, τὸ προάρχον τῆς ἀρχῆς τῆς ἀπεράντου : ταῦτα ὁ Ποιμάνδρης ἐμοί . Τὰ οὖν , ἐγώ φημι , στοιχεῖα
ὀγδοάδα γενομένου σου ἀκοῦσαι τῶν δυνάμεων . Καθὼς Ὀγδοάδα ὁ Ποιμάνδρης ἐθέσπισε , τέκνον , καλῶς σπεύδεις λῦσαι τὸ σκῆνος
6891033 ἀγαθε
, τοὺς ἄλλους λαθών : “ οὐ σώσεις , ὦ ἀγαθέ , τὴν πατρίδα ; ” ὃ δὲ καὶ τοῦτ
ἀδελφιδοῦς ἐπιμελεῖσθαι τούτου τοῦ παιδίου ; Ἀλλ ' , ὦ ἀγαθέ , τοῦτο μὲν καὶ λαθεῖν φήσαιτ ' ἂν ὑμᾶς
6855813 ὑπανταξ
Τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . Ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . Οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε ;
τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . ἔφευγε , κἀγὼ τῆς ὑπαντὰξ εἰχόμην . οὔκουν μ ' ἐάσεις ἀναμετρήσασθαι τάδε :
6797428 πεισθητι
κήδῃ σαυτοῦ τε καὶ ἡμῶν καὶ τῆς ὅλης ἀρχῆς , πείσθητι τὰ βέλτιστα συμβουλεύουσι ἡμῖν καὶ κοινώνει τῶν τε πραγμάτων
προξενεῖ . μισεῖ δὲ ὁ θεὸς τοὺς ἀλαζόνας . φέρε πείσθητι τῷ Σατύρῳ καὶ χάρισαι τῷ θεῷ . ” κἀγὼ
6769909 μετανιπτριδ
δ ' ἦν Δαίμονος Ἀγαθοῦ μετάνιπτρον . Νικόστρατος Ἀντερώσῃ : μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς Ὑγιείας ἔγχεον . ΜΑΣΤΟΣ . Ἀπολλόδωρος
καὶ παρ ' Ὤκιμον χαλκώματα . Κἀγώ , φιλτάτη , μετανιπτρίδ ' αὐτῷ τῆς ὑγιείας ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας
6760850 μνημονευε
. Ἑρμηνεία . Κἂν πλούσιος γέγονας καὶ περίβλεπτος , Πενίας μνημόνευε τῆς σῆς συντρόφου . Κλείσωμεν τὴν θύραν , τὴν
† ὅπως ἀρέσῃς μᾶλλον αὐτῷ , καὶ ὅταν πλουτήσῃς ἐμοῦ μνημόνευε . ” Καλλιρόη δὲ τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησεν ,
6721861 ἀντακουσον
Οἶσθ ' ὡς πόησον ; ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴς ' ἀντάκουσον , κᾆτα κρῖν ' αὐτὸς μαθών . Λέγειν σὺ
τοιαύτης δ ' οὔτις εὐφιλὴς θεῶν . ἄναξ Ἄπολλον , ἀντάκουσον ἐν μέρει . αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ
6719375 μαρτυρησον
, ζώνης ; ἀπεύχῃ μητρὸς αἷμα φίλτατον ; ἤδη σὺ μαρτύρησον , ἐξηγοῦ δέ μοι , Ἄπολλον , εἴ σφε
ὅτι περιφανῶς ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι . Ἀνάβηθι δέ μοι καὶ μαρτύρησον . Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας οὐκ οἶδ
6685229 χαριῃ
μηδὲ τοὺς καταγελῶντας . τοῦτο μὲν οὖν μοι χαριῇ : χαριῇ δὲ καὶ αὐτὸν Νεμέσιον ποιήσας πρὸς ἡμᾶς δίκαιον .
ὦ Σώκρατες , ἀλλ ' εἰπέ , καὶ πάνυ μοι χαριῇ , εἴτε Ἀσπασίας βούλει λέγειν εἴτε ὁτουοῦν : ἀλλὰ
6644431 ἀποτυγχανω
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω
6631156 Οἰνηϊδος
λαμβάνονται . . . . Βουτάδαι : δῆμός ἐστι τῆς Οἰνηΐδος Βουτία , ἀφ ' ἧς καὶ Βουτάδαι οἱ δημόται
φυλῆς εἶναι , οὐκ ὀρθῶς : οἱ γὰρ Ἀχαρνεῖς τῆς Οἰνηΐδος φυλῆς εἰσιν . οἱ δὲ περὶ Ἀσκληπιάδην φασὶν ,
6630117 λανθανεις
πόλεσι δεῖν : πρῶτον μὲν σαυτὸν , εὖ ἴσθι , λανθάνεις αὐτὰς δή που τὰς λειτουργίας περικόπτων τῇ πόλει καὶ
ἰσχυρὸν ἔχειν νομίζεις , ὅτι μὴ τοῖς νόμοις ἐγγέγραπται , λανθάνεις οὐδὲν ἧττον καὶ τά γε σὰ παιδικὰ ταύταις ὑποβάλλων
6619783 προσμενω
κοσμικῶν πραγμάτων , τουτέστιν ἠρεμίαν σχών . σχολάζω καὶ τὸ προσμένω , ὅπερ συντάσσεται μετὰ δοτικῆς , ὡς τὸ σχολάζει
κοσμικῶν πραγμάτων , τουτέστιν ἠρεμίαν σχών . σχολάζω καὶ τὸ προσμένω , ὅπερ συντάσσεται μετὰ δοτικῆς , ὡς τὸ σχολάζει
6617968 φλυαρων
ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε
σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην :
6601966 ἐπισχησω
δεινὴ γὰρ ἠπειρῶτις ἐς τὰ τοιάδε ψυχὴ γυναικῶν : ὦν ἐπισχήσω ς ' ἐγώ , κοὐδέν ς ' ὀνήσει δῶμα
Δί ' , ἔφη , φθάσεις μέντοι . ἐγὼ γὰρ ἐπισχήσω ἔστ ' ἂν φῇς καλῶς ἔχειν . οὕτω δὴ
6600535 ἀμφιβαλλω
. ἀνενδοιάστως : ἀπὸ τοῦ ἀνενδοιάζω , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀμφιβάλλω , συναυλίζομαι : καὶ οὐ μὴ συνδυάσω μετὰ τῶν
. . . Ἀνενδοιάστως : ἀπὸ τοῦ ἀνενδοιάζω , τὸ ἀμφιβάλλω καὶ δοκῶ : γράφεται διὰ τῆς οι διφθόγγου πρὸς
6595223 κυρεις
οὔπω λέγεις . ὁρᾶις γὰρ αὐτός , εἰ φρονῶν ἤδη κυρεῖς . εἴπ ' εἴ τι καινὸν ὑπογράφηι τὠμῶι βίωι
ποικίλας ἔχεις ; Οὐδέν : σὺ μέντοι κάρτα τοῦτο δρῶν κυρεῖς . Ἄπειμι : μῶρος δ ' ἦ πάλαι κλύων
6591235 κατακλινω
κατακλιθείς “ λέγεται , ἰωνικῶς δὲ ” κατακλινθείς “ . κατακλίνω ἕτερον ἤτοι κατακλίνεσθαι ποιῶ , κατακλίνομαι δὲ ἐγώ .
κατακλιθείς “ λέγεται , ἰωνικῶς δὲ ” κατακλινθείς “ . κατακλίνω ἕτερον ἤτοι κατακλίνεσθαι ποιῶ , κατακλίνομαι δὲ ἐγώ .
6587871 σωσαιμι
Πρωτέως ἱδρύσατο , πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν , ἀκέραιον ὡς σώσαιμι Μενέλεωι λέχος . κἀγὼ μὲν ἐνθάδ ' εἴμ '
τοῖς θεοῖς , ἐμέ τε ὑμνῶν καὶ περιέπων , ὅτι σώσαιμι αὐτῷ τοὺς υἱέας , καὶ τὴν πόλιν τῶν Ἀθηναίων
6583021 σημαιν
ἀλλ ' εἴπερ εἶ γενναῖος , ὡς αὐτὸς λέγεις , σήμαιν ' ὅτου τ ' εἶ χὠπόθεν : τὸ γὰρ
ἀλόχωι τοῖς τ ' ἐμοῖς δόμοισιν εἶ . λέγε καὶ σήμαιν ' , ἵνα καὶ γλώσσηι σύντονα τοῖς σοῖς γράμμασιν
6569518 λαλουντος
τις ἦν αὐτοῦ περὶ τὸ πρόσωπον , καὶ ἄκαιρος στωμυλία λαλοῦντος κατηγόρει καὶ αὕτη τὸν τρόπον αὐτοῦ . πάντα δὲ
γὰρ ἀπόχρη τὸ θεωρεῖν ἐρώμενον οὐδ ' ἀπαντικρὺ καθημένου καὶ λαλοῦντος ἀκούειν , ἀλλ ' ὥσπερ ἡδονῆς κλίμακα συμπηξάμενος ἔρως
6559664 πεφυκα
τί σοι κακόν ἐστιν ἐνταῦθα ; οἷα λέγεις ; πέτεσθαι πέφυκα ὅπου θέλω , ὕπαιθρον διάγειν , ᾄδειν ὅταν θέλω
ἐξετείνοντο ἐπὶ συγκεκροτημένοις καὶ ὄγκον ἔχουσι μέλεσιν , ἀπὸ τοῦ πέφυκα παρακειμένου , ἐνεστὼς πεφύκω , ὡς ἀπὸ τοῦ δέδοικα
6554449 Ξανθια
τήμερον ἡμῖν . Οὗτος , τί πάσχεις , ὦ κακόδαιμον Ξανθία ; φυλακὴν καταλύειν νυκτερινὴν διδάσκομαι . κακὸν ἄρα ταῖς
λέγει , ὅτι οὐκ ἂν ἄλλος ᾔτησέ σε , ὦ Ξανθία , σπόγγον , ἀλλ ' ἐσιώπησεν ἄν . 〚
6545247 διηγησαι
' ὅπερ ἐδεόμεθά σου , μὴ ἄλλως ποιήσῃς , ἀλλὰ διήγησαι τίνες ἦσαν οἱ λόγοι . Ἦσαν τοίνυν ἐκεῖνοι τοιοίδε
, εἰ μή τις σοι μεγάλη ἀσχολία τυγχάνει οὖσα , διήγησαι ἡμῖν : πάνυ γὰρ ἐπιθυμοῦμεν ἀκοῦσαι , τί ποτέ
6539599 βασκανου
οὐκ ἀνοήτου μόνον , ἀλλὰ καὶ ἀχαρίστου , μᾶλλον δὲ βασκάνου μοι εἶναι ἔδοξεν . ἐγὼ μὲν οὖν εἰς δύναμιν
ἡ φύσις τοῦ ἀγῶνος ἀνδρὸς φθονεροῦ τυγχάνει καὶ πονηροῦ καὶ βασκάνου . ἐπὶ τὸ ἕτερον μεταβαίνει δίκαιον τὸ τῆς πολιτείας
6524097 Λακριτε
ψηφιεῖται εἰσαγώγιμον εἶναι , ἐμπορικὴν οὖσαν . ἔπειτα , ὦ Λάκριτε , σοὶ μὲν τοῦτο δίκαιον δοκεῖ εἶναι , ἐμοὶ
οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην ; δίδαξον , ὦ Λάκριτε , μόνον δίκαιόν τι λέγων καὶ κατὰ τοὺς νόμους
6510525 προσπαιζων
ἔχων τις κύνα Μελιταῖον καὶ ὄνον διετέλει ἀεὶ τῷ κυνὶ προσπαίζων : καὶ δή , εἴ ποτε ἔξω δειπνοίη ,
ἐρῶ καὶ διὰ τοῦτο κάμνω τὴν ψυχήν , ὁ Μίλων προσπαίζων αὐτῷ τὴν φίλην αὐτοῦ μάντιν καλαμαίαν φησίν , ἐπεὶ
6505276 μορμολυττεσθαι
Φέρ ' ἴδω , πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταυτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῖς ; Ἆρ ' οἶσθ ' ὅτι Ζεὺς εἴ
δέρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων . Ἀσκῷ μορμολύττεσθαι : ἐπὶ τῶν εἰκῆ δεδιττομένων . Ἀτρέως ὄμματα :
6502140 εὐμαθες
χρὴ τὸ ἐκβησόμενον ἐκ τῆς ἐμπειρίης : ἔνδοξον γὰρ καὶ εὐμαθές . Ἐν δὲ τῇ εἰσόδῳ μεμνῆσθαι καὶ καθέδρης ,
εὐκόλως καταλαμβανόμενος . ὡς ἐνταῦθα καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ : ὡς εὐμαθές μοι , κἂν ἄγνωστος ᾖς ὅμως , φώνημ '
6496589 βακχαριν
τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομ ' ἄρα . βάκχαριν ; Σανδάλιά τε τῶν λεπτοσχιδῶν , ἐφ ' οἷς
ἄγαμαι , Ξανθία : καὶ τοῖς ποσὶν χωρὶς πρίω μοι βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ
6491616 Ἐρεις
ἀσέβειαι πρὸς τὸ μὴ δύνασθαί σε ὁρᾶν τὸν θεόν . Ἐρεῖς οὖν μοι : “ Σὺ ὁ βλέπων διήγησαί μοι
εἴσπραξις , ἀπαίτησις : ὁ γὰρ κατενεχυρασμὸς φαῦλον ὄνομα . Ἐρεῖς δὲ ἐκληρώθη τὸ δικαστήριον , ἐκάθισε ἐνεκληρώθη , συνέστη
6488406 σημαινε
ἡ ὀμφὴ , ἐπὶ τῶν μάντεων παρ ' Ὁμήρῳ : σήμαινε . κροκάλοισιν : αἰγιαλοῖς : κροκάλη ἀπὸ τοῦ κρούω
τὴν βουλὴν , τὴν γνῶσιν . Φαῖνε : δείκνυε . σήμαινε : δείκνυε , λέγε , δήλου , ἃ προθέμην
6481782 φρασῃς
μᾶλλον ἀλγῇς . Λῆρος : οὐ γὰρ παύσομαι πρὶν ἂν φράσῃς μοι τίς ποτ ' ἐστὶν οὑτοσί . Εὔνους γὰρ
. Ἐπεὶ γὰρ ἔσχε μοῖρ ' Ἀχιλλέα θανεῖν Οἴμοι : φράσῃς μοι μὴ πέρα , πρὶν ἂν μάθω πρῶτον τόδ
6479823 σεσηρως
μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται . ποῦ δ ' ὅ
εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τρώκτης σφόδρ ' ἐστίν , ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν . ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία καὶ σκαλμίδια .
6470953 ἐντελλομαι
ποιεῦ : ὃς δ ' ἂν τούτων τῶν ἔργων τῶν ἐντέλλομαι λείπηται , ἔκπεμπε ἐκ τῆς χώρης . Καὶ ταῦτα
ὀρθὰ ἐντείλασθαι περὶ παντὸς πράγματος . ἰδοὺ γὰρ καὶ ἐγὼ ἐντέλλομαι ζητεῖν σε τὰ ἀνόμοια καὶ τὰ ὅμοια . καὶ
6467503 ἀβαρες
, κᾆτ ' ἠνιάθην , ὅτι ὄνειρος ἦν ἄρα . ἀβαρὲς γὰρ ὅρκος χρῆμα σοί γ ' εἶναι δοκεῖ ,
εὔκολον . κοῦφον ] ἀβαρές σοί ἐστιν . κοῦφον ] ἀβαρὲς ἔσται σοι . δοίης ] παράσχοις . Ξ τέλος
6459988 τολμηρε
ἐκ τῆς καρδίας ὁ Ἔρως ἀντεφθέγγετο : “ Ναί , τολμηρέ , κατ ' ἐμοῦ στρατεύῃ καὶ ἀντιπαρατάττῃ ; ἵπταμαι
συστρεφόμεναι , πρὸς ἀλλήλας φερόμεναι . τολμῶν ] λέγειν , τολμηρέ , τολμηρῶς λέγων , ὁ ἐπιχειρῶν τολματίας ὤν .
6459550 ληξον
, ὦ φίλη παῖ , λῆγε μὲν κακῶν φρενῶν , λῆξον δ ' ὑβρίζους ' , οὐ γὰρ ἄλλο πλὴν
χειρός ἔκστηθι εἶπον , ὦ ἄθλιε , τῆς ταλαιπωρίας καὶ λῆξον τοῦ τύφου , ὅς σε Ὀλυμπίαζε ἀναβάντα ἀνεπίγνωστον τοῖς
6459092 ἀντερων
μετὰ ὑγιοῦς φρονήσεως ἦν ἂν ἡ κρίσις ἡ ὑμετέρα . ἀντερῶν : τῷ Κλέωνι δηλονότι . ἀλλὰ περὶ τῆς ἡμετέρας
, ἐπιθυμία , ἴυγξ , ἀντέρως , ἀφ ' οὗ ἀντερῶν καὶ ἀντεραστής , παρὰ δ ' Εὐπόλιδι καὶ ἀντερώμενος
6455151 ὠνειδισας
. Λέγω δ ' , ἐπειδὴ καὶ τυφλόν μ ' ὠνείδισας : σὺ καὶ δέδορκας κοὐ βλέπεις ἵν ' εἶ
πτωχὸς ὢν ἡμᾶς λέγειν , καὶ συκοφάντης εἴ τις ἦν ὠνείδισας ; Νὴ τὸν Ποσειδῶ , καὶ λέγει γ '
6454089 Ὡστ
αὐτῶν ἐναντίως διατιθεμένων ὥσπερ εἴπομεν οὐκ ἄλογος ἡ τεραμότης . Ὥστ ' εἰ ὁ ἀὴρ καὶ τὰ ὕδατα καὶ τὰ
. . εἰσίν τινες νῦν οὓς τὸ βασκαίνειν τρέφει . Ὥστ ' ἐνίοτ ' ἂν τούτοισι ποιῶν ματτύην σπεύδων ἅμ
6450826 ξυμμαχος
Φορμίωνος . οὕτω μὲν Σιτάλκης τε ὁ Τήρεω Θρᾳκῶν βασιλεὺς ξύμμαχος ἐγένετο Ἀθηναίοις καὶ Περδίκκας ὁ Ἀλεξάνδρου Μακεδόνων βασιλεύς .
τῷ Κοαλέμῳ : χὤπως ἀμυνεῖ τὸν ἄνδρα . Καὶ τίς ξύμμαχος γενήσεταί μοι ; Καὶ γὰρ οἵ τε πλούσιοι δεδίασιν
6427379 κλυοις
ἤν γ ' ἐρωτᾶις εἰκότ ' , εἰκότ ' ἂν κλύοις . οὐκ ἄλλ ' ἐρωτῶ , καὶ σὺ μὴ
; ἐς γὰρ τί μᾶλλον δεῖ προθυμίαν ἔχειν ; [ κλύοις ἂν ἤδη τῶν ἐμῶν θεσπισμάτων . ] πρῶτον δ
6420916 προθυμηθητι
περὶ τἆλλα ἂν ἁρμόττοι : τὸ δὲ περὶ ταῦτα σὺ προθυμήθητι λέγειν ὄνομα . Καὶ τί τις ἂν ἄλλο ὄνομα
μαθεῖν σε τῆς σιγῆς τὴν αἰτίαν ἴσον δυνήσεσθαι γράμμασι . προθυμήθητι δὴ τὸν ἄνθρωπον εὖ ποιεῖν : ὡς ἔστι γε
6419055 μετειμι
ἑβδόμης , ἅπερ σύμπαντα τείνει πρὸς εὐσέβειαν καὶ ὁσιότητα , μέτειμι ἐπὶ τὸ πέμπτον τὸ περὶ γονέων τιμῆς , ὅ
ἁπλοῖς ἐπιδέσμοις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς χρώμεθα . ἐπὶ τοὺς ποικίλους μέτειμι . Οὗτος ὁ ἐπίδεσμος εὐθετεῖ ἐπὶ τῶν κατὰ τὰς
6404640 Χωρει
ὦνδρες , αὐτοὶ δὴ μόνοι λαβώμεθ ' οἱ γεωργοί . Χωρεῖ γέ τοι τὸ πρᾶγμα πολλῷ μᾶλλον , ὦνδρες ,
λύραν , ἔργον Εὐδόξου , τιταίνει ψίθυρον εὐήθη νόμον . Χωρεῖ ' πὶ γραμμὴν λορδὸς ὡς εἰς ἐμβολήν . Ὃς
6404129 ὀκτωπουν
. Οὐδ ' ἄρ ' ἀπὸ τῆς τρίποδός πω τὸ ὀκτώπουν χωρίον γίγνεται . Οὐ δῆτα . Ἀλλ ' ἀπὸ
ἤ τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ
6403927 Μηδεποτε
γενναῖος ὤν . Μέτρῳ δὲ πάντα μανθάνων δίκῃ ποίει . Μηδέποτε καυχῶ πλοῦτον ἐν δόμοις ἔχων . Μήτηρ ἁπάντων γαῖα
πράγμασιν , εὐθὺς προσάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν . } Μηδέποτε μέμφου τὴν τύχην εἰδὼς ὅτι καιρῷ πονηρῷ καὶ τὰ
6403289 Παιζεις
, Σάτυρε , καὶ τὴν παροῦσαν τύχην . ” “ Παίζεις , ὠγαθέ : συγκαθεύδεις . ” “ Οἶδα μὲν
γυναῖκας . ” Καὶ ὁ Σωσθένης σπουδάσας εἶπε : “ Παίζεις ; ” “ Ποῖ παίζω ; ” ἔφη :
6399857 ἑψομαι
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη
6395859 μνησθεντι
οἱ μέγα χάρμα καὶ ἄσπετον ἄλγος ἵκανεν , ἄλγος μὲν μνησθέντι ποδώκεος ἀμφ ' Ἀχιλῆος , χάρμα δ ' ἄρ
ἀκλήρωτον , ἤγουν ἄμοιρον . . Ἡ τοιαύτη δοτικὴ τὸ μνησθέντι πρὸς τὸ θέμεν ἔχει τὴν δύναμιν . μνημονεύσαντι τῷ
6389447 πυθου
κοινοῦ πατρὸς ὑπηρέτης τοῦ Διός . Ἄν σοι δόξῃ , πυθοῦ μου καὶ εἰ πολιτεύσεται . σαννίων , μείζονα πολιτείαν
εἶ , καὶ τὸ πρᾶγμα πᾶν σύνοισθα . τοιγαροῦν ἐμοῦ πυθοῦ , τῆι γυναικὶ μὴ ' νοχλήσας μηδέν . ἆρ
6385786 Κλωθοι
, ἐμβῆναι δέον . Ἕν με πνίγει μάλιστα , ὦ Κλωθοῖ , δι ' ὅπερ ἐπόθουν κἂν πρὸς ὀλίγον ἐς
, τύραννος . Ἐπίβαινε σύ . Μηδαμῶς , ὦ δέσποινα Κλωθοῖ , ἀλλά με πρὸς ὀλίγον ἔασον ἀνελθεῖν . εἶτά
6380507 προγεγενημενηϲ
ἀμφιβάλλεται ἡ ἡμέρα τῆϲ ἀρχῆϲ τοῦ νοϲήματοϲ καὶ μηδεμιᾶϲ προδήλου προγεγενημένηϲ ἐξαίφνηϲ ἐγένετο κρίϲιϲ , πῶϲ δεῖ ἐξευρεῖν τὸ ἀμφιβαλλόμενον
αἴτιοι γεγόναϲι τῷ κάμνοντι . προϲήκει τοίνυν ἐπανερωτᾶν περὶ τῆϲ προγεγενημένηϲ διαίτηϲ , καταμανθάνειν δὲ ἀκριβῶϲ καὶ τὸ εἶδοϲ τῆϲ
6378862 Ξενον
αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι .
πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν
6377417 οἰωνιζομαι
ἀστειεύομαι , ἀστειεύομαι , εἰκαιολογῶ , ὀσφραίνομαι , οἴομαι , οἰωνίζομαι , βοηθῶ , διαμαρτύρομαι , ἐργάζομαι , καταφιλῶ ,
πίνειν δεήσει τήμερον πρὸς κλεψύδραν κρουνιζόμενον . ἀμφότερα δ ' οἰωνίζομαι : ἔστιν δ ' ἐλέφας . ἐλέφαντας περιάγει ;
6376804 ὠναμην
τῆς σῆς “ , ἔφη , ” δεξιᾶς ἐς πολεμίους ὠνάμην , ὀνήσομαι δὲ μέγιστον , εἰ νῦν με κατεργάσαιο
. . ἀπώνατο : ἀπὸ τοῦ ὀνῶ ὀνήσω ὤνησα ὠνησάμην ὠνάμην ὤνου ὤνατο καὶ ἀπώνατο . ἢ ὄνημι συζυγίας δευτέρας
6363869 ποτιτροπαιος
ἡμῖν δώσουσιν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος ἀντὶ τοῦ ἐναγής . ποτιτρόπαιος ] ἐναγής . τὸ μὲν πρῶτον πρὸς πάσας ὁ
καὶ φονεύσας . ὑπαί τε γᾶν ] ὑπὸ γῆν . ποτιτρόπαιος ] προστρόπαιος , ἱκέτης . χωρεῖτε ] τὸ μὲν
6360304 ἐξελθε
ἡ τύχη λέγεται δαιμόνων κατάστασις . ὁ δὲ νοῦς : ἔξελθε τῶν οἴκων : οὐ γὰρ ἐν χορείαις καὶ παρθενῶσιν
ὁμοίως : ἴθ ' ὦ ἄνα , πρὸς γονάτων , ἔξελθε καὶ σύγγνωθι τῇ τραπέζῃ . Φασὶν ἀλλήλαις ξυνελθεῖν τὰς
6359171 ἐρρωσο
διενυκτέρευσαν . σὺ δ ' ὡς ἐπὶ μήκιστον εὐτυχοίης . ἔρρωσο . καὶ τὸ μὲν μηδὲν παθεῖν τοιοῦτον οὐκ ἂν
τις οὕτως ἄθλιος ὡς τὸ αἰσχρὸν τοῦ καλοῦ προτιθέναι . ἔρρωσο . Ὅστις ἀρχαίως καὶ δοκίμως ἐθέλει διαλέγεσθαι , τάδε
6357359 Ῥαδαμανθυ
πάρεισι καὶ περιστάντες ἄγχουσιν αὐτόν . οὗτοι πάντες , ὦ Ῥαδάμανθυ , πρὸς τοῦ ἀλιτηρίου τεθνᾶσιν , οἱ μὲν γυναικῶν
δέ , ὦ Ἑρμῆ , κήρυττε καὶ προσκάλει . Ὦ Ῥαδάμανθυ , πρὸς τοῦ πατρὸς ἐμὲ πρῶτον ἐπίσκεψαι παραγαγών .
6352376 ἀναστα
φωνῇ μεγάλῃ λέγουσα : Ἀδὰμ Ἀδάμ , ποῦ εἶ ; ἀνάστα ἐλθὲ πρός με , καὶ δείξω σοι μέγα μυστήριον
ἐκοιμᾶτο . ἐπιστᾶσα δὲ αὐτῷ ἡ Τύχη ἐβόα : ” ἀνάστα καὶ ἄπελθε ἐντεῦθεν , μήπως κάτωθεν τοῦ φρέατος πεσὼν
6351472 Γετα
νυνὶ γάρἀλλὰ ποῦ θεοὺς οὕτω δικαίους ἐστὶν εὑρεῖν , ὦ Γέτα ; Λακωνικὴ κλείς ἐστιν ὡς ἔοικέ μοι περιοιστέα .
τι ληρεῖς . πέπλεγμαι ] πράγματι [ ] ἔφθαρμαι , Γέτα . [ ! ] μὴ καταρῶ , πρὸς τῶν
6347086 Σον
εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον
βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος
6346908 οἰκτισας
γὰρ φιλαίτιος λεώς . καὶ γὰρ τάχ ' ἄν τις οἰκτίσας ἰδὼν τάδε ὕβριν μὲν ἐχθήρειεν ἄρσενος στόλου , ὑμῖν
τῶν ἐμῶν πόνων , σήμαινε μοι . μηδέ μ ' οἰκτίσας ξύνθαλπε λόγοις ψευδέσιν : οἱονεί , μή με αἰδούμενος
6340290 σκοπεις
τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός . οὐ γὰρ ἐκεῖνο μόνον σκοπεῖς , εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ἔχει ; Ὀρθῶς ἐπέπληξας
δ ' ἀναγκαζόμενος χρῆσθαι οὐ μῶρος οἴει εἶναι εἰ μὴ σκοπεῖς ὅπως μὴ ἰδιώτης ἔσει τούτου τοῦ ἔργου , ἄλλως
6337017 Εἰθε
τίς ἐμὸν οὐκ ἐπόψεται πάθος ἀμέγαρτον ἐπὶ κακῶν παρουσίᾳ ; Εἴθε με πυρφόρος αἰθέρος ἀστὴρ τὸν δύσμορον ἐξολέσειεν . Οὐ
, καὶ κωφοῦ ξυνιείς , καὶ μὴ λαλέοντος ἀκούων . Εἴθε ὤφελες τὰ μὲν τοιαῦτα πάντα ἀγνοεῖν , ἐκεῖνο δὲ
6334904 ῥεγκεται
τι δεξιόν . Ὡς μεγάλ ' ὁ Παφλαγὼν πέρδεται καὶ ῥέγκεται , ὥστ ' ἔλαθον αὐτὸν τὸν ἱερὸν χρησμὸν λαβών
ῥέγκεται . οὐ γάρ ἐστι δόκιμον οὕτω λέγειν . ΓΘ ῥέγκεται ] ῥέγκει : ὁμοιοκατάληκτον δὲ μόνον τοῦτο εἴρηκεν :
6329863 Τουτ
ἐσθ ' ἕδρα , ἐπείπερ ἐστὶ Θεσμοφορίων ἡ μέση . Τοῦτ ' αὐτὸ γάρ τοι κἀπολεῖν με προσδοκῶ . Αἱ
ἄλλα πολλὰ τοιαῦτα μυθολογῶ , οὐδέν τι μᾶλλον μεταθήσῃ ; Τοῦτ ' ἀληθέστερον εἴρηκας , ὦ Σώκρατες . Φέρε δή
6327898 προσημαινεται
, καὶ ταῦτα μὲν ἐν ταῖς τελείαις γίνεται κρίσεσι . προσημαίνεται δὲ ἐν ταῖς ἐπιδήλοις , ὅτι προὔργου τῇ φύσει
καὶ ὅτι , σύνεγγυς , αὐτοῦ θαμίζοντος τοῦ ἐφιάλτου , προσημαίνεται . λέγεται δὲ ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἐφάλλεσθαί τινα τοῖς
6324367 μεταβουλευσασθαι
πειρῶ διαχέαι τὰ βεβουλευμένα , ἤν κως δύνῃ ἀναγνῶσαι Εὐρυβιάδην μεταβουλεύσασθαι ὥστε αὐτοῦ μένειν . Κάρτα τε τῷ Θεμιστοκλέϊ ἤρεσε
καὶ τὰς κεκινημένας ἤδη ψήφους διορθούντων . Πλάτων δὲ τὸ μεταβουλεύσασθαι καὶ μεταγνῶναι . . . ἀνεπάγγελτος : ἄκλητος .
6323014 νουθετεις
λόγους . σὺ δ ' ἐκτὸς ὤν γε συμφορᾶς με νουθετεῖς . ὁ πολλὰ δὴ τλὰς Ἡρακλῆς λέγει τάδε ;
ὢν καὶ ταῖς ἄλλαις ἁπάσαις ὡς ἀνεπίληπτος εἰς πονηρίαν οὕτω νουθετεῖς . Ἀχθομένῳ σοι βαρέως ἐπὶ τῇ τοῦ παιδὸς τελευτῇ
6322568 Καλλιστ
ἐπὶ τὰς ἀμείκτους πορευοίμεθ ' ἂν ἐν τῷ μέρει . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἐγὼ δὴ πειράσομαι μεταβαλὼν σημαίνειν ἡμῖν
Πῶς λέγεις ; Αὐτὴν τὴν διέξοδον ἀπόκρισίν σοι ποιήσομαι . Κάλλιστ ' εἶπες . Ἔστι τοίνυν πάντα ἡμῖν ὁπόσα δημιουργοῦμεν
6322541 Μεμνημαι
ἀναγκαῖα λέγειν διανοῇ , γυμνάσια καὶ διαπονήσεις τῶν σωμάτων . Μέμνημαι γάρ , ὦ γενναῖε , τῶν ἀπ ' ἀρχῆς
εἰς ἓν ἔθνος ἀποβλέποντες ἐν αὐτῇ τοῦτο εὔδαιμον πλάττοιμεν ; Μέμνημαι , ἔφη . Τί οὖν ; νῦν ἡμῖν ὁ
6322026 χεσαι
ἀπάρτι . χεσείω ] ὀρέγομαι χεσεῖν : αἰολικῶς , ἐπιθυμῶ χέσαι . , παίζω . . ⌈ χεσείω ⌈ αἰολικὸν
. καὶ εἰ εὐσεβές ἐστι καὶ εἰ μὴ εὐσεβές , χέσαι ἔχω . ὡς ὑπὸ τοῦ φόβου προειλημμένος καὶ μὴ
6321465 Ἐπιρρημα
τυχόντος αὔξεται . . : ἆ ἆ ἔα ἔα ] Ἐπίρρημα ἐκπληκτικὸν Ἀττικόν : ἰδιοπεποιημένη ἡ φωνή . . :
. . βοᾷν : Κράζειν . ἰοὺ , ἰοὺ : Ἐπίρρημα θρηνητικόν . . τί δῆτά σοι τίμημα : Ἐπέβαλλον
6319826 διακονησει
μὴ χαλεπαίνειν , εἰ πρὸς τὴν ἀγορὰν ἀσμένως ὑπορεμβόμενος ῥᾳθύμως διακονήσει , κἂν ἡ χρεία σπουδαία τις οὖσα τυγχάνῃ .
διότι τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὴν ἡτοίμασε νυμφῶνα οὐράνιον , καὶ αὕτη διακονήσει αὐτοῖς εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον . Καὶ ἔστιν ἡ
6319548 Πυλαδη
σὺ πολλὰ δὴ βρίζων ἅμα οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα . Πυλάδη , τί δράσω ; μητέρ ' αἰδεσθῶ κτανεῖν ;
τ ' , ὦ φίλων μοι τῶν ἐμῶν σαφέστατε , Πυλάδη , κάταιθε γεῖσα τειχέων τάδε . ὦ γαῖα Δαναῶν
6319235 φραζεις
γάρ πω μανθάνομεν , ὦ ξένε , ὅτι τὰ νῦν φράζεις . Καὶ μάλα γε , ὦ Μέγιλλε , εἰκότως
ἐν τούτοις αὐτοῖς . Ἐν τίσι καὶ ποίου πέρι βίου φράζεις ; Ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι καὶ πᾶσιν ὅσα
6317702 εὐδαιμονοιης
ζῆι : πρῶτα γάρ σοι τἀγάθ ' ἀγγέλλειν θέλω . εὐδαιμονοίης μισθὸν ἡδίστων λόγων . κοινῆι δίδωμι τοῦτο νῶιν ἀμφοῖν
φεῦ ] ἰδίᾳ τὸ “ φεῦ ” γραπτέον . Γ εὐδαιμονοίης ὥσπερ ἡ μήτηρ ποτέ : σκώπτει αὐτὴν ὡς λαχανόπωλιν
6314536 Νικηρατε
τῆς κρίσεως διαλέγεται : Οἴει σὺ τοὺς θανόντας , ὦ Νικήρατε , τρυφῆς ἁπάσης μεταλαβόντας ἐν βίῳ , . :
. ἀλλὰ σὺ αὖ , ἔφη , λέγε , ὦ Νικήρατε , ἐπὶ ποίᾳ ἐπιστήμῃ μέγα φρονεῖς . καὶ ὃς
6311150 ἀφιε
. τοῦτο δ ' ἐστὶν ὡς ἂν εἴπῃ τις : ἄφιε παῖ , βάλλε παῖ . διὸ ἀπὸ τούτου φασὶ
Ἀπόλλωνα . τοῦτο δ ' ἐστὶν ὡς ἂν εἴποι τις ἄφιε παῖ καὶ βάλε παῖ . διόπερ ἀπὸ τούτου λεχθῆναί
6310893 νυμφευτριας
πόλεμον ἐξέρχοιτο . Γ ἀστειευόμενος ἐκφέρει ὅπερ ἤκουσε παρὰ τῆς νυμφευτρίας . τοῦτο δὲ παρεπιγραφὴ καλεῖται . κωφὸν γὰρ εἰσάγει
ἐξέρχοιτο εἰς πόλεμον . κωφὸν δὲ εἰσάγεται τὸ πρόσωπον τῆς νυμφευτρίας . Γ ] τοῦτό φησιν ὡς ἀκούσας πρὸς τὸ
6304456 ἀπειρω
τόπος , πάλιν αὐτὸς ἐν ἑτέρῳ , καὶ τοῦτο μέχρις ἀπείρω συμβήσεται . ἀνάγκα τοιγαροῦν τὰ μὲν ἄλλα ἐν τόπῳ
ὁ τόπος πάλιν αὐτὸς ἐν ἑτέρῳ , καὶ τοῦτο μέχρι ἀπείρω συμβασεῖται . ἀνάγκα τοιγαροῦν τὰ μὲν ἄλλα ἐν τόπῳ
6302352 διατριβω
τῆλ ' Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται , οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον , ἀλλὰ κελεύω γήμασθ ' ᾧ κ
καὶ μειρακίου παρ ' ὑμῖν , οὐκ ἀφανεῖς δὲ διατριβὰς διατρίβω , ἀλλ ' ἐν ταῖς ἐκκλησίαις μεθ ' ὑμῶν
6299416 Αὐλει
σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα τἀπὶ Χαριξένης
σφάττουσιν ἡμῶν δέλφακα . Θύννων τε λευκῶν Σικελικῶν ὑπήτρια . Αὐλεῖ γὰρ σαπρὰ αὕτη γε κρούμαθ ' οἷα τἀπὶ Χαριξένης
6299361 ἐπαιρε
ἂν ἐκμάθω εἴ τίς με λύειν τῆσδε κωλύσει χέρας . ἔπαιρε σαυτήν : ὡς ἐγὼ καίπερ τρέμων πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας
ἵνα καταισχύνωσιν αὐτὴν οἱ Ἕλληνες : ὀρθρεύου σὰν ψυχάν : ἔπαιρε τὴν σεαυτοῦ ψυχὴν , ὦ χορέ . ἀπὸ μεταφορᾶς
6296164 πρασσω
τοῦ δ ' ὄνθου φθάνοντος αὐτὴν εἶπεν “ ἦ κακῶς πράσσω : ἔμπροσθεν ἤδη τἀξόπισθέ μου βαίνει . ” [
καλῷ καὶ κακῷ , ἤγουν πράσσω τὸ εὐτυχῶ , καὶ πράσσω τὸ δυστυχῶ . διὸ καὶ εἶπεν εὖ πρασσόντων ἔσαναν
6295404 ἐργοισι
φίλον ὅστις ἄριστος . πραέσι δ ' εἶκε λόγοις ' ἔργοισί τ ' ἐπωφελίμοισι . μηδ ' ἔχθαιρε φίλον σὸν
Δημάρητος καὶ τοιαύτῃ χρησάμενος τύχῃ , ἄλλα τε Λακεδαιμονίοισι συχνὰ ἔργοισί τε καὶ γνώμῃσι ἀπολαμπρυνθείς , ἐν δὲ δὴ καὶ
6290436 Διονυσιε
αὐτοῦ γε τοῦ τὰ πτερὰ ἔχοντος Πηγάσου μεῖζον ἐμοί , Διονύσιε , τὸ σὲ κάλλους οὕτω γέμουσαν ἐπιστολὴν ἐπεσταλκέναι .
παρακειμένου , καὶ Διονύσιον , ὃς πρὸς τὸν ” οἰμώξῃ Διονύσιε ” φήσαντα „ σὺ μὲν οὖν , [ ἀπήντησεν
6290166 ἐδοξας
: σὺ δὲ ὅσον ἀπὸ τοῦ συμποσίου τὸν Πλάτωνά μοι ἔδοξας λέγειν . Ὀρθῶς ἀνέγνως . τὸ δὲ λεγόμενον ὡς
τότε . εἰ δὲ τοῖς αὐτοῖς ἐβούλου τιμᾶν , τιμᾶν ἔδοξας ἂν ἄνδρα ἑταῖρον , ἀλλ ' οὐ κολακεύειν τύχην
6289809 ὁμοτιμος
ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , ὁμότεχνος , ὁμόσκηνος , ὁμοδίαιτος , ὁμογνώμων ,
εἰ τὰ μάλιστα αὐτὸς μὲν μὴ εἶπεν , ἕτερος δὲ ὁμότιμος εἴρηκεν ὡς ἐκείνῳ προσήκοντας , εἰς ταυτὸν ἀφικνεῖται .
6287636 Λεγεις
ἡμῖν παρέσονται ἱππεῖς μὲν τετρακισχίλιοι , πεζοὶ δὲ δισμύριοι . Λέγεις σύ , ἔφη ὁ Κῦρος , ἱππέας μὲν ἡμῖν
προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι τρόπον τινὰ καλῶς εἰσιν εἰρημένοι . Λέγεις εὖ : πειρῶ δ ' ἔτι σαφέστερον ἡμῖν σημῆναι
6285180 παρεργου
- στα λόγια δυσπαρακολούθητά πως καὶ δυσερμήνευτα φαίνεται τοῖς ἐκ παρέργου χρηστηριαζομένοις . τοσαῦτα ἄν τις καὶ ἀπὸ τῶν σποράδην
εἶναι κατὰ φύσιν φιλαπεχθήμονα πρὸς αὐτάς . οὐ γὰρ ἐκ παρέργου , φησὶ , τὰς κατηγορίας ποιοῦμαι , τῷ συνεχεῖ
6282839 ἐπιδοιμι
γὰρ ἂν ἐντεῦθέν μέ τις ἀνέλοιτο , οὐδ ' ἂν ἐπίδοιμι τὸν ἥλιον οὐδ ' [ ἂν ] εἰς φῶς
πανήγυρις ] ἡ πληθύς . θ πανήγυρις ] χορός . ἐπίδοιμι ] θεάσαιμι . ἀστυδρομουμένην ] πορθουμένην . ἀστυδρομουμένην ]
6281382 Αἰγηϊδος
Ἐρχιᾶθεν : Δείναρχος κατὰ Στεφάνου . Ἐρχιὰ δῆμός ἐστι τῆς Αἰγηΐδος , ὥς φησι Διόδωρος . Ἐσπαθᾶτο : Δημοσθένης ἐν
καὶ ἰχθὺς ποιός - - . Πιτθεύς : Πιτθὶς δῆμος Αἰγηΐδος Ἀθήνῃσιν , ἐξ οὗ οὗτος . ἀτεχνῶς : ἀτεχνῶς
6279048 τοὐπι
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα
ὁ σός . ὃ καὶ ἄμεινον : τέθνηκα γὰρ δὴ τοὐπί ς ' : ὅσον τὸ κατὰ σέ , τέθνηκα
6277029 πεπωκας
τρὶς ἐξέπιον μεστόν γ ' . Ἀλεξάνδρου πλέον τοῦ βασιλέως πέπωκας . οὐκ ἔλαττον , οὐ μὰ τὴν Ἀθηνᾶν .
τὸν νεώτερον . Σίκων ἐγὼ βεβρεγμένος ἥκω καὶ κεκωθωνισμένος . πέπωκας οὗτος ; ναὶ μὰ Δία , πέπωκ ' ἐγὼ
6275951 σκαληνος
, καλείσθω δὲ ἡ τοιαύτη τομὴ ὑπεναντία . ἔστω κῶνος σκαληνός , οὗ κορυφὴ μὲν τὸ Α σημεῖον , βάσις
αὐτῷ , ὃν καὶ νῦν Σωκράτης παίζων Εὐθύφρονα προάγει . σκαληνός . τὸ σκαληνὸν γὰρ τρίγωνόν ἐστιν ἐκ τριῶν ἀνίσων
6275778 ἀχθεσθῃς
κακῶς εἰπεῖν Περικλέα αὐτὸς μαρτυρήσει . καὶ ὅπως μὴ πάλιν ἀχθεσθῇς ὑπὲρ τοῦ αὐτοῦ . σκόπει γὰρ αὐτὰ ἃ λέγει
βουλεύσαιο . “ καίτοι , ὦ φίλε Σώκρατεςκαί μοι μηδὲν ἀχθεσθῇς : εὐνοίᾳ γὰρ ἐρῶ τῇ σῇοὐκ αἰσχρὸν δοκεῖ σοι
6274491 ὑπακουσον
ὑπείροχον , ᾧ τυ γεραίρειν ἀρξεῦμ ' : ἀλλ ' ὑπάκουσον , ἐπεὶ φίλος ἔπλεο Μοίσαις . Σιμιχίδᾳ μὲν Ἔρωτες
μᾶλλον δὲ παῖε . σέ φημι , Θησαυρὲ χρυσοῦ , ὑπάκουσον Τίμωνι τουτῳῒ καὶ παράσχες ἑαυτὸν ἀνελέσθαι . σκάπτε ,

Back