: διὰ τὸ σῶα φρονεῖν . Σολοικισμός : σώ λόγου αἰκισμός . Σωτηρία : τὸ σῶον τηρηθεῖναι . Σῶον : | ||
: διὰ τὸ σῶα φρονεῖν . Σολοικισμός : σώου λόγου αἰκισμός . Σωτηρία : τὸ σῶον τηρηθῆναι . [ σῶον |
πραότητος σημαίνειν . τράχηλος εἰς τὰ δεξιὰ βλέπων κοσμίου καὶ φροντιστοῦ καὶ σώφρονος , εἰς δὲ τὰ λαιὰ μάχλου καὶ | ||
. τράχηλος εἰς τὰ δεξιὰ βλέπων κοσμίου καὶ σώφρονος καὶ φροντιστοῦ ἀνδρός , εἰ δὲ εἰς τὰ ἀριστερά , ἀνοήτου |
αʹ , Ἄλλη τέχνη αʹ βʹ , Μεθοδικὸν αʹ , Τέχνης τῆς Θεοδέκτου συναγωγὴ αʹ , Πραγματεία τέχνης ποιητικῆς αʹ | ||
σημεῖον καὶ τεκμήριον διαφέρει . [ Ἀντιφῶν ] ἐν πρώτῳ Τέχνης : τὰ μὲν παροιχόμενα σημείοις [ ] πιστοῦσθαι , |
λέξει μιᾷ ὁ βαρβαρισμὸς νοεῖται καὶ ἐν συνθέσει λέξεων ὁ σολοικισμός , ἀλλ ' οὐκ ἐν τοῖς ὑποκειμένοις πράγμασι , | ||
ὁ τῆς ἀναδιπλώσεως τρόπος . τὸ δὲ τοιοῦτον οὐκ ἔστι σολοικισμός , ἀλλὰ σχῆμα : Θῆβαι ἀνήρπασται . . . |
ἧς ἐναντία : Ἔννους ὁ μακρὸς λῆρος ἡ παροιμία . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ κρανίον : ἐπὶ τῶν εἰς μηδὲν | ||
ὠὰ ἀφανίζει κυλίων . Ἀνδρὸς γέροντος αἱ γνάθοι βακτηρία . Ἀνδρὸς καλῶς πράσσοντος ἔγγιστα φίλοι . Ἀνδρὸς κακῶς πράσσοντος ἐκποδὼν |
ἔργα καὶ τέλος . Τί τὸ ὑποκείμενον τῆς γραμματικῆς ; Ἑλληνισμός : ἤγουν ἑλληνίδες φωναί . Τί ἔστι φωνή ; | ||
Αἱ , Τά . Ἀρεταὶ δὲ λόγου εἰσὶ πέντε , Ἑλληνισμός , σαφήνεια , συντομία , πρέπον , κατασκευή . |
πέπειρα καὶ λαχάνων ἀγρίων ἡ ϲέριϲ ὅ τε ἕλειοϲ καὶ μυακάνθινοϲ ἀϲπάραγοϲ καὶ ὁ τῆϲ χαμαιδάφνηϲ καὶ ὁ τῆϲ βρυωνίαϲ | ||
καὶ τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸϲ ξηρὰ λεῖα πινόμενα ἀϲπάραγοϲ μυακάνθινοϲ παιωνίαϲ ἡ ῥίζα ἐρεβίνθων μελανῶν ἀφέψημα ἀμύγδαλα μάλιϲτα πικρὰ |
, στήσω , στήμων , καὶ φιλῶ , φιλήσω , φιλήμων . Στίζω . παρὰ τὸ στῶ στίζω . τὸ | ||
ὁ μέλλων ἀλιτήσω , γίνεται ἀλιτήμων , ὡς φιλῶ φιλήσω φιλήμων , οἷον : οὔτ ' ἄσκοπος οὔτ ' ἀλιτήμων |
δὲ ἐκ τρίτου προσκατηγορουμένου ὑπῆρχον ρμδ . γίνονται οὖν ἅπασαι σις , ταύταις προστιθέμενοι οἱ τρεῖς τρόποι καὶ τριπλασιάζοντες ποιήσουσιν | ||
προέκοπτεν . αὐτοῖς : τοῖς πολιορκοῦσιν . ἡ αἵρε - σις : σημείωσαι αἵρεσις ʃ ἡ πόρθησις . ἐνταῦθα : |
, καὶ αὕτη καταδίκη ψυχῆς κακῆς . κακία δὲ ψυχῆς ἀγνωσία . ψυχὴ γάρ , μηδὲν ἐπιγνοῦσα τῶν ὄντων μηδὲ | ||
γενόμενα τάχα τῶν κακῶν αὐτοῖς ἔσται σύμβολα . ἄνοια ] ἀγνωσία . ἄνοια ] εὕρηται καὶ ἐν ἀνοίᾳ τινί . |
Λυκαόνιος : Σαλαμίνιος : Ἐλευσίνιος : τὸ κλονίος καὶ τὸ μονιὸς τὴν γραφὴν τὴν αὐτὴν φυλάξαντα τὸν τόνον ἤμειψεν : | ||
' ἑνὶ προσκαθῇ , μόνον ἄφρων ἔσει , ὁ γὰρ μονιὸς ἔρως μαίνεσθαι ποιεῖ . Γίνωσχ ' ὅτι θυμὸν ἀνίκητον |
ἄργυρον , δαφνήεις δαφνήεντος δαφνῆς δαφνῆντος , ὁ σῶος τοῦ σώου ὁ σῶς τοῦ σῶ : οὕτως οὖν καὶ ὁ | ||
λέξεως μετενηνεγμένον Βάρβαρον λέγεται . Σολοικισμὸς δὲ , ὅτι τοῦ σώου λόγου αἰκία : αἰκίζεται γὰρ τὴν ἀκολουθίαν τοῦ λόγου |
μὴ παρὰ πρόθεσιν παροξύνεται : λεοντομάχος μονομάχος , χωρὶς τοῦ ἀγχέμαχος . τὸ δὲ πρόμαχος καὶ σύμμαχος ἐκ προθέσεων . | ||
βιβῶ , εἰς ε βέ - βαιος , ὡς ἀγχίμαχος ἀγχέμαχος . γίνεται οὖν βέβαιος , ὁ ἑδραῖος ἀπὸ ῥημάτων |
. . : ἐκλύει γὰρ τὴν δεινότητα ἡ περὶ αὐτὰ τερθρεία καὶ φροντίς . δῆλον δ ' ἡμῖν τοῦτο ποιεῖ | ||
τὸ λυπεύειν , τὸ μηχανᾶσθαι . τερὸς , ἔντροχος . τερθρεία , γοητεία : παρὰ τὸ τέρας τεράτος : τερατεύω |
ἡ ἐκ θυμάτων μαντεῖα σεσημείωνται ὀξυνόμενα : σεσημείωται καὶ τὸ σπατίλη τὸ ἀπόξυσμα τῶν δερμάτων , καὶ τῆς γαστρὸς ἡ | ||
ἢν δὲ καὶ ἐπιδειπνήσωσιν , ὀξυρεγμιώδεας : ἐνίοισι δὲ καὶ σπατίλη γένοιτο ἂν , ὅτι παρὰ τὸ ἐωθὸς ἠχθοφόρηκεν ἡ |
Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς | ||
Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται |
. ἔστω δή τις αὐτῷ καὶ παρὰ σὲ εἴσοδος καὶ θαρρείτω τά γε τοιαῦτα καὶ τοὺς αὐτοῦ πολίτας ἡ τιμὴ | ||
τούτου γε εἵνεκεν , ” εἶπεν ὁ Θέρσανδρος , “ θαρρείτω . τὸ γὰρ ἐμὸν οὕτως ἔχει πρὸς αὐτήν , |
τοῦ ἀμέτοχος : ἄπεπλος διαλεύκων φαρέων οὖσα τὰ δυσόρφναια καὶ σκότια τρύχη διαδέχομαι : ἄλλως : ἀντὶ τοῦ μελανοφόρος . | ||
, εἴ με καὶ θανεῖν , πάτερ , χρεών , σκότια γᾶι καλύψω . σὺ δ ' ἀμφιβωμίοις λιταῖς πρὸς |
; [ Ἔφη οὔ . ] Οὐ γὰρ θέμις Δόξαν εἰσπορεύεσθαι πρὸς τὴν Ἐπιστήμην , ἀλλὰ τῇ Παιδείᾳ παραδιδόασιν αὐτούς | ||
ἂν ἐξελασθῇ πόλεως δίκη καὶ νόμος , εἰς ταύτην στάσις εἰσπορεύεσθαι φιλεῖ καὶ πόλεμος . καὶ ὅσοι μὲν οὐκ ἦλθον |
ἅμα γὰρ ἦλθεν , ἤνοιξα τὸ στόμα μου καὶ ὁ διάβολος ἐλάλει , καὶ ἠρξάμην νουθετεῖν αὐτὸν λέ - γουσα | ||
καὶ ἐδόξασα τὸν θεὸν καὶ οὐκ ἐβλασφήμησα . Τότε ὁ διάβολος ἐγνωκώς μου τὴν καρδίαν κατεμηχανήσατό με : καὶ μετασχηματισθεὶς |
αὐλητής , πυρετός , ἄλλα τρισμύρια ; ἡ δ ' εὔροια οὐδὲν οὕτως ἔχει ὡς τὸ διηνεκὲς καὶ ἀνεμπόδιστον . | ||
καὶ δυσροεῖν . ἂν ἀφεθῶ , φησίν , εὐθὺς πᾶσα εὔροια , οὐδενὸς ἐπιστρέφομαι , πᾶσιν ὡς ἴσος καὶ ὅμοιος |
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος | ||
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ |
ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . . | ||
, τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α . |
ἐρέβει . ἡ δὲ ἀναφορὰ πρὸς τὰ ἀθετούμενα ἐν τῇ νεκυίᾳ . . καί μοι δὸς τὴν χεῖρ ' , | ||
ἐρέβει . ἡ δὲ ἀναφορὰ πρὸς τὰ ἀθετούμενα ἐν τῇ νεκυίᾳ . . . Ψ . Π . . Π |
ἀλλήλοισιν ἑὴν ἀναφαίνετον ἀλκήν , ἤδη δ ' ἐκ μελέων λιαρὸς καὶ ἀθέσφατος ἱδρὼς χεύεται ἀμφοτέροισι : τὰ δ ' | ||
. λιαρός : χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς διὰ τὴν ἀλοιφὴν τοῦ ἐλαίου . ἀθέσφατος |
Πηλαῖος . Πήληκες , δῆμος Λεοντίδος φυλῆς . ὁ δημότης Πήληξ . τὰ τοπικὰ ἐν Πήληκι εἰς Πήληκα ἐκ Πηλήκων | ||
δὲ ἦσαν οἱ λεγόμενοι Οἴηθεν , ὡς προείρηται . : Πήληξ . . . Δῆμός ἐστι τῆς Λεοντίδος Πήληκες , |
ἐχρῆτο δ ' αὐτῇ πρόϲ τε ϲυνάγχαϲ ἀναμιγνὺϲ τοῖϲ ἄλλωϲ ἁρμόττουϲι πρὸϲ τὸ πάθοϲ φαρμάκοιϲ . ἐπὶ δὲ δυϲεντερικῶν τῷ | ||
τὸ ὑδατῶδεϲ , καὶ διὰ τοῦτο πρὸϲ τὰϲ ζεούϲαϲ φλεγμονὰϲ ἁρμόττουϲι . τοῦ δὲ χερϲαίου ὁ καρπὸϲ τοὺϲ ἐν νεφροῖϲ |
] πονν ? ? ! ! [ [ | ] ησ ? [ [ | ] ! ε ? [ | ||
[ ] ην ? [ ] ! ου [ ] ησ [ ] ! σ ? α ? [ ] |
πρὸς αὐτόν , ὅτι ἡ λογικότης αὐτὴ καθ ' αὑτὴν ἀνυπόστατος ὑπάρχει : ἀμέλει τοι καὶ ὁ λόγος ὁ παρὰ | ||
περὶ δὲ τοὺς ἐντυγχάνοντας ἡ διάκρισις ἐλέγχεται ἤτοι ἀληθὴς ἢ ἀνυπόστατος ἢ δυσκατάληπτος . ὅνπερ μὲν οὖν τρόπον οὐσίαν μίαν |
ἡσυχία , πλουσίων ἐπιτήδευμα , [ πενήτων ἀδολεσχία ] , καθημερινὴ μελέτη . Αἰώνιος ὕπνος , ἀνάλυσις σώματος , ταλαιπωρούντων | ||
] μείζονα χρημάτων αὐτοῖς εὐπορίαν ὑποτίθεται : ὁ γὰρ μισθὸς καθημερινὴ δόσις ἐστὶ χρημάτων , τὰ δὲ θεωρικὰ ταῖς ἱερομηνίαις |
Οἷς μὲν δίδωσιν , οἷς δ ' ἀφαιρεῖται τύχη . Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά . Ὁ μηδὲν εἰδὼς | ||
αὐτοῦ . καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων , Ὀργὴ μεγάλη καθ ' ὑμῶν , καὶ κατὰ τῶν υἱῶν |
ἐπὶ τὴν ἐπιστολήν : ” Ἐπίκουρος Μενοικεῖ χαίρειν . “ Μήτε νέος τις ὢν μελλέτω φιλοσοφεῖν , μήτε γέρων ὑπάρχων | ||
καὶ τὸν φρονήσεως βίον ἰδόντες χωρίς . Πῶς εἶπες ; Μήτε ἐν τῷ τῆς ἡδονῆς ἐνέστω φρόνησις μήτ ' ἐν |
τὸ εἶναι δύο τὰς ἑταίρας . Κύδος : λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ | ||
. . . κακηγορῆϲαι ὡς Ὑπ . . , . κακολογία ὡς Ὑπ . . , . κακοπράγμων ὡς Ὑπ |
, ἤγουν τοὺς ὀφθαλμούς , ἐξ οὗ καὶ τὸ θηλυκὸν κατήφεια . . . . . . , . . | ||
ἀθυμία δυσθυμία βαρυθυμία , ἀχθηδών , ἄση , ἄλυς , κατήφεια : ἡ γὰρ περιωδυνία τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἀμέτρου λύπης |
συστολὴν ἀκή , . , . * . Ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων , . , | ||
ἡ ὀξύτης τὴν ὀξύτητα . . . . ἀκηδής : ἀφρόντιστος , ἀνελεήμων , κηδεμόνα μὴ ἔχων : παρὰ τὸ |
σχῆμα τοῦ λόγου . τῇ γὰρ ἀντιπαραθέσει τοῦ ἥττονος ἡ εὐτέλεια δείκνυται . καταγλωττισμάτων : εἶδος φιλημάτων περιεργότερον τὸ καταγλώττισμα | ||
. Οἰκεῖαι δέ εἰσιν αὐτῆς : αὐστηρία : ἐγκράτεια : εὐτέλεια : λιτότης : κοσμιότης : εὐταξία : αὐτάρκεια . |
. εἴδη δὲ αὐτῆς τρία : ἀκροχολία : πικρία : βαρυθυμία . ἔστι δὲ τοῦ ὀργίλου τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν | ||
ἀθυμία : ἄση : νέμεσις : δυσφορία : γόος : βαρυθυμία : κλαῦσις : φροντίς : οἶκτος . αʹ Ἔλεος |
ὑπερβολική τις οὖσα , οὐδ ' εὐτυχία ὀνομασθήσεται οὔτε μὴ ἐπαινετὴ ἔσται . Ἐπεὶ ἔλεγόν τινες , ὅτι ἐπεὶ αἱ | ||
ἃς ἁρμόττον ἦν εὐφημίᾳ συνεπικοσμεῖν . ὅτι δὲ τῷ ὄντι ἐπαινετὴ καὶ ἀξιέραστος ἡ πρᾶξις , ἐκ πολλῶν εὐμαρὲς ἰδεῖν |
μὲν δή τις ὁ πραγματικὸς Θεοπόμπου χαρακτήρ . ὁ δὲ λεκτικὸς Ἰσοκράτει μάλιστα ἔοικε : καθαρά τε γὰρ ἡ λέξις | ||
καὶ ὁ μὲν πραγματικὸς τύπος αὐτῷ τοιοῦτος . ὁ δὲ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου , πῇ δὲ ἐν - |
, τοῦ τυροῦ ἀνῃροῦντο καὶ ἀπήσθιον . Τὴν δὲ γοητικὴν μαγείαν οὐδ ' ἔγνωσαν , φησὶν Ἀριστοτέλης ἐν τῷ Μαγικῷ | ||
παρόμοιον ἐρᾷ δὲ συνουσίας ἀνδρῶν . ἔστι δὲ καὶ πρὸς μαγείαν ἐπιτήδειον . λεύσω θέοντα γρυνὸν : περὶ Ἀλεξάνδρου ποιεῖται |
τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν ῥημάτων , καὶ ἡ σωφροσύνη ἀμφισβητήσιμος , πρὸς ὃν οὐδὲν σεμνὸν ὁ Ἱππόλυτος , ἢ | ||
τῷ ἀδιορίστῳ πληρώματι τῶν ὄντων . Ὁ δέ γε Πλάτων ἀμφισβητήσιμος ὅπη χρῆται τοῖς ὀνόμασιν : ἐν μὲν γὰρ τῷ |
ὑποκειμένου δύναται ἐξ ἀλλήλων γίγνεσθαι τὰ ἐναντία , οὐ μὴν ἐφθαρμένου . ζʹ εἰ μὴ ἀπολείπει ἡ γένεσις , κἂν | ||
ἔκτρωσις ἐκρατήθη , τοιαύτης ἐπιμελείας πρὸς διαίρεσιν πρόσφατον συνταχθείσης . ἐφθαρμένου δὲ τοῦ κατὰ γαστρὸς διὰ τῶν ἀνετικῶν συνεργητέον τῇ |
καὶ διαφορούντων φαρμάκων προκαθαίροντας τὸ σῶμα , εἰ μεστὸν εἴη κακοχύμου . βουλόμενοι δέ τινες ῥωννύναι τὴν κεφαλὴν ἔμιξαν τοῖς | ||
, πληθωρικοῦ μὲν ὄντος μᾶλλον τοῦ σώματος , φλεβοτομίας , κακοχύμου δὲ καὶ περιττωματικοῦ , καθάρσεως . τούτοις καὶ τὸ |
δωροῦμαι , εἰς δῶρον αἱρῶ καὶ εἰς δῶρον αἱροῦμαι , ἀποτρέπομαι , εὐωχοῦμαι , καταρῶμαι , ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , | ||
ἀθυμίαν παρέσχεν , ἅπαντ ' ἐρῶ πρὸς ὑμᾶς καὶ οὐκ ἀποτρέπομαι , ὅτι πολλῶν καὶ μεγάλων καὶ καλῶν ὄντων ὧν |
, κακοήθεια , πικρία , πειθώ , φενακισμός , ἀπάτη ἐξαπάτη , παροξυσμός , δεινολογία , οἰκτρολογία , ταπεινολογία . | ||
βούλεται καταγωνίσασθαι ὑμᾶς . . . πάλαισμα δὲ καταγωνισμὸς καὶ ἐξαπάτη ἢ τέχνη , σχῆμα . . ἐμβαλεῖν ] ἐνέμεινε |
ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ εὔμορφος , ἀλλ ' ἡ οἰκότριψ | ||
[ ] τοὺς ἀπογεγηρακότας , οἷς ἐλελοίπει τὸ γνῶμα . ἄβρα : οὔτε ἁπλῶς ἡ θεράπαινα ἄβρα λέγεται οὔτε ἡ |
καὶ σπεύδουσα καταλιπεῖν μὲν τὴν σύντροφον πλεονεξίαν καὶ ἀδικίαν , μεθορμίσασθαι δὲ πρὸς σωφροσύνην καὶ δικαιοσύνην καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς | ||
αἰχμαλώτου πάσχουσα : μεθορμίσασθαι : λείπει τὸ ὥστε , ὥστε μεθορμίσασθαι . τὸ δὲ ἑξῆς : οὐ μητέρα , οὐκ |
κατάφωροι γίνονται . ὅτι δὲ ἀντίκειται μᾶλλον τῇ μεγαλοψυχίᾳ ἡ μικροψυχία τῆς χαυνότητος καὶ δι ' ὅ , σαφῶς εἶπε | ||
δικαιοσύνη , ἐλευθεριότης , ἀσωτία , ἀνελευθερία : μεγαλοψυχία , μικροψυχία , χαυνότης : μεγαλοπρέπεια , μικροπρέπεια , σαλακωνία . |
κεῖθεν δὲ Κρήτηνδε παρ ' Ἰδομενῆα ἄνακτα : ὃ γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων . „ . . γ , | ||
ἐς Κρήτην τε παρ ' Ἰδομενῆα ἄνακτα , ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαίων χαλκοχιτώνων . ” . . α . |
: Ὑπερείδης ἐν τῷ κατὰ Πασικλέους “ ἐὰν δέ τις ἔκδεια ” γένηται , “ ἤγουν ἐὰν δέ τις ἐνδεήσῃ | ||
ἀπορία , ἀχρημοσύνη ἀχρηματία , ἀκτημοσύνη , σπάνις , ἔνδεια ἔκδεια , ἐπίλειψις . ἰδίως δὲ τοὺς μὲν πλουσίους καὶ |
τῷ Μισγόλᾳ . Οὐκ ἀγνοῶ δ ' ὅτι ἀπομεῖται καὶ ἐπιορκήσει . Διὰ τί οὖν αὐτὸν καλῶ ἐπὶ τὴν μαρτυρίαν | ||
] οὐκ ὀφείλει ὁ ἀδικῶν ὅρκωι φεύγειν τὴν κατηγορίαν : ἐπιορκήσει γάρ . ἐπαξίων ] ἀξίων οὖσαν γονέων . ψόγον |
αθ [ [ ] ! κακ [ [ ] ! ηκα [ . . . [ ] ου ! [ | ||
. . . . [ ] ! [ [ ] ηκα ! [ [ ] αρης [ [ ] ! |
ἀνθ ' ὧν δεινὰ δέδρακας : ἰδοὺ γὰρ καὶ ἄρθρου παρέμπτωσις . καὶ ἔτι εἰ ἡμέρα ἐστί , φῶς ἐστί | ||
ἀποτελευτῶσιν . ὅταν οὖν γένηταί τις εἰς ταύτας τὰς ἀρτηρίας παρέμπτωσις αἵματος . κατὰ τὴν κοίλην ἀρτηρίαν ἐνίοτε λαμβάνει τὴν |
. . . , : στίζω : παρὰ τὸ στῶ στίζω . τὸ τὸν διακεχυμένον καὶ πεπλανημένον λόγον στῆσαι . | ||
στίζειν τὸ τῆς ἐν τῇ ἀναγνώσει φορᾶς στάσιν ποιεῖν . στίζω στίξω στιγμή . . , : τάφος : ὅπου |
ξίφους Περσέως ἐκλήθη ἡ πόλις Μυκήνη . Μασχάλη . σχῶ σχήσω , ὡς στήσω στήλη , καὶ μεταθέσει τοῦ η | ||
ὑποφ ? [ μή ] τι μέγαιρε , φίλη : σχήσω γὰρ ἐς ποηφόρους ? ? [ κήπους ] ? |
αὐτοῦ τέσσαρα , κανόνα δὲ τοιόνδε : αβαβ ββαα βααβ ββαβ ββαα βααβ αβαβ αβαα βααβ ββαβ αβαα βααβ Τρίμετρον | ||
: αβαβ ββαα βααβ ββαβ ββαα βααβ αβαβ αβαα βααβ ββαβ αβαα βααβ Τρίμετρον δὲ ἀκατάληκτον τὸ τούτου περιττεῦον συλλαβῇ |
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν | ||
λέγομεν . τὸ δὲ καθαυανεῖ ἀντὶ τοῦ λαμπρυνεῖ χαριεντισμὸς καὶ ἀστεϊσμὸς λέγεται : τὸ γὰρ εἰπεῖν λαμπρυνεῖ τὸν νεκρὸν χάριέν |
δὲ ὁ μὲν ἐπὶ θεῷ δημιουργῷ κείμενος τὰ ἐν οὐρανῷ νομιζέσθω καὶ τὰ ἐν θαλάττῃ καὶ γῇ πάντα , ὧν | ||
ἔτη , ἐὰν μὲν σύμμετρα ᾖ καὶ ἐνδεχόμενα , ἔτη νομιζέσθω : ἐὰν δὲ πολλά , μῆνες : ἐὰν δὲ |
. τινὲς δὲ ταύτην καὶ ἐπιπταματίδα καὶ πατροῦχον καλοῦσιν . αἰκία δέ ἐστι δίκη ἐκ προχείρου πάθους γιγνομένη τινός , | ||
τῷ τότε παρόντι ἡ ἄλλη : ἤτοι τῶν ἄλλων . αἰκία : κάκωσις . καὶ ἡ ἰσομοιρία : καὶ τὸ |
με , ἐγὼ δ ' οὔτε πεινῶ οὔτε διψῶ οὔτε ῥιγῶ , ἀλλ ' ἀφ ' ὧν αὐτοὶ πεινῶσιν ἢ | ||
ἤγουν τρέμοντος . Ῥιγόω , ῥιγῶ τὸ ψύχομαι : ῥιγέω ῥιγῶ τὸ φρίσσω . . . ΑΥΤΟΣ ΔΕ ΣΠΕΥΔΟΝΤΙ . |
. Βέβαιος : ὁ ἀσφαλής : παρὰ τὸ βιβῶ γίνεται βίβαιος , ὡς τιμῶ Τίμαιος καὶ πηδῶ Πήδαιος , καὶ | ||
καὶ χρήματα μὲν ὑπόκειται μᾶλλον φρουραῖς ἀνθρωπίναις , οὐ μὴν βίβαιος φύλαξ ἔσῃ τοῦ κάλλους . δεῖ γὰρ ἐπιοῦσάν τε |
. ὅτι ἐστὶν ὄργανον καλούμενον νάβλα , ὡς Σώπατρος : νάβλα λαρυγγόφωνος ἐκκεχόρδωται . τὸ τρίγωνον δὲ καλούμενον ὄργανον Σύρων | ||
ὦ Οὐλπιανὲ σοφώτατε , τὸ ὑδραυλικὸν τοῦτο ὄργανον τοῦ καλουμένου νάβλα , ὅν φησι Σώπατρος ὁ παρῳδὸς ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ |
μέλεος εἰρήσεται αἶνος , ” ποτὲ δὲ γνώμης παραμυθία καὶ παραβεβλημένος λόγος πρός τι ὑποκείμενον , οἷον “ αἶνος μέν | ||
κύβοισι παραβεβλημένος ] κύ - , - σι παρα - παραβεβλημένος ] ἐκδεδυμένος . ἐκδεδομένος ἀκαρεῖ ] βραχυτάτῳ μετρίου ] |
ὅτι οὗτος ὁ τρόπος ἦν τῶν παλαιῶν τῆς φιλοσοφίας , βραχυλογία τις Λακωνική : καὶ δὴ καὶ τοῦ Πιττακοῦ ἰδίᾳ | ||
ταῖς βραχυτέραις τῶν ἐπιστολῶν ξυγχωρῶ , ἵνα τούτῳ γοῦν ἡ βραχυλογία ὡραίζοιτο ἐς ἄλλην ἠχὼ πᾶσα στενὴ οὖσα , τῶν |
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . | ||
ἔτυμος καὶ κατ ' ἀναδιπλασιασμὸν ἐτήτυμος , ὥσπερ ἄτηρος , ἀτάρτηρος , ἔλυμος δὲ βοτάνη ἡ ἐν ἕλει φυομένη . |
βούλῃ . Ὡμολόγηκα , ἔφην : οὐκ ἔστιν γάρ μοι ἀνάδυσις , ὦ Εὐθύδημε . Ἴθι δή μοι εὐθύς , | ||
τὰ ὀνόματα : τὰ δὲ πράγματα ἄρνησις , ἐξωμοσία , ἀνάδυσις , ἀναφυγή , ἀναχώρησις , ἀντιλογία , παραίτησις . |
τὰ δ ' αὐτὰ νομοθετεῖ καὶ περὶ παντὸς τοῦ ἔθνους ἁμαρτόντος . εἰ δέ τις ἄρχων πλημμελήσειε , χιμάρῳ ποιεῖται | ||
μὲν οὖν μειράκιον ἀναμάρτητον ὂν οὐκ ἂν δικαίως ὑπὲρ τοῦ ἁμαρτόντος κολάζοιτο : ἱκανὸν γὰρ αὐτῷ ἐστὶ τὰς αὑτοῦ ἁμαρτίας |
' οὔτε κλαίειν οὔτ ' ὀδύρεσθαι πρέπει , μὴ καὶ τεκνωθῇ δυσφορώτερος γόος . ἐπωνύμῳ δὲ κάρτα , Πολυνείκη λέγω | ||
ἐμοί . τεκνωθῇ ] αὐξηθῇ . τεκνωθῇ ] γεννηθῇ . τεκνωθῇ ] παρὰ τῆς πόλεως ἀναφυῇ . θ δυσφορώτατος ] |
δὲ ἐκείνων τέλη , τῆς μὲν χαλινός , τῆς δὲ σελίς , τῆς δὲ πλῆκτρον , τῆς δὲ ἕτερον , | ||
Π ἄρχοιτο μήτε ὑποκοριστικὰ εἴη , ὀξύνεται : βολίς φολίς σελίς ψαλίς πυλίς . τὸ δὲ πρύ - λις βαρύνεται |
εὐποτμία , εὐθηνία , εὐετηρία , εὐαισθησία , εὐβουλία , εὐλογία , εὐμαθία , εὐφωνία , εὐστοχία , εὐστομία , | ||
καὶ μέγεθος τῶν καλῶν ἐπίδοσις . τρίτη δ ' ἐστὶν εὐλογία , ἧς ἄνευ βεβαιώσασθαι τὰς προτέρας χάριτας οὐκ ἔστι |
, ὡς φιλῶ φιλήσω φιλήμων , οἷον : οὔτ ' ἄσκοπος οὔτ ' ἀλιτήμων : καὶ ἐν τῇ Ὀδυσσείᾳ : | ||
ἁμαρτωλός : “ οὔτε γάρ ἐστ ' ἄφρων οὔτ ' ἄσκοπος οὔτ ' ἀλιτήμων . ” ἀλίτην τὸν εἰς αὑτὸν |
Λέσβου κείμενον : Ἰσοκράτης Πανηγυρικῷ , Ἡρόδοτος ἐν Ϛʹ . Ἀτεχνῶς : περισπωμένως μὲν ἀντὶ τοῦ σαφῶς ἢ βεβαίως ἢ | ||
υ ἄτερπνος , , . . α . * . Ἀτεχνῶς : ἀδόλως : τέχνη γὰρ ὁ δόλος : Ὅμηρος |
τὸ ξύειν : θρυλεῖν συνεχῶς λέγειν : θρυματὶς κρηπίς : θρύπτω : θρυλιχθῆναι : Θρυὸς πόλις Ἀρκαδίας : θρύειν θορυβεῖν | ||
διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , κρύπτω : θρύπτω : κύπτω : καλύπτω : οὕτω δὴ καὶ τύπτω |
πῶ γὰρ τὸ κτῶμαι καὶ πάσω μέλλων , ὄνομα ῥηματικὸν πάμων καὶ πολυπάμων . . . . . . πολυπάμων | ||
γὰρ τὸ κτῶμαι , ὅθεν πάσω μέλλων , ῥηματικὸν ὄνομα πάμων καὶ πολυπάμων . . . , : πραπίδες : |
οἷον ἐφ ' ᾧ ἄγαν θέομεν . ἔνθεν οὐ λέγομεν ἀγαθώτερος , οὔτε ἀγαθώτατος , ὡς ἐγκειμένου ἐπιτατικοῦ μορίου τοῦ | ||
οὐχ ἡπήσασθαι . Ἀγαθὸς μᾶλλον καὶ ἀγαθὸς μάλιστα , μὴ ἀγαθώτερος καὶ ἀγαθώτατος . Γλωττοκομεῖον , οὐ γλωσσόκομον . Βραδύτερον |
πηδάλιον αἴρεις , μή τι τὰς κώπας ; τί οὖν αἴρεις ; τὰ σά , τὴν λήκυθον , τὴν πήραν | ||
Ἀθήνησι Ἀθηνᾶ Σώτειρα λεγομένη , ᾗ καὶ θύουσιν . χὥπως αἴρεις : Σκόπει ὅπως μεγαλύνεις . . χὥπως αἴρῃς : |
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην | ||
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος |
σκιαί : ἐπὶ τῶν φοβουμένων τὰ μὴ ἄξια φόβου . Κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δειλαῖαι φρένες : Κατὰ | ||
χρεώστην , ἐὰν δὲ ᾖ λειψίφως ἡ Σελήνη ἐναντίως . Κακὴ δὲ ἡ Σελήνη ἐν τοῖς συνδέσμοις ἢ ἐν τῷ |
, καῦσον ἄλλας ἡμέρας γʹ , ἵνα γένηται ξανθόν . ΧΑΛΚΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν κύπριον , καὶ δεῖ κροτεῖν | ||
καὶ ἐκπυρὶ αὐτὸν , καὶ γίνεται λευκός . ΑΛΛΗ ΠΟΙΗΣΙΣ ΧΑΛΚΟΥ ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ . Λαβὼν σανδαράχην καὶ θεῖον ἄπυρον , κοράλλιον |
ἐκνοσηλεῦσαι , νοσοκομῆσαι , νοσοτροφία . ἀρρωστεῖν , ἀρρώστημα , ἀρρωστία : ὑγίεια , ὑγιαίνειν , ὑγιής . δίαιτα , | ||
ἀπομιμούμενος κίνησιν . οὗτος ἕπεται μὲν ἀρτηριῶν μαλακότησι καὶ ἱκανῶς ἀρρωστία δυνάμεως . συμβαίνει δὲ ἐπὶ λαύραις κενώσεσιν , αἱμορραγίαις |
αἱ δ ' ἐν τῇ ἀπλανεῖ , ἑκάστη καθὸ λογικῶς ἐνήργησεν ἐνταῦθα : χρὴ γὰρ οἴεσθαι καὶ κόσμον εἶναι ἐν | ||
μεγάλη ἡ ἀναπνοή , ἐπειδὴ τὸ τρίτον γένος τῶν μυῶν ἐνήργησεν , ἀλλὰ καὶ ἔστι κατὰ ἀλήθειαν , ἐπειδὴ ἡ |
φερόντων . Ἐν νυκτὶ λαμπρός , ἐν φάει δ ' ἀνωφελής . Ἐν τῷ σκάφει τῷ δ ' ἔνεστιν ἀγύρτης | ||
εἰς ἐμέ . πέπονθα δεινά . τότε γὰρ ἦσθ ' ἀνωφελής . ἔχεις με . σαυτὸν σύ γ ' ἔλαβες |
ἐπὶ ἀρρώστου ἔκαμεν , ἠρρώστησεν , ἐνόσησεν , ἠσθένησεν , ἐμαλακίσθη , μαλακῶς ἔσχεν : καὶ κάμνων , ἀρρωστήσας , | ||
γάρ , ὅτι παρὰ γνώμην αὐτοῦ τοῦτο πεποιήκαμεν : καίγε ἐμαλακίσθη ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ . Ἀλλ ' ἐγὼ εἶδον |
Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν ; ἦ ἰθὺς σῆς μητρὸς ἴω καὶ σοῖο δόμοιο ; ” τὸν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος | ||
συνετὸς πάντως , ὁ δὲ συνετὸς οὐ πάντως σοφός . σοῖο καὶ σεῖο παρὰ τοῖς ποιηταῖς κατὰ τοὺς ἀκριβῶς ἀναγινώσκοντας |
λευκῇ μυθιάζομαι ῥήσει , καὶ τῶν ἰάμβων τοὺς ὀδόντας οὐ θήγω , ἀλλ ' εὖ πυρώσας , εὖ δὲ κέντρα | ||
θήγω : τὸ ἀκονῶ . παρὰ τὸ θοῶ θοήγω καὶ θήγω , τουτέστι θοὸν καὶ ὀξὺ ποιῶ . Ὅμηρος : |
α εἰς ο , παρὰ τὸ κάζω ῥῆμα : ὅθεν κέκασμαι , κέκασται , κεκασμένος ὄνομα ῥηματικὸν κασμὸς , καὶ | ||
α εἰς ο . παρὰ τὸ κάζω ῥῆμα , ὅθεν κέκασμαι κέκασται κεκασμένος , ὄνομα ῥηματικὸν κασμός , καὶ μεταθέσει |
ἔστιν ᾗσι διάπυα γίνεται τὰ ἐπιμήνια χρονίσαντα , ἐπὴν γένηται δίμηνα ἢ τρίμηνα : τοῦτο δὲ μάλιστα γίνεται , ἢν | ||
. Χρῶ δὲ καθαρτικῷ θαυμασίῳ καὶ τῷ προγραφέντι πρὸς τὰς δίμηνα καὶ τρίμηνα φθειρούσας καὶ μὴ συλλαμβανούσας , τῷ διὰ |
[ [ ] ! ε κινδύνους ἄρα [ ] ς ἤθληται μάτην [ ] πας ? δετ [ ! ] | ||
, ὁ παρακείμενος ἤρεσμαι , ἀρεστής καὶ ἀρεστήρ , ὡς ἤθληται ἀθλητής καὶ ἀθλητήρ . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν ιβʹ Καθολικῆς |
σχετλιάζων ὡς ἔν τινι χρονίῳ καὶ ἐπὶ μακρὸν ἐνοχλήσαντι ; Μέμνησο τῆς συμπάσης οὐσίας , ἧς ὀλίγιστον μετέχεις , καὶ | ||
ἀφίκωμαι . Τοῦτον γὰρ ἐγὼ σοφίᾳ κρίνω δεύτερον εἶναι . Μέμνησο δ ' ὅπως ὁ πανοῦργος ἀνὴρ καὶ ψευδολόγος καὶ |
αἰγανέα κυρίως ἡ κώπη , ἡ λαβὴ , ἤτοι ἡ κράτησις τοῦ κοντοῦ , ἡ οὖσα ἀπ ' αἰγὸς κεράτου | ||
ἐν μήτρᾳ , παρ ' ὅσον οὐκ ἐν ὁποιῳδήποτε μέρει κράτησις ἐπίμονος τοῦ σπέρματος ἡ σύλληψίς ἐστιν , ἀλλ ' |
ἁβροδίαιτοι . Ἔφορος μέντοι τοὔμπαλιν ἐπαινεῖ τὸν λόγον ὡς ἐξ εὐφυοῦς πρὸς ἀρετὴν ψυχῆς . . . : Ὁμόλη δὲ | ||
Περσικὴν ἀλαζονείαν ἢ βασιλικὴν μεγαλαυχίαν οὐδὲ πένητος μόνον , ἀλλὰ εὐφυοῦς θεατοῦ δεόμενον καὶ ὅτῳ μὴ ἐν τῇ ὄψει ἡ |
πᾶν τὸ ἐζυμωμένον ἐπαίρεται : χαρὰ δὲ ψυχῆς ἐστιν εὔλογος ἔπαρσις : ἐπ ' οὐδενὶ δὲ τῶν ὄντων μᾶλλον χαίρειν | ||
: φυλακή . Εἰρχθῆναι : φυλακισθῆναι . Ὀφρῦς : ἡ ἔπαρσις . Ἄθρους : ὁμοῦ . Ἀάπτους : ἀπροσπελάστους . |
χαύνους ἐπάρσεις καθιεροῦν ὡς ἅγια , τὰ φύσει βέβηλα καὶ ἀνίερα ἐξ αὑτῶν . ἆρ ' οὖν οὐκ εἰκότως ἐπισεμνυνόμενος | ||
ἐπονείδιστον βίον . εἰ δὲ τὰ παρὰ γυναικὸς ἡταιρηκυίας δῶρα ἀνίερα , πῶς οὐχὶ μᾶλλον τὰ παρὰ ψυχῆς πεπορνευμένης , |
ι λαῖλαψ . δηλοῖ δὲ τὴν λίαν σφοδρὰν καὶ ἐπιτεταμένην λαβρότητα τοῦ πνεύματος . . , . , . : | ||
βρώσει λάβρως ὥστε ὅλα καταπίνειν μέλη : εἶτα διὰ τὴν λαβρότητα ἔστιν ὅτε μὴ φαγὼν διαλείπει ἡμέρας τρεῖς . ἔστι |
κατερρωγυίας εἰς τὴν θάλατταν καὶ χερρονησιζούσης , πολιορκίαν καὶ αὐτὸ δεδεγμένον περὶ τοὺς αὐτοὺς καιρούς . τὸ μὲν οὖν πολίχνιον | ||
μενθήρης καὶ δυσφροσύνης ἀλεωρή . τῶι σε χρὴ παρὰ δαιτὶ δεδεγμένον εὔφρονι θυμῶι πίνειν , μηδὲ βορῆς κεκορημένον ἠύτε γῦπα |
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
κιθαρῳδὸς ἦν ἄριστος : τὸ γένος ἦν ἀπὸ Τερπάνδρου . Ἤκμασε δ ' ἐν τῇ Ἑλλάδι κατὰ τὰ Μηδικά . | ||
ἀφ ' ὧν τὰς ὑποθέσεις πάντες ὁμοίως μελετήσαντες φαίνονται . Ἤκμασε δὲ καθ ' ὑπερβολὴν ἐν τῇ δημαγωγίᾳ κατὰ τὸν |
κατὰ τοὐναντίον ἡ σύνθεσις εἰς τὸ παρὰ φύσιν τὰ συνελθόντα βεβίασται . καὶ δὴ τάδ ' οὕτως ἔοικεν ἀψευδέστατα ἔχειν | ||
πατὴρ ὡπλίσθη κατὰ παιδός , μήτηρ εἰς μῖξιν ἀθέμιτον παιδὸς βεβίασται . . . Ἀλλ ' ὦ πολέμου καὶ λοιμοῦ |
καὶ ταχὺς μᾶλλον ἤπερ πυκνός . Βραδύς , ἀραιός , ὑπόσομφος , ἀνώμαλος , ἄτακτος : ἐπιτεινομένου δὲ τοῦ πάθους | ||
βαθεῖα καταφορὰ ᾖ , μέγας ἐστὶ καὶ ἀραιὸς καὶ οἷον ὑπόσομφος , τὴν ἐν τῇ πληγῇ σφοδρότητα οὐκ ἔχωνδοκεῖ μὲν |
οὕτω γὰρ ἂν ἄριστα πράξαις , ἐφ ' ὧν μὴ μελαγχολία φαίνοιτο γεγενῆσθαι , τοῦ αἵματος ἐπὶ τὸ χολῶδες ἐκτραπέντος | ||
τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν ὅσον ἡ Νέρωνος ἐμπληξία καὶ ἡ Δομετιανοῦ μελαγχολία . καίτοι τοῦτόν γε οὐδὲ θυμὸν ἴσως κλητέον , |
ἴσως ὅτι ὕστερον τῆς κρίσιος , καὶ ὅτι πολλά . Τημένεω ἀδελφιδῆ πνευματώδης , ὑποχόνδρια καὶ ἐντεταμένα ἐφάνη διὰ χρόνου | ||
ἢν μὴ ἀναξίως τῆς περιβολῆς τῆς νούσου , οἷον τῇ Τημένεω ἀδελφιδῇ ἐκ νούσου ἰσχυρῆς ἐς δάκτυλον ἀπεστήριξεν , οὐχ |