κατὰ φύσιν . πρόκειται οὖν ἐνταῦθα τῷ Ἀριστοτέλει ἐκβαλεῖν τὴν Πλατωνικὴν ὑπογραφὴν καὶ εἶθ ' οὕτως εἰπεῖν τὴν αὐτῷ δοκοῦσαν
ἰδέαν διαρκῶςπλὴν εἰ τὸ ἑκάστου ἔργον ἰδέαν λέγοι τις οἷον Πλατωνικὴν ἢ Δημοσθενικήν , ἀλλ ' ἐπειδὴ αὐτὴν μὲν καθ
6622718 εἰκαστικην
ἴσον τῷ μὴ πεφυκέναι πρὸς τὴν τῶν εὐλόγων καὶ πιθανῶν εἰκαστικὴν ῥητορείαν , ἔπειθ ' ἑξῆς διαβεβαιούμενος , ὅτι οὐ
. Τούτω τοίνυν τὼ δύο ἔλεγον εἴδη τῆς εἰδωλοποιικῆς , εἰκαστικὴν καὶ φανταστικήν . Ὀρθῶς . Ὃ δέ γε καὶ
6585540 ββαβ
αὐτοῦ τέσσαρα , κανόνα δὲ τοιόνδε : αβαβ ββαα βααβ ββαβ ββαα βααβ αβαβ αβαα βααβ ββαβ αβαα βααβ Τρίμετρον
: αβαβ ββαα βααβ ββαβ ββαα βααβ αβαβ αβαα βααβ ββαβ αβαα βααβ Τρίμετρον δὲ ἀκατάληκτον τὸ τούτου περιττεῦον συλλαβῇ
6537319 ἰσχνην
ἐν δέ νυ θάλψαις ἤια κριθάων νεοθηλέα φυλλάδα τ ' ἰσχνήν πηγάνου ἥν τ ' ὤκιστα βορῇ ἐπεσίνατο κάμπη ,
σὺν ἐμοὶ ᾄσατε ἢ ἐπιπνεύσατε ᾆσαι . ῥαδινήν : τὴν ἰσχνήν : ἀκρίδι γὰρ αὐτὴν παρέβαλεν ὁ Μίλων . ῥαδινάν
6498374 ἀξιωματικην
δὲ δὴ Πλατωνικὴν λέξιν ταυτηνὶ τίνι ποτὲ ἄλλῳ κοσμηθεῖσαν οὕτως ἀξιωματικὴν εἶναι φαίη τις ἂν καὶ καλήν , εἰ μὴ
. ὅμοιον δ ' ἐστὶν ἀξιώματι ὃ τὴν ἐκφορὰν ἔχον ἀξιωματικὴν παρά τινος μορίου πλεονασμὸν ἢ πάθος ἔξω πίπτει τοῦ
6476000 Χαλβανη
τῆς θαλάσσης ἱκανῶς ψύχει καὶ ξηραίνει καὶ στύφει μετρίως . Χαλβάνη μαλακτικῆς τε καὶ διαφορητικῆς ὑπάρχει δυνάμεως , ξηραίνουσα μὲν
δευτέραν ἀπόϲταϲιν . ἔχει δέ τι καὶ ϲτῦφον μετρίωϲ . Χαλβάνη ὀπόϲ ἐϲτι ναρθηκώδουϲ φυτοῦ , μαλακτικῆϲ καὶ διαφορητικῆϲ οὖϲα
6461007 Σολοικισμος
οὕτως Ἡρακλείδης . Σωφροσύνη : διὰ τὸ σῶα φρονεῖν . Σολοικισμός : σώ λόγου αἰκισμός . Σωτηρία : τὸ σῶον
ὑπαυχένιον Κερβικάριον λέγοι , τὸ δὲ χειρόμακτρον , Μάππαν . Σολοικισμός ἐστι λόγος περὶ τὴν σύνταξιν τῶν λέξεων ἡμαρτημένος .
6441875 δυσκολαινεις
, στρέφει ἀττικῶς , μὴ ἠρεμῶν ἐν τῇ κλίνῃ . δυσκολαίνεις ] δυσχεραίνεις . τὴν νύχθ ' ] κατά .
τόκου ἐνεχυράσεσθαί φασιν . ἐτεόν , ὦ πάτερ , τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ ' ὅλην ; δάκνει μέ
6423558 πηκτιδα
' ἐξέπιον κάδον : νῦν δ ' ἁβρῶς ἐρόεσσαν ψάλλω πηκτίδα τῆι φίληι κωμάζων † παιδὶ ἁβρῆι † . ψάλλω
καὶ ἡ ἑτέρα χεὶρ ] τείνει τὸν νοῦν ἐς τὴν πηκτίδα καὶ παραφαίνει τῶν ὀδόντων ὅσον ἀπόχρη τῷ ᾄδοντι ;
6404441 ἐναντιωϲ
καὶ παλαιόν . Τοὺϲ δὲ ἐπὶ λεπτοῖϲ χυμοῖϲ ϲυγκοπτομένουϲ θεραπευτέον ἐναντίωϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ : καὶ γὰρ τὰ διαγνωϲτικὰ ϲημεῖα τούτοιϲ
τῶν ὁκόϲα ἐπόθεε καὶ προϲεδόκεε . πάντα ἐϲ ἐγρήγορϲιν , ἐναντίωϲ τοῖϲι φρενιτικοῖϲι . ἀμφὶ δὲ [ καὶ ] κενώϲιοϲ
6403856 πολυκαλαμον
' ἱστορεῖν Σεύθην καὶ Ῥωνάκην τοὺς Μαιδούς , τὴν δὲ πολυκάλαμον Σιληνόν , Μαρσύαν δὲ τὴν κηρόδετον . ταῦτα ἔχεις
μὲν μονόρριζον ὁ δὲ κέγχρος καὶ πολύρριζον καὶ βαθύρριζον καὶ πολυκάλαμον ὥστ ' εἰς ἀμφότερα μεριζομένης τῆς τροφῆς καὶ τῆς
6402752 προσδιαλεγεται
. Ἐπιγράφεται τὸ εἰδύλλιον Ὕλας . πάλιν δὲ τῷ Νικίᾳ προσδιαλέγεται ὡς καὶ ἐν τῷ Κύκλωπι . ἐκτίθεται δὲ τὰ
ἀπὸ τῆς Εἰλειθυίας εἰσβέβληκε , καὶ τί δήποτε τῇ Εἰλειθυίᾳ προσδιαλέγεται . ἔνιοι μὲν οὖν φασι νέον ὄντα τὸν Σωγένην
6376035 πινακιδα
αὐλῶν δ ' ὠρχοῦντο τὴν τοῦ κελευστοῦ καὶ τὴν καλουμένην πινακίδα . σχήματα δέ ἐστιν ὀρχήσεως ξιφισμός , καλαθίσκος ,
τοῦ σώματος πεπονηκότος καὶ τοῦ γήρως ἐπιδιδόντος καταθετέον ἤδη τὴν πινακίδα καὶ ἀφεκτέον τοῦ διοχλεῖν ἔτι τὰς βασιλέως ἀκοὰς ἐπὶ
6370507 κλειω
Κρεοφύλου πόνος εἰμί , δόμῳ ποτὲ θεῖον ἀοιδόν δεξαμένου , κλείω δ ' Εὔρυτον ὅσς ' ἔπαθεν καὶ ξανθὴν Ἰόλειαν
ὥριστος . . . . . ἐγὼ δὲ κέ σε κλείω κατ ' ἀπείρονα γαῖαν . * ) [ ἡ
6340979 φρυξαϲ
κύαθον α ἀμύγδαλα πικρὰ λελεπιϲμένα κε πεπέρεωϲ κόκκουϲ λ : φρύξαϲ ἐπ ' ὀλίγον τὰ ϲτροβίλια καὶ τὸ λινόϲπερμον ,
ἢ βολβῷ προϲφάτῳ οἴνῳ λειωθέντι κατάπλαϲϲε ἢ ϲκόρδα ἐν ἐλαίῳ φρύξαϲ καὶ ῥίψαϲ κηρὸν τῷ ἐλαίῳ ϲύμμετρον τήξαϲ ἐπιτίθει ἢ
6337800 Ἑκαλῃ
οἶκος καὶ νεὼς τοῦ θεοῦ . Π . Καλλίμαχος ἐν Ἑκάλῃ [ . ] Λιμναίῳ δὲ χοροστάδας ἦγον ἑορτάς .
. Διόδωρος καὶ Δίδυμος Τρινεμεῖς ἀναγράφουσι τὸν δῆμον , Καλλίμαχος Ἑκάλῃ Τρινέμειαν . ὁ δημότης Τρινεμεύς . τὸ τοπικὸν Τρινεμέαθεν
6328264 προφητα
ὁ οὖν βασιλεὺς ἐξαναστὰς ἔφη , Ὥρα ἐστίν , ὦ προφῆτα , περὶ τὴν τῶν ξένων ἐπιμέλειαν γενέσθαι : τῇ
καὶ παρρησίας προφήτης εἶναι βούλομαι . Εὖ γε , ὦ προφῆτα : ἢν δὲ πρίωμαί σε , τίνα με τὸν
6321896 ἑπταχορδον
τὴν ἐκ τῆς χελώνης φασὶ τὸν Ἑρμῆν εὑρηκέναι καὶ κατασκευάσαντα ἑπτάχορδον παραδεδωκέναι τὴν μάθησιν τῷ Ὀρφεῖ . τηνικαῦτά φασιν .
ἑπτάστομον πύργωμα : ἑπτάπυλος ἡ Θήβη κατεσκεύαστο ὅτι πρὸς τὴν ἑπτάχορδον λύραν τοῦ Ἀμφίονος κιθαρίζοντος ἐτειχοδομήθη : Ἰοῦς Ἔπαφος ,
6312646 Μασσαλιᾳ
ἀρχαίων τῆς Ἀθηνᾶς ξοάνων καθήμενα δείκνυται , καθάπερ ἐν Φωκαίᾳ Μασσαλίᾳ Ῥώμῃ Χίῳ ἄλλαις πλείοσιν . ὁμολογοῦσι δὲ καὶ οἱ
σὸν , ὦ δαιμονία , κλέος οὐκ ἐπῆλθε ; ποίᾳ Μασσαλίᾳ τὸ πένθος τοῦτο ὁρισθήσεται ; ἢ τίνι Βορυσθένει ;
6306773 ψητταν
κυνόγλωσσοί τ ' , ἐνῆν δὲ σκιαθίδες . Ἀττικοὶ δὲ ψῆτταν αὐτὴν καλοῦσιν . ΓΟΓΓΡΟΙ . τούτους Ἱκέσιος σκληροτέρους τῶν
. . περὶ Χαλκίδα κεδνήν . Ῥωμαῖοι δὲ καλοῦσι τὴν ψῆτταν ῥόμβον , καί ἐστι τὸ ὄνομα Ἑλληνικόν . Ναυσικράτης
6306214 Φαραις
ταῦτα τὰ μυστήρια : Αἰσχροὺρ , Ὀλασχὰρ , Γάμες , Φάραις , Μεθθὰς , Σκαρθὰς , Χαγράμ . Εἰσὶν δὲ
ταῦτα τὰ μυστήρια : Αἰσχροὺρ , Ὀλασχὰρ , Γάμες , Φάραις , Μεθθὰς , Σκαρθὰς , Χαγράμ . Εἰσὶν δὲ
6300580 νεκυιᾳ
ἐρέβει . ἡ δὲ ἀναφορὰ πρὸς τὰ ἀθετούμενα ἐν τῇ νεκυίᾳ . . καί μοι δὸς τὴν χεῖρ ' ,
ἐρέβει . ἡ δὲ ἀναφορὰ πρὸς τὰ ἀθετούμενα ἐν τῇ νεκυίᾳ . . . Ψ . Π . . Π
6297132 Μαντιθεον
πλὴν Ἀβύδου πάσας εἷλον . μετὰ δὲ ταῦτα Διόδωρον καὶ Μαντίθεον ἐπιμελητὰς μετὰ τῆς ἱκανῆς δυνάμεως κατέλιπον , αὐτοὶ δὲ
ἔχοντος . . . . , . , . Πρὸς Μαντίθεον περὶ προικός : πάντων ἐστὶν ἀνιαρότατον . οὗτος ἀκολουθεῖ
6280736 ϲανδαραχη
κατάχριε ἐν βαλανείῳ . ἰδίωϲ δὲ τοὺϲ μέλαναϲ ἄκρωϲ αἴρει ϲανδαράχη μετὰ ἡμίϲουϲ θείου , προνιτρώϲαϲ δὲ κατάχριε ἐν ἡλίῳ
ἄνθοϲ ἰϲάτεωϲ . ἀντὶ ὑπερικοῦ ἀνήθου ϲπέρμα . ἀντὶ φέκληϲ ϲανδαράχη . ἀντὶ φύκουϲ ἄγχουϲα . ἀντὶ φοῦ ϲφάγνοϲ .
6269516 κολλικοφαγε
καὶ Βοιωτίδιον ἐκ Βοιώτιος . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσιν ” ὦ χαῖρε κολλικοφάγε Βοιωτίδιον „ . καὶ ῥῆμα „ βοιωτιάζειν ἔμαθες ”
καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀχαρνεῦσι μέμνηται λέγων : ὦ χαῖρε , κολλικοφάγε . τινὲς δὲ τὰ ἴτρια ἐνόμισαν . καρφαλέον :
6264142 τολμηροτατε
σόφισμα τῶν πτερῶν καὶ αὐτὸς ἐμηχανησάμην . Εἶτα , ὦ τολμηρότατε πάντων , οὐκ ἐδεδοίκεις μὴ καὶ σύ που τῆς
μητέρα ὑβρίζεις , θαρρῶν ποιεῖς . ἀλλὰ σύ , ὦ τολμηρότατε , καὶ τὴν Ῥέαν αὐτὴν γραῦν ἤδη καὶ μητέρα
6259940 τραχυνειν
τῶν ὀπωρῶν τὰϲ ϲτυφούϲαϲ ἀποπτυομένων τῶν ϲαρκῶν αὐτῶν ἢ ἄλλωϲ τραχύνειν δυναμένων τὰ ἔντερα . πολλῆϲ δὲ τῆϲ ἐπὶ τὸ
τὰ δὲ ἔτι μᾶλλον τούτων ῥύπτοντα , μέχρι τοῦ καὶ τραχύνειν ἀνιαρῶϲ , πικρὰ προϲαγορεύεται . τὰ δέ γε δάκνοντα
6257606 χρηϲαμενοϲ
⋖ ιβ , ὕδωρ . ἐγὼ δὲ τῷ Ϲεβηριανῷ ξηροκολλυρίῳ χρηϲάμενοϲ ὠφέληϲα , ἕξειϲ δὲ καὶ τούτου τὴν πεῖραν διδάϲκαλον
ϲυζεύξαϲ , ὡϲ εἴρηται , δῆϲον : καὶ τῇ προϲηκούϲῃ χρηϲάμενοϲ ἐπιδέϲει κέλευϲον ἠρεμεῖν λεπταῖϲ καὶ ῥοφηματώδεϲιν τροφαῖϲ χρωμένουϲ :
6255924 ἐντρεχως
κατὰ κοινοῦ τὸ νομίζει γίγνεσθαι . τορῶς . τομῶς , ἐντρεχῶς , συνετῶς . ἀναβάλλεσθαι . ἀντὶ τοῦ προοιμιάζεσθαι .
τὰ ἐπιρρήματα ἐμπείρως , ἐπιστημόνως , εἰθισμένως , ἐντετριμμένως , ἐντρεχῶς , τάχα καὶ εἰδότως : Ὅμηρος δ ' ἐπισταμένως
6253135 ἐπιμενουϲηϲ
κενταυρίῳ ϲὺν μέλιτι καὶ νίτρῳ . ἐνέματα δὲ τῆϲ ὀδύνηϲ ἐπιμενούϲηϲ πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ ἔϲτω ῥητίνηϲ τερεβινθίνηϲ # α ἢ
ἁπαλὴν καὶ εὐδιοίκητον καὶ χυλώδη τροφήν . τῆϲ ἀφωνίαϲ δὲ ἐπιμενούϲηϲ καὶ τῆϲ δυνάμεωϲ ἐπιτρεπούϲηϲ καὶ ϲικύαϲ τῷ ἰνίῳ προϲάξομεν
6252908 πυκνοϲ
κινήϲεωϲ οὕτωϲ : μέγαϲ μὲν καὶ ϲφοδρὸϲ καὶ ταχὺϲ καὶ πυκνὸϲ ὁ ϲφυγμὸϲ ὀξείαϲ ἂν εἴη νόϲου δηλωτικόϲ , ὁ
δὲ αὐτοῖϲ ἐϲχάτωϲ καρφαλέον ἐϲτίν , ὁ ϲφυγμὸϲ ἰϲχνὸϲ καὶ πυκνὸϲ καὶ ϲκληρόϲ . ἡ δὲ θερμαϲία κατὰ μὲν τὴν
6250117 μαιαν
θεός . περικεφαλαίαν εἶχεν ὥστε δοκεῖν κύειν . ὡς τὴν μαῖαν : Ἀντὶ τοῦ ὡς πρός . ἄρρεν παιδίον :
βεβακχιωμένην βροτοῖσι κλεινὴν Νῦσαν , ἣν ὁ βούκερως Ἴακχος αὑτῷ μαῖαν ἡδίστην νέμει , ὅπου τίς ὄρνις οὐχὶ κλαγγάνει ;
6249542 ἐχουϲαιϲ
ἰρίνῳ ἢ ἀμαρακίνῳ , τροφαῖϲ δὲ ϲυμμέτροιϲ χρηϲτέον μηδὲν γλίϲχρον ἐχούϲαιϲ . Πῶϲ ἐπιμελητέον ἐγκαύϲεωϲ . Ἡροδότου . Ὥϲπερ ἡ
δέον : διαιτᾶν δὲ τοὺϲ καυϲουμένουϲ ὑγροτάταιϲ τροφαῖϲ καὶ μηδὲν ἐχούϲαιϲ δριμύ , οἷον καυλοῖϲ θριδάκων ἀπεζεϲμένοιϲ μετ ' ὀξυκράτου
6229371 ἀφηλικεστεραν
ἐφυλάττοντο . Ἐλέφαντι ἡμέρῳ πωλευτής τις ἦν καὶ εἶχε γυναῖκα ἀφηλικεστέραν μέν , πλουσίαν δέ . οὐκοῦν ἑτέρας ἐρῶν καὶ
καὶ γυναῖκες ‖ ἀφήλικες : Φερεκράτης δὲ τὴν γεραιτέραν ὡς ἀφηλικεστέραν , ὡς καὶ Κρατῖνος ἀφήλικα γέροντα . ἐρεῖς δὲ
6223105 σπονδυλιου
τρεῖς διδόναι πίνειν . ἢ εὐζώμου σπέρματος ὀβολὸν ἕνα , σπονδυλίου ἡμιώβολον πιεῖν μετὰ ὀξυμέλιτος . ταῦτα δὲ οὐ μόνον
Σαγαπήνου , πεπέρεως , χαλβάνης , πυρέθρου , κρόκου , σπονδυλίου , σμύρνης ἀνὰ δραχμὴν μίαν , πάνακος ῥίζης δραχμὰς
6220640 Ποιον
ἅπτουσα προσθείμην πλέον ; Εἰ ξυμπονήσεις καὶ ξυνεργάσῃ σκόπει . Ποῖόν τι κινδύνευμα ; ποῖ γνώμης ποτ ' εἶ ;
τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ καὶ τό : Ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων . . Ἔρεφον δὲ
6218864 προηγμενον
ἕκαστον γὰρ τῶν ἀδιαφόρων παρὰ τὰς διαφόρους περιστάσεις ὁτὲ μὲν προηγμένον φαίνεσθαι , ὁτὲ δὲ ἀποπροηγμένον . εἰ γοῦν ,
μὲν καὶ οἱ ἀπὸ τῆς Στοᾶς : μὴ εἶναι δὲ προηγμένον ἀδιάφορον τὴν ὑγείαν καὶ πᾶν τὸ κατ ' αὐτὴν
6216815 ὑποπιπτοι
ἐρρῆχθαι τὸ ἀπόστημα . εἰ δὲ σκληρία πολυχρόνιος καὶ ὄγκος ὑποπίπτοι καὶ δοκοίη αὐτοῖς ὥσπερ τι βάρος ἐξηρτῆσθαι τοῦ διαφράγματος
καθάπερ ἐπὶ τῶν κλυζομένων τὴν κοιλίαν , εἰ μὲν ἐπιπολῆϲ ὑποπίπτοι τὸ πέραϲ τῆϲ ϲύριγγοϲ , ὑποβαλόντεϲ κοπάριον ἢ μηλωτίδα
6215825 ϲκορδιου
ῥόδων ξηρῶν ἀνὰ ⋖ δ , κιναμώμου ⋖ β , ϲκορδίου ⋖ η , πετροϲελίνου , πολίου ⋖ η ,
β : κυκλαμίνου τῆϲ ῥίζηϲ ⋖ α ϲὺν ὑδρομέλιτι : ϲκορδίου ⋖ β ϲὺν μέλιτι : χαμαίπιτυϲ λεανθεῖϲα καὶ ἐν
6215085 ᾠνοχοει
οἱ εὐγενέστατοι παῖδες , ὡς ὁ τοῦ Μενελάου υἱός : ᾠνοχόει δ ' υἱὸς Μενελάου κυδαλίμοιο . καὶ Εὐριπίδης δ
Ἀναξάρχῳ διὰ τὴν τῶν χορηγησάντων ἄγνοιαν περιπεσούσης ἐξουσίας γυμνὴ μὲν ᾠνοχόει παιδίσκη πρόσηβος ἡ προκριθεῖσα διαφέρειν ὥρᾳ τῶν ἄλλων ,
6212826 ναβλας
, αὐλητρίδ ' ἢ νάβλαν τιν ' . ὁ δὲ νάβλας τί ἐστιν . . . . . . οὐκ
, αὐλητρίδ ' ἢ νάβλαν τίν ' . ὁ δὲ νάβλας τί ἐστι ; * * * * * οὐκ
6211976 Διθυραμβοις
παλιναιρέτους . ἐπὶ δὲ τῶν καθαιρεθέντων οἰκοδομημάτων καὶ ἀνοικοδομηθέντων Πίνδαρος Διθυράμβοις . . . . , . , . Κατὰ
λυγκῶν ἔκγονα ὁμοίως ὀνομάζεσθαι . ἐν γοῦν τοῖς Λάσου λεγομένοις Διθυράμβοις οὕτως εὑρίσκεται εἰρημένον τὸ βρέφος τὸ τῆς λυγκός .
6204190 κατασκαπτειν
ἀρχὴν πολλῶν κακῶν : ἐξ οὗ πολεμήσαντες ἠναγκάσθημεν τὰ τείχη κατασκάπτειν καὶ τὰς ναῦς παραδιδόναι καὶ τοὺς φεύγοντας καταδέχεσθαι .
σπουδάζω γίγνεσθαι τὸ ἔργον , τυραννεῖν μέ φασί τινες καὶ κατασκάπτειν τὴν πόλιν καὶ τὰ ἱερὰ πάντα . δῆλον γὰρ
6203676 Πτολεμαϊκη
͵αωʹ , χαλκοῦϲ ͵δωʹ [ ἄλλοι ͵γχʹ ] . ἡ Πτολεμαϊκὴ μνᾶ ἔχει # ιηʹ , ⋖ ρμδʹ , γράμματα
ʂ , ἡ δὲ ἑτέρα # ιϚʹ , ἡ δὲ Πτολεμαϊκὴ ἔχει # ιηʹ . Ἡ λίτρα ἔχει # ιβʹ
6202887 μηλη
θέλει , εἰ μὴ ἀπὸ δασέος ἄρχεται συμφώνου , οἷον μήλη στήλη „ . τὸ ἐθνικὸν Πηλαῖος . Πήληκες ,
μὲν ἰατρῶν σμίλη , ψαλίς , τομεύς , ὠτογλυφίς , μήλη , ὑπογραφίς , βελόνη , ξυστήρ , ὀδοντοξέστης ,
6191729 κυβηλιν
' ὧν , ἴσως δὲ καὶ τυρόκνηστιν , ἣν καὶ κύβηλιν καλοῦσιν . ὃ δὲ νῦν ταγηνοστρόφιον , οἱ πάλαι
διὰ τριῶν ποτηρίων με ματτύης εὐφραινέτω . ὁρῶ μαγείρου καὶ κύβηλιν καὶ σκάφην . ὁ νακοτίλτης γεγενείακεν βασίλισς ' ἔσει
6191596 ξιφισμος
τὰ αὐτὰ ταῦτα . ἀποξιφίσαι : ἐξορχήσασθαι . ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . ἀποτυχίσαι : ἀποπελεκῆσαι λίθον , καὶ
εἶπον . . . ἀποξιφίσασθαι : ἀπορχήσασθαι : ὁ γὰρ ξιφισμὸς εἶδος ὀρχήσεως . . . ἀποτριάσαι : πληγὰς τρεῖς
6191537 ξυσματι
ἐλαίῳ ἠδὲ καὶ οἴνῳ , καὶ χλόῃ εὐώδει καὶ βαίῳ ξύσματι τυροῦ . Ἄλεξις : νάρκην ἔλαβον ἐνθυμούμενος ὅτι δεῖ
ἐν ἐλαίῳ ἠδὲ καὶ οἴνῳ καὶ χλόῃ εὐώδει καὶ βαιῷ ξύσματι τυροῦ . Ἄλεξις ἐν Γαλατείᾳ : νάρκην μὲν οὖν
6190302 φυλαττομενουϲ
τῇ προϲηκούϲῃ ἀνακομιδῇ . τὰϲ δὲ τῶν φρενιτικῶν ἀναλήψειϲ ποιητέον φυλαττομένουϲ μέθαϲ , ὀργάϲ , ϲιτίων διαφθορὰϲ καὶ πρὸ πάντων
. τροφὰϲ εὐδιοικήτουϲ δοτέον εὐχύμουϲ , οἶνον ὀλίγιϲτον ὑδαρῆ , φυλαττομένουϲ δριμυφαγίαϲ καὶ τροφῆϲ πλῆθοϲ : ἑτοίμωϲ γὰρ αὐταῖϲ τὰ
6189394 κικινου
οὐγγίας κ , οἱ δὲ ἀνὰ οὐγγίας ιστ , ἐλαίου κικίνου ἢ σικυωνίου ἢ παλαιοῦ οὐγγίας ι . τερεβινθίνης ,
ἔλαιον , ὡϲ προείρηται καὶ χρῶνται αὐτῷ νῦν ἀντὶ τοῦ κικίνου : τὸ γὰρ κίκινον οὐκέτι κομίζεται ἀλλὰ τοῦτο ἀντ
6186517 πλαδαραϲ
πέτραϲ Ἀϲϲίαϲ ἄνθοϲ . ἐϲτὶ δὲ λεπτομερέϲ , ὡϲ τὰϲ πλαδαρὰϲ ϲάρκαϲ ἐκτήκειν , καὶ ταριχεύειν χωρὶϲ δήξεωϲ ἰϲχυρᾶϲ .
ὁ δὲ ἰὸϲ πάντων ἰϲχυρότεροϲ . ἅλεϲ δὲ καυθέντεϲ τὰϲ πλαδαρὰϲ τῶν ϲαρκῶν ὑπεκτήκουϲιν : ὁμοίωϲ καὶ μοτοὶ τιλτοὶ ἐκ
6186495 ᾐτεε
δὴ δεκάτη ἐφάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠὼς καὶ τότε μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σῆμα ἰδέσθαι ὅττί ῥά οἱ γαμβροῖο πάρα Προίτοιο φέροιτο
δεκάτη ἐφάνη ῥοδοδάκτυλος ἠώς , καὶ τότε μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σῆμα ἰδέσθαι . ἡ διπλῆ , ὅτι ἐπίφορός ἐστι
6185076 ἀσκητοιο
δάμαρ . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος
κεκράαντο . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς
6182572 αβαβ
κανόνα δὲ τοιόνδε : αβαβ ββαα βααβ ββαβ ββαα βααβ αβαβ αβαα βααβ ββαβ αβαα βααβ Τρίμετρον δὲ ἀκατάληκτον τὸ
λεπτὸν ἔχοις ' ἐπ ' ἀτράκτῳ λίνον κανὼν δὲ αὐτοῦ αβαβ ββαα βαβα βααβ ββαβ αβαα βαββ βαβα . Ἀπ
6182408 μωλυζαν
ἡμέρας , οὐκ ἂν εὕροις τούτου ἄμεινον . Πειρητήριον : μώλυζαν σκορόδου ἀποζέσας προσθεῖναι . Ἕτερον πειρητήριον : νέτωπον ὀλίγον
Κάθαρσις παμπόλλη τε καὶ παντοίη ὑπὸ τούτου γίνεται : σκορόδου μώλυζαν , νίτρον , σύκου τὸ ἔνδον τὸ πῖον ,
6178929 μετε
ἕκαστον οἰόμενον δεῖν κυβερνᾶν , μήτε μαθόντα πώποτε τὴν τέχνην μέτε ἔχοντα ἀποδεῖξαι διδάσκαλον ἑαυτοῦ μηδὲ χρόνον ἐν ᾧ ἐμάνθανεν
. Ἄριστον δὲ ὕδωρ τὸ ταχέως ψυχόμενον καὶ θερμαινόμενον , μέτε κατ ' ὀσμὴν μήτε κατὰ γεῦσιν ὑπεμφαῖνόν τινα ποιότητα
6178455 εἰκασμενην
ὡς ὁπόταν φῇ : τὴν δὲ θεῷ ἑπομένην τε καὶ εἰκασμένην ψυχὴν καὶ τὰ τούτοις ἑξῆς . Καὶ γάρ τοι
τῷ φρέατι καθῆσθαι Δήμητρα μετὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς παιδὸς γραῒ εἰκασμένην : ἐντεῦθεν δὲ αὐτὴν ἅτε γυναῖκα Ἀργείαν ὑπὸ τῶν
6174782 ἐνδειξομαι
βλάβεται δὲ λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής . Πηλεΐδῃ μὲν ἐγὼν ἐνδείξομαι : αὐτὰρ οἱ ἄλλοι σύνθεσθ ' Ἀργεῖοι , μῦθόν
? ? . καὶ νῦν ἔφη ταύτης ἕνεκα ἤδη σοι ἐνδείξομαι ? , ὅσα σε ? ἀγαθὰ ? ? [
6171544 μιμητικην
, τυρβασίαν δ ' ἐκάλουν τὸ ὄρχημα τὸ διθυραμβικόν , μιμητικὴν δὲ δι ' ἧς ἐμιμοῦντο τοὺς ἐπὶ τῇ κλοπῇ
καὶ ζωγραφεῖν καὶ ζῷα ποιεῖν : ἐρεῖς δὲ τὴν τέχνην μιμητικὴν ζῴων , ποιητικήν , ὁμοιωτικήν , καὶ τὸν ἄνδρα
6170228 ἀναληφθειϲα
καυθεῖϲα καὶ ξηρὰ ἐπιπαϲϲομένη ἰᾶται ϲύριγγαϲ , καὶ μέλιτι δὲ ἀναληφθεῖϲα ἀπέφθῳ ἢ καέντι ἐντίθεται τῇ ϲύριγγι ὡϲ κολλύριον καὶ
λειοτάτη γενομένη ὅϲον ⋖ β μετὰ ϲύκων ἢ μέλιτοϲ ἑφθοῦ ἀναληφθεῖϲα εἰϲ καταπότια καὶ διδομένη ἄγει φλέγμα ἱκανόν . Βδέλλιον
6168833 ἀνθηρῳ
πτερὰ ἐν κόσμῳ καὶ κατὰ στοῖχον ὀρθοῖ , καὶ ἔοικεν ἀνθηρῷ λειμῶνι ἢ γραφῇ πεποικιλμένῃ πολυχροίᾳ τῇ τῶν φαρμάκων ,
, τῷ πολυτόμῳ περιαίρει καὶ κόμιζε , καὶ ἐπίπασσε τῷ ἀνθηρῷ τὸν τόπον . Συνίστανται δὲ ἐν τῇ κύστει τῶν
6167917 ϲυκαμινου
δὲ ἑκάτερα πηλῷ ἢ βολβίτῳ καταχριόμενα ἢ ϲυκῆϲ ὀπῷ ἢ ϲυκαμίνου τοῖϲ φύλλοιϲ λείοιϲ ἢ μαλάχηϲ ἢ κριθίνῳ ἀλεύρῳ ϲὺν
χυλιζομένη δὲ ἡ ῥίζα κλύϲμα ϲυρίγγων ἄριϲτον γίγνεται μάλιϲτα προϲμιγνυμένου ϲυκαμίνου ὀποῦ καὶ μέλιτοϲ . καὶ καυθεῖϲα καὶ ξηρὰ ἐπιπαϲϲομένη
6164209 κατεργασια
κατὰ μεταβολὴν εἰς ἀνάδοσιν τετελεσμένη . ἑτέρως . πέψις ἐστὶ κατεργασία τροφῆς κατὰ μεταβολὴν ἐν κοιλίᾳ καὶ ἐν ἐντέροις .
δὲ τὴν πέπανσιν καὶ οὐκ εὐθὺς ἀφαιροῦσιν ὅτι καὶ ἡ κατεργασία καὶ ἡ ἀφαίρεσις χαλεπωτέρα καὶ ἔτι τὰ δένδρα λυμαίνοιτ
6152298 βουλιμον
δὲ σφόδρα συμπεπτωκυῖα ᾖ , κένωμα οὐκ ἔχει . , βούλιμον , , , , , , , , :
μὴν οὐδὲ φαγέδαινα . καί τινες ἐνόμισαν φαγέδαιναν λέγειν τὸν βούλιμον , τὴν κυνώδη ὄρεξιν , τὸ δὲ ἀληθὲς ,
6151323 ἡλουϲ
μάλιϲτα οὔλοιϲ ὀδόντων καταϲτέλλει ἐπιπαττομένη καὶ τύλουϲ ἐκβάλλει , οὓϲ ἥλουϲ καλοῦϲι καὶ τὰϲ ἐν δακτυλίῳ ἐξοχάδαϲ μαραίνει . Νάρκα
προβάτων ϲὺν ὄξει μυρμηκίαϲ τε καὶ ἀκροχορδόναϲ καὶ δοθιῆναϲ καὶ ἥλουϲ ἰᾶται . ἡ δὲ τῶν ἀγρίων περιϲτερῶν δριμυτέρα πολλῷ
6150627 φηνην
αὐτοῦ διαστρέφεσθαι καὶ μηθὲν ἁρπάζειν : τὸν δὲ πλανηθέντα τὴν φήνην ὑποβάλλεσθαι . Καὶ τὸ ὅλως ἐπιεικῶς τοὺς γαμψώνυχας ,
ὁ μὲν περδικοθήρας καὶ ὠκύπτερος Ἀπόλλωνός ἐστι θεράπων φασί , φήνην δὲ καὶ ἅρπην Ἀθηνᾷ προσνέμουσιν , Ἑρμοῦ δὲ τὸν
6148757 συνηκμασε
Κυρηναίῳ ἐπεβάλετο , παρ ' οὗ καὶ ἐπιγράμματος ἠξιώθη . συνήκμασε δὲ Νικάνδρῳ τῷ Κολοφωνίῳ τῷ μαθηματικῷ καὶ αὐτῷ θεραπεύοντι
παλάσταν ἀπολείποντα μόνον ” μίαν παχέων ἀπὺ πέμπων . ” συνήκμασε δὲ τούτοις καὶ ἡ Σαπφώ , θαυμαστόν τι χρῆμα
6146486 Ἐρωτω
ἐρώτα ὁποῖον μόριον τῆς κολακείας φημὶ εἶναι τὴν ῥητορικήν . Ἐρωτῶ δή , καὶ ἀπόκριναι ὁποῖον μόριον . Ἆρ '
νῦν με , ὀψοποιία ἥτις μοι δοκεῖ τέχνη εἶναι . Ἐρωτῶ δή , τίς τέχνη ὀψοποιία ; Οὐδεμία , ὦ
6146099 αἰρεις
πηδάλιον αἴρεις , μή τι τὰς κώπας ; τί οὖν αἴρεις ; τὰ σά , τὴν λήκυθον , τὴν πήραν
Ἀθήνησι Ἀθηνᾶ Σώτειρα λεγομένη , ᾗ καὶ θύουσιν . χὥπως αἴρεις : Σκόπει ὅπως μεγαλύνεις . . χὥπως αἴρῃς :
6145943 ϲημαινον
τηλικοῦτοϲ . Περιληπτικὸν δέ ἐϲτι τὸ τῷ ἑνικῷ ἀριθμῷ πλῆθοϲ ϲημαῖνον , οἷον δῆμοϲ χορόϲ ὄχλοϲ . Ἐπιμεριζόμενον δέ ἐϲτι
οἷον πρῶτοϲ δεύτεροϲ τρίτοϲ . Ἀριθμητικὸν δέ ἐϲτι τὸ ἀριθμὸν ϲημαῖνον , οἷον εἷϲ δύο τρεῖϲ . Ἀπολελυμένον δέ ἐϲτιν
6144734 σταξω
πρῶτον μὲν ὅτι σύνθετόν ἐστιν , ἀπὸ γὰρ τοῦ στάζω στάξω γέγονεν ἐν συνθέσει [ κατ ' ἐπέκτασιν ] τοῦ
ὁ μέλλων στάξω : καὶ ὡς φράξω φραγμός , οὕτω στάξω σταγμός , καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς σταλαγμός .
6140868 τεταρταϊζοντας
μακρόν . . . : Ἀριστόξενος δὲ ὁ μουσικὸς τοὺς τεταρταΐζοντας τὴν ἑλξίνην φησὶν βοτάνην μετὰ ἐλαίου τριβομένην καὶ συγχριομένην
βεβρεγμένῃ καταντλείσθωσαν πλείονας ἡμέρας . Ἀριστόξενος δὲ ὁ μουσικὸς τοὺς τεταρταΐζοντας τὴν ἑλξίνην φησὶν βοτάνην μετὰ ἐλαίου τριβομένην καὶ συγχριομένην
6138357 μηλινας
καὶ κοῦφον , ἔτι δὲ καὶ εὐθρυβῆ , διαφύσεις τε μηλίνας ἔχοντα διὰ βάθους . Λίθος αἱματίτης ἄριστός ἐστιν ὁ
τε καὶ κοῦφον , ἔτι δ ' εὐθρυβῆ καὶ διαφύσεις μηλίνας ἔχοντα διὰ βάθους : τὸ δ ' ἄνθος αὐτοῦ
6136784 ἀγκιϲτρῳ
ὡϲ εἴρηται , τὰ χείλη τῆϲ διαιρέϲεωϲ . ἔπειτα ἔξωθεν ἀγκίϲτρῳ ἀνατείνοντεϲ τὴν οὐλήν , βελόνην διπλοῦν λίνον ἔχουϲαν διαπείρομεν
δύο διαιρέϲεων δέρματοϲ μυρϲινοειδοῦϲ τυγχάνοντοϲ τὴν πρὸϲ τῇ δεξιᾷ ἡμῶν ἀγκίϲτρῳ πείραντεϲ γωνίαν ὅλον τοῦτο τὸ δερμάτιον ἀποδείρωμεν , εἶτα
6136561 δεομενοιϲ
διαθέϲειϲ . πυκνωτικὸν καὶ ἐμπλαϲτικόν : προϲάγομεν οὖν αὐτὸ τοῖϲ δεομένοιϲ τονοῦϲθαι μορίοιϲ καὶ ϲφίγγεϲθαι καὶ θερμαίνεϲθαι μετρίωϲ . Ϲτυράκινον
ϲιτίοιϲ κατὰ τὸ ἁρμόττον χρωμένοιϲ : ἀρκεῖ δὲ τοῖϲ πολλοῖϲ δεομένοιϲ ποτὲ ψυχθῆναι μειζόνωϲ ἐννήξαϲθαι θέρουϲ ὥρᾳ νέουϲ ὄνταϲ καὶ
6133228 θηλυτητα
Ἀγάθων δὲ : Οὗτος τραγῳδίας ποιητὴς . κωμῳδεῖται δὲ εἰς θηλύτητα . ποθεινὸς τοῖς φίλοις : Γράφεται δεξιός . φίλοις
ὑποτρεφομένηϲ . τῆϲ γοῦν ἀπρεπείαϲ ἐχούϲηϲ ὄνειδοϲ τὸ κατὰ τὴν θηλύτητα χειρουργεῖν ἄξιον . μηνοειδῆ τοίνυν τομὴν εἰϲ τὸ κάτω
6129046 ἐπιτηδειοιϲ
ἄλλο , τοῦτο τὸ φάρμακον ὀνίνηϲιν , ἔξωθέν τε τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ καταπλάϲμαϲι μιγνύμενον , εἴϲω τε τοῦ ϲώματοϲ λαμβανόμενον ,
καὶ τῇ τρίτῃ ἀποπυριᾶν καὶ γάλακτι ἐγχυματίζειν καὶ καταπλάττειν τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ , εἶτα ὑπαλείφειν τοῖϲ πρὸϲ τὰϲ παλαιὰϲ διαθέϲειϲ ,
6125346 ϲαρκωδων
διαφόρηϲιν . ἀπόϲτημα τοίνυν ἐϲτὶ φθορὰ καὶ μεταβολὴ ϲαρκῶν ἤτοι ϲαρκωδῶν , οἷον μυῶν , φλεβῶν , ἀρτηριῶν . τούτων
. Ὅτι μὲν τὸ ἀπόϲτημα φθορὰ καὶ μεταβολὴ ϲαρκῶν ἤτοι ϲαρκωδῶν ἐϲτι , καὶ τίνεϲ οἱ τῆϲ γενέϲεωϲ αὐτοῦ τρόποι
6125263 Λεσβιαν
πλησίον ἕστηκεν Ἀνακρέων ὁ Τήιος , πρῶτος μετὰ Σαπφὼ τὴν Λεσβίαν τὰ πολλὰ ὧν ἔγραψεν ἐρωτικὰ ποιήσας : καί οἱ
τὴν γαστέρα καὶ εὔξαιτο τῇ Λοχείᾳ ὡς ὑπὲρ ἐμοῦ , Λεσβίαν ἔφη ἐντυχοῦσαν αὐτῇμᾶλλον δὲ σὺ αὐτῷ , ὦ Δωρί
6125178 μωραν
δὲ πρὸς αὐτὸν ἔφη : „ ὦ πίθηκε , τοιαύτην μωρὰν ψυχὴν ἔχων τῶν ἀλόγων βασιλεύεις ; ” ὁ μῦθος
φρενῶν δὲ οὐ μετέχουσαν . ὁ δὲ ἀσσιδάριος ἀργὴν καὶ μωρὰν εἶναι τὴν γυναῖκα σημαίνει , ὁ δὲ προβοκάτωρ εὔμορφον
6122477 νοϲημαϲι
τῶν ὤτων ἐπὶ τῶν ϲκοτωματικῶν , καὶ μάλιϲτα ὅϲοι χρονίοιϲ νοϲήμαϲι κεφαλῆϲ θερμοῖϲ καὶ πνευματώδεϲι κάμνουϲιν . ἔτι δὲ καὶ
ἄλλοιϲ ἅπαϲι κακὸν ἔϲχατον . ϲυμβαίνει δὲ ἐν τοῖϲ πληθωρικοῖϲ νοϲήμαϲι τοὺϲ πλουϲίουϲ μᾶλλον τῶν πενήτων κακῶϲ θεραπεύεϲθαι . καταρχὰϲ
6121363 ἐπιτεταμενηϲ
. Ἀμόργη τῆϲ δευτέραϲ ἐϲτὶ τάξεωϲ τῶν θερμαινόντων καὶ ξηραινόντων ἐπιτεταμένηϲ . οὕτω γέ τοι καὶ τὰ τῶν ξηρῶν τῇ
αἱμορραγίαϲ ϲφοδρᾶϲ ἢ λιμὸϲ ἢ κινήϲειϲ ϲφοδραὶ καὶ πολλαὶ ἢ ἐπιτεταμένηϲ ἀγρυπνίαϲ , ἐπὶ ξηρότητι δηλονότι ϲυνίϲτανται , καὶ ὅταν
6119914 Κλεοβουλιναις
κωφότητα προσποιουμένων καὶ πάντα ἀκουόντων . Μέμνηται αὐτῆς Κρατῖνος ἐν Κλεοβουλίναις . Ἔστι δὲ καὶ κωμῳδιῶν ποιητὴς ὁ Μύλλος .
ἡμῖν τἄριστον ἔοικε . παροψωνεῖν δ ' ἔφη Κρατῖνος ἐν Κλεοβουλίναις οὕτως . . . παραγοράζειν δὲ Ἄλεξις ἐν Δρωπίδῃ
6116490 ποταπην
καλεῖ , ἐπεὶ ὁ ἥλιος ἀνατέλλων τὴν ἡμέραν γεννᾷ . ποταπήν ; εἰρηναίαν καὶ εὐτυχῆ . . Παῖδα ἡλίου τὴν
: ἀντὶ μιᾶς συλλαβῆς . μερίσας . τῷ Διΐ . ποταπήν ; κατὰ πέντε γινομένην χρόνους . * πῶς .
6115748 Πενιαν
ἀποφαντικόν ἐστιν ὅτι ἐὰν βλέψῃ ὁ Πλοῦτος καὶ παύσῃ τὴν Πενίαν , οὐκέτι κακοδαιμονία εἴη . τὸ δὲ ἑξῆς ,
τοῦ λέγοντος , κἂν θέλῃς κἂν μὴ θέλῃς . } Πενίαν φέρειν οὐ παντός , ἀλλ ' ἀνδρὸς σοφοῦ .
6107893 ἀτεραμον
ὁ μὴ ὢν ἁπαλὸς ἀλλὰ σκληρός . τὸ δὲ οὐδέτερον ἀτέραμον καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀτέραμνον . λέγεται δὲ ἀτέραμνα
καὶ βλάστησιν καὶ τὴν ἁδρότητα καὶ εὐκαρπίαν οὐδὲν διαφέρει τὸ ἀτέραμον ὡσάν τι νενοσηκὸς ἢ πεπονηκός . Ὑπὲρ δὴ τούτων
6106694 ϲτερεαν
κεφαλῇ δὲ χρονίωϲ ἐψυγμένῃ ὠφέλιμοϲ : δυϲπαθῆ γὰρ αὐτὴν καὶ ϲτερεὰν ἀπεργάζεται . δεῖ μέντοι προκενοῦν τὴν κοιλίαν ἐπὶ τού
μὴν ὁμοίωϲ τοῖϲ γε ἀκαύϲτοιϲ ϲυνάγειν τε καὶ πιλεῖν τὴν ϲτερεὰν οὐϲίαν ἔτι δύνανται . Ἁλὸϲ ἄνθοϲ . Ἁλὸϲ ἄνθοϲ
6106674 Πυρρᾳ
Αἰσχύλου „ ἀφθονέστερον λίβα „ . καὶ Ἐπίχαρμος δὲ ἐν Πύρρᾳ ” εὐωνέστερον ” ἔφη . καὶ ἐν τῷ κατὰ
Δυσκόλῳ : εὕρηκ ' ἐγὼ τούτου τέχνην . Δίφιλος ἐν Πύρρᾳ : δῶρον δ ' ἐμαυτὴν πὰρ θεῶν εὑρημένην .
6104527 σμαριδας
τὰν κράμβαν . ὅκχ ' ὁρῆι βῶκάς τε πολλοὺς καὶ σμαρίδας . . κἀστακοὶ γαμψώνυχοι . κουρίδες τε ταὶ φοινίκιαι
ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων ὅμοιά φησιν εἶναι τῇ μαινίδι βόακα καὶ σμαρίδας . Ἐπαίνετος δ ' ἐν Ὀψαρτυτικῷ φησι : σμαρίδα
6104332 ὑλικην
φαίνονται τῶν ὑφ ' ἡμῶν εἰρημένων . οἱ μὲν γὰρ ὑλικὴν τὴν ἀρχὴν ὑποτίθενται , ἄν τε μίαν ὑποθῶνται αὐτὴν
: καὶ τὰ μὲν ἐπὶ τὴν ἄτακτον καὶ πλημμελῆ καὶ ὑλικὴν ἀποπίπτει κίνησιν , τὰ δ ' ἐπιδίδωσιν ἑαυτὰ πρὸς
6104239 δυναμεϲιν
καὶ διαφορητικόϲ ἐϲτιν , δι ' ὃ καὶ ὀφθαλμικαῖϲ μίγνυται δυνάμεϲιν . καὶ ὁ ἀγήρατοϲ δὲ ϲτυπτικῆϲ τε καὶ διαφορητικῆϲ
μετρίωϲ ἐϲτὶ καὶ ταῖϲ πρὸϲ ἧπαρ καὶ ϲτόμαχον ἐπιτιθεμέναιϲ μίγνυται δυνάμεϲιν , εἴϲ τε τὰϲ τῆϲ ὑϲτέραϲ πυρίαϲ χρηϲίμωϲ μίγνυται
6103768 Ὀρχιϲ
τε Ὄρυζα τϚ Ὄρχιϲ , οἱ δὲ κυνὸϲ ὄρχιϲ τζ Ὄρχιϲ ἣν ϲεραπίαδα καλοῦϲιν τη Οὖβα τθ Ὀϲιριάϲ τι Παγκράτιον
Ὀπόϲ τβ Ὀρίγανον τγ Ὄροβοϲ τδ Ὀροβάκχη τε Ὄρυζα τϚ Ὄρχιϲ , οἱ δὲ κυνὸϲ ὄρχιϲ τζ Ὄρχιϲ ἣν ϲεραπίαδα
6101934 Εὐχου
. Ὅσια κρῖνε . Γνοὺς πρᾶττε . Φόνου ἀπέχου . Εὔχου δυνατά . Σοφοῖς χρῶ . Ἦθος δοκίμαζε . Λαβὼν
Εἰ θνητὸς εἶ , βέλτιστε , θνητὰ καὶ φρόνει . Εὔχου δ ' ἔχειν τι , κἂν ἔχῃς ἕξεις φίλους
6101913 βωκων
: μονόσι . κόχλων : φερεοίκων . Βῶν : γράφεται βωκῶν : βώξ . Πάνθηρας : τ ' οὖν .
μεγάλοι καὶ οἱ μικροὶ , ἢ τὰ δύο γένη τῶν βωκῶν , ἤγουν οἱ μεγάλοι καὶ οἱ μικροὶ βάτραχοι .
6101097 ὠνομασμενην
: ἕδραν γὰρ καὶ διακοπὴν ταὐτὸν εἶναί φησιν Ἱπποκράτης , ὠνομασμένην οὕτως διὰ τὸ κατὰ τὴν γενομένην διακοπὴν ἑδράζεσθαί τε
. Ὅστις , ἤγουν ὁ Ψαῦμις , τὴν ἀπὸ σοῦ ὠνομασμένην πόλιν , ὦ Καμαρίνα , κατὰ μεταπλασμὸν ἀντὶ τοῦ
6099650 καταλαμβανουσαις
, δορυάλωτος , δορύληπτος . Ἀριστοφάνης δ ' ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη καὶ τῶν πλατυλόγχων διβολίαν ἀκοντίων . καὶ λοφοπωλεῖν
δ ' ἐκαυλίζοντο καὶ ξυστὴ κάμαξ , ἐν δὲ Σκηνὰς καταλαμβανούσαις καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς , ἀκόντων :
6096946 λανθανοντας
δεῖ τάσσεσθαι τὴν πρόμαχον παράταξιν , ὅταν ἔχῃ τοὺς ὑπερκεραστὰς λανθάνοντας μέχρι τοῦ καιροῦ τῆς συμβολῆς ; Ὄψις Πλαγιοφύλακες Μέρος
ναύλοχον : ὁ δὲ ναῦς προσέταξεν ἐν τοῖς ἀγκῶσι ναυλοχεῖν λανθάνοντας , ἐπειδὰν δὲ αἴσθωνται ζευγνύειν αὐτὸν τὴν γέφυραν ,
6093349 ἀναλωτικον
λέγομεν , ὅτι οὐδέν τι κατ ' αὐτὸ ἕτερον οὕτως ἀναλωτικὸν καὶ πυρῶδες , τῶν εἰς τὴν ἡμετέραν ἰόντων αἴσθησιν
δὲ τῶν ἄστρων πρὸς τὸ ἐπιτευκτικόν . τὸ μὲν γὰρ ἀναλωτικὸν τῶν ἐμπιπτόντων , τὸ δὲ ὀξείας καὶ ἐξόχους ἔχον
6092839 χαρακτηριζει
φιλοσοφοῦσι καθήκοντα , ταῦτά ἐστι τοῦ παραδείσου τὰ φυτά . χαρακτηρίζει μέντοι γε αὐτὰ ταῦτα δηλῶν ὅτι τὸ ἀγαθὸν καὶ
κολάσει χρησάμενος ὡς οἷόν τε ἐπιεικεῖ , οὕτω γὰρ αὐτὸς χαρακτηρίζει τὴν ἑαυτοῦ κρίσιν , μόνῳ δὲ Ἀλκιμέδοντι τὴν τιμωρίαν
6091286 Κομων
ἀνάθημα ἐν τῷ ἱερῷ : καὶ ἀνέθηκεν ἡ Βερονίκη . Κόμων οὖν τις ἦν ἀστρονόμος ἐπὶ τῶν αὐτῆς χρόνων ,
ἐς Ἰθώμην ὑπὸ τοῦ Διός , τοῦτο δὲ ἐν Εὐεσπερίταις Κόμων συγγενέσθαι νεκρᾷ τῇ μητρὶ ἐδόκει , συγγενομένου δὲ αὖθίς
6090171 ἐγκαθιϲματα
τινων γὰρ τοῦτο καὶ μόνον εἰϲ τελείαν ἀποθεραπείαν ἤρκεϲεν . ἐγκαθίϲματα δὲ καὶ πεϲϲοὶ μαλακτικοὶ παραλαμβανέϲθωϲαν . ταῦτα μὲν οὖν
κεφαλωτὸν πράϲον πλείοϲι καθηψημένον ὕδαϲι καὶ ἰχθύεϲ οἱ ἁπαλώτατοι . ἐγκαθίϲματα δὲ ἐπιτηδευέϲθω ἄχριϲ ὀμφαλοῦ καὶ ὀϲφύοϲ ὅληϲ δι '

Back