ἄρα ἔθαψαν τοὺς νεκροὺς ἐν Πλαταιῇσι οἱ Ἕλληνες , αὐτίκα βουλευομένοισί σφι ἐδόκεε στρατεύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας καὶ ἐξαιτέειν αὐτῶν
ἄρα ἔθαψαν τοὺς νεκροὺς ἐν Πλαταιῇσι οἱ Ἕλληνες , αὐτίκα βουλευομένοισί σφι ἐδόκεε στρατεύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας καὶ ἐξαιτέειν αὐτῶν
8020171 σκοπεεσθαι
τας πάντοθεν ἐπικαίρους , ἢ καλὰς καὶ κρισίμους ἀποστάσιας , σκοπέεσθαι . Πεπασμοὶ ταχυτῆτα κρίσιος καὶ ἀσφαλίην ὑγιείης σημαίνουσιν :
ὀξὺ ὅ τι περιεστικόν . Τάξιν τῶν κρισίμων ἐκ τουτέων σκοπέεσθαι , καὶ προλέγειν ἐκ τουτέων , εὐπορέεται . Εἰδότι
7994448 Πραισιοι
εὖρος . μέγιστοι δὲ ἄρα τῶν ἐκεῖθεν ἐλεφάντων οἱ καλούμενοι Πραίσιοι , δεύτεροι δὲ ἂν αὐτῶν τάττοιντο οἱ Ταξίλαι .
κύνα ἀναγαγεῖν αὐτῷ . Ὅμοροι δ ' εἰσὶν αὐτοῖς οἱ Πραίσιοι . Θ . ἐρωτηθεὶς τί ἐστιν ἔρως , πάθος
7986458 ἐκλεγῃ
γὰρ οἴσεις πᾶν τὸ πρᾶγμ ' : ἂν δ ' ἐκλέγῃ ἀεὶ τὸ λυποῦν , μηδὲν ἀντιπαρατιθεὶς τῶν προσδοκωμένων ,
γὰρ οἴσεις πᾶν τὸ πρᾶγμ ' : ἂν δ ' ἐκλέγῃ ἀεὶ τὸ λυποῦν , μηδὲν ἀντιπαρατιθείς τῶν προσδοκωμένων ,
7967378 τρεπηται
καταψύχειν λέγουσιν , ὅταν τὸ καῦμα λήγῃ καὶ εἰς ψύχος τρέπηται . Πλάτων ἐν Φαίδρῳ : ” ἐπειδὰν ἀποψύχῃ ,
ὑδεριῶϲι ἡ ὁδὸϲ ἐπιγίγνεται , ἢν ἐϲ ἀγαθὸν ἡ νοῦϲοϲ τρέπηται : ἀγαθὸν δὲ ἡ λύϲιϲ τῆϲ αἰτίηϲ καὶ μὴ
7952793 ὁμοιϊου
' ἐκ Φθίης Ἀγαμέμνονι πέμπε νήπιον οὔ πω εἰδόθ ' ὁμοιΐου πολέμοιο οὐδ ' ἀγορέων , ἵνα τ ' ἄνδρες
μὲν ἔδυ , παύσαντο δὲ δῖοι Ἀχαιοὶ φυλόπιδος κρατερῆς καὶ ὁμοιΐου πολέμοιο . Τρῶες δ ' αὖθ ' ἑτέρωθεν ἀπὸ
7932659 Νομοισι
ἀνθερίκων ἐνειρμένων περὶ σχοίνους ἐστί , καὶ ταῦτα περιφορητά . Νόμοισι μὲν τοιούτοισι οὗτοι χρέωνται . Τὸ δὲ πρὸς ἑσπέρης
τῶν Ἰσσηδόνων , εἰ μὴ ὅσα αὐτῶν τούτων λεγόντων . Νόμοισι δὲ Ἰσσηδόνες τοιοισίδε λέγονται χρᾶσθαι . Ἐπεὰν ἀνδρὶ ἀποθάνῃ
7893524 αὐϊαχοι
ἶσοι ἀολλέες ἠὲ θυέλλῃ Ἕκτορι Πριαμίδῃ ἄμοτον μεμαῶτες ἕποντο ἄβρομοι αὐΐαχοι : ἔλποντο δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν , κτενέειν δὲ
, ἔλπονται δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν . ” καὶ τὸ αὐΐαχοι μετὰ ἰαχῆς μεγάλης , ὡς ἀχανὲς πέλαγος τὸ μεγάλως
7876669 διηγοιμην
' ἤματα ] δέκα ἡμέρας . στιχηγοροίην ] κατὰ τάξιν διηγοίμην . οὐκ ἂν ] ἐκ παραλλήλου τὸ οὐδ '
Πέρσας . ἡμέρας . κατὰ τάξιν λέγοιμι . κατὰ τάξιν διηγοίμην . ἐκπληρώσαιμι . τοσοῦτ ' ἀριθμὸν ] γρʹ τοσουτάριθμον
7866454 ὑηνια
Σκίρα , Σκίρον σκιτών σόφισμα στομοδόκον στρατηγίς στρόφιγγες συηνία καὶ ὑηνία σφῆκες καὶ σφηκίαι ταχεωστί τραπέμπαλιν τραύξανα ὑφόλμιον ὕφος φῖτυ
, ὡς οἱ συγγραφεῖς : περὶ ψυχῆς . Συηνία καὶ ὑηνία , ἀμαθία , σκαιότης , παρὰ Φερεκράτει . καὶ
7851720 ἰυζε
. κατὰ Σαρπηδόνιον χῶμα ] κατὰ τὴν Σαρπηδονίαν ἄκραν . ἴυζε καὶ λάκαζε ] μάτην λήκει καὶ βόα . οὐχ
. ἀμφυγᾶς τίν ' ἔτι πόρον τέτμω γάμου λυτῆρα ; ἴυζε δ ' ὀμφάν , οὐράνια μέλη λιτανὰ θεοῖσι καὶ
7825823 φιλοπονει
ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ . χρῶ τοῖϲ ὀπωδεϲτάτοιϲ καὶ δριμέϲιν καὶ φιλοπόνει καὶ ϲυνουϲίαζε . εἰϲὶ δὲ ἕωϲ πλειάδοϲ ἐπιτολῆϲ ἡμέραι
δεϲπότου ἄκρατον | ἀποδίδωϲι | τὴν χάριν διπλῆν . = φιλοπόνει = ὅταν ποιῶν πονηρὰ | χρηϲτά τιϲ λαλῆι καὶ
7820879 κουφοτεραι
μὴ προμαθὼν ἄπειρος τούτου δηλονότι , ἤγουν τοῦ διδάξαι . κουφότεραι γάρ , ἀντὶ τοῦ κοῦφαι , ἤγουν ἐλαφραί ,
τοι εἰδότι ῥᾴτερον : ἄγˈνωμον δὲ τὸ μὴ προμαθεῖν : κουφότεραι γὰρ ἀπειράτων φρένες . κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι
7808423 ἐφημισω
τάχ ' ἐν πέδῳ βαλῶ . ἑπόμενα προτέροισι τάδ ' ἐφημίσω . καί τίς σε κακοφρονῶν τίθησι δαίμων ὑπερβαρὴς ἐμπίτνων
ἔκυρσας ὥστε τοξότης ἄκρος σκοποῦ : μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω . πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις πρὸς
7805577 ἀκρισιας
πονηρὸν καὶ θηριῶδες . Οἷσι φωνὴ ἅμα πυρετῷ ἐκλείπει μετὰ ἀκρισίας , τρομώδεες θνήσκουσιν . Αἱ ἐν πυρετῷ ἀφωνίαι σπασμώδεα
ἣν τὰ δοξαζόμενα ἀνάγομεν : εἰ δὲ μή , πάντα ἀκρισίας καὶ ταραχῆς ἔσται μεστά . . Εἰ μάχῃ πάσαις
7802910 μεταλλακτος
ἐνηλλαγμένος . θ μεταλλακτὸς ] + διά τινος χρόνου . μεταλλακτὸς ] ἴσως ἀλλοιωθείη ἄν . Ξ ἴσως ] τάχα
ἔχουσιν . . λήματος ἀντροπαίᾳ ] φρονήματος μεταβολῇ . χρονίᾳ μεταλλακτὸς ] μετὰ ταῦτα ἐνηλλαγμένος . . θαλερωτέρῳ ] ἡμερωτέρῳ
7795976 Σκυλλητιον
Καλαυρία περὶ τὸν Ἰόνιον κόλπον καὶ τὸν Ἀδρίαν . ? Σκυλλήτιον πόλις Σικελίας , ὡς Εὔδοξος ἕκτῃ . . καὶ
ἐξέπεσον καὶ τὴν ἐκεῖ Καυλωνίαν ἔκτισαν . μετὰ δὲ ταύτην Σκυλλήτιον ἄποικος Ἀθηναίων τῶν μετὰ Μενεσθέως , Κροτωνιατῶν δ '
7795592 κλυετε
χεῖρας ἀνασχόντες μεγάλ ' εὐχετόωντο . κλύετε ] ἀκούετε . κλύετε ] + ἀκούσατε . παρθένων ] ἡμῶν . κλύετε
. ἀλλὰ θεοί : ἀλλ ' ὦ γενέται θεοί , κλύετε καλῶς τὸ δίκαιον ὁρῶντες . καὶ Ἡσίοδος : κλῦθι
7784267 ἀποσοβησον
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος
7776487 Ἀποτελει
ἕως κζʹ βόρεια , ἀπὸ κηʹ ἕως λʹ ὄνυχες . Ἀποτελεῖ δὲ λευκόχροας , εὔτριχας , πολυτρόπους , πολυπότας ,
τοῦ Δελφῖνος καὶ Πελαργός τις κάτωθεν ἐν τῇ δωδεκαώρῳ . Ἀποτελεῖ ὁ πρώτιστος ἀγαθοὺς , ζηλοτύπους , εὐχρηματίστους καὶ καλοὺς
7763237 παντολμος
. καὶ φιλοκίνδυνος , ῥιψοκίνδυνος , θρασύς , τολμηρός , πάντολμος , παρακινδυνευτικός , ἐθελοκίνδυνος , ῥᾳδιουργός , θερμουργός ,
, οὔτε ἀπιστῷ κομιδῇ . Τί γὰρ οὐκ ἂν ἐθελήσασα πάντολμος ψυχὴ ἐπιτεχνήσαιτο ; Διὰ μέσου δὴ ἥκων πίστεως καὶ
7762447 ὑθλοι
ἂν πράγματος μὴ τὸ δυνατὸν ἡγῆται , τό γε λοιπὸν ὕθλοι καὶ σκιαί . νὴ Δί ' αἰσχρὸν γὰρ φυγεῖν
: ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα πολὺν
7761744 ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
ὑμῖν πολίτου γίγνηται θάνατος ἐκ δωρεᾶς ὁμοῦ καὶ ψηφίσματος . ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ . Ὁ μὲν οὖν πλούσιος , ὡς ἔοικεν
τὸ εὐσεβὲς ἀεὶ καὶ τὸ περὶ τοὺς θεοὺς σκοπεῖν . ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ . Πρώτῳ τοίνυν χρήσῃ τῷ ἀπὸ βαρύτητος : οἷον
7761626 παραλιπῃς
ἐρωτῶμεν , ἄνωθεν ἄρξαι , πάντα ἡμῖν λέγε , μηδὲν παραλίπῃς . “ ὤκνει Χαιρέας , ὡς ἂν ἐπὶ πολλοῖς
συχνά γε ἀπολείπω . Μηδὲ σμικρὸν τοίνυν , ἔφη , παραλίπῃς . Οἶμαι μέν , ἦν δ ' ἐγώ ,
7760879 πορευθῃς
Ζήσῃ , φησίν , ἐὰν τὰς ἐντολάς μου φυλάξῃς καὶ πορευθῇς ἐν αὐταῖς : καὶ ὃς ἂν ἀκούσας τὰς ἐντολὰς
μὴ ἔλθῃς , μὴ πορευθῇς . μὴ ἔλθῃς ] μὴ πορευθῇς . ὁδοὺς ] τὰς ἀγούσας . ἐφ ' ἑβδόμαις
7755220 Γραων
διαπονουμένους , ὑπερασπίσαι τε τοῦ ἀδελφοῦ καὶ εἰπεῖν τοῦτο . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γηράσκω αἰεὶ
βακχεύει : ἐπὶ τῶν παρ ' ὥραν τι διαπραττομένων . Γραῶν ὕθλοι : ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γραῦς ἀνακροτήσασα
7754165 Ἀκοντες
; Φαίνεται . Οἱ δὲ ἄδικοι πονηροί ; Ναί . Ἄκοντες ἄρα πονηροὶ καὶ ἄδικοι ; Παντάπασι μὲν οὖν .
. Ναί . Τὸ δὲ ἄδικον ἀκούσιον . Ἀκούσιον . Ἄκοντες ἄρα ἀδικοῦσιν καὶ ἄδικοί εἰσιν καὶ πονηροί . Ἄκοντες
7750593 καθυπερτεροι
Ζηνὶ δ ' ἐπιρρέξαι καθυπερτέρῳ ἄρσενα χοῖρον , δυσμενέων αἰεὶ καθυπέρτεροι ὡς τελέθοιτε . φῆ , καὶ ἐρωήσας ἐλεφάντινον ᾤχετο
ἢ ἐναντίος τύχῃ , παροδικὴν ἀποδημίαν ἕξει ἡ γένεσις . καθυπέρτεροι δὲ ἀστέρες μάλιστα τοῖς ὑπογείοις οὖσι καθύγροις τοῖς ἔχουσιν
7747111 ὀνιδας
ὑποθυμία . Ὄνων τὴν ἐπὶ τῷ ποδὶ γῆν ξύσας καὶ ὀνίδας οἴνῳ μέλανι δεύσας , ὑποθυμιῇν . Κλυσμοί : μυρσίνης
κυμίνου λειοτάτου # ε , ὀνίδας ε . καὶ τὰς ὀνίδας ξηρὰς μὲν κόπτε καὶ σῆθε , νεαρὰς δὲ συλλέαινε
7743112 Ῥᾳθυμια
φίλε . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς πλούσιος , πένης ἔσῃ . Ῥᾳθυμία γε τὰ πόλλ ' ἐλαττοῦσθαι ποιεῖ . Ῥᾷον βίον
ἐπικαμπὴς , ἣν ἀεὶ φέρουσιν οἱ κήρυκες . Ὀλιγωρία . Ῥᾳθυμία καὶ ἀμέλεια παρὰ τὸ ὀλίγην ὤραν ἔχειν καὶ φροντίδα
7739524 τετυφθον
τυπτέϲθωϲαν Παρακειμένου καὶ ὑπερϲυντελίκου Ἑν . τέτυψο τετύφθω Δυ . τέτυφθον τετύφθων Πληθ . τέτυφθε τετύφθωϲαν Ἀορίϲτου καὶ μέλλοντοϲ αʹ
ἐτύπτοντο Παρακειμένου Ἑν . τέτυμμαι τέτυψαι τέτυπται Δυ . τετύμμεθον τέτυφθον τέτυφθον Πληθ . τετύμμεθα τέτυφθε τετυμμένοι εἰϲίν , καὶ
7738643 ψηφιζουσιν
τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . Ἀβέβηλον καὶ βέβηλον [ ] [ ] διαφέρει
τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . ἀβέβηλα καὶ βέβηλα διαφέρουσιν , ἄμφω ἐπ '
7737936 Χυλου
δ , ὕδατοϲ # ε , μέλιτοϲ # β . Χυλοῦ μήλων Κυδωνίων # α , ῥόδων λι . γ
χυλῶν : κεῖται ἐν τοῖς ἑδρικοῖς . Κηρωτὴ ποδαγρική . Χυλοῦ ἀλθαίας , τήλεως , λινοσπέρμου # β , ἐλαίου
7737469 Πατρ
δεδουλευκὼς καὶ μὴ παλίμπρατος . Ὑπ . ἐν τῷ κατὰ Πατρ . : ἀδούλευτον ἢ βάρβαρον πριάϲθω . . .
. , . Ὑπ . δ ' ἐν τῷ κατὰ Πατρ . , εἰ γνήσιος ὁ λόγος , τοὺς Ἀρεοπαγίτας
7735867 ῥεγκουσιν
πανδοκεῖον καὶ τὸ ῥέγχουσι ῥέγκουσι καὶ ἕτερα ἄττα βραχέα . ῥέγκουσιν ] ἀττικόν : ἔστι δὲ ποιὰ φωνή : λέγεται
' ἀλεκτρυόνος ἤκους ' ἐγώ . οἱ δ ' οἰκέται ῥέγκουσιν . ἀλλ ' οὐκ ἂν πρὸ τοῦ . ἀπόλοιο
7735216 ἀμπελουργειν
Κελεύουσι δὲ τὰς μὲν ἐν τῇ ξηρᾷ καὶ θερμῇ πρωΐας ἀμπελουργεῖν ὅταν τάχιστα παύσωνται φυλλοβολοῦσαι , τὰς δ ' ἐν
δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι . σκαπτέα , φυτευτέα
7734812 ξηρως
ἐρυθροχλώροισιν , ἢ τοῖσιν ὑποχλώροισιν : βραχέα ὑφέντα , παχῦναι ξηρῶς : τοῖσι δὲ ἑτέροισι , παχυσμὸν ἧσσον : ξηρῷ
παλαιοῦ λίτρας πέντε , ὕδατος λίτρας δύο , ἄρτου σιλιγνίτου ξηρῶς κεκομμένου καὶ σεσησμένου λίτρας πέντε . Ἐν τῷ οἴνῳ
7734561 ἐμπολᾳ
. Κεἴ τις δορυξὸς ἢ κάπηλος ἀσπίδων , ἵν ' ἐμπολᾷ βέλτιον , ἐπιθυμεῖ μαχῶν , ληφθείς γ ' ὑπὸ
ἢ ἵνα πορίζῃ πλεῖον . Γ συνήθως νῦν τὸ “ ἐμπολᾷ ” ἀντὶ τοῦ “ πωλεῖ ” . πολλάκις δὲ
7733952 διακεκριμενοι
μαθεῖν . Χριστιανοὶ γὰρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔσθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσιν ἀνθρώπων . Οὔτε γάρ που πόλεις
δρόμοι τε παρὰ τῷ ποταμῷ πεποίηνται μυρσίναις καὶ ἄλλοις ἡμέροις διακεκριμένοι δένδροις , καὶ τὰ λουτρὰ αὐτόθι , εἰσὶ δὲ
7733052 τετυπυια
Τετυφότες , τετυφυῖαι , τετυφότα . Ἑνικά . Τετυπώς , τετυπυῖα , τετυπός . Δυϊκά . Τετυπότε , τετυπυία .
τέτυπα τροπῇ τοῦ α εἰς ως , τὸ θηλυκὸν ἡ τετυπυῖα , τὸ οὐδετέρον τὸ τετυπός . Ὁ τύψας μετοχὴ
7732374 εἰρερον
, , , . . Σ . εἴρερον εἰσανάγουσι . εἴρερον ἅπαξ εἰρημένον . . . . . , .
δέ τ ' ὄπισθε κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους εἴρερον εἰσανάγουσι , πόνον τ ' ἐχέμεν καὶ ὀϊζύν :
7732319 Ὀρθιον
. Ἑδώλοισιν . ὑποστρώμασι νηός , ζυγαῖς , καθέδραις . Ὄρθιον νόμον Θαμύρα . ὁ κιθαρῳδικὸς τρόπος τῆς μελῳδίας ,
Ταϋγέτου πόδ ' ] Σκοπῶν . Ἔμβαλον ] Προσέῤῥηξαν . Ὄρθιον ] Ἐξάκουστον . Μεταλαμβάνειν ] Κοινωνεῖν . Περιστέλλων ]
7732088 κατομνυσθαι
καὶ κακοὺς ὄντας εἰς αὐτοὺς εὖ ποιῶσιν : καὶ οἱ κατόμνυσθαι διδόντες ἑτέροις , αὐτοὶ δὲ μὴ κατομνύμενοι . καὶ
κακοὺς ὄντας εἰς αὐτοὺς , εὖ ποιῶσιν , καὶ οἳ κατόμνυσθαι διδόντες ἑτέροις , αὐτοὶ μὴ κατομνύμενοι [ ] ,
7728970 σκοτιοι
οἰκίαν : νομίμη , γνησίων παίδων τροφός . οἱ γὰρ σκότιοι παῖδες ἐκρίπτονται : γνησίων ἐπὶ σπορᾷ παίδων [ .
, δολεροί , ἐπίβουλοι , κακότεχνοι , παλίμβουλοι . ὀφθαλμοὶ σκότιοι ὑγροὶ κοῖλοι αὐτάρκως μεγέθους ἔχοντες εὐσταθεῖς φροντιστήν , πολυθεάμονα
7728682 Αἰνειωο
οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . . . . Αἰνείωο Αἰνείως , Αἰνειῶο Αἰνειώς . Αἰνειώς Αἰνειῶο . ως
. . . Αἰνείαο : ἡ διπλῆ ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Αἰνείωο . οὐκ ἔστι δὲ Αἰνείως ὡς Πετεώς . .
7727418 ἀριστησομεν
κύκλον ; ἀποκρίνεται τί δ ' ἔστιν ; εἰς ὤμιλλαν ἀριστήσομεν ; ἢ κόψομεν τὴν μᾶζαν ὥσπερ ὄρτυγα ; ἡ
ἐναριστᾶν κύκλον ; Τί δ ' ἔστιν ; εἰς ὤμιλλαν ἀριστήσομεν ; ἢ κόψομεν τὴν μᾶζαν ὥσπερ ὄρτυγα ; Δίδου
7727187 δολιευεσθαι
δόλιος καὶ οὐ φανερὸς ὀργήν . σισυφίζειν : πανουργεύεσθαι καὶ δολιεύεσθαι καὶ δολίως τι πράττειν . σύγκλυδες : σύλλεκτοι καὶ
εἶπε τἀπόφθεγμα . Κερκωπίζειν : ἀντὶ τοῦ , ἀπατᾷν καὶ δολιεύεσθαι : μετήνεκται δὲ ἀπὸ τῶν Κερκώπων οὕτω λεγομένων ἀνδρῶν
7724908 σταθμουχος
εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ
Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν
7722382 παιδερασται
δὲ καὶ Τρίβαλλοι καὶ Κένταυροι . . Κηδωνίδην ] οὗτοι παιδερασταί , ἐπωνυμίας ἔχοντες ἄγριοι καὶ Τριβαλλοὶ καὶ Κένταυροι .
τοὺς ἀγρίους , Κηδωνίδην καὶ Αὐτοκλείδην καὶ Θέρσανδρον . “ παιδερασταί τινες ἦσαν οὗτοι σφοδροί . Κηκίς : βάμμα τι
7721440 Κοριον
ταῦτα δὲ ἀπὸ τοῦ κόρη γέγονεν . ἀπὸ δὲ τοῦ Κόριον τὸ ἀνάλογον Κοριεύς . Κορκυρίς , πόλις Αἰγύπτου ,
μὲν γὰρ ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον
7717737 εὐπαιδευσια
ἡ παρὰ Ξενοφῶντι εὐποδία , καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδῃ εὐπαιδευσία , καὶ ἡ παρὰ Κριτίᾳ εὐξυνεσία , καὶ ἡ
ἀστύτριψ . καὶ ἡ παρ ' Εὐριπίδηι [ . ] εὐπαιδευσία καὶ ἡ παρὰ Κίαι εὐξυνεσία . . . οὐ
7712368 ἐκταγας
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις
7710691 Ταττεται
Ἀρχιλόχοις : Ἔνθα Διὸς μεγάλου θῶκοι πεσσοί τε καλοῦνται . Τάττεται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἱερῶν καὶ ἀθίκτων .
' ἐπίβαλλε : ταύτης μέμνηται Κράτης ὁ κωμικὸς Σαμίοις . Τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ῥᾳστώνης δεομένων τινὸς καὶ
7704304 μητριδιων
Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεα . μέμικται γὰρ
αὗται . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ
7703207 τηθων
ἔνι δὲ φιλόπολις ἀρετὴ φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ
. τὸ δ ' Ἀριστοφάνῃ ἐν Λυσιστράτῃ πέπαικται : ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεια
7700504 ζωωδες
Ἰολάῳ ἐπικαίειν τὰς τεμνομένας . Ὑηνεῖς . ὑϊκόν τι καὶ ζωῶδες ποιεῖς . Ὑηνεῖς . „ ὗς δὲ δὴ καὶ
: παρὸ καὶ τοὺς τοιούτους σχοινοτρώκτας ἐκάλουν . Σώματος κάλλος ζωῶδες , ἢν μὴ νοῦς ὑπείη : ἀπόφθεγμα Δημοκράτους .
7700191 παραβλεπειν
δὲ καὶ βλέπος που λέγει καὶ βλέπησιν . ὑποβλέπειν , παραβλέπειν , ἐμβλέπειν , καταβλέπειν , ἀναβλέπειν , ἀντιβλέπειν ,
, τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ἐξωριάζειν πατρὸς λόγους , ἤτοι παραβλέπειν , χαλεπὸν καὶ ἐπικίνδυνον . . σφῷ ] ὑμῖν
7699665 Πανθ
γνώμην ἔχειν , παραδίδωμι τὸ ὕδωρ τοῖς ἄλλοις κατηγόροις . Πάνθ ' ὡς ἔοικεν ὦ Ἀθηναῖοι προσδοκητέ ' ἐστὶ καὶ
γα τῶ πατρός . Τί δ ' ἐσθίει μάλιστα ; Πάνθ ' ἅ κα διδῷς . Αὐτὸς δ ' ἐρώτη
7696327 ἀνοηταινειν
καθ ' ὃ χαρακτηρίζεται τὸ ἡμέτερον εἶδος . δόξει δὲ ἀνοηταίνειν , εἰ εἴπῃ ὅτι εἴωθεν ἡμῖν ὁ κύων νοσήματα
ἀλλὰ μόνα ταῦτα : πονηρεύεσθαι , πανουργεῖν , μισολογεῖν , ἀνοηταίνειν , ἀμαθαίνειν : τὸ δ ' ἀφραίνειν ποιητικώτερον .
7694724 οἰνιζοντο
. καὶ ἀντὶ τοῦ δή : ” ἔνθεν ἄρ ' οἰνίζοντο καρηκομόωντες Ἀχαιοί ” . ἀρά δʹ : εὐχήν .
καὶ Μενελάῳ δῶκεν Ἰησονίδης ἀγέμεν μέθυ χίλια μέτρα . ἔνθεν οἰνίζοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοί , ἄλλοι μὲν χαλκῷ , ἄλλοι
7693173 ἀνεχω
τὰ Ἀργοναυτικά , . . . . Ἀνοχλίζω : τὸ ἀνέχω , οἷον : δὴ τότ ' , ἀνοχλίζων τετρηχότος
. . . . ἀνεκτά : ἀνασχετά : ἐκ τοῦ ἀνέχω ἀνέξω ἀνεῖχα ἀνεῖγμαι ἀνεῖξαι ἀνεῖκται καὶ ἀφαιρέσει τοῦ ι
7689552 παληματιον
βολβοῖς . * * * * ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν
' οὐχ ἧψον ὁμοῦ βολβοῖς . ἵν ' ἐπαγλαΐσῃ τὸ παλημάτιον καὶ μὴ βήττων καταπίνῃ . κιρνάντες γὰρ τὴν πόλιν
7689434 φαρμακειη
ἥξει . Ὑπὲρ ὀμφαλὸν πόνος , καὶ ὀσφύος ἄλγημα , φαρμακείη μὴ λυόμενα , ἐς ὑδρωπιῶδες ξηρὸν ἀποτελευτᾷ . Τὰ
οὔτε κάτω . Ἐν τροφῇ φαρμακείη ἄριστον , ἐν τροφῇ φαρμακείη φλαῦρον , φλαῦρον καὶ ἄριστον πρὸς τί . Ἕλκος
7688688 Ἀληθες
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς .
7687717 Ἀδεες
ὅθεν καὶ ἁβροδίαιτος . Ἀεὶ γεωμόρος εἰς νέωτα πλούσιος . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην δεδοικότων . Ἀγαμεμνόνεια φρέατα
. Ἢ ὅτι κῆπον λιθώδη κτησάμενος οὐκ ἀπέλαυσε τούτου . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν μάτην φοβουμένων . Αἰγιαλῷ λαλεῖς
7681730 Θυμου
μὴ χρῶ . Νόμοις πείθου . Νόει τὸ δίκαιον . Θυμοῦ κράτει . Ἀρετὴν ἐπαίνει . Κακοὺς μίσει . Τὸν
ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται . Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι . Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν . Θεοῦ ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν
7677263 δυστυχεστατε
, οὐ περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν
οὐ κέκλοφα . οὐκ : Ὄψει ἐμὲ οὕτως ἔχοντα , δυστυχέστατε . Θ . . . χρηστοὺς : Ἀγαθούς .
7676440 Ἀφροσυνη
γε ὑπεναντία ἑνὶ πράγματι πῶς ἂν εἴη ; Οὐδαμῶς . Ἀφροσύνη ἄρα καὶ μανία κινδυνεύει ταὐτὸν εἶναι . Φαίνεται .
κρᾶτα συνηλοίησαν , ὁ δ ' ὄλλυται ἄφρονι πότμῳ . Ἀφροσύνη καὶ σκόμβρον ἕλεν καὶ πίονα θύννον καὶ ῥαφίδας καὶ
7674544 τροφιμωτατος
διὰ τοῦτο καὶ τοῦ κυάμου ἀπείχοντο , ὅτι φυσώδης καὶ τροφιμώτατος . καὶ ἄλλας δέ τινας αἰτίας πλείους ἀποδιδόασιν ,
: ὁ δὲ γλυκάζων καὶ τῶν λευκῶν καὶ τῶν κιρρῶν τροφιμώτατος . λεαίνει γὰρ κατὰ τὴν πάροδον καὶ παχύνων τὰ
7671131 λεξεται
ὅδ ' ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου ; ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ ' ἔχων . λάθραι δ ' ἄνακτος ἢ
ἐν μέσσῃσι . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται ] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται , ἀπὸ τοῦ λέχους .
7664964 ΠΟΙΗΣΙΣ
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ
7663554 ῥωσω
ὑγιαίνω , τρίτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , οὗ ὁ μέλλων ῥώσω ῥωστός καὶ ἄρρωστος , . , . Ἀρσίνοος :
ῥῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ὑγιαίνω , οὗ ὁ μέλλων ῥώσω καὶ ὄνομα ῥῶσις . παρὰ τὸ ῥῶ καὶ τὸ
7662390 Δορυ
ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου . Δέπας : τὸ ποτήριον . Δόρυ : τὸ κοντάριον . Καταχρηστικῶς : παρὰ συνήθειαν .
τῶν περιφερομένων . Δοίδυκος σκιά : ἐπὶ τοῦ μηδενός . Δόρυ κηρυκείου μᾶλλον δάκνει : ἐπὶ τῶν αὐστηρότερον προσιόντων τοῖς
7660603 διαχειριᾳ
διαχειρήσει ἀλλήλων . θ διαχειρίᾳ ] μάχῃ , πολέμῳ . διαχειρίᾳ ] οἰκονομίᾳ . Ξ λαχεῖν ] διαμερίσαι . λαχεῖν
. σιδαρονόμῳ ] διὰ σιδήρου τὸν μερισμὸν ποιησάσῃ . θ διαχειρίᾳ ] διαχειρήσει . διαχειρίᾳ ] σφαγῇ . διαχειρίᾳ ]
7658058 ἐσβολῃ
ἐπεὶ δὲ ἐγένετο τῷ στρατῷ μετὰ τοῦ Βρασίδου ἐπὶ τῇ ἐσβολῇ τῆς Λύγκου , Βρασίδας λόγοις ἔφη βούλεσθαι πρῶτον ἐλθὼν
Ἀθηναίους τὴν αὐτὴν γνώμην εἶχεν ὥσπερ καὶ ἐν τῇ προτέρᾳ ἐσβολῇ . ἔτι δ ' αὐτῶν ἐν τῷ πεδίῳ ὄντων
7653627 προσωιδια
ιϚʹ , Ὅμηρος δ ' ὁ παλαιὸς ιγʹ . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
συμπράξας ἐποίησεν ἐκπεσόντα τῆς ἀρχῆς φυγεῖν εἰς Πέρσας . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . .
7653360 ξηραινω
καθαυανεῖ ξηρανεῖ ἢ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ . αὔω γὰρ τὸ ξηραίνω ψιλοῦται , αὕω δὲ τὸ λάμπω δασύνεται , ὅθεν
, κυλίω . ἐξυπνίζομαι , ἐξυπνίζω , , ξηραίνομαι , ξηραίνω , ἐθίζομαι , ἐθίζω , ἡμεροῦμαι , ἡμερῶ ,
7651948 κατεχευατο
μένος . Αἶψα δ ' ἄρ ' αὐτοῖς θάρσος ἀπειρέσιον κατεχεύατο , μαίνετο δέ σφι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι : καὶ
δ ' ἥγε παλίσσυτος ἀθρόα κόλπῳ φάρμακα πάντ ' ἄμυδις κατεχεύατο φωριαμοῖο . κύσσε δ ' ἑόν τε λέχος καὶ
7650160 περιμαδαρα
, ἄλλως τε καὶ ἢν ἐπιπυρετήνωσιν . κγʹ . Τὰ περιμάδαρα ἕλκεα κακοήθεα . κδʹ . Ὀσφῦν ἀλγέοντι ἀναδρομὴ ἐς
οἱ δὲ τὸν φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί
7646950 πνεουσας
] ἤγουν ἀνέμῳ . . πρημαινούσας ] ὁρμητικάς , ἰσχυρῶς πνεούσας . τὰς μανικῶς φυσώσας : ἀπὸ τοῦ πρῆσαι τοῦ
κεφαλὴν ἱμάντες τοῦ χαλινοῦ ἄμπυξ καλοῦνται . ἐμβριμωμένας ] θυμὸν πνεούσας καὶ φρυαττούσας . . δινεῖ ] συστρέφει , ἀνακόπτει
7645339 φλαν
οἵτινες καὶ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ . ἔφλων : ἤσθιον . φλᾶν δὲ τὸ μετὰ ψόφου ἐσθίειν : καὶ γὰρ φλᾶν
ῥίψασπις εἶ . καὶ στίχοι ἰαμβικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ βʹ . φλᾶν : νῦν κατακαίειν : δῆλον δέ , ὅτι τὰ
7642591 ἀπαραμονους
μικρᾶς τύχης ἀναβιβαζομένους καὶ συγκοσμουμένους , πρὸς δὲ τὰς περικτήσεις ἀπαραμόνους καὶ εὐαλώτους ἢ ἐνδεεῖς κατά τινας χρόνους γινομένους καὶ
καὶ εἰς τὸν περὶ τέκνων ἢ σωμάτων τόπον οὐκ ἀγαθοὶ ἀπαραμόνους τε τὰς κτήσεις παρεχόμενοι καὶ ψυχικὰς ἀνίας ἐπάγοντες .
7642018 χερνιβες
καιρὸς ἀντιλάζυται ; ἔκπεμπε παῖδα δωμάτων πατρὸς μέτα : ὡς χέρνιβες πάρεισιν ηὐτρεπισμέναι προχύται τε , βάλλειν πῦρ καθάρσιον χεροῖν
τὸν νόμον ἀνάγκη τὸν προκείμενον σέβειν . οὔκουν ἐν ἔργωι χέρνιβες ξίφος τε σόν ; ἁγνοῖς καθαρμοῖς πρῶτά νιν νίψαι
7641915 ὑπερηφανῳ
θ ἑδωλίων ] ἀπὸ τῶν παρθενώνων . Ξ ὑπερκόμπῳ ] ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ .
ἐπὶ κλίναις βεβλημένα μάλα ἁβραῖς , καὶ στρωμναῖς ὕφει τινὶ ὑπερηφάνῳ κεκοσμημέναις ἐπιθέντας , ὑπὸ δᾳσὶν ἐνακμαζούσαις τῷ πυρὶ ἐκέλευσεν
7639239 δαιρειν
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν .
7637191 ἑκταια
, τεταρταία ὥρας γʹ εʹ , πεμπταία ὥρας δʹ , ἑκταία ὥρας δʹ ∠ ʹ δʹ κʹ , ἑβδομαία ὥρας
ψυχρεύεσθαί τις δύναται λέγων ὅτι τρίτη ἡ τρισκαιδεκαταία , ὡς ἑκταία ἑκατηβόλος σελάνα , ἑκκαιδεκαταία : ἡ γὰρ μέση οὐκ
7633083 ὑποτροπιαζειν
ἔτι καὶ τοῦτο διέφθαρται . καίτοι λεγόντων τῶν ἀρχαίων φανερῶς ὑποτροπιάζειν . Προκόπτειν λέγουσιν , τὸ δὲ ὄνομα προκοπὴ οὐκ
Πυρέσσοντι ἢν μὴ ἐν περισσῇσιν ἡμέρῃσιν ἀφῇ ὁ πυρετὸς , ὑποτροπιάζειν εἴωθεν . Ὁκόσοισιν ἐν τοῖσι πυρετοῖσιν ἴκτεροι ἐπιγίνονται πρὸ
7632799 τυλωσις
τὰ ἐντὸς μὲν βλεφάρων τραχύτης , παχύτης , σύκωσις , τύλωσις , σκληρία , χαλάζωσις , πλαδαρότης , μύδησις ,
δὲ τὸν ὀφθαλμὸν ἐξυγραίνουσιν . Περὶ τυλώσεως . Ἡ δὲ τύλωσις τραχύτης ἐστὶ χρονία ἐσκληρυμμένας τε καὶ τετραχυμένας ἔχουσα τὰς
7630060 Γναθος
ʹʹδʹʹ λεʹ Ϛʹʹ Ἀσωπός νʹ ∠ ʹʹγʹʹ λεʹ ιβʹʹ Ὄνου Γνάθος ἄκρα ναʹ λεʹ Βοιαί ναʹ ιβʹʹ λεʹ ιβʹʹ Μαλέα
: ὠφέλειαν σημαίνει . Σιαγὼν εὐώνυμος : εὐτυχίαν σημαίνει . Γνάθος εὐώνυμος : ἀλλότριον κάματον σημαίνει . Σιαγὼν δεξιά :
7627805 ὑπερκομπῳ
ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι .
. Ξ ὑπερκόμπῳ ] ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ .
7627525 δρομεως
φησί , ] [ προεῖπεν , ἐπερωτηθεὶς ] [ ὑπὸ δρομέως ἤδη ] μέλλοντος [ Ὀλυμπίασιν ] ἀγωνιεῖσθαι , ὅτι
. , : γρίσων ὁ χοῖρος : Ἀριστοφάνης δέ φησι δρομέως ὄνομα . . . . : γρίσων ὁ χοῖρος
7627436 συκοφαντρια
γυναιξὶ πονηρὰ εἶ ; ὥσπερ δὲ πανδοκεύτρια , οὕτω καὶ συκοφάντρια . ἦπου : Ὄντως ἄρα . συκοφάντρια : Ἤγουν
. Τί δ ' ἐστίν ; ἦ που καὶ σὺ συκοφάντρια ἐν ταῖς γυναιξὶν ἦσθα ; Μὰ Δί ' ἐγὼ
7625210 ρξεʹ
καὶ συνεχοῦς . οἱ δὲ στίχοι εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ σοι τοι τῶνπερ
αἱ περίοδοι αὗται αἱ συστηματικαὶ στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων ρξεʹ , ὧν τελευταῖος : μέλοι δέ τοι σοὶ τῶνπερ
7624120 ἀπυρετῳ
προγνωστικῷ , κάθαρσις εὐθετεῖ ἡ ἄνω , ἐφ ' ᾧ ἀπυρέτῳ ἀσιτίη ἢ καρδιωγμὸς ἢ σκοτόδινος ἢ στόμα ἐπιπικρούμενον ,
δι ' ὕδατος καὶ δίδου πιεῖν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῦντι , ἀπυρέτῳ δι ' οἴνου , πυρέττοντι χωρὶς οἴνου . ἄλλο
7623851 ἐπιλησμοτατον
οἴμοι , τίς ἦν ; οὐκ εἰς κόρακας ἀποφθερεῖ , ἐπιλησμότατον καὶ σκαιότατον γερόντιον ; οἴμοι . τί οὖν δῆθ
. τὴν κάρδοπόν φησιν . ὥσπερ ἐπιλαθόμενος ταῦτα λέγει . ἐπιλησμότατον : ἔδει εἰπεῖν ἐπιλησμονέστατον . Ἄλεξις δὲ “ ἐπιλήσμη
7622095 δοκησατω
. . . . οὐδὲ κοιλογάστορες λύκοι πάσονται : μὴ δοκησάτω τινί . τάφον γὰρ αὐτὴ καὶ κατασκαφὰς ἐγώ ,
] μὴ δόξει τοῦτό τινι . δοκησάτω ] νομισάτω . δοκησάτω ] ἐλπισάτω . δοκησάτω ] δοξάτω . τινί ]
7621263 ἀνεμωδες
πνευμάτων τάδε . Ἀνατέλλων ὁ ἥλιος καυματίας κἂν μὴ ἀποστίλβῃ ἀνεμῶδες τὸ σημεῖον : καὶ ἐὰν κοῖλος φαίνηται ὁ ἥλιος
, ἵνα μὴ ὑπ ' ὄμβρων φθαρῶσι . τὸ φθινόπωρον ἀνεμῶδες καὶ ὑγιεινόν . ἡ ἄμπελος εὐφορήσει . ἐπιτήδειον τὸ
7621261 μετεταξαντο
Πελοποννησιακῷ πολέμῳ ἐν αὐτῇ τῇ παρατάξει ἀπὸ Ἀθηναίων πρὸς Λακεδαιμονίους μετετάξαντο , ὥς φησιν ὁ Θουκυδίδης . ἡ δὲ Μαγνησία
τραυματίας οὐκ ὀλίγους ἀπολελοιπότας ; ἆρ ' ἐβοήθησαν , ἢ μετετάξαντο ; οὐ μὲν οὖν ἀπέστησαν πρὶν παρέδωκαν οἱ στρατηγοὶ
7620695 καυστικοι
ἀπὸ τοῦ πτύειν τὴν ἅλα . αἰθυντῆρες : ὁρμητικοὶ , καυστικοὶ , διάπυροι : αἰθύσσω γὰρ τὸ διαπύρως καὶ ὀξέως
[ κωματώδεες ] ἐξ ἀρχῆς ἐφιδρώσαντες , οὔροισι πέποσι , καυστικοὶ , ἀκρίτως δὲ περιψύχοντες , διὰ ταχέων περικαέες ,
7620472 ἐξεληλεγμενοι
' ἀπεσταλμένη τότε τῶν Ἑλλήνων , ἀλλὰ πάλαι πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι , οὔθ ' οὗτος ὑγιὲς περὶ τούτων εἴρηκεν οὐδέν
οἱ φρύγες : ἢ τότε ἐν τῷ τρωικῷ πολέμῳ ἔκδηλοι ἐξεληλεγμένοι - ἐν τῇ συμβολῇ τῇ πρὸς ὀρέστην καὶ πρὸς
7619845 σημαινεις
δὲ καὶ τῶν πρός τί εἰσι : λέγων γὰρ ἥμισυ σημαίνεις τὸ διπλάσιον , καὶ λέγων διπλάσιον δηλοῖς τὸ ἥμισυ
τόνδ ' ἀγῶν ' ἐμῶν τέκνων ; ἤκουσα καὶ βλέποντι σημαίνεις κακά . τί δῆτά μου κρᾶτ ' ἀνεκάλυψας ἡλίωι

Back