γραῖα βραχὺ τὸ α , ὅτι δισύλλαβα , ὡς Μαῖα Φαῖα . Γηθοῦσσα , πόλις Λιβύης . τὸ ἐθνικὸν Γηθουσσαῖος
Καλυδωνίου μήτηρ ἦν . τὸ δὲ κύριον ὄνομα αὐτῆς ἐκαλεῖτο Φαῖα . ἔστι καὶ Κρομμυών πόλις Λιβύης διὰ τοῦ ο
5921404 συριγξι
ἐπὶ τῶν κόλπων μήκει μὲν σύμμετρα τοῖς κόλποις ἢ τοῖς σύριγξι , πάχει δ ' ἐλάσσω , ὡς μὴ διεσφηνῶσθαι
καὶ τρίγωνα καὶ αὐλοὶ καλοῦνται , τῶν προτέρων ὅτι μὴ σύριγξι ποιμενικαῖς οὐδενὶ ἄλλῳ μουσικῆς τεχνήματι χρωμένων , νόμους τε
5474250 καθειμενον
δίδοτε ταῖς ὄψεσιν : διὰ βοστρύχων δὲ εἶπεν , ἐπειδὴ καθειμένον ἔχουσι τὸν πλόκαμον μέχρι τῶν παρειῶν ὡς ἂν παρθένοι
γῇ . ἐσκευασμένος δὲ ἦν ὁ Πέρσης , δέρμα ἔχων καθειμένον εἰς τύπον τοῦ τε πώγωνος καὶ τοῦ στόματος ὡς
5292276 ἀκακων
ἐκεῖ κατοικεῖν : περὶ δὲ τὸν Παγασητικὸν κόλπον ὑπὸ παίδων ἀκάκων γυψωθέντας κόρακας . ὕστερον δὲ Αἰολεῖς , ἐκβαλόντες αὐτούς
φῦλον μετερρυθμίζετο , ἀντὶ τριχῶν πτερὰ φύον , ἐκ τῶν ἀκάκων ἀνδρῶν , κούφων δέ , καὶ μετεωρολογικῶν μέν ,
5000724 κασιαν
δὲ λίβανον μὲν καὶ σμύρναν ἐκ δένδρων γίνεσθαί φασι , κασίαν δὲ καὶ ἐκ θάμνων : τινὲς δὲ τὴν πλείω
φαρμάκου καὶ προσέτι τὸ ἑλένιον καὶ τὸν ναρδόσταχυν καὶ τὴν κασίαν , ἔχειν δὲ ἐσκευασμένον ἕτοιμον διττόν , ὡς ἡμεῖς
4893249 κοριανου
πινόμενα ἔϲτω κραταιά , δυνατὰ ποιῆϲαι πάγον . χυλὸν ὦν κοριάνου ξὺν ὄξεϊ ἠδὲ λαγοῦ τάμιϲοϲ ἢ νεβροῦ ἢ ἐρίφου
τουτέων τι τῷ πλήθεϊ : ἀλλὰ τοῦ μὲν χυλοῦ τοῦ κοριάνου μὴ μεῖον μὲν ἡμικυάθου ἐϲ τρεῖϲ τοῦ ὀξυκρήτου ,
4792336 σεληναιου
τοῦ ἡλιακοῦ κύκλου ὥσπερ καὶ τὸ τῆς σελήνης μέγεθος τοῦ σεληναίου ἑπτακοσιοστὸν καὶ εἰκοστὸν μέρος ἀπεφήνατο κατά τινας . πρῶτος
τοῦ ἡλιακοῦ κύκλου ὥσπερ καὶ τὸ τῆς σελήνης μέγεθος τοῦ σεληναίου ἑπτακοσιοστὸν καὶ εἰκοστὸν μέρος ἀπεφήνατο κατά τινας . πρῶτος
4722026 ἀνεντα
πατρῷε ἩράκλειςΠρωτέα τὸν ἐν Συρίᾳ δεθέντα , τὸν τῇ πατρίδι ἀνέντα πεντακισχίλια τάλαντα , τὸν ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων πόλεως ἐκβληθέντα
τὸν μὲν Κλαζομένιον Ἀναξαγόραν ἀγέλαις τε καὶ μήλοις τὰ ἑαυτοῦ ἀνέντα προβάτοις ἔφη μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις φιλοσοφῆσαι , τὸν δὲ
4706439 ὑποψαμμος
τὴν τῶν ποταμῶν πρόχωσιν : οὐ γὰρ στέριφος οὐδ ' ὑπόψαμμος ὁ βυθός , ὅθεν οὐδὲ ναυσίν , ὅτι μὴ
πετρώδης , ψαμμώδης , λιθώδης , ὑπόλιθος , ὑπόπετρος , ὑπόψαμμος , ἄφορος , ἄσπορος , ἀβαθής , ξηρά ,
4701258 ἁλμυρῳ
ἄρα οὐδεὶς ἀνθρώπων θύει , ὡς ἐόντι καὶ θολερῷ καὶ ἁλμυρῷ ποταμῷ . Τήν τε δὴ θάλασσαν ἐνετέλλετο τούτοισι ζημιοῦν
ἐπιχέειν τῶν δένδρων , καὶ τὰ κοπροθέσια γλυκεῖ καὶ οὐχ ἁλμυρῷ ὕδατι βρέχειν , δῆλόν ἐστιν , ὅτι τὴν ἁλμυρὰν
4689969 ἀνθρωπουϲ
αὑτοῖϲ οὔτε ἐμπόριον οὔτε ἄλλην διατριβὴν οὐδεμίαν : πάνταϲ δὲ ἀνθρώπουϲ ἀφικνεῖϲθαι πρὸϲ τὴν Δῆλον ἔλεγον , καὶ αὐτοὶ τὰ
μαϲηθέντων ἐπιτιθέμενον , ὑπώπιά τε αἴρει : τοῖϲ δὲ τοὺϲ ἀνθρώπουϲ ἀναιροῦϲι θηρίοιϲ ἐναντιώτατόν ἐϲτιν . Ϲιδηρῖτιϲ εἴρηται : ἡ
4667339 ἀχυρου
καὶ τὴν συνουσίαν . ἄχναι βʹ : τὸ λεπτὸν τοῦ ἀχύρου . καὶ τὸν ἀφρόν . ἀχρεῖον βʹ : τὸ
ἐπὶ τῶν μέγα τι καὶ δεινὸν ὑφισταμένων . Δι ' ἀχύρου καὶ θύμου καὶ τρυτάνης : ἐπὶ τῶν φειδωλῶν καὶ
4626701 ἀφρολιτρον
' αὐτῆς ἤδη , καὶ τῶν διαφορούντων μίγνυμεν , τὸ ἀφρόλιτρον καὶ τὸ λίτρον ἢ τὸ θεῖον ἄπυρον , ὅπερ
μὴ μεγάλης δ ' ἀνάγκης οὔσης , οὐδὲ καταπίνει τις ἀφρόλιτρον κακοστόμαχον ὄν , ἐπεί τοι μᾶλλόν ἐστι λίτρου τμητικόν
4605789 πεπεριοϲ
ἀλεαίνοντα τὴν γαϲτέρα φάρμακα ποτά , ὁκόϲα διὰ ζιγγιβέριοϲ καὶ πεπέριοϲ καὶ ϲελίνου τοῦ καρποῦ τοῦ ἀγρίου τοῦ ἐν πέτραιϲ
δυνάμιεϲ , κινάμωμον καὶ καϲίην , φύλλα τὰ μαλαβάθρου καὶ πεπέριοϲ καὶ ϲεϲέλιοϲ πάϲαϲ ἰδέαϲ . καὶ τί γὰρ οὐκ
4593437 περαινουσης
καὶ ὕστεροι αὐτῶν ἔσονται ; τὸ γὰρ συμπέρασμα τῆς αὐτὸ περαινούσης ἀποδείξεως ὕστερον . ἀλλ ' οὐδὲ ἅμα ἄμφω ,
πέφυκε . Συνέστηκε δὲ φυσικώτατα ἔκ τε τῆς ἀπείρου καὶ περαινούσης καὶ ἐκ τῆς ἀρτιοπερίσσου φύσεως καὶ αὐτὴ καὶ τὰ
4579224 διελουσα
τοῦτο δρῶσιν ἐπὶ τοῖς κοινοῖς ἀγαθοῖς . τρία γὰρ αὑτὴν διελοῦσα τέλη τὴν μὲν ἡγεμονίαν καθ ' ἕκαστον τοῖς ἀρίστοις
ποθεῖτ ' ἴσως μαθεῖν σαφέστερον ] : πεπόηκεν ἡ γυνὴ διελοῦσα τὸν τοῖχον ] διέξοδόν τινα [ ] παντ '
4573769 κενωθεισης
δὲ καὶ ἄλλων ἀφαιρέσεις καὶ τοῦ εὐκράτου καὶ τῆς χολῆς κενωθείσης . Δεῖ δὲ γνησίους εἶναι τριταίους ἐκείνους νομίζειν ,
ἐν τῇ γαστρὶ βρώματα . καὶ ἵνα μὴ τῆς γαστρὸς κενωθείσης διακαύσῃ πάντα ἐντόσθια ἡ χολὴ ἡ μέλαινα διὰ τὸ
4540681 ἐπιτετμημενον
βατανίων εὐθέως . . . . δίπυρον παραθήσεις , ᾠὸν ἐπιτετμημένον , πυόν , μέλιτος ὀξύβαφον , ἀποταγηνιῶ , τυροῦ
βατανίων εὐθέως . . . . δίπυρον παραθήσεις , ᾠὸν ἐπιτετμημένον , πῦον , μέλιτος ὀξύβαφον , ἀπὸ ταγηνίω ,
4535715 χαμαιμηλα
πέντε , ἐλαίου πικροῦ ὀμφακίζοντος οὐγκίας ἕξ . Φοίνικας , χαμαίμηλα , μελίλωτα πρόβρεχε ἐν ἑψήματι ἀφ ' ἑσπέρας ,
. καταντλεῖν δὲ χρὴ τὸ ἕλκοϲ ἑψῶντα ἐν ὕδατι τὰ χαμαίμηλα καὶ τὴν τοῦ ὀξυλαπάθου ῥίζαν : καλεῖται δὲ ὀξαλίϲ
4530127 ἐξηλειψαν
Λάβδακος . οὗτοι τὰ μὲν παλαιὰ καὶ θρυλούμενα ἀρτύματ ' ἐξήλειψαν ἐκ τῶν βιβλίων καὶ τὴν θυίαν ἠφάνισαν ἐκ τοῦ
Λάβδακος . οὗτοι τὰ μὲν παλαιὰ καὶ θρυλούμενα ἀρτύματ ' ἐξήλειψαν ἐκ τῶν βιβλίων , καὶ τὴν θυΐαν ἠφάνισαν ἐκ
4509190 Κατακεκαυμενη
τελῶν . , : Μετὰ δὲ ταῦτ ' ἐστὶν ἡ Κατακεκαυμένη λεγομένη χώρα , μῆκος μὲν καὶ πεντακοσίων σταδίων ,
. . . . . . . οα ιε γʹ Κατακεκαυμένη . . . . . . . . .
4503314 μιξασα
μία τις αὐτῶν κηρία μέλιτος εὑροῦσα πρώτη ἔφαγε καὶ ὕδατι μίξασα ἔπιε , καὶ τὰς ἄλλας δὲ ἐδίδαξε , καὶ
πόλιν μόνη παρῆλθες τῷ θαύματι , τοσοῦτον κάλλος τῷ μεγέθει μίξασα , ὡς καὶ τοὺς ἐκείνης οἰκήτορας οὐκ ἔχειν ὅ
4445647 ἀμφιϲβαινα
, οὐκ ἀναιροῦϲι δὲ δακόντεϲ , ἀλλ ' ὡϲ ἡ ἀμφίϲβαινα καὶ ἡ ϲκυτάλη , οὕτωϲ καὶ οὗτοϲ πλήξαϲ φλεγμονὰϲ
ποῖον ἡ οὐρά . μόνον δὲ διαφέρει τῆϲ ϲκυτάληϲ ἡ ἀμφίϲβαινα τῷ κατὰ ἀμφότερα τὰ μέρη βαίνειν , παρὸ καὶ
4440398 δυσχειμερα
ἐν τῷ δυσχειμέρῳ τούτῳ ὄρει : τὰ γὰρ ὑψηλόκρημνα ὄρη δυσχείμερά εἰσιν : ὅμως οὖν ἀναγκαῖόν ἐστι τοῦτο ποιῆσαι .
ἐν τῷ δυσχειμέρῳ τούτῳ ὄρει : τὰ γὰρ ὑψηλόκρημνα ὄρη δυσχείμερά εἰσιν : ὅμως οὖν ἀναγκαῖόν ἐστι τοῦτο ποιῆσαι .
4433468 περιαιρουμενος
δεδωκέναι . Ἀλλὰ μὴν καὶ τῆς κεφαλῆς τὰς τρίχας ξυρῷ περιαιρούμενος κατάπλαττε αὐτὴν ἄρτι μὲν ἀλεσθεισῶν κριθῶν τῷ ἀλεύρῳ ,
Πτολεμαῖον : καὶ γὰρ φονικὸς ἦν καὶ τῶν ἄλλων ἡγεμόνων περιαιρούμενος τὰς ἐξουσίας καὶ καθόλου πάντων βουλόμενος ἄρχειν βιαίως ,
4417655 Ἀκονιτον
καὶ εὐώδης : παρ ' ἐνίοις δὲ καὶ κηπεύεται . Ἀκόνιτον ἢ παρδαλιαγχὲς ἢ κυνοκτόνον φύλλα ἔχει τρία ἢ τέσσαρα
σπιθαμῆς : ῥίζα ὁμοία σκορπίου οὐρᾷ , στίλβουσα ἀλλαβαστροειδῶς . Ἀκόνιτον ἕτερον , ὃ ἔνιοι λυκοκτόνον καλοῦσι , γεννᾶται δὲ
4391717 μιλιαριον
Ἀθηναῖος , εἰσὶν οἱ Οὐλπιάνειοι σοφισταί , οἱ καὶ τὸ μιλιάριον καλούμενον ὑπὸ Ῥωμαίων τὸ εἰς θερμοῦ ὕδατος κατεργασίαν κατασκευαζόμενον
λαβεῖν ῥοδόμελι καθ ' ἑκάστην ἡμέραν μιλιάρια κʹ . σελινόσπερμον μιλιάριον ἓν , ἄνισον μιλιάριον τὸ ʹʹ . καὶ ἐπινηστεύειν
4329876 θυου
τε καὶ ἐς ἕνα , ὅθεν εὔχονται αὐτῷ καὶ ἀγῶνα θύου - σιν , ὅτε δὴ θερμὸν οὕτω καὶ ἐναγώνιον
ἅψηται τῶν ἀνθῶν ἀποκάει , δι ' ὃ καὶ μάντεις θύου - σιν ὥστε μὴ ἐκβῆναι καί φασι κωλύειν .
4327050 λστʹ
ἄνευ τῆς λοξῆς φορβέας καὶ τῶν γενειάδων . Κεφ . λστʹ . Σύμμετρον μέρος τῆς ταινίας ἐάσας κατὰ προσώπου κρέμασθαι
ἰατρικῇ διὰ χειρῶν ἢ ὀργάνων περιγινομένη τοῦ προσήκοντος τέλους . λστʹ . Περικράνιος ὑμήν ἐστι νευρώδης περιειληφὼς πᾶν τὸ κράνιον
4311930 ἐπαλληλα
οὕτω καλοῦνται : οὐ γὰρ ὃν τρόπον τὰ ἄλλα σύμφωνα ἐπάλληλα κείμενα κατὰ τὸν λόγον τῶν μέτρων τραχύνουσι τὴν ἀκοήν
βλάπτονται . εἰ δὲ ἡ Ἀφροδίτη καθυπερτερεῖ τὴν Σελήνην , ἐπάλληλα παρέχει τὰ ἀγαθά , ἐμπράκτους καὶ πολυβίους ποιοῦσα ,
4302465 ἠλειφον
μνημονεύει καὶ Ἱππῶναξ διὰ τούτων : βακκάρι δὲ τὰς ῥῖνας ἤλειφον : ἐσθ ' οἵη περ κρόκος . Ἀχαιὸς δ
οὐδὲ βαδίζειν δυναμένου ; κἀν τοῖς ἀλείμμασι καὶ λουτροῖς ἑαυτοὺς ἤλειφον , ἐπισκώπτοντος τοῦ Σκιπίωνος , ὡς αἱ ἡμίονοι ,
4298708 πινομενους
δοκιμώτατα δὲ τοιαῦτα : τοὺς τῶν ὀρνίθων ἐγκεφάλους ἐν οἴνῳ πινομένους ἀρήγειν , καὶ τοῦ πάνακος τὴν ῥίζαν συγκαθεψομένην ἀκράτῳ
τὸ τοῦ λευκοΐου σπέρμα , καὶ κισσοῦ κορύμβους μέλανας τρεῖς πινομένους : ἀλύπως δὲ ἐλαττοῖ τὴν γονὴν πινόμενον συνεχῶς τὸ
4292846 λεγουϲι
ϲπληνίον ἐπιτίθει τῆϲ τετραφαρμάκου . Περὶ χαλαζίων . χαλαζιᾶν δὲ λέγουϲι τὰ βλέφαρα , ὅταν ἐκϲτραφέντων αὐτῶν φαίνηταί τινα ὑπερέχοντα
δέ τιϲ καὶ ἀμυνόμενοϲ αὐτὸν ἀποκτεῖναι βούλοιτο τὸ θηρίον , λέγουϲι τοῦτον μοχθηρὸν ὄζειν πάνυ , καὶ μηδενὸϲ δὲ ἄλλου
4277515 ὀλεσεν
ὀΐσασθαι , ἐπεὶ στερεὴ λίθος ἦεν . ἐκ δ ' ὄλεσεν βοτάνης ὑγρὸν δέμας : ἀλλὰ καὶ ἔμπης ὀλλυμένης πάμπαν
Ἄθω σώματα γῆι πέλασαν δώδεκα , τοὺς δ ' ἄλλους ὄλεσεν μέγα λαῖτμα θαλάσσης νῆάς τε στυγεροῖς πνεύμασι χρησαμένας .
4276009 ἐσθιον
, κατὰ Πίνδαρον . φθόνος , νόσημα ψυχῆς ἀνθρωπικὸν καὶ ἐσθίον ψυχήν , ἣν ἂν καταλάβῃ , ὥσπερ ἰὸς τὸν
γὰρ αὐτὸ οὕτως : [ ἔστιν ] ἴψ ζῷον [ ἐσθίον τὰ ξύλα καὶ ] κλίνεται ἰπός : [ ἐκ
4271839 παρατρεχων
, εἰ δέ τινος εὐημερίας ἢ νυκτερινῆς εὐπραγίας ἐλάβοντο , παρατρέχων , μή πως ἀμβλύνῃ τὴν ἄγουσαν ἐπὶ τὸν οἶκτον
ἀποπίπτει δὲ τῆς κεφαλῆς ἡ τιάρα τοῦ Κύρου . καὶ παρατρέχων νεανίας Πέρσης ὄνομα Μιθριδάτης ἀκοντίωι βάλλει τὸν κρόταφον αὐτοῦ
4267356 ἐνιησιν
δὲ ὅσα παίσαντα εἶτα μέντοι καὶ ἐκεῖνα τὸ τοιοῦτον κακὸν ἐνίησιν . Ἡ Λίβυσσα δ ' ἀσπίς , ἀκούω ,
τὸν στόμαχον καὶ δηγμοὺς ἱκανοὺς παρέχον , βάρος εἰς αὐτὸν ἐνίησιν : ἔπειτα σφοδρῶς αὐτὸν καταξέσας ἑλκοῖ τοσοῦτον ὥστε ποτὲ
4235507 σεσηποτος
: ἅπαντα γὰρ ἃ φέρει μαρτύρια ἐπὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ σεσηπότος εὕρηται κείμενα . Σώματα : ἐπὶ τῶν ὠνίων ἀνδραπόδων
γὰρ , ἃ φέρει μαρτύρια , ἐπὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ σεσηπότος εὕρηται κείμενα . [ Πολυδέκτηι ] . λυγρόν τ
4224625 θυμιαται
τοὺς διαφανέας λίθους [ τῷ πυρί ] : τὸ δὲ θυμιᾶται ἐπιβαλλόμενον καὶ ἀτμίδα παρέχεται τοσαύτην ὥστε Ἑλληνικὴ οὐδεμία ἄν
. καλεῖται δὲ βράθυ , ἢ καὶ σαβίνα . αὕτη θυμιᾶται τοῖς θεοῖς ἀντὶ λιβάνου . Βρύσις κοινὸν ζῷόν ἐστιν
4220652 ἐβρωθη
πολυφάγον φησί . λέγουσι δὲ αὐτὸν εἶναι καὶ ἀνδρεῖον . ἐβρώθη δὲ ὑπὸ κυνῶν : ἐλθὼν γὰρ εἰς ὄρος καὶ
γεγονέναι . καταδικασθεὶς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἐθηριομάχησε καὶ προσδεθεὶς ξύλῳ ἐβρώθη ὑπὸ ἄρκτου [ τοῦτο γὰρ καὶ τῇ χειρὶ συμβαίνει
4215423 ἀπεπληρουν
δὲ Ἀπολλόδωρος † † καὶ ὅτι τὸ ποτήριον μεστὸν πάλιν ἀπεπλήρουν , δεδήλωκεν ἐν τῇ δʹ ⌈ τῶν περὶ Σώφρονος
, οἱ δ ' ἀμφὶ τὸ ἱερὸν παῖδες ὁμοῦ παίζοντες ἀπεπλήρουν τῆς ἱερουργίας τὸν νόμον : λαβόντες γὰρ μῆλον ὡραῖον
4212272 ἐπιβεβηκοτα
τὸν μὲν ἀνωτάτω θεὸν εἶδος χωριστόν , ὁμοίως Πλάτωνι , ἐπιβεβηκότα τῇ σφαίρᾳ τοῦ παντός , ἥτις ἐστὶν αἰθέριον σῶμα
παθητῷ συμπεπλεγμένον . Ἀριστοτέλης τὸν μὲν ἀνωτάτω θεὸν εἶδος χωριστὸν ἐπιβεβηκότα τῇ σφαίρᾳ τοῦ παντός , ἥτις ἐστὶν αἰθέριον σῶμα
4210449 μαγνητιδος
φύσεως , ἀλλὰ καὶ ἄψυχα ψυχὴν ἔχειν ὁπωσοῦν ἐκ τῆς μαγνήτιδος καὶ τοῦ ἠλέκτρου . ἀρχὴν δὲ τῶν στοιχείων τὸ
φύσεως . ἀλλὰ καὶ ἄψυχα ψυχὴν ἔχειν ὁπωσοῦν ἐκ τῆς μαγνήτιδος καὶ τοῦ ἠλέκτρου . ἀρχὴν δὲ τῶν στοιχείων τὸ
4200094 διαπλαττεσθαι
δὲ τῇ εʹ κατὰ τὴν λʹ μάλιστα καὶ πέμπτην ἡμέραν διαπλάττεσθαι ἐν μέσῳ αὐτοῦ μελίττης μὲν μεγέθει ἐοικὸς τὸ βρέφος
καὶ ποιήσαντες τὸν τριακονταπέντε καθ ' ὅν φασι τὰ ἑπτάμηνα διαπλάττεσθαι , εἰ κατὰ τὸν ἓξ πολυπλασιάσαιμεν αὐτόν , ποιήσαιμεν
4193850 ϲυνεγγυϲ
Ἰνδίαϲ οἷον ἄνθη τινὰ δένδρου καρφοειδῆ μέλανα , ὅϲον δακτύλου ϲύνεγγυϲ τὸ μῆκοϲ , φέρεται ἀρωματίζοντα καὶ δριμέα , ὑπόπικρα
θερμαίνει μὲν κατὰ τὴν δευτέραν τάξιν ἐπιτεταμένην , ξηραίνει δὲ ϲύνεγγυϲ : ὅπερ ἑψόμενον ἐν ἐλαίῳ διαφορητικόν τε καὶ ἀνώδυνον
4189218 κρουομενους
δὲ τοῦ τρίτου , διπλάσιον δὲ τοῦ τετάρτου , καὶ κρουομένους ἐπιτελεῖν συμφωνίαν τινά . Καὶ λέγεται Γλαῦκον ἰδεῖν τοὺς
θαυμάζω σε , ἐπὶ ἐπαίνου καὶ πολλάκις ἐπὶ ἐκπλήξεως πρύμναν κρουομένους : ἐπαναχωροῦντας . πρὶν : ἕως οὗ ἡ ἀπαλλαγὴ
4168748 στεγανῳ
διαθρύψας ταῖς χερσὶ καὶ βαλὼν εἰς τὸ ἀγγεῖον πωμάσας τε στεγανῷ πώματι καὶ περιθεὶς ὅλῳ τῷ στόματι τοῦ ἀγγείου δέρμα
βοτανῶν , ξηρὸν καὶ θερμὸν πνεῦμα ἀποτελούντων , ὅπερ ἐναποκλειόμενον στεγανῷ καὶ ἰσχυρῷ καὶ συμπεπιλημένῳ σώματι τοῦ χαλκοῦ καὶ μηδαμῇ
4162951 βιβλογραφου
ὅσας δὲ πόλεις : τὸ σὸν σκοτεινὸν καὶ τὸ τοῦ βιβλογράφου Χάρυβδιν οἵαν ἐξεγείρουσι λόγοις . λοιπὸν τὰ πολλὰ σῶν
τὴν εἰρήνην : βουλομένων εἰρήνην ἄγειν ὥστε : Τζέτζου : βιβλογράφου στε παν παρῆκα μὴ ξέων πρὸς δέ : ἐν
4157094 τελεσιουργιας
πλεονεξίας καὶ ἀμφιβολίας , τὸ δὲ δʹ περὶ μεγάλου πράγματος τελεσιουργίας , τὸ δὲ εʹ περὶ πράγματος οὐ μικροῦ ,
μέσον ὡς σαρκός τι καὶ αἵματος σύστρεμμα ἴσχειν , δηλονότι τελεσιουργίας τυχὸν διὰ τὴν τοῦ κηʹ τελείαν φύσιν ἢ διὰ
4156026 πτητικα
ὡς τὰ ἄλλα τῶν ὀρνέων , καὶ μάλιστα τὰ μὴ πτητικά . ὁ δὲ Δίδυμος οὕτω : καταλλήλως εἶχεν ,
ἔστι τοῖς ὄρνισι τοιαύτη διαφορά : τὰ βραχέα καὶ μὴ πτητικά , ὡς ἀτταγήν , πέρδιξ , ἀλεκτρυών , φασιανός
4155682 οἱανπερ
πόλις , ἐξῆλθον καὶ τὴν πόλιν καὶ τοὺς νόμους παραδόντες οἵανπερ καὶ παρέλαβον . οἱ δ ' αὖ περὶ τὸν
γενόμενοι ἀναβλέψωμεν ὀρθοῖς ὄμμασιν : ἀποδῶμεν τοῖς ἐπιγιγνομένοις τὴν πατρίδα οἵανπερ παρὰ τῶν πατέρων παρελάβομεν : παυσώμεθα αἰσχυνόμενοι καὶ παῖδας
4154558 συνταξαντος
καὶ † Πευσίνιοι , Πευσῖνός † τινος τῶν πάλαι πολιτευομένων συντάξαντος τὰ περὶ αὐτούς . Γ ὦ Τριπτόλεμε : τοὺς
Σκύθαι ἐκαλοῦντο καὶ τοξόται καὶ σπευσίνιοι , ἀπὸ τοῦ πρώτου συντάξαντος τὴν περὶ αὐτοὺς ὑπηρεσίαν . Τέλη δ ' ἦν
4149681 ναυπηγον
ὑπάρξεως ἔξωθεν , ὥσπερ οἰκία τὸν οἰκοδόμον καὶ πλοῖον τὸν ναυπηγόν . ἔστι δὲ ἡ τέχνη καὶ ἡ τύχη σχεδὸν
, τάχα καὶ Ὁμήρου διὰ τοῦτο μόνον καλέσαντος Ἁρμονίδην τὸν ναυπηγόν : εἰ δὲ τὰς ναῦς ὡς κούφας ἀραιὰς ἐκάλεσεδεῖ
4146175 κροκους
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
ἀκαύστους , οὐγγίας ιηʹ , καὶ μαγνησίαν , ἤγουν κεκαυμένους κροκοὺς , Ϛγ δʹ κο κʹ : καὶ ζύγιν ,
4141692 τελεσφορηθηναι
ἂν οἱ ἐξ αὐτῶν καλούμενοι ψῆνες εἰς τοὺς ὀλύνθους μεταστάντες τελεσφορηθῆναι τούτους παρασκευάζωσιν . τοῦτο δ ' ἐρινάζειν λέγεται .
ἔστιν γόνιμα καὶ τὰ ὑπηνέμια ? ? ᾠὰ οὐ δύναται τελεσφορηθῆναι [ ] ? . Ἡ δ ' ἐν τῆι
4130200 εὐχροον
ἐϲ ἄκρουϲ πόδαϲ καὶ ἀνὰ ῥῖνα : τὸ δὲ πρόϲωπον εὔχροον : ϲφυγμοὶ ἐϲ μέγεθοϲ ἠρμένοι , ἄτρομοι , ϲφοδροί
ἔσω περὶ ἀρτηρίην καὶ φάρυγγα , ὑπεσύριζε κερχναλέον : πρόσωπον εὔχροον , ἐπὶ γνάθοισιν ἐρύθημα , οὐ κατακορὲς , ἀλλ
4125114 φυομενου
οἰκείοις χρόνοις ἀναγράψομεν , περὶ δὲ τῆς νήσου καὶ τοῦ φυομένου κατ ' αὐτὴν καττιτέρου νῦν διέξιμεν . αὕτη γὰρ
ἐδωδίμου τῆς σαρκός . ἀλλ ' ὅμως τοῦ πλήθους τούτου φυομένου κατὰ τῶν ἀνθρώπων ἡ φύσις κατεσκεύασε μέγα βοήθημα :
4119783 περιγραφομενον
Εἰ δὲ διὰ τοῦ Γ σημείου ἄρχεσθαι λέγοι τις τὸν περιγραφόμενον κύκλον , ἡ ΓΕ εὐθεῖα τέμνει αὐτὸν κατὰ τρία
ἔχει λόγον ὁ κύκλος πρὸς τὸ τετράγωνον τὸ περὶ αὐτὸν περιγραφόμενον , τὸν αὐτὸν λόγον ἔχει καὶ ὁ κύλινδρος πρὸς
4108309 ὀδυνωμενην
οὐδὲν αἰσχρόν : εἰ δ ' ἑτέρῳ μέρει τρίψας εὔφραινεν ὀδυνωμένην παύσας , καὶ παῖδας ἐκ τῆς μητρὸς γενναίους ποιήσας
οὐδὲν αἰσχρόν : εἰ δὲ ἕτερα μέρη τρίψας εὔφραινεν , ὀδυνωμένην παύσας , καὶ παῖδας ἐκ τῆς μητρὸς γενναίους ἐποίησεν
4090132 ἀντιπαθη
ὥσπερ Ὅμηρος : ἑτεραλκέα δῆμον ἔχοντες . ἑτεραλκέα δὲ τὴν ἀντιπαθῆ , τὴν ἐναντίαν ἀλκὴν ἔχουσαν κήδευς : τὸ δὲ
δῆγμα ιδ ϲκορπίου πληγὴ καὶ περίαπτα πρὸϲ τὸ αὐτὸ καὶ ἀντιπαθῆ ιε φαλαγγίων πόϲα γένη καὶ βοηθήματα πρὸϲ τὰ αὐτὰ
4062590 εἱνεχ
ἔτι μηδ ' ἀντιβολούντων μηδὲν αἰσθανοίατο . Τοῦ δ ' εἵνεχ ' ἡμᾶς ταῦτ ' ἔδρασαν ; εἰπέ μοι .
οὐδ ' εἰ δεινὰ πάντα προσβάλοις . τοῦ σώματος γὰρ εἵνεχ ' οἱ πολλοὶ πόνοι , τοῦδ ' εἵνεκ '
4059083 πολυκεφαλου
: ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὸν ἐν ἡμῖν θεῖον ἄνθρωπον τοῦ πολυκεφάλου θρέμματος ἐγκρατῆ ποιητέον , ὅπως ἂν τὰ μὲν ἥμερα
τοῦ ἀνθρώπου ὁ ἐντὸς ἄνθρωπος ἔσται ἐγκρατέστατος , καὶ τοῦ πολυκεφάλου θρέμματος ἐπιμελήσεται ὥσπερ γεωργός , τὰ μὲν ἥμερα τρέφων
4058763 ἐγκωμιαζομενον
πρόγονοι σπουδαῖοι , πάντας ἐξ ἀρχῆς ἀναλαβόντα μέχρι πρὸς τὸν ἐγκωμιαζόμενον ἐφ ' ἑκάστῳ τῶν προγόνων κεφαλαιωδῶς ἔνδοξόν τι παρατιθέναι
γιγνόμενος ληρώδης δοκεῖ εἶναι . τύραννόν τε γὰρ ἢ βασιλέα ἐγκωμιαζόμενον ἕνα τῶν νομέων οἷον συβώτην ἢ ποιμένα ἤ τινα
4042399 μυξωδει
ὁ ἔξω χιτὼν περιαιρεθῇ , μόνον ὁ ὑπολιπὴς ἐπιμελαίνεται ὥσπερ μυξώδει ὑγρασίᾳ , καὶ πάλιν ὑποφύεται τῷ δευτέρῳ ἔτει χιτὼν
σὰρξ σομφή . σῦριγξ ἕλκος στενὸν πρόμηκες , ἔσωθεν μὲν μυξώδει σαρκὶ ἔξωθεν δὲ τυλώδει κατειλημένον . ἄνθραξ ἐσχάρα ὑποπέλιδνος
4039631 ὑψιγυιον
ξύλα μακρὰ οἷς † λακτίζουσι καὶ ὀροφοῦσι τοὺς θαλάμους . ὑψίγυιον : ὑψηλόν . πρὸς οἰκοδομίαν χρήσιμον . ὑπ '
Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατόν , κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος , ὑπ ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε
4010652 ὑπερφεροντα
: λίαν με τῷ δικαίῳ συνέχεις , διόπερ ἐγὼ καίπερ ὑπερφέροντα τῇ βίᾳ τὸν ἆθλον ἐποίσω μέχρι θανάτου . ἀρρενικῶς
δὲ αὐτῶι καὶ σκηναὶ μεγαλοπρεπεῖς , καὶ ὅπλα * κάλλει ὑπερφέροντα . εἵπετο καὶ τὸ τῶν ἑταίρων ἄγημα . .
4010641 ϲταθμον
αὐτὸ τῷ οἴνῳ τοῦ μέλιτοϲ ποϲὸν ὅλον τὸν τοῦ οἴνου ϲταθμὸν καὶ προϲέτι τὸ γʹ αὐτοῦ . τοῦ δὲ ἐλαίου
ἔχειν χοίνικαϲ μη , ξέϲταϲ ϘϚ . τούτων δὲ τὸν ϲταθμὸν εἰπεῖν οὐκ εὔκολον , ὅτι τῶν ξηρῶν οὐϲιῶν ἄπειρόϲ
4003619 ἰωνια
ἀνδραπόδων . ῥοδωνιά ἐστιν ἡ τῶν ῥόδων φυτεία , ὥσπερ ἰωνιὰ ἡ τῶν ἴων , ὡς Ἑκαταῖος ἐν αʹ περιηγήσεως
εἴ τι κέκληται , τῶν δὲ ῥόδων ῥοδωνιά , καὶ ἰωνιὰ τῶν ἴων . ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων καρποφόρων ἐρεῖς
3999199 ἐναρμοζειν
αὐτῇ προσαρμοζομένης πρὸς τὰ ἔσχατα γινώσκειν τε τὰ ὄντα καὶ ἐναρμόζειν διὰ τὸ ἔχειν ἐν αὑτῇ τὰ στοιχεῖα κατὰ ἁρμονίαν
ἢ ἀπολαύσεις ἡδονῶν : πάντα ταῦτα , κἂν πρὸς ὀλίγον ἐναρμόζειν δόξῃ , κατεκράτησεν ἄφνω καὶ παρήνεγκεν . σὺ δέ
3972267 αἰγυπτιας
βʹ . κηρωτὰς βʹ ταύτας ἔχεις ὁμοῦ γρα - φείσας αἰγυπτίας , ἃς ὀλίγοι τῶν ἀνθρώπων ἔχουσιν . σκεύαζε θαρρῶν
δέκα ἀριθμῷ , ὠοῦ λέκιθον αʹ : λείου ἀφεψήματι ἀκάνθης αἰγυπτίας ἀποτριτωθέντι . Ἄλλο . Ὕελον ὄξει λεάνας εὖ μάλα
3969047 στοιχει
σοι τὸν ἀπὸ τοῦ Ἄθω παραθήσω κομιζόμενον καὶ τῷ ἐκείνου στοίχει χρώματι , πλὴν οὐχὶ τοῖς φαινομένοις ἔν τε κνίκῳ
σκευήν : ἀνάλαβε . διάστηθι . ἀνάλαβε τὸ δόρυ . στοίχει , ζύγει , παρόρα ἐπὶ τὸν ἡγούμενον . ὁ
3968640 προχει
? ? [ ] πραγ ? ? ! [ ] προχει ? [ ] αξε ! ! [ ] !
? ? [ ] πραγ ? ? ! [ ] προχει ? [ ] αξε ! ! [ ] !
3953631 καταβαπτειν
πινόμενον μετ ' οἴνου : ἀγαθὸν δὲ καὶ τὸν δάκτυλον καταβάπτειν εἰς πίσσαν ὑγράν , ἔπειτα εἰς οἶνον ἀποκλύζοντα πίνειν
τὰ μὲν ἄκρα διαδεσμεύειν ἢ καὶ εἰς ζεστὸν ὕδωρ αὐτὰ καταβάπτειν , κατὰ δὲ τοῦ στόματος τῆς κοιλίας πλατύστομον σικύαν
3950887 ἀτελευτητα
' οὐκ ἐῶσιν αἱ ἐλπίδες προστάττουσαι τούτους ἀνήνυτα πονεῖν καὶ ἀτελεύτητα , τὸν μὲν χρηματιστὴν ὡς πλουτήσοντα , τὸν δὲ
μὴ ἡ τῆς ψυχῆς διάθεσις ἡδεῖα ᾖ , τὰ ἀγαθὰ ἀτελεύτητα γίνεται ἢ ἀνόνητα ἢ πάντως γε ἥττονα . διὸ
3945412 Στερεα
ὁμοίων ἐπιπέδων περιεχόμενα ἴσων τῷ πλήθει καὶ τῷ μεγέθει . Στερεὰ γωνία ἐστὶν ἡ ὑπὸ πλειόνων ἢ δύο γραμμῶν ἁπτομένων
ἡμέραι : πᾶσα γὰρ τετρὰς ἱερὰ ὡς καὶ στερεά . Στερεὰ δὲ λέγεται , διότι πάντα τὰ συνεστῶτα ἐκ στιγμῆς
3923920 σκομβρους
τάριχος , οὓς καὶ Τιμοκλῆς ἰδὼν ἐπὶ τῶν ἵππων δύο σκόμβρους ἔφη ἐν τοῖς σατύροις εἶναι . Ὅστις ἀγοράζει πτωχὸς
Κυρήνης καυλὸν καὶ δέρμα βόειον : ἐκ δ ' Ἑλλησπόντου σκόμβρους καὶ πάντα ταρίχη : ἐκ δ ' αὖ Θετταλίας
3914164 ἐπιμετρον
τὰ οἰκία τεθῇ χύδην , δι ' ὃ καὶ τὸ ἐπίμετρον ποιεῖ : τὸν γὰρ ἀτμὸν τὸν ἀνιόντα λεπτὸν ὄντα
καὶ ὁ λόγος ὁ τρώσας ἰάσεται . ἔχων δ ' ἐπίμετρον : ὑπὲρ τὸ μέτρον , τῷ ἐπιμετρηθέντι περίσσευμα .
3908233 λωτευντα
Τρῶες δὲ προύτυψαν ἀολλέες ἀντὶ τοῦ προέτυψαν , καὶ πεδία λωτεῦντα , ἀντὶ τοῦ λωτεύοντα . καὶ τὸ ὑφαιρεῖν τὸ
αὐτὴν Ὑψηλῶν ὀρέων κορυφὰς καὶ πρώονας ἄκρους καλύπτειν καὶ πεδία λωτεῦντα καὶ ἀνδρῶν πίονα ἔργα , καί τ ' ἐφ
3897477 ΑΛΛΩΣ
μεῖζόν ἐστιν : ὅπερ ἔδει δεῖξαι . Ϛʹ , λʹ ΑΛΛΩΣ Ἔστω ἡ δοθεῖσα εὐθεῖα ἡ ΑΒ . δεῖ δὴ
ΚΟΤΕΕΙ . Ζηλοῖ , ὀργίζεται , φθονεῖ , βασκαίνει . ΑΛΛΩΣ . Προτρέπεται πρὸς γεωργίαν διὰ τοῦτο . Ἐν γὰρ
3889109 ἐσημαινοντο
πρόεισιν : ἰστέον γὰρ ὡς τὸ παλαιὸν φυσικώτερον οἱ πρόσθεν ἐσημαίνοντο τὰς τοῦ ἀριθμοῦ ποσότητας ἀναλύοντες εἰς μονάδας , ἀλλ
' ἀράμενοι ἐκ περιόδου ταῦτα ἐποίουν : ἀπέκλειον μέν , ἐσημαίνοντο δέ , τὸν δακτύλιον πολλά τ ' αὐτοῦ καταγελάσαντες
3882447 ἀπογινονται
τὸ γενέσθαι : ταῦτα δὲ ὡς τὰ συμβεβηκότα γίνονται καὶ ἀπογίνονται καὶ οὐδὲν βλάπτει τὸ ὑποκείμενον . πάλιν τρίτον παραλογισμὸν
πτύων , μήτε σήπων κρατέῃ ὑπὸ πλήθεος τῶν ἐπιγινομένων , ἀπογίνονται ὡς τὰ πολλά : ἢν δὲ πρὸς τὰς ἡμέρας
3873391 λιβανοιο
θύου ἢ σμύρνης ἢ εὐόδμου καλάμοιο ἢ καὶ θεσπεσίοιο πεπαινομένου λιβάνοιο ἢ κασίης : ἐτεὸν γὰρ ἀνὰ χθόνα λύσατο κείνην
Γερραίης δὲ τῆς Ἀραβικῆς . Γέρρα γὰρ πόλις τῆς Ἀραβίας λιβάνοιο δὲ χύσιν εἶπε ἐπεὶ περίκειται ἡ λιβανωτὶς τοῖς κλάδοις
3870252 πολυπληθειας
οὐ ποιεῖ , οὐ στενάζει , οὐκ ἐρημίας , οὐ πολυπληθείας δεήσεται : τὸ μέγιστον , ζήσει μήτε διώκων μήτε
' ἐπὶ τοὺς λόφους ἄνω ἤδη διώκους ' . ὢ πολυπληθείας ὄχλου . οἴμοι , πάλιν τις οὑτοσὶ πρὸς ταῖς
3867446 ἐμπιπλασι
τοὺς καλλιστεύοντας πεντήκοντα , ἐξελόντες αὐτῶν τὴν κοιλίην καὶ καθήραντες ἐμπιπλᾶσι ἀχύρων καὶ συρράπτουσι . Ἁψῖδος δὲ ἥμισυ ἐπὶ δύο
, καὶ ὅτι οἱ ποταμοὶ αὐτοῖσιν ὑπερβάλλοντες ὑπὲρ τὰς ὄχθας ἐμπιπλᾶσι τοῦ ὕδατος τὰ πεδία . Ὅσαι δὲ ἐν ὑπερδεξίοισί
3860154 ἐξατμιζειν
ἐπέχοντα τῆς ἡμέρας τὸν ἥλιον , ἐξαμέλγειν τὸ ὑγρὸν καὶ ἐξατμίζειν , ὅθεν τὰ μὲν τελέως ἄνυδρα ὑπάρχει , ἐν
ἐν τούτωι τῶι καιρῶι πλησίον ἰόντα τὸν ἥλιον τῆς Αἰγύπτου ἐξατμίζειν τὰ νάματα . Ἔφορος ὁ ἱστοριογράφος κατὰ θέρος φησὶν
3857004 καθαρευοντι
Ἀθηναίων οὐκ ἔξεστι τὸ ἱερὸν πῦρ φυσῆσαι , ὡς μὴ καθαρεύοντι τοῖς ἄνω μέρεσιν . Δοῦρις δὲ ἐν τῇ ιʹ
τυγχάνωσιν , μετὰ δὲ ταῦτα ἱερέας τε καὶ ἱερείας ὡς καθαρεύοντι τῷ τάφῳ ἕπεσθαι , ἐὰν ἄρα καὶ τῶν ἄλλων
3855671 ἐγκρατεστατος
πρὸς τοῖς εἰρημένοις πρῶτον μὲν ἀφροδισίων καὶ γαστρὸς πάντων ἀνθρώπων ἐγκρατέστατος ἦν , εἶτα πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας
περίδρομον . εἶτα ὅστις ἂν ᾖ τῶν παρόντων ἐμπειρότατος καὶ ἐγκρατέστατος προσελθόντα ἐκ τοῦ πρόσθεν τῷ προβολίῳ παίειν . ἐὰν
3851926 πιτυα
δὲ λαμβάνεταί τινα ὠφελίμως , ἐγκέφαλοι μὲν ἀλεκτρυόνων ἐσθιόμενοι , πιτύα δὲ λαγωοῦ σὺν οἴνῳ πινομένη , καὶ καστορίου ⋖
δὲ καὶ εἰς γάλα ἐμβληθῇ , καὶ μετὰ ταῦτα ἡ πιτύα ἐπιβληθῇ , οὐ παγήσεται τὸ γάλα . ἀνεπιτήδειον δέ
3849853 ξανθωσεις
τῆς λευκῆς : Δύο εἰσὶν λευκώσεις , ὡς καὶ δύο ξανθώσεις : μία διὰ λειώσεως , καὶ ἑτέρα διὰ ἑψήσεως
καί φησιν : Δύο εἰσὶ λευκώσεις , ὡς καὶ δύο ξανθώσεις , καὶ δύο συνθέματα , ξηρὸν καὶ ὑγρὸν ,
3846204 προὐκρινεν
ὑπερκειμένων ἐθνῶν ἁπάντων : ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἔμπαλιν τὰ οἴκοι προὔκρινεν , λέγων ὅπερ ἀληθὲς ἦν , πρὸς τὴν τῶν
τινες , δι ' Ἀρχέλαον τὸν Μακεδόνων βασιλέα , ὅτι προὔκρινεν Ἀριστοφάνους . ὁ χορὸς δὲ ὁ κωμικὸς εἰσήγετο ἐν
3843745 τρωγλοδυτικηϲ
πεπέρεωϲ λευκοῦ ⋖ ε κιναμώμου ⋖ δ ναδροϲτάχυοϲ κρόκου ϲμύρνηϲ τρωγλοδυτικῆϲ πολίου ἀνὰ ⋖ δ . ἀναλάμβανε μέλιτι καὶ δίδου
ἀριϲτολοχίαϲ ϲτρογγύληϲ πεπέρεωϲ λευκοῦ ἀνὰ ⋖ ε κιναμώμου ναρδοϲτάχυοϲ ϲμύρνηϲ τρωγλοδυτικῆϲ πολίου κρόκου ἀνὰ ⋖ δ : ἀναλάμβανε μέλιτι ἀπηφριϲμένῳ
3839142 λιτρᾳ
εἰ μὴ κικίννους ἀξίους λίτραιν δυοῖν . σὺν δὲ τῇ λίτρᾳ καὶ ἄλλα ὠνόμασε νομισμάτων ὀνόματα Ἐπίχαρμος ἐν Ἁρπαγαῖς ὥσπερ
γὰρ ια καὶ ιγ # τοῦ ἐλαίου μίξειϲ τότε τῇ λίτρᾳ τοῦ κηροῦ . Ἐν ταῖϲ ἑψήϲεϲι τῶν φαρμάκων ἡ
3837992 βαϲιλιϲκου
τούτων ὁ ἰὸϲ ὀξυτάτωϲ πήγνυϲι , ὥϲπερ καὶ ὁ τοῦ βαϲιλίϲκου . κατὰ δὲ τῆϲ πληγῆϲ ἐπιτίθει κενταύριον ϲὺν ϲμύρνῃ
ἀνικμαϲτέον : ὁ γὰρ τούτων ἰόϲ , ὥϲπερ καὶ τοῦ βαϲιλίϲκου , ὃν τρόπον γάλα βοὸϲ ὀξυτάτωϲ πήγνυϲι τὸ ἐν
3833151 Σαμοθρᾳκιον
καὶ σκαμωνίας ὀπόν , καὶ κάρδαμον Μιλήσιον , καὶ κρόμμυον Σαμοθρᾴκιον , καὶ καυλὸν ἐκ Καρχηδόνος , καὶ σίλφιον θύμον
Σαμοθρᾴκη Σύλλα παρόντος ἐλήφθησαν , καὶ τὸ ἱερὸν ἐσυλήθη τὸ Σαμοθρᾴκιον χιλίων ταλάντων κόσμον , ὡς ἐνομίζετο . ὃ δέ
3815233 ὀφιωδης
πόαν , ἧς ὁ καυλὸς ἥ τε ῥίζα πάντως ἐστὶν ὀφιώδης τῷ ποικίλῳ ταῖς κεφαλαῖς : ὁπόσας γὰρ ἄν τις
ἔφαμεν , ἡ προνομαία χαμόθεν ἐπὶ τὸ ὕψος διακομίζει , ὀφιώδης τις οὖσα καὶ ὑγροτέρα τὴν φύσιν . Ὅτι ἡ
3809044 ὁπλισαντα
ἀκμὴν φωτὸς κελάδοντος , ἀλκῇ τριγλώχινι νόον ψυχήν θ ' ὁπλίσαντα , πᾶν τριάδος σύνθημα βαλεῖν φρενὶ μηδ ' ἐπιφοιτᾶν
κελεύομεν αὐτὸν τιμωρεῖσθαι , ὡς γυμνώσαντα αὑτὸν καὶ τοὺς ἐχθροὺς ὁπλίσαντα . Χρὴ ἐν ἑνὶ τόπῳ στρατὸν πολὺν μὴ συναγαγεῖν
3806397 Ἀμαζωνας
καὶ Ἡρόδοτος καὶ Εὔδοξος κατεφλυάρησαν ἡμῶν , τοὺς δ ' Ἀμαζῶνας μεταξὺ Μυσίας καὶ Καρίας καὶ Λυδίας , καθάπερ Ἔφορος
καὶ τὸν Ἐπίστροφον στρατεῦσαι . τοὺς περὶ Πύγελα λέγοντας τοὺς Ἀμαζῶνας μεταξὺ Ἐφέσου καὶ Μαγνησίας καὶ Πριήνης φλυαρεῖν φησὶν ὁ
3791598 ἀποθλιψαντα
πρὸ μιᾶς ἡμέρας ὕδατι ἀποβρέξαι χλιαρῷ , ἔπειτα τῇ προϊούσῃ ἀποθλίψαντα ἰσχυρῶς λεαίνειν εὖ μάλα , εἶτα νάπυ δριμὺ λαβόντα
τὰϲ ἰϲχάδαϲ ἀποβρέχειν ὕδατι χλιαρῷ καὶ τῇ ἑξῆϲ ἡμέρᾳ γενναίωϲ ἀποθλίψαντα λεαίνειν ἰϲχυρῶϲ , εἶτα δριμὺ νᾶπυ , ὁποῖον τὸ
3789492 ἀπεφερεν
τὰ μὲν ἑαυτῷ δεῖπνον εἶχε , τὰ δὲ τοῖς οἰκείοις ἀπέφερεν : οἳ δὲ ᾔδεσαν τοῦτο καὶ μέντοι καὶ ἀνέμενον
ἑξῆς ἐπιλέγει : Ἦγε δ ' οὖν καὶ οὗτος καὶ ἀπέφερεν ἀντιλογίας τε καὶ στροφὰς λεπτολόγους συνέφερε τῇ μάχῃ ποικίλλων
3775620 ῥυτην
καὶ κάστορος ὄρχιν ἀργέος ] τοῦ λευκοῦ ῥυτῆς ] χεῖ ῥυτήν πεδανάς ] τὰς ἐν τῷ πέδῳ , διύγροις τόποις
καὶ κάστορος ὄρχιν ἀργέος ] τοῦ λευκοῦ ῥυτῆς ] χεῖ ῥυτήν πεδανάς ] τὰς ἐν τῷ πέδῳ , διύγροις τόποις
3775246 ἀφυλακτου
καὶ ἀφ ' ὑψηλῶν πολεμουμένων αὐτὸς ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους ἀφυλάκτου τοῦ τείχους ὄντος διὰ κλιμάκων ἀνεβίβασεν στρατιώτας , οἳ
ἀντὶ τοῦ παραχρῆμα κεῖται , τό τε ἄφρακτον ἀντὶ τοῦ ἀφυλάκτου καὶ τὸ ἥδιον τιμωρεῖσθαι διὰ τὴν πίστιν μᾶλλον ἢ

Back