ἀριστερὸν τῇ σελήνῃ . Ἔχει ὁ μέγας κόσμος ὄρη καὶ βουνούς : καὶ ὁ ἄνθρωπος τὰ ὀστέα . Ἔχει ὁ
καὶ βουνίτις : ἡ γῆ : εἴρηται δὲ παρὰ τοὺς βουνούς , βουνοὶ δέ εἰσιν οἱ ὑψηλοὶ καὶ ὀρώδεις καὶ
5803110 αἰγιαλους
πετρῶν , καθάπερ ναῦς τὰ σχοινία ἀναψαμένη ἐν ταῖς πρὸς αἰγιαλοὺς πέτραις . θύει : ὁρμᾷ . Ἀντέχεται : ἀντιλαμβάνεται
τοῦ αἰγιαλοῦ ἵδρυται . ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα
5432908 λιθοειδη
δὲ καὶ τὸ παραπιέζειν τοὺς ἀκουστικοὺς πόρους καὶ τὰ λεγόμενα λιθοειδῆ ὀστᾶ , τοὺς δ ' εὐτελεστέρους καὶ ῥαπιστέον καὶ
καὶ ἐλάα καὶ θύμον , οὐ μὴν χλωρά γε ἀλλὰ λιθοειδῆ τὰ ὑπερέχοντα τῆς θαλάττης , ὅμοια δὲ καὶ τοῖς
5337073 χονδρους
οἱ δὲ ἄλλοι οἱ μὲν στεφάνους , οἱ δὲ λιβανωτοῦ χόνδρους πεμπόντων . Ἢν δὲ πένης ἐσθῆτα ἢ ἄργυρον ἢ
αὐτοῖς τῆς τοιαύτης σιτήσεως , ἐκ τῶν ὀστῶν τούς τε χόνδρους καὶ τὰ ἄκρα τῶν πλευρῶν κατεργαζόμενοι τὴν ἔνδειαν ,
5324048 ῥυακας
νήσου , δι ' ὧν ὥσπερ αὐλῶν ἡ φλὸξ διεκπαίει ῥύακάς τε ἐργάζεται δεινούς , παρ ' ὧν ἐκπίπτουσι ποταμοὶ
Καλλίμαχος πυρίδειπνόν φησι . ποταμοὺς δὲ πυρὸς τοὺς κατὰ Σικελίαν ῥύακάς φησι , περὶ ὧν ἠκούομεν πάλαι . καὶ κατὰ
5278795 λειμωνας
δυσὶ θεαῖς καὶ τὴν Κόρην λαχεῖν τοὺς περὶ τὴν Ἔνναν λειμῶνας , πηγὴν δὲ μεγάλην αὐτῆι καθιερωθῆναι ἐν τῆι Συρακοσίαι
τεχνικαῖς ταῖς μεταφοραῖς , σπόρον καὶ ἄλοκα λέγων . σχιστοὺς λειμῶνας . . . Ἀφροδίτης . . . . [
5265790 νομας
ἐμπῖπτον ταῖς πόαις καὶ ταῖς τῶν ἑλείων καλάμων κόμαις , νομὰς τοῖς βουσὶ καὶ τοῖς προβάτοις παρέχει θαυμαστάς , καὶ
περιίστασθαι τὰ νήπια . ἔξωθεν δὲ καταπλάττειν οἷς εἰς τὰς νομὰς παρεκελευσάμην . ἀλλὰ καὶ εἴ τις περιχρίει τὰ κύκλῳ
5242001 κιονας
ὅς τε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν , ἔχει δέ τε κίονας αὐτὸς μακράς , αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς
μὲν Ἄτλας λέγεται παῖς Ἰαπετοῦ τὸν οὐρανὸν ἀνέχων καὶ τὰς κίονας , αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν ,
5216084 ποταμους
προσαγορεύουσι , τῶν ἀμφιβίων ὀρνίθων τότε μάλιστα φαινομένων κατὰ λίμνας ποταμούς τε καὶ θάλατταν , ὅταν οὗτοι δυναστεύοντες ἐπιπνέωσιν .
σελήνην ] : εἶναι δὲ ἐπ ' αὐτῆς οἴκησιν ἄλλην ποταμούς τε καὶ ὅσα ἐπὶ γῆς , καὶ τὸν λέοντα
5176145 κατακειμενους
ἄπλετος , ὥστε ἀπέκρυψε καὶ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἀνθρώπους κατακειμένους : καὶ τὰ ὑποζύγια συνεπόδισεν ἡ χιών : καὶ
ἠσκημέναι πυρῶν μὲν ἀνὰ δέκα μεδίμνους νωτοφοροῦσιν , ἀνθρώπους δὲ κατακειμένους ἐπὶ κλίνης πέντε βαστάζουσιν : αἱ δὲ ἀνάκωλοι καὶ
5160589 λιθους
ἄφεσιν λίθου . Τοσοῦτο δὲ μόνον ἐδυνάμεθα πάντες , πέμπειν λίθους ἐξ ἀφανοῦς κατὰ τῶν ὑπερχομένων τὸ τεῖχος , ὡς
καθαίρουσι πάθος ὅμοιον πεπονθέναι . Πῶς ; Γῆν που καὶ λίθους καὶ πόλλ ' ἄττα ἕτερα ἀποκρίνουσι καὶ ἐκεῖνοι πρῶτον
5127480 ἀκιδας
παλαιὰ καὶ δυσαλθῆ , ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα καὶ σκόλοπας καὶ ἀκίδας : ἔστι δὲ καὶ διαφορητικὴ καὶ ποιεῖ καὶ πρὸς
τοῦτο θαυμαστότερον , ὅσῳ μᾶλλον εὔλογον πηγὰς ἐκ γῆς ἢ ἀκίδας ἐκπηδᾶν . Σέλευκος δὲ ὁμοῦ τε ταύτην ἀνῃρεῖτο καὶ
5120013 καρπους
καθ ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ὅταν ἅπαντας τοὺς ἐκ γῆς συγκομίσωσι καρπούς , καὶ τὸν τῶν Σαλίων καλουμένων διπλασιάσειν ἀριθμόν .
' ἄχρηστα , ἀλλὰ νομὰς παρέχει δαψιλεῖς ἢ ὕλην ἢ καρπούς τινας ἑλείους ἢ πετραίους : τὸ δὲ Καίκουβον ἑλῶδες
5097167 ποιουμενα
τὴν ταυτότητα τὰ σύνθετα σώματα καὶ τὴν μεταβολὴν εἰς ἄλληλα ποιούμενα ἀεὶ τῆς ταυτότητος τὴν ἀφθαρσίαν σῴζει . ἐν δὲ
, τοτὲ μὲν βορείους τοτὲ δὲ νοτίους τοτὲ δὲ ἀλλοίας ποιούμενα τὰς περιφοράς , ὅ τε ἀὴρ ἀλεαινόμενος καὶ ψυχόμενος
5073504 κολπους
τοῦ αἰδοίου : καὶ τὰ πουλύγονα τῶν ζώων πλείους ἔχει κόλπους τῶν ὀλίγα κυεόντων : ὁμοίως δὲ καὶ τὰ πρόβατα
παρὰ τὸν Μέγαν κόλπον Ἀμβάσται , καὶ περὶ τοὺς ἐφεξῆς κόλπους Ἰχθυοφάγοι Σῖναι . Πόλεις δὲ τῶν Σινῶν ὀνομάζονται μεσόγειοι
5026517 τοιχους
διὰ τὴν στέγην καὶ τοὺς τοίχους ἐπινοεῖς καὶ διὰ τοὺς τοίχους τοὺς θεμελίους . ὥστε οὖν αὕτη ἐστὶν ἡ συνιστῶσα
οὖν κίονας οὕτως Αἰγύπτιοι κατασκευά - ζουσι , καὶ τοὺς τοίχους δὲ λευκαῖς τε καὶ μελαίναις διαποικίλλουσι πλινθίσιν : ἐνίοτε
5007860 καταδυσεις
ἐν τῇ προειρημένῃ τοῦ κόσμου ἐγκλίσει , περὶ δὲ τὰς καταδύσεις τὰ τοιαῦτα . Τοῦ Βοώτου δύνοντος συγκαταδύνει μὲν αὐτῷ
ἤδη νῦν παραχρῆμα ὅτε : ὅστις * εἰλυθμούς : τὰς καταδύσεις * ἐνδυκές : συνεχῶς ἐπιμελῶς διόλου ἀντὶ τοῦ διόλου
4998150 ἐπαυλεις
μεταξὺ τῶν φαράγγων στενὰ ἐπὶ μῆκος φερόμενα ὀνομάζομεν , καὶ ἐπαύλεις τὰς μετὰ τοὺς κελεύθους ἀναπαύσεις ἀπὸ τῶν μουσικῶν ὀργάνων
ἔσται , λέγοντα , ἡ γῆ ὑμῶν ἔρημος καὶ αἱ ἐπαύλεις ὑμῶν ἔρημοι , ὅτι ὑμεῖς ἐπορεύθητε πρὸς ἐμὲ πλάγιοι
4971395 τιθηνειται
. οὐκοῦν ὅταν τίκτῃ , οὔτε αὐτὸς νεοττιὰν ὑποπλέκει οὔτε τιθηνεῖται τὰ βρέφη , φυλάττει δὲ ἄρα τοὺς τῶν νεοττιῶν
. ὥσπερ ἡ τραγικὴ τροφὸς ἐκείνη τὰ τῆς Νιόβης τέκνα τιθηνεῖται : λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψήχουσα καὶ πόνωι
4967570 φυομενους
τὰς κάμπας . καὶ μύκητας δὲ τοὺς ὑπὸ ταῖς καρύαις φυομένους θυμιῶν , ἀποκτενεῖς αὐτάς . ἢ νυκτερίδος κόπρον καὶ
ποιήσας ξηρίον ἐπίπασον . [ Πρὸς οὖλα παιδὸς καὶ ὀδόντας φυομένους . ] Ῥόδων ἄνθη λεάνας μετὰ μέλιτος ἔγχριε ,
4964037 ἀτακτους
τὰς χρόας , ἀλλὰ τὰς μὲν τεταγμένας , τὰς δὲ ἀτάκτους . εἷς μὲν οὖν τῆς τῶν χρωμάτων γενέσεως τρόπος
πρώτους τοὺς ὑπάρχοντας ἱππέας καὶ κούφους ἐξιέναι , μηδὲ τούτους ἀτάκτους , προεξερευνῶντάς τε καὶ προκαταλαμβάνοντας τὰ ὑψηλὰ τῶν χωρίων
4950077 κρημνους
ἐπειγόμεναι καὶ τοῦ πυρὸς ἐκκαίοντος αὐτάς , ἀνεπήδων ἐπὶ τοὺς κρημνοὺς ἀφειδῶς καὶ βιαίως , εἶτα κατέπιπτον καὶ αὖθις ἀνεπήδων
δ ' ὑπὸ ταῖς κοιλάσι πέτραις , καὶ παρὰ τοὺς κρημνοὺς ὀρύγματα κατασκευάζοντες καὶ καθόλου πολλοὺς τόπους ὑπονόμους ποιοῦντες ἐν
4948200 δενδρα
ἀκρίδας λάλους , ἐλάμβανον τέττιγας ἠχοῦντας , ἄνθη συνέλεγον , δένδρα ἔσειον , ὀπώραν ἤσθιον : ἤδη ποτὲ καὶ γυμνοὶ
δὲ καλεῖ ἡ παλαιὰ συνήθεια καὶ πόας καὶ θάμνους καὶ δένδρα . λοιπὸν ὁ Ἱπποκράτης ἐπιφέρει θαυμαστὸν λόγον , ὅτι
4940539 θωρακας
αὕτη παρακαλέσαντι τὰ ξίφη θήγειν καὶ τὰς κόρυθας καὶ τοὺς θώρακας σμήχειν : δεινότεροι γὰρ οἱ ἐπιόντες φαίνονται λόχοι τοῖς
ἣν ξυάλην λέγομεν . Ξενοφῶν Κύρου Ἀναβάσει : εἶχον δὲ θώρακας λινοῦς μέχρι τοῦ ἤτρου , ἀντὶ δὲ τῶν πτερύγων
4939839 λιμενας
Δελφίνιον ἐτείχιζον , χωρίον ἄλλως τε ἐκ γῆς καρτερὸν καὶ λιμένας ἔχον καὶ τῆς τῶν Χίων πόλεως οὐ πολὺ ἀπέχον
τοῖς θαλαττεύουσιν , ἀπὸ τῶν πανταχόθεν ἐμπορίων εἰς τοὺς οἰκείους λιμένας καὶ ὑποδρόμους ἐπανιοῦσι , καὶ μάλιστα οἷς πρόνοια τοῦ
4919613 οἰκησεις
παιδείᾳ ταύτῃ φαίη ἄν τις νοῦν ἔχων δεῖν καὶ τὰς οἰκήσεις καὶ τὴν ἄλλην οὐσίαν τοιαύτην αὐτοῖς παρεσκευάσθαι , ἥτις
τὸ ὀρούειν εἰς φῶς , τουτέστιν ὑψοῦσθαι : τὰς γὰρ οἰκήσεις πάλαι ἐκ καλάμων ἔσκεπον , ἔνθεν καὶ παραστέγη καὶ
4907917 σκολοπας
ἥπατος . προσλαβὸν δὲ νίτρον ὀλίγον ῥήττει τε κόλπους καὶ σκόλοπας ἀνάγει . εἰ δ ' ὁμοίως κοπείη τὰ σῦκα
σὺν τῷ σπέρματι καταπλασσομένη , χοιράδας καὶ οἰδήματα θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος
4899108 ὑψηλα
ἀπαγορεύει καὶ ἐντεῦθεν ἑάλωκε . τὰ δὲ ἀνάντη μὲν καὶ ὑψηλὰ οἱ λαγῲ ἀναθέουσι ῥᾷστα : τὰ γάρ τοι κατόπιν
εἰς ἐμέ : κἀγὼ ἀκούσας ἑβδομαίαν οὖσαν ἐπέτρεψα πρὸς γῆν ὑψηλὰ πηδᾶν : ἑπτὰ δέ οἱ πεπήδητο , καὶ ἐξῆλθεν
4895199 πεπειρους
ἅπαξ εἰρημένων , ὠμοί , ἐπεὶ λέγομεν ὡρίμους καρποὺς τοὺς πεπείρους , ὠμὸν δὲ τὸν ἄγριον . τινὲς δὲ ἄωροι
' ἀσθένειαν τοὺς καιροὺς αἰτιῶνται . ἀλώπηξ ἐν κρεβαττίνῃ βότρυας πεπείρους ἰδοῦσα ἤμελλε φαγεῖν , ἐν ὕψει δὲ ὄντας οὐκ
4881038 ἡλοις
δὲ πρὸς ἀλλήλους μένωσι , καὶ γόμφοις μὲν συλλαμβάνονται καὶ ἥλοις δὲ διίενται διὰ τῆς στερεᾶς καὶ συγκοινοῦνται : ἔχει
βασανηδὸν στρεβλὰ κολαζόμενοι σκολοπηίδα μοῖραν ὁρῶσιν πικροτάτοις κέντροισι προσαρτηθέντες ἐν ἥλοις , οἰωνῶν κατάδειπνα , κυνῶν θ ' ἑλκύσματα δεινά
4868686 δενδρεσι
ὁ αὐχμὸς κακός ἐστιν , ὅτι ἀποξηραίνεται καὶ ἀφανίζεται . δένδρεσι μὲν χειμὼν φοβερὸν κακόν , ὕδασι δ ' αὐχμός
ἡ δὲ τῇ , εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν ποδῶν , δένδρεσι κατάσκιος . Τὰ δὲ προπύλαια ὕψος μὲν δέκα ὀργυιέων
4848179 λιμνας
ἦν ἀξίωμα τὸ διδόμενον . προσέταττε δῆτα τοῖς ὄρνεσιν ἐπὶ λίμνας καὶ πηγὰς ἀφικέσθαι καὶ τὸν ἑαυτῶν ἀποσμήξασθαι ῥύπον καὶ
, δυσάρεστος . ἐς στομάλιμνον : τὰς εἰς θάλασσαν ἐστομωμένας λίμνας οὕτως φασί . καὶ τὴν ἐν Τροίᾳ δὲ Στομαλίμνην
4836391 ἐφοδους
: τοὺς Συρακουσίους . προκαταλαμβάνοντες : οἱ Συρακούσιοι . τὰς ἐφόδους : τὰ βάσιμα : ὀλίγα δὲ ταῦτα διὰ τὸ
ἀδικημάτων ἐνέφραξαν , πεπειραμένοι καὶ εἰδότες τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐφόδους τῶν τὸν δῆμον προδιδόντων . ἐψηφίσαντο γὰρ καὶ ὤμοσαν
4828393 ἀναπνοας
: δελφῖνος . Ἅλματα : πηδήματα . ἄσθματα : καὶ ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος :
καὶ καρπῶν καὶ ἀνθέων ὀσμαῖς , ἀντὶ τῶν στομάτων ἔχοντας ἀναπνοάς , χαλεπαίνειν δὲ τοῖς δυσώδεσι , καὶ διὰ τοῦτο
4827948 πυκνοτεροις
εὐρυτέραν καὶ τεῖχος ἐγείρας ὑψηλότερον καὶ πύργοις διαλαβὼν τὸ χωρίον πυκνοτέροις : κατὰ τοῦτο γὰρ ἐδόκει μάλιστα τὸ μέρος ἡ
ἔχει μικρὸν πώγωνος : σπερματώδεις πᾶσαι , πλὴν μειζόσι καὶ πυκνοτέροις αἱ ἄγριαι . ἴδιον δὲ ἔχει πρὸς τὰ ἄλλα
4812241 σχισας
ἡ ἀνάγκη , τοῖς ὀδοῦσι τοῖς αὐτὸς αὐτοῦ τοὺς ὄρχεις σχίσας ῥιπτεῖ : καὶ τοῦτο γίνεται τοῖς μὲν διώκουσι πέρας
λέγοντος : ὁ δὲ χλωραῖς ἐλάτῃσι τυπεὶς ᾤχετο Καινεύς , σχίσας ὀρθῷ ποδὶ γᾶν . τοῦτο δὲ αὐτῷ συνέβη διὰ
4811574 χιτωνας
ἄδειπνος . ταχὺ γὰρ γίνεται κἀκκλησιαστὴς οἰκόσιτος . σαράβαρα καὶ χιτῶνας πάντες ἐνδεδυκότες . . . ἐν Κύπρῳ φής ,
] τὴν ἐκ νέου συνάφειαν . ἁβροχίτωνας ] πολυτελεῖς ἐχούσας χιτῶνας : τοιαῦται γὰρ αἱ τῶν Περσῶν . χλιδανῆς ]
4807306 σκωληκας
. Ὅταν δὲ ἀποθάνῃ ταῦρος , εἰς ἡμέρας ζʹ ποιεῖ σκώληκας , οἵτινες εἰς καʹ ἡμέρας γίνονται μέλισσαι ποιοῦσαι μέλι
τῇ ἀμπέλῳ . Ἡ δ ' ἐλάα πρὸς τῷ τοὺς σκώληκας ἴσχειν , οἳ δὴ καὶ τὴν συκῆν διαφθείρουσιν ἐντίκτοντες
4803417 ἡλους
τρεῖς κατάπλασον , καὶ πεσοῦνται οἱ ἧλοι . [ Πρὸς ἥλους καὶ μυρμηκιασμούς . ] Ὀστέα φοινίκων καύσας καὶ τρίψας
παλαιὰς διαθέσεις καὶ τραχέα βλέφαρα καὶ συκώσεις καὶ ἐκτροπὰς καὶ ἥλους καὶ σταφυλώματα καὶ ῥεῦμα πᾶν καὶ περιωδυνίας καὶ ψωροφθαλμίας
4799163 ἐξηπτε
ἰδίων ἐποιεῖτο καὶ μηχανὰς ποικίλας συνεπήγνυτο πυρφόρα τε ἀγγεῖα σιδήρεα ἐξῆπτε κοντῶν μακρῶν , αἰωρεῖσθαι τὸ πῦρ ἐς τὸ πέλαγος
ἀλλὰ καὶ τοὺς πλησίον καὶ αὐτοὺς ὁμοίως καὶ τὰ ὅπλα ἐξῆπτε . τά τε τῶν ἡρώων τηνικαῦτά σφισιν ἐφάνη φάσματα
4790422 φυοντων
μόνον ἰᾶται παιδικῶν σωμάτων καὶ γυναικείων . ἀλλὰ κἀπὶ τῶν φυόντων τοὺς ὀδόντας παιδίων διαχριόμενον συνεχῶς οὐδὲν ἧττον μέλιτος λεπτύνει
τοὺς Παιόνων βασιλεῖς βοῶν παρ ' αὐτοῖς γινομένων μεγάλα κέρατα φυόντων , ὡς χωρεῖν τρεῖς καὶ τέσσαρας χόας , ἐκπώματα
4780584 καλαμους
, οἷα εἰς χύσιν καλάμης διέρπων , τουτέστιν ὡς εἰς καλάμους διέρπων , ἤγουν βαδίζων . * ὑποψοφέων : κτυπῶν
καλάμην ὑφεστᾶσιν , οἱ δὲ ἡγεμόνες ἀνέρπουσι , καὶ τοὺς καλάμους οὐραχοὺς τῶν καρπίμων διατραγόντες , τῷ δήδῳ τῷ κάτω
4776840 σκληρας
τ ' ἄπο δῶκε σιδήρου , τοῖς δ ' ἔργοις σκληρὰς καὶ ἀπηνέας ὤπασε τέχνας : αἰεὶ δ ' ἔν
] πάλιν Εὐριπίδου ποιήσαντος ἐκ γὰρ πατρὸς καὶ μητρὸς ἐκπονουμένων σκληρὰς διαίτας οἱ γόνοι βελτίονες [ . , . ]
4763169 κλωνας
αὐτὸν ἔστεφε περιθέων ἐν κύκλῳὡς κισσὸς ἦν ὁ χαλκὸς εἰς κλῶνας καμπτόμενος καὶ τῶν βοστρύχων τοὺς ἑλικτῆρας ἐκ μετώπου κεχυμένους
δραχ . βʹ πηγάνου χλωροῦ . . . . . κλῶνας εʹ μέλιτος . . . . . . .
4747634 βλαστους
τὰ μέσα : μαλακώτατα δὲ ἴσχειν ζεύγη τὰ πρὸς τοὺς βλαστούς , σκληρότατα δὲ τὰ πρὸς τῇ ῥίζῃ : συμφωνεῖν
τὴν τροφὴν ἅπασαν αὗται λαμβάνουσιν καὶ οὐ διδόασιν εἰς τοὺς βλαστούς : μὴ μεριζομένης δὲ πλείων ἡ αὔξησις . Ὅσα
4743365 ναπας
τῶν ἀγαπητῶν , καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ,
πάνυ ἀγροίκως λέγων , τούς τε λειμῶνας καὶ πεδία καὶ νάπας καὶ ἀκτάς , ἐν οἷς τὰ μὲν φύεσθαι ,
4737685 ψαμμωδεις
ἐπειδὴ ἀφόρους καὶ δυσφόρους χώρας , καὶ τὰς ἀνύδρους καὶ ψαμμώδεις , ὅπως ἐπαινεῖν χρὴ ὑπέδειξα . ὅτι γὰρ τῶν
στέγειν ὕδωρ δύναται . εἰσὶ δὲ ὀλίγοι τόποι τραχεῖς καὶ ψαμμώδεις εὐλάχανοι , οἳ πολὺ δηλονότι τῆς ἰλύος ἔχουσιν ,
4737513 κρημνοις
ἐπειδὴ δὲ παρεγενήθησαν εἴς τι πεδίον κύκλῳ λόφοις ὑψηλοῖς καὶ κρημνοῖς περιειλημμένον , ἐνταῦθα οἱ Λευκανοὶ πάσῃ τῇ δυνάμει διέκλεισαν
Πρόπτωσις δὲ μήτρας γίνεται πληγαῖς τε κατὰ τῶν νεφρῶν καὶ κρημνοῖς καὶ ἀμέτροις ἐξωθήσεσιν ἐπὶ τῷ κύειν τε καὶ τῶν
4727780 διαπεραιουσθαι
διεξόδους , καὶ εἰ μὲν μείζων , καὶ τέλεον κωλύσει διαπεραιοῦσθαι καὶ τὰ πνεύματα καὶ τὰ ἀπὸ τῶν σιτίων περισσώματα
πέραν διαβαίνειν , σχεδίας πηγνύντας καὶ βόας ἐπιζεύξαντας ἐπὶ τούτων διαπεραιοῦσθαι , ὅθεν καὶ ὠνομάσθαι τὴν θάλασσαν . ἔστι δὲ
4704503 τυπους
θνητοὶ δημιουργοὶ κατεσκεύασαν ξύλα καὶ λίθους , ἅπερ εἰς ἀνθρωποειδεῖς τύπους ἐμορφώθη ; τοιγάρτοι καὶ αὐτὸς ἐξομοιούσθω τοῖς χειροκμήτοις :
ἥνπερ καὶ ἐν τοῖς στερεμνίοις εἶχον : τούτους δὲ τοὺς τύπους εἴδωλα προσαγορεύομεν . καὶ μὴν καὶ ἡ διὰ τοῦ
4698588 χελωνας
βαλεῖν πέτρας ἔταξε καὶ γῆν καὶ ξύλον , ὁδοιπορῆσαι τὰς χελώνας εὐκόλως . ἐκεῖ τὸ πλῆθος εἶχε τῶν προσταγμάτων ἔργον
τοιοῦτός ἐστι κοχλίας ὁ δυσὶν ἕλιξι διατετμημένος καὶ δύο κινῶν χελώνας . τοιοῦτος δ ' ἐστὶ κοχλίας ἐν τῷ μεγάλῳ
4674233 σακκια
προμαχῶσιν οἰκοδομουμένη . Καὶ πρὸς τοὺς κριοὺς ἀντίκεινται τύλαι καὶ σακκία , γέμοντα ἄχυρα καὶ ψάμμον , πρὸς δὲ τοὺς
Εὐστάθιον διὰ στόματος φέρειν , τὰ δὲ ἐν τοῖς ὁρωμένοις σακκία τε ἁδρὰ καὶ ὑπόμεστα βιβλιδίων , καὶ ταῦτα ὡς
4668227 διαβασεις
πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶν κατὰ τὰς τῆς θαλάττης διαβάσεις ἑκασταχόσε ἐπιστήσαντες : τὸν δὲ λίθον ἔτεμνον ὑπὸ τῆς
πρὸς καῦμα δὲ καὶ πρὸς ψῦχος καὶ ὄμβρους καὶ χειμάρρων διαβάσεις ὥστ ' ἄβροχα φυλάττειν καὶ ὅπλα καὶ ἐσθῆτα ,
4667886 κλαδους
τοῦ δένδρου διαμένουσιν ἕως τοῦ ἔαρος , ἐὰν λυγίσῃς τοὺς κλάδους αὐτῶν , τουτέστι περιστρέψῃς ἅπαξ ἢ δίς , ὅταν
πέλεσθαι . . . . βάκχους . . . τοὺς κλάδους , οὓς οἱ μύσται φέρουσι . μέμνηται δὲ Ξ
4664916 ὑδασι
αὐτὸν καὶ οὐδὲν ἄμοιρόν ἐστιν αὐτῆς , ὡς ἂν ἐν ὕδασι δίκτυον τεγγόμενον ζῴη , οὐ δυνάμενον δὲ αὑτοῦ ποιεῖσθαι
ἐλάττω μὲν θεωρίαν ἔχει , αἰτιολογεῖ δὲ τὰ ὑπὸ τοῖς ὕδασι καὶ ὑμέσι καὶ ὑέλοις , ὁπότε διασπαραττόμενα φαίνεται τὰ
4663601 φυσας
; ὄλωλεν ἡ τύραννος ἀρτίως κόρη Κρέων θ ' ὁ φύσας φαρμάκων τῶν σῶν ὕπο . κάλλιστον εἶπας μῦθον ,
τὸν βαλλισμόν : οὐ γὰρ ἄν ποτε θοἰμάτιον ἀπενέγκαιμι μὴ φύσας πτερά . ὁ μὲν οὖν ἐμὸς υἱός , οἷον
4656425 οὐρανους
τε καὶ φθορᾶς , ἐξ οὗ δή φησι τούς τε οὐρανοὺς ἀποκεκρίσθαι καὶ καθόλου τοὺς ἅπαντας ἀπείρους ὄντας κόσμους .
ἐκκλησίαν αὐτοῦ , ἣν καὶ ηὐλόγησεν , ἰδοὺ μεθιστάνει τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὰ ὄρη καὶ τοὺς βουνοὺς καὶ τὰς θαλάσσας
4653934 λελωβημενους
ἐπισινεῖς : ἑτέρους δὲ πολυχρονίους μέν , ἐπιμόχθους δὲ καὶ λελωβημένους : τινὰς δὲ πολυκτήμονας μέν , ὀλιγοχρονίους δὲ ἢ
ποιήσειεν . Ἡσθέντα δὲ τὸν βασιλέα πάντας τοὺς τὰ σώματα λελωβημένους ἐκ τῆς Αἰγύπτου συναγαγεῖν , καὶ τούτους εἰς τὰς
4652568 ἀερια
φλέβας , ἐξέδρας . Ἔχει ὁ μ . κ . ἀέρια ζ . : ἔχει κ . ὁ ἄνθρ .
κολαστὰς προσμαρτύρεται τὸν αἰθέρα καὶ τοὺς ἀνέμους , ἤτοι τὰ ἀέρια στοιχεῖα : τοὺς ποταμοὺς καὶ τὰς πηγάς , τὴν
4650627 λοφους
τοῦ βασιλέως . σφαλεὶς οὖν τῆς ἐλπίδος ὁ Κουρίων ἐς λόφους ἀνέδραμεν ὑπό τε καμάτου καὶ πνίγους καὶ δίψης ἐνοχλούμενος
. δένδρα τε γάρ τινα ἱλάσκονται καὶ ῥεῖθρα ποταμῶν καὶ λόφους καὶ φάραγγας , καὶ τούτοις , ὥσπερ ὅσια δρῶντες
4633498 θυριδας
τοὺς δὲ λεπτοὺς οἴνους ὑπὸ στέγην θετέον , τὰς δὲ θυρίδας ὑψηλοτέρας δεῖ ποιεῖν , πρὸς ἄρκτον καὶ ἀνατολὴν τετραμμένας
. ” ῥυτῆρες οἱ τῶν ἡνίων ἱμάντες . ῥῶγας τὰς θυρίδας : “ ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο . ” ῥῶπας εἶδος
4633041 περισκελη
' ἕψουσι τὰ κρέα , παραιτούμενοι τὰς θεὰς ἀπείργειν τὰ περισκελῆ καύματα καὶ τοὺς αὐχμούς , μετὰ δὲ τῆς συμμέτρου
τὸ ποτὸν ἀνίησιν : ἡ γὰρ ὑγρότης τὰ ὑπόντα σιτία περισκελῆ καὶ γλίσχρα βρέξασα καὶ διαχέασα , χυμῶν ἐγγενομένων καὶ
4629617 ἐπιχωριους
χώρας , ἢ τὴν τοῦ Νείλου φύσιν διὰ τὸ τοὺς ἐπιχωρίους μήτε καινότερα τούτων λέγειν ἔχειν πρὸς ἄνδρας ξένους ,
καὶ διώκοντας . Τούτους δὲ τοὺς δύο Δελφοὶ λέγουσι εἶναι ἐπιχωρίους ἥρωας , Φύλακόν τε καὶ Αὐτόνοον , τῶν τὰ
4624827 ἐρημα
τὸ νέφος : αἱ μὲν ἀγχιστῖναι : τὰ δ ' ἐρῆμα φοβεῖται . ἐννῆμαρ μέν : τῇ δεκάτῃ δέ .
προσαμύνει , ἀλλὰ κατὰ σταθμοὺς δύεται : τὰ δ ' ἐρῆμα φοβεῖται : αἱ μέν τ ' ἀγχιστῖναι ἐπ '
4622025 ταφρους
μὴ πρῖε τοὺς ὀδόντας . ἀλλ ' ἢ Σκαμάνδρους ἢ τάφρους ἢ ' π ' ἀσπίδων ἐπόντας γρυπαιέτους χαλκηλάτους καὶ
πόλεσιν . οὔτε γὰρ ἐν τοῖς ὀθνείοις πολέμοις τὰς βαθείας τάφρους καὶ τὰ ὑψηλὰ ἐρύματα ἱκανὰ εἶναι τοῖς ἔνδον ἀπράγμονα
4620848 πηγας
τὰ φρέατα ὀρύττουσι : καὶ γὰρ ἐκεῖνοι τὰς ἐν ἀφανεῖ πηγὰς ἀναζητοῦσι . καὶ κοινὸς μὲν πόθος ἅπασίν ἐστι ποτὸν
πολλά , πικρᾶς ἁλμυρίδος ἔχοντα γεῦσιν . παραδραμόντι δὲ τὰς πηγὰς ταύτας ὑπέρκειται μεγάλου πεδίου μιλτώδη χρόαν ἔχον ὄρος καὶ
4619728 ἐκβοσκεται
ταῖς πλαδαραῖς καὶ σηπεδονώδεσι διαθέσεσιν ἀλύπως τε ἅμα καὶ ἀσφαλῶς ἐκβόσκεται . κυπέρου ῥίζαι τὰ δι ' ὑγρότητα πολλὴν ἑλκύδρια
ταῖς πλαδαραῖς καὶ σηπεδονώδεσι διαθέσεσιν ἀλύπως τε ἅμα καὶ ἀσφαλῶς ἐκβόσκεται . κυπέρου αἱ ῥίζαι τὰ δι ' ὑγρότητα πολλὴν
4604105 δρομους
ὀρείους ἐπεξῄει δρυμούς , ὡς μῦθον εἶναι τοὺς λεγομένους Ἰοῦς δρόμους . ὥστε μὴ μόνον τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἀστοργίᾳ διαφέροντας
καὶ ἅμα νικώντων . νίκας . δυωδεκαδρόμων : ὅτι δώδεκα δρόμους ἔτρεχον τὰ τέλεια ἅρματα , τουτέστιν ιʹ καὶ βʹ
4598251 βροχους
ἄκροις δὲ δακτυλίους ἐχέτωσαν , ὑφείσθωσαν δ ' ὑπὸ τοὺς βρόχους , τὸ δὲ ἄκρον αὐτῶν ἐκπεράτω ἔξω διὰ τῶν
εὑρών , οὗ καθεῖρξ ' ἡμᾶς ἄγων , τῶιδε περὶ βρόχους ἔβαλλε γόνασι καὶ χηλαῖς ποδῶν , θυμὸν ἐκπνέων ,
4596655 καλυβας
μὰ Δί ' οὐδὲ τὴν κεῖθι στενοχωρίαν καὶ σκηνὰς καὶ καλύβας καὶ πνῖγος : οἵ τε αὖ πανηγυρισταὶ οὐ συρφετώδης
τούτων αἴτιον ἐπαινέσεται ; τί δ ' αὐτὰς διασώσει τὰς καλύβας , ὅταν ὁ μὲν χρόνος , ὃ δὴ πέφυκε
4592931 ἀμπελους
δὲ τὰ ἄχυρα καὶ τὴν ὀπώραν , καὶ μάλιστα τὰς ἀμπέλους . ὥσπερ γὰρ ἡ κόπρος , οὕτω καὶ τὰ
γεωργοῖς ἡμέρα , ἄσμενός ς ' ἰδὼν προσειπεῖν βούλομαι τὰς ἀμπέλους , τάς τε συκᾶς ἃς ἐγὼ ' φύτευον ὢν
4592439 χαραδρα
Ἀλέξανδρος ἐν τῷ περὶ Εὐξείνου πόντου μυθολογεῖ . Ἰαπίς , χαράδρα Ἀττικὴ εἰς Μέγαρα ἀπάγουσα , ὡς Καλλίμαχος Ἑκάλῃ .
παρέτρεψαν εἰς τὴν ἑαυτῶν χώραν . Πολλὴ δὲ γενομένη ἡ χαράδρα ἐλυμήνατο αὐτῶν τὰ γεώργια , καὶ τὰς οἰκίας κατέβαλεν
4591437 βαλανους
καὶ αἰγύπτιον κρόκον καὶ ἅλας αἰγύπτιον τρίψας καὶ ξυμμίξας ποιέειν βαλάνους , καὶ προστιθέσθω . Ἐκβόλιον θυμίημα , δυνάμενον καὶ
. . ΚΑΡΠΟΝ Δ ' ΕΦΕΡΕ ΖΕΙΔΩΡΟΣ ΑΡΟΥΡΑ . Τὰς βαλάνους , καὶ τὰ ὡραῖα πάντα λέγει ἀκρόδρυα , καὶ
4584970 ἐσθητας
[ Παρσώνδῃ ] ἀργυρίου νομίσματος τάλαντα ἑκατὸν , καὶ ἄλλας ἐσθῆτας πολυτελεῖς , βασιλεῖ δὲ χρυσοῦ μὲν τάλαντα ἑκατὸν ,
τὰ ῥάκη μόνον ἀλλὰ καὶ τὰς ἀμείνους ἔνιοι καλεῖν ἠξίουν ἐσθῆτας . τοὺς δὲ τὰς ἐσθῆτας ἀπομισθοῦντας τοῖς χορηγοῖς οἱ
4577803 παραπεμπει
μακρά ἐστι , τὴν δὲ αἰτίαν οὐκ οἶδεν , ἀλλὰ παραπέμπει ταύτην τῇ μουσικῇ . καὶ πάλιν ὁ ἰατρὸς οἶδεν
αὐτὸν εἰπεῖν ; . π . σχημ . , . παραπέμπει γὰρ ἡμᾶϲ ἡ ἐλπίϲ : αὕτη δὲ ἀτυχούντων ἐϲτὶν
4568841 ἀναχωρησεις
καὶ ἐπανατάσεσιν εἰς | χαλεπὰς δυσθυμίας ἐφελκόμενος , ἀλλ ' ἀναχωρήσεις διδοὺς καὶ ἀνέσεις μεμετρημένας : τὸ γὰρ „ μηδὲν
οὐ πόρρω τοῦ μετρίου τὰς ἐπελάσεις ἐποιοῦντο : αἵ τε ἀναχωρήσεις αὐτοῖς οὐ διεσπασμέναι , ἀλλ ' ἐν κόσμῳ ἐγίγνοντο
4563597 νομεας
δὲ αἰξὶ ταῖς ἐπιχωρίοις ἔνδον ἐν τοῖς σηκοῖς παραβάλλειν τοὺς νομέας ἰχθῦς ξηροὺς χιλόν . Ὅτι δέδοικεν ὗν ἐλέφας ἀνωτέρω
ἑλκοῦσθαι ἂν αὐτὰς πάντως παρατριβομένας πρὸς τὸ δάπεδον . τοὺς νομέας δὲ εἶναι ἀγαθοὺς χειρουργεῖν οὐ πέρα τῶν ἁμαξίδων ,
4563064 ἀνεμους
μέλας . . τυφὼς γὰρ ἐκβαίνει : τοὺς δὲ καταιγιδώδεις ἀνέμους τυφὼς καλοῦσι . τούτῳ ἐνόμιζον μέλανα ἄρνα σφάζειν ,
καὶ οἱ ἐτησίαι πνέουσιν ἄνεμοι : τούτους γάρ φησι τοὺς ἀνέμους μάλιστα τὰ νέφη φέρειν πρὸς τὴν Αἰθιοπίαν : ὧν
4557195 φωστηρας
σελ . : ἔχει καὶ ὁ ἄνθρ . τοὺς δύο φωστῆρας , τοὺς ὀφθ . , τὸν μὲν δεξιὸν ὀφθ
ἑξῆς . Ἔχει ὁ μ . κ . τοὺς δύο φωστῆρας , τὸν ἥλιον κ . τ . σελ .
4543802 λοπαδας
τὸ ταῦτα διορᾶν ἐστιν ἐμψύχου τέχνης , οὐ τὸ διανίζειν λοπάδας οὐδ ' ὄζειν καπνοῦ . ἐγὼ γὰρ εἰς τοὐπτάνιον
ἐσφοιτῶν τ ' ἐς τοὐπτάνιον λήσει σε κυνηδὸν νύκτωρ τὰς λοπάδας καὶ τὰς νήσους διαλείχων . Νὴ τὸν Ποσειδῶ πολύ
4522464 τοπους
ἢ βιαίου θανάτου , ὁ δὲ τεχθεὶς ἐπὶ ἱεροὺς καταφεύγει τόπους καὶ ὑπὸ φαντασμάτων καὶ εἰδώλων ἐνοχλεῖται , καὶ μᾶλλον
Ἡρώων λήξεως ὁ λόγος , καὶ ὅτι καὶ βίον καὶ τόπους οἰκείους , οὓς ἐκάλεσεν ἤθη , χωρὶς τῶν ἀνθρώπων
4518769 κριους
δὲ πλευροκοπῶν δίχ ' ἀνερρήγνυ : δύο δ ' ἀργίποδας κριοὺς ἀνελών , τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥιπτεῖ
πρὸς δὲ τὰ μηχανήματα ὅταν ἐγγὺς ᾖ , καὶ τοὺς κριοὺς καὶ τὰς ἐπιβάθρας πρῶτον μὲν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον
4517203 πορευσιμος
ἔχεις ἐν τοῖς ἱεροῖς τοῖς παχυδένδροις ἄλσεσι – – πτερῷ πορεύσιμος ὁρᾷ τε δεινὰ θιγγάνει τ ' ἀηδόνων καλὸν Διὸς
πορθμοῦ . ἰσθμὸς μὲν γάρ ἐστιν ὁ μεταξὺ δύο θαλασσῶν πορεύσιμος τόπος , πορθμὸς δὲ τὸ ἀνάπαλιν : καὶ πέριξ
4504014 ἰχθυας
σφάττειν ἐπὶ τῷ τάφῳ τοῦ Ἀχιλλέως . ἔφη δὲ τοὺς ἰχθύας σχεδόν τι φρονιμωτέρους φαίνεσθαι τῶν ἀνθρώπων : ὅταν γὰρ
ὥσπερ καὶ ὁ πληγεὶς ἁλιεὺς εὐκόλως μετὰ τὴν τρῶσιν τοὺς ἰχθύας μεταχειρίζεται . Ἁλμυρὸν γειτόνημα ἔμβλεπε πόῤῥω : δηλοῖ δὲ
4503012 ἑλιξεις
πολύπυροι ἕλικες τῆς στεροπῆς : οἱ στρόμβοι δὲ καὶ αἱ ἑλίξεις τῶν ἀνέμων ἑλίσσουσι καὶ συστρέφουσι τὴν κόνιν : σκιρτᾷ
τῷ δηχθέντι μέρει τοῦ σώματος ἀνατεμὼν ἐπίβαλλε . τὸ δὲ ἑλίξεις γράφεται καὶ ἑλίσσεις , ἀντὶ τοῦ ἕλισσε , δέσμει
4500667 ἀναπεπταμενος
Ἁγνὰν ] Ἄδολον . Ὑπακουέμεν ] * Ἤγουν ὑποκεῖσθαι καὶ ἀναπεπταμένος εἶναι ταῖς λάβραις ἀκτῖσι τοῦ ἡλίου . Ἀγῶνα νέμειν
ὑπερήδιστον , οἶμαι , οἴκων ὁ κάλλιστος ἐς ὑποδοχὴν λόγων ἀναπεπταμένος καὶ ἐπαίνου καὶ εὐφημίας μεστὸς ὤν , ἠρέμα καὶ
4494500 καταδησας
ἱππέας οὐ πολλούς , ὡς ἑώρα τοὺς Σικυωνίους πιεζομένους , καταδήσας ἀπὸ δένδρων τοὺς ἵππους , καὶ ἀφελόμενος τὰς ἀσπίδας
ηʹ καὶ ἐλαίου ξέστας βʹ καὶ ἴρεως κεκομμένης φανερὸν μέρος καταδήσας , ἀπόθου εἰς κεράμιον ἡμέρας ιʹ . καὶ μετὰ
4489503 ὀγκους
καὶ ἡ διὰ χαμαιμήλων . Πρὸς δὲ τοὺς ἄνευ πυρετῶν ὄγκους καὶ μάλιστα χρονίους καὶ σκιρρώδεις καλῶς ποιεῖ καὶ ἡ
μένει , μετὰ τὴν εἰκοστὴν ἡμέραν εἰς πυοποίησιν μεταβάλλει τοὺς ὄγκους : εἰ δὲ ἀσθενής ἐστιν ἡ δύναμις καὶ ὁ
4482520 ἀνεπαισθητα
ἐπὶ παροῦσι τοῖς ἡδέσιν ἢ λυπηροῖς , καὶ ταῦτα παντάπασιν ἀνεπαίσθητα λόγου καὶ νοῦ : ἐν ἀνθρώποις δὲ οὕτως ἄρα
παρεῶνται ὡς λεπτότατον λίαν πολλοστημόριον τῆς μονάδος , ἃ καὶ ἀνεπαίσθητα τῇ φύσει καλοῦσι . Οὐ χρεία σοι ὦ οὗτος
4479272 ὁδους
καὶ τῶν πνευμάτων οὐ δυναμένων ἐν αὐτῷ τὰς κατὰ φύσιν ὁδοὺς βαδίζειν , καταψύξιές τε γίγνονται ὑπὸ τῆς στάσιος ,
ἐκείνου τοῦ μεγέθους ἐς τὰ τῆς ἡδονῆς καταβαίνων βάραθρα ξένας ὁδοὺς καὶ παρηλλαγμένας ἀπολαύσεων ἔτεμνεν . εἶθ ' ἡ πάντα
4479253 ἐπιβροχας
, τὸ μὲν κοινὸν ἀγαθὸν ἔχων , οὗ χάριν εἰς ἐπιβροχὰς ἑλκῶν παραλαμβάνεται , τῶν δ ' ἄλλων οἴνων τῶν
τοῖς μὲν ἀγρυπνητικοῖς καὶ παρακοπτικοῖς νοσήμασι τὰς διὰ μήκωνος κωδυῶν ἐπιβροχὰς προσοίσομεν ὀσφρανοῦμέν τε καὶ διαχρίσομεν ἤτοι τὰ πτερύγια τῆς
4476382 χρισεις
ἢ λεῖψιν τῶν ἐναντίων , τὴν συμπλοκὴν εἰ μὴ τὰς χρίσεις ἀναλόγως γίνεσθαι . Δεῖ πάντα τοίνυν φυλαττόμενον τὸν μὲν
ἶσον ὁμοῦ λειάνας , τετραπλοῦν τε μέλιτος συμμίξας τούτοις , χρίσεις τὰ ἀγγεῖα . Ἰόβας δὲ ὁ βασιλεὺς Λιβύων ἐν
4466989 ζωνας
καὶ γλύφουσι κριὸν καὶ Ἀθηνᾶν καρδίαν κρατοῦσαν . οὗτος ἔχει ζώνας ποικίλους πολλάς , τὰς μὲν ἀεριζούσας , τὰς δὲ
„ . ὁ δὲ Ζηνόδωρος βέλτιον τὰ ζώματα , τὰς ζώνας . ἡμερίς ε . . , : ἡμερίς :
4463501 καλιας
δὲ ἀπ ' ἐκείνου μνησικακῶν διετέλει παρατηρούμενος τοῦ ἀετοῦ τὰς καλιάς . καὶ εἴ ποτε ἐκεῖνος ἔτικτε , μετάρσιος αἰρόμενος
καθ ' ὕλην δέρκηται : πάσας γὰρ ὅγ ' ἠρήμωσε καλιάς , αὕτως ὀρνίθων τε τόκον κτίλα τ ' ὤεα
4453736 ἀνδρωνας
κελεύθου τυγχάνειν † τὰ πρόσφορα . ἄγ ' αὐτὸν εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων , ὀπισθόπους τε τούσδε καὶ ξυνεμπόρους :
ἄγαλμα . προσεννέπειν ] προσλαλῆσαι . σημείωσαι . κατ ' ἀνδρῶνας ] ἤτοι τοὺς οἴκους . εὐτραπέζους ] ἤγουν ἐν
4451050 δυσπλοιας
εὐμήχανος , λῃστειῶν δὲ καὶ κλοπῶν καὶ πειρατικῶν ἐφόδων καὶ δυσπλοίας ποιητικὸς ἐν τοῖς πρὸς τοὺς κακοποιοὺς σχηματισμοῖς , νόσων
Σελήνης ἐν Παρθένῳ ὁ ἀναχθεὶς χρονίσει ἐν τῷ πλῷ ὑπὸ δυσπλοίας . Σελήνης ἐν Ζυγῷ μετὰ τὰς πρώτας μοίρας ι
4437443 ἀναστημασιν
οὖν ἡ γῆ σφαιροειδὴς ἐν κοιλότησί τε ταπεινουμένη καὶ ἐν ἀναστήμασιν ὑψουμένη . ἣν οὖν οἰκοῦμεν ἡμεῖς γῆν , μαστός
ἔχει στερέμνιον καὶ συμπεπλεγμένην ἅμμῳ . ἐν τούτοις οὖν τοῖς ἀναστήμασιν ὑπονόμους ἀνδρομήκεις ὀρύττοντες , τὸν μὲν κατὰ κορυφὴν τόπον
4435725 κληματιδας
καὶ τοῦ θέρους οὗτοι καταψύχωσι τὰς ῥίζας . Οἱ δὲ κληματίδας ὑποτιθέασιν οἱ δὲ κέραμον παρακατορύττουσιν ὕδατος οἱ δὲ ξύλον
ὧν δ ' ἐστὶν ἐγκύμων πάντα ἀποτίκτει , πέταλα καὶ κληματίδας , ἕλικας , οἴναρα , καρπὸν ἐπὶ πᾶσιν :
4429875 λιμνωδεις
φύεται διὰ τὴν πολυειδίαν τῶν τόπων : ἔχουσι γὰρ καὶ λιμνώδεις καὶ ἐνύγρους καὶ ξηροὺς καὶ γεώδεις καὶ πετρώδεις καὶ
τόπον εἰς ὃν ἀπελεύσεται ὁ φυγών : οἷον Ἰχθύες μὲν λιμνώδεις καὶ ἑλώδεις σημαίνουσιν , ὁμοίως Ὑδροχόος , Αἰγόκερως ὑδρηλὰ
4429456 ῥους
βαλαύστιόν τε καὶ κύτινοι καὶ κηκῖδες ὀμφακίτιδες καὶ στυπτηρία καὶ ῥοῦς καὶ γλαύκιον καὶ ἀφέψημα μυρσίνης καὶ σχιστῆς : συμπεφθείσης
ὀρῶν ἐπέβη , ἀφ ' ὧντινων ὀρῶν βάσιν ὁ μέγας ῥοῦς τοῦ ἀνατολικοῦ ὠκεανοῦ φέρεται . Ἐκεῖσε δύο στήλας περὶ
4427264 ὁρμους
καὶ λιμένες πανταχοῦ τῆς χώρας ἐνεῖναι , οἷοι παρασχεῖν μὲν ὅρμους τῷ ναυτικῷ , παρασχεῖν δὲ καὶ πόλεις ἐνοικισθῆναι καὶ
τῇ φύσει : ποιοῦσι δ ' ἐξ αὐτοῦ τοὺς πολυτελεῖς ὅρμους . γίνεται δ ' ἐν ὀστρέῳ τινὶ παραπλησίῳ ταῖς

Back