ἔμπροσθεν εἶχε φραγμὸν ἔμποινον ξίφος καὶ τὸν στρατηγὸν πανταχοῦ Νικηφόρον βάλλοντα καὶ κράζοντα τοῖς στρατηγέταις : βάλλωμεν , ἄνδρες ,
ἐν συντάξει , οὐ τὰ τῇ κατὰ μῆκος ἐπι - βάλλοντα διακρίνειν [ ] ἀλλὰ ταῖς ὑπεροχαῖς τῶν # νβ
6496985 ἀδυνατουντα
οὐκ ἀπατῶσιν , ἀλλ ' οὐδὲ ὀρχηστὴν ὀνομάζομεν τὸν σχηματίζεσθαι ἀδυνατοῦντα τορῶς καὶ ποικίλως , οὐδὲ κιθαριστὴν τὸν οὐκ ἐπιστάμενον
, τὸν μέχρι πολλοῦ τοσῆσδε ἀρχῆς αὐτοκράτορα καὶ βασιλέα , ἀδυνατοῦντα ἐκ φαρμάκων ἀποθανεῖν δι ' εὐήθη προφυλακὴν ἑτέρων φαρμάκων
6172226 βλεποντα
καὶ πάντων ἐπακούει ” καὶ τῶν ἡσυχαζόντων , τὸν ἀεὶ βλέποντα καὶ τὰ ἐν μυχοῖς τῆς διανοίας , ὃν μάρτυρα
τὸν μανδραγόραν εἰς τρὶς ξίφει , τέμνειν δὲ πρὸς ἑσπέραν βλέποντα . τὸν δ ' ἕτερον κύκλῳ περιορχεῖσθαι καὶ λέγειν
6155602 Ὀπουντιον
πλάσασθαι αὐτὸν τὸ ἐπὶ Πατρόκλου προειρημένον ἐπαινεῖν βουλόμενος τὸν Ἐφάρμοστον Ὀπούντιον ὄντα Πατρόκλου πολίτην . εὑρεσιεπής : καινολόγος . ἀναγεῖσθαι
ἐν τοῖς φαύλοις : οἷόν τι καὶ περὶ τοῦτον τὸν Ὀπούντιον ἀκούω γεγονέναι χαρίεντα καὶ κομψὸν νεανίσκον ἀποβαλόντα , ἡμέτερον
6116357 ἀναστησαντα
τοῦ Ἄργους . ὃς ἰδὼν δράκοντι πόαν ἐπιθέντα τεθνεῶτι καὶ ἀναστήσαντα αὐτὸν , καὶ οὗτος τὸ αὐτὸ ποιήσας εἰς τὸν
τὴν ΘΗ , καὶ δίχα τεμόντα τὴν ΑΒ καὶ ὀρθὴν ἀναστήσαντα τὴν ΡΞ καταγαγεῖν τὴν ΑΞ περιέχουσαν μετὰ τῆς ΞΡ
6106229 ἀυπνων
ἐώντων με ὑπνοῦν . ἀύπνων ] ἢ τῶν ἀπαύστων . ἀύπνων ] τῶν μὴ τοὺς ἵππους ἐώντων ἠρεμεῖν , ἀλλ
, οὐ πρὸς τὸ χαλινῶν ὡς οἴονταί τινες . θΞ ἀύπνων ] τῶν μὴ τοὺς ἵππους ἐώντων ἠρεμεῖν . Ξ
6104038 τροχιν
ἐν χθονὶ μοῖραν ἕλοντο , ὄφρα τις ἢ μερόπων ἱερὸν τρόχιν Ἐννοσιγαίου κείμενον αἰδέσσαιτο χυτῇ τ ' ἐπὶ θινὶ καλύψαι
ἄρξει θεοῖς . ἀλλ ' εἰσορῶ γὰρ τόνδε τὸν Διὸς τρόχιν , τὸν τοῦ τυράννου τοῦ νέου διάκονον : πάντως
6101882 ἀλαλαγμον
γρ . : δέοι . ὀλιγομισθοτέρους ὀλιγομισθοτέρους . παιῶνα . ἀλαλαγμόν . πελταστῶν . στρατιωτῶν πέλτας ἐχόντων . πέλτη δὲ
] κά ? ! ! ! ! ! ! ! ἀλαλαγμόν ? ? ? : Ἐνυαλίου ] ! ! !
6058218 ζωμευματα
. ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ξύλα , ὑποζώματα τῶν νεῶν , ζωμεύματα εἶπεν ὡς πρὸς μάγειρον . ἀπείρητο γὰρ ὑπ '
ἐπειδὴ ἦρχον νήσων τινῶν . τριήρεσι ] ταῖς ναυσί . ζωμεύματα ] ἤγουν ξύλα , ὑποζώματα τῶν νεῶν . ζωμεύματα
6017265 προσδεχομενον
αὖ γένος ὂν τὸ τῆς χώρας ἀεί , φθορὰν οὐ προσδεχόμενον , ἕδραν δὲ παρέχον ὅσα ἔχει γένεσιν πᾶσιν ,
παρορμεῖν , οὐκ ὄντα μάχεσθαι τοῖς Ἕλλησι πρόθυμον , ἀλλὰ προσδεχόμενον ὀγδοήκοντα ναῦς Φοινίσσας ἀπὸ Κύπρου προσπλεούσας . ταύτας φθῆναι
5992309 κομιουμενον
τὸν οὖν Σιμωνίδην ἔτι νέον ὄντα βαδίσαι πρὸς τὸν χαλκέα κομιούμενον αὐτόν . ἰδόντα δὲ καὶ τὸν τεχνίτην κοιμώμενον καὶ
: τὸν Σιμωνίδην οὖν νέον ὄντα βαδίσαι πρὸς τὸν χαλκέα κομιούμενον αὐτόν . ἰδόντα δὲ καὶ τὸν τεχνίτην κοιμώμενον καὶ
5985235 τρυφεραι
ποτε ὁ Βάχος ὀργιζόμενος ἐπάτησεν , ὅτε αἱ ἁπαλαὶ καὶ τρυφεραὶ τῶν Βακχῶν νεβρῖδες εἰς ἀσπίδας ἠλλάσσοντο , οἱ δὲ
ἐν θαλάμῳ μαλακῶς κατακείμενον : ἐν δὲ κύκλῳ νιν παρθενικαὶ τρυφεραὶ χλανίσιν μαλακαῖς κατάθρυπτοι τὸν πόδ ' ἀμαρακίνοισι μύροις τρίψουσι
5947332 κραζοντα
, πῶς ἂν θαρροίη τις , διὰ τὸ καὶ αὐτὸν κράζοντα μέγαν ἦχον ποιεῖν . Γ πεποιθοίη ] θαρροίη .
μζʹ . βοῶντα ] λέγοντα . κεκραγόθ ' ] καὶ κράζοντα , φωνοῦντα . χεζητιῴην ] ὀρέγομαι χέσειν , ἐπιθυμῶ
5925948 αἰρομενον
Θεόκριτος : † ἀμφορεὺς νεοτευχής † . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον ἀμφοαιρές , καὶ ἀμφορεύς κατὰ συγκοπὴν καὶ πλεονασμῷ τοῦ
ὑπολοίπους εἰς ἐνέδραν ἀφανῆ κατέστησεν . οἱ διώκοντες τὸν καπνὸν αἰρόμενον ἰδόντες ἀπὸ τῶν τειχῶν ᾠήθησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων [
5904199 μασημα
ὀπτόν : καὶ τὸν μὲν χυλὸν καταπίνουσι , τὸ δὲ μάσημα ἐκβάλλουσιν . ὁ μὲν οὖν πάπυρος τοιοῦτός τε καὶ
Ἀλκιβίου ῥίζαν καὶ τὸν μὲν χυλὸν καταπιόντα , τὸ δὲ μάσημα ἐπιθέντα τῷ τραύματι ἰαθῆναι εὐθύς . Ἄλλως : ἀλκίβιος
5889037 δονεων
ἀγῶνι σκοποῦ . Βαλεῖν ] Ῥίψειν τὸν λόγον . Παλάμᾳ δονέων ] Τῇ χειρὶ στρέφων . Ῥίψαις ] Τὸν λόγον
μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων , μακˈρὰ δὲ ῥ̄ίψαις ἀμεύσασθ ' ἀντίους . εἰ
5872338 ὀχμασαι
σοι πατὴρ ἐφεῖτο , τόνδε πρὸς πέτραις ὑψηλοκρήμνοις τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι , ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις . καὶ πάλιν
λίθων γενέσθαι , ὡς κλέπτην καὶ θεῶν παρήκοον . . ὀχμάσαι ] δῆσαι , προσπῆξαι . . συνδῆσαι , κατέχειν
5869195 τοξοτην
ζυγὸν δ ' Ἀφροδίτης , σκορπίον δ ' Ἄρεος , τοξότην Διός , αἰγόκερων Κρόνου : ἀπὸ δ ' αἰγόκερω
δὲ λέγουσιν εἶναι ζῴδια διδύμους τε καὶ τὸν διαμετροῦντα τούτους τοξότην , παρθένον τε καὶ ἰχθύας , οὐ δίσωμα δὲ
5869000 κραιπνοσσυτον
κραιπνόσσυτον ] πτηνόν , ταχύν Δέον κραιπνοσσύτως προλιποῦσα εἰπεῖν , κραιπνόσσυτον εἶπε πρὸς τὸ θᾶκον : ἢ πρὸς τὸ πόρον
. . : Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν κυνηγῶν . : κραιπνόσσυτον : Κραιπνόσσυτον θᾶκον δὲ τὸν αἰθέρα φησίν : ἐπ
5862083 ἀναβαλλειν
ϲτέφειν τὰ οἰκήματα εἰϲ τὴν ὁδόν , καὶ τὰϲ πλίνθουϲ ἀναβάλλειν πρὸϲ ἀριθμόν . Ὑπ . γὰρ ἐν τῷ πρὸς
τοῦ εἰπεῖν . φλύζειν δὲ κυρίως τοὺς λέβητάς φαμεν καιομένους ἀναβάλλειν τῇ θερμότητι τὸ ὕδωρ . περισπᾶται δὲ τὸ ὀρεχθεῖν
5858958 κεραιαις
τοὺς πολιορκοῦντας , τὸ μὲν πρῶτον ἐκ τῶν μεγίστων ἱστῶν κεραίαις ἱσταμέναις ἐβάσταζον ἄνδρας ἐν θωρακίοις , οὗτοι δ '
εὖ μάλ ' ἐρευθὴς πνευματίη : παχίων δὲ καὶ ἀμβλείῃσι κεραίαις τέτρατον ἐκ τριτάτοιο φόως ἀμενηνὸν ἔχουσα ἠὲ νότου ἀμβλύνετ
5852671 ῥομβον
πολλὰ βέλη . [ παρὰ σκοπὸν οὐ χρή : ] ῥόμβον τὴν ῥίψιν καὶ ὁρμήν . λέγει δὲ ὅτι οὐ
, καὶ ὡς ἐν Ἥρωσιν ἴθι δή , λαβὼν τὸν ῥόμβον ἀνακωδώνισον , καὶ ὡς ἐν Γήραι πτωχικοῦ βακτηρίου ,
5844265 ἀνισταμενον
τινες καὶ ἰσχίου ὀδύνην καὶ ἄλλου ἄρθρου καὶ οἴδημα παρούσαις ἀνιστάμενον , καὶ δυσεντερίαν δὲ καὶ ἴκτερον καὶ ἄλλα πολλά
τοὺς παῖδας κατήγαγεν εἰς τὴν πατρῴαν οἰκίαν , Φινέα δὲ ἀνιστάμενον καὶ θελήσαντα καταποντίσαι τὸν ἕτερον τῶν παίδων λακτίσας ὁ
5842281 ἡμιβρωτα
δὲ αὐτῶν καὶ συμπατούμενοι διαφθείρονται καὶ ἄλλα μὲν τῶν μελῶν ἡμίβρωτα φέρει [ δὲ ] τὸ ἔδαφος εἰσέτι ζῶντα καὶ
συστρέφεται . ἡμιδάϊκτα : ἡμίκοπα , ἡμίτμητα , ἡμιμέριστα , ἡμίβρωτα . Εἰσέτι : ἀκμὴν , καὶ ἕως οὗ .
5837688 Λακυδην
, παρατιθέμενον ἱστορεῖν Ἀρκεσίλαον τὸν Πιταναῖον ἐν οἷς ἔφασκε πρὸς Λακύδην τὸν Κυρηναῖον . . : τοῦτο τὸ βιβλίον Ἀνδρόνικος
. ἀποβὰς δὲ τῆς νεὼς ἀνέβαινον εἰς ἄστυ καὶ παρὰ Λακύδην τὸν ξένον : ὃ δὲ τυχὸν ἴσως , ἐπεὶ
5833698 κουφιζουσα
Καὶ πυρὸς ἀκρήτοιο τιθηνήτειρα θοροῦσα Ἀντολίη φωστῆρος ἑκηβολίην ἀναφαίνει λαμπάδα κουφίζουσα , καὶ εἵματα φαιδρὰ βαλοῦσα λευκοχίτων ἤϊξεν ἐπὶ δρόμον
, ὦ φίλα , ἴχνος , ὡς νεβρὸς οὐράνιον πήδημα κουφίζουσα σὺν ἀγλαΐαι . νικᾶι στεφαναφόρα κρείσσω τῶν παρ '
5821961 ἐξιοντα
μόνων χιλίων ; μεθ ' ὧν αὐτὸν ἐς τὸ Τίβυρον ἐξιόντα πόσοι προεπέμπομεν καὶ πόσοι συνώμνυμεν οὐχ ὁρκούμενοι ; πόσους
ἥσθην εἰσιόντι , ἀλλ ' ἐμυσάχθην καὶ ἀπεστράφην καὶ ἀπεστεφάνωσα ἐξιόντα , λαβόμενος τῆς κόμης τῇ ταινίᾳ . ἐπεὶ οὐδὲ
5817186 ὠθων
τὸν σίδηρον , ἀλλ ' ὅτι ὁ ἀήρ ἐστιν ὁ ὠθῶν αὐτὸν πρὸς αὐτήν . μαθηματικὰ δὲ εὗρεν τὴν μέσην
δάφνης ὁ Φοῖβος οὐ προσῳδά : τήν τ ' ἐναύλιον ὠθῶν τις ἐξέκλαγξε σύγκοιτον φίλην . Κρητικοὺς αὐλοὺς θανούσης κῶλα
5811292 στειχοντα
ἑταίρους Ἡρακλέης δίψῃ κεκμηότας . ἀλλά μιν εἴ πως δήοιμεν στείχοντα δι ' ἠπείροιο κιόντες . ” Ἦ : καὶ
Ἔχεις τι κεἰσήκουσας ; ἤ σε λανθάνει πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά ; Ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος ,
5807127 πολυπλοκα
: ταῖς δὴ δαίμων κλυτὸς ἶσα θοοῖσι ποσὶν δονέων ἅμα πολύπλοκα μεθίει μέτρα μολπᾶς . Νῦν δ ' αἰεὶ πέσσω
καὶ πεποιημέναι λέξεις ἐν ταύταις μάλιστα ἐπιπολάζουσι , καὶ τὰ πολύπλοκα καὶ ἀγκύλα καὶ βεβιασμένα σχήματα πλεῖστα περὶ ταύτας ἐστίν
5806289 γναθοις
πάτταλον , καὶ τὸ χρῶμα ξυλοειδές , πρὸς δὲ ταῖς γνάθοις ἀπὸ τοῦ στόματος ἀρξαμένην ἀντὶ πώγωνος μακρὰν σάρκα καὶ
; πώλους ἀπάξω κοιράνωι Τιρυνθίωι . οὐκ εὐμαρὲς χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις . εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο .
5805595 καμακα
γενομένου , συμβήσεται τοὺς ἐν τῷ πύργῳ μικρὸν κινοῦντας τὸν κάμακα , μέγιστον κινεῖν κατὰ τὸ ἕτερον αὐτοῦ ἄκρον ,
. . . . Α . : ἀγρέμονα : τὸν κάμακα , ἀπὸ τοῦ ἀγρεῖν καὶ λαμβάνειν , ἤγουν ἀγρεύειν
5805018 περιβαλλοντα
τοῖϲ δύο πήχεϲι τὸν πεπονθότα μηρὸν κατὰ τὸ παχύτατον αὐτοῦ περιβάλλοντα ἕλκειν ἰϲχυρῶϲ ἐπὶ τὰ ἔξω . οὗτοϲ ὁ τρόποϲ
πρῶτον ἐπίδεσμον ἐπιβάλλειν κατ ' αὐτοῦ τοῦ ἕλκους καὶ τρίτον περιβάλλοντα οὕτως ἐπὶ τὰ ἄνω ἐπὶ βραχίονα φέρειν πιέζοντα σφοδροτέρως
5781506 ἀκαθαρτους
ἄγεσθαι τὰς μὲν καθαρὰς ἐπὶ τὸν ὕψιστον , τὰς δὲ ἀκαθάρτους μήτε ἐκείναις πελάζειν μήτε ἀλλήλαις , δεῖσθαι δ '
οὖν Πετάλη ἀπεσόβησε κωμῳδήσασα ἀκολάστως . ἀπέπτυσε γὰρ ἡμᾶς καὶ ἀκαθάρτους εἰπὼν ἀπεφθάρη . ἡμεῖς δὲ πυρακάνθας ἀφαιροῦσαι καὶ κλωνία
5780603 καταδυειν
, ἐφ ' ἃ βάλλοντες τὰς λάταγας ἐκ καρχησίων ἐπειρῶντο καταδύειν . ἀνῃρεῖτο δὲ τὰ κοττάβια ὁ πλείω καταδύσας .
αὐτοὺς καὶ ὁμολογεῖν ὅτι τὸν μὲν ἥλιον ἐν ταῖς λέσχαις καταδύειν ἄγουσι σχολήν , οὐκ ἴσασι δὲ ὅσα ὄρνιθες .
5769697 κεχηνοτα
. [ ὑπὸ τοῦ δέους : Ἰδὼν γὰρ τὸν δοῦλον κεχηνότα ἐφοβήθη . ] ἀντὶ τοῦ φοβούμενος . . [
τὰ μὲν οὖν σπέρματα αὐτῆς ἐστι μεμυκότα , ἃ δὲ κεχηνότα . Γλαῦκός ἐστι πτηνόν : τοῦτο τῇ Ἀθηνᾷ ἀναγράφεται
5766309 ἀποκαθαιρον
χρῶνται τῷ φαρμάκῳ , ὡς ῥυπτικῷ μέν , ὅταν ὡς ἀποκαθαῖρον αὐτὸ τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις παραλαμβάνωσιν , ὡς συνακτικῷ
καὶ μελανίας ἐκ τοκετοῦ , Ἀσπασίας ρκϚʹ . Νίμμα θαυμάσιον ἀποκαθαῖρον τὴν ὄψιν καὶ λαμπρύνον ρκζʹ . Σκευασίαι μύρων ,
5765994 στρατηλατην
Σκιρωνίσιν , δεσμοῖς τε δήσας χεῖρας ἀκροθίνιον κάλλιστον ἥκει τὸν στρατηλάτην ἄγων τὸν ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι
ἄνδρ ' ἀπόντ ' ἐκ δωμάτων πάσης ὑπὲρ γῆς Ἑλλάδος στρατηλάτην προύδωκε κοὐκ ἔσως ' ἀκήρατον λέχος : ἐπεὶ δ
5755713 κατασκευασαμενον
Ῥωμαίων ἐπικράτειαν κἀκεῖθεν εἰς τὴν Ἰβηρίαν διᾶραι . πάλιν δὲ κατασκευασάμενον στρογγύλον πλοῖον καὶ μακρὸν πεντηκόντορον , ὥστε τῷ μὲν
τε καὶ κατὰ τοῦτον τὸν ποιητὴν πάντα τὸν αὑτοῦ βίον κατασκευασάμενον ζῆν , φιλεῖν μὲν χρὴ καὶ ἀσπάζεσθαι ὡς ὄντας
5754547 λατον
τ ' εὔοψον σφόδρα χωρίον ἐστὶ Κάρυστος . τὸν δὲ λάτον τὸν κλεινὸν ἐν Ἰταλίῃ πολυδένδρῳ ὁ Σκυλλαῖος ἔχει πορθμός
τοὺς λάβρακας ἐντερεύων . λάτος . Ἀρχέστρατος : τὸν δὲ λάτον τὸν κλεινὸν ἐν Ἰταλῇ πολυδένδρῳ ὁ Κυλλαῖος ἔχει πορθμός
5749584 ναρκαν
οὐχὶ μεθιστάνειν καὶ ἱστάνειν . μαλακιᾶν : τὸ ὑπὸ κρύους ναρκᾶν . μανόν : τὸ ἀραιὸν οὕτω λέγουσιν οἱ Ἀθηναῖοι
θηρεύει δ ' εἰς τροφὴν ἑαυτῆς τὰ ἰχθύδια προσαπτομένη καὶ ναρκᾶν καὶ ἀκινητίζειν ποιοῦσα . Δίφιλος δ ' ὁ Λαοδικεὺς
5741287 φαλαρος
Φάλαρος : ὄνομα ὄρους εἰς ἀνατολὴν κειμένου . ὡς ὁ φάλαρος : φάλαρον λέγει τὸν λευκὸν κριόν . καὶ Ὅμηρος
καὶ τὸν ἐν τῷ μετώπῳ λευκόν τι ἔχοντα ὁμοίως . φάλαρος : φάλιος , λευκός : ἐξ οὗ καὶ φαλακρὸς
5738553 πετραισι
' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν τινὰ οἰκοῦσαν ἐν πέτραισι , ναυτίλων βλάβην , † θύουσαν Ἅιδου μητέρ '
, Σκοπρίος , Ἰχθύες . Αἰάζω Διότιμον , ὃς ἐν πέτραισι κάθηται Γαργαρέων παισὶν βῆτα καὶ ἄλφα λέγων . Ἀργεῖος
5738411 τελωνην
δέξηι μ [ λαλοῦντα γάρ ϲε θηρίον [ πρὸϲ τὸν τελώνην λιθιν [ ϲπαϲάμενον ] ? ? εὐθὺϲ ημ ?
κρατῆρά τ ' αἴρου καὶ τὸν ἥδιστον κέρα . ἵππον τελώνην , συκοφάντην ἀετόν , βάτραχον σοφιστήν , ὀψοποιὸν ἐμπίδα
5737158 πεμποντα
ἔνδον δὲ λύχνον ἡμμένον , διὰ τῶν κεράτων τὸ φῶς πέμποντα . λαμπτὴρ δὲ χαλκοῦν ἢ σιδηροῦν ἢ ξύλινον λαμπάδιον
τανύοντα κυανῆν ἶριν , τοῦ πολέμου ξύμβολον , ἢ ἀστέρα πέμποντα ξυνεχεῖς σπινθῆρας ἀποβάλλοντα , δεινὸν τέρας ναύταις [ ἢ
5736101 κιονα
οὖν ἐστιν , ὡς ὁ ΕΓ κίων πρὸς τὸν ΑΙ κίονα , ὁ ἀπὸ τῆς ΡΓ κύβος πρὸς τὸν ἀπὸ
λόγον ἡμῖν νενοημένης ; καθὰ γὰρ οὐκ ἂν εἴπαιμεν τὸν κίονα σωφρονεῖν , κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον οὐδὲ τὸν θεὸν
5734050 συγκαθαιρειν
τῷ λογισμῷ πιέζειν χρή . Τὸ δὲ φορτίον συνανατιθέναι , συγκαθαιρεῖν δὲ μή , εἰς ἀνδρείαν προτρέπει . πᾶς μὲν
καθαρεύουσιν οἱ κοινωνοῦντες . καὶ ἄλλα τάδε . φορτίον μὴ συγκαθαιρεῖν : οὐ γὰρ δεῖ αἴτιον γίνεσθαι τοῦ μὴ πονεῖν
5729509 χαιροντα
. θ φιλαίματον ] φιλόψυχον . φιλαίματον ] τὸν αἵμασι χαίροντα ἔφορον τοῦ φόνου θεόν . θΞ Φόβον ] Δεῖμος
ματαίους ἄνδρας δηλοῖ , ὠχρὰ δὲ ὄμματα καὶ ἀλλοχροίας ἔχοντα χαίροντα ἄνδρα καὶ ὑπονοούμενον εἰς κλεψοσύνας τὸν τοιοῦτον σημαίνει :
5725163 κολωνον
εἶχε λόγχην ἔμπροσθεν , οὐ μὴν καὶ ὄπισθεν . . κολωνὸν ] γῆς ἀνάστημα . . οἱ γὰρ Μάκρωνες ἔθνος
Περγαμηνῶν / [ καὶ μετώικισεν ] αὐτοὺς πάλιν ἐπὶ τὸν κολωνὸν / [ εἰς ] τὴν παλαιὰν [ ] πόλιν
5723840 ἱεντα
οὐρανῷ ἀρχῆθεν φάτναι καλούμενα καὶ ὄνοι . ἐμὲ δὲ χρὴ ἱέντα , ἤγουν βάλλοντα ῥόμβον , ἀντὶ τοῦ βολὴν ἀκόντων
. Τυφῶν ' ἱέντα ] ἤτοι τὸν Τυφῶν τὸν πύρπνοον ἱέντα καὶ πέμποντα . ἱέντα ] πέμποντα . πύρπνοον ]
5716775 κατωφερη
ἀπορρέουσιν ἐκ τῆς φλεγμονῆς καὶ παχέα πνεύματα , καὶ ὡς κατωφερῆ φέρονται ἐπὶ τοὺς πόδας , καὶ τῷ λόγῳ τούτῳ
, ἄρρεν καὶ θῆλυ . Δύο ἀνωφερῆ , καὶ δύο κατωφερῆ : καὶ τὰ μὲν ἀνωφερῆ δύο , πῦρ καὶ
5716659 πολυπτυχον
κλιμακτῆρα ὑψηλότερόν τινι χρὴ ποιέειν τοῦ μετρίου , καὶ ἱμάτιον πολύπτυχον , ὡς ἂν ἁρμόσῃ , ὑποτείνειν ὑπὸ τὸ σῶμα
κλιμακτῆρα ὑψηλότερόν τινι χρὴ ποιεῖν τοῦ | μετρίου καὶ ἱμάτιον πολύπτυχον , ὡς ἂν ἁρμόσῃ , ὑποτείνειν ὑπὸ τὸ σῶμα
5715210 στρωτηρα
Ἕτερος τρόπος ἐμβολῆς : ἢν ἐς τὸ ἔσω ὠλισθήκῃ , στρωτῆρα χρὴ διαδῆσαι μεταξὺ δύο στύλων , ὕψος ἔχοντα σύμμετρον
σεσάπρισται : σέσηπται , ἔφθαρται . συνθεῖν : συντρέχειν . στρωτῆρα : δοκίδα . | σαρκάζειν : οἱ μὲν σαρκοῦν
5711326 κεκραγοτα
κρατούμενον ἀνάγκῃ ἀφύκτῳ , τὸν δὲ Φουφέττιον ἀγανακτοῦντα ἔτι καὶ κεκραγότα μόνον τάς τε συνθήκας ἀνακαλούμενον , ἃς αὐτὸς ἐξηλέγχθη
πήραν ἔχοντα , ἀντὶ δὲ τῆς βακτηρίας ὕπερον , καὶ κεκραγότα καὶ λέγοντα ὅτι Ἀντισθένους καὶ Κράτητος καὶ Διογένους ἐστὶ
5710804 θυμοειδη
παρρησίᾳ τοῦ Διογένους , ὥσπερ οἱ ἱππικοί , ὅταν ἵππον θυμοειδῆ λάβωσιν , ἄλλως δὲ ἀνδρεῖον καὶ φιλόπονον , οὐδὲν
ἵππον τοιοῦτον ἐπικαλοῦσιν ἐλευθέριόν τε καὶ ἐθελουργὸν καὶ ἱππαστὴν καὶ θυμοειδῆ καὶ σοβαρὸν καὶ ἅμα ἡδύν τε καὶ γοργὸν ἰδεῖν
5699627 καρχαροδοντα
ἀθρήσειεν ὄρυξ κρατερόφρονα θῆρα , ἢ σῦν χαυλιόδοντ ' ἢ καρχαρόδοντα λέοντα ἢ κρυερῶν ἄρκτων ὀλοὸν θράσος , αὐτίκ '
τριπόδων ἐριτίμων . Σῴζεσθαί ς ' ἐκέλευ ' ἱερὸν κύνα καρχαρόδοντα , ὃς πρὸ σέθεν χάσκων καὶ ὑπὲρ σοῦ δεινὰ
5697302 ἀκραις
ἐκ θυμὸν ἕληται . ἡ διπλῆ ὅτι πρώτῃσι ἀντὶ τοῦ ἄκραις . πρώτῃσι δὲ πύλῃσι πρὸς τὸ ἄξαντ ' ἐν
ἃ νῦν ἡμῶν ὁ νοῦς ταῖς ἐμπαθέσι κηλῖσι μεθύων , ἄκραις ἐπαφαῖς τὸ τοῦ λόγου κατανοεῖ . ὁ δὲ δὴ
5688715 συνηδομενον
ἔχει τοὺς ἐφηδομένους , ἐν δὲ ταῖς εὐτυχίαις οὐδένα τὸν συνηδόμενον . [ ᾧ γὰρ πλεῖστοι μὲν καὶ ἄριστοι φίλοι
ταῖς τῶν φίλων τύχαις τὸ εἰκὸς εἰσενεγκεῖν ἐπὶ μὲν τοῖς συνηδόμενον , ἐπὶ δὲ τοῖς συναχθόμενον , καὶ παρ '
5677529 παραξονια
. περίζυξ καὶ ἄζυξ : Εὔπολις καὶ Ἀριστοφάνης . . παραξόνια : τὰ τῷ ἄξονι ἐμπηγνύμενα ὑπὲρ τοῦ κατέχειν τὸν
περὶ μερῶν ἐπιλέγειν , οἷον σῶτρα ἐπίσωτρα ἁψῖδας πλήμνας κνήμας παραξόνια κερκίδας παρακύκλους ἄξονας καὶ πάνθ ' ὅσα τοιαῦτα ,
5674361 τεθαυμακας
δ ' ὥσπερ εἰς τοῦ Διὸς τὸν οἶκον παρελθὼν πάντα τεθαύμακας καὶ ἐφ ' ἑκάστῳ τῶν πραττομένων μετέωρος εἶ :
τῶν κοκκάλων ἀφθόνως ἔχοντος . τὸν Κολοφώνιον Νίκανδρον τὸν ἐποποιὸν τεθαύμακας ὡς φιλάρχαιον καὶ πολυμαθῆ , ὃς ὑπογράφων τὴν χρείαν
5672902 κἀνθενδε
. Κατιόντες γὰρ ἀπὸ τοῦ βορείου ἐπὶ τὸν νότιον , κἀνθένδε πάλιν ἐπὶ τὸν βόρειον ἀνατρέχοντες οὐκ εὐθεῖαν οὐδὲ ἁπλῆν
Φθιώτιδι , ὁμόρου δὲ τῷ Τυφρηστῷ καὶ τοῖς Δόλοψιν , κἀνθένδε παρατείνοντος εἰς τὰ πλησίον τοῦ Μαλιακοῦ κόλπου . ἀπέχει
5671753 νεβρον
παρ ' ὀφρύν , ἥν ποτ ' ἐν πατρὸς δόμοις νεβρὸν διώκων σοῦ μέθ ' ἡιμάχθη πεσών . πῶς φήις
χοῖρον λαβών . καὶ Ἀνακρέων δέ φησιν : οἷά τε νεβρὸν νεοθηλέα γαλαθηνόν , ὅς τ ' ἐν ὕλῃ κεροέσσης
5667851 ἀλιω
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
5664795 ἑστωτα
δὲ τὰ στρογγύλα , τά τε κινούμενα ἑστῶτα καὶ τὰ ἑστῶτα πολλάκις κινούμενα φαίνεται . πλείστη δὲ κἀν τοῖς μεγέθεσι
καὶ συνεληλυθότων κατὰ τὸν θεὸν , ἐν δ ' αὐτοῖς ἑστῶτα ἐμὲ δημηγορεῖν τε καὶ ὑμνεῖν τὸν θεὸν , ἄλλα
5662616 ἀποβλεποντα
ἔστιν ἄλλως ἐκβαλεῖν , εἰ μὴ πρὸς μόνον τὸν θεὸν ἀποβλέποντα , ἐκείνῳ μόνῳ προσπεπονθότα , τοῖς ἐκείνου προστάγμασι καθωσιωμένον
ὄντα οὐκ οἴει ταὐτὸν πείσεσθαι εἰς τὰς τῶν ἄστρων φορὰς ἀποβλέποντα ; νομιεῖν μὲν ὡς οἷόν τε κάλλιστα τὰ τοιαῦτα
5661349 Ἀλλον
κηʹ . Ἕλκεα ἐκθύουσιν , ἢν ἀκάθαρτος ἐὼν πονήση . Ἄλλον τινὰ λόγον νυνὶ ἐκτίθεται , καὶ κελεύει σοι μηδέποτε
ἐστιν , ἐκλύτου καὶ παρέτου γιγνομένου τοῦ πεπονθότος τηνικαῦτα . Ἄλλον δὲ ξηρότατον ἤδη γεγενημένον , ὡς ὁμοιότατον εἶναι τὴν
5660686 μεσημβριναις
ἄφερτον Ἰδαία χιών , ἢ θάλπος , εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών τί ταῦτα πενθεῖν δεῖ
δὲ οὐδὲ διοίσει τινὶ ἀξιολόγῳ , κἂν παραλλήλοις χρησώμεθα ταῖς μεσημβριναῖς γραμμαῖς , εὐθείαις δὲ ταῖς τῶν παραλλήλων , ἐὰν
5660432 χαλκοπαραον
. ἄνδρα δ ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων
πάτραθε Σώγενες , ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ ' ὥτε χαλκοπάραον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν , ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ
5650635 ποικιλαν
αονιασπολεις [ . . . σοὶ δ ' ἔγω Κλέι ποικίλαν [ οὐκ ἔχω πόθεν ἔσσεται [ [ ] μιτράναν
[ ] μιτράναν ] ? δ ' ἀρτίως κλ [ ποικίλαν ? ἀπὺ Σαρδίων [ ! ! ! ] !
5647173 προστιθεντα
ὁρᾷ ἐκεῖνος ἐγρηγορυῖα δέχοιτο , τούτῳ θεᾶσθαι τὸ ἓν οὐ προστιθέντα αἴσθησιν οὐδεμίαν οὐδέ τι παρ ' αὐτῆς εἰς ἐκεῖνον
, οἱ Λάκωνες καρτερικοί , οἱ Μυκόνιοι φαλακροί ἢ τὸν προστιθέντα τὸ πάντες καθ ' ἕκαστον τούτων . καὶ ὅλως
5646838 ἀποφερομενα
τοιαῦτα δοξάσματα , ἀπὸ μὲν τῶν δαιμόνων ἐπὶ τὰς ψυχὰς ἀποφερόμενα ἀπὸ δὲ τῶν θεῶν ἐπὶ τὸν κατ ' ἐνέργειαν
κενούμενα διάφορά [ καὶ τὰ κατὰ τὸ λόγωι ] θεωρητὸν ἀποφερόμενα οἷα ? ? [ ! ! ! ! !
5638623 πολιοχρωσι
' ἐπ ' ἀνθράκων ὑδρίαν δανείζειν πεντέχουν ἢ μείζονα ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσιν τεθραμμένη κοπίδι τῶν μαγειρικῶν εἰ παιδαρίοις ἀκολουθεῖν δεῖ
' ἀνθράκων . Ὑδρίαν δανείζειν πεντέχουν ἢ μείζονα . Ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσιν τεθραμμένη . Ὀξωτά , σιλφιωτά , βολβός ,
5637388 οἰγειν
, ἀλλ ' ἁπλῷ λόγῳ , ὥσπερ δίκαιον πρὸς φίλους οἴγειν στόμα . πυρὸς βροτοῖς δοτῆρ ' ὁρᾷς Προμηθέα .
. . . : εὐφαμεῖτε : μελισσονόμοι δόμον Ἀρτέμιδος πέλας οἴγειν ] εὐφημεῖτε : μελισσονόμοι . . . ἐξ Ἱερειῶν
5635941 τραγῳδον
Ταναγραίῳ κήτει ἐοικέναι . καὶ Ἀριστοφάνης δὲ λεπτοὺς καταλέγει Σαννυρίωνα τραγῳδὸν καὶ Μέλιτον καὶ Κινησίαν , οὓς καὶ πρέσβεις ὑπὸ
καὶ δεινῶς πάνυ τὴν ἀνοψίαν φέροντας . Μελάνθιον δὲ τὸν τραγῳδὸν Ἄρχιππος ἔν τινι δράματι ὡς ὀψοφάγον δήσας παραδίδωσι τοῖς
5635149 κοχλιαν
ταῖς ἀφύαις συναλίσκεται : εἴη δ ' ἂν κατὰ τὸν κοχλίαν τὸν γυμνὸν τὸ εἶδος . Γὺψ νεκρῷ πολέμιος .
ἥλους καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ κοχλίαν ἕνα μετ ' αὐτῶν καὶ καύσας αὐτοὺς λείωσον σὺν
5633874 τραχειαις
, δήσασα , ἀναπετάσασα , ἀνακρεμάσασα . σπιλάδεσσι : πέτραις τραχείαις , πέτραις . Ὀλίγαι : μικραί . Δόλοισι :
δύνηται , παρέγχει κατ ' ὀλίγον . Τὰ ἐν ταῖς τραχείαις ἀρτηρίαις συνιστάμενα ἕλκη εἰς τὸν ἔνδον αὐτῶν χιτῶνα θεραπεύομεν
5630554 καταναγκαζειν
οὕτω κατανείνειν : ἅμα δὲ τῇ κατατάσει χρὴ τῇ σανίδι καταναγκάζειν τὸν αὐτὸν τρόπον ὡς τὰ ὑβώματα , κατ '
καὶ συμβαλεῖν ἔχῃ , καὶ κωλύῃ τὸ στράτευμα , καὶ καταναγκάζειν φρούρια , καὶ ζητεῖν τὴν ἐπήρειαν λόχῳ κατὰ τῶν
5628810 βλεψον
, ἢ ἐκείνη ἡ θεὸς ἡ Ἀθηνᾶ λέγει : Ἐκεῖσε βλέψον : ὁρᾷς τουτὶ τὸ ὑπὲρ κεφαλῆς θέαμα , τὸ
χρυσοπήληξ ] χρυσῆν περικεφαλαίαν ἔχων . ἔπιδε ] ἤτοι εὐμενῶς βλέψον . . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . . πολισσοῦχοι χθονὸς
5627271 καθηκουσαις
ἐπὶ πῦρ , κἄπειτα κατίδοιεν ἐν τῷ πέραν ἐν πέτραις καθηκούσαις ἐπ ' αὐτὸν τὸν ποταμὸν γέροντά τε καὶ γυναῖκα
τὸ ὀπίσω πάλιν ἐργωδῶς . ἐπιθετέον δέ ἐστι καὶ ταῖς καθηκούσαις πρὸς τὸ τεῖχος οἰκίαις προμαχῶνας καὶ τοῖς ἀμφόδοις ἑκατέρωθεν
5623885 τετρυπημενον
, τελειούμενον δ ' ἔτι σκληρὸν κατὰ τὴν ἐπανάστασιν καὶ τετρυπημένον : προσεμφερὲς τρόπον τινὰ τοῦτ ' ἐστὶ καὶ ταύρου
μὴ κἀγὼ σοὶ πιστεύω τὸν ἐμαυτοῦ οἶνον : σὺ γὰρ τετρυπημένον ἔχεις τὸν πίθον . πῶς οὖν ἔτι ἴσον γίνεται
5620430 ἐξηρτυε
ἀρετὴν τῶν ὕστερον καθῃρηκότων . ὁ μὲν δὴ Νίγρος οὕτως ἐξήρτυε τὰ καθ ' ἑαυτὸν προμηθέστατα καὶ ἀσφαλέστατα , ὡς
τινες Παρθυαίων αὐτόμολοι ἢ χρήμασιν ἀναπεισθέντες ἠκολουθήκεσαν αὐτῷ βοηθήσοντες , ἐξήρτυε δὴ Γερμανοῖς ἀντιτάξων . μάλιστα γὰρ τοιοῦτος στρατὸς ὀχληρὸς
5620157 ἀπεπνιξε
στομίων ἐμφράξας συνεπλάκη , καὶ τὸν αὐχένα σφίγξας τοῖς βραχίοσιν ἀπέπνιξε . τὴν δὲ δορὰν αὐτοῦ περιθέμενος , καὶ διὰ
ἀπέφηνε καὶ γυμνήν : ἐνταῦθά τε ἡ ὕαινα ἐνέφυ καὶ ἀπέπνιξε , καὶ ἐς τὸν φωλεὸν ἀπάγει . καὶ τοῖς
5611129 περιστυλον
γυνὴ καὶ μήτηρ βασιλέως ὑπῆρξε . μετὰ δὲ τὸν πυλῶνα περίστυλον εἶναι τοῦ προτέρου ἀξιολογώτερον , ἐν ὧι γλυφὰς ὑπάρχειν
γυνὴ καὶ μήτηρ βασιλέως ὑπῆρξε . μετὰ δὲ τὸν πυλῶνα περίστυλον εἶναι τοῦ προτέρου ἀξιολογώτερον , ἐν ᾧ γλυφὰς ὑπάρχειν
5610180 ἀλιτηριον
δέ εἰμι ξύλον εὐμέγεθες ἀνελόμενος κατὰ τοῦ βρέγματος πατάξαι τὸν ἀλιτήριον : ἃ γὰρ οὐδ ' οἱ τρέφοντες παίζουσι ,
ἤδη . Δέδοικε δὲ οὐδεὶς οὐ παλαμναῖον λογιστήν , οὐκ ἀλιτήριον ἐκλογέα , οὐ τοὺς καταράτους πευθῆνας , οὐ τοὺς
5604745 βραδυν
ἢ κύνα ἢ ἄλλο ὁτιοῦν ; ἢ αὖ ταχὺν ἢ βραδὺν ἢ αἰσχρὸν ἢ καλὸν ἢ λευκὸν ἢ μέλανα ;
κακῶς , ὅτι με τῇ μέθῃ καὶ τοῖς αὐλοῖς κατακηλήσασα βραδὺν ἀπέφηνας τοῖς ἐκ τῶν ἀγρῶν ἀποπέμψασιν . οἱ μὲν
5601841 Παρνηθ
ὦ πονηρέ μ ' ἐξορίζεις ὡσπερεὶ κλιντήριον ; Ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκάβηττον . Κείσεσθον ,
οὐκ ἐῶν κακὸν τὸν οὐχὶ τοιοῦτον δοκεῖν . ἐς τὴν Πάρνηθ ' ὀργισθεῖσαι φροῦδαι κατὰ τὸν Λυκαβηττόν μηδὲ στέψω κοτυλίσκον
5599193 στυππειον
τούτοις οὐδ ' ἐν τῷ Πειραιεῖ ὄντα ἄφθονα ὀθόνια καὶ στυππεῖον καὶ σχοινία , οἷς κατασκευάζεται τριήρης , ὥστε πρίασθαι
ἀεὶ τοῦτο τὸ λὰξ ἐν μνήμῃ . καί ποτε κελεύεται στυππεῖον ἐξ ἑτέρου χωρίου εἰς ἕτερον χωρίον μετενεγκεῖν : κομίσας
5598524 ναας
μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε κἐς νέος ? [ πολείτας ] ,
. . , : [ τὸν Πολύφαμον , ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλεν . ] Τὸν Πολύφημον τὸν Κύκλωπα λέγει ,
5598013 ὠθεειν
σύμμετρον μαλθακόν : κατὰ δὲ τὸ ἕτερον μὴ στορέσαντα χρὴ ὠθέειν ὀπίσω καὶ κάτω , ἤν τε ἔσω , ἤν
περικάμψαι , καὶ μὴ ἐς ἰθὺ βιάζεσθαι , ἅμα δὲ ὠθέειν τἀναντία ἐφ ' ἑκάτερα , καὶ παρωθέειν ἐς χώρην
5596913 φθειροντα
. δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι , μὴ παρθένους φθείροντα καὶ μοιχώμενον , κλέπτοντα καὶ σφάττοντα χρημάτων χάριν :
. δεῖ γὰρ τὸν ἄνδρα χρήσιμον πεφυκέναι , μὴ παρθένους φθείροντα καὶ μοιχώμενον , κλέπτοντα καὶ σφάττοντα χρημάτων χάριν :
5595870 ἀγκυραις
βέλεσί τε καὶ λίθοις ἔβαλλον , ἕτεροι δὲ ἀναρριχώμενοι καὶ ἀγκύραις καὶ σχοινίοις ἐκκρεμαννύμενοι ἐπιβαίνειν τῶν νεῶν ἐπειρῶντο , καὶ
συμφέρον ἐν χειμῶνι καὶ νυκτὶ [ τὴν νῆα ] δύο ἀγκύραις ἐπερείδεσθαι , οὕτως ἐπικερδὲς καὶ δύο πατρίδας ἔχειν [
5593314 καταφοραις
ταῖς ἐπ ' ὀρθῆς τῆς σφαίρας , δυνούσης δὲ ταῖς καταφοραῖς . ὅταν δ ' ὁ ἀφέτης μεταξὺ τῶν κέντρων
σφαίρας δεῖ χρῆσθαι , ἐπὶ δὲ τοῦ δυτικοῦ ὁρίζοντος ταῖς καταφοραῖς , ἐπὶ δὲ τῶν μεταξὺ τῶν κέντρων ὄντος τοῦ
5592018 προσπελαζοντα
ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ζώιων τὰ προσπελάζοντα τῶι ποταμῶι : καὶ τὰ μὲν δήγματα ποιεῖ ἁδρὰ
τοῦ στενοῦ τῆς Προποντίδος πορθμοῦ , ἤδη τε τῷ Βυζαντίῳ προσπελάζοντα , φασὶν ἀντιπνοίᾳ χρήσασθαι , ἐπανάγοντος αὐτὸν τοῦ πνεύματος
5591490 ἰοντα
οἱ δῶκεν ἀπειρεσίην Ἀγελείη , φῦλα φυλασσέμεναι κρυερὴν ἐς δῆριν ἰόντα , ἢ δολιχὴν ἕρπων ἐς ἀταρπιτὸν εἴ μιν ἔχει
τώ τ ' ἐν ὄρεσσιν ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν δέχαται κολοσυρτὸν ἰόντα , δοχμώ τ ' ἀΐσσοντε περὶ σφίσιν ἄγνυτον ὕλην
5590897 πτερυγωκη
τέλος ὁδοῦ . . διαμειψάμενος ] διελθών . . τὸν πτερυγωκῆ οἰωνὸν τόνδε ] τὸν πτερυγωκῆ οἰωνὸν τοῦτον , ἤγουν
τῶν θεῶν . ἐπὶ γρυπὸς δὲ τετρασκελοῦς ὀχεῖται . : πτερυγωκῆ ] Τὸν ταχὺν διὰ τῶν πτερῶν . : στομίων
5588192 βλεψαι
οἶμαιξὺν θεῷ δ ' εἰρήσεται ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς ὀφθαλμίας βλέψαι ποήσας . Μηδαμῶς τοῦτ ' ἐργάσῃ : οὐ βούλομαι
Πρόκλος : εἰ οὖν δυνατὸν τοὺς Λυγκέως ὀφθαλμοὺς ἔχοντά τινα βλέψαι διὰ βάθους τοῦ σώματος καὶ ἰδεῖν κόπρον καὶ πᾶσαν
5586547 ἐπεμβασεσι
Ἄρει ἢ διαμετρῶν τὰ ἴσα ποιεῖ . ἐν δὲ ταῖς ἐπεμβάσεσι ταύταις εἰ μὲν κατὰ πῆξιν τρίγωνος ἦν ὁ κακοποιὸς
τὴν Σελήνην . χεῖρον δὲ καὶ στηριγμοὶ ἐν ταῖς τοιαύταις ἐπεμβάσεσι κατὰ πάρ - οδον . ὁ μὲν Ἄρης τριγωνίζων
5583631 αὐων
ἡ τῶν ξύλων τῶν μανῶν καὶ κούφων καὶ ἡ τῶν αὔων : ἡ δ ' ἐκ τῶν πυκνῶν καὶ χλωρῶν
φίλυδρος . Διακαθαίρεσθαι δὲ πάντα ζητεῖ : βελτίω γὰρ τῶν αὔων ἀφαιρουμένων ὥσπερ ἀλλοτρίων , ἃ καὶ τὰς αὐξήσεις καὶ
5580127 κονιορτον
, βότρυς , ὀπώραν , στεφάνους ἴων * * * κονιορτὸν ἐκτυφλοῦντα . αὑτὸς δ ' ἀνὴρ πωλεῖ κίχλας ,
κάπνος ἢ ἀὴρ ἢ πῦρ γένοιτο , ἀλλὰ καὶ εἰς κονιορτὸν ἀναλυθεῖσα . Πάρεστι γοῦν ὁρᾶν , ὅτι καὶ τὰ
5579597 ὑποχωρουντας
δὲ τὸν Αἴαντα καὶ τὸν Μενέλαον , ἐντροπαλιζομένους καὶ βάδην ὑποχωροῦντας , ὥσπερ ἀπωσμένους σταθμοῦ λέοντας . ὡσαύτως δὲ καὶ
λόγῳ ὑποπεσεῖν μὴ δυναμένῃ . καὶ χρὴ διὰ τούτων ἰδίων ὑποχωροῦντας διὰ τὴν περὶ αὐτὰς δυσχέρειαν περὶ τῶν κοινῶν ποιεῖσθαι
5578715 πορθμεα
ποιήσει πάμπαν . ἐκείνωι μὲν οὖν ἥρμοττεν ὀργιζομένωι πρὸς τὸν πορθμέα τοιοῦτον εἰπεῖν μῦθον , τοῖς δὲ τὴν ἀλήθειαν ζητοῦσιν
ἐπιθυμῶν εὗρεν ὅπως μήτε ἐπιορκήσει καὶ μετασχήσει τῶν λόγων , πορθμέα τινὰ τῶν καθ ' ἡμέραν λεγομένων δωρεαῖς μεγάλαις κτησάμενος

Back