τῇ προαιρέσει , ὥστε πραχθῆναι . ἐπεὶ τοίνυν τὸ προαιρετὸν βουλευτόν ἐστιν , ὀρεκτὸν τῶν ἐφ ' ἡμῖν δηλονότι , | ||
βουλευτά . οὐ γὰρ περὶ πάντων βουλεύονται οὐδὲ πᾶν ὁτιοῦν βουλευτόν . πρῶτον δὲ τίθεται βουλευτὸν εἶναι οὐ περὶ οὗ |
. Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔνεστ ' ἰδεῖν . Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν . Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες | ||
. Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ ' ἰδεῖν . Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν . Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν |
εἰρημένων ἐπὶ τὰς παραπλησίους δυνάμεις μεταβαίνειν εὐχερῶς τις δυνήσεται . Εἴπωμεν δὲ λοιπὸν καὶ ὅσα τῶν βοηθημάτων ἴσμεν ἐκ τῆς | ||
, τἆλλα δὲ τοῦ ἑνός , τί χρὴ εἶναι . Εἴπωμεν γὰρ οὖν . Οὐκοῦν ἓν μὲν οὐκ ἔσται τἆλλα |
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . ΚΥΑΘΙΣ , κοτυλῶδες ἀγγεῖον . Σώφρων | ||
, κάδοι , ὁλκεῖα , κρουνεῖ ' . ἔστι γὰρ κρουνεῖα ; ναί . λουτήριἀλλὰ ' τί καθ ' ἕκαστα |
στοιχείῳ ; ἕξ : ὄνομα : σχῆμα . χαρακτήρ . Θέσις : ἐκφώνησις καὶ δύναμις . ὄνομα μὲν ὡς ὅταν | ||
τί ἐστι θέσις , εἰπόντες τότε τῆς διαιρέσεως ἁψόμεθα . Θέσις τοίνυν ἐστὶ πρᾶγμα λογικὴν ἐπίσκεψιν ἐπιδεχόμενον ἄνευ προσώπων ὡρισμένων |
ἄρα ὁ ζθ τῷ κξ ἐστιν ἴσος . ὁ δὲ κξ ἀπεδείχθη τῷ ε ἴσος : καὶ ὁ ζθ ἄρα | ||
δγ ἑκάτερος τῶν λμ , μν : ὅλος ἄρα ὁ κξ ἴσος ἐστὶ τῷ ε . καὶ ἐπεὶ ὁ βδ |
: ] καὶ τὰ πλεῖστα ἃ καὶ τῇ ἀκολασίᾳ . Ἀδικία δέ ἐστι κακία ψυχῆς καθ ' ἣν πλεονεκτικοὶ γίνονται | ||
ἐν ἀκαρεῖ αὖθις ἀναλύεται . ἡ Ἀμαθία δὲ καὶ ἡ Ἀδικία ἐπιγελῶσιν , ὁρῶσαι ἀνεξέργαστον ἡμῖν τὸ ἔργον καὶ ἀνήνυτον |
ψυχῇ καὶ ἄνευ φωνῆς λέγομεν . εἰ γάρ τις ἀληθῶς δοξάζοι τὸ καθῆσθαί τινα , ἀναστάντος αὐτοῦ ψευδῶς ὁ αὐτὸς | ||
ἄφθαρτον ἄρα καὶ ἀνώλεθρον τὸ πᾶν . εἰ δὲ καὶ δοξάζοι τις αὐτὸ φθείρεσθαι , ἤτοι ὑπό τινος τῶν ἔξω |
ὅτι τὸ Δ μέσον ἐστὶ τοῦ Θ καὶ Τ . Ὄγδοος ἀπὸ τοῦ ὀκτώ : καὶ ὤφειλεν εἶναι ὄκτοος : | ||
καὶ θέσεων ταῦτα κατανοῆσαι , ἀγνοεῖται ἡ φύσις αὐτῶν . Ὄγδοος ὁ παρὰ τὰς ποσότητας αὐτῶν ἢ θερμότητας ἢ ψυχρότητας |
ἐστι ῥῆμα , ἀφ ' οὗ τὸ ἔρρωμαι , παράγωγον ῥώζω , καὶ μεταθέσει τοῦ ζ εἰς δ ῥωδῶ , | ||
χαδῶ : ἔνθεν τὸ κεχανδότα , πλεονασμῷ τοῦ ν . ῥώζω οὖν ῥώδω , καὶ μετὰ τῆς α στερήσεως , |
ἐστι καὶ τὸ εἰδέναι τὸ αἴτιον τοῦ τί ἐστι : λείποι γὰρ ἂν αὐτῇ τὸ οἷόν τε διὰ συλλογισμοῦ τὸ | ||
εἰν ἐριθηλέι κήπῳ . εἰ δὲ Σεληναίης ἐνὶ Παρθένῳ οἰχνευούσης λείποι οἶκον ἄνακτος , ἕλοις κέ μιν ἐν πολέεσσιν ἤμασι |
ἀμφιβάλλεται ἡ ἡμέρα τῆϲ ἀρχῆϲ τοῦ νοϲήματοϲ καὶ μηδεμιᾶϲ προδήλου προγεγενημένηϲ ἐξαίφνηϲ ἐγένετο κρίϲιϲ , πῶϲ δεῖ ἐξευρεῖν τὸ ἀμφιβαλλόμενον | ||
αἴτιοι γεγόναϲι τῷ κάμνοντι . προϲήκει τοίνυν ἐπανερωτᾶν περὶ τῆϲ προγεγενημένηϲ διαίτηϲ , καταμανθάνειν δὲ ἀκριβῶϲ καὶ τὸ εἶδοϲ τῆϲ |
πρὸς ΖΑ ὁ τοῦ ὑπὸ ΜΛΝ ἐστι πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΖΑ . ὡς ἄρα ἡ ΘΖ πρὸς ΖΑ , οὕτως | ||
ὑπὸ ΛΖΑ , οὕτως τὸ ὑπὸ ΘΖΛ πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΖΑ . ἴσον ἄρα ἐστὶ τὸ ὑπὸ ΜΛΝ τῷ ὑπὸ |
Ἰωνικὸν ἀπ ' ἐλάσσονος τρίμετρον καταληκτικόν . τὸ εʹ Σαπφικὸν ἑνδεκασύλλαβον . τὸ Ϛʹ Ἰωνικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον . τὸ ζʹ | ||
τὰ πυκνότατα παραθησόμεθα . Ἐπιχοριαμβικὸν μὲν οὖν τὸ Σαπφικὸν καλούμενον ἑνδεκασύλλαβον , οἷον Ποικιλόθρον ' ἀθανάτ ' Ἀφρόδιτα : τοῦτο |
προσείποι τὴν ἡμέραν ; ἦν δέ , ὦ βασιλεῦ , μαινομένης πόλεως , τὸ δ ' ἐκβάλλον τοῦ φρονεῖν ἦν | ||
τὰ ἄμικτα λύκους τοὺς ἀετοὺς πτερωτοὺς λέγων κατὰ μίμησιν τῆς μαινομένης Κασσάνδρας . πτηνοὺς ὅτι μετὰ πλοίων αὐτὴν ἁρπάσαντες ἔφυγον |
πεπρωμένης ἐν πᾶσι νικῴη , ἀφαιρεθείη δὲ τῶν ἀνθρώπων τὸ προαιρετὸν καὶ ἑκούσιον , παραινέσεις μὲν ἁπάσας καὶ τέχνας καὶ | ||
καὶ ἐν τοῖς Ἀναλυτικοῖς . τὸ δὲ βουλευτὸν καὶ τὸ προαιρετὸν ἁπλῶς μὲν οὖν οὐκ ἔστι ταὐτόν : γενικώτερον γάρ |
μέσον εὔτονον , διὸ πρίνινον τὸν γύην . ἐλύματι : ἔλυμα μέρος τι τοῦ ἀρότρου ἐν τῷ μέσῳ ἔνθα συμβάλλεται | ||
. δάφνης δ ' ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες . δρυὸς ἔλυμα , πρίνου δὲ γύην . βόε δ ' ἐνναετήρω |
διαχωρέει δὲ ἧσσον . Αὐτῶν δὲ τῶν ἄρτων ὁ μὲν ζυμίτης κοῦφος καὶ διαχωρέει : καὶ κοῦφος μέν ἐστιν , | ||
διὰ τὸ ἰσχυρόν . ἔστω δὲ καὶ ἕωλος μᾶλλον καὶ ζυμίτης : ἀποβρεχέσθω δ ' ὕδατι θερμῷ ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ |
τοῖς Ἕλλησιν . ἄτοπα . ἄτοπα νῦν ἃ μὴ ἔστι τοπάσαι , ὅ ἐστιν ὑπονοῆσαι , σημαίνει δὲ καὶ κακὸν | ||
. ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται . Κεραμεικοὶ |
ἔδει , καὶ μὴ δύναμιν οὖσαν τοσαύτην ἄγονον εἶναι . Κρεῖττον δὲ οὐχ οἷόν τε ἦν εἶναι οὐδ ' ἐνταῦθα | ||
ἥτις καὶ Καλαμίνθη , πόλις Λιβύης . Ἑκαταῖος Περιηγήσει . Κρεῖττον οὖν ὡς Ἡρόδοτος [ Ἡρόδωρος ? ] διὰ τοῦ |
' ὅλου σκαλεύει καὶ τὰ κεκρυμμένα ἐρευνᾷ . Ψιλοῦσθαι καὶ πιττοῦσθαι βλάβας καὶ ζημίας σημαίνει . Ἔτι καὶ τοῦτο . | ||
, ἄφελε , τὸ μύρῳ χρίεσθαι τὰς πολιὰς καὶ τὸ πιττοῦσθαι μόνα ἐκεῖνα . εἰ μὲν γὰρ νόσος τις ἐπείγει |
. ἀϊστῶσαι : ἀπὸ τοῦ ἀϊστῶ , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀφανίζω , τοῦτο ἀϊστώσειαν , ὥσπερ τύψειαν : τὰ γὰρ | ||
κέρμα ἀργύριον καὶ χρυσίον . . καταλύσεις : Καταλύω τὸ ἀφανίζω , καὶ διαλύω , ὃ καὶ μεταβαίνει συντασσόμενον μετὰ |
δεύτερον δέ , δεύτερόν με ἀπολέσας οὐ μετὰ καμάτου . μισόθεον ] ἄθεον , θεοστυγές . καρτάναι ] ἀντὶ τοῦ | ||
λέγω σοι : καὶ τάδ ' οὐκ ἐρεῖς ψύθη . μισόθεον μὲν οὖν : πολλὰ συνίστορα , αὐτόφονα , † |
γλαυκώϲεωϲ Δημοϲθένουϲ . γλαύκωϲιϲ λέγεται διττῶϲ : ἡ μὲν γὰρ κυρίωϲ γλαύκωϲιϲ μεταβολή ἐϲτι πρὸϲ τὸ γλαυκὸν καὶ ξηρότηϲ καὶ | ||
καὶ ἡ Ἔϲδρα ἀντίδοτοϲ οὐδὲν ἧττον τῶν εἰρημένων . Ἡ κυρίωϲ πλευρῖτιϲ φλεγμονὴ τοῦ τὰϲ πλευρὰϲ ὑπεζωκότοϲ ὑμένοϲ ἐϲτίν , |
ἀριθμὸς ὁ [ οἷον ] [ ὁ ] Ὅμηρος . δυϊκὸς [ τί ] ἐστιν ? ; ἀριθμὸς [ ] | ||
; Ἀλλ ' οὐκ ἔστιν ὅμοια : ὁ μὲν γὰρ δυϊκὸς ὡς κύριον ὄνομα κατὰ τοῦ δύο ἐτάχθη , ὁ |
καὶ περὶ σῶμα ὡσαύτως . Ἀλλὰ πῶς δυνάμεις πᾶσαι ; Κάλλος μὲν γὰρ ἔστω καὶ ὑγίεια ἑκατέρα , αἶσχος δὲ | ||
δέ ἐστιν ἡ ἰδιοπραγία τῶν τῆς ψυχῆς μορίων . θʹ Κάλλος δὲ τότ ' ἦν ἰδεῖν λαμπρόν Πανταχοῦ ὁ Πλάτων |
τίς τέχνη ὑπόδημα βέλτιον ποιεῖ , μὴ εἰδότες ὑπόδημα ; Ἀδύνατον . Οὐδέ γε τίς τέχνη δακτυλίους βελτίους ποιεῖ , | ||
γνωστόν τε καὶ δοξαστὸν τὸ αὐτό ; ἢ ἀδύνατον ; Ἀδύνατον , ἔφη , ἐκ τῶν ὡμολογημένων : εἴπερ ἐπ |
τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς ἅλλεσθαι ἐν αὐτῷ | ||
ὡς ναός ναυός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ , γίνεται γαῖος , καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς |
μνημονευσάντων ἐνδόξων προσώπων ὡς ἀληθῆ τιμώμενα . Ὅρος σαφηνείας . Σαφήνειά ἐστιν ἡ ἐναργὴς τῶν πραγμάτων διδασκαλία μηδὲν ἐξ ἑρμηνείας | ||
μνημονευσάντων ἐνδόξων προσώπων ὡς ἀληθῆ τιμώμενα . Ὅρος σαφηνείας . Σαφήνειά ἐστιν ἡ ἐναργὴς τῶν πραγμάτων διδασκαλία μηδὲν ἐξ ἑρμηνείας |
. Οὐδ ' ἄρ ' ἀπὸ τῆς τρίποδός πω τὸ ὀκτώπουν χωρίον γίγνεται . Οὐ δῆτα . Ἀλλ ' ἀπὸ | ||
ἤ τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ |
τὸν πατέρα κολάζειν , ὅπου , ἀφ ' οὗ . ἀπέσχισάς ] ἔκοψας . μέτειμι ] ἐπανέλθω . παῖδά ] | ||
καὶ νῦν φρόντιζε . ἀντὶ τοῦ ” βλαβῆναι “ . ἀπέσχισάς με ] ἐκώλυσας , ἐχώρισας . παρὰ τὰ ἐξ |
μὲν λέγουσι τὰ γεγονότα . ἐνδύματα ἀμόργινα . ἔστι δὲ ἄμοργις καὶ ἡ τοῦ ἐλαίου ὑποστάθμη καὶ ἡ τοῦ οἴνου | ||
. τῆς ἀμόργιδος : Τῆς λινοκαλάμης . ἔστι δὲ ἡ ἄμοργις ὅμοιον ἀλεπίστῳ λίνῳ . περιλεπίζουσι δὲ αὐτὸ καὶ ἐργάζονται |
δὲ οἶμαι . Θ . 〚 ὠὸπ , ὂπ , ὠὸπ , ὂπ : Εἴσθεσις μέλους χοροῦ μονοστροφική : ἧς | ||
. ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὠόπ . τὸ |
φύλλων ἴσα . Ἀπόστημά ἐστι φθορὰ καὶ μεταβολὴ σαρκῶν ἤτοι σαρκωδῶν , οἷον μυῶν , νεύρων , φλεβῶν , ἀρτηριῶν | ||
συνδέσμων τε καὶ τενόντων , ἐπὶ μέντοι σπληνὸς ἢ τῶν σαρκωδῶν μορίων τοῦ μυὸς σκιρρουμένων ἀκίνδυνος ἡ χρῆσις . ὥσπερ |
παπτανέουσι . καὶ † ἀποπτανέουσι , . . . . ἀποδρᾶν : δρῶ , τὸ ὑπηρετῶ , ὅθεν καὶ δρηστῆρες | ||
, τὸ ὑπηρετῶ , ὅθεν καὶ δρηστῆρες . τὸ οὖν ἀποδρᾶν ἐστι τὸ ἔξω γενέσθαι τῆς ὑπηρεσίας τοῦ δεσπότου . |
, χωρὶς δὲ τοῦ κατακολπίσαι ὁ περίπλους στάδια ͵δ . Μῆκος δὲ ἀπὸ Μαλέας ἕως Αἰγίου στάδια ͵αυʹ . Ἔχει | ||
χώρας τό τ ' ἐλάχιστον , καὶ τὸ μέγιστον . Μῆκος δὲ τὸ ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ἐπὶ τὴν ἕω : |
: ὥστε καὶ τὴν αεʹ : τοῦ ἄρα ἡλίου τὴν αεʹ περιφέρειαν διαπορευομένου ἐν τῷ ὑπὸ γῆν , τὸ βʹ | ||
ἐν τῷ ὑπὸ γῆν αὐτὴν διελεύσεται : ὥστε καὶ τὴν αεʹ : τοῦ ἄρα ἡλίου τὴν αεʹ περιφέρειαν διαπορευομένου ἐν |
σειρὰ ὁ δεσμὸς τοῦ ἵππου λέγεται , ἀφ ' οὗ σειραφόρος ὁ ἵππος ὁ φέρων τὴν σειράν . φεύγεις ] | ||
, ὅσπερ οὐχ ἑκὼν ἔπλει , ζευχθεὶς ἑτοῖμος ἦν ἐμοὶ σειραφόρος , εἴτ ' οὖν θανόντος εἴτε καὶ ζῶντος πέρι |
] μετερχόμεναι λάχη ὑπὲρ ὧν οὐ τιμώμεθα ὑπὸ θεῶν . λάχη ] ἀφωρισμένα τῶν θεῶν τῶι προσόντι αὐτοῖς σκότει . | ||
δὲ τρίμετρα , ὧν τελευταῖον μικτος αὔων βροτούς . γιγνομέναισι λάχη ] ὁ παρὼν χορὸς συνέστηκεν ἐκ κώλων χοριαμβικῶν νβʹ |
οἷον φύσις καὶ ψυχή , οὐδὲν δὲ ὑπὸ τοῦ φύσει σῴζοντος φθείρε - ται : εἰ δὲ ὑπὸ σώματος , | ||
: ἐξηπάτηκεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον , ὅταν ὑπὸ τοῦ σῴζοντος ἀπατηθῇ τὸ σῳζόμενον . Χάρητος ὑποσχέσεις : Χάρης στρατηγὸς |
οἰκῶν τῶν ἀγρῶν . ἀλλ ' εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον . ἀλλ ' οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν | ||
, ὅπερ οὕτως ἔχει τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην . τοὐξημβλωμένον ] τὸ ἀπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον . ἀλλ ' οὐ |
ξύλινον , γεγένηται τοὔνομα . Ἀριστοφάνης Ἱππεῦσιν εἰ προσκαθέλοι με τοὐλεόν . Ἐλευθέριος Ζεύς : Ὑπερείδης “ τῷ μὲν τοίνυν | ||
, δέον σιτήσῃ . τοὐλεόν ] τὸ μαγειρικὸν τραπέζιον . τοὐλεόν ] τραπέζιον μαγειρικόν . ἐν κύκλῳ : ἀπὸ τοῦ |
Κευθομένην ἀπὸ τοῦ εἴκω τὸ ὑποχωρῶ καὶ τοῦ εὔω τὸ φωτίζω , ὅθεν τὸ φωτίζον ὑποχωρεῖ . ἤγγειλαν : ἐμήνυσαν | ||
. . αὖσον : τὸ πῦρ : εὕω , τὸ φωτίζω καὶ φλογίζω , εὕσω εὗσον καὶ αὖσον κατὰ μετάθεσιν |
Ζυγὸν διαπορεύεται ὁ ἥλιος ἐν ἡμέραις λ . Ἐν τῇ αῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι ἰσημερία μετοπωρινή : καὶ ἐπισημαίνει . Καλλίππῳ | ||
ὁ ἥλιος ἐν ἡμέραις λα . Ἐν μὲν οὖν τῇ αῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Κύων μὲν ἐκφανής , πνῖγος δὲ ἐπιγίνεται |
ἀκούοντα λέγειν ἁπλοῦν τινα λόγον , ὅτι τὰ μὴ δίκαια παύσων , ἀλλ ' οὐκ ἰσχυρὰ ποιήσων πέμπομαι . τὸν | ||
Ἦ γὰρ στερήσεις τῆσδε τὸν σαυτοῦ γόνον ; Ἅιδης ὁ παύσων τούσδε τοὺς γάμους ἐμοί . Δεδογμέν ' , ὡς |
' ἑξῆς ἡμερῶν ε καὶ διαλίμπανε δέκα . Διουρητικόν . Καρδαμώμου , ἀμώμου , σχοίνου ἄνθους ἀνὰ ⋖ Ϛ , | ||
ὄξει ἐπίχριε : τοῦτο ῥήσσει καὶ ξηραίνει . Ἄλλο . Καρδαμώμου σπέρμα κυαμίνῳ ἀλεύρῳ σὺν ὕδατι κατάπλασ - σε δὶς |
ἀμεύω : τὸ πορεύομαι : παρὰ τὸ ἅμα καὶ τὸ σεύω , τὸ ὁρμῶ . ἢ παρὰ τὸ νεύω καὶ | ||
ὁ δύσσοος : ὁ δυσκίνητος ἀπὸ τοῦ δυς καὶ τοῦ σεύω τὸ ὁρμῶ . Ὄλπις : ἤτοι ἐκεῖθεν ἁλοῦμαι , |
πεπύκνωνται οἱ γυῖαι ἐν λόγχαις ἀπαστράπτοντες . * γυῖαι τὸ γυι κἂν μακρὸν κἂν βραχὺ δέξῃ , ἄπταιστος ὁ στίχος | ||
Λυδίας ἢ ἀπὸ Παφλαγονίας κατά τινας . γύιας : τὸ γυι κἂν ι προσγεγραμμένον ἔχει , ὅμως βραχύ ἐστι διὰ |
ὅτι οὐ μίγνυται † αὐτῆς ἄν : τὸ μὲν γὰρ διανόημα καὶ τυφλῷ δῆλόν φασιν , ἡ σύνθεσις δὲ συσταλεῖσα | ||
καὶ ἡ δόξασις καὶ ἡ διανόησις ἡ μὲν κατὰ τὸ διανόημα , ἡ δὲ κατὰ τὸ δόξασμα : καθόλου τοίνυν |
αὐτοὺϲ ἐπικάμψαι δύνανται . ἀλλ ' ὅτε μὲν εἰϲ τὸ πρόϲω τείνεται τὰ μόρια τοῦ ϲώματοϲ , λέγεται τὸ πάθοϲ | ||
ϲμικροῖϲι γὰρ καὶ τοῖϲι ἄκεϲι μετεξετέροιϲι ἰήθη . ἢν δὲ πρόϲω μὲν ἥκῃ χρόνου , τάμνειν τὴν ἐπ ' ἀγκῶνι |
σπερμάτων γε οὐθὲν προσδεόμενον . καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν , πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ | ||
σπερμάτων γε οὐθὲν προσδεόμενον . καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν , πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ |
ὡς ἀγοραῖον Ἀριστοφάνης ἔφη . Βαβυλωνίων δ ' ἐστὶν ὁ καυνάκης . ἡ δὲ μανδύη ὅμοιόν τι τῷ καλουμένῳ φαινόλῃ | ||
, ὕφασμα μαλλοὺς ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους . “ καυνάκης ἐστὶ περσικὸν ἱμάτιον ἔχον ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλλούς |
Ὁμήρῳ . παρὰ τὸ μάρπτω ἐσχημάτισται : μαρπνὸς , ὡς στίλβω στιλπνὸς , τροπῇ τοῦ α εἰς η , καὶ | ||
καπύσω . καπνὸς οὖν ὁ ἀποπνέων τὸ πῦρ , ὡς στίλβω στιλπνός . ἔνθεν πολλάκις φησὶ πυρὸς ἀτμὸν τὸν καπνόν |
συνίζησις , ὡς . . . ” ᾔθεοι “ . ἡρῷναι τρισυλλάβως τοῦ ι προσγεγραμμένου : τὸ ἐντελὲς δὲ ” | ||
νενευκυῖα . ※ . ἡρῷναί ] ἡρωΐδες . τὸ ” ἡρῷναι “ ἀττική ἐστι συναίρεσις , ὡς τὸ ” ἠίθεοι |
τὸ αἰτιολογικὸν , ἢ παθολογικὸν καὶ τὸ ὑγιεινὸν καὶ τὸ σημειωτικὸν καὶ τὸ θεραπευτικόν . Ἀθήναιος δὲ ἀντὶ τοῦ σημειωτικοῦ | ||
μὲν ὑλικὸν ἄνευ θεραπείας οὐδὲν ἕτερον συμβάλλεται . τὸ δὲ σημειωτικὸν καὶ ἄνευ θεραπείας ἀναγκαῖον πρὸς τὸ εἰδέναι τίνα θεραπευτικὰ |
. Σαρπίς : ὁ σάρπος . Ῥιπίς : ῥιπίδιον . Καρίς : ἢ καριδάριον . Ψάρ : ὄνομα ἔθνους . | ||
τερπνός . Καρκίνος . παρὰ τὸ κάρη κινεῖν συνεχῶς . Καρίς . παρὰ τὸ σκαίρειν , σκαρίς τις οὖσα . |
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ | ||
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ |
Τάξομεν , κατασκευάσομεν . . στήσομεν . . ἐπὶ : Ἐπάνω . τῆς κεφαλῆς : Τῆς σῆς . φέρε : | ||
ἀφρὸς διὰ τὸ λευκόν . . ἔπεστ ' ἀνωτάτω : Ἐπάνω . Θ . ἐπάνω ὑπάρχει . . ἡ γραῦς |
καὶ εὐδιάλυτα προτείνει , καὶ στρεφόμενα καὶ ἐναντία λέγει . Λοιπὸς δὲ ἡμῖν ἐστι λόγος , τοῦ λανθάνειν ἡ τέχνη | ||
γε κἂν τὰς παλλακὰς ἀκριβῶς τὰς καλλίστας ἐκλέγεσθαι λέγονται . Λοιπὸς ἡμῖν ὁ πέμπτος , καί μοι δοκῶ οὐκ ἄλλον |
ἄλλως ἀνδρικόν : καὶ ἡ πλάνη φαίνεται πάντως ἀδικουμένου . Ἴωμεν οὖν Κιλικίαν μὲν ἀφέντες ἐπὶ Καππαδοκίαν καὶ τὸν Πόντον | ||
μέτρον τις εἰ περιέλοι , ῥητορείαν ἂν εὕροι πολιτικήν . Ἴωμεν ἐπὶ τοὺς τραγῳδούς , οὐκ ἐπειδὴ μὴ προσήκει πᾶσιν |
, ἢ διὰ τοῦ ι , οἷον ἁμαρτῶ ἁμαρτίνους , οἰδῶ Οἰδίπους . . . . ἄμαξα : παρὰ τὸ | ||
ἀπὸ γὰρ τοῦ ὁδὸς , ὁδῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι οἰδῶ , καὶ τροπῇ τοῦ δ εἰς τ , πλεονασμῷ |
συγκοπὴ καὶ πλεονασμὸς , ὄμβρος . Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν | ||
. ἀναχασσάμενος : ἀπὸ τοῦ ἀναχάζω , ὃ σημαίνει τὸ ὑποχωρῶ . . . . ἀναβέβρυκεν : ἀναπέπωκεν . ἂν |
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . | ||
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ |
οὕτω γὰρ ἔσται τὸ πας βραχὺ καὶ οἰκεῖον τῷ μέτρῳ φλογῶπας ] καυστικάς ἡλιοστιβεῖς ] ἔνθα ὁ ἥλιος στίβει καὶ | ||
ἡμέτερον † οὐ χρὴ γράφειν ἐνταῦθα φλογωπὰς ἀντολάς , ἀλλὰ φλογῶπας , ἵνα οἰκείως ἔχῃ πρὸς τὸ μέτρον : φλογῶπες |
τῆς ἀντιστροφῆς κῶλον οἰκείως . ἐκμέμονας ] μέσος παρακείμενος . ἐκμέμονας ] + ἐκμαίνῃ . θυμοπληθὴς ] θυμοῦ γέμουσα . | ||
οὐκ ἀφίστασαι : μένος γὰρ ἡ προθυμία . θ + ἐκμέμονας χρὴ γράφειν , οὐχὶ τί μέμηνας ἢ μέμονας : |
ἐπικρίνῃ σοφός . ἐπειδὰν δὲ δόξωσιν εἶναι προσηνεῖς , τὸ ἐφύμνιον | ᾄσεται Μωυσῆς λέγων : „ ὠσφράνθη κύριος ὀσμὴν | ||
ὀρθά . . . † τὰ δύο ταῦτα κῶλα καλεῖται ἐφύμνιον ἢ μεσύμνιον . ὀρθά . . ἀντιστροφὴ κώλων ιβʹ |
μὲν ἄφοβος , ἀδαιὴς δὲ διὰ τοῦ αι ἀμαθής . ἀναλγὴς μὲν ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος δὲ ὁ ἀνεπίστρεπτος | ||
εἰς τοῦτο ἀχθῇ . ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος , ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν . ἄντικρυς τὸ διαρρήδην καὶ φανερῶς |
ἐξαπατῶν τοῖς λόγοις . ἐπιλίγδην ὅσον ἐπιψαῦσαι : “ ἄκρον ἐπιλίγδην . ” ἐπιλλίζουσι . ἐπιλλίζειν ἐστὶν τὸ τοὺς ὀφθαλμοὺς | ||
φόβοιο : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ φυγῆς . . ἄκρον ἐπιλίγδην : ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἐπιλίγδην μεσότητός ἐστιν . |
, τὸ λέγω , γίνεται βάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ βράζω . . . , : βρῶμα : ἀπὸ τοῦ | ||
ὁ μέλλων βάξω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω γίνεται καὶ βράζω πλεονασμῷ τοῦ ρ . . , : βάθρον : |
καὶ φυμάτων , γίνονται δὲ καὶ ὑπὸ ἐρεσίης , καὶ ἱππασίης , ὅταν ἀθροισθῇ ἐν τῷ γλουτῷ αἷμα πλησίον τῆς | ||
, ἢ ὑπὸ πτώματος , ἢ ὑπὸ τρώματος , ἢ ἱππασίης , ἢ ἐρεσίης , ἢ ὅσα τοιουτότροπά ἐστι : |
ἄρα τῷ ε ἴσος ἐστί . καί ἐστιν ὁ μὲν ζθ ὁ ἐκ τῶν αδ , δβ ἐπίπεδος μετὰ τοῦ | ||
τοῦ γδ τετράγωνος . ὅλος ἄρα ὁ κξ ὅλῳ τῷ ζθ ἴσος ἐστίν . ἔστι δὲ καὶ τῷ ε ὁ |
ἢν δ ' ἀνοίγοντες πύλας ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι , θανούμεθ ' . ἀλλὰ πρὶν θανεῖν νεὼς ἔπι φεύγωμεν , | ||
οὗ δὴ τὸ δεινὸν παρακέλευσμ ' ἠκούσαμεν : Πυλάδη , θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : |
παραφέρῃ σε ὁ κλύδων , παραφερέτω τὸ σαρκίδιον , τὸ πνευμάτιον , τἆλλα : τὸν γὰρ νοῦν οὐ παροίσει . | ||
ἀσχολήσεται . Τρία ἐστὶν ἐξ ὧν συνέστηκας : σωμάτιον , πνευμάτιον , νοῦς . τούτων τἆλλα μέχρι τοῦ ἐπιμελεῖσθαι δεῖν |
ἐπ ' αὐτοὺς μέλλοντα ναυσὶν ἑξήκοντα , νυκτὸς ἀπέδρασαν εἰς Καρδίαν . ἐνταῦθα δὲ καὶ Ἀλκιβιάδης ἧκεν ἐκ τῶν Κλαζομενῶν | ||
εἰπεῖν πολλὰ Φίλιππος εἶχε τῆς πόλεως , καὶ νῦν εἰς Καρδίαν πέπομφε βοήθειαν , ἐνδεικνύμενος κἀνταῦθα ὁμοίως τὴν αἰτίαν τῆς |
ἐπὶ τῶν ἀναισχύντως χωρούντων πρὸς πᾶν τὸ τυχόν . Γύγαρθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων : σημαίνει δὲ τὸ | ||
ἀναξίους τινῶν πράξεων , παρόσον Ἡρακλῆς ἐδούλευσεν Ὀμφάλῃ . Γύργαθον φυσᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται |
ὡς ἡμᾶς . ὧν ἦν ἡμῖν ἀκούειν , ὅπως μὲν ἐπλήγης τὴν ψυχὴν ὑβριζομένων ἡμῶν , οἷα δὲ ἐφθέγξω , | ||
. Ἃ γὰρ εἰς τὰς ἀλλοτρίας ἐπόεις , αὐτὸς τούτοισιν ἐπλήγης . Καὶ τί βλάπτους ' , ὦ σχέτλι ' |
Φογώρ Ϙ = ιγ ἐρώτησον Ναασσών Ϙα = πα ἐρώτησον Ναχώρ Ϙβ = ιβ ἐρώτησον Ἐσρώμ Ϙγ = νζ ἐρώτησον | ||
ἦν ἀληθές ] , ὑπὸ τῶν γονέων ἐνταῦθα πεμφθῆναι . Ναχώρ : ἀνάπαυσιν φωτός : Βαθουήλ : [ ἔνοικον θεοῦ |
καὶ ἡ ἑκάστου αὐτῶν ἑρμηνεία , οἷον ἥ τ ' αὔλησις καὶ ἡ ᾠδὴ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν τοιούτων : | ||
ξένους : ἔνθεν Ἀριστοφάνης τὸν συκοφάντην Ἀβυδοκόμην εἶπεν . Ἀγαθώνιος αὔλησις : ἡ μαλακὴ , καὶ μήτε πικρὰ μήτε χαλαρὰ |
πτερόεντα καταστάσω ἀν ' αἰθέρ ' , ἢ γᾶς ὑπὸ κεῦθος ἄφαντον ἐξαμαυρωθῶ ; ἰώ μοί μοι . κακὰ φανήσεται | ||
καταστάσω ; ἀν ' αἰθέρ ' ; ἢ γᾶς ὑπὸ κεῦθος ἄφαντον ἐξαμαυρωθῶ ; ἰώ μοί μοι , κακὰ φανήσεται |
, μὴ παρὰ τὸ τῶν συμβουλευόντων οὐκ ἐθέλειν ἀκούειν χεῖρον βουλεύσησθε . πρῶτον μὲν γὰρ ἡ τύχη , καλῶς ποιοῦσα | ||
καὶ τοὺς στρατιώτας τοὺς ὑμετέρους πάλιν ἀνέστρεψαν ἐξεληλυθότας , ἵνα βουλεύσησθε περὶ τῆς εἰρήνης , ἐνταῦθ ' ἤδη παντάπασιν ἔκφρων |
τὸ ἀνώτατα : ὡς μέντοι πρόκειται , παρὰ τὸ ἀνωτέρω ὁμοιοκατάληκτον πεσεῖται τὸ ἀνωτάτω , ὥστε διαφέρειν τὸ ἀνωτάτω τοῦ | ||
τὴν κατάληξιν . ταὐτὸν δύναταί σοι κάρδοπος : δοκεῖ σοι ὁμοιοκατάληκτον εἶναι ; ἅμα δὲ καὶ ὡς γυναικώδη σκώπτει τὸν |
οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι δὲ χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς | ||
, οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς |
Δεῖ δὲ τὸ ἐλεγεῖον τέμνεσθαι πάντως καθ ' ἕτερον τῶν πενθημιμερῶν : εἰ δὲ μή , ἔσται πεπλημμελημένον , οἷον | ||
λειπούσης συλλαβῆς . τὸ γὰρ ἐγκωμιολογικὸν ἐκ δακτυλικοῦ καὶ ἰαμβικοῦ πενθημιμερῶν σύγκειται . Τὸ εʹ ὅμοιον τῷ βʹ , δακτυλικὸν |
Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . . ὁ | ||
Καὶ σκόπει ὅπως ὑψώσῃς . . μέλπω μολπάζω ὡς τρέχω τρόχω τροχάζω . . εἰς νέωτα . . . ὁ |
. ἄπελθε ] ἐπ ' ἄλλο . ⌈ ζυγώθρησον [ ζυγώθρισον ζυγόθρισον ] ] σκόπησον ⌈ : ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ | ||
ἄπελθε , κᾆτα τῇ γνώμῃ πάλιν κίνησον αὖθις αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον . ὦ Σωκρατίδιον φίλτατον . τί , ὦ γέρον |
τῆς χειρὸς , παρὰ τὸ γύω , ἀφ ' οὗ γύον καὶ γύϊον . τὸ δὲ γύω , παράγωγον τοῦ | ||
, ἀφ ' οὗ γῆ , ἡ πάντα λαμβάνουσα . γύον οὖν καὶ πλεονασμῷ τοῦ αλ γύαλον . . . |
γὰρ συκῆ χαῦνον φυτόν ἐστι καὶ ἀνωφελῆ ξύλα ποιεῖ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ : | ||
Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει . Συνῆλθεν ἀτταγᾶς νουμηνίῳ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ : |
ὡστ ' οὐκ ἔτ ' οὐδεὶς οἶδε πηνίκ ' ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ . μέγιστον ἀγαθόν , εἴπερ δι ' ἐνιαυτοῦ ὅτου | ||
' οὐκ ἔτ ' οὐδεὶς οἶδ ' ὁπηνίκ ' ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ . . . . . μέγιστον ἀγαθόν , εἴπερ |
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται , | ||
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν . |
ὡς προσηγορικόν . Κάδος . σκεῦός τι , παρὰ τὸ χαδῶ ῥῆμα περισπώμενον . ἀπὸ δὲ τοῦ χαδῶ γίνεται ὁ | ||
ζ εἰς δ ῥωδῶ , ὡς μύζω μυδῶ καὶ χάζω χαδῶ , ἔνθεν τὸ „ κεχανδότα „ πλεονασμῷ τοῦ ν |
τὸ πρόσωπον καλύπτω ὑπ ' αἰσχύνης . . ἀντὶ τοῦ σκέπω ἐμαυτόν , ὡς ἀπορῶν δῆθεν . ἐκκαλύψειν δὲ ἀντὶ | ||
οἷον , βλέπω : δρέπω : ἔπω : τρέπω : σκέπω : λέπω : νέπω τὸ ἐννέπω . Τὰ διὰ |
. Φυλάττω ἐνεργητικῶς τὸ διατηρῶ . φυλάττομαι δὲ παθητικῶς τὸ ἐκφεύγω , οἷον , φυλάττομαι τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους . Σκοπῶ | ||
ἁμαρτάνω . Τὸ δὲ ἀλείτω γίνεται ἀπὸ τοῦ ἀλεύω τὸ ἐκφεύγω , ἵν ' ᾖ ἀλεύτω καὶ ἀλείτω . Ἡ |
αἰτεῖν τοὺς θεούς ; Καὶ μάλα , ὦ Σώκρατες . Ἐπιστήμη ἄρα αἰτήσεως καὶ δόσεως θεοῖς ὁσιότης ἂν εἴη ἐκ | ||
ἐν ποιότητι ἢ τοῦ ἐν μεγέθει καὶ τοῖς ἑξῆς . Ἐπιστήμη μὲν οὖν πᾶσα ἐκ πεπερασμένων ἀρχομένη [ τῶν ἰδίων |
Ἀριθμοί εἰσι τρεῖς , ἑνικὸς δυϊκὸς καὶ πληθυντικός : καὶ ἑνικὸς μέν ἐστιν ὁ ἕν τι σημαίνων , οἷον Αἴας | ||
. ἑνικός , δυϊκός , πληθυντικός ] [ ] . ἑνικὸς τί [ ἐστιν ] ; ἀριθμὸς ὁ [ οἷον |
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι | ||
γὰρ τὼ βπ τῷ μ . ὅθεν καὶ ὁ ψωμὸς βλωμὸς ἀπὸ τοῦ βλώσκειν διὰ τοῦ λαιμοῦ , ὅ ἐστι |
αὐτὸν ἐκομίσαντο τοὺς ἰδίους . ἐν δὲ τῶι μεταξὺ χρόνωι ἐτειχίσθησαν αἱ Ἀθῆναι τὸν τρόπον τοῦτον . ὁ μὲν τοῦ | ||
τεῖχος , καὶ ἐπανῆλθε Θεμιστοκλῆς . ἀπεδόθησαν οἱ κατάσκοποι , ἐτειχίσθησαν Ἀθῆναι Λακεδαιμονίων ἀκόντων . Θεμιστοκλῆς ἐν τῷ πρὸς Αἰγινήτας |
: Ἐὰν παρίδωσιν οἱ ἄνδρες . . κύνα δέρειν : Σχῆμά ἐστιν ἀκόλαστον εἰς τὸ αἰδοῖον . ἐν δὲ τοῖς | ||
Βουθρώτιος . Λέπιδος δέ φησι διὰ τοῦ τ Βουτρώτιος . Σχῆμά ἐστι λόγου πλοκὴ τῶν τοῦ λόγου μερῶν κατά τινα |
πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν | ||
ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ ' |
ψιθύρισμα δὲ ἢ τὸ μέλισμα ἢ τὸ σύριγμα ἢ τὸ κροῦμα . ψιθυρίζειν τινὲς ὀνοματοποιεῖσθαί φασιν , ὡς τὸ κρίκε | ||
λέγεται τὸ ἐκ τῶν συναφιεμένων ἀλλήλοις φθόγγων , ὃ καλεῖται κροῦμα . τῆς οὖν μουσικῆς ἐκ τριῶν τῶν συνεκτικωτάτων τελειουμένης |
θῶκος ] ἤγουν ναός Θεσπρωτοῦ ] ἀπὸ Θεσπρωτίδος γῆς ὠνομασμένου Τέρας ἄπιστον : ἀπιστοῦσι γὰρ ἄνθρωποι εἶναι δρῦν φωνητικήν , | ||
οὐδ ' αὖ ἃ μὴ οἶδεν , ἃ οἶδεν . Τέρας γὰρ ἔσται . Πῶς οὖν ἂν ἔτι ψευδῆ δοξάσειεν |
: τὰ γὰρ συνεστῶτα καὶ διαιρεῖται : εἰ δὲ μὴ συνεστήκοι , οὐδὲ διαίρεσιν ἐπιδέχεται : τινὲς δὲ μέμφονται τὸν | ||
ὀνόματος καὶ ποιότητος . Παντὸς οὗτινος οὖν προτεθέντος ζητήματος εἰ συνεστήκοι , ἐπισκοπεῖν δεῖ τὸ κρινόμενον , εἰ ἀφανές ἐστιν |