[ ] νερεττοντωνυπερες [ ] οριτοντουτωνπολυ ? ? ! ! αἴρεσθ ' αὐτῷ πολὺ τὸ ῥόθιον : ῥόθιον τὸ κῦμα
στίχων ἐστὶν ἀναπαιστικῶν τετραμέτρων καταληκτικῶν μʹ , ὧν τελευταῖος “ αἴρεσθ ' αὐτῷ πολὺ τὸ ῥόθιον , παραπέμψατ ' ἐφ
6242282 ἀμελγομεναι
, ταὶ μὲν ἵνα πρώτιστον ὀχλιζομένας ῥόος ὤσῃ ἀθρόα προσφύονται ἀμελγόμεναι χροὸς αἷμα , ἄλλοτε μέν τε πύλῃσιν ἐφήμεναι ἔνθα
ὥς τ ' ὄϊες πολυπάμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ μυρίαι ἑστήκασιν ἀμελγόμεναι γάλα λευκὸν ἀζηχὲς μεμακυῖαι ἀκούουσαι ὄπα ἀρνῶν , ὣς
6225100 Βαβυς
καὶ Τῆλος , παρὰ δὲ Ἱππώνακτι Κίων καὶ Κώδαλος καὶ Βάβυς , ἐφ ' ᾧ καὶ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν
τῶν αἰεὶ πρὸς τὸ χεῖρον αὐλούντων κάκιον [ ἢ ] Βάβυς αὐλεῖ . ὁ δ ' Ἀριστόξενος τὴν εὕρεσιν αὐτῆς
6094156 Ἀμφοτεροι
δὲ οἱ δειλοὶ μόνον λυποῦνται ἢ καὶ οἱ ἀνδρεῖοι ; Ἀμφότεροι . Ἆρα ὁμοίως ; Μᾶλλον ἴσως οἱ δειλοί .
ἐδόκουν μᾶλλον χαίρειν , οἱ δειλοὶ ἢ οἱ ἀνδρεῖοι ; Ἀμφότεροι ἔμοιγε [ μᾶλλον ] : εἰ δὲ μή ,
6089390 Φερεκλος
σύνθετα εἰς ος γινόμενα συγκόπτουσι τὸ ε , Πάτροκλος Ἔχεκλος Φέρεκλος . Ταῦτα δὲ παρὰ τὸ κλέος σύνθετα εἰς ης
, κομίσει * . Φερέκλειοι πόδες περιφραστικῶς ἀντὶ τοῦ ὁ Φέρεκλος ἢ αἱ νῆες , ἃς ὁ Φέρεκλος εἰργάσατο :
6079338 σκωλος
, ἃ οὐ πάντως ἐτυμολογοῦμεν , ὡς οὐδὲ τοῦτο . σκῶλος πυρίκαυστος Ν ; Σκῶλον Β . . , :
μεγήρας . καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ μεῖν ' ὥς τε σκῶλος πυρίκαυστος ἐν σάκει Ἀντιλόχοιο , τὸ δ ' ἥμισυ
6068731 ἀμητοιο
τε πελάζει . οἵη δ ' ἐκ ληΐοιο φέρει θέρος ἀμητοῖο βριθομένη πυρῷ τε μετ ' αὔλιον εἶσιν ἀπήνη ,
βοῶν ἀρότοιό τε γαίης πυρῶν τ ' εὐκάρποιο φέρει γέρας ἀμητοῖο . δοῦρα δὲ τεκτήνασθαι ἀναστῆσαί τε μέλαθρα , φάρεά
6062423 ἁρπαλεως
, διὰ τὸ καθαρόν . ἐπικριδόν : ἐπικρίναντες ἔθυον . ἁρπαλέως : ἀδηφαγῶν ἤσθιεν , ἴσην ὀνείρου ἡδονὴν ἔχων ,
, δαίνυνθ ' ἑζόμενοι : σὺν δέ σφισι δαίνυτο Φινεύς ἁρπαλέως , οἷόν τ ' ἐν ὀνείρασι θυμὸν ἰαίνων .
6019307 παυσασθ
ἄνθρακας . Ὅστις δὲ πόλεμον μᾶλλον εἶναι βούλεται , μηδέποτε παύσασθ ' αὐτόν , ὦ Διόνυς ' ἄναξ , ἐκ
γῆρας δ ' οὐκέτ ' ἔστ ' αὐτοῖς βαρύ . παύσασθ ' , ἅλις γὰρ ἡ παροῦσα συμφορά : ὦ
6008377 λαμπας
κοσμικὸς ἔλεγχος , ἀκήρατος φλόξ , ἀδιάστατον φέγγος , κεχορηγημένη λαμπάς , οὐράνιος ὁδοιπόρος , ἡμέρας κόσμιον . Οὐρανοῦ πορφύρα
ψιὰς ἡ κατὰ λεπτὸν τοῦ ὕδατος ἔκδοσις , ὡς λάμπω λαμπάς , ἴλλω ἰλλάς : Ὅμηρος : ἰλλάσιν οὐκ ἐθέλοντα
5938095 ἱκε
: τόσσος γὰρ κτύπος ἦεν , ἀϋτὴ δ ' οὐρανὸν ἷκε , βαλλομένων σακέων τε καὶ ἱπποκόμων τρυφαλειῶν καὶ πυλέων
οἳ μὲν μάρναντο , σιδήρειος δ ' ὀρυμαγδὸς χάλκεον οὐρανὸν ἷκε δι ' αἰθέρος ἀτρυγέτοιο : ἵπποι δ ' Αἰακίδαο
5935330 εἰναλιη
: τὸ πῶ μέγα , οἷον : φαίνετο δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν . Σκίαθος δέ
ὡς Ὅμηρος : ἄντλῳ δ ' ἐνδούπησε πεσοῦς ' ὡς εἰναλίη κήξ . τὰν οὐδὲ Πορφυρίων : ἣν οὐδὲ ὁ
5924267 ἐφημεναι
ἤτοι τῷ φάρυγγι . ἢ τοῦ ἥπατος ἢ τοῦ στομάχου ἐφήμεναι ] καθήμεναι ἔνθα ] ὅπου αἰέν ] ἀεί ἀθροιζόμενον
γυναικὸς ἔῃ γενέθλη , τοῖσιν δὲ συνείη Ἀφρογενής , τεγέεσσιν ἐφήμεναι αἴσχεα δρῶσιν . ὁππότε δ ' ὡρονομῇ Στίλβων ζῶον
5912511 ὀμφαν
τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν
τὴν φωνὴν λέγει ἢ τὴν ὁμιλίαν οὐ τὴν κληδόνα : ὄμφαν . φωνήν * φρενῶν . τὸ ἔπαρμα καὶ τὴν
5911019 ἐπηλυθε
ὕβριν ἔχοντες . ἀλλ ' ὅτε δὴ δείπνηστος ἔην καὶ ἐπήλυθε μῆλα πάντοθεν ἐξ ἀγρῶν , οἱ δ ' ἤγαγον
[ ] δὲ [ Πελασγός ] εἰς λέχος εὐποίητον [ ἐπήλυθε Δηιανείρης ] [ ] , Ζηνὸς ἐλευθερίοιο [ ]
5908046 λαεσσι
. εὗρον δ ' ἐν βήσσῃσι τετυγμένα δώματα Κίρκης ξεστοῖσιν λάεσσι , περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ . ἀμφὶ δέ μιν λύκοι
πονέοντο νωλεμέως : ἰοὶ δὲ πολυκμήτων ἀπὸ χειρῶν θρῷσκον ὁμῶς λάεσσι καὶ αἰγανέῃσι θοῇσι δυσμενέων ἐς ὅμιλον , ἐπεί σφισι
5896252 ἀνωγω
ἄνωχθι : ἐνεστῶτος καὶ παρατατικοῦ ἤπερ πα - ρακειμένου : ἀνωγῶ ἀνώγημι , τὸ προστακτικὸν ἀνώγηθι , καὶ τροπῇ τοῦ
δὲ τὸ παρὰ Καλλιμάχῳ : ἄνωγε δὲ πορθμέα νεκρῶν : ἀνωγῶ ἀνώγημι . τὸ προστακτικὸν ἀνώγηθι : καὶ τροπῇ τοῦ
5894684 καταληγον
εἰς ΣΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους Ι εἰς Σ καταλῆγον μονογενῆ ὄντα προπαροξύνεται : κυπάρισσος νάρκισσος Μέλισσος . τὸ
, χωρὶς εἰ μὴ ὀφθείη πρὸ τοῦ Δ τὸ Ρ καταλῆγον , οἷον : ἡδανός οὐτιδανός ἐλλεδανός ῥιγεδανός Ἀπιδανός .
5893646 διεκρινον
οὖν καὶ ἐπίσημος ἐγένετο πάνυ καὶ μόραν Λακεδαιμονίων κατέκοψε . διέκρινον γὰρ τὸν δῆμον οἱ Λακεδαιμόνιοι εἰς δέκα μόρας ὥσπερ
δὲ ἀληθινά ; κάλλιστον ἂν ἦν αὐτῶν ἔργον , εἰ διέκρινον τὸ ἀληθὲς καὶ μή . νῦν δ ' οὐκ
5887887 ἐπεσσευοντο
δ ' ἐπανέστησαν πείθοντό τε ποιμένι λαῶν σκηπτοῦχοι βασιλῆες : ἐπεσσεύοντο δὲ λαοί . ἠΰτε ἔθνεα εἶσι μελισσάων ἁδινάων πέτρης
ἵκετο ἔθνος ἑταίρων . Τρῶες δὲ λείουσιν ἐοικότες ὠμοφάγοισι νηυσὶν ἐπεσσεύοντο , Διὸς δ ' ἐτέλειον ἐφετμάς , ὅ σφισιν
5886640 ἀζαλεοιο
γέροντος ῥηιδίως , ὡς εἴ τις ἀπὸ στάχυν ἀμήσηται ληίου ἀζαλέοιο θέρευς εὐθαλπέος ὥρῃ . Ἣ δὲ μέγα μύζουσα κυλίνδετο
οὔπω διψαλέῳ μάλ ' ὑπ ' ἠέρι πιληθεῖσα οὐδέ πω ἀζαλέοιο βολαῖς τόσον ἠελίοιο ἰκμάδας αἰνυμένου : τὰ δ '
5886574 μιμνουσι
ἐστί , πλῆθος ἔκκριτον στρατοῦ λείπει κεναῖσιν ἐλπίσιν πεπεισμένος . μίμνουσι δ ' ἔνθα πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῖς ἄρδει , φίλον
Πάρθοι καὶ χαροποὶ τελέθουσι καὶ ἔξοχον αἰγλήεντες , καὶ μοῦνοι μίμνουσι μέγα βρύχημα λέοντος . ἦ γάρ τοι θήρεσσιν ἐπ
5879380 συναλιφῃ
λαμπάς , νείφω νιφάς . . , : δεῖν : συναλιφῇ τοῦ δέον δεῖν , ὡς πλέον πλεῖν . .
, ὄνομα ῥηματικὸν τρεερός , ὡς τήκω τακερός , καὶ συναλιφῇ τῶν δύο εε εἰς η τρηρός , μετὰ τοῦ
5864255 ὀρτος
ἐστὶ βαρύτονον ῥῆμα , ὄνομα ῥηματικὸν ὄρτος : τὸ δὲ ὄρτος ῥῆμα ποιεῖ ὀρτίζω , ὡς λόγος λογίζω , Ὅμηρος
. Ὄρθρος . ὄρω , μέλλων Αἰολικὸς ὄρσω , ὄνομα ὄρτος , καὶ μεταθέσει τοῦ τ εἰς θ , ὄρθρος
5859074 δοκευω
Ἔρωτα νικᾶν Διῒ τὴν μάχην συνάψει . Ὅπερ οὖν πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν
, Κυθήρη , φλογεροὺς πόνους προπέμπει . Μέγα θαῦμα νῦν δοκεύω , ὑπὸ τοῦ ῥόδου κρατεῖται Παφίη , κρατοῦσα πάντων
5857657 ζωεσκον
ἄρ ' ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο , παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον , ἄλγε ' ἔχοντες ἀφραδίῃς : ὕβριν
δὴ κακὸν εἶχ ' , ἐνόησε . Πρὶν μὲν γὰρ ζώεσκον ἐπὶ χθονὶ φῦλ ' ἀνθρώπων νόσφιν ἄτερ τε κακῶν
5850391 συστρεφω
καθιερῶσαι . δόνακες , κάλαμοι : παρὰ τὸ δονῶ τὸ συστρέφω : διακηρυκεύεται , διὰ κηρύκων : συνθήκας ἢ πρεςβείας
πάλιν ἀπὸ τοῦ ἄω τὸ πνέω καὶ τὸ ἑλῶ τὸ συστρέφω ἡ τῶν ἀνέμων συστροφὴ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ἑτέρου
5848756 ὑπευδιος
μαλακῇ ὑποδείελος αἴγλῃ , καί κεν ἐπερχομένης ἠοῦς ἔθ ' ὑπεύδιος εἴη . Ἀλλ ' οὐχ ὁππότε κοῖλος ἐειδόμενος περιτέλλῃ
Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . ἔνθ ' ἄρα
5848653 λεοντε
καὶ τοῦτο τὸ ὄνομα . Λύκω συννόμω καὶ ἵππω , λέοντέ γε μὴν οὐκέτι : λέαινα γὰρ καὶ λέων οὐ
τῇ ἐξ ἀρχῆς ὑλοτομίᾳ . Λύκω συννόμω καὶ ἵππω , λέοντέ γε μὴν οὐκέτι : λέαινα γὰρ καὶ λέων οὔτε
5846460 ὀπισθορμητον
γράφουσιν οἱ Βοιωτοί ' . . . . ἄψορρον : ὀπισθόρμητον τὸ ὁρμῶ , πλεονασμῷ τοῦ ρ ποιητικῶς . ἔστι
ἐκνέμεται : βόσκεται * γενύεσσι : σιαγόσι παλίσσυτον : ἤτοι ὀπισθόρμητον ἢ ἀναποδίζουσαν : ἀναποδίζων γὰρ καὶ ὑποστρέφων κείρει :
5843442 ἀλαλητῳ
ἀναυδάτῳ μένει : ἀνῄρηνται ὑπ ' ἀλλήλων ἰσχύι μεγάλῃ καὶ ἀλαλήτῳ . ἀναυδάτῳ μένει ] ἀκαθέκτῳ ὀργῇ . ἀναυδάτῳ ]
ἀλαλήτῳ . ἀναυδάτῳ μένει ] ἀκαθέκτῳ ὀργῇ . ἀναυδάτῳ ] ἀλαλήτῳ . ἀναυδάτῳ ] ἀρρήτῳ . θ ἀναυδάτῳ ] ἀφώνῳ
5839738 πολυπυρον
δ ' ] ἀενάους καὶ βαθύπλουτον χθόνα καὶ τὰν Ἀφροδίτας πολύπυρον αἶαν : † ἱκνεῖται δ ' εἰσικνουμένου βέλει βουκόλου
ἀπέπεμψε : τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον . καί μοι κτήματ ' ἔδειξεν , ὅσα ξυναγείρατ
5838399 παντοθε
ζώοντα μετέμμεναι Ἀργείοισιν . Ὣς εἰπὼν ὤμοισι πατρώια δύσετο τεύχη πάντοθε μαρμαίροντα : Θέτις δ ' ἠγάλλετο θυμῷ ἐξ ἁλὸς
πάγχυ μογῆσαι . Τοὔνεκά μιν κατὰ βένθος ἐδάμνατο δηρὸν ὀιζὺς πάντοθε τειρόμενον : περὶ γὰρ κακὰ μυρία Κῆρες ἀνδρὶ περιστήσαντο
5834190 φαινοντο
ἰδ ' ἐγκεφάλοιο θέμεθλα . Τοῦ δ ' ὁτὲ μὲν φαίνοντο μεμιγμένοι αἵματι πολλῷ ὀφθαλμοί , ὁτὲ δ ' αὖτε
ἤλυθεν Ἠώς : τοῖσι δ ' ἄρ ' Ἰδαίων ὀρέων φαίνοντο κολῶναι Χρῦσά τε καὶ Σμίνθειον ἕδος καὶ Σιγιὰς ἄκρη
5832468 ὁλμος
ὣς ἐπιπωλεῖται στίχας ἀνδρῶν , μωλυτὴς ἐπέων φίλος Ἄσσιος , ὅλμος ἄτολμος . καὶ σκωπτόμενος ὑπὸ τῶν συμμαθητῶν ἠνέσχετο καὶ
. εἶτα ἄροτρον , βωλοκόπος , σφῦρα , σκαλίς , ὅλμος , ὕπερον , κάρδοπος , ἡ καὶ θυΐα ,
5824770 ἀφραδιῃσιν
δῶκα . οὕτως ἔχει καὶ τὸ αὐτῶν γὰρ ἀπωλόμεθ ' ἀφραδίῃσιν , αἰτούσης τῆς συντάξεως τὸ ἡμῶν αὐτῶν . ἔστιν
τόσα κήδε ' ἀνῆπται ; ἦ ῥα θεοὺς ὀλοῇσι παρήλιτες ἀφραδίῃσιν , μαντοσύνας δεδαώς ; τῶ τοι μέγα μηνιόωσιν ;
5821989 κληισι
λῦσαι . οἱ δ ' αἶψ ' εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον , ἑξῆς δ ' ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον
λῦσαι . οἱ δ ' αἶψ ' εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον , ἑξῆς δ ' ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον
5816323 ποντιων
παρέχουσαι ποταμῶν τε πηγαί ] διὰ τούτων τὸ ὕδωρ καλεῖ ποντίων ] θαλασσίων ἀνήριθμον ] ἄπειρον γέλασμα ] διάχυμα ,
δῖος αἰθὴρ καὶ ταχύπτεροι πνοαί , ποταμῶν τε πηγαί , ποντίων τε κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα , παμμῆτόρ τε γῆ ,
5815022 ἀμητος
καὶ ἔπειτα πρὸς ἑαυτόν : αἰσχύνεται γὰρ καὶ ἑαυτόν . ἄμητος καὶ ἀμητὸς διαφέρει . ἄμητος γὰρ ὁ καιρὸς τοῦ
: αἶψά τε φυλόπιδος πέλεται κόρος ἀνθρώποισιν . . . ἄμητος δ ' ὀλίγιστος , ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς ,
5811618 ἠχῃ
ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν , πρῶτον μὲν † ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν εὐφήμησεν , ὄρθιον δ '
πτελέᾳ ] δένδρα ὑψίκομα ⌈ ἀμφότερα . ψιθυρίζῃ ] ⌈ ἠχῇ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου . [ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ἠχῇ
5811004 ἐξηπλωται
] τοῖς τέλεσι δηλονότι , ἐβαρύνθη ὑπὸ τοῦ τέλους , ἐξήπλωται . , ἡπλώθη , ἐξηπλώθη . , ἐδυναστεύθη )
δὲ κέχρηται τῷ βάσκε πάτερ Δαρειάν . ἐπιτετάνυσται γὰρ καὶ ἐξήπλωται στυγερὰ καὶ μισητή τις ἀχλὺς καὶ θλίψις . πᾶσα
5809087 ἐγρετο
Ἀρκάδες ἐγχεσίμωροι ” , καὶ τὸ ἐγείρω ἔγρω οἷον „ ἔγρετο δ ' ἐξ ὕπνου „ . . ἅδω :
ἤλυθε λαιμοῦ . αὐτὰρ ὅ γ ' ἐξ ὕπνου βαρυαέος ἔγρετο δειλός , καὶ κακὸν ἐν λαγόνεσσι φέρων τόσον ἀπροτίελπτον
5802812 ἱπποιιν
οὐ βέλος ὠκὺ δάμασσεν , ἀλλ ' ἀναχωρήσας πρόσθ ' ἵπποιιν καὶ ὄχεσφιν ἔστη , καὶ Σθένελον προσέφη Καπανήϊον υἱόν
ἡγεμόνεσσιν ἕκαστοι , οἱ δ ' ἅμα πάντες ἐφ ' ἵπποιιν μάστιγας † ἀσισον † . † ἐπιτροπικῶς † δὲ
5802095 ἀμαλδυνω
τὴν ἄμμον , οἷον ἄμμος ἀμμῶ , ὡς εἰς α ἀμαλδύνω . . . . ἀμαλλοδέται : οἳ καὶ ἀμαλλοδετῆρες
ἀμύνω , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς καὶ τοῦ δ ἀμαλδύνω . οὕτως Ὠρίων . . . . . ἀμιχθαλόεσσαν
5802017 ὁρμαινε
τάχιστα : εἴδομεν ὁπποτέρῳ κεν Ὀλύμπιος εὖχος ὀρέξῃ . Ὣς ὅρμαινε μένων , ὃ δέ οἱ σχεδὸν ἦλθεν Ἀχιλλεὺς ἶσος
τείρεα πουλυθέμεθλα καὶ οὐκέτι φαίνετο μήνη . ὑψιπέτης δ ' ὅρμαινε ? ? [ ] μέγας [ ] ? βρονταῖος
5800810 θαλαμηγον
κατεσκεύασεν δ ' ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον , τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην , τὸ μῆκος ἔχουσαν ἡμισταδίου , τὸ δὲ
ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον δίπρῳρον καὶ δίπρυμνον , τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην , μῆκος ἔχουσαν ἡμισταδίου , τὸ δὲ εὖρος
5786180 ἀθολωτος
Ἡσίοδος : κρήνης ἀενάου καὶ ἀπορρύτου , ἥ τ ' ἀθόλωτος . καὶ Πίνδαρος : μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ
πράξει πλέον τὸ καλὸν ἢ τὸ κερδαλέον , καὶ πότερον ἀθόλωτος ὁ λόγος ἐξορμᾷ σε ἐπὶ τὴν πρᾶξιν , ἢ
5782757 δηϊος
ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον ἄνδρα κραταιὸν δήϊος ἀμφιβάλῃ στεφάνη μαλεροῖο μόθοιο , αὐτὰρ ὅ γε πνείων
ἕλεν νόμος αἰόλος ἄγρης . οὔτε γὰρ ὀρνίθων σφε δαμάσσατο δήϊος ἰξός , οὔτε διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν . ἀλλ
5781322 ἀπειρεσιη
φαίδρυνε τεὸν δέμας : ἐν δέ τοι ἀλκή ἔσσετ ' ἀπειρεσίη μέγα τε σθένος , οὐδέ κε φαίης ἀνδράσιν ἀλλὰ
ἕρκος πυκνὸν ὃ οὔτ ' ἀνέμοιο διέρχεται ὑγρὸν ἀέντος ῥιπὴ ἀπειρεσίη οὔτ ' ἐκ Διὸς ἄσπετος ὄμβρος : τοῖαι ἄρ
5780081 ὀχειται
: ὀβρίμα ὀβρίμα : ὀβρίμαν αὐτήν φησιν , ἐπεὶ λέουσιν ὀχεῖται : ἢ ὅτι ἐνίσταται τοῖς αὐτῇ συντυγχάνουσιν . μέλλων
ἡ περιστερὰ μόνη τῶν πτηνῶν δι ' ὅλου τοῦ ἔτους ὀχεῖται καὶ νεοττοποιεῖ , διὰ τοῦτο καὶ πάντροφον αὐτὴν ἐνταῦθα
5780010 ξεστῃς
ἀπὸ δὲ συμβαίνοντος τὸ προηγούμενον , οἷον ἑζόμενοι λεύκαινον ὕδωρ ξεστῇς ἐλάτῃσι . τὸ λεύκαινον γὰρ εἶπεν ἀντὶ τοῦ συντόνως
. Ἀλλ ' ὅτε δὴ Πριάμοιο δόμον περικαλλέ ' ἵκανε ξεστῇς αἰθούσῃσι τετυγμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ πεντήκοντ ' ἔνεσαν
5779840 Κοινῳ
ἐστιν ὄνομα , κλίνεται δὲ λαμπάδος διὰ τοῦ Δ . Κοινῷ γὰρ λόγῳ πάντα τὰ εἰς ας ὀνόματα θηλυκὰ οὕτω
εἰς Ξ , κλίνεται δὲ διὰ δύο ΓΓ Σφιγγός . Κοινῷ γὰρ λόγῳ τὰ εἰς Ξ θηλυκὰ ὀνόματα εἰ μὲν
5778544 τριακονταδυο
ἀπορρεῖ . οἱ ἀραιοὺς τοὺς ὀδόντας ἔχοντες καὶ ἐλάσσονας τῶν τριακονταδύο ὡς ἐπὶ πολὺ ὀλιγοχρόνιοι γίνονται . μόνος ἄνθρωπος καὶ
, ὡς ἐξῆλθον . Εἰ δὲ θέλει ὡς εἰκὸς ἀπὸ τριακονταδύο τὸ βάθος τῶν ἀκιῶν ποιῆσαι , ὅπερ οὐκ ἔστιν
5772254 σκοπιῃ
ξυντονώτερον ἤπειξα , καὶ πρὸς τοὺς ὄντως Ἀβδηρίτας ἐπὶ τῇ σκοπιῇ ἀναμένοντάς με , ἄνδρες , ἔφην , τῆς πρὸς
ἐπήρχετο αὐτοῖς ἀπροόπτως προπάροιθεν ὑψηλὸν καὶ μέγα κῦμα παραπλήσιον ἀπερρηγμένῃ σκοπιῇ ἤτοι ὄρει . ἀποτμῆγι : ἀπορρωγάδι . ἤμυσαν :
5771089 κορθυεται
τέλειον σκεδαιομένη . * κορθύεται : ὁπλίζεται κορυφοῦται ὑψοῦται * κορθύεται οἶδος : ἀνεγείρεται οἴδημα * οἶδος : οἴδημα *
' ἑνὸς μέρους , τῆς κόρυθος , τὸ καθοπλίζεσθαι . κορθύεται διεγείρεται καὶ εἰς ὕψος αἴρεται . κόρσην κεφαλήν .
5767251 μηχανικως
χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . Ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶς , οὐδενὸς τὰς χεῖρας προσάγοντος , καὶ σπεῖσαν ἐκ
χρυσοποίκιλον , ἱμάτιον δὲ ἠμφίεστο Λακωνικόν . ἀνίστατο δὲ τοῦτο μηχανικῶς οὐδενὸς τὰς χεῖρας προσάγοντος καὶ σπεῖσαν ἐκ χρυσῆς φιάλης
5765984 μηλειον
' ἐπόρουσε καὶ ἔσπασε : τὴν δὲ χανοῦσαν ἔγνω καὶ μήλειον ἄφαρ κύρτωσεν ἀϋτμῇ ἔγκατον ἐμπνείων : τὸ δ '
γέ ς ' , ἢν θέληις , ὅλον πίθον . μήλειον ἢ βόειον ἢ μεμειγμένον ; ὃν ἂν θέληις σύ
5758210 βαλλετο
. . . . . πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεί καὶ φάλαρ ' εὐποίηθ ' .
δεινὴν δὲ περὶ κροτάφοισι φαεινὴ πήληξ βαλλομένη καναχὴν ἔχε , βάλλετο δ ' αἰεὶ κὰπ φάλαρ ' εὐποίηθ ' :
5757614 ἐγειρ
, νηδύος πυρί , ἕπου , μάραινε δευτέροις διώγμασιν . ἔγειρ ' , ἔγειρε καὶ σὺ τήνδ ' , ἐγὼ
. οὑτοϲὶ ] ? μὲν ἔνδον ἐϲτίν : ὥϲτ ' ἔγειρ ' , ἔγειρε δὴ νῦν ϲεαυτὸν ] ? ?
5755809 συγχειται
ὅτι Ζηνόδοτος γράφει μὰψ οἴχεσθον ἄγοντες . καὶ τὸ δυικὸν συγχεῖται ἐπὶ πολλῶν τασσόμενον : καὶ ἠγνόηκεν ὅτι ἀναγωγὴν καλεῖ
ἐν τῷ ἀέρι φανταζόμεθα ὑπομένειν τὸ διάστημα τοὐμοῦ σώματος : συγχεῖται γὰρ εὐθὺς κινηθέντος ἡ περιέχουσά με ἐπιφάνεια καὶ ἑνοῦται
5754448 πολυηρατος
μήτηρ . τούνομά σευ καλέω παναοίδιμον Ἀφρογενείην : ῥηιδίως Παφίης πολυήρατος [ ] ἔπλεο κάλλει ἱσταμένης ? ? σὺν Ἔρωτι
' οὐρανὸν εἰσαναβῆι . τὸν μὲν γὰρ διὰ κῦμα φέρει πολυήρατος εὐνή , ποικίλη , Ἡφαίστου χερσὶν ἐληλαμένη , χρυσοῦ
5753536 σημαι
Ἀλλ ' εἰ τὸ ὂν καὶ τὸ ταὐτὸν μηδὲν διάφορον σημαί - νετον , κίνησιν αὖ πάλιν καὶ στάσιν ἀμφότερα
νῦν γεννηθέν μοσχηδὸν δὲ μόσχου δίκην , δι ' οὗ σημαί - νει τὸ ἁπαλὸν καὶ τρυφερόν : μόσχευμα γὰρ
5752126 Πυραμος
χρησμὸς ἐκπεπτωκὼς φέρεται τοιοῦτος „ ἔσσεται ἐσσομένοις ” , ὅτε Πύραμος ἀργυροδίνης ἠιόνα προχέων „ ἱερὴν ἐς Κύπρον ἵκηται .
καὶ τὸ ὑποκείμενον πέλαγος . διὰ δὲ τῆς Καταονίας ὁ Πύραμος , πλωτός , ἐκ μέσου τοῦ πεδίου τὰς πηγὰς
5751967 μουσοποιος
τοῖς παισὶν εἶπε χρήσιμα . μεγάλα χάρις αὐτῷ . Ὁ μουσοποιὸς ἐνθάδ ' Ἱππῶναξ κεῖται . εἰ μὲν πονηρός ,
' αἰῶνος μακροῦ πένθη μέγιστα δακρύων καρπουμένωι : ἀεὶ δὲ μουσοποιὸς ἐς σὲ παρθένων ἔσται μέριμνα , κοὐκ ἀνώνυμος πεσὼν
5748678 φαε
εὐφροσύνην ἕξεις ἐσιδὼν πατρώιον οὖδας . μὴ μὲν ὁδοιπορίης μιμνήσκεο φάε ' ἀθρήσας Μήνης Αἰγοκερῆος ἐν ἄστρασιν οἰχνεύοντα : ἦ
: ἐγὼ δ ' ἐνὶ εἵματι κείνου κείμην ἀσπασίως , φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς . ὣς νῦν ἡβώοιμι βίη τέ
5747916 σμαραγει
, ὡς ὅτε κῦμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Ἄλλοι μέν ῥ ' ἕζοντο
δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . Αἰγιαλῷ μεγάλῳ βρέμεται , σμαραγεῖ δέ τε πόντος . Σκέπτετ ' ὀιστῶν τε ῥοῖζον
5744132 πιπτωσι
χάλαζαν ἐσομένην . Καὶ ἐὰν μετὰ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν ὁμίχλαι πίπτωσι , πνεύματα καὶ ἀνέμους σημαίνουσιν εἰς ἕβδομον μῆνα ἀμφοτέρων
. . : ὡς ἂν αἱ τύχαι καὶ αἱ μεταβολαὶ πίπτωσι φ καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι :
5741633 ἐπικριον
ἔσχατα πείρατα Πόντου . αὐτίκα δ ' ἱστία μὲν καὶ ἐπίκριον ἔνδοθι κοίλης ἱστοδόκης στείλαντες ἐκόσμεον , ἐν δὲ καὶ
τῶν ἱματίων πεποιημένου ἀρμένου : “ τηλοῦ δὲ σπεῖρον καὶ ἐπίκριον . ” σπιλάδες ὁ μὲν Ἀπίων αἱ ἐν ὕδατι
5740409 προχεων
. . . ἀκαλὰ προρέων , . . . ἀκαλὰ προχέων , , , . . . . ὣς ἀκαλὰ
] σεη ? δὲ τάφου στηρίγματι [ ] τέκνων ἱκέτας προχέων [ ] πω οἱ μὲν βαθύπορον α ? [
5739569 ἀσταχυεσσιν
ἀνάσχου . ἀσπουδεί χωρὶς πάσης σπουδῆς , ἄνευ κακοπαθείας . ἀσταχύεσσιν στάχυσιν . ἄσβεστος μεταφορικῶς ἀκατάπαυστος , ἀκατάληκτος . ἀσπιστάων
λήιον ἐλθών , λάβρος ἐπαιγίζων , ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν : ἡ διπλῆ ὅτι χωρὶς προθέσεως εἴρηκεν ἀντὶ τοῦ
5732631 ὑπακουον
: ἁ γὰρ φύσις οἷον ὄργανον ἁρμόξατο τὸ σκᾶνος , ὑπάκουόν τε εἶμεν καὶ ἐναρμόνιον ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι .
: ἁ γὰρ φύσις οἷον ὄργανον ἁρμόξατο τὸ σκᾶνος , ὑπάκουόν τε εἶμεν καὶ ἐναρμόνιον ταῖς τῶν βίων ὑποθέσεσι .
5731226 τυπτον
τὸ διπλάσιον , τὰ δὲ κατὰ αἰτιατικήν , ὡς τὸ τύπτον : τὸ γὰρ τύπτον τυπτόμενον τύπτει . τὸ δὲ
παρατατικοῦ Ἑν . ὁ τύπτων , ἡ τύπτουϲα , τὸ τύπτον Δυ . τὼ τύπτοντε , τὰ τυπτούϲα Πληθ .
5730659 ἀλεεινων
) Ὅμηρος λέγει : “ ὃν θυμὸν κατέδων πάτον ἀνθρώπων ἀλεείνων ” . πάτος λέγεται καὶ ἡ τροφή , ὅθε
μὲν ἀλλήλοις ἠχεῖ τὸ Ἀλήιον καὶ τὸ ἀλᾶτο καὶ τὸ ἀλεείνων , ἀλλὰ τὸ μέν ἐστι τόπου ὄνομα , τὸ
5726785 κλασθεν
λίνα . Καρπαθίην ὅτε νυκτὸς ἅλα στέψαντος ἀήτου λαίλαπι Βορραίῃ κλασθὲν ἐσεῖδε κέρας , εὔξατο κῆρα φυγών , Βοιώτιε ,
, ἕως οὗ . διατμαγέν : χωρισθὲν , διαῤῥαγὲν , κλασθὲν , διακοπέν . ἕρκος : ἔνδυμα ἀπὸ τοῦ εἴγρω
5723619 Αἰγλη
τῆς Ἰαλύσου . καὶ πρότερον μὲν ἐκαλεῖτο Μεταποντίς , εἶτα Αἴγλη . τὸ ἐθνικὸν Συμαῖος , ὡς Κυμαῖος Δυμαῖος .
ἔμπεδον αὔτως ἐξέφανεν , θάμβος περιώσιον . ἔκφατο δ ' Αἴγλη μειλιχίοις ἐπέεσσιν ἀμειβομένη χατέοντας : “ Ἦ ἄρα δὴ
5723455 σευατ
τοῦ Ἀχιλλέως . καὶ τὰ ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ εἰρημένα : σεύατ ' ἔπειτ ' ἐπὶ κῦμα λάρῳ ὄρνιθι ἐοικώς ,
ῥίον Οὐλύμποιο , Πιερίην δ ' ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινὴν σεύατ ' ἐφ ' ἱπποπόλων Θρῃκῶν ὄρεα νιφόεντα ἀκροτάτας κορυφάς
5722917 ἀμαθος
' οὗ τὸ θαμέες γὰρ ἄκοντες . . . . ἄμαθος : ἡ ψάμμος : παρὰ τὸ ψάμαθος γίνεται ἀποβολῇ
ἀμάθοιο βαθείης . παρὰ τὸ ψάμαθος καὶ ἀποβολῇ τοῦ ψ ἄμαθος . ἢ ἄμυθός τις οὖσα , τουτέστιν ἡ ἀνεπίγνωστος
5721169 δαε
! υεμη ! [ . . . [ ] ! δαε ? ? [ ] χνόαι ? ? π !
αὐτὰς εὐθεῖαι αἱ δα , δβ , αἱ ἄρα ὑπὸ δαε , δβε ὀρθαί εἰσιν . δῆλον δέ , ὅτι
5713202 αὐλιζομεναων
. ” αὐτοχόωνον αὐτοχώνευτον , ἢ καὶ ὡς κεχωνευμένον . αὐλιζομενάων εἰς κοίτην αὐλιζομένων : “ βοῶν αὐλιζομενάων . ”
κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι , κλαγγὴ δ ' ἄσπετος ὦρτο συῶν αὐλιζομενάων . αὐτὰρ ὁ οἷς ' ἑτάροισιν ἐκέκλετο δῖος ὑφορβός
5712941 ἠλασκουσαι
πατάξαι : καὶ ὁ σκάπτων δὲ ἐκ χειρὸς παῖσαι . ἠλάσκουσαι περὶ τὸν αὐτὸν ἡγούμενοι τόπον . ἀπὸ τούτου καὶ
τόπον ἀναστρέφομαι καὶ πλανῶμαι . . . . . . ἠλάσκουσαι : ” αὔτως ἠλάσκουσαι ” . παρὰ τὸ ἀλῶ
5711842 ῥυπτον
σε τούτοις τὸ ἐξ αὐτῶν ἔτνος ἄμεινον , μᾶλλόν τε ῥυπτὸν καὶ τὸ πλέον τοῦ πνεύματος ἐν τῇ ἑψήσει διαφοροῦν
σε τούτοις τὸ ἐξ αὐτῶν ἔτνος ἄμεινον , μᾶλλόν τε ῥυπτὸν καὶ τὸ πλέον τοῦ πνεύματος ἐν τῇ ἑψήσει διαφοροῦν
5710294 ἐσσην
πρόσοδον : ἔσμιον τὸ νόστημον : Ἕσπερος : ἔσσα : ἐσσὴν ὁ βασιλεὺς , ἢ ὁ ἡγεμών : ἐσσηρὸς ὁ
καὶ διεστήκασιν . λείπει λέγων . πεπίθοιεν : πείσειαν . ἐσσὴν κυρίως ὁ βασιλεὺς τῶν μελισσῶν , νῦν δὲ ὁ
5710001 τρισαθλιοι
χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται . ἢ χαλκοῦν μέγα ὁλκεῖον ὦ τρισάθλιοι τί πλέον ἔχουσι τῶν ἄλλων ; βίον ὡς οἰκτρὸν
μυρρίνη καὶ δάφνη , ἐφ ' οἷς μέγα φρονοῦσιν οἱ τρισάθλιοι . ἤδη γὰρ ἐνθουσιάζω τε καὶ ἐπισκοπῶ τὸ θεῖον
5709159 στεινον
τε ] ὑπερμήκεα ἐόντα , διὰ μέσου τε αὐτῶν αὐλῶνα στεινὸν πυνθανόμενος εἶναι , δι ' οὗ ῥέει ὁ Πηνειός
πρότερον ἢ ἐπράχθη τὸ ἔργον : ἦ τότ ' ἀμειψάμενος στεινὸν πόρον Ἑλλησπόντου † αὐδήσει Γαλατῶν ὀλοὸς στρατός , οἵ
5704954 φωτιζω
Κευθομένην ἀπὸ τοῦ εἴκω τὸ ὑποχωρῶ καὶ τοῦ εὔω τὸ φωτίζω , ὅθεν τὸ φωτίζον ὑποχωρεῖ . ἤγγειλαν : ἐμήνυσαν
. . αὖσον : τὸ πῦρ : εὕω , τὸ φωτίζω καὶ φλογίζω , εὕσω εὗσον καὶ αὖσον κατὰ μετάθεσιν
5704127 ἐξηραινον
καὶ κατὰ συγκοπὴν “ ἀμφορεύς ” . ὅτι τὸ παλαιὸν ἐξήραινον διὰ τοῦ ἡλίου τὰς σταφυλὰς καὶ ἔκτοτε ἐπάτουν αὐτάς
. τὸ ἐναντιούμενον . Ταρσοὶ καλάμων . πρασιὰ ἐν ᾗ ἐξήραινον τὴν πλίνθον . Φάρσος . τρύφος , κλάσμα ,
5699413 πλητο
γοῦνα κελαινεφὲς αἷμ ' ἀπέμεσσεν : αὖτις δ ' ἐξοπίσω πλῆτο χθονί , τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα
' ἐλελίχθη πᾶσα Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ , ἐν δὲ θεείου πλῆτο : πέσον δ ' ἐκ νηὸς ἅπαντες . οἱ
5699059 κυανεην
' ἀείρει βαιὴν μὲν κεφαλήν , πολλὴν δὲ τανύτριχα δειρὴν κυανέην : κείνῃσι πολὺ πτερόν : οὐ μὲν ὕπερθεν ἠέρος
γαιάων , ἀλλ ' οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα , δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς , ἤχλυσε δὲ
5698509 κινυντο
δ ' ἁλὸς ἄχνην : ὣς τότ ' ἐπασσύτεραι Δαναῶν κίνυντο φάλαγγες νωλεμέως πόλεμον δέ : κέλευε δὲ οἷσιν ἕκαστος
γάρ πώ σφιν ἀκούετο λαὸς ἀϋτῆς , ἀλλὰ νέον συνορινόμεναι κίνυντο φάλαγγες Τρώων ἱπποδάμων καὶ Ἀχαιῶν : οἳ δὲ μένοντες
5697201 χαλκειος
ἄλλων † ὑπερέπλετο εἰν ἁλὶ νήσων : τοὺς δὲ Τάλως χάλκειος , ἀπὸ στιβαροῦ σκοπέλοιο ῥηγνύμενος πέτρας , εἶργε χθονὶ
Εὐηνίαν αὐτήν φησι καλεῖσθαι . . : Ἰοφῶσσα : ἡ χάλκειος , ὥς φησι Φερεκύδης . . . . ,
5697044 κρατευταων
ἐπὶ τούτων κειμένους : “ πᾶσσε δ ' ἁλὸς θείοιο κρατευτάων . ” κραναή τραχεῖα . κραταίπεδον τὸ στερεὸν ἔδαφος
καθ ' ἡμᾶς νοουμένου “ πάσσε δ ' ἁλὸς θείοιο κρατευτάων ἐπαείρας , ” ἐπὶ δὲ τῆς θαλάσσης “ οἴχεται
5693943 καθημεναι
ἤδη μεμελετηκέναι καλῶς . ἐμοὶ γάρ , ὦ γυναῖκες αἱ καθήμεναι , γυναῖκας αὖ , δύστηνε , τοὺς ἄνδρας λέγεις
ἂν ἐσῴζετο , εἰ μή τι καινὸν ἄλλο περιηργάζετο . καθήμεναι φρύγουσιν ὥσπερ καὶ πρὸ τοῦ . ἐπὶ τῆς κεφαλῆς
5689706 Εὐξεινοιο
ἀυτῆς , ἐσσυμένως μάλα πᾶσαν ἀνεπλήμμυρε θάλασσαν ὅσση ἀπ ' Εὐξείνοιο κατέρχεται Ἑλλήσποντον , καί μιν ἐπ ' ἠιόνας Τροίης
πρὸς ἀντολίην βορέην ἐπικέκλιται ἰσθμός , ἰσθμὸς Κασπίης τε καὶ Εὐξείνοιο θαλάσσης . τῷ δ ' ἐνὶ ναιετάουσιν ἑωθινὸν ἔθνος
5688913 εἰσβαινον
κλύον ἠδ ' ἐπίθοντο , αἶψα δ ' ἄρ ' εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον . ἦ τοι ὁ μὲν
ῥηγμῖνι πέρην καὶ ἐφ ' ἱερὰ θέντες , νῆα θοὴν εἴσβαινον ἐρεσσέμεν : οὐδὲ πελείης τρήρωνος λήθοντο μετὰ φρεσίν ,
5686579 ἀπεδανος
, καὶ ἠλάσκω κατὰ τροπήν , ὡς ἀλέκτωρ ἠλέκτωρ , ἀπεδανὸς ἠπεδανός . ἐκ δὲ τοῦ ἠλάσκω ἠλασκάζω , ὡς
σημαίνει τὴν γῆν πεδανὸς , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀπεδανὸς ὁ μὴ δυνάμενος ἐκ τοῦ πέδου ἀναστῆναι δι '
5685367 λοφειον
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς
5683084 ἐπιειμενε
. . + . Ἀναίδεια : ὤ μοι , ἀναιδείην ἐπιειμένε : σημαίνει δὲ τὴν ἀναίδειαν : ὁ γὰρ φιλόχρυσος
ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς : ὤ μοι ἀναιδείην ἐπιειμένε κερδαλεόφρον πῶς τίς τοι πρόφρων ἔπεσιν πείθηται Ἀχαιῶν ἢ
5678696 ῥωμαϊκην
Δημαγωγὸς γὰρ ἦν ἄριστος κἀν ταῖς μάχαις ἀνδρειότατος . Τὴν ῥωμαϊκὴν γοῦν ἀρχὴν , τῶν ἔμπροσθεν μόλις κατασχεῖν δυνηθέντων ,
τὴν βασιλικὴν εἰςήγαγεν ὑπεροψίαν , κατὰ μικρὸν τὴν ἐλευθερίαν τὴν ῥωμαϊκὴν ὑποτεμνόμενος , καὶ προςκυνεῖσθαι προςέταξεν ἑαυτὸν , τῶν μέχρις
5675344 ἀλωμαι
. . . , : ἠλάσκουσαι : παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλῶμαι , ἀλάσκω γίνεται παράγωγον , ὡς φῶ φάσκω :
δὲ ἐπὶ πάσης ψυχῆς . Ἠλάσκουσαι . παρὰ τὸ ἀλῶ ἀλῶμαι , ἀλάσκω γίνεται παράγωγον , ὡς φῶ φάσκω .
5674471 ἐπιαχον
. Ὣς ἔφαθ ' , οἳ δ ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἷες Ἀχαιῶν μῦθον ἀγασσάμενοι Διομήδεος ἱπποδάμοιο : καὶ τότ
μέγ ' ἄϋσεν ἐπεσσύμενος πεδίοιο . ὅσσόν τ ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον ἢ δεκάχιλοι ἀνέρες ἐν πολέμῳ ἔριδα ξυνάγοντες Ἄρηος ,
5673458 αἰθαλοεσσα
δὲ παρὰ ἀμιχθόεις , τὸ θηλυκὸν ἀμιχθόεσσα , ὡς αἰθαλόεις αἰθαλόεσσα καὶ αὐδήεις αὐδήεσσα , καὶ παιπαλόεις παιπαλόεσσα καὶ πλεονασμῷ
μηλινόεσσα καὶ αἰόλος , ἄλλοτε τεφρή , πολλάκι δ ' αἰθαλόεσσα μελαινομένη ὑπὸ βώλῳ Αἰθιόπων , οἵην τε πολύστομος εἰς

Back