τὴν ἄκρου θερμοῦ δεομένην διάθεσιν . οὔκουν οὔτε οὕτω χρὴ βασανίζεσθαι τῶν προσφερομένων τὰς δυνάμεις , οὔτε εἰ κατὰ συμβεβηκὸς | ||
τὰς δὲ θεραπαίνας αὐτὸν ἐξῄτουν καὶ ἠξίουν περὶ αὐτοῦ τούτου βασανίζεσθαι αὐτάς , εἰ ταῦτ ' ἀληθῆ ἐστι , καὶ |
. αἷμα δὲ ζῶντος ὄνου μετὰ κροκοδειλίας βοτάνης καὶ ἐλαίου συγχριόμενον τεταρταΐζοντας ἰᾶται . Τὸ δὲ κρίκιον τοῦ χαλινοῦ αὐτοῦ | ||
καὶ ἀποπαύειν πυρετούς . ] Κάχρυος σπέρμα μετ ' ἐλαίου συγχριόμενον , ἢ πύρεθρον μετ ' ἐλαίου θερμανθὲν καὶ ἐπιχρισθὲν |
. Θ . ἄπελθε σαυτόν . . βάλ ' : Ἄπιθι . χαλεπὸν : Πρᾶγμα . . τοῦτο εἰώθασιν οἱ | ||
: ἔστιν γὰρ ἃ δι ' ἐμοῦ πέπρακται Φαρνάκῃ . Ἄπιθι λαβών : ἔστιν δ ' ὁ μισθὸς οὑτοσί . |
ὃ γὰρ σοὶ τὸ ἄρχειν , ἐμοὶ τὸ διδάσκειν . Ἄξιοί γε ἐπαίνων οἱ πόνοι , δι ' ὧν τε | ||
ὃ γὰρ σοὶ τὸ ἄρχειν , ἐμοὶ τὸ διδάσκειν . Ἄξιοί γε ἐπαίνων οἱ πόνοι , δι ' ὧν τε |
ἡ διὰ λόγων βοήθεια οὐδὲν λυσιτελεῖ . ἔχων τις κύνα Μελιταῖον καὶ ὄνον διετέλει τῷ κυνὶ προσπαίζων : καὶ δὴ | ||
δὲ ἡμῶν διαλεγομένων κατάρατόν τι κυνίδιον ὑπὸ τῇ κλίνῃ ὂν Μελιταῖον ὑλάκτησεν , ἡ δὲ ἠφανίσθη πρὸς τὴν ὑλακήν . |
αἰτίαν ἀπώσαιτο καὶ ἤδη τὸν λοιπὸν βίον μισῶν τε καὶ λοιδορῶν τοὺς λόγους διατελοῖ , τῶν δὲ ὄντων τῆς ἀληθείας | ||
λοιδορῶν γάρ , ἂν ὁ λοιδορούμενος μὴ προσποιῆται , λοιδορεῖται λοιδορῶν . πρόχειρον ἐπὶ τὴν γλῶτταν εὐλόγῳ τρέχειν στρῶμα μηλωτήν |
ἐκεῖνος [ ] ἀνθρώπων [ ] εδοκει ? . [ Λολλιανοῦ ] Φοινεικικῶν ? [ ] [ ] στερ [ | ||
πολιτικῶν προσειπὼν λόγων καὶ ῥητορικῆς ὄφελος . ὁ ἀνὴρ οὗτος Λολλιανοῦ μὲν ἀκροατής , Ἡρώδου δὲ οὐκ ἀνήκοος . ἐβίω |
μετ ' ἄλλων διατριβαῖς . οὐδὲν οὖν φιλητὸν ἔχοντες οὐδὲ φιλικὸν πάσχουσι πρὸς ἑαυτούς , τουτέστιν οὐδ ' ἀξιοῦσι φιλεῖν | ||
, ἐν οἷς ἔλεγε “ καὶ τῶν δικαίων τὸ μάλιστα φιλικὸν εἶναι ” τοῖς νῦν εἰρημένοις εἶναι ὅμοιον . ἡ |
πρεσβεύουσα κἀντὶ τῆς ἐμῆς ψυχῆς καταστήσασα φῶς τόδ ' εἰσορᾶν θνήισκω , παρόν μοι μὴ θανεῖν , ὑπὲρ σέθεν , | ||
' ἐγὼ κορεύματ ' ἐκ τοῦδ ' ἀνδρός , οὗ θνήισκω πάρος , χαῖρ ' : οὐ γὰρ ἐχθαίρω ς |
. Συνεπόμνυθ ' ὑμεῖς ταῦτα πᾶσαι ; Νὴ Δία . Φέρ ' ἐγὼ καθαγίσω τήνδε . Τὸ μέρος γ ' | ||
' αὖ γυνὴ ὡραιοτάτη τις . Ποῦ ' στι ; Φέρ ' ἐπ ' αὐτὴν ἴω . Ἀλλ ' οὐκέτ |
ὀνειροπολεῖς περὶ σαυτοῦ : παρακρούῃ καὶ παραλογίζῃ καὶ παραπλανᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς ὀνείρους ὁρῶν . ΓΘ ἃ ] ὧν , πραγμάτων | ||
ψῆφον ἰχνεύων . Ἃ σὺ γιγνώσκων τόνδ ' ἐξαπατᾷς καὶ ὀνειροπολεῖς περὶ αὐτοῦ . Οὔκουν δεινὸν ταυτί σε λέγειν δῆτ |
εἰλαπινάζει : εὐωχεῖται . Ἱέμενον : προθυμούμενον . ἐρεῖσαι : ἀσφαλίσαι , σφαλίσαι , ἑδραιῶσαι . Ἀμφιδύμους : διπλᾶς . | ||
βαρέως ἐπεξελθεῖν τὰς κινήσεις . . φράξαι ] φύλαξον καὶ ἀσφαλίσαι . καταιγίσαι ] καταβαλεῖν καὶ ἀνατρέψαι . χρῆται δὲ |
οὔτε βαλανεῖον οὔτε ἄλλο τῶν δημοσίων οὐδέν . ἢ ἐγὼ τετύφωμαι καὶ ἀνόητός εἰμι ; πλὴν ὅ γε ἠξίωσα , | ||
οὐδὲν γὰρ ὑμᾶς ἀδικεῖ , ἀλλ ' ἐγὼ μαίνομαι καὶ τετύφωμαι νῦν κατηγορῶν αὐτοῦ . εἰ δὲ πάντα τἀναντία τούτων |
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα | ||
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα . |
γὰρ δικαία γλῶσς ' ἔχει κράτος μέγα ὦ παῖ , σιώπα : πόλλ ' ἔχει σιγὴ καλά τί ταῦτα πολλῶν | ||
ἔχωδιαρρήξας τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ εἶπε : Λάβε καὶ ἐργάζου καὶ σιώπα . Δύσκολόν τις ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ |
τὰ μὲν ἔχοντες , εἰς δὲ τὰ βλέποντες μάχονται . Μόλις ἥψω τῶν σαυτοῦ καὶ γέγονας ἐπιστάτης τῶν τῇ σῇ | ||
εἰσδέξασθαί τινας : οἷον καὶ καθ ' ἡμᾶς ἐγεγόνει . Μόλις γὰρ ἀνόπλους ὄντας ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι |
ἐὰν δὲ θῇς αὐτὸ πρὸς κεφαλήν τινος λάθρα , οὐ κοιμηθήσεται . ὁμοίως καὶ τῆς νυκτερίδος τὴν κεφαλὴν ἐὰν κόψῃς | ||
νόσου τε καὶ ἀσιτίας , ὑγρανθεὶς τῷ νυκτερινῷ καταστήματι μᾶλλον κοιμηθήσεται ἄλλως τε καὶ τῶν αἰσθήσεων ἠρεμουσῶν ἐν σκότῳ . |
γοῦν τοῦ Ὀδυσσέως εἶπε πρὸ τῆς παρὰ Φαίαξι θοίνης : αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν ταμίη λούσασθαι ἄνωγεν . ἐπὶ | ||
ἴωμεν αὐτόθεν ἀπέλθωμεν ἐξ αὐτῆς . οὕτως ἔχει καὶ τὸ αὐτόδιον δ ' ἄρα μιν , ἀντὶ τοῦ ἐξ αὐτῆς |
καὶ Ἀκάνθιοι . ἀποδόντων δὲ Ἀθηναίοις Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι Πάνακτον . ἀποδόντων δὲ καὶ Ἀθηναῖοι Λακε - δαιμονίοις Κορυφάσιον | ||
τοῦ χειμῶνος τελευτῶντος ἤδη καὶ πρὸς ἔαρ : καὶ τὸ Πάνακτον εὐθὺς καθῃρεῖτο . καὶ ἑνδέκατον ἔτος τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα |
τὴν διαδοχὴν καὶ τὴν πέψιν ἄθετον . μέτρον δὲ τῆς διαβροχῆς οὐ τὸ ἀνοιδῆσαι μόνον , ἀλλὰ καὶ τὸ ἀποπνεῦσαι | ||
ἐξ ὀθονίων καθαρῶν ἐπιτήδειοι . Χρώμεθα δὲ καταντλήσει μὲν ὑπὲρ διαβροχῆς σωμάτων , ἤτοι μιμούμενοι τὴν τοῦ λουτροῦ χρῆσιν , |
, ἀπώλεια , ζημία ζημιῶδες , ἐπιβλαβές , ἐπιζήμιον , βλαβερῶς ἐπιβλαβῶς , ἐπιζημίως , βλαβερὸς ἐπιβλαβής , ζημιώδης ἐπιζήμιος | ||
, ζημία βλαβερά ἐπιβλαβής καὶ τὰ ὅμοια ἐπιζήμιος ζημιώδης , βλαβερῶς ἐπιβλαβῶς ἐπιζημίως : τὸ γὰρ ζημιωδῶς δύσφθεγκτον , εἰσενεγκεῖν |
, ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . καὶ τὰ ἀπαρέμφατα μετανοῆσαι , μεταμελῆσαι , μεταγνῶναι , γνωσιμαχῆσαι , ἀναλογίσασθαι , ἐπιθεάσασθαι , | ||
καὶ τείχη ἡμῖν καὶ χώραν καὶ δύναμιν πειράσομαι ποιεῖν μὴ μεταμελῆσαι τῆς πρὸς ἐμὲ ὁδοῦ . καὶ τὸ μέγιστον δή |
καὶ ὑπήκουσε . τοῦ δὲ πλοῦ μελήσει τοῖν Διοσκόροιν . Ἐλπίζω σε τὴν Ῥαδαμάνθυος δόξαν ἐν τῷ δικάζειν ἕξειν ὥσπερ | ||
, πολὺ μᾶλλον ἢ πρὶν ἄρχεσθαι τὴν ἀπόστασιν γινομένην . Ἐλπίζω δὲ καὶ τἄλλα προῤῥηθῆναι ἀνθρωπινωτέρως ἢ ὅσα περ τοῖσιν |
μόσχου ῥῖνας ἔχει . τὸν δ ' ἀπὸ τούτου ἀλειφόμενον εὐδοξεῖν . εὐδοξεῖν δὲ καὶ ἐάν τις τοῦ ἐλειοχρύσου τῷ | ||
φυλάττου , ἔφη , ὦ Γλαύκων , ὅπως μὴ τοῦ εὐδοξεῖν ἐπιθυμῶν εἰς τοὐναντίον ἔλθῃς . ἢ οὐχ ὁρᾷς ὡς |
. οἷς γὰρ οὐ πρόσεστι μεγαλόψυχον ἦθος , ὡς παίδων θανατῶσαι πατρίδα , ἐκεῖνοι τὸν τοῦτο διαπραξάμενον ἐκ τῆς αὑτῶν | ||
αὐτὸν δόλῳ καὶ καταφύγῃ , ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου λήψῃ αὐτὸν θανατῶσαι ” : καίτοι ἐπιτίθεται μόνον , οὐκ ἀνῄρηκεν , |
εἶπεν : Ἀκούσατε , ὦ ἄνδρες , διηγήματος τερπνοῦ : Νεανίσκος ποτὲ ὄνον ἐμισθώσατο Ἀθήνηθεν Μέγαράδε : μεσημβρίας δὲ καταλαβούσης | ||
οὕτως ἀνέλθω . βιαζόμενος οὖν πάλιν τὰ στρώματα κατετίλησεν . Νεανίσκος πρὸς τὴν γυναῖκα οὖσαν ἀσελγῆ εἶπε : Κυρία , |
: Μελίτην μὲν εἶναι τὴν μισθωσαμένην , Λευκίππην δὲ τὴν ἀνῃρημένην . εἰ δὲ ταῦτα γέγονεν οὕτως , ἐγὼ μὲν | ||
φόνον , εἰπάτω τίς ἐστιν ὁ μεμισθωμένος , δειξάτω τὴν ἀνῃρημένην . εἰ δὲ μήθ ' ὁ ἀποκτείνας ἐστὶ μήθ |
νόσος πρὸς ὑγίειαν , καὶ ἡ κακία πρὸς ἀρετήν . Σφόδρα δυσπείστως εἶχεν καὶ πρὸς τούτους τοὺς λόγους , εἰ | ||
χρόνον ἐστίν , περὶ δὲ τὸν μέλλοντα οὐκ ἔστιν ; Σφόδρα γε . Ἆρα σφόδρα λέγεις , ὅτι πάντ ' |
παράκοπον ] Παρακεκομμένην μέρος τοῦ νοῦ . : ἄδην ] Ἱκανῶς . : γεγυμνάκασιν ] Παρήλασαν . : παρθένου : | ||
τὴν μνήμην , δοίης δὲ τῷ παντὶ τὴν ἀθανασίαν . Ἱκανῶς ἡμῖν ηὖκται . Ἀλλ ' ἴωμεν . Εἰ σὸν |
ἐβου - λόμην : πλὴν ὅσῳ πικρότερον ὑπὸ τῆς ἀθυμίας πιέζομαι , τοσούτῳ μᾶλλον εἰκότως οὐ φέρω τὴν σιωπήν , | ||
. ἔχων ] ἐνθυμούμενος , διαλογιζόμενος . στραγγεύομαι ] ἀργῶν πιέζομαι , συνθλίβομαι ) . ⌈ στράγξ ἐστιν . . |
ἀνακωχή καὶ τὰ ὅμοια τούτοις . ποιητικὰ δὲ ἥ τε κωλύμη καὶ ἡ πρέσβευσις καὶ ἡ καταβοή καὶ ἡ ἀχθηδών | ||
: κήρυκα καὶ πρεσβείαν πέμπειν ἐπὶ ξυμμαχίᾳ καὶ φιλίᾳ . κωλύμη : ἡ κώλυσις . ἀπεσήμαινεν : ἀποσκώπτων ἐδήλου . |
καὶ μὰ τὴν Ἶσιν πολύ σε ὠφελήσω . “ ὁ σωματέμπορος : ” καὶ τί με ἔχεις ὠφελῆσαι , ἵνα | ||
δὸς ὃ θέλεις . “ δοὺς δὲ ὀλίγον τι ὁ σωματέμπορος ἠγόρακεν αὐτόν . Εἰσιὼν δὲ εἰς τὴν πόλιν εἰσήγαγεν |
? ? [ ἡδέ ] - ων πληρώματος , % ἠθελήσαμεν , % ἵνα μὴ προλημφθῶμεν , βοηθεῖν ἤδη τοῖς | ||
τοῦτο δὲ ἦν ὑπότιτθον , πολλῇ δὲ ἐμφράξει κατείχετο : ἠθελήσαμεν οὖν αὐτὸ διὰ καθάρσεως ἐκφράξαι , ἀλλ ' οὐκ |
μὲν ἔδωκεν Ἰολάῳ , αὐτὸς δὲ γῆμαι θέλων ἐπυνθάνετο Εὔρυτον Οἰχαλίας δυνάστην ἆθλον προτεθεικέναι τὸν Ἰόλης τῆς θυγατρὸς γάμον τῷ | ||
καὶ ἐπιχωρίως Τελανηνός . Τελέθριον , ὄρος τῆς ἐν Εὐβοίᾳ Οἰχαλίας . Στράβων δεκάτῃ . οἱ οἰκήτορες Τελεθριεῖς ὡς Σουνιεῖς |
μητρὸς αὐτοῦ Ἀστυδαμείας εἰς Ἀμύντορα : Ἀμύντωρ γὰρ ὁ τῆς Ἀστυδαμείας πατήρ . εἶναι . ἀπόγονοι Ἀμύντορος . . Τὸ | ||
δ ' ἐν δευτέρῳ Ἐπιτομῶν Καύκωνός φησι τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Ἀστυδαμείας τῆς Φόρβαντος γενέσθαι τὸν Λεπρέα , ὃν τὸν Ἡρακλέα |
δ ' ἂν ἐκ τούτων καὶ συντυχία . Πλάτων δὲ συμμαθητὰς ἔφη καὶ σύνοψιν οἰκειότητος . Εὔπολις δὲ συμβίοτοι συμπάροικοι | ||
παιδεύεται . . ) . εἴσιθ ' ] πρὸς τοὺς συμμαθητὰς λέγει . εἴσιθ ' ] εἴσελθε . . . |
εἰκότως ἦλθεν ἐπὶ τὸν νόμον : ἦλθον ἐπὶ τὸ δικαστήριον ἀποκηρύξαι τοῦτον , ὡς οὐκ ἐμὸν ὄντα προήγημαι : καὶ | ||
ἡ λύσις γίγνεται : πρῶτον μὲν τὸ ὅτι ἠπείχθη σε ἀποκηρύξαι ὁ πατήρ : ἔπειτα ὅτι καὶ ἐνόμισέ με ἐκ |
κατάρχει δὲ αὐτέου καῦϲοϲ , ὅϲ ἐϲτι τοιόϲδε . Περὶ καύϲων . Πῦρ μὲν πάντῃ καὶ δριμὺ καὶ λεπτόν , | ||
ὄξει . ἡ δὲ διψὰϲ καλεῖται ὑπ ' ἐνίων θηριακῶν καύϲων ὄφιϲ . ἔϲτι δὲ κατὰ τὸ μέγεθοϲ πήχεοϲ ἑνόϲ |
ψηφιεῖται εἰσαγώγιμον εἶναι , ἐμπορικὴν οὖσαν . ἔπειτα , ὦ Λάκριτε , σοὶ μὲν τοῦτο δίκαιον δοκεῖ εἶναι , ἐμοὶ | ||
οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην ; δίδαξον , ὦ Λάκριτε , μόνον δίκαιόν τι λέγων καὶ κατὰ τοὺς νόμους |
ἃ κατὰ Ῥωμαίων ἀνέστησαν Παρθυαῖοι , καὶ καλέσας εἰς σύλλογον Τίτιον τὸν ἐπιστατοῦντα τότε τῆς Συρίας , τέτταρας παῖδας γνησίους | ||
ἢ Κιμμερίου λέγεται παῖς εἶναι . ἀπὸ δὲ Τιτίου φασὶ Τίτιον τὴν πόλιν κληθῆναι . ἔνθα δ ' ἐπὶ Πριόλαο |
μηδὲ τὴν ψυχήν σου βασανίσῃς ταῖς τοῦ σώματος ἡδοναῖς . ἔθιζε σεαυτὸν τῷ μὲν σώματι παρέχειν τὰ τοῦ σώματος σωφρόνως | ||
ἄσκει ἐπήγαγε : μηδ ' ἀλογίστως ἔχειν σαυτὸν περὶ μηδὲν ἔθιζε , ὡς μὴ δυναμένης ὑποστῆναι δικαιοσύνης ἄνευ φρονήσεως . |
εἶναι δοκοῦντα . τὸ δὲ ἀπιὸν ὕδωρ τε ἐμπίπλη καὶ ὠψώνει καὶ ἐσκεύαζεν καὶ πάντα δεξιῶς ὑπηρέτει καὶ διηκονεῖτο ἡμῖν | ||
ὁ γοῦν Κόρυδος ἄκλητος , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , γενόμενος ὠψώνει παρ ' αὑτὸν οἴκαδε . ἦν δὲ τὸ πάθος |
καὶ ὁλοσχερῶς . , . ἀντιλογιῶν : Θουκυδίδης τετάρτῳ καὶ ἀντιλογῆσαι Νεφέλαις Ἀριστοφάνης . , . . , . . | ||
] ἡμετέραν . νύξας ' ] συγκρούσασα καὶ συνάψασα . ἀντιλογῆσαι ] ἀντειπεῖν . νυν ] δή . δευρὶ ] |
ὁ χορὸς , στέναζε καὶ δακνάζου : παραγώγως ἀντὶ τοῦ δάκνου . βαρὺ δ ' ἀμβόασον οὐράνι ' ἄχη ] | ||
Σαλαμῖνος : ἐκαλεῖτο γὰρ οὕτω . . δακνάζου ] ἤτοι δάκνου κατὰ παραγωγήν . . οὐράνια ] μεγάλα , ὑπερβολικά |
τίνος ἕνεκεν καὶ τί λέγει καὶ τί ἐνθυμεῖται καὶ τί τεχνάζεται καὶ ὅσα τοιαῦτα ποιεῖ ἀπορρέμβεσθαι τῆς τοῦ ἰδίου ἡγεμονικοῦ | ||
καὶ στενόν ] πλούσιον καὶ πένητα . Γ σοφίζεται : τεχνάζεται , ποιεῖ , τουτέστι ποτὲ μὲν πλατύνεται , ποτὲ |
ναυαγῷ Ἀριστοφάνης ἔφη τί ὦ πονηρέ μ ' ἐξορίζεις ὥσπερ κλιντήριον ; μέρη δὲ κλίνης ἐνήλατον καὶ ἐπίκλιντρον , ὑπὸ | ||
. τί , ὦ πονηρέ , μ ' ἐκκορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; ἐγὼ γάρ , εἴ τί ς ' ἠδίκηκ |
στίχος : οὐ γὰρ ἀκολούθως καλεῖ ἐν Ἀθήναις οὖσα . Παύσωνα : τὸν σύντροφον καὶ διαιτητήν . Παύσων δὲ ἐπὶ | ||
δὲ ἐπὶ πενίᾳ κωμῳδεῖται ζωγράφος ὤν . μετακαλοῦ σύντροφον τὸν Παύσωνα κωμῳδεῖται δὲ ἐπὶ πενίᾳ ὁ Παύσων ζωγράφος ὤν . |
μάλα γε ἰσχυρῷ ἐξ ὧν ἐκείνη μορφάζει . Ὁ λάβραξ καρίδος ἥττηται , καὶ εἴη ἄν , ἵνα τι καὶ | ||
ᾖ μηδὲ ἔχῃς λέγειν ὡς ὁρῶντές σε τηλικοῦτο μετὰ τῆς καρίδος ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ |
προδότης τῶν φίλων . Ἂν μὴ δυνάμενος , ἐθέλων δὲ βλάψῃς φίλον , καὶ μὴ δυνάμενος καὶ θέλων πείσῃ κακόν | ||
χεῖρα αἰτεῖς ἀποκαλύψεις ἐν δεήσει ; βλέπε μήποτε πολλὰ αἰτούμενος βλάψῃς σου τὴν σάρκα . ἀρκοῦσίν σοι αἱ ἀποκαλύψεις αὗται |
τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασιν καὶ | ||
. Βοῇς : δεῖ γινώσκειν , ὅτι τὸ βοᾷς καὶ γελᾷς οἱ Δωριεῖς βοῇς καὶ γελῇς λέγουσιν . καὶ μηδεὶς |
τῆς ἀντιστροφῆς κῶλον οἰκείως . ἐκμέμονας ] μέσος παρακείμενος . ἐκμέμονας ] + ἐκμαίνῃ . θυμοπληθὴς ] θυμοῦ γέμουσα . | ||
οὐκ ἀφίστασαι : μένος γὰρ ἡ προθυμία . θ + ἐκμέμονας χρὴ γράφειν , οὐχὶ τί μέμηνας ἢ μέμονας : |
τοῦ καιροῦ πέμψαι . προιάψαι ] πέμψαι , δοῦναι . προιάψαι ] δοῦναι . θ προιάψαι ] παραπέμψαι . δορὸς | ||
] πέμψαι , δοῦναι . προιάψαι ] δοῦναι . θ προιάψαι ] παραπέμψαι . δορὸς ἄγραν ] διὰ δόρατος ἀγρευθεῖσαν |
εἰσὶν ἀμαυροί . Ἐν δὲ τῷ ἐπιγραφομένῳ Ἐνόπτρῳ οὕτως : Ὄπισθεν δὲ τοῦ Περσέως καὶ παρὰ τὰ ἰσχία τῆς Κασσιεπείας | ||
δʹ εἰς τὸ εὑρεῖν τὴν τοῦ ἀριθμοῦ ὑπόστασιν . . Ὄπισθεν ἀπὸ τοῦ ιβʹ τοῦ βου . Καὶ γίνεται ὁ |
. ἀμφότεραι : δύο γένη εἰσὶ σφυραινῶν . Σφύραιναι : ζαργάναι , οἱ ζαργάναι καλούμεναι . δολιχαί : μακραί . | ||
μόρον ἀγρευτῆρος : τὸν ἀπ ' ἀγρευτῆρος . Σφύραιναι : ζαργάναι . ἐνιπλήξωσι : ἐμπέωσι , πελάσωσιν . Διζόμεναι : |
νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει . ἡ δ ' αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν ᾔτεε νῆα θοήν : ὁ δέ οἱ | ||
ἀφίημι δ ' ἐλευθέραν καὶ τὴν τοῦ Μίκρου μητέρα καὶ Νοήμονα καὶ Δίωνα : καὶ Θέωνα καὶ Εὐφράνορα καὶ Ἑρμείαν |
. νόστοιο τέλος θυμηδές : θυμῆρες . δειλὴ Ἀλκιμέδη : ἐπίπονε . ὁ δὲ νοῦς : εἰ καὶ ὀψέ , | ||
γλισχρίαν τὴν ἀτυχίαν . νῦν δὲ ἀντὶ τοῦ “ ὦ ἐπίπονε ” . ὅτι φιλοτίμως εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνέβην . |
. ἀθυμία : Ἡρόδοτος ἐν τῷ αʹ αὐτοῦ λόγῳ τὴν ἀψυχίαν λέγει . , . . , . ἄθετος Ἐρινύς | ||
ἄψυχον ] ἄνανδρον . κάκην ] δειλίαν . κάκην ] ἀψυχίαν . κάκην ] δειλίαν : ὥσπερ δὲ τὴν ἀνδρείαν |
, ἄγροικος ἄνθρωπος καὶ ἰδιώτης ὡς πρὸς τὰ ὑμέτερα , Πέπαυσο , εἶπεν , ὦ θαυμάσιε , τὰ μέγιστ ' | ||
, ὡς ἐρεθίσαι τῆς θεοῦ τὴν ἄπαυστον ταύτην ὀργήν . Πέπαυσο τῆς ἐπιπλάστου καὶ δυσχεροῦς ταύτης ὑποκρίσεως , Θεόμνηστε . |
, τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , σπούδασον . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσιν αὐτό . . | ||
“ ἄνοιγε ἀνύσας ” : οὕτως γὰρ ὤφειλεν : “ ἄνυσον ἀνοίξας ” . θᾶττον ] ταχέως . , συντόμως |
τῶν τὸ αἴτιον ποιούντων πρὸς τὰ κέντρα καὶ τὰς ἐπαναφορὰς προσνεύσεως . Καὶ ἡ ἀξιωματικὴ δὲ τύχη συνῆπτε ὥσπερ ταῖς | ||
μὲν τοῦ ζῳδιακοῦ τὸ Ε σημεῖον , τὸ δὲ τῆς προσνεύσεως τοῦ ἐπικύκλου τὸ Ζ , καὶ πρὸς ὀρθὰς ἡ |
κέαρ ὃ σημαίνει τὴν ψυχήν : καὶ τὸ τέμνω : κερτομεῖν οὖν , τὸ κέαρ τέμνειν . εἰσήρρησεν εἰσεφθάρη : | ||
' αἰεὶ τῶι θανόντι γίνεται . οὐ γὰρ ἐσθλὰ κατθανοῦσι κερτομεῖν ἐπ ' ἀνδράσιν . [ ] ρα [ ] |
ἐπὶ τῶν πονηρῶν : καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀμφιαράῳ , Ὦ μιαρὲ , καὶ Φρυνώνδα , καὶ πονηρὲ σύ . λέγεται | ||
ὁ καρτερός . Ὦ βδελυρὲ κἀναίσχυντε καὶ τολμηρὲ σὺ καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε , ὃς τὸν κύν ' |
φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με , καὶ δείξω σοι μέγα μυστήριον | ||
ἐκοιμᾶτο . ἐπιστᾶσα δὲ αὐτῷ ἡ Τύχη ἐβόα : ” ἀνάστα καὶ ἄπελθε ἐντεῦθεν , μήπως κάτωθεν τοῦ φρέατος πεσὼν |
καὶ ἐνέδρας σημαίνουσιν . [ τὸ δ ' αὐτὸ ποιεῖν γελωτοποιεῖν μιμολογεῖν ὑποκρίνεσθαι καὶ ἐξαπατῆσαί τινας σημαίνει . ] ᾄσματα | ||
ὡς ἀμυδρὸν βλέπειν : ἀποκαθῆσθαι δὲ ἐν τοῖς κουρείοις καὶ γελωτοποιεῖν . . . : περὶ δὲ τὴν Μολοσσίδα οἱ |
ἔλεγεν : Ἐκεῖ ὄρυττε καὶ μὴ παρὰ τὰ ἐμά . Εὐτράπελος χοῖρον κλέψας ἔφευγεν . ἐπεὶ δὲ κατελαμβάνετο , θεὶς | ||
ἐνέπω . ἔπω δὲ ἔπος , ὡς τεύχω τεῦχος . Εὐτράπελος . παρὰ τὸ τρέπω ῥῆμα , οὗ βʹ ἀόριστος |
ἐπὶ τὸ πολὺ τὰ πολεμικὰ καὶ μάλιστα τοῖς ναυμαχοῦσιν . ἀμύνεσθέ τε : τινὲς ἀπῶδε τοὺς ἐπιλόγους ἀναμιμνῄσκω : οἱ | ||
τὰ πολλὰ τῶν πολεμίων ξυμφέρει καὶ ναυμαχίᾳ οὐχ ἥκιστα , ἀμύνεσθέ τε τούσδε ἀξίως τῶν προειργασμένων . ὁ δὲ ἀγὼν |
ἐποίησε τὴν εἰκόνα . τῇ δὲ ὀλυμπιάδι τῇ πρὸ ταύτης Κλεομήδην φασὶν Ἀστυπαλαιέα ὡς Ἴκκῳ πυκτεύων ἀνδρὶ Ἐπιδαυρίῳ τὸν Ἴκκον | ||
τεθνεῶτα εὕρισκον , ἀποστέλλουσιν ἄνδρας ἐς Δελφοὺς ἐρησομένους ὁποῖα ἐς Κλεομήδην τὰ συμβάντα ἦν . τούτοις χρῆσαι τὴν Πυθίαν φασίν |
καὶ ἐπὶ δοτικῆς . τεθυωμένοι τεθυμιαμένοι , εὐώδεις . τέθηπα καταπέπληγμαι . καὶ μετοχικῶς “ ὑμεῖς ἔστητε τεθηπότες . ” | ||
' εἰκότως : τὸν γὰρ σύμπαντα τοῦτον κόσμον ὤμβρησε . καταπέπληγμαι δ ' ἀκούων , ὅτι ζωῆς ἐστιν ἥδε ἡ |
, τοὺς ἄλλους λαθών : “ οὐ σώσεις , ὦ ἀγαθέ , τὴν πατρίδα ; ” ὃ δὲ καὶ τοῦτ | ||
ἀδελφιδοῦς ἐπιμελεῖσθαι τούτου τοῦ παιδίου ; Ἀλλ ' , ὦ ἀγαθέ , τοῦτο μὲν καὶ λαθεῖν φήσαιτ ' ἂν ὑμᾶς |
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως . | ||
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . . |
λίαν τῶν ἀπορρήτων : ὁ γὰρ χρὼς καὶ τὸ ταυρηδὸν ὑποβλέπειν καὶ τὸ ἄστατον τῆς βάσεως τό τε ἄνω καὶ | ||
ὁμοίως τὸ τὼ ὀφθαλμὼ παραβάλλειν . λέγεται δὲ καὶ ταυρηδὸν ὑποβλέπειν : καὶ ἀναβλέπειν μὲν εἰς τὸν οὐρανόν , καταβλέπειν |
ὡς ἕτεροί τινες λέγουσιν , οἷον Λ . τε καὶ Δημ . ὁ Ἀβδηρίτης , εὔλογα τὰ συμβαίνοντα : φασὶ | ||
. . σκαφίον : Ἀ . ἐν τῇ πρὸς τὴν Δημ . γρ . ἀπολ . ὅτι δὲ τὸ σκαφίον |
Ἱππῶναξ δὲ ἡμίανδρον τὸν οἷον ἡμιγύναικα . λέγεται δὲ καὶ ἀπόκοπος καὶ βάκηλος καὶ ἀνδρόγυνος καὶ γάλλος καὶ γύννις καὶ | ||
καὶ ῥοώδεις εἰλίγγους . Ὁ δὲ βυθὸς ἔν τισι μὲν ἀπόκοπος ἔν τισι δὲ πετρώδης καὶ ἀπόξυρος , ὥστε τέμνεσθαι |
τε ξυνιέναι ὀξύτερος ᾖ καὶ ἀμείνων μνημονεύς . Ὁ αὐτὸς σκωπτόμενος ὑπό τινος ὅτι διὰ σμικρολογίας τοῦτο ποιεῖ εἶπεν : | ||
νόμοις τῆς πατρίδος . Βίας ἔν τινι πότῳ σιωπῶν καὶ σκωπτόμενος εἰς ἀβελτερίαν ὑπό τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν |
ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις | ||
χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους |
: οὐκ ἐπείρα Νάννιον ; Ἀντιφάνης δὲ ἐν τῷ περὶ Ἑταιρῶν Προσκήνιον , φησίν , ἐπεκαλεῖτο ἡ Νάννιον , ὅτι | ||
Φρύνη ἡ ἑταίρα , ὡς ἱστορεῖ Καλλίστρατος ἐν τῷ περὶ Ἑταιρῶν . εἴρηκεν δὲ περὶ τοῦ πλούτου αὐτῆς Τιμοκλῆς ὁ |
ἄλλως ἀνδρικόν : καὶ ἡ πλάνη φαίνεται πάντως ἀδικουμένου . Ἴωμεν οὖν Κιλικίαν μὲν ἀφέντες ἐπὶ Καππαδοκίαν καὶ τὸν Πόντον | ||
μέτρον τις εἰ περιέλοι , ῥητορείαν ἂν εὕροι πολιτικήν . Ἴωμεν ἐπὶ τοὺς τραγῳδούς , οὐκ ἐπειδὴ μὴ προσήκει πᾶσιν |
κάθηται καὶ ἄλλη πάλιν προχειρίζεται ἡ λέγουσα ὅτι Σωκράτης , ἀναστάντος αὐτοῦ , οὐ κάθηται . εἰ δὲ καὶ δῶμεν | ||
ἵνα προθείη τὴν δοκιμασίαν τῶν νόμων . θορύβου δ ' ἀναστάντος οἱ παρεσκευασμένοι τὰ ξιφίδια ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς ὑπάτους ἀντιλέγοντας |
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ | ||
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη : |
τὸν δὲ Καλλίξενον προσεκαλέσαντο παράνομα φάσκοντες συγγεγραφέναι Εὐρυπτόλεμός τε ὁ Πεισιάνακτος καὶ ἄλλοι τινές . τοῦ δὲ δήμου ἔνιοι ταῦτα | ||
νεκρὰν ἄνθρωπον ζῶσαν , φησὶν ὅτι θυσίαν συνετέλει πρὸς τῷ Πεισιάνακτος ἀγρῷ . συνεκέκληντο δὲ τῶν φίλων τινές , ἐν |
τι δεξιόν . Ὡς μεγάλ ' ὁ Παφλαγὼν πέρδεται καὶ ῥέγκεται , ὥστ ' ἔλαθον αὐτὸν τὸν ἱερὸν χρησμὸν λαβών | ||
ῥέγκεται . οὐ γάρ ἐστι δόκιμον οὕτω λέγειν . ΓΘ ῥέγκεται ] ῥέγκει : ὁμοιοκατάληκτον δὲ μόνον τοῦτο εἴρηκεν : |
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει | ||
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν |
τὸ τοῦ κατηγόρου πρόσωπον , ταύτην τεθείκαμεν τὴν ἀντίθεσιν . ΤΡίτη ἀντίθεσις : ἀλλ ' ἐφοβήθη μὴ ἔκπτυστος ἡ συνθήκη | ||
χρημάτων ἀπόλλυσθαι , δεικνὺς πανταχοῦ τὴν ἀτοπίαν τῆς ἀντιθέσεως . ΤΡίτη ἀντεγκληματική : σὺ σαυτῷ αἴτιος τοσοῦτον δούς . Ἡ |
' ] τύπτοντ ' . . τύπτειν ] σέ , δαίρειν . . εὐνοεῖν ] ἀγάπης τεκμήριον , τὸ ἀγαπᾶν | ||
ἀγαπᾶν , εὔνουν φίλον εἶναι , σοί . τύπτειν ] δαίρειν . , σέ . πῶς ] ἀπαθὴς κακῶν . |
' ἄν , ἢ κέρδει ἐπαιρόμενος τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου ἐκπονήσας παράγειν πειράσεται . ἡ δὲ πόλις ἐκ τῶν τοιῶνδε | ||
θήραν : ὥστ ' εἰκότως τὴν ἀδελφὴν ἰατρικῆς τέχνης ἀλειπτικὴν ἐκπονήσας , πάντας τοὺς περὶ ἀρετῆς καὶ εὐσεβείας ἀλείψας καὶ |
παρὰ Κυνίσκον τουτονί . τὸν τύραννον ἤδη προσκάλει . Μεγαπένθης Λακύδου ἡκέτω . ποῖ στρέφῃ ; πρόσιθι . σὲ τὸν | ||
ἢ ῥηματίσκια ταῦτ ' εἶναι καὶ φόβους . Περὶ δὲ Λακύδου βούλομαί τι διηγήσασθαι ἡδύ . Ἦν μὲν δὴ Λακύδης |
ἀπάρτι . χεσείω ] ὀρέγομαι χεσεῖν : αἰολικῶς , ἐπιθυμῶ χέσαι . , παίζω . . ⌈ χεσείω ⌈ αἰολικὸν | ||
. καὶ εἰ εὐσεβές ἐστι καὶ εἰ μὴ εὐσεβές , χέσαι ἔχω . ὡς ὑπὸ τοῦ φόβου προειλημμένος καὶ μὴ |
αʹ τῶν Φιλιππικῶν λέγει ” τὸν Ἀρχέλαον καλοῦσι “ καὶ Ἀργαῖον καὶ Παυσανίαν . ” Ἀριοβαρζάνης : σατράπης Φρυγίας ἀποδειχθεὶς | ||
ἀπορρήτοις ἰδίᾳ πρὸς Ἀντίγονον συντεθεῖσθαι φιλίαν , ἔπεμψε τῶν φίλων Ἀργαῖον καὶ Καλλικράτην , προστάξας αὐτοῖς ἀνελεῖν τὸν Νικοκλέα : |
ὦ σοφίας ὄφελος σὺ καὶ μέγα κῦδος Ἀχαιῶν , οὐδὲ τηνάλλως ἐκεῖνος διεξῄει τῷ θυμῷ παραδοὺς ἑαυτὸν , ἀλλ ' | ||
καὶ ταῖς εἰς τοῦτον ἀπογραψαμέναις τὸν βίον . εἰδὼς οὖν τηνάλλως τὴν διαβολήν σου χωρήσουσαν , τρέμε ἐνδακὼν τὸ χεῖλος |
. ἀλλ ' ἤδη αὐτὰ ἀφαιροῦμαι : οἷον , οὐ διστάζω . ἐπεὶ εἶπε σπουδάσεις , λέγει οὐ σπουδάσω λόγοις | ||
' εἰκών : φέρ ' ἰδώμεθα , μὴ Βερενίκας : διστάζω , ποτέρᾳ φῇ τις ὁμοιοτέραν . Λύσιππε , πλάστα |
ἀπολείπει μ ' ἡ γυνή . τί συνταράττεις ? καὶ βιάζηι Παμφίλην ; τί ] ? ς ? ' αὖ | ||
. ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν . ἄγε . τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζηι ; βούλομαι ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον τοῦτόν τε |
ἐκ τῆς καρδίας ὁ Ἔρως ἀντεφθέγγετο : “ Ναί , τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι | ||
συστρεφόμεναι , πρὸς ἀλλήλας φερόμεναι . τολμῶν ] λέγειν , τολμηρέ , τολμηρῶς λέγων , ὁ ἐπιχειρῶν τολματίας ὤν . |
καλεῖ αὐτὴν Ἀνακρέων . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τῆς Ἀθάμαντος θυγατρὸς Ἀρᾶς . σκοπουμένου γὰρ τοῦ Ἀθάμαντος ἔνθα ἱδρύ - σει | ||
ᾗ ὁ Ζεὺς ὑπεγράφετο τὰ γινόμενα , παμπάλαιος ἦν . Ἀρᾶς ἱερόν : ἐπὶ τῶν πολλὰ ἀρωμένων ἐπὶ χρηστοῖς ἢ |
τοὺς πολεμίους κατακανόντες , οὐδεὶς ἡμῶν ἀποθανεῖται . καὶ ὁ Ὑστάσπας ἐπιγελάσας εἶπεν : Ἀλλὰ περὶ μὲν τῶν ἐξ ἐναντίας | ||
λέγω ; ἔφη ὁ Κῦρος . Πάντως , ἔφη ὁ Ὑστάσπας . Καὶ σὺ αὖ οὐκ ἀχθέσῃ μοι ἀκούων τἀληθῆ |
αὐτὸ ἔλεγον καὶ στροφὴν καὶ προοίμιον . ἕνεκα μὲν τῶν εὐχαρίστων ταῦτα ἐγράφη μοι , ἀποδρέπεσθε δὲ καὶ ὑμεῖς τούτων | ||
αὐτὸ ἔλεγον καὶ στροφὴν καὶ προοίμιον . ἕνεκα μὲν τῶν εὐχαρίστων ταῦτα ἐγράφη μοι , ἀποδρέπεσθε δὲ καὶ ὑμεῖς τούτων |
κινείτω τὰ ἔμμηνα . ἐϲθιέτω δὲ τευθίδαϲ , ϲηπίαϲ , πολύποδαϲ , καὶ ὅϲα τοῦ αὐτοῦ γένουϲ ἐϲτί : τοῦ | ||
καὶ ξηραινούϲηϲ , ὧν ἡ ὕλη τοιαύτη . Ξηρίον πρὸϲ πολύποδαϲ καὶ ὀζαίναϲ . ϲτυπτηρίαϲ ϲχιϲτῆϲ ϲμύρνηϲ ϲανδαράκηϲ ἀνὰ ⋖ |
: ἐπὶ τῶν τὰ μικρὰ ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ . Ἐμαυτῷ βαλανεύσω : ἀντὶ τοῦ , ἐμαυτῷ διακονήσω . Εἰς ἀσθενοῦντας | ||
. Ἀλλ ' εἰ ταῦτα δοκεῖ , κἀγὼ ' μαυτῷ βαλανεύσω . Σπονδὴ σπονδή . Ἔγχει δὴ κἀμοὶ καὶ σπλάγχνων |
παιδίον ἀπέθανεν . ἰδὼν οὖν πλῆθος λαοῦ συνελθὸν ἔλεγεν : Αἰσχύνομαι εἰς τοσοῦτον ὄχλον μικρὸν παιδίον προφέρειν . Σχολαστικὸς οἰκίαν | ||
δὲ μή , νενόηκ ' ἐγώ : μισῶμεν ἀλλήλους . Αἰσχύνομαι πλουτοῦντι δωρεῖσθαι φίλῳ , μή μ ' ἄφρονα κρίνῃ |
ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν ] κινεῖσθαι . | ||
' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ . βούλομαι χέσαι . , χέσαι θέλω |
: μὴ πύθῃ τὸ δεύτερον . Μῶν εὐθὺ Πελλήνης πέτεσθαι διανοεῖ ; Μὰ Δί ' , ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιωτικὸς | ||
τὸν μὲν οὖν ἀβέλτερον . σὺ δ ' οὐ καταθεῖναι διανοεῖ ; φυλάξομαι , πρὶν ἄν γ ' ἴδω τὸ |
δ ' αἱματόεσσαι τῶν ἐπιμαστιδίων ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται . ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες : ξυμβολεῖ φέρων φέροντι , καὶ κενὸς κενὸν | ||
καὶ συγγενικαί , ἐπειδὴ Ἕλληνες καὶ οὗτοι οἱ πολέμιοι . διαδρομᾶν ] φυγῶν . Ξ διαδρομᾶν ] φυγῶν : ὁ |