ἔστι δὲ ὡς ἐπὶ τὰ σπληνικὰ πάντα βοηθήματα ἀσύλληπτα . Ποιοῦσι δὲ καὶ ὄρχεις εὐνουχισθέντων ἡμιόνων κεκαυμένοι καὶ μετὰ ζέματος
. ἡ ΒΔ ιβ : τὸ ἀπὸ ταύτης ρμδ . Ποιοῦσι δὲ τὰ αὐτὰ πάντες οἱ ἰσάκις αὐτῶν πολλαπλάσιοι .
7597552 βᾳ
συγκοπὴν βᾶν . εἰ δὲ θέμα βῶ ἐστι , βᾷς βᾷ καὶ τὸ ἀπαρέμφατον βᾶν . οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν
συγκοπὴν βᾶν . εἰ δὲ θέμα βῶ ἐστι , βᾷς βᾷ καὶ τὸ ἀπαρέμφατον βᾶν . οὕτως Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν
7428346 κυβευοντες
σκιράφια ἔλεγον τὰ κυβευτήρια , ἐπειδὴ διέτριβον ἐν Σκίρωι οἱ κυβεύοντες , ὡς Θεόπομπος ἐν τῆι ν ὑποσημαίνει . .
σκιράφια ἔλεγον τὰ κυβευτήρια , ἐπειδὴ διέτριβον ἐν Σκίρῳ οἱ κυβεύοντες , ὡς Θεόπομπος ἐν τῇ νʹ ὑποσημαίνει . Σκυθικαί
7228063 δασυνουσιν
ὃ καὶ αὔω αἰολικῶς γίνεται , τοῦτο δὲ τὸ αὔω δασύνουσιν Ἀττικοὶ , καὶ προστιθέντες τὸ φ φαύω λέγουσιν ,
Ν : Χρύσιππος δὲ ὁ Στωϊκὸς καὶ Διονύσιος ὁ Θρᾷξ δασύνουσιν τὸ αὐΐαχοι , ἵν ' ᾖ ξηρόφωνοι . Σ
7150219 ἐπεκθεσει
τὸ πρῶτον ἐν εἰσθέσει ἰαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον . καὶ ἐν ἐπεκθέσει ἰαμβικὰ τετράμετρα καταληκτικὰ δύο . καὶ ἐν εἰσθέσει κῶλον
εἰσίασι γὰρ οἱ ὑποκριταί . καί εἰσιν οἱ πρῶτοι ἐν ἐπεκθέσει στίχοι ἀναπαιστικοὶ δʹ . στρατηγὸς φιλοπόλεμος . εἴρηται δὲ
7090618 Λευκαδιων
τετρακόσιοι , τούτων δὲ Ἀμπρακιωτέων πεντακόσιοι . Μετὰ δὲ τούτους Λευκαδίων καὶ Ἀνακτορίων ὀκτακόσιοι ἔστησαν , τούτων δὲ ἐχόμενοι Παλέες
ἐσέπλευσαν ἐς τὸν κόλπον τὸν Κρισαῖον καὶ Κόρινθον ἅπαντες πλὴν Λευκαδίων . καὶ οἱ ἐκ τῆς Κρήτης Ἀθηναῖοι ταῖς εἴκοσι
7063398 συγκρινων
ἢ πρὸς τὰ καθ ' ἕκαστα εἶπε τὴν ἕξιν αὐτὴν συγκρίνων , δείξας διὰ τί τὰ καθ ' ἕκαστα ἑκούσια
τοῦ ε διπλασιεπίπεμπτος : καὶ αἰεὶ οὕτως εὐτάκτους αὐτοὺς γεννήσεις συγκρίνων τοῖς ἀπὸ δυάδος ἑξῆς ἀρτίοις καὶ περισσοῖς τοὺς ἀπὸ
7052124 διαλλασσειν
εὐτόνων γεγενημένων . λοιπὸν τὰ περὶ τὸ πλινθίον τῇ ὄψει διαλλάσσειν . νόησον οὖν τῶν ἀρχαίων ὁρᾶν τι πλινθίον ,
δέ φησι τὰ ὑπογάστρια αὐτῶν λιπαρὰ ὑπάρχοντα τῇ εὐστομίᾳ πολὺ διαλλάσσειν τῶν ἄλλων μέρων , τὰ δὲ κλειδία εὐστομώτερα εἶναι
7035136 πολυπλασιασθεντες
ἀπαρτιζομένους μῆνας τθ ἔγγιστα . καὶ ἀνάπαλιν οἱ τθ μῆνες πολυπλασιασθέντες ἐπὶ τὰς κθ λα ν η ἡμέρας , ποιοῦσιν
ὅθεν ὁ ἑξαπλάσιος παρονομάζεται . οἱ δὲ καὶ ὡς ἐπιμόριοι πολυπλασιασθέντες πάλιν οὕτως συντίθενται : δωδεκάκις γὰρ τὰ ἓξ ἑβδομήκοντα
6981900 δαπιδες
. δάπητες : ἐπιβόλαια ἢ στρώματα . οὕτως Ἀριστοφάνης . δάπιδες : στρώματα ἄττα . Φερεκράτης : ὁ χορὸς δ
τόνον . ἑπέσθω δὲ τῇ κλίνῃ τυλεῖα , κνέφαλλα , δάπιδες , τάπητες ἀμφιτάπητες : Δίφιλος γοῦν φησὶν ἐν Κιθαρῳδῷ
6973551 Οἰνανθης
αὐτοῦ πᾶσαν ἀνατρέψαντα : ἐν δὲ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ Ἀγαθοκλέους τοῦ Οἰνάνθης υἱοῦ , ἑταίρου δὲ τοῦ Φιλοπάτορος βασιλέως Φίλωνα .
εἰς ῥάκος ἐπιτίθει κατὰ τοῦ στομάχου καὶ τῆς κοιλίας . Οἰνάνθης , ὀμφακίου , ῥόδων ἄνθους , μαστίχης , ἀλόης
6958685 Κροκωνιδων
θύοντας , . : Θεοίνια : Λυκοῦργος ἐν τῇ διαδικασίᾳ Κροκωνιδῶν πρὸς Κοιρωνίδας . Τὰ κατὰ δήμους Διονύσια Θεοίνια ἐλέγετο
πρὸς τὴν Μιξιδήμου γραφήν . Προσχαιρητήρια : Λυκοῦργος ἐν τῇ Κροκωνιδῶν διαδικασίᾳ . ἑορτὴ παρ ' Ἀθηναίοις ἀγομένη ὅτε δοκεῖ
6949273 ἑλξινῃ
τῆς δασύτητος : καὶ τὰ φύλλα δὲ δασέα ὅμοια τῇ ἑλξίνῃ ἢ κιττῷ , μαλακώτερα μέντοι καὶ τριγωνοειδῆ : ἄνθη
ϲφραγίδι ἢ καταπλαϲϲέϲθωϲαν χόνδρῳ μετὰ χυλοῦ πολυγόνου ἢ ἀρνογλώϲϲου ἢ ἑλξίνῃ λείᾳ . καὶ τῆϲ Μιληϲίαϲ δὲ βοτάνηϲ χλωρᾶϲ τὰ
6947707 ὀμβριμον
] ἀπέρριψας , οὐδὲν ἡγήσω τὰς τοῦ δήμου ἀράς . ὄμβριμον ] ἤγουν μέγα . ἡμέτερον + νῦν μὲν δικάζεις
: ἐκ μιᾶς ἐννοίας ἐξέβησαν ἤγουν ἐκ τοῦ βάρους . ὄμβριμον ] γρ . ὄμβριον , ἤγουν τὸ σκότασμα .
6943101 Πηλεις
βότρυς , οἱ ἡδεῖς τοὺς ἡδεῖς ὦ ἡδεῖς , οἱ Πηλεῖς τοὺς Πηλεῖς ὦ Πηλεῖς , οἱ Δημοσθένεις τοὺς Δημοσθένεις
Πηλεῖς τοὺς Πηλεῖς ὦ Πηλεῖς . Ὦ Πηλέες καὶ ὦ Πηλεῖς . Εἴρηται ὅτι τῶν δυϊκῶν καὶ τῶν πληθυντικῶν ὡς
6930155 εὐχυλιᾳ
Ἱκέσιος σκληροτέρους τῶν ἐγχελέων εἶναί φησι καὶ ἀραιοσαρκοτέρους καὶ ἀτροφωτέρους εὐχυλίᾳ τε πολὺ λειπομένους εὐστομάχους δέ . Νίκανδρος δὲ ὁ
δ ' οἱ ἐν Μιτυλήνῃ πάντων μεγέθει , φύσει , εὐχυλίᾳ . φέρει δ ' ὁμοίους τούτοις ὁ Ἰόνιος κόλπος
6904264 Πεντελησιου
δὲ ὀρθὸν μεγέθει ἄγαλμα μέγα : λίθου δὲ ἀμφότερα τοῦ Πεντελησίου , Πραξιτέλους δέ ἐστιν ἔργα . ἐνταῦθα καὶ ἄλλο
Διονύσου τέ ἐστι , καὶ ἄλλος Εἰλειθυίας : λίθου τοῦ Πεντελησίου τὰ ἀγάλματα , Ἀθηναίου δὲ ἔργα Εὐκλείδου : καὶ
6871258 κυβευτηρια
, ὥσπερ καὶ μάχλους . κυβεία , κυβεύτρια κυβευταί , κυβευτήρια . πεττεία ἢ πεσσεία , ὡς Σοφοκλῆς σκιράφια :
: Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Προξένου . σκιραφεῖα ἔλεγον τὰ κυβευτήρια , ἐπειδὴ διέτριβον ἐν Σκίρῳ οἱ κυβεύοντες , ὡς
6841114 Κοιρωνιδαι
, ὃν ἔνιοι Φιλίνου νομίζουσιν . ἔστι δὲ γένος οἱ Κοιρωνίδαι , περὶ ὧν Ἴστρος ἐν τῇ Συναγωγῇ τῆς Ἀτθίδος
, ὃν ἔνιοι Φιλίνου νομίζουσιν : ἔστι δὲ γένος οἱ Κοιρωνίδαι , περὶ ὧν Ἴστρος ἐν τῇ συναγωγῇ τῆς Ἀτθίδος
6814464 τροχαϊκα
δίμετρα τὰ Ϛʹ , ιβʹ . τὰ δ ' ἄλλα τροχαϊκὰ , τῇ μὲν δίμετρα , τῇ δ ' Εὐριπίδεια
, τὸν τρίτον ἔχον πόδα τετράβραχυν . τὰ ἑξῆς ἓξ τροχαϊκὰ δίμετρα ἀκατάληκτα ἐπιμεμιγμένα τριβράχεσιν . τὸ δὲ ιγʹ ,
6801930 Καριου
τὸν αὑτῆς ἄνδρα πᾶσαι καθιζάνουσιν . ὡς δὲ δειπνοῦντες τοῦ Καρίου συνθήματος ᾔσθοντο , αἱ μὲν γυναῖκες ὁμοῦ πᾶσαι τοὺς
Βοσποριανός , Κίου πόλεως Μυσίας Κιανός , Τίου Τιανός , Καρίου Καριανός , Σηλυμβρίου Σηλυμβριανός . ἡμάρ - τηται τὸ
6796413 Τριτοπατορες
, ὀνομασθεῖσαν διὰ τὸ τὴν συνοίκησιν πυκνουμένην εἶναι . . Τριτοπάτορες : . . . Ὁ δὲ τὸ Ἐξηγητικὸν ποιήσας
τὰς βʹ ἥμισυ δραχμὰς οὕτως εἰώθασιν ὀνομάζειν οἱ παλαιοί . Τριτοπάτορες : Δήμων ἐν τῇ Ἀτθίδι φησὶν ἀνέμους εἶναι τοὺς
6796233 Πτολεμαϊκη
͵αωʹ , χαλκοῦϲ ͵δωʹ [ ἄλλοι ͵γχʹ ] . ἡ Πτολεμαϊκὴ μνᾶ ἔχει # ιηʹ , ⋖ ρμδʹ , γράμματα
ʂ , ἡ δὲ ἑτέρα # ιϚʹ , ἡ δὲ Πτολεμαϊκὴ ἔχει # ιηʹ . Ἡ λίτρα ἔχει # ιβʹ
6790705 Ἑκαλῃ
οἶκος καὶ νεὼς τοῦ θεοῦ . Π . Καλλίμαχος ἐν Ἑκάλῃ [ . ] Λιμναίῳ δὲ χοροστάδας ἦγον ἑορτάς .
. Διόδωρος καὶ Δίδυμος Τρινεμεῖς ἀναγράφουσι τὸν δῆμον , Καλλίμαχος Ἑκάλῃ Τρινέμειαν . ὁ δημότης Τρινεμεύς . τὸ τοπικὸν Τρινεμέαθεν
6782234 θερμουϲ
ἀπεψυγμένηϲ ; καὶ ἡμέαϲ ἄνδραϲ ποιέει ζωοῦϲα ἡ θορή , θερμούϲ , ἐνάρθρουϲ , λαϲίουϲ , εὐφώνουϲ , εὐθύμουϲ ,
ϲυνέβη τὸ ἄλγημα , καὶ ϲφοδρότερον μὲν ἐγγίγνεται διὰ τοὺϲ θερμούϲ τε καὶ ψυχροὺϲ χυμούϲ , μέτριον δὲ ἐπὶ τοῖϲ
6778548 ἀρτυνω
ἀρτός καὶ ἀρτῶ καὶ ἀρτύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀρτύνω , ὡς ὄρω ὀρύω καὶ ὀρύνω . οὕτως Ἡρωδιανὸς
, . * . Ἀρτύνθη : κατεσκευάσθη : ἀπὸ τοῦ ἀρτύνω , . . . Ἀρσινόη : πόλις ἐν Συρίᾳ
6772312 Λεγονται
Γάζα , πόλις Φοινίκης . . Ὁ πολίτης Γαζαῖος . Λέγονται καὶ Γαζηνοὶ παραλόγως , ὡς Παυσανίας . : Βότρυς
: Ἐχῖναι , νῆσοι περὶ τὴν Αἰτωλίαν . . . Λέγονται καὶ Ἐχινάδες διὰ τὸ τραχὺ καὶ ὀξὺ , παρὰ
6766654 τυλεια
Δαναΐσι τῶν χειρῶν ἔργα μνοῦς ἐστιν . τὰ μὲν οὖν τυλεῖα καὶ τὰ κνέφαλλα οὐ μόνον παρὰ τοῖς κωμῳδοῖς ἔστιν
ἐνήλατον κλιντήριον . εἶτα φυλλάδες , πτερίδες , πόαι , τυλεῖα , κνέφαλα , προσκεφάλαια ὡς Δημοσθένης καὶ πολλοί .
6765162 διαδικασιᾳ
. . . . Προσχαιρητήρια : Λυκοῦργος ἐν τῇ Κροκωνιδῶν διαδικασίᾳ . ἑορτὴ παρ ' Ἀθηναίοις ἀγομένη ὅτε δοκεῖ ἀνιέναι
τῷ κατὰ Στρατοκλέους ἐξούλης . Δείναρχος μέντοι ἐν τῇ Κροκωνιδῶν διαδικασίᾳ ἰδίως κέχρηται τῷ τῆς ἐξούλης ὀνόματι ἐπὶ τῆς ἱερείας
6764133 κεκονιαμενοι
τῇ κόνει . κατεσποδημένοι ] σποδῷ κεκονιαμένοι . κατεσποδημένοι ] κεκονιαμένοι . κατεσποδημένοι ] πεπτωκότες . θ κατεσποδημένοι ] ἐπὶ
δυσχερῶς , ἀλλ ' ἀληθῶς καὶ ἀναμφιβόλως εἰσὶ τῇ σποδῷ κεκονιαμένοι , κατακεχωσμένοι , ἀνῃρημένοι . . ἀμφιλέκτως ] ἀμφιβόλως
6755499 Κυνοπολιτης
καὶ οὕτως ἡ πόλις : ὡς Λεοντοπολίτης καὶ Λυκοπολίτης καὶ Κυνοπολίτης , περὶ ὧν εἰρήσεται . Ἀκάνναι , ἐμπόριον περὶ
τέχνη ἐκ τοῦ Αἰγυπτίων ἔθους . ὡς γὰρ Κυνῶν πόλις Κυνοπολίτης , Λεόντων πόλις Λεοντοπολίτης , Λύκων πόλις Λυκοπολίτης ,
6741016 ἁρμοζοντες
' ἐπίσταμαι τοὺς δοκοῦντας πρώτους εἶναι ἐσπουδακότας ὡς μηδέποτε παύωνται ἁρμόζοντες ἐπὶ ξένης . καὶ ἦν μὲν ὅτε ἐπεμελοῦντο ὅπως
εἰ ἄρα πάντες οἱ λίθοι οὗτοι οἱ ἀποβεβλημένοι καὶ μὴ ἁρμόζοντες εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ πύργου , εἰ ἔστιν αὐτοῖς
6738078 πνευματικοι
τῶν ἐψυγμένων εὐοικονομητότεροι πολυτροφώτεροί τε καὶ εὐχυλότεροι , ἔτι δὲ πνευματικοὶ καὶ εὐανάδοτοι . οἱ δ ' ἐψυγμένοι πλήσμιοι ,
τὰ νοσήματα πάντα τούτου πρωτοπαθοῦντος γίνεσθαι ἀπεφήναντο , ὅθεν καὶ πνευματικοὶ χρηματίζουσι οὕτω δὲ δύσκριτα οἱ ἀρχαῖοι ἐνόμιζον εἶναι σύντηξίν
6737418 πεντηκοστολογοι
, ὡς δὲ Ἀναξίλας ἐν Γλαύκῳ δεκατῶναι , εἰκοστολόγοι , πεντηκοστολόγοι : καὶ πεντηκοστολογεῖν ἐν Φιλωνίδου Κοθόρνοις ἔστιν εἰρημένον .
ὄχου καὶ κυμβία καὶ κάδους ἔχων , ὧν ἐπελαμβάνοντο οἱ πεντηκοστολόγοι . καὶ ἐν τῷ κατὰ Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου .
6722107 θεωρησατε
διὰ τὰς ἔξωθεν αἰτίας , ψιλῶς ἐπὶ τῶν πραγμάτων γυμνὴν θεωρήσατέ μου τὴν πολιτείαν . μετὰ ταῦτα τοίνυν τῇ πόλει
διὰ τὰς ἔξωθεν αἰτίας , ψιλῶς ἐπὶ τῶν πραγμάτων γυμνὴν θεωρήσατέ μου τὴν πολιτείαν . μετὰ ταῦτα τοίνυν τῇ πόλει
6713881 Κοιρωνιδας
ὀλίγοι . Θεοίνιον : Λυκοῦργος ἐν τῇ διαδικασίᾳ Κροκωνιδῶν πρὸς Κοιρωνίδας . τὰ κατὰ δήμους Διονύσια Θεοίνια ἐλέγετο , ἐν
ἐστίν , τρισὶν ὀνόμασί φησιν αὐτοὺς προσηγορεῦσθαι : καὶ γὰρ Κοιρωνίδας καὶ Φιλιεῖς καὶ Περιθοίδας . . . . Θεοίνια
6713235 ϲκληροτητι
κατὰ τὸν ἐλυτροειδῆ ϲυνίϲτανται τῇ τε ἀντιτυπίᾳ τῇ πολλῇ καὶ ϲκληρότητι καὶ τῇ ἀνωμαλίᾳ ϲαρκοκήληϲ τε καὶ ὑδροκήληϲ διακρινόμενοι .
τάϲιϲ ἀπὸ φλεγμονῆϲ ἢ ϲπαϲμὸϲ ἐργάζεται . εὐθὺϲ δὲ τῇ ϲκληρότητι καὶ μικρότηϲ καὶ τάχοϲ ἐνίοτε καὶ πυκνότηϲ ἀντὶ τοῦ
6712028 λιγυστικου
ἔστωσαν διὰ λιβανωτίδος , μαράθρου , ὑσσώπου , σιλφίου , λιγυστικοῦ , καὶ σελίνου σπέρμα συγκείμενοι . πῶμα δὲ μετὰ
ἐρέβινθοι , ἕρπυλλον , ἰξός , καυκαλὶς ὡς δαῦκος , λιγυστικοῦ καὶ ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπέρμα , σμῖλαξ καὶ
6702624 ἐπακολουθησαντες
εἰκόνι ἐπεξῄεσαν φόνου . καὶ οἱ Θάσιοι καταποντοῦσι τὴν εἰκόνα ἐπακολουθήσαντες γνώμῃ τῇ Δράκοντος , ὃς Ἀθηναίοις θεσμοὺς γράψας φονικοὺς
μεταμεληθεὶς τοῖς πεπραγμένοις ἐξέπεμψε τοὺς διώξοντας : οἳ μέχρι τινὸς ἐπακολουθήσαντες ἐπανῆλθον ἄπρακτοι . ὁ δ ' Ἀντίγονος ἐν τοῖς
6701521 αἰσυμνηται
οἱ τοῦ ἀγῶνος προεστῶτες νεανίαι , οἱονεὶ βραβευταί : “ αἰσυμνῆται δὲ κριτοὶ ἐννέα πάντες ἀνέσταν . ” αἰγίοχος αἰγιοῦχος
δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς δὲ ἡμῖν καὶ ὁ Μήδων βασιλεύς ,
6683027 Μεγαρικῃ
ἐν δ ' Ἀχαρνεῦσιν καὶ ὡς πλεοναζόντων αὐτῶν ἐν τῇ Μεγαρικῇ . περισπῶσι δ ' οἱ Ἀττικοὶ παρὰ τὸν ὀρθὸν
Νῖσαν οὕτως εἴρηκεν : ἦν γὰρ ὁ . . . Μεγαρικῇ . ἐκεῖθεν ἀπῳκισμένη πρόσχωρος [ τοῦ Κιθαιρῶνος ] ,
6682669 ἀνῃρημενοι
καὶ ὁ ὑπασπιστής : οἱ δ ' ὑπ ' ἐκείνων ἀνῃρημένοι πάντες μαχαιρῶν ἢ χερμάδων ἢ σαυνίων , βέλους δὲ
ἀληθῶς καὶ ἀναμφιβόλως εἰσὶ τῇ σποδῷ κεκονιαμένοι , κατακεχωσμένοι , ἀνῃρημένοι . οὐδ ' ἀμφιλέκτως ] οὐδ ' ἀμφιβόλως ,
6680797 ἀπουρειν
, ϲωληνάριον μολιβοῦν ἐνθέντεϲ τῷ πόρῳ δι ' αὐτοῦ κελεύϲομεν ἀπουρεῖν τοὺϲ κάμνονταϲ . Οἱ θύμοι ϲαρκώδειϲ εἰϲὶν ὑπεροχαὶ ποτὲ
. Πλεῖον δὲ προσάγειν ποτὸν ὕδωρ γλυκὺ θερμὸν καὶ συνεχῶς ἀπουρεῖν ἀναγκάζειν : χρονίζον γὰρ ἐν τῇ κύστει τὸ δριμὺ
6676198 υλβʹ
Ἀντωνίνου Φαωφὶ ιʹ : εἰσὶ σμγʹ , καὶ γίνονται ὁμοῦ υλβʹ . ἀφαιρῶ τὰς τξʹ , λοιπαὶ οβʹ : ταύτας
. . . . . . . . . τπδʹ υλβʹ υπϚʹ φιβʹ φοϚʹ χμηʹ ψκθʹ λεῖμμα βπλάσιον τοῦ αʹ
6675692 κατεσποδημενοι
' ἀμφιλέκτως ] ἀναμφιβόλως . ἀμφιλέκτως ] ἀμφιβόλως . θΞ κατεσποδημένοι ] οἱ καὶ τῇ σποδῷ καὶ τῷ χοῒ κεκονισμένοι
. κατεσποδημένοι ] σποδῷ κεκονιαμένοι . κατεσποδημένοι ] κεκονιαμένοι . κατεσποδημένοι ] πεπτωκότες . θ κατεσποδημένοι ] ἐπὶ τῇ σποδῷ
6672457 Ἑψε
: μίλτου Σινωπικῆς οὐγγίας ἕξ : ὄξους κύαθον ἕνα . Ἕψε λιθάργυρον , ψιμμύθιον , ἅλας λειότατον ποιήσας , μέχρις
, ἀνὰ λίτ . α , ὄξους τὸ ἀρκοῦν . Ἕψε ἔλαιον , λιθάργυρον , ψιμμύθιον : μεσαζούσης δὲ τῆς
6670518 Αἰξωνεις
* . Αἰξωνεύεσθαι : τὸ κατηγορεῖν : βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς . δῆμος δὲ ἡ Αἰξωνὴ τῆς Κεκροπίδος ἐστὶ φυλῆς
. . αἰξωνεύεσθαι : τὸ κατηγορεῖν : βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς . δῆμος δὲ ἡ Αἰξωνὴ τῆς Κεκροπίδος γῆς .
6668966 Ῥινων
. ὀχθίζων : στενάζων . ὀχθίζων ὀδύνῃσι : λυπούμενος . Ῥινῶν : ἀσκῶν , δερμάτων . ἀλέγει : φροντίζει .
ῥινὶ παθῶν , καὶ πρῶτον ὀζαινῶν καὶ πολυπόδων . ] Ῥινῶν θεραπεία κοινὴ ὀζαινῶν πολύπων . ξηρᾶναι πρῶτον καὶ ῥῶσαι
6664506 καταχριομενοι
πληγέντι τόπῳ . Βοηθοῦνται δὲ οἱ ἀμφότεροι πηλῷ ἢ βολβίτῳ καταχριόμενοι μετ ' ὀξυκράτου , ἢ μαλάχης φύλλοις σὺν ὀξυκράτῳ
. πυρρὰϲ ποιοῦϲι τρίχαϲ θέρμοι ὠμοὶ ϲὺν ὕδατι καὶ νίτρῳ καταχριόμενοι , λωτοῦ τοῦ δένδρου πριϲμάτων ἀφέψημα , κύπρου φύλλα
6664314 ΕΚΘ
τῶν αὐτῶν λα ιβ , διὰ τοῦτο δὲ καὶ τὴν ΕΚΘ συνάγεσθαι ιη λϚ . καὶ τῶν μὲν περιμέτρων ἄρα
ΕΓΑ ἴση ἐστί , τουτέστιν ἡ ὑπὸ ΣΞΝ τῇ ὑπὸ ΕΚΘ : ὅμοια ἄρα ἀλλήλοις τὰ ΕΚΘ , ΜΞΝ τρίγωνα
6660984 Ναρδοϲ
ἰϲχυροτέρα δὲ ἡ Ἰνδική , μελαντέρα τῆϲ Ϲυριακῆϲ ὑπάρχουϲα . Νάρδοϲ Κελτική . Παραπληϲίαϲ μέν πωϲ κατὰ γένοϲ δυνάμεωϲ τῇ
ιε καὶ ἐκεῖνο τὸ ἔλαιον ἐπάνω . Νάρδου ϲκευαϲία . Νάρδοϲ ϲκευαζομένη ἐν τῇ ἐκκληϲίᾳ . ϲτάχουϲ λι κιναμώμου λι
6653127 ΚΨ
ἴση ἐστὶν ἡ ΣΚ τῇ ΚΒ , κοινὴ δὲ ἡ ΚΨ , καὶ βάσις ἡ ΣΨ βάσει τῇ ΨΒ ἐστιν
ΘΚ , ΚΛ περιφερειῶν μείζων ἐστὶν ἑκατέρας τῶν ΣΚ , ΚΨ , μείζων ἄρα καὶ ἡ ΣΚ τῆς ΚΨ .
6649560 μαινιδι
ἱππούροις , ὀρφοὶ δὲ τρίγλῃ , κιῤῥίδι πέρκη , χρύσοφρυς μαινίδι , καὶ πολύποδι μύραινα . ἐπὶ μείζονας : κατὰ
τρίγλη δ ' ὀρφὸν ἔπεφνε καὶ ἔσπασε κιρρίδα πέρκη , μαινίδι δὲ χρύσοφρυς ἀνέλκεται : αὐτὰρ ἀνιγραὶ μύραιναι μετὰ σάρκας
6645077 Ὀξυνεται
ἔθνος , οὗ μέμνηται Ἀσίνιος Κουάδρατος ἐν πρώτῳ Παρθικῶν . Ὀξύνεται δέ . : Μαυρούσιοι καὶ Μαῦροι , ἔθνος μέγα
Ἀπὸ γὰρ τοῦ δαίω τὸ καίω δαῒς καὶ δάς . Ὀξύνεται δὲ τὸ δὰς , ὅτι τὰ ὀξυνόμενα ἐν τῇ
6645025 βαρυνουσιν
” . ἑξέτει ] οὕτω βαρέως Ἀττικοί . οὕτως Ἀττικοὶ βαρύνουσιν “ ἑξέτει ” . τραυλίσαντι : ψελλίσαντι , ἄσημον
δώσω καὶ τύψω . Οἱ δὲ Αἰολεῖς καὶ τοὺς περισπωμένους βαρύνουσιν : οἷον , σπέρσω καὶ ὄρσω , καὶ κέρσω
6640686 Σαφες
δίχρονον ἐν ταῖς πλαγίοις . Τὸ ὕδωρ τοῦ ὕδατος . Σαφές : τὸ δὲ ὕδωρ ἑτερόκλιτον ὡς ἀπὸ εὐθείας τῆς
οὕτω δεκτέον τὴν συναλοιφήν , πρόσθ ' Ἀπόλλωνος Λυκήω . Σαφές ἐστιν ὅτι καὶ τὸ ἔνθα τῇδε ἔχει , εἴγε
6639389 ἀτρεμεει
τὰ δὲ πολύαιμα διὰ τὸ πλῆθος τοῦ αἵματος πολὺ γενόμενον ἀτρεμέει . χασμῶνται δὲ πρὸ τῶν πυρετῶν , ὅτι πολὺς
τῇ ἄλλῃ χρήσει τοῦ στόματος , ἡ μὲν ἄνω γνάθος ἀτρεμέει : ξυνήρτηται γὰρ τῇ κεφαλῇ , καὶ οὐ διήρθρωται
6637434 ὀρχηστριδι
ἦρχεν ᾠδῆς . ἐπεὶ δ ' ᾖσεν , εἰσεφέρετο τῇ ὀρχηστρίδι τροχὸς τῶν κεραμεικῶν , ἐφ ' οὗ ἔμελλε θαυματουργήσειν
ηὔλει μὲν αὐτῇ ἡ ἑτέρα , παρεστηκὼς δέ τις τῇ ὀρχηστρίδι ἀνεδίδου τοὺς τροχοὺς μέχρι δώδεκα . ἡ δὲ λαμβάνουσα
6635847 περιβλητεον
μαλθακοῦ παραθετέον βεβρεγμένου τοῖς αὐτοῖς ὑγροῖς , κἄπειτα τὸ πίλημα περιβλητέον . καὶ τῆς ταραχῆς ὑπεκλυθείσης ὕδωρ δοτέον διάκλυσμα θερμὸν
καὶ καθαρὸν ἔριον ἐλαίῳ γλυκεῖ καὶ θερμῷ διαβραχὲν καὶ ἀποθλιβὲν περιβλητέον ἐφηβαίῳ καὶ ἐπιγαστρίῳ σὺν ὀσφύι καὶ ἰσχίοις , ἵνα
6632687 Περσικῃ
καὶ τῆς ῥινὸς αὐτοῦ . ἀπισονασάτρα : παίζει ὡς τῇ Περσικῇ διαλέκτῳ χρώμενος . ξυνήκαθ ' ] ἔγνωτε . ]
. βραδύνειν . καιρὸς . Ἑλληνικὴ . ἡ Ἑλληνικὴ . Περσικῇ . τῇ Περσικῇ δηλονότι . τὸν ἔμβολον τὸν εἰς
6632573 Σιμον
. . . τοῦτο δ ' ἀνελόντα [ ? ] Σῖμον τὸν ἁρμονικὸν καὶ τὸν κανόνα σφετερισάμενον ἐξενεγκεῖν ὡς ἴδιον
Εὐφίλητος Σίμωνος Αἰξωνεύς , Ἀριστόμαχος Κριτοδήμου Ἀλωπεκῆθεν , μαρτυροῦσιν εἰδέναι Σῖμον τὸν Θετταλὸν ἀφικόμενον Ἀθήναζε εἰς τὰ Παναθήναια τὰ μεγάλα
6631912 ὑπερωϊα
Ἀχαιῶν καλὸν ἔνεικεν . ἡ μὲν ἔπειτ ' ἀνέβαιν ' ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν , τῇ δ ' ἄρ ' ἅμ
„ . . . Ι . δ . κατέβαιν ' ὑπερώϊα . † ) ὑπερωΐων , ὡς τὸ ” διά
6630052 βλητεον
κοπέντων καὶ χυλιϲθέντων καὶ διηθέντοϲ τοῦ χυλοῦ διὰ ῥάκουϲ . βλητέον δὲ τοῦ μὲν χυλοῦ # δ μέλιτοϲ δὲ #
, ὡς προείρηται , διηθητέον , ἢ σάνδυκος δραχμὰς δʹ βλητέον . Τάδε ἔνεστιν ἐν τῇδε τῇ βίβλῳ , ὦ
6628176 ὁμογαλακτας
' ἐκ τῆς αὐτῆς μητρὸς ὁμομήτριοι καὶ ὁμομήτορες : καὶ ὁμογάλακτας δὲ τούτους καὶ ὁμογάστορας καὶ ὁμογαστρίους ὀνομαστέον , καὶ
γένους τῶν λʹ γενῶν , οὓς καὶ πρότερον φησὶ Φιλόχορος ὁμογάλακτας καλεῖσθαι . Ἰσαῖος μέντοι τοὺς γεννήτας ἁπλῶς ἐξ αἵματος
6628010 συνεστραμμενα
. . . . καὶ τῆς ἄρρενος οὐλότερα τὰ ξύλα συνεστραμμένα , καὶ ἐν τῷ πεδίῳ ταύτην φύεσθαι μᾶλλον καὶ
τὰ δὲ ἀλλοῖα . ταῦτα δὲ ὑφ ' ἡμῶν ὁρᾶσθαι συνεστραμμένα , καθάπερ ἐν αὐγῇ λαμπρᾷ φλογὸς σπινθῆρας ἰσχυροὺς διαθέοντας
6625360 Ἀρεοπαγιται
μυλῶνα καὶ ἀλοῦντες δύο δραχμὰς ἀμφότεροι λαμβάνουσι , θαυμάσαντες οἱ Ἀρεοπαγῖται διακοσίαις δραχμαῖς ἐτίμησαν αὐτούς . καὶ Δημόκριτον δ '
. . . . . . . : ἐδίκαζον οὖν Ἀρεοπαγῖται περὶ πάντων σχεδὸν τῶν σφαλμάτων καὶ παρανομιῶν , ὡς
6621739 λελεπισμενων
Κηροῦ , πιτυΐνης , πίσσης ἀνὰ # α , δαφνίδων λελεπισμένων # α , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος # Ϛ , χαλβάνης
λειώσας ὑπάλειφε τὴν παραγωγὴν ποιούμενος διὰ τοῦ κερατοειδοῦς . Δαφνίδων λελεπισμένων δραχ . κʹ λείωσον μετ ' οὔρου παιδὸς ἀφθόρου
6621067 ἐπιτηδειοιϲ
ἄλλο , τοῦτο τὸ φάρμακον ὀνίνηϲιν , ἔξωθέν τε τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ καταπλάϲμαϲι μιγνύμενον , εἴϲω τε τοῦ ϲώματοϲ λαμβανόμενον ,
καὶ τῇ τρίτῃ ἀποπυριᾶν καὶ γάλακτι ἐγχυματίζειν καὶ καταπλάττειν τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ , εἶτα ὑπαλείφειν τοῖϲ πρὸϲ τὰϲ παλαιὰϲ διαθέϲειϲ ,
6620998 πβʹ
νζʹ Κρόνῳ δίδωσιν , εἶτα Ἑρμῇ οϚʹ , εἶτα Ἀφροδίτῃ πβʹ , εἶτα Διὶ οθʹ , εἶτα Ἄρεϊ ξεʹ ,
Συρακουσίων ἐπικρατησάντων τοὺς αὐτὴν ἔχοντας κατέστραπτο : εἶτα ἐν τῇ πβʹ Ὀλυμπιάδι , μεταξὺ τοῦ χρόνου , καθ ' ἣν
6618209 σμαριδας
τὰν κράμβαν . ὅκχ ' ὁρῆι βῶκάς τε πολλοὺς καὶ σμαρίδας . . κἀστακοὶ γαμψώνυχοι . κουρίδες τε ταὶ φοινίκιαι
ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων ὅμοιά φησιν εἶναι τῇ μαινίδι βόακα καὶ σμαρίδας . Ἐπαίνετος δ ' ἐν Ὀψαρτυτικῷ φησι : σμαρίδα
6616471 ἰτεᾳ
τὸ δὲ ἄλλο σῶμα πᾶν ἔξω . τοῦτο γὰρ καὶ ἰτέᾳ καὶ κλήθρᾳ καὶ πλατάνῳ καὶ φιλύρᾳ καὶ πᾶσι τοῖς
ἐστιν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ Θρᾴκιον . τῷ δένδρῳ δὲ τῇ ἰτέᾳ κατὰ τὸ ἕτερον μέρος προσανακεκλιμένος ἐστὶν αὐτῇ Προμέδων .
6613673 χρυσοω
ποῶ μακκοῶ . αἱ μέντοι ἐντέλειαι τῶν περισπωμένων βαρύνονται : χρυσόω στεφανόω . Τὰ εἰς Ω καθαρὸν παραληγόμενα τῇ ΟΙ
ἀπὸ βαρυτόνων συνῃρέθη , ποιέω ποιῶ , βοάω βοῶ , χρυσόω χρυσῶ . τύπτεις : πᾶν πρῶτον πρόσωπον εἰς ω
6612375 Σφηττιοι
γὰρ ὄξος παρὰ Σφηττίοις ἐγίνετο . ἢ ὅτι πικροὶ οἱ Σφήττιοι καὶ συκοφάνται . ἐπομνύμενον : ἀντὶ τοῦ “ ἐφεδρεύοντα
. καὶ γὰρ οἱ σφῆκες τὴν κοιλίαν ἐπισυνηγμένην ἔχουσιν . Σφήττιοι : δῆμος τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς . κωμῳδοῦνται δὲ ὡς
6610528 ἀβαξ
ὕφου ἐπὶ τοῦ δευτέρου προσώπου ἑνικοῦ τοῦ παρεληλυθότος τίθεται . ἄβαξ : ξύλινόν τι σκεῦος , παραπλήσιον τοῖς δίσκοις .
τὸ δ ' αὐτὸ παρὰ τοῖς πάλαι ἐλεὸν ἐκαλεῖτο . ἄβαξ ἀβάκιον , κακάβη , πατάνιον ἢ πατάνα : οὕτω
6610305 οεʹ
καὶ ἀναδρομῆς μήτρας , Ἀσπασίας οδʹ . Περὶ ἐμπνευματώσεως μήτρας οεʹ . Περὶ ὑδρωπιώσης μήτρας οϚʹ . Περὶ μύλης ,
ἐπελογισάμεθα πάλιν διὰ δύο τῶν ὑποκειμένων . ἔτους μὲν γὰρ οεʹ κατὰ Χαλδαίους Δίου ιδʹ ἑῷος ἐπάνω ἦν τοῦ νοτίου
6606670 σμεʹ
ἐὰν δὲ Σκορπίῳ , σπγʹ : ἐὰν δὲ Τοξότῃ , σμεʹ ἥμισυ : ἐὰν δὲ Αἰγόκερῳ , σπηʹ . Ἔστω
τέλος τῶν Ἀριστοφάνους Νεφελῶν . ἡ εἴσθεσις . . . σμεʹ . . . ἀκατάληκτον : ἐν εἰσθέσει . .
6606544 κυβικων
ἔσται ʂ α : ὁ δὲ πολλαπλασιαζόμενος ἀριθμὸς ἔστω ἀριθμοστῶν κυβικῶν ὁσωνδήποτε : ἔστω δὴ ʂא η . ἐπὶ μὲν
αὐτῶν προσλαβὼν ἑκάτερον ποιῇ κύβον . Τάσσω τὸν αον ἐκ κυβικῶν ʂ : ἔστω δὴ η : τὸν βον ΔΥ
6605752 Κλεοχου
Ἄμφη καὶ Ἀστράβη . κέκληται δὲ ἀπὸ τοῦ Κάσου τοῦ Κλεόχου πατρός . ἀπῴκισται δὲ τῆς νήσου καὶ τὸ ἐν
ἦν . Οἱ δέ φασιν αὐτὸν Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρείας τῆς Κλεόχου . . . Καὶ Ἀριστόκριτος φησὶν ὅτι Ἀρεία θυγάτηρ
6596976 προσληψομεθα
: καὶ τίνα ἀπωσόμεθα ἀδοξίαν οὖσαν , καὶ τίνα οὐ προσληψόμεθα μὴ οὖσαν , προσδοκωμένην δέ : καὶ πάλιν εἰ
αὖ ὑπάρχοντα φαῦλα ἀποτρεψόμεθα , καὶ τὰ οὐκ ὄντα οὐ προσληψόμεθα : εἰ δὲ μὴ ἑλοίμεθα , τὰ μὲν ὑπάρχοντα
6594680 περθε
. , † : . , ἰαμβικὸν τρίμετρον μονόμετρον τρίμετρον πέρθε ] † οἱ γράφοντες ὕπερθεν ἀμαθεῖς τῷ μέτρῳ ἰαμβικὸν
σοῦ γενείου , δι ' ἐμὴν χάριν . Ἄλλως . πέρθε : οἱ δὲ γράφοντες ὕπερθε ἀμαθεῖς τοῦ μέτρου .
6594183 κωμῳδω
γὰρ δύναται μεγάλα τοῖς σωφροσύνην διώκουσιν . Οὐκ ἐγώ σε κωμῳδῶ , ἀλλὰ Φαίδων , λέγων γεγονέναι σε κρείσσω καὶ
, τέμνω σοι τὸ κρέας , ἀναγινώσκω σοι Ἀλκαῖον , κωμῳδῶ σοι τοὺς Ἐπιτρέποντας : ὧν , ὡς ἔφαμεν ,
6590280 τμγ
στερεόν . ποιῶ οὕτως : κυβίζω τὰ ζ , γίνονται τμγ : ταῦτα δίς , γίνονται χπϚ : ταῦτα ἑνδεκάκις
Μο γ : αὐτοὶ δὲ οἱ κύβοι ὁ μὲν αος τμγ , ὁ δὲ βος κζ . β . Εὑρεῖν
6589944 Μετωπην
προγόνου Μετώπης ἀπὸ Στυμφήλου πόλεως Ἀρκαδικῆς . ματρομάτορα δὲ τὴν Μετώπην λέγει ὁ Πίνδαρος οὕτω . Μετώπη θυγάτηρ μὲν ἦν
' εἶχον καὶ Παρρασίην ἐνέμοντο . ματρομάτορα δὲ λέγει τὴν Μετώπην ὁ Πίνδαρος οὕτω : Μετώπη θυγάτηρ μὲν Λάδωνος τοῦ
6587814 Ἀλοης
γάρου , μέλιτος ἀνὰ # α . Κοκκία καθαρτικά . Ἀλόης # α , κολοκυνθίδος , ἐντεριώνης , σκαμμωνίας ⋖
εὐθείας . Ἀκακίας ἐκλέγου τὸ ἠρέμα κιρρὸν καὶ εὐῶδες . Ἀλόης ἐκλέγου τὴν λιπαρὰν καὶ ἄλιθον , στίλβουσαν , ὑπόξανθον
6584220 Ῥοδινου
ἀνὰ λι . ∠ ʹ : ἕψε ἐν διπλώματι . Ῥοδίνου , τερεβινθίνηϲ , μέλιτοϲ ἀνὰ # β , ψιμυθίου
: διπλώματι τήκεται , καὶ πάντεϲ οἱ λοιποὶ πεϲϲοί . Ῥοδίνου μύρου , κικίνου , τερεβινθίνηϲ , κηροῦ , μέλιτοϲ
6583847 Ἰση
μεσημβρινός . Ὁ ΚΛ . , ] ὁ ζῳδιακός . Ἴση ἄρα ἐστίν . , ] διὰ τὸ θʹ τοῦ
μίᾳ περιφερείᾳ , ἀπώτερόν ἐστι τὸ Δ τοῦ Ξ . Ἴση ἄρα ἐστίν . , ] διὰ τὸ ιγʹ τοῦ
6580628 διεγραφον
. ὕπαρνοι ? [ : ἔγκυοι . διεμετρήσαντο : ] διέγραφον , διέλαχον . φιληδεῖ [ ] ὑφαίνει [ :
πλησιόχωρα , γείτονα , σύνορα . τὰ ὅμορα ὅτι χόρτῳ διέγραφον τὰς πόλεις οἱ ἀρχαῖοι : Ἀλέξανδρος δὲ ἢ ὀσπρίοις
6580201 σοʹ
ἐς ἰδέην μεʹ , ἐς κίνησιν Ϟʹ , ἐς ἔξοδον σοʹ : ἄλλοι , νʹ ἐς ἰδέην , ἐς πρῶτον
τριπλασιασθεῖσαι τοῦ σιʹ ποιητικαί εἰσιν , αἱ δὲ Ϟʹ τοῦ σοʹ , ἑπταμήνου καὶ ἐννεαμήνου . ὅτι καὶ τὰ σπέρματα
6577045 Ὀρθογραφιᾳ
μέλλοντα : Ἀρκέσιος καὶ Ἀρκείσιος . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Ὀρθογραφίᾳ . Ἀριστοτέλης δὲ ἐν τῇ Ἰθακησίων πολιτείᾳ τὸν Κέφαλον
, ὁ φεύγων τὸ δοῦναι . οὕτως Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Ὀρθογραφίᾳ . Φθείρ . ὁ ἀπὸ φθορᾶς σωματικῆς γενόμενος .
6576953 Σπαρτωλος
ὡς ἄλλοι τε ἱστοροῦσι καὶ Ἔφορος ἐν τῇ εʹ . Σπάρτωλος : Ἀντιφῶν ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ ἐπιτροπικὸς Τιμοκράτει . πόλις
τῷ ἐπιγραφομένῳ ἐπιτροπικὸς Τιμοκράτει . πόλις ἐστὶ τῆς Βοττικῆς ἡ Σπάρτωλος . Σπερμολόγος : Δημοσθένης ὑπὲρ Κτησιφῶντος . λέγεταί τι
6574326 τυρβη
μέσαις ταῖς ἀγοραῖς ; ταῦτα γὰρ ἅπαντα , οἶμαι , τύρβη καὶ ὄχλος καὶ βαναυσία , καὶ ἀρχαῖα μὲν τὰ
ἀπελήλανται εἰς ἄλλον τόπον , ὡς μὴ μιγνύηται ἡ τούτων τύρβη τῇ τῶν πεπαιδευμένων εὐκοσμίᾳ . διῄρηται δὲ αὕτη ἡ
6571597 ΣΩ
, οὕτως τὸ ἀπὸ τῆς ΝΤ πρὸς τὸ ἀπὸ τῆς ΣΩ . καὶ ὡς ἡ ΟΞ ἄρα πρὸς τὴν ΦΨ
διαμέτρου πρὸς τὸ ἀπὸ τῆς συζυγοῦς διαμέτρου , φέρε τῆς ΣΩ : ὡς ἄρα τὸ ἀπὸ τῆς ΟΞ πρὸς τὸ
6566271 ἁμαρτοντες
: διὸ καὶ ἐς τὸ Καπιτώλιον συνέφυγον ὡς ἐς ἱερὸν ἁμαρτόντες ἱκέται ἢ ὡς ἐς ἀκρόπολιν ἐχθροί . πόθεν οὖν
σπονδὰς ἡμῶν ὑβρίσαντες καὶ τὰ τελευταῖα νῦν καὶ ἐς πρεσβείας ἁμαρτόντες οὕτω φανερῶς καὶ ἀθεμίτως , ὡς μήτε ἐξαρνεῖσθαι μήτε
6564658 ὠοπ
δὲ οἶμαι . Θ . 〚 ὠὸπ , ὂπ , ὠὸπ , ὂπ : Εἴσθεσις μέλους χοροῦ μονοστροφική : ἧς
. ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ ὠόπ . τὸ
6562529 εὐστομωτερα
σφύραιναι τῶν γόγγρων τροφιμώτεραι . ἡ λιμναία ἔγχελυς τῆς θαλασσίας εὐστομωτέρα καὶ πολυτροφωτέρα . τῷ μελανούρῳ ἀναλογεῖ ὁ χρύσοφρυς .
εἰσὶ τροφιμώτεραι . ἡ δὲ λιμναία ἔγχελυς τῆς θαλασσίας ἐστὶν εὐστομωτέρα καὶ πολυτροφωτέρα . τῷ δὲ μελανούρῳ ἀναλογεῖ ὁ χρύσοφρυς
6558912 σπα
, ἀνωμαλίας δ ' ἀπὸ τοῦ ἀπογείου τοῦ ἐπικύκλου μοίρας σπα κ , ὡς ἐκ τούτων συνάγεσθαι τὴν μὲν ἀκριβῆ
νεῶν ἀποβάντες ἐπειρῶντο συλλαμβάνειν οἷα δὴ γυναῖκας : οἱ δὲ σπα - σάμενοι τὰ ἐγχειρίδια μάλα δὴ ἀντὶ γυναικῶν ἄνδρες
6558003 υπϚʹ
μοίρας κγ # . καὶ ἦν ὁ χρόνος κατὰ τὸ υπϚʹ ἔτος πάλιν ἀπὸ Ναβονασσάρου κατ ' Αἰγυπτίους Φαμενὼθ λʹ
. . . . . . . . τπδʹ υλβʹ υπϚʹ φιβʹ φοϚʹ χμηʹ ψκθʹ λεῖμμα βπλάσιον τοῦ αʹ ψξηʹ
6555435 ἀγλαε
εἰρηκέναι κέρας τὴν τρίχα . ὅθεν ἐπὶ τοῦ κέρ ' ἀγλαέ , τόξῳ ἀγαλλόμενε . κεστός . οὐκ ὀνοματικῶς ὁ
οἱονεὶ κερατομίοις , τοῖς τὴν ψυχὴν τέμνουσιν . κέρ ' ἀγλαέ . οἱ μὲν γλωσσογράφοι ταῖς θριξὶν ἀγαλλόμενε : κέρα
6552088 πραεις
οὐ δακνώδεις , ἐπαναδιδόντες δὲ τῇ ἁφῇ : οἱ δὲ πραεῖς , οἱ δὲ ὀξεῖς , ἡσσώμενοι δὲ τῇ χειρὶ
λίμναι χειροποίητοι ὡραῖαι , καὶ ἰχθύας ἔχουσι μεγέθει μεγίστους καὶ πραεῖς : καὶ θηρᾷ αὐτοὺς οὐδεὶς ὅτι μὴ οἱ τοῦ
6549628 ἀποκαταστησῃ
: εὐλαβεῖτο γὰρ μή ποτε ὁ παῖς παραγενηθεὶς εἰς ἡλικίαν ἀποκαταστήσῃ τῇ πατρίδι τὴν ἐλευθερίαν , πεφρονηματισμένος διὰ τὴν εὐγένειαν
ἀποκατέστη , ὁ λοιπὸς ἐπὶ δόρυ κλίνας προαγέτω , ἕως ἀποκαταστήσῃ εἰς τὰ ἴδια διαστήματα : εἶτα εἰς ὀρθὸν ἀποδότω
6548801 λαυραι
τῇ παρὰ τὸν ποταμὸν πυλίδες ἐπῆσαν , ὅσαι περ αἱ λαῦραι , τοσαῦται ἀριθμόν : ἦσαν δὲ καὶ αὗται χάλκεαι
, λευκόχρους Ἕλληνες . λαύρας καὶ τὰς ἀμάρας Ἀριστοφάνης . λαῦραι δὲ καὶ τὰ ἄμφοδα . λητουργεῖν διὰ τοῦ η

Back