: ‚ τῆς Ἀχαΐας πόλις Τρομίλεια περὶ ἣν γίνεται τυρὸς αἴγειος ἥδιστος , οὐκ ἔχων σύγκρισιν πρὸς ἕτερον , ὁ | ||
τὰ ἐξ ὑποδημάτων παρατρίμματα πνεύμων ἄρνειός τε καὶ χοίρειος καὶ αἴγειος ποιεῖ . τὸ ἀπὸ τῶν καττυμάτων δέρμα καυθὲν φλεγμαίνοντα |
δύναμιν , ἐπιτεταμέναι δὲ μᾶλλον . Ἀσπάλαθος κατὰ τὴν γεῦσιν δριμύς ἐστι καὶ στυπτικός . ἐξ ἀνομοιο - μερῶν οὖν | ||
' ἕκαστον φύλλον ἄνθος ὥσπερ λευκοΐου : χυλὸς κροκώδης , δριμύς , δηκτικός , ποσῶς ὑπόπικρος καὶ δυσώδης : ῥίζα |
, δασύπους , ἔριφοι , . . τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς | ||
πάντα , γῆ Σαμία ἡ ἄπλυτος μετρίως , ἰός , τυρὸς ὀξυγαλάκτινος μετρίως , βούτυρον μετρίως , πυτία πᾶσα , |
ᾀσεῖ δ ' ὥς ποκ ' ἔδεκτο : τὶς αἰπόλος καλούμενος Κομάταςταὐτὸν δέ ἐστιν εἰπεῖν Μενάλκαςτοῦ οἰκείου δεσπότου θρέμματα βόσκων | ||
ἔτι δὲ καλλιώνυμον καὶ ἔλλοπας . περὶ τοῦ τίς ὁ καλούμενος ἱερὸς ἰχθὺς ὁ τὴν Τελχινικὴν ἱστορίαν συνθείς , εἴτε |
. Ἀναισθήτου σημεῖα ταῦτα : ἢ λευκὸς πάνυ ἢ πάνυ μέλας , σαρκώδης , προγάστωρ , παχυσκελής , τὰ δὲ | ||
τῷ θέρει πολλὰ λαλοῦν , τὸ μὲν ὅλον πτερὸν κατακόρως μέλας ὑπάρχει , μόνον δὲ τὸ στόμα χρυσοειδές . Οὗτος |
σοι βούλεται παραστῆσαι , ὅτι ἕτερος νηπίων καὶ ἕτερος τελείων χῶρός ἐστιν , ὁ μὲν ὀνομαζόμενος ἄσκησις , ὁ δὲ | ||
ἕξεις πλοῦτον : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων ⋮ Θεσσαλονίκῃ τῇ Μακεδονίτιδι χῶρός ἐστι γειτνιῶν καὶ καλεῖται Νίβας : οὐκοῦν οἱ ἐνταῦθα |
. ὁ δὲ πρὸς ταῖς δυσμαῖς τόπος αὐτός τέ ἐστιν ὑγρὸς διὰ τὸ κατ ' αὐτὸν γινομένου τοῦ ἡλίου τὰ | ||
εὔδιος , ἀντὶ τοῦ ἐν εὐδίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ τυγχάνων ἀνθρώπων ὑγρὸς τόπος . ἀδινῆς εὐνῆς : νῦν οἰκτρᾶς , λυπηρᾶς |
: εἶτα μετὰ γῆς τινος καμινευθεὶς ἀποστάζει ψευδάργυρον , εἶτα κραθεὶς χαλκῷ ὀρείχαλκος . Ἀνδειρηνός καὶ Ἀνδειρηνή . . . | ||
. ἀλλ ' ὁ περὶ τί νοῦς μετ ' αἰσθήσεων κραθεὶς σωτηρία πλοίων ἔν γε χειμῶσιν καὶ ἐν εὐδίαις γίγνοιτ |
καὶ ὑγροί . Μέλανος διὰ βένθεα : Μέλας πόντος οὕτω λεγόμενος , ὡς ἱστορεῖ Εὔδοξος ἐν δʹ Γῆς περιόδου : | ||
, μέγα καὶ ὑπὲρ μέτρον . Κάλλιχθυς : ὁ ἱερὸς λεγόμενος , ἱερὸς ἰχθύς . ἰαίνεται : εὐφραίνεται . Ὄρκυνος |
, χολώδης ἐπίχολος ἀκρόχολος μελάγχολος , ὀξύθυμος , ὀξυθυμίας , πικρός , δύσκολος , μεμψίμοιρος , ὠμός , ἀσυγγνώμων , | ||
αἱρέσεως , τῇ μὲν χρόᾳ ἐρυθρός , τῇ δὲ γεύσει πικρός . Ἡ δὲ Ἀφροδίτη ἐστὶ μὲν ἐπιθυμία καὶ ἔρως |
ὠφελεῦντι νῦν ὠφελεῖ ἐνταῦθα , ὁπόταν ὑπὸ ἰσχνότητος ἄχροος καὶ χλωρὸς ᾖ : ἢν γάρ τις φλεγματῶδες προσφέρῃ , παύεται | ||
ἐπέχεται συνεχῶς . πήγανον γοῦν τὸ χλωρὸν καταπλασθὲν καὶ στραφυλῖνος χλωρὸς ὠφέλιμος αὐτοῖς καὶ μάλιστα εἰ νυγματώδεις ὑπάρχουσιν αἱ ὀδύναι |
τὸ δὲ “ πέπων ἢ μὴ πέπων ” ἀντὶ τοῦ ἁπαλός , ῥᾳδίως διασεισθῆναι δυνάμενος . μεταφορικῶς δὲ ἀπὸ τοῦ | ||
τὸ λαμπρὸν καὶ κοῦφον καὶ τρυφερόν : ἁβρὸς οὖν ὁ ἁπαλός : παρὰ τὸ ἅπτω , ὁ εὐαφής . ἢ |
, , . , . . ἴπνια , . ) τροφαλὶς κυρίως ὁ κύκλος τοῦ τροχοῦ : πολὺς δὲ τυρὸς | ||
Γ Εὔπολις Χρυσῷ γένει : λοιπὸς γὰρ οὐδείς : † τροφαλὶς ἐκείνη † ἐφ ' ὕδωρ βαδίζει σκῖρον ἠμφιεσμένη . |
, ὁμοῦ δὲ καὶ δαψίλειά τις δυναμέως . τὸ δὲ ἀμφιλαφής κατὰ ἀντιστοιχίαν εἴρηται κατὰ ἔθος τῶν Μακεδόνων μεταθέσει τοῦ | ||
φυλλορροεῖ ἡ μέλαινα ἢ ἡ ἄμπελος ἢ ἡ πλάτανος ἡ ἀμφιλαφής τε καὶ ὑψηλή , ἀλλὰ διὰ τί δένδρον φυλλορροεῖ |
τῶν λεπτῶν θάμνων ὑγρότητα . . διὰ θάμνου ἐκριζώθητε . θάμνος εἶδος φυτοῦ . . ἐκθαμνίσητε ] θάμνος κυρίως τὸ | ||
ἤδη γάρ ποτ ' ἐγὼ γενόμην κοῦρός τε κόρη τε θάμνος τ ' οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔλλοπος ἰχθύς . |
πόνον : μόχθον . Ψυχήν : κατά . πολυδαίδαλος : ποικίλος , πανοῦργος , φρόνιμος , πολύδουλος , πολυσύνετος , | ||
ἀμηχάνῳ τόλμῃ τὸ στρατόπεδον ἐπόρθει . φόνος τε ἦν ἑκατέρων ποικίλος : ὑπὸ δὲ μεγέθους πεδίου τε καὶ κονιορτοῦ τὰ |
λυπήσασα μόνους τοὺς σοροπηγούς . ὁ δὲ Μουσῶν τε ἦν τρόφιμος καὶ τὴν ἀρχὴν ἆθλον εἶχεν ἐπῶν λέγειν τε ἐκ | ||
ἴλας καὶ φάλαγγας ἀλλήλοις ἀπαντώντων , καὶ οὐδεὶς ὅστις οὐ τρόφιμος τῆς ἀρετῆς εἶναι δοκεῖν βούλεται . πολλοὶ γοῦν τὰς |
δὲ τὸ στρουθίον ὠφελεῖ τοὺς αὐτοὺς ζωμῷ λαμβανόμενος . Λημνία σφραγὶς καὶ ἤδη νεμομένην ἰᾶται δυσεντερίαν πινομένη τε καὶ ἐνιεμένη | ||
, κτείνουσα τοὺς ἐπιγινομένους σκώληκας . Ἡ δὲ Λημνία λεγομένη σφραγὶς γῆ ἔκ τινος ὑπονόμου ἀντρώδους ἀναφέρεται . Γύψος δύναμιν |
μόλυβδος , καὶ ἡ καλουμένη ὑδράργυρος . Τῶν δὲ συμφύλων οἶνος ἀθρόως ποθεὶς πολὺς ἀπὸ βαλανείου , ἢ γλυκὺ , | ||
Τάβαι καὶ Σίνδα καὶ Ἄμβλαδα , ὅθεν καὶ ὁ Ἀμβλαδεὺς οἶνος ἐκφέρεται πρὸς διαίτας ἰατρικὰς ἐπιτήδειος . Τῶν δ ' |
τοιούτους ἐργάζεται χυμοὺς πικρούς , [ καὶ ] ἀνεπιτήδειός ἐστι γλυκὺς οἶνος τοῖς πυρέττουσιν , ἀλλὰ καὶ διότι παχεῖς ὄντες | ||
δὲ τὸ κατερρεῖτο . ὅταν δὲ λέγῃ “ κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ , ” κατ ' ἴσον τῷ |
καταφρονῶν δούλων , ὥσπερ ὁ ἱκανῶς πεπαιδευμένος , ἐλευθέροις δὲ ἥμερος , ἀρχόντων δὲ σφόδρα ὑπήκοος , φίλαρχος δὲ καὶ | ||
ἰᾶται τῷ ξηραίνειν ἄνευ τοῦ θερμαίνειν . Ἀσταφὶς ἡ μὲν ἥμερος πεπτική τέ ἐστιν ἅμα καὶ στυπτικὴ καὶ διαφορητικὴ μετρίως |
καὶ κατὰ μέσου . Θεραπεία οὖν εὑρίσκεται ἑτέρα φυσικὴ καὶ ἀντιπαθής , ᾗ καὶ Δημόκριτος μαρτυρεῖ : παρθένος ὥραν ἔχουσα | ||
βλάπτεσθαι ὑπὸ φαρμάκων . Ὁ χυλὸς αὐτῶν ἐν ὕδατι λαμβανόμενος ἀντιπαθής ἐστι βωλίταις καὶ δηλητηρίοις . εἰ δέ τις χυλῷ |
μὲν ἄλλην πτίλωσίν ἐστι τεφρός , τὰς δὲ πτέρυγας ἄκρας ὠχρός ἐστιν . Ἀκούω δὲ ἔγωγε καὶ Ἰνδὸν ἔποπα διπλασίονα | ||
καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ κοῖλοι γινόμενοι θάνατον ἀπαγγέλλουσι πελιδνός ] ὁ ὠχρός , μολιβδόχρους μυκτήρ ] ἡ μύτις , ἡ ῥίς |
βαρεῖα καὶ τῇ χρόᾳ πισσώδης ἄχρηστος . Σμύρνα στακτὴ καλὴ εὐώδης λίαν ἐστὶ καὶ ἀμιγὴς ἐλαίου . Στύραξ διαφέρει ὁ | ||
λοιπὴν θεραπείαν ἄθετος , ἐν δὲ ταῖς ἀναλήψεσιν ὀλίγος λεπτὸς εὐώδης λευκὸς μετὰ τὰ σιτία παραλαμβανέσθω . ὕπνος ὁ μεθ |
οἷά τε δι ' ἔθους ἐγγίνεσθαι . οὐδέποτε γὰρ ὁ λίθος ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι , αἱ δὲ ἠθικαὶ ἀρεταὶ δι | ||
μὲν ἐπίστασθαι εἰς ως περατουμένην : „ ἐπεὶ οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σίδηρος „ : καὶ ἀκόλουθος αἰτιατική : |
τρίτης κατ ' ἄμφω τάξεως : ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς θερμὸς μὲν ὁμοίως , ξηραίνει δ ' οὐχ ὁμοίως , | ||
ἕτερον πίων ἀπὸ τευθιάδα καὶ σηπιοπουλυποδείων . . ἁπαλοπλοκάμων . θερμὸς μετὰ ταῦτα παρῆλθεν ἰσοτράπεζος ὅλος μνηστης συνόδων πυρός . |
ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτός , ἄτρωτος , δασύς , λεῖος : τί βούλει ; πνευμάτων πολλῶν φύλαξ . Ἀττελεβόφθαλμος | ||
, θάμνος πηχυαῖος τὸ ὕψος , πολύκλαδος , ἐξ ἄκρου λεῖος , φύλλα ἔχων λεῖα , μεγάλου δακτύλου τὸ πάχος |
καὶ πλέον θρήνου ἄπεστιν ἢ βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῖος ; ἐγκωμίων δὲ τί ἀξιώτερον ἢ νῖκαί τε αἱ | ||
περὶ τοῦ ἐπιθέτου κάλλους ἐν λόγῳ . Ὁ δὲ λεγόμενος ὡραῖος λόγος καὶ ἡ ἁβρότης οὐ τούτου τοῦ κάλλους , |
, χόνδρου , κάραβοι ὀπτοί , τευθίδες ὀπταί , κεστρεὺς ἑφθός , σηπίαι ἑφθαί , θυννίδες ἑφθαί , σχαδόνες , | ||
' ἐστί , τὸ περίκομμ ' ἀπόλλυται : ὁ γόγγρος ἑφθός , τὰ δ ' ἀκροκώλι ' οὐδέπω . Εἶτα |
τὸν σίδηρον εὐχερῶς ἕλκων , καὶ τὴν χρόαν κυανίζων : πυκνὸς δὲ καὶ οὐκ ἄγαν βαρύς : εὐεργεῖ δὲ εἰς | ||
, καὶ ἀντὶ ἀραιοῦ τε καὶ μαλθακοῦ σκληρός τε καὶ πυκνὸς ἐγένετο , καὶ οὔτ ' ἐκπέσσει οὔτ ' ἀφίησι |
Μυκάλῃ καταντικρὺ Σάμου . ἔγραψεν ἰατρικὰ βιβλία θʹ . Ἐρασίστρατος διαφανὴς ἰατρὸς ἐπὶ Σελεύκου ἐγνωρίζετο , ὃς διαγνοὺς Ἀντίοχον τὸν | ||
τῶν θηρίων καὶ διὰ τὰ τοπάζια . λίθος δέ ἐστι διαφανὴς χρυσοειδὲς ἀποστίλβων φέγγος , ὅσον μεθ ' ἡμέραν μὲν |
φαρμάσσων , οὐδ ' ἀττανίτας κηρίοισιν ἐμβάπτων . ΚΗΡΙΟΝ πλακοῦς ἄρτος , ὃν Ἀργεῖοι παρὰ τῆς νύμφης πρὸς τὸν νυμφίον | ||
καθ ' ἧπαρ καὶ λίθους ἐν νεφροῖς γεννῶντα . Ἄριστος ἄρτος εἰς ὑγείαν ἐστὶν ἀνθρώπῳ μήτε νέῳ μήτε γυμναζομένῳ ὁ |
' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός , καὶ ὡς ἄτακτος ἀτακτῶ | ||
δὲ λεγομένου σκώληκος δισσὸν εἶδος ὑπάρχει : ὁ μὲν γὰρ ὀρυκτός ἐστιν , ὁ δὲ σκευάζεται οὕτως : εἰς θυείαν |
ἐξ ἀριστεροῦ : ἦν γὰρ καὶ ὁ σπλὴν κυρτὸς καὶ σκληρὸς , καὶ ἄνω : περιεγένετο : ὑποστροφή . Ἦν | ||
ὄρνις ἀπὸ ζέματος ἡ ἁπλουστέρῳ γειναμένη ζωμῷ καὶ ἰσικὸς ὁμοίως σκληρὸς , οἷός ἐστιν ὁ ἀπὸ τῆς κηρίδος καὶ ὁ |
τὸν βάλε μέσσον ἄκοντι , πάγη δ ' ἐν νηδύϊ χαλκός , ἤριπε δ ' ἐξ ὀχέων : ὃ δ | ||
' ἐγώ , “ ἔστ ' ἂν χαλκὸς μὲν ὁ χαλκός , τὸ δὲ ἔργον Δημήτριος ὁ Ἀλωπεκῆθεν εἰργασμένος ᾖ |
ἀρπεδὲς αὕτως : οἷον ἐπίπλατον καὶ ὁμαλόν : οἷον οὐκ ὀξυκέφαλός τις . ἔστι δὲ παρὰ τὴν ἔραν , ἤγουν | ||
ἀρπεδὲς αὕτως : οἷον ἐπίπλατον καὶ ὁμαλόν : οἷον οὐκ ὀξυκέφαλός τις . ἔστι δὲ παρὰ τὴν ἔραν , ἤγουν |
πολλάκις ἤδη καὶ ἐπ ' Ἀρχίππου δι ' ἐτῶν τετταράκοντα σφοδρός . Πονοῦσι δὲ μάλιστα τῶν τόπων οἱ κοῖλοι καὶ | ||
φαρμάκου καθαίρονται δαψιλῶς . ὅταν οὖν ὁ πυρετὸς ᾖ μὴ σφοδρός , ἔμπειρός τε ᾖς τῆς φύσεως τοῦ κάμνοντος , |
καὶ σοί ; Ἔμοιγε . Οὐκοῦν ὅπου τύραννός ἐστιν ἄρχων ἄγριος καὶ ἀπαίδευτος , εἴ τις τούτου ἐν τῇ πόλει | ||
] Κυδώνιον : Κρητικόν . μονιὸν δάκος : [ ὗς ἄγριος ὃς ἂν μὴ συναγελάζηται ] ? ? ἑτέροις . |
, εὐτελὴς ὑπερβολῇ , ὁ δ ' ἄσωτός ἐστι , πολυτελής , θρασὺς σφόδρα . εὐώνυμον λέγουσιν , οὐ μόνον | ||
καὶ ἀηδίαν ἐμποιοῦντας τοῖς δαιτυμόσιν . Ἄβρωνος βίος : ὁ πολυτελής . Ἄβρων γάρ τις ἐγένετο πλούσιος . ὅθεν καὶ |
, θερμαίνει , ὁ δὲ λευκὸς ἅμα καὶ αὐστηρὸς καὶ παχὺς καὶ νέος αἰσθητῶς ψύχει . ψύχει δὲ καὶ τὸ | ||
: ἢν δὲ μὴ , ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν παχὺς , ψυχρὸς , καὶ τὸ φάκινον ἔτνος , καὶ |
τἀτύχημ ' αὐτὴν φυγεῖν τὸ συμβεβηκός . σὺ δέ τις ὑψηλὸς σφόδρα [ ] ν ? [ ] βάρβαρος [ | ||
ἄλλως : ὁ δὲ ἕτερος ὁ τοῦ λευκοῦ χαμαιλέων γένους ὑψηλὸς μὲν ὁρᾶται , καὶ ἄνω τῆς γῆς οὗτος ὑπερέχων |
. „ ἐσαφηνίσθη γὰρ διὰ τῆς ἀντιθέσεως . Ἄτρωτος , ἀσινής , ἀπαθής . ” ἀλλ ' ἔμενεν ἄτρωτος ὑπὸ | ||
ὠμοφάγοι νέμοντο . διέφρασαι : κύματος ἔξοθεν ἄκρου πᾶσα κάλως ἀσινής . ἤλσατο βοῦς : κλαγγί . Λεβυαφιγενής . στερφωτῆρα |
: χλιαρός , λιπαρός : γράφεται λιπαρός . λιαρὸς ἤγουν λιπαρὸς διὰ τὴν ἀλοιφὴν τοῦ ἐλαίου . ἀθέσφατος : πολὺς | ||
ταῦτ ' ἐπριάμην καλὸν σφόδρα , ἔσται δι ' ἅλμης λιπαρὸς ἑφθὸς ἐν χλόῃ , ἀποδοὺς ὅς ' ἐστὶν ἀπ |
αὐλῶν λυσιῳδῶν , τραγικῶν , κιθαριστηρίων . ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν . ὁ δὲ | ||
, ὥσπερ οἶμαι δεδιώς , μή τινα φθόγγον ἔμμουσον ὁ αὐλὸς κινήσας ἀντηχεῖν ἀναπείσῃ τῷ Σατύρῳ τὴν Νύμφην . τοῦτο |
πολίτης , ἀστός , οἰκήτωρ , ἔνοικος , ἔντοπος , ἐγχώριος , ἐγγενής , καὶ τὸ πλῆθος δῆμος , ὄχλος | ||
πλουσίου Νείλου . καὶ χώριος οὐ σύνθετον , ἀλλὰ τὸ ἐγχώριος καὶ ἐπιχώριος σύνηθες ἐκ τοῦ ἐν χώρᾳ καὶ ἐπὶ |
. Κ Π . : ἴσως οὖν ἐνόμισαν ἀπὸ τοῦ ἡδύς εἶναι παραγωγὸν τὸ ἥδυμος , ὡς ἔτυμος ἐτήτυμος . | ||
ἐπιθετικὰ διὰ τοῦ Ε κλινόμενα δισύλλαβα ὄντα ὀξύνεται : ἠύς ἡδύς ταχύς βραδύς ὠκύς . τὸ δὲ ἥμισυς προπαροξύνεται καὶ |
οὐκ ἐκφορά . ἄπνους , ἄνευρος , ἀσθενής , ἀνέντατος μαλθακωτέρα πέπονος σικυοῦ μοι γέγονε . αἱμασιολογεῖν ἄριστ ' ἠπίστατο | ||
: ἡ δὲ νέα , ᾗ καὶ Θεόκριτος χρῆται , μαλθακωτέρα καὶ εὐκολωτέρα . Δωρίδι δὲ διαλέκτῳ κέχρηται ὁ Θεόκριτος |
λάβραξ , Ὁ μὲν ἑφθὸς , ἔφη , ὁ δὲ ὀπτός . : Ἀλλὰ μὴν καὶ Ἀρίστιππος ὁ Σωκρατικὸς ὀψοφάγος | ||
τε ὁ χοῖρος ἐσφάγη καὶ πῶς ἐξ ἡμισείας μέν ἐστιν ὀπτός , ἑφθὸς δὲ κατὰ θάτερα . ἔτ ' οὖν |
οὐ τὸν πιθανὸν ἀλλὰ τὸν τεχνικὸν ἢ σπουδαῖόν φησι . Σικελικὸς δ ' ἢ Ἰταλικός , οἷον Ἐμπεδοκλῆς . Πυθαγόρειος | ||
: μετὰ δὲ τὸ Τυρσηνικὸν πέλαγος ὁ Σικελὸς ῥόος ἢ Σικελικὸς πόντος ἀπὸ δύσεως πρὸς ἀνατολὰς κυρτὸς ἢ κυρτούμενος ἐπιστρέφεται |
δὲ ποιηταῖς θηλυκῶς . ἐκδεκτέον οὖν καὶ τὸ παρὰ Ἐρατοσθένει βαθὺς αὐλῶν θηλυκῶς εἰρῆσθαι , ὡς θῆλυς ἐέρσα . πᾶν | ||
πολιῆς ἁλὸς ἄσπετον ὕδωρ . κολπώθη δ ' ὤμοισι πέπλος βαθὺς Εὐρωπείης ἱστίον οἷά τε νηὸς ἐλαφρίζεσκε δὲ κούρην . |
ἀμφοτέρῃσι : ῥόος ἐρυθρὸς ἐν τῇσι νεωτέρῃσιν . Καὶ ῥόος ἐρυθρὸς μὲν γίνεται ἐκ πυρετοῦ , μᾶλλον δὲ ἐκ τρωσμοῦ | ||
ἄλλην ἅπασαν ὕλην διεσθίει . Χαλκὸς κεκαυμένος καλός ἐστιν ὁ ἐρυθρὸς καὶ ἐν τῇ τρίψει κινναβαρίζων , ὁ δὲ μέλας |
: περιεβέβλητο δὲ ἱμάτιον πορφυροῦν χρυσοποίκιλον . Προέκειτο δὲ αὐτοῦ κρατὴρ Λακωνικὸς χρυσοῦς μετρητῶν πεντεκαίδεκα καὶ τρίπους χρυσοῦς , ἐφ | ||
ὥστε κατὰ λόγον τρίτον τῷ Διὶ σπένδεταί τε καὶ ὁ κρατὴρ τρίτος τίθεται . Σοφοκλῆς Ναυπλίῳ καὶ Διὸς σωτῆρος σπονδὴ |
εὐθυτενής , λεωφόρος , ἁμαξιτὸς ἁμαξήλατος , ἱππάσιμος ἱππόκροτος , ἐπίδρομος , λεία , σαφής , προφανὴς ἐκφανής , τετριμμένη | ||
κουφότερος , ὀξύτερος , ἐλαφρότερος , σπουδαιότερος , δρομικώτερος , ἐπίδρομος , πρόδρομος . καὶ δρόμοι ξυστοὶ ἐν οἷς αἱ |
ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἔστιν ἀθάνατος . Γλαῦκος ὁ Ἀνθηδόνιος ἦν ἁλιεύς . ἐμμανὴς δὲ γενόμενος ἥλλατο εἰς τὴν | ||
κρανίων , ἀλλὰ καὶ τῆς ἀειζώου βοτάνης , ἧς ὁ Ἀνθηδόνιος ἐκεῖνος ἐμφορηθεὶς δαίμων ἀθάνατος † πάλιν ητις † γέγονε |
τῷ Περὶ παθῶν , . , . . . . Ἀνιγρός : ὁ λυπηρὸς καὶ βλαβερός . παρὰ τὸ ἀνία | ||
τῷ Περὶ παθῶν , . , . . . . Ἀνιγρός : ὁ λυπηρὸς καὶ βλαβερός . παρὰ τὸ ἀνία |
ἄρτι βλαστανόντων καυλῶν : ἀνίησι δὲ λευκὸν ὀπόν , ὃς ξηρανθεὶς κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν κροκίζει : δέχονται δὲ τὸ ἀπορρέον | ||
λευκὴ κοιλιακοὺς καὶ στομαχικοὺς ὠφελεῖ . μορέας ὁ ἄωρος καρπὸς ξηρανθεὶς στεγνωτικὸν ἱκανῶς γίνεται φάρμακον , ὥστε καὶ πρὸς δυσεντερίας |
ποτε εἶδον : κατὰ ἔχιν ἐστὶ τὸν μικρότατον , τέφρᾳ ἐμφερής , στίγμασιν οὐ συνεχέσι πεποικιλμένος : κεφαλὴ δέ ἐστιν | ||
ἑτέρῳ μέρει αὑτοῦ βατράχῳ , τῷ δὲ λοιπῷ γεώδει τινὶ ἐμφερής , ὡς καὶ ἐκλιπόντι τῷ ποταμῷ συνεκλείπειν . Ἄνοιξιν |
οἷόν ἐστι καὶ τὸ διὰ μελιλώτου σκευαζόμενον . ὁ χλωρὸς ἴασπις ὠφελεῖ τὸν στόμαχον καὶ τὸ στόμα τῆς γαστρὸς περιαπτόμενος | ||
τοῦ πάσχοντος περίαπτε καὶ ἀπαλλάξεις . Ζαλάχθης δὲ τάδε φησίν ἴασπις λίθος ὁ προσαγορευόμενος καπνίτης εἰς πάντα τὰ περὶ τὴν |
' Ὁμήρῳ λειμών . ἀσφόδελος βοτάνη πλατύφυλλος , ἧς ὁ καυλὸς καλεῖται ἀνθέρικος . καὶ Ἡσίοδος : οὐδ ' ὅσον | ||
Καὶ τὸ φύλλον δὲ αὐτοῦ καὶ ὁ καρπὸς καὶ ὁ καυλὸς καὶ ὁ ὀπὸς καὶ ἁπλῶς τὸ πᾶν αὐτοῦ πολλῆς |
, δειλόν , ἄνανδρον καὶ δολερὸν σημαίνουσιν . Τράχηλος πάνυ λεπτὸς δειλὸν καὶ κακοήθη ἄνδρα σημαίνει , εἰ καὶ μακρὸς | ||
ἄπεφθον τούτοις ἁρμόζει . ποτὸν δὲ οἶνος στυφὸς ὑδαρὴς καὶ λεπτὸς ἤ τι τῶν ἡδέων ἔστω πομάτων . φλεγματικωτέρων δὲ |
, ” ἔφη : “ οἷς μὲν γὰρ κύαθος καὶ τράπεζα θεωρεῖται ὀφθαλμοὺς ἔχεις : ᾧ δὲ τραπεζότης καὶ κυαθότης | ||
, εὐθὺς ἀνεκλίνετο : παρῆν στέφανος ἐν τάχει : ᾔρετο τράπεζα . παρέκειθ ' ἅμα τετριμμένη μᾶζα χαριτοβλέφαρος . μύστακα |
οὐρὰν ἐγηγερμένην ἔχων ἀεὶ , λευκῷ κατεστιγμένην ὄπισθεν χρώματι : μελάντερος δὲ καὶ λαλίστερός ἐστιν οὗτος τοῦ βασιλίσκου . Καί | ||
ὑγρότερος , ξηρότερος λεγόμενος , ὥσπερ καὶ εἰ λευκότερος ἢ μελάντερος , ἢ εὐσαρκότερος ἢ ἰσχυρότερος , μείζων τε καὶ |
' ἀξίαν ἑκάστῳ τὸ ἐπιτίμιον ὑπάρξαι , πραγματικὸς δὲ καὶ πολύπειρος ἐκ τοῦ πᾶν ἔγκλημα καὶ πρᾶγμα δημόσιόν τε καὶ | ||
κρατύνει γνώμαις ὀρθοτάταισι συνών , ἀδιάστροφος αἰεί , ὠγύγιος , πολύπειρος , ἀβλάπτως πᾶσι συνοικῶν τοῖς νομίμοις , ἀνόμοις δὲ |
: οἱ ἐκτὸς ἔτι τῶν Μεγάρων ὄντες καὶ μήπω εἰσελθόντες σίδηρός τε : λιθουργός . ὕλην : ἄλλην δηλονότι . | ||
σοφοὺς ἐς τὰς τέχνας εἶναι . Σαυρομάταις γὰρ οὔτε αὐτοῖς σίδηρός ἐστιν ὀρυσσόμενος οὔτε σφίσιν ἐσάγουσιν : ἄμικτοι γὰρ μάλιστα |
τῶν Ἀθήνησιν ἑορτῶν οὕτω γράφει : ὁμοίως δὲ καὶ ὁ προσαγορευόμενος πέλανος : λέγεται δὲ πέμματά τινα τοῖς θεοῖς γινόμενα | ||
ἄρτον Διόνυσον εὑρεῖν ἐν ταῖς στρατείαις . ΕΤΝΙΤΑΣ ἄρτος ὁ προσαγορευόμενος λεκιθίτας , ὥς φησιν Εὐκράτης . πανὸς ἄρτος : |
ἡ ] ἑστῶσα μὲν ἐξ ἀθανασίας , φερομένη δὲ ἐξ ἐπιγονῆς . πρὸς ταῦτα γελοῖος ἂν φανείη ὁ Ἀνακρέων καὶ | ||
ἀπό τε σίτου καὶ οἴνου καὶ ἐλαίου καὶ ἔτι θρεμμάτων ἐπιγονῆς κατά τε ποίμνας καὶ βουκόλια καὶ αἰπόλια καὶ τὰς |
οὕτως ἔπρεπε μέν σοι ἡ κόρυς , ἡ φοινικὶς δὲ ἐπήνθει καὶ ἡ πέλτη ἐμάρμαιρεν . Ἐπεὶ δὲ συνέστημεν , | ||
αὖ τρίτος Ἀλέξιος παντοίων ἦν χαρίτων ἀνάπλεως : χάρις γὰρ ἐπήνθει τῷ προσώπῳ ὁποίαν οὔ τις ἐν ἄλλῳ ἐθεάσατο πώποτε |
. φέρτρῳ φορείῳ : “ κείμενον ἐν φέρτρῳ . ” φηγός ἡ δρῦς , καὶ φήγινος ὁ δρύϊνος : “ | ||
λάχανον , . . γογγυλίς , ὦχρος , λάθυρος , φηγός , βολβός , τέττιξ , ἐρέβινθος , ἀχράς , |
λωτοειδές . ] Ἐν Λιβύῃ δὲ ὁ λωτὸς πλεῖστος καὶ κάλλιστος καὶ ὁ παλίουρος καὶ ἔν τισι μέρεσι τῇ τε | ||
' ἐραστῶν ἀλλήλοις καταστῆναι , ἐνθυμηθέντες ὡς οὐδ ' ὅστις κάλλιστος ἑαυτοῦ πώποτ ' ἠράσθη , ἀλλ ' ἑτέρου του |
ᾤκει παρθένος : δαίμων δ ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν , καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον , ἁμᾶ δ | ||
ᾤκει παρθένος : δαίμων δ ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν , καὶ γειτόνων πολλοὶ ἐπαῦρον , ἁμᾶ δ |
καὶ οὐλὰς ἀπρεπεῖς καὶ ἐρρακωμένα πρόσωπα καὶ σπίλων ἔμπλεα . Λίθος Φρύγιος , ᾧ οἱ βαφεῖς ἐν Φρυγίᾳ χρῶνται , | ||
τροφαῖς εὐπεπτήσεις : ὁ δὲ φορῶν μὴ ἀποτιθέσθω αὐτόν . Λίθος ὀνυχίτης ἕτερος : μέλας τῇ ὄψει δι ' ὅλου |
, ἑτοιμάζεται . εὐνῇ : κοίτῃ : οὐ γὰρ ταύταις ἐπέραστός ἐστιν ἡ τέρψις τοῦ γάμου , οἷα καὶ τοῖς | ||
, ἑτοιμάζεται . εὐνῇ : κοίτῃ : οὐ γὰρ ταύταις ἐπέραστός ἐστιν ἡ τέρψις τοῦ γάμου , οἷα καὶ τοῖς |
ἀνθινή , καὶ φοινικοῦν ἱμάτιον , καὶ χορταῖος , χιτὼν δασύς , ὃν οἱ Σειληνοὶ φοροῦσιν . κωμικὴ δὲ ἐσθὴς | ||
λάλος , ἓν ὄνομα πολλοῖς , τρωτός , ἄτρωτος , δασύς , λεῖος : τί βούλει ; πνευμάτων πολλῶν φύλαξ |
νεοσφαγῶν ἀποπλύματι παραπλήσιον . ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα ἰδέα ἐκκρίσεως ὑδαρεστέρα , πεττούσης μὲν ἀκριβῶς τῆς γαστρός , τῆς ἀναδόσεως | ||
λευκός , διαυγής , μέσος τοῖς ἔτεσι : κρᾶσις δὲ ὑδαρεστέρα μᾶλλον καὶ τὸ πινόμενον ὀλίγον . Εἰ δὲ δίψος |
ἐν τῷ εʹ ” ἀναχθέντι δ ' ἀπὸ τούτων πόλις ὀνομαζομένη Χαλισία „ . ἔστι καὶ ἄλλη πρὸς τῷ Πόντῳ | ||
δέρματος ἀφίσταταί τε καὶ ἀποπίπτει καθάπερ τις λοπὸς ἡ ἐπιδερμὶς ὀνομαζομένη , καθ ' ἣν ἴσχονται μᾶλλον τῶν εἰς τὸ |
θεάματα , ἢ Σκύλλα , ἢ Χάρυβδις , ἢ Ἀλκινόου κῆπος , ἢ ἡ Εὐμαίου αὐλή : πάντα θνητά , | ||
. Τούτων , ἤγουν τῶν δένδρων , γυμνὸς ὢν ὁ κῆπος , τουτέστιν ὁ μετέωρος τόπος καὶ ὑπὸ τῶν ἀνέμων |
. χρὴ δὲ προνοεῖσθαι , ὅπως ἂν εἴη λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος , καὶ πολλὴν ὕδατος ἐπιμιξίαν ἔχων , καὶ μὴ | ||
μάλιστα ὁ κατὰ τὴν Κόπτον πόλιν οὕτως ἐστὶ λεπτὸς καὶ εὐανάδοτος καὶ ταχέως πεπτικὸς ὡς καὶ τοῖς πυρεταίνουσι διδόμενος μὴ |
καὶ τὸ Ταναγραῖον . καὶ Ταναγρική . Ἡρόδοτος πέμπτῃ ” Ταναγρικὴ μοῖρα ” , καὶ Μένανδρος „ Ταναγρικὴ γυνή „ | ||
Ἡρόδοτος πέμπτῃ ” Ταναγρικὴ μοῖρα ” , καὶ Μένανδρος „ Ταναγρικὴ γυνή „ . Τάναϊς , πόλις ὁμώνυμος τῷ ποταμῷ |
τῶν δὲ ἀνθρωπίνων ἡδὺ τὸ τέλος αὔξεται καὶ ἡ ἀρχὴ ἡδεῖα γίνεται , τοῦ δαιμονίου αὐτὰ αὔξοντος . τεοῖσί τε | ||
δράσαντα ἢ τὸν εὖ παθόντα . εἰ γάρ ἐστι μᾶλλον ἡδεῖα καὶ μᾶλλον φιλητὴ ἡ μνήμη τῶν καλῶν τῆς τῶν |
πνεύματα . Ἢν ῥόος ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἐγγένηται , αἷμα ῥέει πολλὸν , καὶ θρόμβοι πεπηγότες ἐκπίπτουσι , καὶ ὀδύνη | ||
οὐδεμία ἐκδιδοῦσα ἐς πλῆθός οἱ συμβάλλεται . Ἴσος δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρεϊ καὶ ἐν χειμῶνι ὁ Ἴστρος κατὰ |
μηδὲν πάσχῃ . Γυνὴ ἥτις παχέα παρὰ φύσιν ἐγένετο καὶ πίειρα καὶ φλέγμα - τος ἐπλήσθη , οὐ κυΐσκεται τούτου | ||
ἀποδεῖν τετάρτη λέγεσθαι μοῖρα τῆς Εὐρώπης , εὔυδρός τε καὶ πίειρα καὶ καρποῖς δαψιλὴς καὶ κτήνεσιν ἀρίστη νέμεσθαι , σχίζεται |
, κἀκτυπωμάτων πρόσωπα , τραγέλαφοι , λαβρώνια . καὶ θάλαττα βορβορώδης , ἣ τρέφει θύννον μέγαν . ἀναπετῶ τουτὶ προσελθὼν | ||
καὶ βάλλειν ἀραῖς . βιβλιοπώλης καὶ βιβλοπώλης καὶ βιβλιαγράφος . βορβορώδης : παρὰ τὸν βόρβορον καὶ τὸν ὀδόντα , τὸν |
αὐτόχθονας πηγὰς ἐχόντων , ἃς ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτος καὶ δαψιλὴς οὖσα τοῖς πάθεσιν . . . , . οὕτω | ||
παρ ' αὐτοῖς . Κτήνη τε πολλὰ παμμιγῆ , καὶ δαψιλὴς ἡ τούτων νομή . Διὸ καλῶς ἔβλεψαν , ὅτι |
πέλει : πουλὺς δὲ περὶ σφίσι πάμπαν ἄρηρε χρυσὸς δαιδαλέοισι κεκασμένος , οἷσι καὶ αὐτὸς Ἥφαιστος μέγα θυμὸν ἐν ἀθανάτοισιν | ||
Χῖός φησιν περὶ αὐτοῦ : ὣς ὃ μὲν ἠνορέῃ τε κεκασμένος ἠδὲ καὶ αἰδοῖ καὶ φθίμενος ψυχῇ τερπνὸν ἔχει βίοτον |
χρυσίου καὶ διηκοσίας φάλαγγας ἐβένου καὶ πέντε παῖδας Αἰθίοπας καὶ ἐλέφαντος ὀδόντας μεγάλους εἴκοσι . Κόλχοι δὲ ταξάμενοι ἐς τὴν | ||
Βρασίδου καὶ Ἀκανθίων θησαυρῷ τριήρης ἔκειτο διὰ χρυσοῦ πεποιημένη καὶ ἐλέφαντος δυεῖν πηχῶν , ἣν Κῦρος αὐτῷ νικητήριον ἔπεμψεν . |
ὁ ἐσθίων ἀνθράκων καὶ γῆς : ἐξ ἔθους δὲ γίνεται θηριώδης ὁ ταῖς παρὰ φύσιν ἡδοναῖς ἐκ προοιμίων τοῦ βίου | ||
, φαύλως ἠγμένος , ἀπρόθυμος , ἀπαίδευτος , ἄτακτος , θηριώδης , δύσφορος , ἀκάθεκτος , ἀκόλαστος τὴν γνάθον , |
καὶ ἀμπεχόνῃ καὶ φωνῇ καὶ βαδίσματι : ὁ μὲν ὡς ἥδιστος ἰδεῖν ὤν , ὁ δὲ ὡς ἀληθέστατος : καὶ | ||
' ἀλλήλων μὴ ἡδεῖς ὄντας , οὐχ οἷόν τε . ἥδιστος δὲ ὁ φίλος τῷ φίλῳ . διὰ τοῦτο δὲ |
, ὁμόφωνος τῶι πάθει , τοῦ δὲ κυρίου τῆς πόλεως βαρύς , ὡς τὸ κόντος καὶ πόντος . . . | ||
: πορνεία . Ἶρις : ὄνομα θεᾶς . Βριθύς : βαρύς . Πορίζω : δίδωμι . Πινδαρικός : ὄνομα κτητικὸν |
περιβεβλημένος πολυτελῆ καὶ ὑποδούμενος λευκὰς Λακωνικάς , στέφανον δάφνης χρυσοῦν ἐστεμμένος , καὶ διανέμων τὰ τῶν πλουσίων τοῖς πένησι , | ||
ταχέως . Ἡ δὲ νέα εἰρεσιώνη θαλλὸς ἦν ἐλαίας , ἐστεμμένος ἐρίοις , καὶ προσκρεμαμένους ἔχων παντοδαποὺς τῶν ἐκ γῆς |
γίγνεται , ἐν δὲ τῇ παντελεῖ ἐπιστροφῇ ὁ πέτρινος δὴ ὀνομαζόμενος τῇ Κελτῶν φωνῇ , ὅς ἐστι πάντων χαλεπώτατος . | ||
πληρώσεως . Θαλῆς μὲν οὖν , εἷς τῶν ἑπτὰ σοφῶν ὀνομαζόμενος , φησὶ τοὺς ἐτησίας ἀντιπνέοντας ταῖς ἐκβολαῖς τοῦ ποταμοῦ |
μεταβάλλουσιν . ὅμοιον τῷ , Πολύποδος πολυχρόου νόον ἔσχε . Ἄλλος οὗτος Ἡρακλῆς : ἐπὶ τῶν ἰσχυρῶν καὶ κραταιῶν . | ||
στραφεὶς ἐφώνει : Πέμψον δέ μοι καὶ τὸ φιβλατώριον . Ἄλλος ὁμοίως μεγαλαυχούμενος , τελείως τε πενητεύων καὶ κατὰ τύχην |
. . οϚ ∠ ʹ ιϚ μεθ ' ὃ ἡ πηγὴ τὸ καλούμενον Στυγὸς ὕδωρ . . . . . | ||
λεῖοι , τρεῖς αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός , καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ . καὶ εἶπον Πῶς λεῖα |
φέρειν δύνασθαι πρᾴως ἔφασκε . καὶ ὁ ἐχῖνος δὲ ὁ πεπλυμένος ἐσθιόμενος καθ ' αὑτὸν ἢ μετὰ χρυσαττικοῦ ἢ ὑδρομήλου | ||
: ἀποβραχείσης ἐν χυλῶ τήλεως : ἔστι δὲ ὁ μὲν πεπλυμένος ποφόλυξ : ξηραίνων ἀδήκτως : εἴπέρ τι καὶ ἄλλως |
καλοῦμεν . . περισσὰ ] πολλὰ καὶ ἀνόνητα . . τραχύς γε μέντοι ] τοῦτό φησιν ὁ κῆρυξ , ὅτι | ||
σὺν ἀγχινοίᾳ . παίπαλον : κατάξηρον . παιπαλόεις : ὁ τραχύς . παῖσαι : τύψαι ἢ παῖξαι Ἀττικῶς . παίσατε |
πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ , ἔσχατοι , οὐδέ τις ἄμμι βροτῶν ἐπιμίσγεται ἄλλος . ἀλλ ' ὅδε τις δύστηνος ἀλώμενος ἐνθάδ | ||
μὲν καμμίξας δώῃ Ζεὺς τερπικέραυνος , ἄλλοτε μέν τε κακῷ ἐπιμίσγεται , ἄλλοτε δ ' ἐσθλῷ . δοκοῦσι γὰρ οἱ |
μόνον δέ , ἀλλὰ καὶ τοῖς τῷ γένει ἐνίοτε : λευκὸς γὰρ ἔσται καὶ λίθος καὶ ἄνθρωπος , καὶ ἄλλα | ||
. καίτοι οὐκ ἔστι λευκὸς ἄνθρωπος ἀπόφασις οὖσα τῆς ἔστι λευκὸς ἄνθρωπος ὅμως ἀναιρεῖ τὴν ἔστιν ἄνθρωπος λευκός , διὰ |
θραυόμενον . Στυπτηρία ἀρίστη ἐστὶν ἡ σχιστή , πρόσφατος καὶ λευκὴ ἄγαν καὶ ἄλιθος . Σῶρι προκριτέον τὸ Αἰγύπτιον , | ||
εἶναι . Καὶ ἐπεξέλθωμεν ἑκάστου τὴν αἰτίαν . διὰ τί λευκὴ ἡ ὑπόστασις θέλει εἶναι ; τοῦτο κατὰ δύο αἰτίας |
, προσδοκώμενος θάνατος , ἐγκύματος ὁδοιπόρος . Κυμάτων ὁδοιπόρος , θαλάσσιος βερεδάριος , ἀνέμων ἰχνευτής , ἀνέμων συνοδευτής , οἰκουμένης | ||
, ὃ καὶ ἀηδὼν καλεῖται ὑπὸ πάντων γινωσκόμενον . Ἐχῖνος θαλάσσιος ὑπὸ πάντων γινωσκόμενος . Εὔανθος λίθος ἐστὶ πάγχρυσος : |
ὑπόπλατυ . φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : | ||
ἔχουσα , περιεκτικὸν σπέρματος . Ἀνδρόσαιμον θάμνος ἐστὶ λεπτόκαρπος , φρυγανώδης , πεφοινιγμένος τὰ ῥαβδία : φύλλα τριπλάσια πηγάνου , |
φλεγμονὴ συναναμίγνυται τῇ ψυχρᾷ δυσκρασίᾳ καὶ γίνεται μικτὴ διάθεσις καὶ ποικίλη . λέγωμεν οὖν οὕτως , ὅπως ἕκαστον αὐτῶν χρὴ | ||
εἴρηται , μία μὲν καὶ ἁπλῆ τῇ οὐσίᾳ τελοῦσα , ποικίλη δὲ καὶ διάφορος τῇ δυνάμει , τισὶ τῶν ἐξ |
? ? ἐτῶν ἀδιάφθοροι ; νόμος δὲ βλάπτει με οὐ γεγραμμένος ἄλλως δὲ ἔθει φλυάρωι πληρούμενος ἐπειδὴ παρ ' ἡμῖν | ||
εἶναι τὴν καρδίαν . ὁ μὲν πρῶτος ὑπ ' αὐτοῦ γεγραμμένος οὐσιώδης ἐστὶ κατὰ τὴν Ἐρασιστράτου δόξαν συγκείμενος , ἐπειδὴ |