργιλώδεσιν ὄχθαις πορφύρεον ἐλαχείῃ ἐνιτρέφεται Σιδόεντι . Χρειὼ πάντ ' ἐδίδαξε : τί δ | ||
| εὐμενέται βασιλῆες , Ὀλύμπια τείχεα γαίης . Κήτεα μεσσοπόροις μὲν ἐνιτρέφεται πελάγεσσι πλεῖστά τε καὶ περίμετρα : τὰ δ ' |
| : ταῖς * μακεδναῖς : ὑψηλαῖς ἄγραυλοι : ὅτε οἱ ἄγραυλοι , τουτέστιν οἱ ποιμένες , καταλείψαντες τὰ ἔργα τῶν | ||
| ἐπ ' ἀγρῷ αὐλιζόμενοι : “ ὡς δ ' ὅταν ἄγραυλοι πόριες . ” ἀγρώσσων οἷον ἀγρεύων : “ ἰχθῦς |
| φρένες ἀμφιμέλαιναι πίμπλαντ ' , ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην . † ) ἐκ τῆς Ἰλιάδος μετηνέχθησαν οὐ δεόντως | ||
| τοῖς ποιηταῖς ταῦτα ἄδηλα : ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην , καὶ ὦχρος τέ μιν εἷλε παρειάς , καὶ |
| ἀῶ , ἀήσω , ἀήτης . οὕτως Ἡσίοδος φησίν : διασκιδνᾶσιν ἀέντος . Ἀμνός , στερητικὸν τοῦ α ἔγκειται . | ||
| ] ἦν βαρύτονον , ἄεντες ἂν ἐρρήθη : πνοιῇσι λιγυρῇσι διασκιδνᾶσιν ἀέντες , . , . * . Ἀένναος : |
| , ὅν ῥ ' ἀπὸ πέτρης χειμερίου ποταμοῖο κάτω σύρουσι χαράδραι . αἰεὶ δ ' αὖ λιαροῖο γεγηθότες ἐξ ἀνέμοιο | ||
| τοῦ δ ' ὑπὸ ποσσὶν ἄγκεα κίνυτο μακρὰ βαθύρρωχμοί τε χαράδραι καὶ ποταμοὶ καὶ πάντες ἀπειρέσιοι πόδες Ἴδης . Καί |
| φαίδρυνε τεὸν δέμας : ἐν δέ τοι ἀλκή ἔσσετ ' ἀπειρεσίη μέγα τε σθένος , οὐδέ κε φαίης ἀνδράσιν ἀλλὰ | ||
| ἕρκος πυκνὸν ὃ οὔτ ' ἀνέμοιο διέρχεται ὑγρὸν ἀέντος ῥιπὴ ἀπειρεσίη οὔτ ' ἐκ Διὸς ἄσπετος ὄμβρος : τοῖαι ἄρ |
| . Εὖ δ ' ἂν καὶ δολόεντα μάθοις ἐπιόντα κεράστην ἠύτ ' ἔχιν : τῷ γάρ τε δομὴν ἰνδάλλεται ἴσην | ||
| ἐπεὶ μακάρεσσιν ἐῴκει . Κεῖτο γὰρ ἐν τεύχεσσι κατὰ χθονὸς ἠύτ ' ἀτειρὴς Ἄρτεμις ὑπνώουσα Διὸς τέκος , εὖτε κάμῃσι |
| δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι . τάων οὔ | ||
| εὔπνοοι αὔραις , αἰπολικαί , νόμιαι , θηρσὶν φίλαι , ἀγλαόκαρποι , κρυμοχαρεῖς , ἁπαλαί , πολυθρέμμονες αὐξίτροφοί τε , |
| πείθειν τὸν πολὺν λεών . σπαργῶσι . Ὅμηρος : “ οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ” τοὺς μαστοὺς πλήρεις ἔχουσι γάλακτος | ||
| τὴν ὅλην , ὅ ἐστιν ὁλοπόρφυρον . οὖδας ἔδαφος . οὔθατα ὁ μὲν Ἀπίων μαστοί . ὅταν δὲ λέγῃ “ |
| δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς | ||
| δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη . [ καὶ ἡ κολυμβὶς δὲ φαίνεται καὶ ὁ δρύοψ , καὶ ἡ ἀμπελίς |
| [ Α . β ] ἡ δὲ ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον : ὦ πολὺς ὄγκος : ὄγκον λέγει τὴν | ||
| : ἣ δ ' ὑπ ' ἀήτῃ πλῶε κυβερνήτῃ τε διαπρήσσουσα θαλάσσης βένθεα . Θεσπεσίη δὲ πρὸς οὐρανὸν ἤλυθεν Ἠώς |
| ὠλλύμαν , ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας | ||
| ἐγκέφαλον πρῶτον ἀφικνέεται , καὶ οὕτως ἐς τὸ λοιπὸν σῶμα σκίδναται ὁ ἀὴρ , καταλιπὼν ἐν τῷ ἐγκεφάλῳ ἑωυτοῦ τὴν |
| τὴν ὀροφὴν καὶ τὸ στέγος , αὐτοσκευάστου , αὐτοκατασκευάστου . τιταινόμενοι : ἐξαπλούμενοι καὶ ἐξερχόμενοι , συρόμενοι , φερόμενοι , | ||
| ἢ αἶγας κεραοὺς ἠὲ πρόκας ἰχνεύοντες θείωσιν , τυτθὸν δὲ τιταινόμενοι μετόπισθεν ἄκρῃς ἐν γενύεσσι μάτην ἀράβησαν ὀδόντας ὧς Ζήτης |
| γεγάασιν : ὑπάρχουσι , καί εἰσι , καὶ γεγόνασιν . ἁλιπλάγκτοιο : ἀπὸ , τῆς πλανωμένης ἐν τῇ θαλάσσῃ . | ||
| ὅσσα πάθον Μινύαισιν ὁμοῦ ποτὶ Σύρτιν ἀήταις ἢ πῶς ἐξεσάωθεν ἁλιπλάγκτοιο πορείης : ὅσσα τ ' ἄρ ' ἐν Κρήτῃ |
| ῥόπαλόν τε τινάσσων , παῖς Διός : οἳ τότ ' ἀολλεῖς ἴσαν ἐς μέσον ἱέμενοι λεχέων : μόνα δ ' | ||
| κύματος ἀγῇ , ἔνθεν ὀρύξασθαι θέμεναί τ ' εἰς ἄγγος ἀολλεῖς . ἄλλοτ ' ἐρυθρὸν κόκκυγ ' ἢ ὀλίγας πεμφηρίδας |
| ἐπιτέρπεται , ἔξοχα δ ' αὐτῷ ἀνθρώπων κρέα τερπνὰ καὶ εὐάντητος ἐδωδή . εὖτέ τιν ' ἀθρήσῃ νεάτην ὑπὸ βύσσαν | ||
| : ἐλθέ , θεὰ σώτειρα , φίλη , μύστηισιν ἅπασιν εὐάντητος , ἄγουσα καλοὺς καρποὺς ἀπὸ γαίης εἰρήνην τ ' |
| . Αἰγυπτίοις ἀργεστὴς ἢ ζέφυρος . Δοσιθέῳ νότος . Καίσαρι χειμάζει . κζʹ . ὡρῶν ιε : ὁ λαμπρὸς τοῦ | ||
| ὡρῶν ιε : τὸ αὐτό . Αἰγυπτίοις ἐπισημαίνει . Δοσιθέῳ χειμάζει . Δημοκρίτῳ ψύχη ἢ πάχνη . Ἱππάρχῳ νότος πυκνός |
| βοῦς τις ε [ ἤδη ? με πνίγεις καὶ σὺ χαἰ [ βόες σέθεν . [ ! ! ! ] | ||
| τοὺς Μητρογαθὴς Ἀρκτεύς τ ' ἀγαθός , βασιλῆς δίοποι , χαἰ πολύχρυσοι Σάρδεις ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν , δίρρυμά τε |
| πάγοι αἱ ἐξοχαὶ τῶν πετρῶν καὶ τῶν ὀρῶν : “ σπιλάδες τε πάγοι τε . ” πάγχυ παντελῶς . παιδνός | ||
| : αἱ κοιλάδες αἱ ὑπὸ τὰς πέτρας . σπήλυγγες : σπιλάδες . ἐβόμβεον : ἤχουν . ὅθεν καὶ βομβυλιὸς εἶδος |
| ἐκ πολέμοιο ἂψ ἀνιὼν βλήμενος ἰῷ κεῖθεν , ἐπ ' ἀγχιάλου θάνεν ἀκτῆς . οὐ μέν θην προτέρω ἔτ ' | ||
| κακούς . Τελαμώνιε παῖ , τῆς ἀμφιρύτου Σαλαμῖνος ἔχων βάθρον ἀγχιάλου , σὲ μὲν εὖ πράσσοντ ' ἐπιχαίρω : σὲ |
| ' εἰς ἐρεμνὸν ζῶντας ὠμησταὶ τάφον κρύψουσι κοίλης ἐν μυχοῖς διασφάγος . τοῖς δ ' ἀκτέριστον σῆμα Δαυνῖται νεκρῶν στήσουσι | ||
| , ὁποῖα κρητὴρ μεστὸς Αἰτναίου πυρὸς ἢ Σικελὸς αὐλὼν ἁλιπόρου διασφάγος , ὅπου δυσεξέλικτα κυματούμενος σήραγξι πετρῶν σκολιὸς εἱλεῖται κλύδων |
| . καὶ δὴ Παρθενίοιο ῥοὰς ἁλιμυρήεντος , πρηυτάτου ποταμοῦ , παρεμέτρεον , ᾧ ἔνι κούρη Λητωίς , ἄγρηθεν ὅτ ' | ||
| περικλαδέος πέσεν ὕλης φυλλοχόῳ ἐνὶ μηνί ὧς οἱ ἀπειρέσιοι ποταμοῦ παρεμέτρεον ὄχθας , κλαγγῇ μαιμώοντες . ὁ δ ' εὐτύκτῳ |
| ἔνερθε γλῶσσα παχύνεται , ἀμφὶ δὲ χείλη οἰδαλέα βρίθοντα περὶ στομάτεσσι βαρύνει , ξηρὰ δ ' ἀναπτύει , νεόθεν δ | ||
| : εὖτε γὰρ ἐς φιλότητα θοαὶ τρήρωνες ἴωσι , μιγνύμεναι στομάτεσσι βαρυφθόγγοις ἀλόχοισι , δὴ τότε μῆτιν ὕφαινε κλυτὴν τιθασοτρόφος |
| Γλαύκη τε , Κυμοθόη Σπειώ τε θοὴ Θαλίη τ ' ἐρόεσσα Πασιθέη τ ' Ἐρατώ τε καὶ Εὐνίκη ῥοδόπηχυς καὶ | ||
| , Δωρὶς καὶ Πανόπη καὶ εὐειδὴς Γαλάτεια Ἱπποθόη τ ' ἐρόεσσα καὶ Ἱππονόη ῥοδόπηχυς Κυμοδόκη θ ' , ἣ κύματ |
| ἅμα Βαστάρναι τε , Δακῶν τ ' ἄσπετος αἶα καὶ ἀλκήεντες Ἀλανοί , Ταῦροί θ ' , οἳ ναίουσιν Ἀχιλλῆος | ||
| Κιμμέριοί τε καὶ οἱ πέλας Εὐξείνοιο Κερκέτιοι Τορέται τε καὶ ἀλκήεντες Ἀχαιοί , οὕς ποτ ' ἀπὸ Ξάνθοιο καὶ Ἰδαίου |
| καὶ φήληκες παρ ' Ἀθηναίοις . ἄπιοι , μῆλα , ὄχναι , ἀχράδες , ἀσταφίδες , σταφυλαί , καὶ τούτων | ||
| τὰ μεταξὺ παρατρέχειν : ὑπὸ γὰρ τοῦ συνδέσμου τὰς συμβολὰς ὄχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι , ἐν ἁπάσαις ὁμοίως |
| βλαστάνειν , Θέων δ ' ἐν ὑπομνήματι χλοάουσα ἀντὶ τοῦ οἰδοῦσα , κατὰ πλέον δὲ τίθεται τὸ χλοάειν ἐπὶ τῆς | ||
| τοῦ δηχθέντος σὰρξ γίνεται πάνυ δυσώδης . * φλιδόωσα : οἰδοῦσα διερρωγυῖα * ἄλγεα : ὀδύναι * δαμάζει : πιέζει |
| : σκληραῖς ξηραῖς * ἐπιφρικτήν : καὶ γὰρ ὀρθιάζουσαν * φολίδεσσι : λέπεσσι * φοινήεσσαν : ἐρυθράν αἱματόεσσαν ἀμυδρότατον : | ||
| πόδες ὑψιτενεῖς , ἴκελοι νωθροῖσι καμήλοις , ὁπποῖον θαμινῇσιν ἀρηράμενοι φολίδεσσι σκληρῇς ἄχρι διπλῆς ἐπιγουνίδος : ὕψι δ ' ἀείρει |
| ἀλλ ' ὃ κόσμιον πεφύκει : ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . τόδ ' ἀνατίθημί σοι ῥόδον , καλὸν ἄνθημα | ||
| , ἐὰν μὴ κόσμιον πεφύκῃ . ἡ γὰρ αἰδὼς ἄνθος ἐπισπείρει . καὶ ὁ Ἀριστοτέλης δὲ ἔφη τοὺς ἐραστὰς εἰς |
| οὕτω Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ῥωμαίων διαλέκτου . Ὄτριχας . οἰετέας . οἷον ὁμότριχας καὶ τὸ οἰετέας ἐπλεόνασε τὸ ι | ||
| διαλέκτου . Ὄτριχας . οἰετέας . οἷον ὁμότριχας καὶ τὸ οἰετέας ἐπλεόνασε τὸ ι ὀμοετέας . Ὁλκός . παρὰ τὸ |
| , ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Ἄλλοι μέν ῥ ' ἕζοντο | ||
| δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . Αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Σκέπτετ ' ὀιστῶν τε ῥοῖζον |
| , δάφνῃσι κατηρεφές : ἔνθα δὲ πολλὰ μῆλ ' , ὄϊές τε καὶ αἶγες , ἰαύεσκον : περὶ δ ' | ||
| ἔνεμεν ὁ Κύκλωψ . καὶ Ὅμηρος : μῆλ ' , ὄϊές τε καὶ αἶγες . τέως γοῦν τὸ αἰπόλος ἀντὶ |
| κατὰ τὸ θυρῶν ἀρασσομένων . νωλεμές : συχνῶς . ἁλιμυρέες ἀκταί : αἱ ὑπὸ θαλάσσης περιρρεόμεναι ἢ περιρραινόμεναι . θελήμονα | ||
| πετράων νωλεμὲς οὔατ ' ἔβαλλε , βόων δ ' ἁλιμυρέες ἀκταί : δὴ τότ ' ἔπειθ ' ὁ μὲν ὦρτο |
| ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους | ||
| ἅλλομαι τὸ πηδῶ , ἡ ἐν τῷ ἅλλεσθαι πέρδουσα : ὀλοαί : ὀλεθρίαι , ὀλέθριοι . φύσαλοι : εἶδος κήτους |
| πελάσαντα , πάλλεται ὀρχηστῆρι πανείκελος , ὄφρα ἑ πόντου προπροκυλινδόμενον σπιλάδων ἄπο χεῦμα σαώσῃ . Οἱ δὲ καὶ ἐν πέτρῃσι | ||
| σακὸς δ ' εὐίερος περιδέδρομεν , ἀέναον δέ ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ , |
| θήρην ὁπλίζεο τοῖα γένεθλα αἰχμητῶν σκυλάκων , τοὶ κνώδαλα πάντα δίενται . χροιαὶ δ ' ἀργενναί τε κακαὶ μάλα κυάνεαί | ||
| ; αἳ δέ τ ' ἄνευθεν ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται . οὔτε νεώτατός ἐσσι μετ ' Ἀργείοισι τοσοῦτον , |
| Πύρραν , Ἄντισσαν καὶ Ἐρεσσόν . ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα : ἐπειδὴ δέδωκεν αὐτῷ ἡ Κλυταιμνήστρα χιτῶνα ἔξοδον μὴ | ||
| ἔδοντες . ἔνθεν νῦν , εὖτ ' ἄν σφιν ἐτήσια χύτλα χέωνται Κύζικον ἐνναίοντες Ἰάονες , ἔμπεδον αἰεί πανδήμοιο μύλης |
| ὁ λαός . πύργον ] τὴν πόλιν . ὠμηστὴς ] ὠμοφάγος . λέων ] ἤγουν ὥσπερ . ἄδην ] δαψιλῶς | ||
| γινώσκει νέκυος δεδαϊγμένος αἰχμῇ . Ἔστι δέ τις πηλοῖσιν ἐφέστιος ὠμοφάγος βοῦς , εὐρύτατος πάντεσσι μετ ' ἰχθύσιν : ἦ |
| πρὸς ἀντιπέραιαν ὑπαὶ ῥιπὴν ζεφύροιο φαίνετ ' ἀπειρεσίου ποταμοῦ ῥόος Εὐφρήταο , ὃς δ ' ἤτοι πρῶτον μὲν ἀπ ' | ||
| : τῆς : δέλουβ βουλκένας . ἀνεκάχλασεν : ἔβρασεν . Εὐφρήταο : ὄνομα ποταμοῦ . Βαθυπλόκαμοι : πολυκόρυμβοι . Ἴβηρες |
| . καὶ τῆς τοι πεδίον περιώσιον , ἔνθα τε πολλοὶ ἀκρόκομοι φοίνικες ἐπηρεφέες πεφύασιν . ναὶ μὴν καὶ χρυσοῖο φέρει | ||
| κινοῦνται . . . . ἀκρόκομοι : οἷον : Θρήϊκες ἀκρόκομοι , ἤτοι ἀκειρόκομοι . ἢ ἄκρως κομῶντες , τουτέστι |
| ἐστί , πλῆθος ἔκκριτον στρατοῦ λείπει κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπεισμένος . μίμνουσι δ ' ἔνθα πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῖς ἄρδει , φίλον | ||
| Πάρθοι καὶ χαροποὶ τελέθουσι καὶ ἔξοχον αἰγλήεντες , καὶ μοῦνοι μίμνουσι μέγα βρύχημα λέοντος . ἦ γάρ τοι θήρεσσιν ἐπ |
| ὑψόσε θύων μορμύρων ἀφρῷ τε καὶ αἵματι καὶ νεκύεσσι . πορφύρεον δ ' ἄρα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο ἵστατ ' ἀειρόμενον | ||
| ταῦτ ' ἄρ ' ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς πορφύρεον μέγα φᾶρος ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσι κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε , |
| δὲ παρὰ ἀμιχθόεις , τὸ θηλυκὸν ἀμιχθόεσσα , ὡς αἰθαλόεις αἰθαλόεσσα καὶ αὐδήεις αὐδήεσσα , καὶ παιπαλόεις παιπαλόεσσα καὶ πλεονασμῷ | ||
| μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή , πολλάκι δ ' αἰθαλόεσσα μελαινομένη ὑπὸ βώλῳ Αἰθιόπων , οἵην τε πολύστομος εἰς |
| ἦν πολυανθέος ὕλης , κείμην πεπτηώς . οἱ δὲ μεγάλα στενάχοντες φοίτων : ἀλλ ' οὐ γάρ σφιν ἐφαίνετο κέρδιον | ||
| θεσπεσίοιο νωλεμέως στρεφθεὶς ἐχόμην τετληότι θυμῷ . ὣς τότε μὲν στενάχοντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν . ἦμος δ ' ἠριγένεια φάνη |
| ' ἄσπετα καὶ μέθυ ἡδύ . οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός , ἀλλ ' ἐνέην : πολλὸν γὰρ | ||
| . . . λάχνη : ἡ ἀνατρίχωσις τῶν βλεφάρων * ἐξέφθιτο : ἠφανίσθη * ἅψεα : αἱ συναφαὶ τῶν μελῶν |
| . Ἀσπασίην : εὐάρεστον . ἀσπάσιοι : μετὰ χαρᾶς . θρώσκουσιν : πηδῶσιν , ἐπέρχονται . ἐπειγόμενοι : σπεύδοντες . | ||
| τράγημα δέ ἐστιν πιθήκου τοῦτο δήπου δυστυχοῦς . Ὅμηρος : θρώσκουσιν κύαμοι μελανόχροες ἢ ἐρέβινθοι . Ξενοφάνης ὁ Κολοφώνιος ἐν |
| χώρα καὶ τοποθεσία , εἰς ἣν διάγουσιν αἱ ἐγγραύλεις : ἀλωὴ σημαίνει τὸν κῆπον , καὶ τὸν ὑπάμπελον τόπον , | ||
| σῖτος καὶ ἡ τροφή . ἀλωά : φυτεύσιμος γῆ . ἀλωὴ σημαίνει τέσσαρα . κυρίως μὲν γὰρ ὁ ἀμπελόφυτος τόπος |
| Τηϋγέτη τ ' ἐρόεσσα καὶ Ἠλέκτρη κυανῶπις Ἀλκυόνη τε καὶ Ἀστερόπη δίη τε Κελαινὼ Μαῖά τε καὶ Μερόπη , τὰς | ||
| Τηϋγέτη τ ' ἐρόεσσα καὶ Ἠλέκτρη κυανῶπις Ἀλκυόνη τε καὶ Ἀστερόπη δίη τε Κελαινὼ Μαῖά τε καὶ Μερόπη , τὰς |
| , καὶ παρέκειτο καὶ τούτῳ [ σπάργανα ] γνωρίσματα : μίτρα διάχρυσος , ὑποδήματα ἐπίχρυσα , περισκελίδες χρυσαῖ . Θεῖον | ||
| μοι ; πέπλοι ποδήρεις : ἐπὶ κάραι δ ' ἔσται μίτρα . ἦ καί τι πρὸς τοῖσδ ' ἄλλο προσθήσεις |
| τοῦ Καρὸς μετοικήσαντος ἐκεῖ σὺν Μάγνησι τοῖς ἐκ Κρήτης . Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος : ὁ νοῦς : οὐ τραχεῖά | ||
| δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . |
| ' ἀπηρτημένον αὐτῷ ἐπισείων . τὰ δὲ ἄκρα τῆς πρύμνης ἄφλαστα καλεῖται , ὧν ἐντὸς ξύλον ὀρθὸν πέπηγεν , ὃ | ||
| . Ἄφλαστα : τὰ ἀκροστόλια τῆς νηός , οἷον : ἄφλαστα καὶ φώσσωνας † ὠργυωμένας κατὰ ἀντίφρασιν , εὔθλαστα γάρ |
| ' ἀείρει βαιὴν μὲν κεφαλήν , πολλὴν δὲ τανύτριχα δειρὴν κυανέην : κείνῃσι πολὺ πτερόν : οὐ μὲν ὕπερθεν ἠέρος | ||
| γαιάων , ἀλλ ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα , δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ |
| ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν . ὦρτο δ ' ἐπὶ λιγὺς οὖρος ἀήμεναι : αἱ δὲ μάλ ' ὦκα ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον | ||
| φιλῶ φιλεῖν φιλήμεναι καὶ νοήμεναι καὶ φρονήμεναι , καὶ τὸ ἀήμεναι δὲ μαρτυρεῖ τῷ ἀῶ περισπωμένῳ . δῆλον οὖν , |
| ἄλσος δ ' , Ἄρτεμι , τοῦτο καὶ ἂν Χαρίτεσσι θεούσαις εἴη ἐπ ' ἀνθεμίδων σάμβαλα κοῦφα βαλεῖν . Χαῖρέ | ||
| λώβῃσι πολυσχιδέεσσι λυθέντα . τῆμος δ ' ἱππούρων ἀγέλαι πινάκεσσι θεούσαις ἑσπόμεναι μεθέπουσιν : ὁ δ ' ἐγκύρσας ἁλιήων πολλὴν |
| . . . . . . ξη γʹ μγ γʹ Κερασοῦς . . . . . . . . . | ||
| αὐτοῦ λαμβάνειν φασὶν μεγίστην , μὴ διδόντας τὴν τροφήν . Κερασοῦς Σινωπέων ἄποικος καθ ' ἣν ἔρημος κειμένη παρήκει νῆσος |
| Θαργηλιῶνος . . . νὺξ δ ' ἀρ ' ἔην μέσση , λαμπρὴ δ ' ἐπέτελλε σελήνη . . . | ||
| [ ] ? [ ] οι , τῶν δέ τε μέσση ? [ ] [ λεχωιὰς ] Ὠγυγίη χθών [ |
| , τὰ ὦτά σου κεκαθαρμένα : καθαρθήσεται δέ , ἐὰν νάμασι σπουδαίων λόγων συνεχῶς ἐπαντλῆται , τὰς ματαίους καὶ πεπατημένας | ||
| , . Ν Ναΐδες : πηγαί . νύμφαι παρὰ τοῖς νάμασι διατρίβουσαι . . , . νεανισκεύεται : Ἄμφις Ἐρίθοις |
| μὲν οὖν τηκόμενον πάντως καὶ ἰαίνεται : αἶψα δ ' ἰαίνετο κηρός , ἐπεὶ κέλετο μεγάλη ἴς ἠελίοιο . οὐ | ||
| . ἐπὶ δὲ τοῦ ἐθερμαίνετο “ ὑπὸ τρίποδι μεγάλῳ , ἰαίνετο δ ' ὕδωρ . ” ἰαύων κοιμώμενος . ἰάψῃ |
| καὶ κρηνῶν ἀφθονία καὶ δένδρεσιν οἰκίαι κρυπτόμεναι καὶ δένδρα ὑπεραίροντες θάλαμοι καὶ λουτρῶν πολυτέλεια , χῶρος Ἀφροδίτῃ πρέπων καὶ τῷ | ||
| ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ πεντήκοντ ' ἔνεσαν θάλαμοι ξεστοῖο λίθοιο πλησίον ἀλλήλων δεδμημένοι , ἔνθα δὲ παῖδες |
| οὐδέ τι μῆχος ἔστ ' ὀπίσω , κενεαὶ γὰρ ὑποσμύχονται ὀπωπαί : ἀντὶ δὲ τοῦ θάνατόν μοι ἄφαρ θεὸς ἐγγυαλίξαι | ||
| , δυσχείμερον οἶτον ἑλόντες . αὐτὰρ ἐπὴν ἔαρος πρῶται γελάσωσιν ὀπωπαί , ἄνθεά τ ' ἐν λειμῶσι νέον γε μὲν |
| τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος | ||
| ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε ' |
| : καί τ ' ἀγεληδὸν ἴασιν ἀπὸ κρήνης μελανύδρου λάψοντες γλώσσῃσιν ἀραιῇσιν μέλαν ὕδωρ ἄκρον ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος : ἐν | ||
| πολλὸν δ ' αἷμα κελαινὸν ἀπ ' ὠτειλῶν ἑκάτερθεν ἐκχύμενον γλώσσῃσιν ἑὸν τάχα λιχμάζουσιν : οὐδὲ μὲν ἐκφυγέειν οὐδ ' |
| Τ ῥαψῳδίας Ὀδυσσείας , “ ἡ δ ' ὡς Σειρήνων ἀδινάων φθόγγον ἤκουσεν , ” συνεχῶς ᾀδουσῶν . ἐπὶ δὲ | ||
| μειρακίων . . . . ἀληθινός : ζήτει εἰς τὸ ἀδινάων τὸν κανόνα . ἀλήθω : τὸ ἐπὶ τῆς μύλης |
| μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη . Ἀλλ ' οὐχ ὁππότε κοῖλος ἐειδόμενος περιτέλλῃ | ||
| Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . ἔνθ ' ἄρα |
| ἀυτῆς , ἐσσυμένως μάλα πᾶσαν ἀνεπλήμμυρε θάλασσαν ὅσση ἀπ ' Εὐξείνοιο κατέρχεται Ἑλλήσποντον , καί μιν ἐπ ' ἠιόνας Τροίης | ||
| πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης . τῷ δ ' ἐνὶ ναιετάουσιν ἑωθινὸν ἔθνος |
| ἐπ ' ᾐόνας : οὐδέ μιν ἄνδρες ἔδρακον , ἀλλὰ θεῇσι παρίστατο Νηρηίνῃς : καί ῥα Θέτιν προσέειπεν ἔτ ' | ||
| . ” ἔϊκτο ὡμοιοῦτο . εἰκυῖα ἐοικυῖα : “ εἰκυῖα θεῇσι . ” εἰλαπίνη εὐωχία . εἶλαρ ἕρκος καὶ φυλακή |
| : βροτοὶ δέ μιν ἀμφινέμονται Γυμνοὶ Βουονόμαι τε καὶ Ἄρκυες ἀγροιῶται , Κερκετικῶν τ ' ἀνδρῶν φῦλον , Σινδῶν τ | ||
| θεοῦ κατὰ μοῖρα πέδησε δεσμοί τ ' ἀργαλέοι καὶ βουκόλοι ἀγροιῶται . ἀλλ ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι |
| Ἱέρων αὐτῷ χρυσῆν κιθάραν ὑπέσχετο , ἵνα αὐτὸν ἀναμνήσῃ . Χρυσέα φόρμιγξ ] Χρυσῆ ὦ κιθάρα . Ἰοπλοκάμων ] Ἀνθηρὸν | ||
| , Νηρέος εἰναλίου τε κόραι Νύμφαι τ ' ὀρείπλαγκτοι . Χρυσέα δὲ φόρμιγξ ἰαχήσειεν ἐπ ' εὐχαῖς ἡμετέραις : τελέως |
| : χὢ μὲν ἔλυσε πέδιλον Ἀδώνιδος , οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ , ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς | ||
| εἰπὼν παλάμῃσι δέπας πολυχανδὲς ἀείρας Μέμνονα προφρονέως στιβαρῷ δείδεκτο κυπέλλῳ χρυσείῳ , τό ῥα δῶκε περίφρων Ἀμφιγυήεις Ἥφαιστος κλυτὸν ἔργον |
| ὁ θεός : τοὺς γὰρ ὀνείρους Ἑρμῇ ἀνατιθέασιν . δαιμονίη βῶλαξ ἐπιμάστιος : ἡ τοῦ Τρίτωνος βῶλος ἐπὶ τῶν μαστῶν | ||
| ἔτι διαλαμπές . παρὰ τὸ ἄνθος ἄνθαξ , ὡς βῶλος βῶλαξ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ , ἄνθραξ . Μεθόδιος |
| ἀρχῇ παρόμοιον τῷ φλέῳ . ὡς ἐν Μαραθῶνι οὖν τοῦ φλέω πολλοῦ ὄντος : ἑλώδης γὰρ ὁ τόπος . ἱμονιοστρόφου | ||
| τὸ λ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο . ἢ παρὰ τὸ φλέω φλοισμός καὶ ἀφλοισμός . οὕτως τὸ μὲν πρῶτον Ὠρίων |
| ἀενάοισι κομίζῃ . ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐχένι παιδὸς ἀερτάζουσα τιθήνη λᾶαν ἐρητύσει κακομήτιος ὄσσε Μεγαίρης : καὶ δέ | ||
| Ἄστυρον : Τὸ ἄστυ , Καλλίμαχος : ” Ἡ μὲν ἀερτάζουσα μέγα τρύφος ὑψιζώνου ἀστυρὸν εἰσανέβαινεν . ” Εἴρηται παρὰ |
| δεσμοῖο παρέξει . αὐτὰρ ἐν Ὑδροχόῳ καὶ Ἰχθύσι δὴν μενέουσι τειρόμενοι , χαλεπῇ δὲ κακηπελίῃ μογέοντες . ταῦτα Σεληναίης μούνης | ||
| ἐρύσωσι πρόσω μεμαῶτες ἀπήνην ἄχθεϊ τετριγυῖαν ὑπ ' ἄξονι δινήεντι τειρόμενοι , πουλὺς δὲ κατ ' αὐχένος ἠδὲ καὶ ὤμων |
| φύλοπιν ὀτρύνουσα . Ὡς δ ' ὅτε κύματα μακρὰ δύω κλονέουσιν ἀῆται σμερδαλέον βρομέοντες ἀνὰ πλατὺ χεῦμα θαλάσσης ἔκποθεν ἀλλήλοισι | ||
| , ἠύτε κίρκοι φῦλα πελειάων ἠὲ μέγα πῶυ λέοντες ἀγρότεροι κλονέουσιν ἐνὶ σταθμοῖσι θορόντες : οὐδ ' ἄρα τις κείνων |
| τῆς λαυκανίας καὶ αὐχένος ἠχῶδες , ὥς φησι Κλέαρχος . λιπαρῆ . προσεδρευτικόν , ἐπιμελῆ . ἀρχαῖον . εὐήθη , | ||
| οὓς ἂν ἐγὼ ἡγῶμαι σοφοὺς εἶναι : εὑρήσεις γάρ με λιπαρῆ ὄντα περὶ τὰ λεγόμενα ὑπὸ τούτου καὶ πυνθανόμενον παρ |
| σ καταλήγουσαν , διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον , κυπάρισσος : νάρκισσος : Μέλισσος : Κύρμισσος : Πόλισσος : | ||
| γένηται . χαίρει δὲ μᾶλλον καθύγροις καὶ σκεπηνοῖς τόποις . κυπάρισσος δὲ ὁ ἄρρην ἄγονός ἐστιν . Μυρσίνη παῖς ἦν |