ἕτεραι παρὰ τὰς εἰρημένας εἰς τὴν κατασκευὴν λαμβάνονται ποικιλωτέραν καὶ βεβιασμένην ἔχουσαι τὴν γένεσιν , ὁποῖαι τυγχάνουσιν αἱ ἕλικες καὶ
, εἶτ ' ἀποβλέψω πάλιν εἰς τὴν ἀγαπῶσαν αὐτὸ καὶ βεβιασμένην ἐμοῦ τρέφειν ἄκοντος , ἐξέστηχ ' ὅλως . ἀλλ
6242444 ὡραιαι
Δῆμος . ΓΘ ὡς ] λίαν . Γ εἰσῆλθον ἑταῖραι ὡραῖαι τὰς ὄψεις ὑποκρινόμεναι τὰς σπονδάς , πρὸς ἃς ὁ
δὲ οὔτε τι διδόντες οὔτε λαμβάνοντες , ἀλλὰ ὅσαι ἤδη ὡραῖαι γάμου , ταύτας οἱ πατέρες προάγοντες ἐς τὸ ἐμφανὲς
6143427 σαλπαι
, τροφώδεις δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκκρίσεις εὖ ἔχουσιν . σάλπαι αἱ πελάγιαι δριμεῖαι , εὔστομοι , δύσφθαρτοι , δυσδιαχώρητοι
καλαμῆες σαῦρον κικλήσκουσι καὶ αἰολίην , ὀρφίσκον πιότατον κεφαλῇ . σάλπαι τ ' ἰσομήκεες ἰχθῦς , ἅς τε βόας πορκῆες
5966069 χημαι
τὸ λευκὸν , κόγχαι , σωλῆνες , μύες θαλάσσιοι , χῆμαι , κτένες , τάριχος τέλειος καὶ μὴ βρομώδης καὶ
τε ὄστρεα καὶ οἱ κήρυκες αἵ τε πορφύραι καὶ αἱ χῆμαι καὶ λεπάδες , κτένες καὶ πίνναι καὶ πάντα ὅσα
5950759 Λακωνικαι
τρέφῃ ; καὶ ποῦ πέος ; ποῦ χλαῖνα ; ποῦ Λακωνικαί ; ἀλλ ' ὡς γυνὴ δῆτ ' ; εἶτα
ὡς ἐν τῷ περὶ Μαντινείας εἰρήσεται . εἰσὶ καὶ μάστιγες Λακωνικαί . ἔστι καὶ εἶδος κλειδὸς Λακωνικῆς . καὶ οὐδέτερον
5935043 λειαι
καὶ αἱ προϲφοραὶ τῆϲ τροφῆϲ ἄδηκτοι καὶ ἄϲτυφοι παντάπαϲι καὶ λεῖαι καὶ ῥοφηματώδειϲ . εἰ δὲ καὶ τὰ ὑποχόνδρια ἐν
] : Σικυώνι ' , Ἀμβρακίδια , Νοσσίδες ? , λεῖαι , ψιττάκια , κανναβίσκα , Βαυκίδες [ ] ,
5934303 ἐλαιαι
ἐφ ' ᾧ ἦν ἄρτος , κρέας , τυρός , ἐλαῖαι , ἰσχάδες : καί φησιν ἔσθιε . καλῶς ληφθεὶς
ἐλαίου θερμοῦ ὄντος τοῦ ἡλίου . εἰ δὲ μὴ ὦσιν ἐλαῖαι , ἁπαλοὺς κλάδους τῆς ἐλαίας κόψας , τὸ αὐτὸ
5910523 ἐγχελυες
ψύχοντα καὶ ὑγραίνοντα φυλάσσεσθαι χρή , οἷά ἐστιν ἰχθύων μὲν ἐγχέλυες καὶ γλάνιες καὶ ἔλλοπες καὶ χρέμητες , καὶ ὅλως
κτένες , πίνναι , καὶ πάντα ἁπλῶς τὰ ὀστρακόδερμα , ἐγχέλυες , κοχλίοι , ἐλάφεια κρέα , αἴγεια , βόεια
5891475 πλεκονται
γὰρ τρί ' ἄττα ἐστὶν εἴδη ἐξ ὧν αἱ βάσεις πλέκονται , ὥσπερ ἐν τοῖς φθόγγοις τέτταρα , ὅθεν αἱ
Ὁρᾷ ἄνδρας προσιόντας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ . ἔνθα οἱ στέφανοι πλέκονται . ὡς διὰ τὴν εὐτέλειαν τοῦ μισθοῦ δικάζειν θελόντων
5880491 χαριζομεναι
αὑτὴν ἑκάστη καὶ καλούμεναι καὶ τοῖς αὐτοῖς εὐθυμούμεναί τε καὶ χαριζόμεναι καὶ κερδαίνουσαι , ὧν μὲν περίεστι μεταδιδοῦσαι , ὧν
αὐτῷ , τὴν εὑρεθεῖσαν ἄμπελον ὑπὸ τοῦ θεοῦ τοῖς ἀνθρώποις χαριζόμεναι . Λυκοῦργος δὲ μέχρι τῆς θαλάσσης συνεδίωξε τὸν Διόνυσον
5865119 ταινιαι
ἀδρανέες μελάνουροι τραχούρων τ ' ἀγέλαι βούγλωσσά τε καὶ πλατύουροι ταινίαι ἀβληχραὶ καὶ μορμύρος , αἰόλος ἰχθύς , σκόμβροι κυπρῖνοί
εἶναι τὸν ἔκπλουν δυνατόν : βραχέα γὰρ καὶ διθάλαττα καὶ ταινίαι μακραὶ μέχρι πολλοῦ διήκουσαι παντάπασιν ἄπορον καὶ δύσκολον παρέχουσι
5859166 ὀθοναι
πρὸς τὸ διπλάσιον μετέωρος ἀρθεῖσα προφαίνηται . λεπταὶ δ ' ὀθόναι κατὰ τοῦ μήκους καὶ πλάτους ἦσαν ἐφαρμοζόμεναι τοῖς κίοσιν
. ὀθόνη Γ . . . . . , : ὀθόναι : τὰ περιβόλαια , παρὰ τὸ ἕσασθαι , ἐσθόναι
5858830 ποταναι
καὶ μελάντερος τὸν νῶτον . Ἐπίχαρμος : σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες . τοῦτο δὲ σημειωτέον πρὸς Σπεύσιππον λέγοντα εἶναι
δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς γραῖαί τ ' ἐριθακώδεες .
5846780 ὀγχναι
τῶν ἐγκάρπων μετὰ ἐλαίας καὶ ἀμπέλου καὶ συκῆς μηλέαι , ὄγχναι , ῥοιαί , κοκκύμηλατὸ δὲ δένδρον αὐτὸ ἐν τῇ
. ὄγμους τοὺς τῶν θεριζόντων στίχους καὶ τοὺς αὔλακας . ὄγχναι ἄπιοι : “ ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι .
5842143 ἀρσενες
: καλεῖται δὲ Γορτύνιος καὶ ὁ ποταμός . Ἀλέῳ δὲ ἄρσενες μὲν παῖδες Λυκοῦργός τε καὶ Ἀμφιδάμας καὶ Κηφεύς ,
ἀρτάβαι : σινήπυος σπέρματος τρίτον ἀρτάβης . πρόβατα , οἱ ἄρσενες τετρακόσιοι : βόες ἑκατόν : ἵπποι τριάκοντα : χῆνες
5826761 εὐπνοοι
τοῦ ἐπιπέδου ὀλίγας ἔχειν τὰς ἀπὸ τοῦ ἡλίου ἀντανακλάσεις , εὔπνοοι δὲ διὰ τὸ πανταχόθεν ἐξανεῷχθαι καὶ μηδὲν ἔχειν τὸ
ἀντίσπαστοι ἐπιδρομάδην παταγεῦσαι , ὑμᾶς νῦν λίτομαι , δροσοείμονες , εὔπνοοι αὔραις , πέμπειν καρποτρόφους ὄμβρους ἐπὶ μητέρα γαῖαν .
5823731 μελασιν
μέλανος τούτοις : εἰσὶ δὲ καὶ αἱματώδεις κέγχροι ἐν τοῖς μέλασιν . ἄλλοι δὲ κεγχρωτὰ μὲν οὐ φέρουσι τὰ εἴδη
ἑαυτὸν ὡς λέγουσιν ἐτελεύτησεν . ἀνήγετο μὲν γὰρ ἡ ναῦς μέλασιν ἱστίοις ἡ τοὺς παῖδας φέρουσα ἐς Κρήτην , Θησεὺς
5820637 ἰσχνω
ἀκτῖνα . Ἰσχνός . παρὰ τὸ ἴσχω , οὗ παράγωγον ἰσχνῶ . ὄνομα ἰσχνός . Ἰνίον . ἀπὸ τοῦ ἐν
ἰέναι ποιῶ . Ἰσχάδες παρὰ τὸ ἴσχω , καὶ παράγωγον ἰσχνῶ , ἰσχνάδες : καὶ ἀποβολῇ τοῦ ν , ἰσχάδες
5794075 χθονιαι
κεύθεσιν οἰκί ' ἔχουσαι , κρυψίδρομοι , Βάκχοιο τροφοί , χθόνιαι , πολυγηθεῖς , καρποτρόφοι , λειμωνιάδες , σκολιοδρόμοι ,
φωσφόρος παρέρπει Φαέθων μέσην πορείην ὑπὸ κριὸν ἅρμα τείνων , χθόνιαι φλέβες γελῶσιν . Χθονοφοίτορες δὲ Μοῖραι κρυφίας γονὰς ἀρούρης
5776297 τευθιδες
σησάμου σπέρμα , ἐρυσίμου σπέρμα , τὰ καλούμενα μαλάκια , τευθίδες , σηπίαι , πολύποδες , οἱ κητώδεις τῶν ἰχθύων
δέ . τὰ δὲ μαλάκια καλούμενα , οἷον πολύποδες , τευθίδες , σηπίαι , οὔτε διαχωρεῖ , ἀλλὰ καὶ τὰς
5761518 κηριων
βδέλος ὁ ἀπὸ λύχνου , λιγνὺς καὶ κνίσσα ὁ ἀπὸ κηρίων καὶ ἐλαίων . καπνὸς ἀπὸ ξύλου , ἀτμὸς ἀπὸ
ὡς τοῦ μέλιτος εἶναι μᾶλλον ἐν αὐτῷ χρείαν ἢ τῶν κηρίων : πλύνεται γὰρ ταῦτα κατὰ τὸ ὕδωρ , οὐχ
5757934 σηπιαι
παρὰ χεῦμα Βαφύρα : καὶ ἐν Ἀμβρακίῃ παμπληθέας ὄψει . σηπίαι Ἀβδήροις τε Μαρωνείῃ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . τοὺς
σηπίαις : ἀπρόσλογος δὲ ἡ εἰκασία . λευκαὶ γὰρ αἱ σηπίαι . . ἐσταθευμέναις δὲ , ἐξ ἐπιπολῆς ὀπτηθείσαις .
5755833 κιχλαι
πλήρη οὖσαν πολλῶν ἀγαθῶν : ἦσαν γὰρ ἐν αὐτῷ συνωπτημέναι κίχλαι καὶ νῆτται καὶ συκαλλίδων πλῆθος ἄπειρον καὶ ᾠῶν ἐπικεχυμέναι
τότε γενεᾶς ἀφθίτου λαχόντες θείας . κιχλῶν : αἱ μὲν κίχλαι εἶδος στρουθῶν , δοκοῦσι δὲ πρὸς τρυφὴν ἐκ τῶν
5746319 ἀναδρομαι
τι ἐπεπόνθει καὶ ὁ Νουμηνίου υἱός . Ἐξ ὀσφύος ἀλγήματος ἀναδρομαὶ ἐς καρδίην , πυρετώδεες , φρικώδεες , ἀνεμέουσαι ὑδατώδεα
ἔτι τε ληθάργους καὶ δυσαισθησίας , ποιαί τινες συστάσεις καὶ ἀναδρομαὶ τῆς φλεγματώδους οὐσίας . συνεπιμίγνυνταί γε μὴν τὸ πλέον
5744048 ὁδευουσι
τὸν βίον : καὶ γὰρ πολεμοῦσιν ἀπ ' αὐτῶν καὶ ὁδεύουσι καὶ τρέφονται τῷ τε γάλακτι χρώμενοι καὶ ταῖς σαρξί
καὶ διὰ τοῦτο κρόνιον ἔχοντες βίον ἀεὶ ἐπὶ τὸ ἀκμαιότερον ὁδεύουσι τὴν τῇ γενέσει σύζυγον φθορὰν ἀφιέντες . ἐν γὰρ
5743968 ἁμαδρυαδες
Δρυοπίδι . καὶ εἰς τοῦτο παριοῦσαν τὸ ἱερὸν Δρυόπην ἥρπασαν ἁμαδρυάδες νύμφαι κατ ' εὐμένειαν καὶ αὐτὴν μὲν ἀπέκρυψαν εἰς
πολιᾶς . Ἀριστοφάνης Τελμησσεῦσιν . ἀλωπόχρους : ὁ πολιός . ἁμαδρυάδες : νύμφαι , αἳ ἅμα δρυσὶ γίνονται καὶ ἀπογίνονται
5727116 νηριται
: ἠὲ καὶ ὄστρεα τόσσα βυθοὺς ἅτε βόσκεται ἅλμης , νηρῖται στρόμβοι τε πελωριάδες τε μύες τε , γλίσχραι τ
τῶν πετρῶν τήθεα καὶ βάλανοι καὶ τὰ ἐπιπολάζοντα λεπάδες , νηρῖται . ὡσαύτως δὲ γίνεται τοῖς ὀστρακοδέρμοις καὶ τὰ μὴ
5725090 τελλιναι
ἐκ θαλάσσης ὄστρεα καὶ κτένες ἐχῖνοί τε καὶ πελωρίδες καὶ τελλῖναι σεύτλοις συνηψημέναι : καὶ γὰρ ἰδιαίτερον ὁ ζωμὸς αὐτῶν
, εὔχυλοι , εὐστόμαχοι , καὶ μάλιστα αἱ μείζους . τελλῖναι γίνονται μὲν ἐν Κανώβῳ πολλαὶ καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ
5721714 πρεμνων
τε καὶ ὀσμύλους ἐκ τῶν κυμάτων προελθόντας καὶ διὰ τῶν πρέμνων ἀνερπύσαντας καὶ τοῖς κλάδοις περιπεσόντας καὶ ὀπωρίζοντας , καὶ
τοὺς μὲν ἄλλους τρόπους φύεται πάντας , ἀπὸ δὲ τῶν πρέμνων καὶ τῶν ξύλων οὐ φύεται : μηλέα δὲ καὶ
5711235 θηλεις
δὲ τοῖς λιθιῶσι καὶ ἄλλοις δυσουροῦσιν εὔθετοι . οἱ δὲ θήλεις μονοχρώματοί τέ εἰσι καὶ γλυκύτεροι . λαμβάνονται δὲ ἑφθοὶ
ἰδὼν τεθνηκός , ἐξ αὐτοῦ τρώγει ἤδη . οἱ δὲ θήλεις κόσσυφοι , ἕως μὲν ἄρρενα ὁρῶσι προασπίζοντα , ὡς
5709180 κογχαι
: πάλαι γὰρ χοιρίναις ἀντὶ ψήφων ἐχρῶντο , αἵπερ ἦσαν κόγχαι θαλάττιοι : αὖθις δὲ καὶ χαλκᾶς ἐποιήσαντο κατὰ μίμησιν
χοιρίναις ἐχρῶντο πρὸ τῶν ψήφων οἱ δικασταί : ἦσαν δὲ κόγχαι τινές , ὥς φησιν Ἐπαφρόδιτος ἐν ταῖς Λέξεσιν .
5702337 δρεψαμενοι
γὰρ αἱ πρῶται φαντασίαι χρόνῳ μόλις ἐνσφραγιζόμεναικαὶ ἅμα σπουδὴν ἐποιοῦντο δρεψάμενοι τῶν ἀκροδρύων , μὴ ἄρτι πρῶτον στεριφουμένων ἀλλ '
τῷ προειρημένῳ ποταμῷ βοτάνη παρόμοιος ὀριγάνῳ , ἧς τὰ ἄκρα δρεψάμενοι Θρᾷκες , ἐπιτιθέασιν πυρὶ μετὰ τὸν κόρον τῆς δημητριακῆς
5701895 πορφυραι
καὶ σπερματίαν ὠνόμαζον . τήθη , κογχύλια , ὄστρεα , πορφύραι , κήρυκες , κάραβος , ἀστακός , χῆμαι ,
ληφθέντα συνδιαφθείρει καὶ τὰ ἄλλα . Τὰ μικρὰ χημία , πορφύραι καὶ κήρυκες ὅσα τε ἄλλα τῶν ὀστρακοδέρμων σκληρὰν ἔχει
5700331 κυουσιν
ἐγώ , ἦ δ ' ἥ , σαφέστερον ἐρῶ . κυοῦσιν γάρ , ἔφη , ὦ Σώκρατες , πάντες ἄνθρωποι
ἀπὸ τῆς ὕλης ἕλκουσι , τὰ δὲ αὑταῖς ἀναπλάττουσιν καὶ κυοῦσιν . πάσχει δὲ τοῦτο ψυχὴ μάλιστα τοῦ ὑλικοῦ προσλαβοῦσα
5700299 Δελφικοι
μέσον δὲ τῶν ἄντρων νύμφαι ἐλείφθησαν , ἐν αἷς ἔκειντο Δελφικοὶ χρυσοῖ τρίποδες ὑποστήματ ' ἔχοντες . κατὰ δὲ τὸν
. ἐπόμπευσαν δὲ καὶ θυμιατήρια χρυσᾶ καὶ ἐσχάραι ἐπίχρυσοι καὶ Δελφικοὶ τρίποδες καὶ φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ κεραυνὸς ἐπίχρυσος πηχῶν
5698362 φατται
τὴν λέγουσαν κακοῦ κόρακος κακὸν ᾠόν . Σωφρονέσταται ὀρνίθων αἱ φάτται ᾄδονται . ὁ γοῦν ἄρρην καὶ ὁ θῆλυς συνδυασθέντες
ἀφθόνως μεταδιδόασι τῶν ἐκγόνων . ἔστι δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρύγονες , κίχλαι , κόσσυφοι ,
5689200 καμακες
ἄρκυες , ἐνόδια , ἐμβόλια , στάλικες , στήριγγες , κάμακες , δίκρα , κάλοι , ἱμάντες , κυνοῦχοι ,
τὰς μέντοι λαμπάδας καὶ κάμακας εἴρηκεν ἐν Ξαντρίαις Αἰσχύλος : κάμακες πεύκης οἱ πυρίφλεκτοι . τὸ δὲ ὀβελισκολύχνιον , στρατιωτικὸν
5683902 φιλοπαιγμονες
καὶ Διὸς ἔκγονοι , καθάπερ οἱ κομψοί τε ἐκεῖνοι καὶ φιλοπαίγμονες , πάμπολυ δὲ τῶν ἀδελφῶν διαφέρουσι : καὶ τὴν
, ἁπαλαί , πολυθρέμμονες αὐξίτροφοί τε , κοῦραι ἁμαδρυάδες , φιλοπαίγμονες , ὑγροκέλευθοι , Νύσιαι , † μανικαί , παιωνίδες
5679895 περικαρπιοις
ἀλλοιώσεις ποιοῦσιν . Εἰσὶ δ ' ὥσπερ ἐν αὐτοῖς τοῖς περικαρπίοις ὡρισμέναι μεταβολαὶ χωρισθέντων ὁμοίως εἴς τε τοὺς κατὰ τὰς
τοῦτο γὰρ ἀκαρπία : καὶ πάλιν ἐν αὐτοῖς καὶ τοῖς περικαρπίοις : ἡ γὰρ εἰς τὸ ἕτερον ὁρμὴ κωλύει τὴν
5678752 πικραι
ἀντὶ τοῦ ὠμῷ καὶ ἀνηλεεῖ , ἐπειδὴ δοκοῦσιν αἱ γυναῖκες πικραὶ σφόδρα εἶναι περὶ τὸ ὀργίζεσθαι . διὸ καὶ ὁ
καὶ ἀπιόντα αὖθις , καὶ παλίρροια ἐπιθυμιῶν , καὶ λῦπαι πικραὶ ταύταις ἀνακεκραμέναι , καὶ ταραχαί , καὶ φόβοι .
5678115 ἐοικυιαι
περὶ σιαγόσι καὶ τραχήλῳ καὶ μασχάλαις καὶ βουβῶσιν , ἀδέσιν ἐοικυῖαι φλεγμοναί , εἰς πῦον τρεπόμεναι . χίμετλα γίνεται μὲν
' ὅλων , ἃς οὐ θέμις ἀκρωτηριάζειν διαιροῦντας , αἱ ἐοικυῖαι ταῖς ἀμερίστοις θυσίαις , ὁλοκαυτώμασιν , ὧν ἐναργὲς παράδειγμα
5675154 ἐπησαν
μιῆς δὲ καὶ τεσσεράκοντα ἔτι τῶν ἐπιλοίπων γενέων , αἳ ἐπῆσαν τῇσι τριηκοσίῃσι , ἐστὶ τεσσεράκοντα καὶ τριηκόσια καὶ χίλια
κατὰ ταύτας τὰς ἐσβολάς , καὶ τό γε παλαιὸν πύλαι ἐπῆσαν . Ἔδειμαν δὲ Φωκέες τὸ τεῖχος δείσαντες , ἐπεὶ
5669596 νητται
; ] καὶ νὴ Δί ' αἱ νῆτται : Ἡ νῆτται εἶδος ὀρνέου , ἔχον τὴν πτέρωσιν ἐκ φύσεως ὥσπερ
οὐκ ἂν ἐργασαίατο ; ] καὶ νὴ Δί ' αἱ νῆτται : Ἡ νῆτται εἶδος ὀρνέου , ἔχον τὴν πτέρωσιν
5668510 γλαυκαι
[ ] [ βάρβακεϲ ἱέρακεϲ ] ? αἱ ? ? γλαυκαὶ ? ? παρὰ ? [ τοῖϲ Λίβυϲι ] [
λέοντα , καὶ ἡ γλῶσσα ταύταις ὁμοίως ἐκείνῳ τραχεῖα . γλαυκαὶ δὲ αὐταῖς αἱ τῶν ὀφθαλμῶν κόραι , καὶ μεμύκασι
5666907 φελλοι
] διὰ φήμης σώζοιέν σε . κληδόνες ] εὐφημίαι . φελλοὶ ] ἐκεῖνοι γὰρ ἐπιπλέοντες σημαίνουσι τὴν ἐν βυθῶι σαγήνην
θανών . [ παῖδες γὰρ ἀνδρὶ κληδόνες σωτήριοι θανόντι : φελλοὶ δ ' ὣς ἄγουσι δίκτυον , τὸν ἐκ βυθοῦ
5665734 βατοι
ἐν τῷ κόσμῳ συμβαινόντων . Σίκυος πικρός ; ἄφες . βάτοι ἐν τῇ ὁδῷ ; ἔκκλινον . ἀρκεῖ , μὴ
, ἦν δὲ ζύγαιναι , πρήστιες , κἀμίαι τε καὶ βάτοι ῥίναι τε τραχυδέρμονες . ἐν δὲ Μεγαρίδι : τὰς
5661470 ἐπαναγουσιν
ἐς τὸ νοτερόν , καὶ ἀπογεύουσι τῆς θαλάττης , εἶτα ἐπανάγουσιν ἐς τὸν τῆς ὠδῖνος τόπον τὸν ἐξ ἀρχῆς ,
τἀκόλουθον ἐκ διαστήματος , ἀλλὰ καθάπερ ἐν ποιήματι χρησάμενοι πάλιν ἐπανάγουσιν ἐπὶ τὰς ἐξ ἀρχῆς ὑποθέσεις . . : παραιτητέον
5661002 Νικαι
τοῦ βωμοῦ . τὰ δὲ ἐν τοῖς ἀετοῖς Ἡρακλῆς καὶ Νῖκαι πρὸς τοῖς πέρασίν εἰσιν . ἀνάκειται δὲ ἀγάλματα ἐν
μουσικῆς αʹ , Πυθικὸς αʹ , Πυθιονικῶν ἔλεγχοι αʹ , Νῖκαι Διονυσιακαὶ αʹ , Περὶ τραγῳδιῶν αʹ , Διδασκαλίαι αʹ
5659516 κλωσιν
. αὕτη μὲν γὰρ δένδρου ὕψος λαμβάνουσα καὶ σχιζομένη τοῖς κλωσὶν ὥσπερ ἡ ἀναδενδρὰς ὅμως ἐπίκηρόν τε καὶ οὐ δύναται
ἐν τοῖς φύλλοις τῶν δὲ ἐν τοῖς ἄνθεσι καὶ τοῖς κλωσὶν , καὶ μᾶλλον αἱ ὀσμαὶ τῶν χυμῶν : ἐπεὶ
5657362 κοκκυγες
μαλακόδερμα , βάτοι , λειόβατοι , ῥῖναι , δράκοντες , κόκκυγες , γαλεώνυμοι , σκορπίοι , τράχουροι , τρίγλαι ,
ἐν τῷ περὶ ἰχθύων . ΚΟΚΚΥΓΕΣ . Ἐπίχαρμος : κἀγλαοὶ κόκκυγες , οὓς παρσχίζομες πάντας , ὀπτᾶντες δὲ χἀδύναντες αὐτοὺς
5655776 περονῃσι
: μετέβαλον ὦν ἐς τὸν λίνεον κιθῶνα , ἵνα δὴ περόνῃσι μὴ χρέωνται . Ἔστι δὲ ἀληθέϊ λόγῳ χρεωμένοισι οὐκ
ἀνείλκυσαν τὰ ἄρμενα . διακριδὸν δὲ διόλου ἢ διατεταμένως . περόνῃσι δὲ τοῖς πασσάλοις τοῖς κατὰ τὰ σανιδώματα καὶ τοὺς
5645135 ἐσθητες
οὐκ ὀλίγος δὲ χρυσὸς διηρπάζετο , πολλαὶ δὲ καὶ πολυτελεῖς ἐσθῆτες , αἱ μὲν θαλασσίαις πορφύραις , αἱ δὲ χρυσοῖς
ἐν Πέρσαις δὲ τοῖς οἴκοι καὶ νῦν ἔτι πολὺ καὶ ἐσθῆτες φαυλότεραι καὶ δίαιται εὐτελέστεραι : ὁρῶν δὴ τὸν κόσμον
5638512 εὐφροσυναι
τὸ βιασάμενον καὶ κρατῆσαν ὀνοματοποιήσῃ πάθος , οὕτως εὐβουλίαι καὶ εὐφροσύναι φυσικαῖς ἐκφωνήσεσιν ἀναγκάζουσι χρῆσθαι , ὧν οὐκ ἂν εὕροι
, ὅτι ἐξ οὐδενὸς ἡμῖν αἱ ἡδοναὶ γίνονται καὶ αἱ εὐφροσύναι καὶ γέλωτες καὶ παιδιαὶ ἢ ἐντεῦθεν , καὶ λῦπαι
5632817 πωλυποι
, τευθίδα : Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Ἥβας γάμῳ : πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς
τε καὶ κίχλαι , λαγοὶ δράκοντές τ ' ἄλκιμοι . πώλυποί τε σηπίαι τε καὶ ποταναὶ τευθίδες χἀ δυσώδης βολβιτὶς
5628221 κοσσυφοι
τεθνηκός , ἐξ αὐτοῦ τρώγει ἤδη . οἱ δὲ θήλεις κόσσυφοι , ἕως μὲν ἄρρενα ὁρῶσι προασπίζοντα , ὡς ἂν
γένη δύο ἐνταῦθα ἀλεκτρυόνων , οἵ τε μάχιμοι καὶ οἱ κόσσυφοι καλούμενοι . τούτων τῶν κοσσύφων μέγεθος μὲν κατὰ τοὺς
5625448 κυαναι
τέως δὲ περὶ τῶν γλαυκῶν αἰόλων λέγω . ψεκάδες εἰσὶ κυαναῖ περὶ τὰς κόρας κατὰ μέγεθος κέγχρου , ἕτεραι δὲ
δὲ λευκαὶ καὶ ἐπιλευκότεραι , ἄλλαι δὲ ὠχραὶ καὶ ἄλλαι κυαναῖ τοῦ ὠχροῦ τῷ πυρρῷ μεμιγμένου ἢ τοῦ μέλανος τούτοις
5623206 εὐδιοικητοι
πλειστάκις ποιοῦμεν . Αἱ δὲ τροφαὶ σιτώδεις καὶ εὔχυμοι καὶ εὐδιοίκητοι ἔστωσαν . Γίνονταί ποτε ἀποστήματα ἐν τοῖς ἐντέροις ,
τῶν χειρῶν λουέσθωσαν . τροφαὶ δ ' ἁρμόζουσιν ὑγραὶ καὶ εὐδιοίκητοι , λάχανα τὰ γλυκέα πάντα , ἰχθύων οἱ πετραῖοι
5622741 τριποδες
καὶ διαπήγμασι πρὸς αὑτὰ συνειλημμένα τὰ κανόνια , καθάπερ οἱ τρίποδες ἐν τοῖς ὑποτρίποσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ ὀρθοστάτου καρχήσιον
τὸν Διόνυσον τεχνῖται . τούτων δ ' ἐφεξῆς ἐφέροντο Δελφικοὶ τρίποδες , ἆθλα τοῖς τῶν ἀθλητῶν χορηγοῖς , ὁ μὲν
5622306 καλουσαι
, κοινούμεναι πρὸς ἀλλήλας τὰ σφῶν αὐτῶν διὰ τῶν πανηγύρεων καλοῦσαί τε ἐν μέρει παρ ' αὑτὴν ἑκάστη καὶ καλούμεναι
, κοινούμεναι πρὸς ἀλλήλας τὰ σφῶν αὐτῶν διὰ τῶν πανηγύρεων καλοῦσαί τε ἐν μέρει παρ ' αὑτὴν ἑκάστη καὶ καλούμεναι
5621111 δαψιλεις
ἡ Μεγάλη πόλις . ” βοσκήμασι δ ' εἰσὶ νομαὶ δαψιλεῖς , καὶ μάλιστα ἵπποις καὶ ὄνοις τοῖς ἱπποβάτοις :
χρῶνται . τούτων δ ' ἔρημος ὑπέρκειται μεγάλη , νομὰς δαψιλεῖς ἔχουσα , ἐκλειφθεῖσα δ ' ὑπὸ πλήθους σκορπίων καὶ
5618721 καθιζοντας
τὰς Μούσας ] τὴν μουσικὴν εὐτεχνίαν . ἐν παιδοτρίβου δὲ καθίζοντας : εἰς τὸν τόπον ὅπου διατρίβουσι καὶ γυμνάζονται οἱ
τυπτόμενος πολλὰς , ὡς τὰς Μούσας ἀφανίζων ἐν παιδοτρίβου δὲ καθίζοντας καὶ τἄλλα δὴ καθ ' ἕκαστον διεξελθὼν τελευτῶν ἐπιθήσει
5609417 ἀεναοι
ἐν Σαμοθράικηι ἄνακτες , ὁμοῦ δὲ Διόσκοροι αὐτοί , πνοιαὶ ἀέναοι , ψυχοτρόφοι , ἀεροειδεῖς , οἵτε καὶ οὐράνιοι δίδυμοι
τοῦ χοροῦ ᾠδὴ κώλων ιϚʹ , ὧν τὸ αʹ ” ἀέναοι Νεφέλαι “ δακτυλικὸν πενθημιμερές : τὸ βʹ ” ἀρθῶμεν
5609357 στεινην
εἶναι Κύραυιν , μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων , πλάτος δὲ στεινήν , διαβατὸν ἐκ τῆς ἠπείρου , ἐλαιέων τε μεστὴν
τὰ παρίσθμια ἴσθμια ] τὸν λαιμόν φάρυγος ] τοῦ λάρυγγος στεινήν ] τὴν στενήν ἐμφράσσεται ] ἐμφράττει οἶμον ] ὁδόν
5608452 περκαι
μυδαλέαι , περὶ δὲ μνία πολλὰ πέφυκε : τὰς ἦτοι πέρκαι καὶ ἰουλίδες ἀμφί τε χάννοι φέρβονται σάλπαι τε μετὰ
, φησίν , καλούμενοι μαλακόσαρκοι , κόσσυφοι , κίχλαι , πέρκαι , κωβιοί , φυκίδες , ἀλφηστικός . Νουμήνιος δ
5607528 συνοικουσι
τιμὴ καταλύειν νόμους , ἔθη πάτρια κινεῖν , ἐπηρεάζειν τοῖς συνοικοῦσι , διδάσκειν καὶ τοὺς ἐν ταῖς ἄλλαις πόλεσιν ὁμοφροσύνης
, τίς ἑτέρα πόλις ἠρεμήσει ; τίς οὐκ ἐπιθήσεται τοῖς συνοικοῦσι ; τίς ἀπαθὴς καταλειφθήσεται προσευχή ; ποῖον πολιτικὸν οὐκ
5600231 δεσμευουσιν
Ἱππίᾳ , Ἀττικοί , διηνεκεῖ Ἕλληνες . δοῦσιν Ἀττικοί , δεσμεύουσιν Ἕλληνες . δελφίς ὄργανον ἐν ναυμαχίᾳ μολιβοῦν , ὅθεν
εὐθετεῖν αὐταῖς εἰς τὰς ἐρωτικὰς ἐπῳδάς : λαμβάνουσαι γὰρ αὐτὸ δεσμεύουσιν ἐκ τροχοῦ τινος , ὃν περιρρομβοῦσιν ἅμα ἐπᾴδουσαι .
5596139 καραβοι
. Μνησίθεος δ ' ὁ Ἀθηναῖος ἐν τῷ περὶ ἐδεστῶν κάραβοι , φησί , καὶ καρκίνοι καὶ καρῖδες καὶ τὰ
ὅμοια , ἀστακοί , πάγουροι , καρκῖνοι , καρίδες , κάραβοι καὶ ὅσα τοιαῦτα καὶ τὰ μαλάκια καλούμενα , πολύποδες
5595530 τρυγονες
. ἐστὶ δ ' ἡ ματτύα φάτται , χῆνες , τρυγόνες , κίχλαι , κόσσυφοι , λαγῴ , ἄρνες ,
λαγωοὶ καὶ ἔριφοι καὶ ἕτεροι ἄρτοι πεπονημένοι καὶ περιστεραὶ καὶ τρυγόνες πέρδικές τε καὶ ὅσον ἄλλο πτηνῶν πλῆθος ἦν .
5594231 σκηναι
ἐρεῖν χαίρετε καὶ λεγόντων πηδᾶτε καὶ ὃ τοῖς ἄλλοις αἱ σκηναί , τοῦθ ' ὑμῖν οἱ τῶν λόγων ἀγῶνες .
ἥδιστον ὑμῖν : σῶαι μὲν γὰρ ὑμῖν καὶ ἀκέραιοι αἱ σκηναί : παρεσκεύασται δὲ καὶ ὑμῖν ἐνθάδε ὥσπερ καὶ τούτοις
5591848 ῥοιαι
. ἔνθα δὲ δένδρεα μακρὰ πεφύκασι τηλεθάοντα , ὄγχναι καὶ ῥοιαὶ καὶ μηλέαι ἀγλαόκαρποι συκέαι τε γλυκεραὶ καὶ ἐλαῖαι τηλεθόωσαι
τὰ ὀξέα καὶ τὰ ἄποια : καὶ ἄπιοι δὲ καὶ ῥοιαὶ ὁμοίως αἱ τοιαῦται ψύχουσιν . οἱ στύφοντες φοίνικες ψυχρὸν
5590559 διελω
εἶναι διαιρετικὰς τοῦ ὑπεράνω καὶ τοῦ ὑποκάτω : ἐὰν γὰρ διέλω τὸ ζῷον εἰς πτηνὸν καὶ ἔνυδρον , οὐ δύναμαι
, ἢ εἰς ἄναιμον , οἷον μελίττας , ἀκρίδας , διέλω δὲ καὶ τὸ ἔνυδρον εἰς ἔναιμον , οἷον λάβρακα
5589459 τελαμωνων
ἐὰν δὲ ἀκμὴν σπαργανούμενον τὸ βρέφος ἑλκωθῇ διὰ τὴν τῶν τελαμώνων παράτριψιν ἢ δι ' ἄλλην τινὰ ποιητικὴν ἑλκώσεως αἰτίαν
περίκεινται χιτῶνες , μαχαίρας δὲ τῶν μηρῶν ἐξήρτηνται χρυσᾶς ἀργυρῶν τελαμώνων ξυνεχόντων αὐτάς . ἀλλ ' ἐν κύκλῳ μὲν ἰόντων
5584224 γλυκεσιν
ἀνάλογον τοῖς πρὸς γλῶτταν γλυκέσι , δυσώδη δὲ τοῖς μὴ γλυκέσιν : ἀνώνυμον γάρ , ὅσον γε ἐπὶ τῶν χυμῶν
μετὰ τὴν κάθαρσιν ὑγραίνειν , καὶ ῥοφήμασι χρῆσθαι καὶ οἴνοισι γλυκέσιν . Ἢν δὲ μὴ ἐξ ἀρχῆς παραλάβῃς , ἀλλὰ
5581702 γογγροι
δράκοντεϲ , γαλιώνυμοι , ϲκορπίοι τράχουροι τρίγλαι ὀρφοὶ γλαῦκοι ζύγαιναι γόγγροι φάγροι καὶ ὅϲα ἄλλα τῶν ἐν θαλάττῃ κητώδη ζῷα
τις νεφώδους ὄψις κίονος τοῖς πόρρωθεν ἀφορῶσι : καὶ οἱ γόγγροι δὲ ἀποθηριοῦνται πολὺ τῶν παρ ' ἡμῖν ὑπερβεβλημένοι κατὰ
5581360 δμῳαι
' ἐς οἴκους : καὶ γὰρ αἵδ ' ἔξω δόμων δμῳαὶ περῶσιν , αἳ πατρὸς κατὰ σταθμοὺς σαίρουσι δῶμα καὶ
' ἰθὺς κίεν : ἀμφὶ δ ' ἄρ ' ἄλλαι δμῳαὶ Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἠγερέθοντο καὶ κύνεον ἀγαπαζόμεναι κεφαλήν τε καὶ
5579320 δεξαμεναι
τέλεια τικτούσαις θέμις οὐκ ἔστιν ἀνδρὸς ἐπιλαχεῖν θνητοῦ : μὴ δεξάμεναι δὲ παρά τινος ἑτέρου γονήν , ἐξ ἑαυτῶν μόνον
ἐμμένει ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἡ γονή . Αἱ γὰρ μῆτραι δεξάμεναι καὶ μύσασαι ἔχουσιν ἐν ἑωυτῇσιν , ἅτε εἰλυσπασθέντος τοῦ
5579056 διαβροχα
ἤ τι τῶν ὁμοίων , ἐπάνω τε ἔρια ἐλαίῳ θερμῷ διάβροχα , θεραπεύειν δὲ δὶς τῆς ἡμέρας , ὄρθρου καὶ
πάνυ χρήσιμον . ἡ δὲ τῶν σκυλακευομένων τροφὴ σιτία οἴνῳ διάβροχα . κύουσι δὲ δύο μῆνας , καὶ οὐκ ἄν
5576274 χλωροτερα
τοῖς φυσικοῖς προβλήμασιν τοὺς περὶ τὴν φυτείαν τῆς κριθῆς γινομένους χλωρότερα ἴσχειν καὶ καταρροϊκὰ τὰ σώματα μᾶλλον ἢ περὶ τὸν
ἔχον περὶ τὰς ῥάβδους ἐλαίᾳ παραπλήσια , πλατύτερα δὲ καὶ χλωρότερα : ἄνθη λευκά , βοτρυώδη , εὐώδη : σπέρμα
5575964 ψητται
ὑπακτικά . τὰ δὲ πετραῖα , κωβιοί , σκορπιοί , ψῆτται , τὰ ὅμοια ξηρὰν δίδωσι τροφήν , εὔογκα δ
βάτραχοι , πέρκαι , συνόδοντες , ὄνοι , βατίδες , ψῆτται , γαλεός , κόκκυξ , θρίσσαι , νάρκαι ,
5573133 φυσκαι
, ὃν διὰ φαυλότητα ὀνόσαιτό τις . ψεύδεα ῥινός : φύσκαι ἐπὶ τῆς ῥινὸς λεπταὶ αἱ λεγόμεναι ἴονθοι ὡς κατὰ
τὴν ἔνθεσιν χωρεῖν λιπαρὰν κατὰ τοῦ λάρυγγος τοῖς νεκροῖς . φύσκαι δὲ καὶ ζέοντες ἀλλάντων τόμοι παρὰ τοῖς ποταμοῖς σίζοντ
5571710 ναρθηκωδη
πράσιον κόνυζα μελισσόφυλλον ἕτερα τοιαῦτα : πρὸς τούτοις ἔτι τὰ ναρθηκώδη καὶ ἐννευρόκαυλα , καθάπερ μάραθον ἱππομάραθον ναρθηκία νάρθηξ καὶ
θαψία φύλλον μὲν ὅμοιον τῷ μαράθῳ πλὴν πλατύτερον καυλὸν δὲ ναρθηκώδη ῥίζαν δὲ λευκήν . Ἡ δ ' ἰσχὰς ἢ
5570020 δριμειαι
: ῥίζαι ὡς μέλανος ἐλλεβόρου , λεπταί , εὐώδεις , δριμεῖαι , ὑπολίπαροι . ὑδρηλὰ φιλεῖ χωρία . Ἀλόη φύλλον
κακίᾳ φθείρουσι . καὶ γὰρ ὁπόταν αἱ χολαὶ πάνυ τοι δριμεῖαι καὶ καυσώδεις ὦσιν , εὐπαθῆ δὲ τὰ ἔντερα ᾖ
5569609 κεκοσμημεναι
αἱ μὲν οὖν τριήρεις παρ ' ὅλον τὸν λιμένα παρώρμουν κεκοσμημέναι τοῖς ἐπὶ ταῖς πρῴραις ἐπισήμασι καὶ τῇ λαμπρότητι τῶν
βαρβαρικάς , ἐφ ' ὧν ἐκάθηντο γυναῖκες Ἰνδαὶ καὶ ἕτεραι κεκοσμημέναι ὡς αἰχμάλωτοι . κάμηλοι δ ' αἳ μὲν ἔφερον
5569270 ἡμεριδες
ἐνδεῖ πρὸς τὴν τῆς σκιᾶς παρασκευήν ; αἱδὶ μὲν αἱ ἡμερίδες ἄγριαι ἀνερπύσασαι ξυμβεβλήκασι τοὺς τῶν κλημάτων κορύμβους ἄλλον ἄλλῳ
, ὅτι νῦν μὲν τὰ λήϊα κομᾷ τοῖς ἀστάχυσι καὶ ἡμερίδες τοῖς βότρυσι καὶ ἀκρόδρυα τοῖς ὡραίοις , καὶ κατάκομα
5568942 κρατηρες
καθήμενον τὸν Ἥφαιστον χαλκεύειν : καλεῖται δὲ ὁ τόπος οὗτος κρατῆρες , διὰ τὸ μεστὸς εἶναι πυρός † οὐκ ἔστιν
ἐπεσθίων τοῦ ἄρτου . ἐπειδὰν δὲ ἱκανῶς ἔχωσιν , ἐσφέρονται κρατῆρες ἀργυροῖ τε καὶ χρυσοῖ , δέκα συμπόταις ἀποχρῶν εἷς
5568087 πληρεσιν
καὶ αὐτὸς ὠπισθοφυλάκει . καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσιν , ὡς μὴ δύνασθαι διαβαίνειν ἄνευ γεφυρῶν : ἀλλ
κινεῖσθαι τίνα ἕξουσι λόγον λέγειν ; ἐν μὲν γὰρ τοῖς πλήρεσιν ἐξ ἀνάγκης θᾶττον φέρεσθαι τὸ βαρύτερον : μᾶλλον γὰρ
5565429 Φιλοτητα
. . . Ἐ . δὲ τὴν μὲν ἀγαθουργὸν ἀρχὴν Φιλότητα καὶ Φιλίαν πολλάκις , ἔτι δ ' Ἁρμονίαν καλεῖ
μὲν πῦρ Νεῖκος οὐλόμενον [ , ] , σχεδύνην δὲ Φιλότητα τὸ ὑγρὸν ἑκάστοτε προσαγορεύων . σχεδύνην Φιλότητα . .
5563233 Μεγαιρα
: Δουλεύτριαι τῶν Μοιρῶν εἰσὶν αἱ Ἐριννύεις , Τισιφόνη , Μέγαιρα , καὶ Ἀληκτώ : μνήμονας δὲ ταύτας εἴρηκε ,
εἰσι δαίμονες τιμωρητικαί , ὧν τὰ ὀνόματα * Τισιφόνη , Μέγαιρα καὶ Ἀληκτώ . καὶ κατὰ μὲν Ἡσίοδον καὶ λοιποὺς
5562854 ἀνιγραι
καὶ οὗτος , εἶδος ἰχθύος . Μαινίδι : σμαρίδι . ἀνιγραί : λεπταὶ , ἀνιαραὶ , λυπηραὶ καὶ γλίσχραι .
: κατοικοῦσιν . ὀψιφάγοι : αἱ τὰ ὀψάρια ἐσθίουσαι . ἀνιγραί : ἐπίπονοι , ἀνίαν καὶ λύπην ἐμβάλλουσαι τῇ ἄγρᾳ
5562592 ὠπτημενων
# α , ϲχιϲτῆϲ ϲτυπτηρίαϲ # α , ἁλῶν ἀμμωνιακῶν ὠπτημένων # α : ξηρῷ παράπτου . Ἄλλο . κηκῖδοϲ
τὸν πατέρα τοῖς ὀρχήμασι . καὶ τῶν πρὸς εἴλην ἰχθύων ὠπτημένων ἰκτῖνα παντόφθαλμον ἁρπαγαῖς τρέφων . μέλαινα δεινῶς πίττα Βρεττία
5560847 παγιδας
ἔσται . φιλῶ αἰσθητικὴν γραῦν . Τοῖς ἄρτοις ὅσας ἱστᾶσι παγίδας οἱ ταλαίπωροι βροτοί . Οὐ γὰρ ἐμυρίζετ ' ἐξ
ἀντὶ ἀμοιβῆς κακὰ αὐτοῖς παρέχουσιν . Ὄρνιθας θηρῶν ἵστησί τις παγίδας . Κορύδαλος δ ' ἠρώτα τοῦτον μακρόθεν ἱστάμενός γε
5555608 πιϲτακια
. ἐπιτηδειότερα δὲ πάντων ἐϲτὶν ἰϲχάδεϲ τε καὶ κάρυα καὶ πιϲτάκια καὶ τῶν ἀμυγδάλων αἱ ὑπόπικροι . ἐλαίαϲ δὲ οὔτε
καὶ μᾶλλον ἔλυμοϲ ὄρυζα κύαμοι χλωροὶ μήκωνοϲ ϲπέρμα ϲυκάμινα ἀμύγδαλα πιϲτάκια κοκκύμηλα περϲικὰ ἀρμενιακὰ πρεκόκκια ἐλαῖαι , καὶ μάλιϲτα αἱ
5553964 κτενες
, κόγχαι , σωλῆνες , μύες θαλάττιοι , χῆμαι , κτένες , τάριχος τέλειος καὶ μὴ βρομώδης καὶ ἰχθύων εὐχύλων
τῷ ὀστράκῳ ἕλικος . κόγχαι δὲ σωλῆνες , χῆμαι , κτένες ἐν τοῖς ἀμμώδεσι συνίστανται . αἱ δὲ πίνναι ὀρθαὶ
5552200 ἀμφιδεας
πλάστρα , μαλάκιον , βότρυς , χλίδωνα , περόνας , ἀμφιδέας , ὅρμους , πέδας , σφραγῖδας , ἁλύσεις ,
περιβραχιόνια , περὶ δὲ τοὺς καρποὺς περικάρπια καὶ ἐχίνους καὶ ἀμφιδέας καὶ ὄφεις καὶ ψέλια καὶ χλιδῶνας καὶ βουβάλια ,
5550822 ἰδιαζουσαι
ἐν αὐτοῖς φύονται παντοδαπαὶ τῆι γεύσει καὶ καρπῶν καὶ καυλῶν ἰδιάζουσαι φύσεις , πολλὰ συμβαλλόμεναι τοῖς ἀπόροις τῶν ἀνθρώπων καὶ
: ἔθνη . ἔθνεα : τὸ πλῆθος καὶ κατὰ γένος ἰδιάζουσαι τῶν ἀνθρώπων διαφοραὶ , καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ πλήθους
5548598 προαυλια
γεωργικὸν ἐργαλεῖον . ἄσκαλα , τουτέστιν ἀναροτρίαστα , καὶ τὰ προαύλια : πρώην γάρ , φησίν , εἶχον ἄφθονα :
καὶ εἰς τὰς Ἀριστοτέλους Κατηγορίας , αἵτινες ὁδοί εἰσι καὶ προαύλια εἰς πᾶσαν τὴν τῶν φιλοσόφων λογικὴν θεωρίαν . τοῦ
5546791 συγκεκομμενα
ταῦτα ὁ καλούμενος κρεωκάκκαβος . κρέα δ ' ἐστὶ ταῦτα συγκεκομμένα μεθ ' αἵματος καὶ λίπους ἐν ζωμῷ γεγλυκασμένῳ .
δὲ ἐν μέσῳ καὶ μικροὶ ἰχθύες καὶ ἄλλα πολλὰ θηρία συγκεκομμένα , καὶ πλοίων ἱστία καὶ ἄγκυραι , καὶ ἀνθρώπων
5546715 ἀνθηλη
κεκαυμένον , ὄξος , δᾴδιον , λάδανον , ὅρμινον , ἀνθήλη , φλοιὸς κυάμου , μολύβδαινα , κόκκος Κνίδιος ,
νομιζόντων , ἀλλὰ ὑπηρέσιον μόνον . ἡ μέντοι καλουμένη λυχνὶς ἀνθήλη ἐκαλεῖτο . εἰ δὲ καὶ τὸ κνέφαλλον μὴ ἐπὶ
5546625 μηκαδας
βληχᾶσθαι βληχώμεναι . αἰγῶν δὲ μηκασμὸς μηκᾶσθαι μηκώμεναι : καὶ μηκάδας αἶγας Ὅμηρος εἴρηκεν . δοκεῖ δ ' ἴδιον ἐπ
βλοσυρώπεε μόσχω , αὐτὰρ ἐϋκραίρους ὄϊας περὶ βληχάδας ἀμνώ , μηκάδας αὖτ ' ἐρίφω , καὶ φορβάδας ὠκέε πώλω .
5543561 μονοχιτωνες
Κλεινοῦς δὲ τῆς οἰνοχοούσης αὐτῷ εἰκόνες πολλαὶ ἀνάκεινται κατὰ Ἀλεξάνδρειαν μονοχίτωνες ῥυτὸν ἔχουσαι ἐν ταῖς χερσίν . αἱ δὲ κάλλισται
κατακομιζόμεναι καὶ γυμνὸν μέρος τοῦ σώματος οὐδὲν φαίνουσαι , τότε μονοχίτωνες καὶ τὰς ἐσθῆτας περιρρήττουσαι μετ ' ὀδυρμῶν ἐκ τῶν
5543117 πλαδαρας
θαλάσσιοι μὲν εὔστομοι , εὐκάρδιοι , πρὸς ἀναδόσεις ῥᾷστοι , πλαδαρᾶς καὶ μαλθακῆς σαρκὸς ποιητικοί , αἵματος γόνιμοι , λαπακτικοὶ
τὴν ὅσον οὔτω ἐσομένην ὑγίειαν ὑποσημαίνει : ῥυπαρᾶς δὲ ἢ πλαδαρᾶς τελούσης , οὐ δεῖ πιστεύειν , ἀλλὰ ταύτην μὲν

Back