γὰρ πάρειμ ' ἄγων ζώσας , ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων . Χὤπως μὲν ἁγὼν οὗτος ᾑρέθη , τί δεῖ κομπεῖν ἅ
ὦ Βοιώτιε . Ὑπόκυπτε τὰν τύλαν ἰών , Ἰσμείνιχε . Χὤπως κατοίσεις αὐτὸν εὐλαβουμένως . Πάντως μὲν οἴσεις οὐδὲν ὑγιές
6360849 δεδρακεν
λέγων δὲ ἔπεισεν αὐτὸν ὡς χρή , εἰ μὴ καὶ δέδρακεν , αὑτόν τε ἄδειαν ποιησάμενον σῶσαι καὶ τὴν πόλιν
νόμους ὑπερβαίνουσα τοὺς προκειμένους : ὕβρις δ ' , ἐπεὶ δέδρακεν , ἥδε δευτέρα , τούτοις ἐπαυχεῖν καὶ δεδρακυῖαν γελᾶν
6213977 ἐπεδωκα
κἀν τούτῳ δηλονότι ὀλίγον ὕϲτερον φθεγξαμένη , ἠρέμα καὶ αὖθιϲ ἐπέδωκα πλέον τοῦ πόματοϲ μετὰ ἐμμελοῦϲ οἴνου ἀντὶ τοῦ κνιδίου
οὐδενὸς ὧν ὑπεύθυνος ἦν , ἀλλ ' ἐφ ' οἷς ἐπέδωκα , ὦ συκοφάντα . ἀλλὰ καὶ τειχοποιὸς ἦσθα .
6174089 φυλασσω
ποησεῖς , τόν τοι ἐγών , Ἀμαρυλλὶ φίλα , κισσοῖο φυλάσσω , ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σελίνοις . ὤμοι ἐγών
: Ἰθάκη Ἀρτάκη Σκυλάκη . ἡ δὲ φυλακή ἀπὸ τοῦ φυλάσσω , καὶ ἀϊκή ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω . Τὰ εἰς
6147504 ἐλυς
, κέκλεο θαρσαλέως ἐπιβαινέμεν εὐμενέοντας . ” Ἦ , καὶ ἔλυς ' ἀγορήν : μετὰ δ ' εἰς ἑὸν ὦρτο
' οὔ τι θεᾶς ἔπος ἠγνοίησεν , αἶψα δ ' ἔλυς ' ἀγορήν : ἐπὶ τεύχεα δ ' ἐσσεύοντο :
6122752 σχετλιε
μοῦνος ἀνδρῶν ἔπρηξας ; τὰ οὐ πάμπαν ἐπαινέω . ὦ σχέτλιε , ὃς τοιάδε ἔτλης , οἷα μήτε σὲ παθέειν
μ ' ὁρῶν τὸν προστρόπαιον , τὸν ἱκέτην , ὦ σχέτλιε ; Ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ ' ἑλών :
6064092 ὀργιζῃ
ἐστιν ὁ ἑκάστου νοῦς καὶ λόγος . Τῷ γράσωνι μήτι ὀργίζῃ , μήτι τῷ ὀζοστόμῳ ὀργίζῃ ; τί σοι ποιήσει
νύξας ὁ λόγος ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐκθορεῖν ἐποίησεν : εἶτα ὀργίζῃ αὐτῷ ἔτι μόλις τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοίγων καὶ τὸν ὕπνον
6062692 ἐρεεινεις
ποτὶ κλόνον αἱματόεντα ἐχθρὸς ἐὼν ὡς εἴ τε φίλα φρονέων ἐρεείνεις εἰπέμεναι γενεήν , ἥν περ μάλα πολλοὶ ἴσασιν ;
φέρτεροί εἰσιν . ἵπποι δ ' οἷδε γεραιὲ νεήλυδες οὓς ἐρεείνεις Θρηΐκιοι : τὸν δέ σφιν ἄνακτ ' ἀγαθὸς Διομήδης
6058255 Κἀκεινος
πως ἐννοήσας ἠρόμην αὐτὸν εἰ τὴν φιλοσοφίαν πολυμαθίαν ἡγοῖτο . Κἀκεῖνος , Πάνυ , ἔφη . Ἡγῇ δὲ δὴ καλὸν
τὸν Ὦχον ὡς ἐναγῆ καὶ μιαρὸν , ὄνον ἐπωνόμασαν . Κἀκεῖνος εἰπὼν , Ὁ μέντοι ὄνος οὗτος ὑμῶν κατευωχήσεται τὸν
6033412 ἐγκαλεισθαι
τοιοῦτον συμβουλεύω , διὰ τὸ τοιοῦτον εἶναι Χριστιανόν , μὴ ἐγκαλεῖσθαι . Εἰ δὲ εὑρεθείη τις ἐγκαλῶν τῷ Χριστιανῷ ὅτι
τοιαῦθ ' οἷς ἔξεστι νέμειν , ποῦ ταῦτ ' ἐστὶν ἐγκαλεῖσθαι δίκαιος ; ὥσπερ ἂν εἰ καὶ ἰατρὸν ἠξίους κακίζειν
6022156 φευξεσθαι
Οὕτως ἀναιδῶς ἐξεκίνησας τόδε τὸ ῥῆμα , καὶ ποῦ τοῦτο φεύξεσθαι δοκεῖς ; Πέφευγα : τἀληθὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω .
: παρόσον ἡ Λυδία λίθος τὸν χρυσὸν δοκιμάζει . Βάλλων φεύξεσθαι οἴει : πρὸς τοὺς κακόν τι ποιοῦντας καὶ οἰομένους
6017048 παθε
. ἔκανες ὃν οὐ χρῆν , καὶ τὸ μὴ χρεὼν πάθε . στένω μὲν οὖν καὶ τῶνδε συμφορὰν διπλῆν .
ὀφιώδεος : δράκοντας γὰρ εἶχε τὰς τρίχας . ὃς πολλὰ πάθε ζεῦξαι ποθέων : ὃς πολλὰ ἔπαθε χαλινῶσαι καὶ ζεῦξαι
5996572 Κληματιον
ἂν αὐτὸς ἐθελῆσαι λαβεῖν . οὕτως ἡμῖν ἀνήρτησαι τὸν καλὸν Κλημάτιον , καὶ ὁμολογῶν ὅτι σοι δέδωκεν αὑτόν , ἀγάλλεται
πρὸ τοῦ ταυτηνὶ τὴν ζημίαν μετρίως , ἀφ ' οὗ Κλημάτιον μὲν ᾐσθόμην ἀφῖχθαι , λαβεῖν δὲ οὐδ ' οὕτως
5958101 ἐρητυσασκε
καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη , τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς . πρὸς τὴν τάξιν τῶν ἑξῆς τὸ ἀντίσιγμα
βασιλῆα καὶ ἔξοχον ἄνδρα κιχείη τὸν δ ' ἀγανοῖς ἐπέεσσιν ἐρητύσασκε παραστάς : δαιμόνι ' οὔ σε ἔοικε κακὸν ὣς
5957645 Γωβρυας
διεπεπόμφει ὁ Κῦρος ἀπὸ τῆς τραπέζης , εἶπεν ἄρα ὁ Γωβρύας : Ἀλλ ' , ἐγώ , ὦ Κῦρε ,
συμπροθυμήσεσθαι ταῦτ ' ἔφασαν καὶ Κυαξάρης . Γαδάτας δὲ καὶ Γωβρύας καὶ τεῖχος ἑκάτερος αὐτῶν , ἢν ἐπιτρέψωσιν οἱ σύμμαχοι
5946953 ἐλεω
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω
5944865 δραι
δὲ γαίας κοιράνοις καθίσταμαι πόσει θ ' , ὃς ἡμῖν δρᾶι τὰ συμφορώτατα , γήμας τύραννον καὶ κασιγνήτους τέκνοις ἐμοῖς
μῆτερ , αὐδᾶι , ποῖ πατὴρ ἄπεστι γῆς ; τί δρᾶι , πόθ ' ἥξει ; τῶι νέωι δ '
5944130 δακρυεις
δ ' ἔπλησας φωνᾶς ἅλα : νῦν πάλιν ἄλλον υἱέα δακρύεις καινῷ δ ' ἐπὶ πένθεϊ τάκῃ . ἀμφότεροι παγαῖς
; Ἒ ἔ , αἰαῖ . Ὦ παῖ , τί δακρύεις ; Φεῦ . Μηδὲν μέγ ' ἀΰσῃς . Ἀπολεῖς
5944096 παρης
τε μία παχῆα κἀμίαι δύο διατετμαμέναι μέσαι φάσσαι τε τοσσαῦται παρῆς σκορπίοι τε . Ἀριστοτέλης δὲ παρετυμολογῶν αὐτῆς τοὔνομά φησιν
ἐς ἣν ἡ λύπη με προάγει . κτεινομένῳ μὲν οὐ παρῆς , τῶν φονέων σε περισπασάντων περὶ θύρας , ἐπεὶ
5936957 ἐδανεισας
καὶ ὁ εὐτράπελός φησιν : Ἀφ ' οὗ μοι † ἐδάνεισας , τὸν λύχνον οὐ βλέπω [ αὐτόν ] .
, κακῶς ἄρα εἶχες αὐτὰ τὰ χρήματα καὶ διὰ τοῦτο ἐδάνεισας ; κακῶς ἄρ ' ] κακῶς εἶχες ] αὐτὰ
5931840 ψευσταν
ταῦτα . καὶ αἴ τινα ἄνδρα ἀλαθῆ οἶδε , καὶ ψεύσταν τὸν αὐτόν . ἐκ δὲ τῶ λόγω λέγοντι ταῦτα
μὲν τῶ πράγματος ἀλαθῆ τὸν λόγον λέγοντι , ἀγενήτω δὲ ψεύσταν . οὔκων διαφέρει αὐτῶν τὤνυμα , ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα
5925667 πραττ
× | – – × – ἀλλότρια ? ? ? πράττ [ – ˘ – × οἱ νόμοι ϲυνθήματ '
× | – – × – ἀλλότρια ? ? ? πράττ [ – ˘ – × οἱ νόμοι ϲυνθήματ '
5911022 ἐξετασω
πρὸς ὑμᾶς ἐρῶ : καὶ θεάσασθ ' ὡς δικαίως αὐτὸν ἐξετάσω , πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων . οὗτος , ὦ ἄνδρες
. τοῦτον δὴ παραλήψομαι τὸν λόγον καὶ παρ ' αὐτὸν ἐξετάσω Δημοσθένους λέξεις τινάς , οὐκ ἐκ τοῦ ἐπιταφίου :
5909557 κυον
φόνῳ , τοῖον δ ' ἐπὶ μῦθον ἔειπεν : Ὦ κύον , ὥς τοι ἔγωγε φόνον στονόεντ ' ἐφέηκα σήμερον
κύων . κἄπειτ ' ἐκεῖνος εἶπεν : “ ὦ κύον κύον , εἰ νὴ Δί ' ἀντὶ τῆς κακῆς γλώττης
5903603 γραυϲ
οἴει δὲ τί ; ὁ μῦθόϲ ἐϲμεν Πάμφιλ ' ἤδη γραῦϲ γέρων ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ [ ] οὐκ εὖ λογίζηι [ ]
παῖδα ? [ ! ! ! ! ! ] ου γραῦϲ ἔχει κακ ? [ μὴ τα ! [ ἰδού
5897501 ἀφησω
οὐδέν . τὸ γὰρ ὡς καὶ αὐτὸς ὑβρίζομαι , τούτοις ἀφήσω : πάλαι γὰρ τοῦτο αὐτοῖς ἐν μελέτῃ . σπινθῆρα
με ἀπελθόντες καταλίποιτε , βρόχον πλεξαμένη τὴν ψυχήν μου οὕτως ἀφήσω . ” ἐγὼ δὲ ὡς ταῦτα ἤκουσα , τὸ
5897400 λεγ
ὡς ψιλὰ λαμβάνονται : οἷον λεῖβ ' αἴθοπα οἶνον , λέγ ' αὐτοῖς τὰ αἴσια , ᾆδ ' Ἀκραγαντίνοισι ταῦτα
Θᾶσαι τὸν ἀνδριάντα τοῦτον , ὦ ξένε , σπουδᾷ καὶ λέγ ' , ἐπὰν ἐς οἶκον ἔνθῃς : ” Ἀνακρέοντος
5892740 ἀλυξειν
δουρὶ κιχήσομαι , οὐδέ σέ φημι δηρὸν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς ἀλύξειν αἰπὺν ὄλεθρον . Ἦ ῥα καὶ ἔγχος ἀφῆκεν ,
: ἠέ τι ἔλπῃ νοστήσειν καὶ ἐμεῖο μένος καὶ χεῖρας ἀλύξειν ; Ἐσσὶ μὲν ἰητήρ , μάλα δ ' ἤπια
5888281 ἐρεξα
τὸν οἶκον εἰσιοῦσι : πῇ παρέβην ; τί δ ' ἔρεξα ; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη ; σφάγιά τε
διαθέσεων ἀνάκρισιν ποιούμενοι : πῆ παρέβην ; τί δ ' ἔρεξα ; τί μοι δέον οὐκ ἐτελέσθη ; οὕτω γὰρ
5879369 ἀγεραστος
ἀλλ ' οἶος Ἀργείων , ὥς πού φησιν Ὅμηρος , ἀγέραστος ἔσται , καὶ ταῦτα ὢν οὐδενὸς ὕστερος , ἵνα
οἱ μὲν , γεράσω γεγέρακα γεγέρασμαι γεγέρασαι γεγέρασται γεραστός καὶ ἀγέραστος . . . . ἀγείρατον : ἀγέρατον : γέρας
5871879 πλυνομενον
πλυνός “ ὀξυτόνως τὸ ἀγγεῖον αὐτό , παροξυτόνως δὲ τὸ πλυνόμενον . σημειωτέον ὡς ὁ Ἀριστοφάνης τὸ ” ὑγιαίνειν “
τοῖς ῥινήμασιν ὀλίγην μολύβδαιναν , φάσκοντες βέλτιον εἶναι τὸν οὕτως πλυνόμενον μόλυβδον . Καίεται δ ' ὁ μόλυβδος οὕτως :
5869606 παυω
ἀντίπαλον θανάτου . πάντα δ ' ὅσα σπλάγχνοισιν ἐνίσταται ἄλγεα παύω , βῆχά τε καὶ πνιγμόν , λύγγα τε καὶ
βλέπειν . Λῆρος . λήθω λήσω , λῆρος : ὡς παύω παύσω , παῦρος . ἢ ἀπὸ τοῦ ῥέειν καὶ
5862014 ταλαιπωρε
ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι
μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου
5860232 ἀμφιπεσουσα
. Κεῖσο , κύον : σὲ γὰρ οὔ τι γοήσεται ἀμφιπεσοῦσα κουριδίη μετὰ παιδὸς ἀάσχετον ἀσχαλόωσα , οὐ τοκέες ,
ὑπὸ βλεφάροισι παρειάς . ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα , ὅς τε ἑῆς πρόσθεν πόλιος λαῶν τε πέσῃσιν
5859859 ἐξαιτων
θυγάτηρ Κορωνίδου ὄνομα , ἐφ ' ἣν ἔπεμψεν ὁ Παυσανίας ἐξαιτῶν τὸν πατέρα : ὁ δὲ Κορωνίδης δεδοικὼς τὴν ὠμότητα
ἣν μεμαρτυρήκασιν οὗτοι προκαλέσασθαι τὸν Θεόφημον παραδοῦναι , ἐγὼ δὲ ἐξαιτῶν οὐ δύναμαι παραλαβεῖν , ἵν ' ὑμεῖς τὴν ἀλήθειαν
5856880 ἐρεξας
ἀπέσβης ἐν ἡμέρῃσιν ἑπτὰ μηδὲν ἐσθίων . κᾆτ ' ἔργον ἔρεξας Ἐρετρικόν , ἀλλ ' ὅμως ἄνανδρον : ἀψυχίη γὰρ
ὕστερον ἄλλος ἵκοιτο ἀνθρώπων πολέων ; ἐπεὶ οὐ κατὰ μοῖραν ἔρεξας . ὣς ἐφάμην , ὁ δὲ δέκτο καὶ ἔκπιεν
5854291 ᾐσθου
; Ἔπειτ ' οὐδ ' ἐκ τῆς ἐπιδοθείσης αὐτῇ προικὸς ᾔσθου ; Ὥστε καὶ δι ' αὐτὸ τοῦτο ἀγανακτήσαντι δήπου
ἵνα φυλάττῃ : εἰ δὲ τὴν πατρίδα πονηρὰν καὶ ἀχάριστον ᾔσθου , ἀκληρεῖν ἡγῇ σύ , ἀλλ ' οὐ χάριν
5846835 ὀτρυνεις
ἠξίου παρὰ τὸ Ὁμηρικόν : τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις ; . . μεθεστηκότων ] ἤτοι μεταστάντων τοῦ εἰπεῖν
ὀρθὸν οὖς ἵστησιν , ὡσαύτως δὲ σὺ ἡμᾶς τ ' ὀτρύνεις καὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπῃ . Τοιγὰρ τὰ μὲν δόξαντα
5833442 κτενεις
κατθανεῖν ἐρᾶν ἔοικας . κτεῖνε : σύγγονον δὲ σὴν οὐ κτενεῖς ἡμῶν ἑκόντων ἀλλ ' ἔμ ' : ὡς πρὸ
σύνεσις . ἀλλὰ βαῖν ' ἔσω δόμων . οὐκ ἄρα κτενεῖς μ ' ; ἀφεῖσαι . καλὸν ἔπος λέγεις τόδε
5832109 ἑρδων
: ἐγὼ δ ' ἀέκων τῆς σῆς φιλότητος ἁμαρτών ὠνήμην ἕρδων οἷά τ ' ἐλεύθερος ὤν . Ἄνθρωποί ς '
εἴη μακάρεσσι θεοῖς φίλα : νῦν δ ' ὁ μὲν ἕρδων ἐκφεύγει , τὸ κακὸν δ ' ἄλλος ἔπειτα φέρει
5817454 εἰργασω
ὁθούνεκ ' αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω βίᾳ φίλων , ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ ς '
ἐξάρχουσα θρήνων τοῖς νεκροῖς : φερώνυμος : πολλὰ γὰρ νείκεα εἰργάσω : σὰ δ ' ἔρις οὐκ ἔρις : ἡ
5816585 ἀθλιε
βλέπεις [ βλέμμα ] καὶ ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ ,
. Ἀλλ ' ἔμελλες καὶ αὐτὸς οὐκ εἰς μακρὰν , ἄθλιε , τῆς παρανομίας κομίσασθαι τὰ ἐπίχειρα οὕτω σοι τῆς
5814484 ποεις
Σύ τοι λέγεις νιν , οὐκ ἐγώ : σὺ γὰρ ποεῖς τοὔργον , τὰ δ ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται
ταῦτα ποιεῖς χἀτέραις πείθει γυναιξί ; Κἀμέ τ ' ἄχθεσθαι ποεῖς αὐτή τε λυπεῖ . Μὴ πρόσαγε τὴν χεῖρά μοι
5808967 μελ
ὅπως οὕτω γέρων ὢν στύομαι τριέμβολον . Διαρραγείης , ὦ μέλ ' , αὐτοῖς ῥήμασιν . Οὐκ ἀποσοβήσεις ; Οὐ
' ὅσαι λαλεῖν μεμελετήκασί που . τίς δ ' ὦ μέλ ' ἡμῶν οὐ λαλεῖν ἐπίσταται ; ἴθι δὴ σὺ
5800586 πενθων
: ἦν δὲ ἐτῶν κβʹ . Ὁ δὲ Θησεὺς βασιλεὺς πενθῶν αὐτὸν ἐξεῖπε τῇ Φαίδρᾳ τὴν ἑαυτοῦ λύπην , ὀνειδίζων
στρατείαν ἐνέβαλον . κάθησο τοίνυν πρὸς πάντα ταῦτα ἐπτοημένος , πενθῶν , ἀτυχῶν , δυστυχῶν , ἐξ ἄλλου ἠρτημένος καὶ
5797579 χρηιζεις
; εἰπέ , καίπερ οὐ λέξων φίλα . διπλᾶ με χρήιζεις δάκρυα κερδᾶναι , γύναι , σῆς παιδὸς οἴκτωι :
κακός τίς ἐστι προξένωι σοὶ χρώμενος . ἴθ ' ὅποι χρήιζεις : οὐκ ἀπολοῦμαι τῆς σῆς Ἑλένης οὕνεκα . Σπάρτην
5795999 ὑβριζοντος
γὰρ ἄσμενοι ἀπαλλαξόμεθα ἐνοχλοῦντος αὐτοῦ καὶ βοῶντος καὶ ἅπαντας ἁπαξαπλῶς ὑβρίζοντος καὶ ἀγορεύοντος κακῶς . Ἄλλον κάλει τὸν Κυρηναῖον ,
σκώψειε παίζων , φέρωμεν καὶ αὐτοὶ γελῶντες : οὐ γὰρ ὑβρίζοντος τά γε τοιαῦτα . ἀλλ ' Ἀλέξανδρος οἶδε μὲν
5795508 ἀμφαφαασθαι
ἐγώ γε πρὶν ἔγνων , πρὶν πάντα ἄνακτ ' ἐμὸν ἀμφαφάασθαι . ” ἦ , καὶ Πηνελόπειαν ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσι ,
ἀρχὴν συνῃρηκὼς καὶ τοῖς ποσὶν ἐπεμβαίνων αὐτῆς , μαλακώτερος ἦν ἀμφαφάασθαι : καὶ πρὸς τὸν Ἀργίβολον ἐπρεσβεύετο , ὡς τὸ
5794920 λαλουντος
τις ἦν αὐτοῦ περὶ τὸ πρόσωπον , καὶ ἄκαιρος στωμυλία λαλοῦντος κατηγόρει καὶ αὕτη τὸν τρόπον αὐτοῦ . πάντα δὲ
γὰρ ἀπόχρη τὸ θεωρεῖν ἐρώμενον οὐδ ' ἀπαντικρὺ καθημένου καὶ λαλοῦντος ἀκούειν , ἀλλ ' ὥσπερ ἡδονῆς κλίμακα συμπηξάμενος ἔρως
5781239 Θαρσει
. Καὶ μὴν ἴση νῷν ἐστιν ἡ ' ξαμαρτία . Θάρσει : σὺ μὲν ζῇς , ἡ δ ' ἐμὴ
Φῆ μέγα κωκύουσα : πάις δέ μιν ἀντίον ηὔδα : Θάρσει , μῆτερ ἐμεῖο , κακὴν δ ' ἀποπέμπεο φήμην
5778951 Τηλεμαχ
ἔργον . αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ Τηλέμαχ ' , ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν
τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος ἀπαμειβόμενος προσέειπε : “ Τηλέμαχ ' ὑψαγόρη , μένος ἄσχετε , ποῖον ἔειπες .
5778349 κρυπτε
αἰσχρὸν κάκιστον . Ὃ ἂν ὁμολογήσῃς , ποίει . Ἀτυχίαν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνῃς . Ἀληθείας ἔχου
κόλαζε , ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε . . δυστυχῶν κρύπτε , ἵνα μὴ τοὺς ἐχθροὺς εὐφράνηις . Πᾶσιν ἄρεσκε
5774881 ὠφελεις
αὐτῇ κατεσκεύαζες πολίτην πιστὸν καὶ αἰδήμονα , οὐδὲν ἂν αὐτὴν ὠφέλεις ; ναί . οὐκοῦν οὐδὲ σὺ αὐτὸς ἀνωφελὴς ἂν
σκαιός τίς ἐσσι καὶ φίλοισιν ἀγνώμων , ὃς προσκυνοῦντας οὐδὲν ὠφέλεις ἥμας , ἀγαθοῖς δὲ πολλοῖς ὑβρίσαντας ἠμείψω . τὴν
5773961 τεν
μακρηγορεῖν . ἴστε γάρ με καὶ οἷς ἐκεῖνος ἔπρατ - τεν οὐκ ἀρεσκόμενον , καὶ προκινδυνεύσαντα ὑμῶν ἐν οἷς πολλάκις
τείνουσα [ ] ἐμὴν καὶ τὸ συλ [ ? ] τεν τοῖς λόγοις [ ] κωλυουσ ? [ . .
5773736 διετεθην
ὑπερβὰς τὸ χωρίον καὶ συμπεσὼν οὕτως , ὡς ὁρᾶτε , διετέθην τὸ σκέλος . καταλαμβάνω δὲ τὸ στρατόπεδον ὀξύτερον ἤπερ
καὶ φεύγει τυραννίδος ἐπιθέσεως : ἐλεήσας γάρ φησι τυραννουμένους οὕτω διετέθην : εἰδέναι δὲ δεῖ , ὅτι ταῦτα πάντα ἐν
5765418 ποτιτροπαιος
ἡμῖν δώσουσιν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος ἀντὶ τοῦ ἐναγής . ποτιτρόπαιος ] ἐναγής . τὸ μὲν πρῶτον πρὸς πάσας ὁ
καὶ φονεύσας . ὑπαί τε γᾶν ] ὑπὸ γῆν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος , ἱκέτης . χωρεῖτε ] τὸ μὲν
5760741 δαμαρθ
' ὄμμα μου νοσεῖ ; οὐ γάρ με λεύσσων σὴν δάμαρθ ' ὁρᾶν δοκεῖς ; τὸ σῶμ ' ὅμοιον ,
ἐκ σέθεν κλύειν . ἔα , τί χρῆμα ; σὴν δάμαρθ ' ὁρῶ , πάτερ , νεκρόν : μεγίστου θαύματος
5759497 ἐσφαλην
τὸ κοινὸν ἔθος ἠγαγόμην , ἠδίκησα , εἰ δ ' ἐσφάλην οὐδὲν , οὐδὲ τὴν ἀρχὴν ὅλως ἠδίκησα : ἐργάσῃ
ἀμευσίπορον ὁδὸν ἐπλανήθην εὐθεῖαν τὸ πρότερον πορευόμενος : ἀντὶ τοῦ ἐσφάλην τοῦ δέοντος παρεκβάσει χρησάμενος . κατὰ τρίοδον δὲ πεπλανῆσθαι
5759332 καπηλου
πωλῶν : [ ἢ ἀπὸ τοῦ αὐτοπώλου ἢ ἀπὸ τοῦ καπήλου . ] παλιγκάπηλος δὲ ὁ ἀπὸ τοῦ ἐμπόρου ἀγοράζων
εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης ἐμπορίας ἐλευθερίου τε καὶ μὴ καπήλου , τίς οὕτω βαρύς , ὡς ἀφελέσθαι σε νόμου
5739227 δηθ
. σκαιότατον ] ἀπαίδευτον , ἀπαιδευτότατον . , ματαιότατον . δῆθ ' ] ἀργόν , ἀληθῶς . ἀπὸ . .
φέρων , εἰ μὴ καθαιρήσει τις , ἀποπαρδήσομαι ; Μὴ δῆθ ' , ἱκετεύω , πλήν γ ' ὅταν μέλλω
5736532 ῥιγιον
κεν αὐτὸς ἕλωμαι ἐλθὼν σὺν πλεόνεσσι : τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται . Ὣς εἰπὼν προΐει , κρατερὸν δ '
. Ὑστρίγγων δ ' οὔπω τι πέλει κατὰ δάσκιον ὕλην ῥίγιον εἰσιδέειν οὔτ ' ἀργαλεώτερον ἄλλο : τῶν ἤτοι μέγεθος
5730992 κασιγνητ
μετὰ τοῦ ζημιῶσαί τινα τῶν ἐχθρῶν καὶ τιμωρήσασθαι : ἐγὼ κασίγνητ ' : τοῦτο αὐτὸ , φησὶ , τὸ τινὰ
διὰ στόμα πτηνοῖσι μύθοις ἀδαπάνως τέρψαι φρένα . ἐγώ , κασίγνητ ' , αὐτὸ τοῦτ ' ἔχειν δοκῶ , σωτηρίαν
5725655 θυμ
πτωχικοῦ βακτηρίου . Τουτὶ λαβὼν ἄπελθε λαΐνων σταθμῶν . Ὦ θύμ ' , ὁρᾷς γὰρ ὡς ἀπωθοῦμαι δόμων , πολλῶν
ὁρᾶν τινὰ δύνασθαι τὰ ἔνδον ὥσπερ ἀπὸ τῶν κιγκλίδων . θύμ ' ] θυμέ . γραμμὴ δ ' αὑτηΐ :
5723126 Κυδιλλα
ὄσην δὲ καὶ τὴν γλάσσαν , οὖτος , ἔσχηκας . Κύδιλλα , κοῦ ' στι Πυρρίης , κάλει μ '
, κοὐκ ἄγεις αὐτόν ὄκου λέγω σοι ; θλῆ , Κύδιλλα , τὸ ρύγχος τοῦ παντοέρκτεω τοῦδε . καὶ σύ
5714330 λευγαλεῃσιν
' ἄρά σφισι θάμβος ἐπήλυθεν , εὖτ ' ἐσίδοντο ἀνέρα λευγαλέῃσιν ἐπιστενάχοντ ' ὀδύνῃσι κεκλιμένον στυφελοῖο κατ ' οὔδεος .
' ἀπὸ θυμὸν ὀλέσσας , ὡς ἴδε δυσμενέων ὑπὸ χείρεσι λευγαλέῃσιν αἰθόμενον πτολίεθρον ἀπολλυμένους θ ' ἅμα λαοὺς πανσυδίῃ καὶ
5713997 συνθανειν
' αἰσχρὸν ἀνθρώποισι τἀλλήλων κακά ; οἴμοι : πόσωι σφιν συνθανεῖν ἂν ἤθελον . ἄκραντ ' ὀδύρηι ταῖσδέ τ '
βίου , ἢ δειλός ἐστιν ἢ δυσάλγητος φρένας θανόντι κείνῳ συνθανεῖν ἔρως μ ' ἔχει . ἥξειςἐπείγου μηδένεἰς τὸ μόρσιμον
5713459 Οἰμοι
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει
5710528 δυνησεαι
οὐδέ σε λήθω : πρῆξαι δ ' ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι , ἀλλ ' ἀπὸ θυμοῦ μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι :
. . . . ἀλλ ' οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσθαι . , Δ . ἄλλῳ δ '
5701941 Παρσωνδης
ἦν ἐν Μήδοις τότε κατά τε ἀνδρείαν καὶ ῥώμην δοκιμώτατος Παρσώνδης , παρά τε βασιλεῖ μάλιστα ἐπαινούμενος καὶ ἐν Πέρσαις
τῷ βασιλέως στρατῷ . Καί ποτε κατὰ δαίμονα κυνηγετῶν ὁ Παρσώνδης ἐλαύνει πόρρω ἀπὸ τοῦ βασιλέως εἴς τι πεδίον οὐχ
5699043 ἠδικειτο
τοῖς οὐκ εἰρημένοις ἐκέρδαινεν , ἐν τοῖς εἰρημένοις δὲ οὐκ ἠδικεῖτο . τίς δὲ καὶ ἡ πολλὴ σπουδὴ περὶ τὴν
τί ἂν ὑμῖν τούτου μεῖζον τεκμήριον ἀποδείξαιμι , ὅτι οὐκ ἠδικεῖτο οὔθ ' ὑπ ' ἐμοῦ οὔθ ' ὑπ '
5698110 οἰκτειρω
βασιλέα τὸν αὑτοῦ μεγαλωστὶ μέμφομαι : Ἀλέξανδρον δὲ τῆς συμφορᾶς οἰκτείρω , ὅτι δυοῖν κακοῖν ἐν τῷ τότε ἡττημένον ἐπέδειξεν
ἄκρητον ἀφειδῶς ἔσπασας , ὥστε φρενῶν ἐκτὸς ὄλισθες ἑῶν ; οἰκτείρω δ ' οὐ τόσσον , ἐπεὶ θάνες , ἀλλ
5698083 γινωσκεις
, Ἐκ τοῦ κρασπέδου τὸ πᾶν ὕφασμα : Ἐκ γεύματος γινώσκεις : Τὸν Αἰθίοπα ἐκ τῆς ὄψεως : Ἐκ τῶν
] πολλὰ εἴρηκας . ἐτητύμως ] ἀληθῶς . οἶσθα ] γινώσκεις . ἄλυξις ] ἐκφυγή . ξένοι ] ὦ .
5696867 φευξομαι
: ἡ δ . ὅτι σαφῶς τὸ φοβ . ἐστὶ φεύξομαι . τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον : ἡ
βελτίων , τὰ μὲν ἀσκήσω καὶ διώξομαι , τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος . Ἀκούοις ἄν . ἐγὼ γάρ ,
5689871 ἐτλην
θητεύουσιν ἀνθρώποις : ὦ δώματ ' Ἀδμήτεια , ἐν οἷς ἔτλην ἐγώ θῆσσαν τράπεζαν αἰνέσαι θεός περ ὤν , καὶ
μ ' ἀλλάων ἁλιάων ἀνδρὶ δάμασσεν Αἰακίδῃ Πηλῆϊ , καὶ ἔτλην ἀνέρος εὐνὴν πολλὰ μάλ ' οὐκ ἐθέλουσα . ὃ
5688662 ταλαιν
λόγοις . φθέγξαι τι , δεῦρ ' ἄθρησον . ὦ τάλαιν ' ἐγώ , γυναῖκες , ἄλλως τούσδε μοχθοῦμεν πόνους
δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις : πίτνει δ ' ἁ τάλαιν ' ἐς ἅλμαν φόνωι τέκνων δυσσεβεῖ , ἀκτῆς ὑπερτείνασα
5683625 ἐφροντισα
εἰς τήνδε τὴν ὥραν χρόνον δόσιν θεῶν λογίων νομιστέον . ἐφρόντισα μέντοι καὶ τοῦ σωφρονίσαι τὸν ἄνθρωπον δῆσαί τε αὐτὸν
κατὰ πενίας † ταῦτ ' ἔχω ὅσς ' ἔμαθον καὶ ἐφρόντισα καὶ μετὰ Μουσῶν σέμν ' ἐδάην : τὰ δὲ
5683422 ὁραι
, οὔ τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα . οὖλος ὁρᾶι , οὖλος δὲ νοεῖ , οὖλος δέ τ '
, ἐπεὶ καὶ ὁ ἐλπίζων καθάπερ ὁ πιστεύων τῶι νῶι ὁρᾶι τὰ νοητὰ καὶ τὰ μέλλοντα . εἰ τοίνυν φαμέν
5681457 αὐτιχ
μὲν ἤ με σιδηρείῃ Φολεγάνδρῳ , δειλῇ ἢ Γυάρῳ παρελεύσεαι αὐτίχ ' ὁμοίην . τέτλα Ὁ οὐρανός , ὦ παιδίον
ὅ γ ' ἰδνωθείς , ὀδύνης ὕπο πικρὸν ἀχεύων , αὐτίχ ' ὑποβρυχίης εἴσω καταδύεται ἅλμης , ὀχθίζων σφακέλῳ τε
5677212 Μικρου
. . . ξη ∠ ʹ να γʹ . Ῥομβίτου Μικροῦ ποταμοῦ ἐκβολαί . . . . . . .
ἀρετὴν ἱερέως καὶ τεμένους εὐπρέπειαν , ἑκατέρῳ δικαίως μερίζεται . Μικροῦ μὲν ἀπεῖπον πρὸς τὴν ὀξύτητά σου τῶν ἔργων ἀθρόως
5672006 διωκεις
ὁ Ἀκεσαῖος . Τὴν παρεοῦσαν ἄμελγε : τί τὸν φεύγοντα διώκεις ; Τὴν χεῖρ ' ἐπιβάλλει : ἐπὶ τῶν μετεχόντων
, ἑτέρᾳ πρακτόρων , τῇ τῆς βουλεύσεως , ἣν αὐτὸς διώκεις , γραφῇ , μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ , ὑποδύει
5670642 ἀπωλεσας
σὺ δ ' οὔθ ' ὑπερβάλλοντα , τρόφιμ ' , ἀπώλεσας ἀγαθά , τὰ νυνί τ ' ἐστι μέτριά σοι
” . Γ ὅτ ' ἀντέδωκα Γ : τότε με ἀπώλεσας , ὅτε καὶ ἀντὶ τούτων μνᾶν ἔδωκα . Γ
5668541 δωσετε
αὐτοῖς τὰ ἔπεα τάδε ἃ καλέεται Κάμινος : εἰ μὲν δώσετε μισθὸν ἀείσω ὦ κεραμῆες : δεῦρ ' ἄγ '
εὖ καὶ κακῶς ποιεῖν . ἢν οὖν σωφρονῆτε , τούτῳ δώσετε ὅ τι ἄγετε : καὶ ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται ἢ
5666580 δητ
δοίδυκα καὶ κιβώτιον . Λίθινον ; Μὰ Δί ' οὐ δῆτ ' , οὐχὶ τό γε κιβώτιον . Σὺ δὲ
θεῶν μέγας , ἄξειν νιν ὑπτίασμα κειμένου πατρός . τί δῆτ ' ἐγὼ κάτοικτος ὧδ ' ἀναστένω ; ἐπεὶ τὸ
5652215 αὐτονυχι
παμπηδόν : αὐτονυχίς : λέγεται δὲ καὶ αὐτονυχίδης , καὶ αὐτονυχί : κραταιΐς : τὸ μέντοι πέρυτις προπαροξυνόμενον Δώριόν ἐστιν
αὖτις ἐυξείνοισι Δολίοσιν . ἐκ δ ' ἄρ ' ἔβησαν αὐτονυχί , οὐδέ τις αὐτὴν νῆσον ἐπιφραδέως ἐνόησεν ἔμμεναι .
5649096 μυθοισιν
ἔφατ ' ἀντομένη : τοῦ δὲ φρένες ἰαίνοντο ἧς ἀλόχου μύθοισιν , ἔπος δ ' ἐπὶ τοῖον ἔειπεν : “
πρὸς Ἀγαμέμνονα . . . . . λαὸς Ἀχαιῶν Πείσονται μύθοισιν : ὅτι πρὸς τὸ νοητὸν ἀπήντηκεν , ὁ λαὸς
5648498 κυρω
ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ ἀκροῶ . εἴρηται δὲ
Οἰνέως κόρην , δάμαρτά θ ' Ἡρακλέους , εἰ μὴ κυρῶ λεύσσων μάταια , δεσπότιν τε τὴν ἐμήν . Τοῦτ
5647406 θνῃσκων
ἰδίαν φύσιν ἔπληξε τὸν εὐεργέτην καὶ ἀνεῖλε . ὁ δὲ θνῄσκων ἔλεγε „ δίκαια πάσχω τὸν πονηρὸν οἰκτείρας . „
οὐδεὶς ἑαυτῷ ὃ θέλει βουλεύεται : θνῄσκει δ ' ὁ θνῄσκων κατ ' ἰδίαν εἱμαρμένην . εἰ ταῖς ἀληθείαισιν οἱ
5645953 φοβησομαι
. . . . οὔ ς ' ἔτι Πηλέος υἱὲ φοβήσομαι : ἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς φεύξομαι . . .
, ἃ μὴ οἶδα εἰ καὶ ἀγαθὰ ὄντα τυγχάνει οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι : ὥστε οὐδ ' εἴ με νῦν
5645670 ἐπιτηρων
πρὸς ἕνα , τοῦ πάθους μὴ ἐπιμένοντος , ἀλλ ' ἐπιτηρῶν ἀνέσεις , ἐπιτάσεις , πληρώσεις , κενώσεις , αἰτίων
δ ' ἐν ἱστορίᾳ διαμαρτάνουσι , τὰ τοιαῦτα ἂν εὕροις ἐπιτηρῶν , οἷα κἀμοὶ πολλάκις ἀκροωμένῳ ἔδοξεν , καὶ μάλιστα
5645347 Εἰτ
δ ' ἔστιν ἕτερός τις Ποσειδῶν , τὸν ἕτερον . Εἶτ ' οὐ διαπέμπεις καὶ πρὸς ἡμᾶς , τοὺς φίλους
ἀνυπόδητος ὄρθρου περιπατεῖν γέρανος , καθεύδειν μηδὲ μικρὸν νυκτερίς . Εἶτ ' οὐ δικαίως ἔστ ' ἀπεψηφισμένος ὑπὸ τῶν θεῶν
5643522 χρεω
ἔσται . Τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων : χρεὼ βουλῆς ἐμὲ καὶ σὲ διοτρεφὲς ὦ Μενέλαε κερδαλέης ,
Ἀχιλλεύς : Φοῖνιξ ἄττα γεραιὲ διοτρεφὲς οὔ τί με ταύτης χρεὼ τιμῆς : φρονέω δὲ τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ , ἥ
5642307 Βρισηις
τὴν στρατιὰν οὐδὲ προσεποιεῖτο γινώσκειν , εἴτε τις Ἀχιλλεῖ ποτε Βρισηὶς ἤρεσεν εἴτε ἐν Σκύρῳ τις ἔδοξεν εἶναι καλή ,
, δώσω δ ' ἑπτὰ γυναῖκας Λεσβίδας . ἡ δὲ Βρισηὶς Λυρνησσὶς ἦν . . Ἀτρείδης δὲ ἐρυσσάμενος χείρεσσι μάχαιραν
5642272 στητας
πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε ,
5636427 κἀμον
δὴ λιποῦς ' ἱκάνω χρυσεοστόλμους δόμους καὶ τὸ Δαρείου τε κἀμὸν κοινὸν εὐνατήριον . καί με καρδίαν ἀμύσσει φροντίς :
παῖς ἀκόλουθός ἐστιν ἀλλότριος τὰ πολλά , μικρὸν δέ τι κἀμὸν αὐτοῦ . ἱματίω δέ μοι δύ ' ἐστὸν χαρίεντε
5634749 πατρωιας
στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον ; Θρήικης : πατρὸς δὲ Στρυμόνος
τί δῆτα Νείλου τούσδ ' ἐπιστρέφηι γύας ; ] φυγὰς πατρώιας ἐξελήλαμαι χθονός . τλήμων ἂν εἴης : τίς δέ
5634511 μεμψῃ
χρυσίον ἔλθοι , οἶδ ' ὅτι τηνικαῦτα ἐμὲ τὴν Τύχην μέμψῃ . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι χρὴ τὸν
τὰ ἀλλότρια ἴδια , ἐμποδισθήσῃ , πενθήσεις , ταραχθήσῃ , μέμψῃ καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους , ἐὰν δὲ τὸ σὸν
5631313 Ματων
νόμῳ κατακλῇσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ Διογείτων νὴ Δία ἅπαντας
νόμῳ κατακλεῖσαι τοῦτο , παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων . νυνδὶ Μάτων συνήρπακεν τοὺς ἁλιέας , καὶ δὴ Διογείτων νὴ Δία
5628734 φωνησαι
μετώπω ἱδρώς μευ κοχύδεσκεν ἴσον νοτίαισιν ἐέρσαις , οὐδέ τι φωνῆσαι δυνάμαν , οὐδ ' ὅσσον ἐν ὕπνῳ κνυζεῦνται φωνεῦντα
τὰ πορνεῖα παρὰ Λυκόφρονι : καὶ βοῆσαι μὲν τὸ τρανῶς φωνῆσαι , βρῶσαι δὲ τὸ εἰς βοῦν μεταποιῆσαι : καὶ
5628235 διδαξοντος
τοῦτο ἐπιδεῖξαι . καὶ γὰρ οἶδε καὶ οὐ δεῖται τοῦ διδάξοντος , τοσοῦτόν γε νοῦ μετέχων , ὅτι αὐτὸς τῶν
αἴσθησις ἀχρόνως ἐπιβάλλει τοῖς αἰσθητοῖς καὶ ἁπλῶς οὐ δεῖται τοῦ διδάξοντος ἐν τοῖς ἰδίοις ἑκάστῃ , ὅτι τόδε ἐστὶ τὸ
5622401 Ζευϲ
κέλευε Δωρι ? ? [ ἀγένειον εἶ παιδάριον [ ὁ Ζεὺϲ ἀπολέϲαι κα [ πέπρακα . Δωρί , χαῖρε [
! ! ! ! ! ] υϲμα ? [ ὁ Ζεὺϲ ] ὁ ϲωτὴρ α ? ! [ ἐμὲ ]
5621024 ἀτιτος
πάσῃ , ἄχρις Ἴλιος ἑάλω Αἰνείεω ἐνδόντος . Αἰνείης γὰρ ἄτιτος ἐὼν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου καὶ ἀπὸ γερέων [ ἱερῶν ]
ἔγχει ἐμῷ , ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε ποινὴ δηρὸν ἄτιτος ἔῃ : τὼ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν

Back