μιξοβάρβαρον προσεῖτο φωνήν . ὁ δ ' οὖν κεχρημένος τῷ βουνὸς ὀνόματι Φιλήμων ἐστίν , εἷς τῶν τῆς νέας κωμῳδίας | ||
τοῦ τείχους κατεπαμύνεσθαι : ἔδωκε γὰρ ὀλίγην τινὰ σχολὴν ὁ βουνὸς ἐκεῖσε πρὸς τὸ φυλάττεσθαι πᾶσαν ἐπιβουλήν , τῷ διὰ |
ἔμεινεν . “ ἡ δέ φησι ” τὸν νεώνητόν τις καλεσάτω . “ μία οὖν καπριῶσα , τῶν ἄλλων μαχομένων | ||
Μενεξένῳ μὲν γὰρ δὴ πάντων μάλιστα ἑταῖρος ὢν τυγχάνει . καλεσάτω οὖν οὗτος αὐτόν , ἐὰν ἄρα μὴ προσίῃ αὐτός |
ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ | ||
. τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς |
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ | ||
αὐτὴν ὡς τὴν ἀρχὴν ἀπολελωκότα διαφθαρείη τε καὶ μαρανθείη . Ὁδ ' ἐφ ' ἥπατι κακῶς διατεθέντι λεγόμενος τεταρταῖος κατ |
, ἐν ᾧ Τρίτων κυπαρίσσινος , ἔχων κρατάνιον ἀργυροῦν , Σειρὴν ἀργυρᾶ , καρχήσια δύο ἀργυρᾶ , κύλιξ ἀργυρᾶ , | ||
τῇ νύμφῃ δύσπιστος ἀθύρματα . δάκρυ δ ' ἐκείνου καὶ Σειρὴν γείτων παρθένος ᾠκτίσατο : ἀκτὴν γὰρ κείνην ἀπενήχετο καὶ |
, χωρὶς δὲ τοῦ κατακολπίσαι ὁ περίπλους στάδια ͵δ . Μῆκος δὲ ἀπὸ Μαλέας ἕως Αἰγίου στάδια ͵αυʹ . Ἔχει | ||
χώρας τό τ ' ἐλάχιστον , καὶ τὸ μέγιστον . Μῆκος δὲ τὸ ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐπὶ τὴν ἕω : |
νῦν ὀργίζῃ ἐπὶ τῇ μητρί σου ἅπαξ με εὑρών ; Σχολαστικῷ πραγματευτὴς ἀπήγγειλεν , ὅτι τὸ χωρίον αὐτοῦ ὁ ποταμὸς | ||
Τοῦτο , εἶπε , ποιῶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν . Σχολαστικῷ υἱὸς ἐγεννήθη . πυνθανομένων δέ τινων αὐτοῦ , ποῖον |
, Δακτύλους κληθῆναι . Σοφοκλῆς δὲ αὐτοὺς Φρύγας καλεῖ ἐν Κωφοῖς Σατύροις . Δάκτυλοι Ἰδαῖοι : ἑκατέρους πέντε φασὶ τούτους | ||
, Δάκτυλοι κληθῆναι . Σοφοκλῆς δὲ αὐτοὺς Φρύγας καλεῖ ἐν Κωφοῖς Σατύροις . : Ἔτι δὲ Κρόνου τινὲς τοὺς Κορύβαντας |
τοῦ δ ' ἀναρίτου Ἴβυκος . καλεῖται δ ' ὁ ἀναρίτης καὶ ἀνάρτας . κοχλιῶδες δὲ ὂν τὸ ὄστρεον προσέχεται | ||
Ἡρώνδας δ ' ἐν Συνεργαζομέναις : προσφὺς ὅκως τις χοιράδων ἀναρίτης . Αἰσχύλος δ ' ἐν Πέρσαις τις ἀνηρει τοὺς |
τίς τέχνη ὑπόδημα βέλτιον ποιεῖ , μὴ εἰδότες ὑπόδημα ; Ἀδύνατον . Οὐδέ γε τίς τέχνη δακτυλίους βελτίους ποιεῖ , | ||
γνωστόν τε καὶ δοξαστὸν τὸ αὐτό ; ἢ ἀδύνατον ; Ἀδύνατον , ἔφη , ἐκ τῶν ὡμολογημένων : εἴπερ ἐπ |
, εἰ τὴν χρείαν ς ' ἀποβαλόντα τὴν τοῦ σκευαρίου ῥίψει ὡς κατεαγὸς πινάκιον ; ἀλλὰ γυνή μου ἐστὶ καὶ | ||
δὲ ἐπ ' αὐτοῖσι καὶ τάδε : ἀλύξει τε καὶ ῥίψει ἑωυτὴν ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε , καὶ λειποθυμήσει , καὶ |
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . . | ||
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν |
ὦνδρες , αὐτοὶ δὴ μόνοι λαβώμεθ ' οἱ γεωργοί . Χωρεῖ γέ τοι τὸ πρᾶγμα πολλῷ μᾶλλον , ὦνδρες , | ||
λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς εἰς ἐμβολήν . Ὃς |
ξιφίου . Ἕλκεϊ : τραύματι , τρώματι , νώτῳ . γόμφος : τὸ ξίφος , ῥίν . ἄρηρεν : ἥρμοσεν | ||
μεταδοῦναι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν . ἕστωρ : σφήν , ἔμβολος , γόμφος ἢ πρῶτος τύλος τοῦ ῥυμοῦ ἢ κοίλωμα ζυγοῦ , |
σύνεισιν ἡδέως . εἶτα τετράπους μοι , φησί , γένοιτο σκίμπους ἢ θρόνος , εἶτα δὴ τρίπους τις , εἶτα | ||
. ἀσκάντης : κλινίδιον εὐτελές , ὃ ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν σκίμπους ὀνομάζεται : Ἀριστοφάνης : ἔξει τὸν ἀσκάντην λαβών . |
φύγε . Ἰδών ποτ ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς . Ἰσχυρὸν ὁ νόμος ἐστίν , ἂν ἄρχοντ ' ἔχῃ . | ||
πνεύματος . Ὥσθ ' ὅταν ἐκραγῇ καθάπερ πληγὴν ἐποίησεν . Ἰσχυρὸν γὰρ τὸ ἀθρόον καὶ συνεχὲς ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν |
αὐτὴν ἐτίμησαν . Σοφοκλῆς δὲ ἐν Κωμικοῖς ὑπὸ Δαιδάλου ἀναιρεθέντα Πέρδικα εἶναι τοὔνομα φησί . Περιαγειρόμενος φύλλοις βάλλεται καὶ ἄνθεσιν | ||
κακῶν , ὅπως τῆς ῥίζης κοπείσης οἱ κλάδοι ξηρανθῶσιν . Πέρδικα δέ τις κυνηγέτης ἀγρεύσας ἔμελλεν αὐτὸς τοῦ καταθῦσαι ταύτην |
καὶ μαλακὰ καὶ παρθενωπά , τραχείαις δὲ συλλαβαῖς καὶ ἀντιτύποις ἀπέχθεταί που : τὸ δὲ θρασὺ πᾶν καὶ παρακεκινδυνευμένον δι | ||
ἐχθαίρεται ] ἐν σοὶ ὁρῶ μητέρα στεργομένην , αὕτη δὲ ἀπέχθεταί μοι . τῆς ὁμοσπόρου ] ἀπὸ κοινοῦ τὸ εἰς |
τέλος εἰς κάθαρσιν τῶν συγκομισθέντων πρὸς ἑτοιμοτέραν τροφῆς χρῆσιν . Κλέπτης δέ τίς ἐστι καὶ ὁ ἀνδραποδιστής , ἀλλὰ τοῦ | ||
Μισοῦντ ' ἐμίσει , καὶ σὺ τοῦτ ' ἠπίστασο . Κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς ηὑρέθης . Ἐν τοῖς δικασταῖς , |
καὶ Ἀρία . τὸ ἐθνικὸν Θρᾷξ καὶ Θρᾷσσα . καὶ Θρᾷττα ἀττικῶς , καὶ ἡ ἀπὸ Θρᾴκης δούλη καὶ εἶδος | ||
, κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . Μήτηρ τις αὐτῷ Θρᾷττα ταινιόπωλις ἦν . Τὸ δεῖν ' ἀκούεις ; Ἡράκλεις |
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα | ||
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον |
. γελῶ τὸ πρὸς τὸν Κύπριον ἐννοούμενος . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν | ||
πάλαι τηροῦντ ' ἐνεδρεύσας πάντ ' ἔχει . Χρυσίδα , Κορώνην , Ἀντίκυραν , Ἰσχάδα , καὶ Ναννάριον ἔσχηκας ὡραίαν |
ἀφ ' ὧν ὁ Φᾶσις ποταμὸς καταφέρεται : ὅπερ ἀγνοήσας Ἡγησίστρατος ὁ Ἐφέσιος Ἀμαραντίους ἀπέδωκε λειμῶνας τοῦ Φάσιδος διὰ τὸ | ||
ἐξ ὧν καταφέρεται ὁ Φᾶσις . ὅπερ ἀγνοήσας ὁ Ἐφέσιος Ἡγησίστρατος Ἀμαραντίους λιμένας ἀπέδωκεν τοῦ Φάσιδος διὰ τὸ εὐθαλεῖς εἶναι |
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ | ||
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς : |
τόποις , Λοκοξίτας τούτους καλῶν . . . , : Σαγγάριος , ποταμὸς Φρυγίας : ὁ δὲ Μυρλεανὸς Σάγγαρον αὐτὸν | ||
: διὰ γὰρ τοῦ παρακολουθοῦντος εὔχεται Ἀγαμέμνων Ἕκτορα ἀνελεῖν . Σαγγάριος ποταμὸς ἐν Φρυγίᾳ . Σάμος πόλις ἐν Κρήτῃ . |
πτέρυγι τῆς Παρθένου , ὡς ἡμιπήχιον ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ἡ Λύρα ἐν τέσσαρσι πεμπτημορίοις μιᾶς ὥρας . | ||
καὶ τοῦ Δελφῖνος ὁ ἡγούμενος τῶν ἐν τῇ οὐρᾷ . Ἀνατέλλει δὲ ὁ Κριὸς ἐν ὥρᾳ μιᾷ καὶ δυσὶ πεμπτημορίοις |
, τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε , πλεονασμῷ τοῦ α . . | ||
ὀξύτης . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε |
πολλῆς ἀξίους ἐμοί . κήδεος ὁ κηδεύσιμος καὶ ὑπὸ κηδεμονίαν πεπτωκώς : “ κήδεός ἐστι νέκυς . ” κηληθμῷ τῇ | ||
τρόπαια . ἀλλὰ τὸ μέγιστον αὐτοῦ τῶν τροπαίων Ἕκτωρ ἐστὶ πεπτωκώς . ἀκούσεται Πολυξένης τὰς Ἕκτορος νίκας διηγουμένης . ἀλλὰ |
τε Λυδίας ἔχει ποδήρεις τίς ποτ ' ἔσθ ' ὁ μουσόμαντις † ἄλλος ἀβρατοῦς ὃν σθένει † : ποδαπὸς ὁ | ||
. . . : τίς ποτ ' ἔσθ ' ὁ μουσόμαντις , ἄτοπος ὄρνις , ὀρειβάτης ; ] . . |
τοῦ η , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης , λίθος τίς ὄζησεν τεθυμιαμένος . Τὰ εἰς ζω λήγοντα ὑπεσταλμένον , πλὴν τοῦ | ||
ἐγώ σοι συγγενής , ὦ φαρμακέ ; λίθος τις ὤζησεν τεθυμιαμένος . ᾤμην δ ' ἔγωγε τὸν Κυκλοβόρον κατιέναι . |
, ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος | ||
ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ; |
οὐρανοῦ . . . . ἀμφιλύκη νύξ : λυκόφως , λύγη , καὶ τροπῇ τοῦ γ εἰς κ λύκη καὶ | ||
θαμά . πυκνά . ἐπηλυγισάμενος . ἐπισκιασάμενος , ἐπικρυψάμενος : λύγη γὰρ ἡ σκιά . κοινὰ τά γε φίλων . |
ἡ τούτου ἔφορος . πυππάξ . τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον , ὡς καὶ Λυκόφρων ᾠήθη . οὐκ ἔστι | ||
νόσου . ὑπερπυππάζειν : ὑπερθαυμάζειν , ἐκπλήττεσθαι . παρὰ τὸ πύππαξ , ὅ ἐστιν ἐπίρρημα θαυμασμοῦ . ὑποκαθεῖναι τὰς ὀφρῦς |
τ ' ἐκ νεὼς στείλωσι ναῦται καὶ θεοῖς εὐξώμεθα . χοὖτος τάχ ' ἂν φρόνησιν ἐν τούτῳ λάβοι λῴω τιν | ||
χορδαῖς δώδεχ ' ἁρμονίας ἔχων . ἀλλ ' οὖν ἔμοιγε χοὖτος ἦν ἀποχρῶν ἀνήρ : εἰ γάρ τι κἀξήμαρτεν , |
κατέχουσι , καθοπλίζονται . Πόρος : τὸ αἰδοῖον , καὶ ὀπὴ , ὁ αὐλίσκος : πόρος ἄρσενος τὸ αἰδοῖον , | ||
κλίμακα αὐτῷ κομίζουσι στενὴν καὶ ἐλαφράν . καταβάντι δέ ἐστιν ὀπὴ μεταξὺ τοῦ τε ἐδάφους καὶ τοῦ οἰκοδομήματος : σπιθαμῶν |
Σφὶγξ οὖσα ἐν τῇ ἀσπίδι . ἔξωθεν ] ἡ Σφὶγξ ἐζωγραφημένη . τῷ φέροντι ] αὐτήν . τῷ φέροντι ] | ||
τὸ γένος . πρὸ πόλεως ] ἡ ἐπάνω τῆς πόλεως ἐζωγραφημένη . πρὸ πόλεως ] ἐζωγραφημένη . πρὸ πόλεως ] |
καὶ ἅμα ἀναφωνεῖ τὸ μέλος ἐκεῖνο . ἡ γὰρ κιθάρα κρουομένη τοιοῦτον μέλος ποιεῖ , θρεττανελὸ θρεττανελό . τινὲς ἀγροικικὴν | ||
παρὰ τὰς προπόσεις μινυρίσματα , καὶ ἡ τοῖς ἐλεφαντίνοις δακτύλοις κρουομένη λύρα ἔρρει . κεῖται δὲ ἡ πάσαις μέλουσα Χάρισι |
προφέρει , παρὰ τυραννίδι , χὠπόταν ὁ λάβˈρος στρατός , χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι . χρὴ δὲ πρὸς θεὸν | ||
σφηκιὰν ἐκθύψομεν . σιγᾶτέ νυν : δόλον γὰρ ἐξεπίστασαι : χὤταν κελεύω , τοῖσιν ἀρχιτέκτοσιν πείθεσθ ' . ἐγὼ γὰρ |
ἅτε κυρήβι ' ἐσθίων . ὃς τὴν πίτυν ἔκαμπτεν ἑστὼς χαμάθεν ἄκρας τῆς κόμης καθέλκων . ἀλλ ' εἴσιθ ' | ||
οὖν , ὅτι δεῖ καὶ παρὰ τὸ χαμαίθεν [ ] χαμάθεν ἐν βραχεῖ τῷ α . ἀλλ ' ἐκεῖνο ἀληθές |
ὅλμον καὶ ὕπερον περιφέρειν ; ἄνθρωπε , ἄσκησον , εἰ γοργὸς εἶ , λοιδορούμενος ἀνέχεσθαι , ἀτιμασθεὶς μὴ ἀχθεσθῆναι . | ||
τοῦ μᾶλλον , ὃ δὴ πάλιν ἀνάλυσιν ἔχει εἰς τὸ γοργὸς μᾶλλον . παρὰ τοὺς ἵππους ἐμπεριεκτικόν τι ἀποτελεῖται , |
Ἀπολλόδωρος δ ' ἐν δευτέρῳ Χρονικῶν πόλιν λέγει αὐτὴν τὰ Ὕκκαρα . Μέμνηται τῆς λέξεως καὶ Θουκυδίδης . Ὕκκαρα δὲ | ||
στρατηγοὶ μετὰ τῆς τῶν Ἀθηναίων δυνάμεως παραπλεύσαντες εἰς Αἴγεσταν , Ὕκκαρα μὲν Σικελικὸν πολισμάτιον ἑλόντες ἐκ τῶν λαφύρων συνήγαγον ἑκατὸν |
' ἔχει , Ὑπερβίῳ δὲ Ζεὺς πατὴρ ἐπ ' ἀσπίδος σταδαῖος ἧσται , διὰ χερὸς βέλος φλέγων : κοὔπω τις | ||
γὰρ Ἱππομέδων ἔχει τὸν Τυφῶνα , τῷ Ὑπερβίῳ δὲ ἐγκεκόλαπται σταδαῖος καὶ στάσιμος , ὡς κατὰ σύστασιν μαχόμενος , ὁ |
ὄντας ἡμᾶς ὁ τρισκατάρατος οὑτοσὶ Παρρησιάδης ὕβρικεν ἤδη ἐρῶ . Ῥήτωρ γάρ τις , ὥς φασιν , ὤν , ἀπολιπὼν | ||
' εἶναι φλυαρίαν πρὸς ἐκεῖνον . φησὶ γοῦν οὑτωσὶ δυσχεραίνων Ῥήτωρ γάρ ἐστι νῦν τις ὧν γ ' ἐστὶν λέγειν |
ὑπῆρξεν . ὅθεν Ἀριστοφάνης πού φησιν : ὦ μιαρὲ καὶ Φρυνώνδα καὶ πονηρέ . Εὐρύβατοι δύο ἐγένοντο ἄμφω πονηροί , | ||
: καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ |
καί τι τοιοῦτον μέμνημαι ἰδὼν περὶ τὸ ἰατρεῖον θαμίζων . Ἧκέ τις ἀμίδα κομίζων , ἐν ᾗ φαιόν τε καὶ | ||
ἁνύσας τι ; Ταῦτ ' , ὦ δέσποθ ' . Ἧκέ νυν ταχύ . Ὦνδρες , τι πεισόμεσθα ; Νῦν |
καύματος ἀπαυδήσας δειελινὸς παρά τινι λίμνῃ ἐν τῇ δροσερᾷ βοτάνῃ κοιμησόμενος ἀνεκλίνθη . καὶ δὴ καὶ ὑπνώσαντος αὐτοῦ οἱ ἔγγιστα | ||
ψυχῆς ἐστι κεφαλή . ποιεῖ δὲ τοῦτο πρόφασιν μὲν ὡς κοιμησόμενος , τὸ δ ' ἀληθὲς ὡς ἀναπαυσόμενος ἐπὶ λόγῳ |
ἄμφωτον . Σιμάριστος δὲ παρὰ Κυπρίοις τὸ δίωτον ποτήριον . κύμβη κύλικος εἶδος ὃ Πάφιοι κύμβαν καλοῦσιν . κώθων Λακωνικὸν | ||
ποτήριον καὶ στενὸν τῷ σχήματι , παρόμοιον πλοίῳ ὃ καλεῖται κύμβη . καὶ Ἀναξανδρίδης ἐν Ἀγροίκοις : μεγάλ ' ἴσως |
πρίω μοι σελάχιον . τί δ ' ἢν λύκον ; κεκράξεται φράσει τε πρὸς τὸν αἰπόλον . Πλὴν ἅπαξ πότ | ||
τὸν Δία , οὑτοσὶ τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος τῶι τρόπωι |
ἀτρεκέως καταλέξω . Ἐπείτε γὰρ τάχιστά σε ἐπυθόμην ἐπὶ θάλασσαν καταβαίνοντα τὴν Ἑλληνίδα , βουλόμενός τοι δοῦναι ἐς τὸν πόλεμον | ||
συμβέβηκεν ἅπαντας ἐκ λεπτῶν νημάτων . ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ἐφ ' ἕκαστον ἀπὸ τῶν ἀτράκτων ; Ὁρῶ πάνυ |
ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ ἐστὶ λῶρος , ἢ ὅλως ὀγκοῦται καὶ φλεγμαίνει δίκην κίονος καὶ | ||
] κώπην εὐήρετμον ἀμφὶ σκαλμὸν ἐδέσμευε . τροπωτὴρ δὲ ὁ λῶρος ὁ δεσμεύων τὴν κώπην πρὸς τῷ σκαλμῷ . καὶ |
μελίαι τε θάρσει : μέγας σοι τοῦδ ' ἐγὼ φόβου μοχλός ναῦται δ ' ἐμηρύσαντο ναὸς ἰσχάδα χορὸς δ ' | ||
κλεῖν : ἄλλοι δέ : παρὰ τὸ μολῶ μολὸς καὶ μοχλός : ὡς Ὅμηρος , ὀχῆα λέγων τὸν μοχλόν . |
πυκινὰ φρεσὶ μήδε ' ἔχουσα , ἣ κεῖνον δύστηνον ἐῢ τρέφεν ἠδ ' ἀτίταλλε δεξαμένη χείρεσς ' , ὅτε μιν | ||
: κούρην ] δ ' [ ἐν ] μεγάροισιν ἐῢ τρέφεν ἠδ ' ἀτίταλλε [ δεξάμενος ] [ ] , |
βιοτὴ διὰ τοῦ ο μικροῦ γραφόμενον : τὸ χαίτη : βαίτη ἡ διφθέρα δαίτη : σεσημείωται διὰ τῆς αι διφθόγγου | ||
τρίτου τὸ αὐτὸ , πλὴν ὅτι ἡ μὲν σισύρα δοκεῖ βαίτη εἶναι ἐκ δερμάτων αἰγείων , ἡ δὲ χλαῖνα ἀπὸ |
κατελίπησαν αὐτῷ πάντα καταφαγόντι . . . . Δία ] Σύμμαχός φησιν ἐκτείνεσθαι τὸ α τοῦ Δία ἀττικῶς . εἴ | ||
“ πάλαι ποτ ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι ” . ὁ Σύμμαχός φησι : “ Νιτάριος πολὺς ἐπὶ μαλακίᾳ ὀνειδιζόμενος ἐν |
ψηφηφορεῖν [ ψηφοφορεῖν Γ ] οὖν μόνον τρεφόμενον . καὶ Χαῖρις δὲ τὸ κήθιον τρυβλίου τι εἶδος καὶ τὸ λαγαρίζειν | ||
γίνεσθαι , ὥστε ἀναίδειαν προστραπῆναι . καὶ οὐκ ἀπιθάνως ὁ Χαῖρις . οὐ πρέπει νῷν : οὐ προσῆκον οὐδὲ δίκαιον |
κομπάσματα : πόλις δ ' ἐν εὐδίᾳ τε καὶ κλυδωνίου πολλαῖσι πληγαῖς ἄντλον οὐκ ἐδέξατο . στέγει δὲ πύργος , | ||
ὅπως ἀστὴρ ἀπέσβη , πνεῦμ ' ἀφεὶς ἐς αἰθέρα . πολλαῖσι μορφαῖς οἱ θεοὶ σοφισμάτων σφάλλουσιν ἡμᾶς κρείσσονες πεφυκότες . |
τοὺς βρικέλους . οὕτω σταθερῶς τοῖς λωποδύταις ὁ πόρος πεινῶσι παφλάζει . ἐς Συρίαν δ ' ἐνθένδ ' ἀφικνεῖ μετέωρος | ||
ἔχει διαίρεσιν , τὴν εἰς τρίμετρον καταληκτικόν . ΓΘ ἀνὴρ παφλάζει : παφλάζειν τοῦ καχλάζειν διαφέρει . παφλάζειν μὲν ἐπὶ |
τὸν Ἡρακλέα νομίζουσι . καὶ αὐτοῖς ἕστηκεν Ἡρακλῆς ἐκ θεοπροπίου ἐπηρμένος τῷ νώτῳ τὸ ῥόπαλον ὡς κύριος ὢν καὶ τὸν | ||
οὖν ὅτι ὄντως δὴ ὁ Ζεὺς , καίπερ αὐθάδης καὶ ἐπηρμένος ὢν καὶ ὑπέρογκος , ἔσται ταπεινός . ἑτοιμάζεται γὰρ |
ναυαγῷ Ἀριστοφάνης ἔφη τί ὦ πονηρέ μ ' ἐξορίζεις ὥσπερ κλιντήριον ; μέρη δὲ κλίνης ἐνήλατον καὶ ἐπίκλιντρον , ὑπὸ | ||
. τί , ὦ πονηρέ , μ ' ἐκκορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; ἐγὼ γάρ , εἴ τί ς ' ἠδίκηκ |
ἐὰν ἥλιοι συνεπιλάμψωσιν ὡς ἐξ ἀμφοῖν γινομένης τῆς μεταστάσεως . Ἐνιαχοῦ γὰρ ἔν τισι τόποις ἑλώδεσιν ὅλως τοῦτο συμβαίνει καὶ | ||
. Συμβαίνει δὲ καὶ αὐτὸ τοῦτο παρ ' ἄλλοις . Ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ὑπ ' αὐτοὺς τοὺς ἐτησίας ἀντίπνοιαι γίνονται |
κύημα , τρόφιμον , βιώσιμον . τὸ δὲ κύημα καὶ κύος Ἀριστοφάνης κέκληκεν : ἥτις κύους ' ἐφάνη κύος τοσουτονί | ||
τὸν Πειραῐᾶ δὲ μὴ κεναγγίαν ἄγειν ἥτις κυοῦς ' ἐφάνη κύος τοσουτονί ὀξυγλύκειάν τἄρα κοκκιεῖς ῥόαν . τὸ παραπέτασμα τὸ |
' ἀναιδείᾳ παρέλθῃ ς ' , ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς . Τουτονὶ τὸν ἄνδρ ' ἐγὼ ' νδείκνυμι , καὶ φήμ | ||
ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι , διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας . Τουτονὶ δεῖ μαθεῖν ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὸν |
κατὰ τοὺς Δελφοὺς , ἔνθα γῆς ὀμφαλὸς λέγεται . τίς ἐλεήσει αὐτὸν , ὦ Ζεῦ : τί : οὗτος γὰρ | ||
: ” τίς σε , ὦ τέκνον , τῶν θεῶν ἐλεήσει ; τίνος γὰρ κρέας ὑπὸ σοῦ γε οὐκ ἐκλάπη |
κοῦφα τίταινον ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη | ||
ὡς ἕβδομος ἑβδόματος , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ θηλυκὸν ἑβδομάτη ἑνδεκάτη . ὅτι δὲ ἐκ παραθέσεων δύο ἓν γίνεται |
δὲ οἱ ἀθληταὶ πένταθλον καὶ ἑτέρους ἄθλους . ὁ δὲ πένταθλος ἦν πυγμή , δρόμος , * δίαλμα * , | ||
εἴπομεν , υἱὸς ἦν Ἀφροδίτης καὶ Ποσειδῶνος - παλαιστὴς καὶ πένταθλος . καὶ στρέψας φύλλον μάνθανε . Ἔρυκα δὲ ἐκάλεσαν |
διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς | ||
ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν |
στίλβω στιλπνός , ὡς τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς | ||
στρεβλός : ὁ διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς , ἀλλ ' οὐχὶ στραβός . σφαιρομαχεῖν : τὸ τὰς σφαῖρας περιδονούμενον διαμάχεσθαι . |
δευτέρῳ . . , : Ἐκαλεῖτο δὲ καὶ λαμπτὴρ ὁ λυχνοῦχος . Ἐν γοῦν τῷ δευτέρῳ τῶν Φιλίστου βιβλίων εἴρηται | ||
Αἴσωπος . λυχνίον : οἱ ἀμαθεῖς λυχνίαν αὐτὸ καλοῦσιν . λυχνοῦχος , λαμπτήρ , φανός διαφέρει . λυχνοῦχος μέν ἐστι |
παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . . | ||
τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι |
, τὰ δέ γε τῆς στολῆς λευκὸν χιτῶνα ἔζωσται λεοντῆν ἐξηρτημένος καὶ κρηπῖδα ἐνῆπται , ἀκοντίῳ τε ἐπερείσας ἑαυτὸν ἕστηκε | ||
] τῶν ἀδελφῶν . οὑφ ' ἡμῖν ] ἐξημμένος , ἐξηρτημένος καὶ ἐνιστάμενος . ἰὼ ἰὼ ] φεῦ . κακὰ |
Τροίαν στρατεύεσθαι , ὑπεκρίθη μαίνεσθαι ζεύξας βοῦν σὺν ὄνῳ καὶ ἀροτριῶν . ἀναγκαζομένων τῶν Ἑλλήνων Παλαμήδης λαβὼν τὸν υἱὸν Τηλέμαχον | ||
ἀπολέσασα καθ ' ἡμέραν πρὸς τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἔκλαιεν . ἀροτριῶν δέ τις σύνεγγυς ἐπεθύμησε μετ ' αὐτῆς συγγενέσθαι . |
' ὀβολοὺς μισθὸν φέρων . Ἱεροὺς Ἀφροδίτης χρυσόφρυς Κυθηρίας . Κύαθον ἐπριάμην παρὰ Δαισίου . Τροχιλίαισι ταῦτα καὶ τοπείοις ἱστᾶσιν | ||
' ἐν τῇ ἐνάτῃ τῶν ἱστοριῶν καὶ ποταμόν τινα ἀναγράφει Κύαθον καλούμενον περὶ Ἀρσινόην πόλιν Αἰτωλίας . τῷ δὲ ἀκρατέστερον |
. ἢ καὶ ὡς ἀλεξίκακον Ἡρακλέα καλεῖ . μ ' ὦνθρωπε : εὐλαβεῖται δὲ καταφανὴς γενέσθαι ὁ Διόνυσος . τοῦτό | ||
' , ἀδικεῖς ἐμποδὼν καθήμενος . Οὐδὲν δεόμεθ ' , ὦνθρωπε , τῆς σῆς μορμόνος . Οὐδ ' οἵδε γ |
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει | ||
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν |
ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται | ||
ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ |
τὸ ἀκρωτήριον . τὸ δὲ ἑξῆς : ἔνθα Λαμπέτης Ἱππωνίου πρηῶνος κέρας σκληρὸν εἰς Τηθὺν νένευκεν ἤγουν εἰς τὴν θάλασσαν | ||
ἔχων μέρος τοῦ τείχους αὐτῆς : τὰ γοῦν ὄπισθεν τοῦ πρηῶνος κτήματα ἔτι νυνὶ λέγεται ἐν τῇ Ὀπισθολεπρίᾳ : Τραχεῖα |
Μέμνηται αὐτῆς Σοφοκλῆς . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . Μέμνηται αὐτοῦ | ||
φυλάξει . . : Ἄειδε τὰ Τέλληνος : οὗτος ὁ Τέλλην ἐγένετο αὐλητὴς καὶ μελῶν ἀνυποτάκτων ποιητής . μέμνηται αὐτοῦ |
[ ! ! ! ! ! ] ? [ καὶ χερνίβ [ ] [ ἐῶ ? ? δελα [ ! | ||
ἀνέγνωσται χερνίβα : παρ ' Εὐριπίδῃ ἐν Ἡρακλεῖ : εἰς χερνίβ ' ὡς βάψειεν Ἀλκμήνης γόνος . ἀλλὰ καὶ παρ |
βασιλικαὶ καὶ διαχωρητικαὶ καὶ κοῦφαι καὶ τρόφιμοι , αἱ δὲ ποτάμιαι γλυκύτεραι . οἱ δὲ μύες μέσως τρόφιμοι , διαχωρητικοί | ||
' ἐν ἀμμώδεσι χωρίοις καὶ κυμαίνουσιν αἰγιαλοῖς . αἱ δὲ ποτάμιαι μείζους καὶ πολυ - χυμότεραι , ὡς αἱ ἐν |
Γάρ . μανικὸν : Ἄγριον . . ἀσυμπαθές . . τραγῳδικὸν : Δαιμονικόν . . θρηνῶδες . . ἀλλ ' | ||
πολλοῖς τῶν λογοποιῶν , ὡς ἐξετάζων εὑρήσεις . 〛 〚 τραγῳδικὸν : Θρηνῶδες , καὶ οἷον ἐν ταῖς τραγῳδίαις οἱ |
καὶ πολλῶν ὕπερ : ἧι παῖς μὲν ἀμφὶ μνῆμ ' Ἀχιλλείου τάφου λάθραι τέθνηκε τλημόνως Πολυξένη : φροῦδος δὲ Πρίαμος | ||
κατ ' ἄκρα Νηρῆιδες ἕστασαν θεαί , πρύμναις σῆμ ' Ἀχιλλείου στρατοῦ . Ἀργείων δὲ ταῖσδ ' ἰσήρετμοι νᾶες ἕστασαν |
Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν , ἔκοψεν . Οἰκτρόν : ἐλεεινὸν , ἐλέους ἄξιον | ||
τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν . ἀμάλη γὰρ λέγεται τὸ χερόβολον τῶν ἀσταχύων . |
φορμίδος : φορμὶς κυρίως ἡ ψίαθος , νῦν δὲ ἡ σπυρίς . ὡς τῶν ἄλλων ποιητῶν διὰ ψυχρότητα ποιήσεως διὰ | ||
σπυρίχνιον ἢ φερνίον : ἐκαλεῖτο δ ' οὕτως ἡ ἰχθυηρὰ σπυρίς . οἱ δὲ οἰνοχόοι τὰ ἐκπώματα ἐκπλυνόντων τε καὶ |
μὲν ἄλλα πάντα ὁμοίως ἔχουσιν αἵ τε ἀπροσδιόριστοι καὶ αἱ προσδιωρισμέναι : κατὰ τοῦτο δὲ μόνον διαλλάττουσιν ὅτι ἐπὶ μὲν | ||
ἐν τῇ θεωρίᾳ ὅτι δια - φοράν τινα ἔχουσιν αἱ προσδιωρισμέναι προτάσεις πρὸς τὰς ἀπροσδιορίστους . ἐπὶ γὰρ τῶν ἀπροσδιορίστων |
παρὰ τὸ † βέλος βέλεμος , ὡς ἔχω Ἔχεμος καὶ Τήλεμος , τὸ οὐδέτερον βέλεμον , πλεονασμῷ τοῦ ν βέλεμνα | ||
ἦν δὲ Κύπριος ὁ Τήλεμος . αὐτὰρ ὁ μάντις ὁ Τήλεμος : ὁ μάντις , ὅς μοι εἴρηκε τυφλωθῆναι , |
μὴ ἐλεούμενοι ὑπ ' αὐτῶν τετυφλωμένων ὄντων καὶ ἀσυνέτων . Ἄνθρωπος δέ τις δεῖπνον παρετοιμάζει εἰς τὸ καλέσαι φίλον αὐτοῦ | ||
ἠρώτα τὸν Δημώνακτα , τίς ὢν χλευάζοι τὰ αὐτοῦ : Ἄνθρωπος , ἔφη , οὐκ εὐαπάτητα ἔχων τὰ ὦτα . |
, Νῆφος Πραξιθέας , Λυσίππης Ἐράσιππος , Λυκοῦργος Τοξικράτης , Βουκόλος Μάρσης , Λεύκιππος Εὐρυτέλης , Ἱπποκράτης Ἱππόζυγος . οὗτοι | ||
τὸ ἄννεμε ἀντὶ τοῦ ἀνάγνωθι : καὶ ἀννείμῃ Δωριστὶ ὁ Βουκόλος . Τοῦ τρίτου εἴδους ἡ στροφὴ καὶ ἀντίστροφος κώλων |
ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ | ||
πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ |
προσκρουσμός . ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] | ||
πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . θ ὀφέλλεται ] αὐξάνει . ὀφέλλεται |
τὰ ποτήρι ' , οὐ τὸν οἶνον πιόμενοι . Σωσικράτης Φιλαδέλφοις : λεπτὴ δὲ κυρτοῖς ἐγγελῶσα κύμασιν αὔρα , κόρη | ||
ὀνόματι : καίτοι καὶ τὴν μυιοσόβην ἔν τε ταῖς Μενάνδρου Φιλαδέλφοις ἔστιν εὑρεῖν καὶ ἐν Ἀναξίππου Κιθαρῳδῷ , μυιοσόβην λαβὼν |
ἐπὶ τῶν ἀνδρείων : Εὐπαλάμῳ γὰρ ἐγένοντο παῖδες Δαίδαλος καὶ Πέρδιξ : ἧς υἱὸς Κάλλως . ᾧ φθονήσας ὁ Δαίδαλος | ||
ἔῤῥιψεν αὐτὸν κατὰ τῆς ἀκροπόλεως : ἐφ ' ᾧ ἡ Πέρδιξ ἑαυτὴν ἀνήρτησεν : Ἀθηναῖοι δὲ αὐτὴν ἐτίμησαν . Σοφοκλῆς |
καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν | ||
δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος |
' ἐπιπείθεο μύθῳ : ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι . τὸν δ ' ἄρ ' | ||
γῆρας κατείληφέ σε , ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων , βραδέες δέ τοι ἵπποι , ἐς τοὺς πόδας τοῦτο ἀποσκώπτων |
. . . ἀσφάραγος : ὁ λαιμός : παρὰ τὸ σφαραγεῖν , ὅ ἐστιν ἠχεῖν : δι ' αὐτοῦ γὰρ | ||
καὶ πάλιν : ἐρισφάραγος πόσις Ἥρης ἔσται . παρὰ τὸ σφαραγεῖν , ὅ ἐστιν ἠχεῖν : δι ' αὐτοῦ γὰρ |
κράτος κάρτος . καλεῖται δὲ καὶ ἐναλλαγὴ καὶ ὑπέρθεσις . Μετάληψις δέ ἐστι στοιχείων μετακίνησις ἐπ ' ἀντίστοιχον ἄλλο , | ||
ἁπλουστέρας τε καὶ ταῖς λογικαῖς ἃς ἔτι μελετῶμεν ᾠκειωμένης . Μετάληψις τοίνυν ἐστὶ στάσις πολιτικοῦ πράγματος τῶν ἐπὶ μέρους , |
τῶν πραγμάτων σπουδάζουσι διὰ τοῦ ψεύδους συγκαλύψαι τὴν ἧτταν . Τράγος δὲ πάλαι διψήσας ἐν τῷ θέρει κάτω κατῆλθε πιεῖν | ||
ὀξυθυμότεροι . Αὐχμοῦ ἐπὶ γῆς , οἰωνῶν γένος εὐθηνεῖ . Τράγος , ὁκότερος ἂν φανῇ ἔξω ὄρχις , δεξιὸς , |
τρύπημα , ὡς δοκεῖν εἶναι τηλία , σανὶς ἡ λεγομένη κάρδοπος : τηλία δὲ ἡ σηλία , ὥσπερ τὸ σήμερον | ||
βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα , δοῖδυξ ὁ καὶ ἀλετρίβανος |
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν | ||
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ |
ἐνεδρευτικὸς ῥᾳδιουργὸς ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος | ||
, ἐς μέρη πολλὰ διασπώμενος ὑπὸ τῆς δυσχωρίας , ὡς εὐεπιχείρητος ἄν , εἴ τις ᾔσθετο , γενέσθαι . περὶ |
† αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί . | ||
† αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί . |
ἡ Λυδὴ λίθος οὐ γάρ τι θεσμὰ τοῖσιν ἀστίταις πρέπει βοτῆρα νικᾶν ἄνδρας ἀστίτας . τί γάρ ; στείχων δ | ||
τοσοῦτον τῷ μήκει ῥάδικα ὅσον βακτηρίαν . τινές φασιν οἷον βοτῆρα , τουτέστι ποιμενικὴν ῥάβδον μεθ ' ἧς βόσκουσι . |