Ἔδωκαν δὲ καὶ τὰς φάττας καὶ τὰς κίχλας Λάμωνι καὶ Μυρτάλῃ κομίζειν , ὡς αὐτοὶ θηράσοντες ἄλλας , ἔστ '
. Τῷ Λάμωνι μὲν οὖν οὐδὲν ἐτόλμησεν εἰπεῖν , τῇ Μυρτάλῃ δὲ θαρρήσας καὶ τὸν ἔρωτα ἐμήνυσε καὶ περὶ τοῦ
7580953 Λαμωνι
ἄρτων . Ἔδωκαν δὲ καὶ τὰς φάττας καὶ τὰς κίχλας Λάμωνι καὶ Μυρτάλῃ κομίζειν , ὡς αὐτοὶ θηράσοντες ἄλλας ,
ἐμπαροίνημα γενήσεται τοιοῦτον κάλλος , αὐτίκα καταλέγει πάντα κἀκείνῳ καὶ Λάμωνι . Ὁ μὲν οὖν Δάφνις ἐκπλαγεὶς ἐγίνωσκεν ἅμα τῇ
7271912 Τοθι
. ἡ διὰ ψηφίσματος τοῖς νικῶσι γινομένη στήλη . . Τόθι , ἤγουν ὅπου , ἐν τῇ Ῥόδῳ δηλονότι ,
. . . . . . . . . . Τόθι κῶας ὄφις εἴρυτο δοκεύων Πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν
7250078 Μωυσῳ
καιρὸν τῆς Μερρίδος τελευτησάσης , ὑποσχέσθαι τὸν Χενεφρῆν τῷ τε Μωύσῳ καὶ τῷ Χανεθώθῃ τὸ σῶμα διακομίσαντας εἰς τοὺς ὑπὲρ
ὕπαρξιν τοὺς Ἰουδαίους τῶν Αἰγυπτίων χρησαμένους διακομίζειν . Τῷ δὲ Μωύσῳ θείαν φωνὴν γενέσθαι , πατάξαι τὴν θάλασσαν τῇ ῥάβδῳ
7241593 ἡψημενῃ
καταπλάσμασι χρηστέον ἀλεύρῳ τε καθαρῷ καὶ πάλῃ ἀλφίτου ἐν ὑδρομέλιτι ἡψημένῃ , συνεχῶς τε ἀλλάσσειν τὰ καταπλάσματα , καὶ σέριν
δὲ πλίνθου συνοικοδομήσασα τὰς καμάρας ἐξ ἑκατέρου μέρους ἀσφάλτῳ κατέχρισεν ἡψημένῃ , μέχρι οὗ τὸ πάχος τοῦ χρίσματος ἐποίησε πηχῶν
7174163 καταθυουσιν
καὶ θηλείας δορκάδας καὶ ἐκθεοῦσιν αὐτάς , τοὺς δὲ ἄρρενας καταθύουσιν . ἄθυρμα δὲ εἶναι τὰς θηλείας τῆς Ἴσιδός φασιν
αὐτὴν οἷα δήπου λεχὼ θεραπεύουσι . τὸ δὲ ἀρτιγενὲς βρέφος καταθύουσιν ὑποδήσαντες κοθόρνους . ὅ γε μὴν πατάξας αὐτὸ τῷ
7158595 ναρκισσινῳ
ἀποχέας δύο κοτύλας , ξυμμίξαι μέλι καὶ ἔλαιον ἄνθινον σὺν ναρκισσίνῳ , καὶ κλύσαι . Κλυσμοὶ καθαρτήριοι : ὄλυνθοι χειμερινοὶ
δὲ τρεῖς ἡμέρας , τὴν κυκλάμινον καὶ τὸ ξὺν τῷ ναρκισσίνῳ . Ἢν δὲ ταῦτα μὴ καθήρῃ , κατανοῶν πολὺ
7115820 Αἰθρᾳ
ἀντίποινα δὲ θυάδος ἀντὶ τοῦ τῆς ἁρπαγείσης Ἑλένης μόνῃ τῇ Αἴθρᾳ ζυγὸν δούλειον ἀμφήρεισαν οἱ τῶν Ἀθηναίων πορθηταί . ὁ
τρίτος δὲ : Αἰγεὺς ὁ Πανδίονος υἱὸς βασιλεὺς Ἀθηναίων συνελθὼν Αἴθρᾳ τῇ Πιτθέως ἐν Τροιζῆνι ἔσχεν ἐξ αὐτῆς τὸν Θησέα
7074444 καταδυνῃ
φαινόμενον , ὅταν τοῦ ἡλίου ὑπὸ γῆν μεσουρανοῦντος ὁ ἀστὴρ καταδύνῃ . ἕβδομός ἐστιν σχηματισμὸς ὁ καλούμενος ὀψινὸς ἀπηλιώτης ,
φαινόμενον , ὅταν τοῦ ἡλίου ὑπὲρ γῆν μεσουρανοῦντος ὁ ἀστὴρ καταδύνῃ , ὃ δέ τι νυκτερινὸν καὶ φαινόμενον , ὅταν
7072191 ἐφορμησας
πόδεσσι . ” τῶν δ ' ἅπαξ εἰρημένων . ἐπορεξάμενος ἐφορμήσας , ἐπεκτείνας . ἔπορον ἔδωκαν . ἕπουσαν ἀπὸ τοῦ
ἀτάκτως καταγελῶντες τῶν Ἑλλήνων ὡς φευγόντων . Ἰφικράτης ἐξ ἀφανοῦς ἐφορμήσας πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἀπέκτεινεν , πολλοὺς δὲ καὶ αἰχμαλώτους
7068897 γλοιῳ
. βʹ : ὀποπάνακος δραχ . αʹ . ἀναλάμβανε τρίψας γλοιῷ , καὶ πλάσας κολλύρια χρῶ . Σκολοπένδρης θαλασσίας δραχ
τὸ ἀρκοῦν , ὡϲ λειωθῆναι ταῦτα καλῶϲ καὶ ὅμοιον αὐτὸ γλοιῷ γενέϲθαι τὸ πάχοϲ , καὶ τότε κατάχριε ἀρξάμενοϲ ἀπὸ
7053459 ξηριῳ
. αʹ , καρυοφύλλου οὐγγ . βʹ . χρῶ τῷ ξηρίῳ ἢ χυλῷ πτισάνης καὶ ὀρύζης κατ ' ἰδίαν ἑκάστου
καὶ λεπτὰς ὠτειλὰς , ὡς θαυμάσαι . τούτῳ ἐγὼ καὶ ξηρίῳ χρῶμαι καὶ κολλουρίῳ σὺν ὠῷ : σαρκοκόλλης . .
7026454 Τριγλα
θεῷ ἡ κυνηγέτις ἀνάκειται . Ἀθήνησι δὲ καὶ τόπος τις Τρίγλα καλεῖται καὶ αὐτόθι ἐστὶν ἀνάθημα Ἑκάτῃ Τριγλανθίνῃ . διὸ
εἰ δὲ ἐπαναβαίνοι τοῖϲ ποταμοῖϲ γίγνεται παραπλήϲιοϲ τῷ κεφάλῳ . Τρίγλα . Καὶ αὕτη τῶν πελαγίων ἐϲτὶν ἰχθύων , τετίμηται
7006997 νεοπυριητος
λούειν πολλῷ καὶ θερμῷ πολλάκις : ὁκόταν δὲ νεόλουτος καὶ νεοπυρίητος ᾖ , ἀνευρύνειν τὸ στόμα τῆς μήτρης μήλῃ κασσιτερίνῃ
λούειν πολλῷ καὶ θερμῷ . Ὅταν δὲ νεόλουτος ᾖ καὶ νεοπυρίητος , ἀνευρύνειν τὸ στόμα τῆς μήτρης τῇ μήλῃ τῇ
7002020 ἀποφλεγματιζειν
εἶναι καὶ λεπτυνούσῃ διαίτῃ χρῆσθαι , ἐμεῖν τε συνεχῶς καὶ ἀποφλεγματίζειν , ξυρᾶν τε τὴν κεφαλὴν καὶ καταπλάττειν τὸ βρέγμα
μετέχει δυνάμεωϲ , ἡ δὲ ἀγρία δριμείαϲ ἰϲχυρῶϲ , ὡϲ ἀποφλεγματίζειν τε καὶ ῥύπτειν ϲφοδρῶϲ . Ἀϲτὴρ Ἀττικόϲ , οἱ
6993857 διοπτρᾳ
ἐκ δεξιῶν μερῶν καθεζόμενος , διοπτριζέτω τῇ πρὸς ἡλικίαν καταλλήλῳ διόπτρᾳ . δεῖ δὲ πρὸ τοῦ διοπτρίζειν ἀναμετρεῖσθαι διὰ μήλης
κατάχεε , καὶ ἑνώσας χρῶ . καθιέναι δὲ χρὴ συνεχῶς διόπτρᾳ καὶ ἐπισκέπτεσθαι μή τι ὑπερσάρκωμα γένηται , καὶ καταστέλλειν
6979485 διανυκτερευσαι
τρόπον τοῦτον . Ῥοῦν μαγειρικὸν ἀποβρέχων ὀμβρίῳ ὕδατι , ὥστε διανυκτερεῦσαι , εἶτα ἐπιμελῶς ἀποθλίβων τὸν ῥοῦν , ἐμβάλλω τῷ
χρείας . Πολλάκις γὰρ τρεπομένων ἐχθρῶν καὶ ὀχυρώματι προστρεχόντων χρεία διανυκτερεῦσαι ἢ προσεδρεῦσαι αὐτοῖς ἢ τὴν συμβολὴν μέχρις ἑσπέρας παρατείνεσθαι
6964576 Μισυ
. Κεδρία σὺν μέλιτι μιγεῖσα καὶ ἐγχριομένη καλῶς ποιεῖ . Μίσυ καύσας ἐν χύτρᾳ καὶ λεάνας ἐμφύσα . Ἄλλο :
, ἄλιθος , ὁμόχρους , πολύχυτος ἐν τῇ ἀνέσει . Μίσυ παραληπτέον τὸ Κύπριον , χρυσοφανές , σκληρὸν καὶ ἐν
6956988 λακκῳ
δὲ τοῦτο κατὰ βραχὺ ἀθροιζόμενον καθ ' ἑκάϲτην ἡμέραν ἐν λάκκῳ τινὶ καὶ ἦν χλιαρὸν καὶ χλωρὸν ὄζον χαλκίτεωϲ καὶ
καὶ στρογγύλαι , ὡς αἱ ἐν Δικαιαρχίᾳ ἐν τῷ Λουκρίνῳ λάκκῳ καὶ ἐν τῷ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ λιμένι : γλυκεῖαι γὰρ
6955120 λεπτοδομοις
ἀφριζομένης , δηλαδὴ τῇ κωπηλασίᾳ , πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις ἤτοι ταῖς ναυσί . πλὴν
, διὰ τοῦτο πόντιον εἶπεν . πίσυνοι ] θαρροῦντες . λεπτοδόμοις ] λεπτοῖς . πείσμασιν ] σχοινίοις . μηχαναῖς ]
6952458 σποδῳ
δοκέω λασιώτερος ἦμεν , ἐντὶ δρυὸς ξύλα μοι καὶ ὑπὸ σποδῷ ἀκάματον πῦρ : καιόμενος δ ' ὑπὸ τεῦς καὶ
: καὶ ἢ ἐν ἰπνοῖς καὶ κριβάνοις , ἢ ἐν σποδῷ . ὧν τοὺς μὲν ἰπνίτας ἢ κριβανίτας φασί ,
6943278 ἐνεγκῃς
διακινήσωμεν . ἅμα δὲ καὶ τὸ ὑπόλοιπον τινάξεις κοκκύμηλον καὶ ἐνέγκῃς τῇ κυρίᾳ σου , ἵνα τὰ ἱμάτια λάβῃς .
εἰδέναι ἐφ ' ὅ τι πρῶτον ἢ δεύτερον τὴν χεῖρα ἐνέγκῃς : ὑποβλέπειν οὖν εἰς τὸν πλησίον δεήσει κἀκεῖνον ζηλοῦν
6938480 βυσμα
βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν ,
' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν
6929011 ἀφεψων
φλέγμα ἄγει : καὶ πιπίσκειν γάλα ὄνειον ἢ ὀῤῥὸν αἴγειον ἀφεψῶν : ἢν δὲ σπληνώδης ᾖ , μὴ πιπίσκειν τὸ
τοῦ ἄκρου : ὁκόταν ἐξαγάγηται , τὴν μυρσίνην ἐν οἴνῳ ἀφεψῶν , τῷ οἴνῳ χλιερῷ κλυζέσθω . Ἢν ἄσθματα λαμβάνῃ
6920468 ἑσπερινον
εὐθὺς καὶ ὁ ἀστὴρ μεσουρανήσῃ , τὸ δέ τι καλεῖται ἑσπερινὸν συμμεσουράνημα ἀληθινόν , ὅταν ἅμα τῷ ἡλίῳ δύνοντι καὶ
δικαστικὸν μισθόν : τριώβολον γὰρ ἐλάμβανον . δόρπον ] τὸ ἑσπερινὸν φαγεῖν . Γ δόρπον ] τὸ ἐν ἑσπέρᾳ φαγεῖν
6913502 μολυβδαινης
τῇ ὑποκειμένῃ ἐμπλάστρῳ : ἔστι δὲ αὕτη . Λιθαργύρου , μολυβδαίνης , ἀνὰ λίτραν μίαν , πίσσης ξηρᾶς , χαλβάνης
Ἔμπλαστρος Λαυρεντιανὴ μετὰ τὰς ἐπιδόσεις . Λιθαργύρου # α , μολυβδαίνης # α , χαλκοῦ κεκαυμένου , χαλβάνης , χαλκάνθου
6908619 ἀπεθανες
οὗτος ὁ πλήξας ἐπλήγης , σὺ δὲ ἀνελὼν τὸν ἕτερον ἀπέθανες . . Ἐτέοκλες . . μελεόπονος ] ἤγουν μέλεα
Ἀλλ ' ἀθάνατός εἰμ ' . Ἀλλ ' ὅμως ἂν ἀπέθανες . Δεινότατα γάρ τοι πεισόμεσθ ' , ἐμοὶ δοκεῖ
6904998 αἰθαλῃ
. ἔοικε δὲ κεκλῆσθαι διὰ τὸ σίδηρον ἔχειν τὸν ἐν αἰθάλῃ τὴν ἐργασίαν ἔχοντα . Φίλιστος δὲ ἐν εʹ Σικελικῶν
Ἔοικε δὲ κεκλῆσθαι διὰ τὸ σίδηρον ἔχειν , τὸν ἐν αἰθάλῃ τὴν ἐργασίαν ἔχοντα . Φίλιστος δὲ ἐν εʹ Σικελικῶν
6903598 εῃ
οἱ Δίδυμοι ἄρχονται ἐπιτέλλειν : νότια . Ἐν δὲ τῇ εῃ Εὐδόξῳ Ὑάδες ἑῷαι ἐπιτέλλουσιν . Ἐν δὲ τῇ ζῃ
τῇ δῃ Εὐδόξῳ Αἲξ ἀκρόνυχος ἐπιτέλλει . Ἐν δὲ τῇ εῃ Εὐκτήμονι Πλειάδες ἑσπέριαι φαίνονται ἐκ τοῦ πρὸς ἕω :
6899176 κατεσποδημενοι
' ἀμφιλέκτως ] ἀναμφιβόλως . ἀμφιλέκτως ] ἀμφιβόλως . θΞ κατεσποδημένοι ] οἱ καὶ τῇ σποδῷ καὶ τῷ χοῒ κεκονισμένοι
. κατεσποδημένοι ] σποδῷ κεκονιαμένοι . κατεσποδημένοι ] κεκονιαμένοι . κατεσποδημένοι ] πεπτωκότες . θ κατεσποδημένοι ] ἐπὶ τῇ σποδῷ
6896002 Θιβρωνι
τῷ στρατοπέδῳ ἐδέοντο μὴ ἀπελθεῖν πρὶν ἀπαγάγοι τὸ στράτευμα καὶ Θίβρωνι παραδοίη . Ἐντεῦθεν διέπλευσαν εἰς Λάμψακον , καὶ ἀπαντᾷ
προθυμίας εἰς τὸν πόλεμον . οὕτω δὲ τῶν πραγμάτων τῷ Θίβρωνι προχωρούντων ἡ τύχη ταχὺ μεταβαλοῦσα ἐταπείνωσεν αὐτὸν διὰ τοιαύτας
6894606 Μελανθιον
ἀγορᾷ τὰ τεμμάχη καὶ δεινῶς πάνυ τὴν ἀνοψίαν φέροντας . Μελάνθιον δὲ τὸν τραγῳδὸν Ἄρχιππος ἔν τινι δράματι ὡς ὀψοφάγον
ἐστίν , καὶ οὐδὲ αὐτὴ μεγάλη . ἀπὸ Κοτυώρων ἐς Μελάνθιον ποταμὸν στάδιοι μάλιστα ἑξήκοντα . ἐνθένδε εἰς Φαρματηνὸν ἄλλον
6883587 δρεπανῃ
νόσον θανατηφόρον ἐπελθεῖν σοι : οὐ συνεχώρησα τῇ τοῦ θανάτου δρεπάνῃ συναντῆσαί σοι , οὐ παρεχώρησα τὰ τοῦ ᾅδου δίκτυα
πάντες ἐν τῷ ᾅδῃ κατηλλάξαντο , πάντες τῇ τοῦ θανάτου δρεπάνῃ συλλέγονται : ἐπὶ δέ σε οὐκ ἀπέστειλα θάνατον ,
6880835 ζωμ
' ἀμφορεαφόρος τις ἀποφορὰν φέρων . οὐχ ὁρᾶτε τὴν τροφὸν ζῶμ ' ἐνδεδυμένην ; ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ '
' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα παρυφές , ξυστίδα ,
6877901 ταπησι
ἁπαλαῖσι κοίταις τελεῖν τὰν Ἀφροδίταν . Διὰ νυκτὸς ἐγκαθεύδων ἁλιπορφύροις τάπησι γεγανυμένος Λυαίωι ἐδόκουν ἄκροισι ταρσῶν δρόμον ὠκὺν ἐκτανύειν μετὰ
Πρὸς τοῖς εἰρημένοις . καταδαρθεῖν : Ὑπνῶσαι . . ἤτοι τάπησι . οὕτως γὰρ Ἀττικοί . . ἐν τάπησιν :
6874302 Δαφνιδι
οἷον οὐδὲ ἐπὶ τῆς πόλεως εὑρών , ἐπιθέσθαι διέγνω τῷ Δάφνιδι καὶ πείσειν ᾤετο ῥᾳδίως ὡς αἰπόλον . Γνοὺς δὲ
Δάφνιδος δὲ ὅμως ἐκαλεῖτο πηγή . Παρεκελεύετο δὲ καὶ τῷ Δάφνιδι ὁ Λάμων πιαίνειν τὰς αἶγας ὡς δυνατὸν μάλιστα ,
6870677 συνετριβησαν
δ ' ἐν τῇ Καρχηδόνι τὸ μέγεθος πυθόμενοι τῆς συμφορᾶς συνετρίβησαν ταῖς ψυχαῖς καὶ συντόμως ὑπελάμβανον ἥξειν ἐπ ' αὐτοὺς
αἱ λοιπαὶ κατεφλέχθησαν ἢ ἐλήφθησαν ἢ ἐς τὴν γῆν ὀκέλλουσαι συνετρίβησαν : αἱ δὲ ἑπτακαίδεκα μόναι διέφυγον . Καὶ ὁ
6864514 ιῃ
Παρθένου ἐπιτέλλουσι : καὶ ἐτησίαι λήγουσιν . Ἐν δὲ τῇ ιῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Προτρυγητὴρ φαίνεται : ἐπιτέλλει δὲ καὶ Ἀρκτοῦρος
τῇ εῃ Εὐδόξῳ Ἀετὸς ἑῷος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιῃ ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ Στέφανος δύνει . Ἐν δὲ τῇ ιβῃ
6847879 ἑρπυλλῳ
κρίνεσιν κοσμοσανδάλοις ἴοις καὶ σισυμβρίοις ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς ἑρπύλλῳ κρόκοις ὑακίνθοις ἑλειχρύσου κλάδοις οἰνάνθῃσιν ἡμεροκαλλεῖ τε τῷ φιλουμένῳ
χλωρόϲ , ἤδη δὲ καὶ ξηρὸϲ ϲὺν ταῖϲ ῥίζαιϲ ἅμα ἑρπύλλῳ ἑψόμενα τῷ ἐλαίῳ . ϲυνεμβλητέον δὲ αὐτοῖϲ καὶ ῥίζαν
6841395 καυτηριῳ
. Ἀγκίϲτροιϲ ἀνατείναντεϲ τὸ δέρμα τὸ ἐπικείμενον τῷ ϲπληνὶ μακρῷ καυτηρίῳ πεπυρακτωμένῳ διαμπὰξ αὐτὸ καύϲομεν , ὥϲτε τῇ μιᾷ προϲβολῇ
γενέϲθαι . ὁ δὲ Μάρκελλοϲ τῇ λεγομένῃ τριαίνῃ ἢ τριαινοειδεῖ καυτηρίῳ χρώμενοϲ τῇ μιᾷ προϲβολῇ τὰϲ ἐϲχάραϲ εἰργάζετο . Ἐπὶ
6839061 τυψει
τῶν ἑνικῶν τοῦ ὁριστικοῦ πρώτου μέλλοντος , λέγω δὴ τοῦ τύψει , προσθήκῃ τοῦ ν : τὸ γὰρ τύψει προσλαβὸν
ω ἢ τῷ ο , γυψώσω ἀρόσω . τύψεις , τύψει . Δυϊκά . Τύψετον , τύψετον . Πληθ .
6837684 ἐναιμῳ
μηδέποτε ταὐτὸν ὄντα : τὸ γὰρ ἔναιμον τὸ χερσαῖον τῷ ἐναίμῳ τῷ ἐνύδρῳ οὐδέποτέ ἐστι ταὐτὸν τῷ εἴδει , οὐδὲ
ῥαφαῖϲ χρηϲόμεθα τὸ δέρμα μόνον δίχα τοῦ χόνδρου ῥάπτοντεϲ καὶ ἐναίμῳ χρηϲόμεθα φαρμάκῳ : εἰ δὲ μὴ κολλήϲοι , τῇ
6831266 παραδος
ὧν ἱμείρεις : οὐ γὰρ μεγάλων ἐπιθυμεῖς . ἀλλὰ σεαυτὸν παράδος θαρρῶν τοῖς ἡμετέροις προπόλοισιν . δράσω ταῦθ ' ὑμῖν
δ ' ἴσχῃ Κρονίωνα Σεληναίη ἅμα δίῃ ἐν γενέθλῃ , παράδος μιν ἐπ ' ἠγάθεον Φαέθοντα εἰ δὲ Νεμειήταο μέσην
6830580 περιστερεωνι
μηδὲν ὠφελεῖν καὶ τὰ προσόντα ἀφαιρεῖται . κολοιὸς ἔν τινι περιστερεῶνι περιστερὰς ἰδὼν καλῶς τρεφομένας λευκάνας ἑαυτὸν ἦλθεν ὡς καὶ
πράγμασιν ἐγχειροῦντες ἐμβάλλουσιν ἑαυτοὺς εἰς ὄλεθρον . περιστερὰ ἔν τινι περιστερεῶνι τρεφομένη ἐπὶ πολυτεκνίᾳ ἐφρυάττετο . κορώνη δὲ ἀκούσασα αὐτῆς
6827204 ἐλατῃ
δέ φησι κορδύλην , σκυτάλης εἶδος . Θεόφραστος δὲ τὴν ἐλάτῃ ἐμφυομένην ἴσως φησὶ καὶ τραχυνομένην . . . [
ὅπου , ἐν Φοινίκῃ , κατετάχθην οἰκῆσαι τὸν Παρνασὸν τῇ ἐλάτῃ πλεύσασα : † Ἰόνιον κατὰ πόντον : Ἰνάχου τοῦ
6824300 πυγῃ
πυγῆς πλατείᾳ τῇ χειρὶ καὶ πλατεῖ τῷ ποδί . τῇ πυγῇ ῥόθον ποιῶν . γελοίου δὲ χάριν τούτῳ ἐχρήσατο .
τὰς πληγάς , ἀλλ ' ἐν τῷ τραχήλῳ καὶ τῇ πυγῇ . εὐλόφῳ δὲ τῷ γενναίῳ ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν βοῶν
6822752 εἰσοπισω
κήκιεν ἱδρὼς ψυχρὸς ἀπὸ μελέων . Καί μιν στρεφθέντα φέρεσθαι εἰσοπίσω κατέμαρψε μέγα σθένος Εὐρυπύλοιο , κόψε δέ οἱ θοὰ
θαμέεσσι διειργόμεναι σκολόπεσσιν ἀνθρώπων ἀπέρυκον ἐὺν πάτον , οὕνεκα πολλοὶ εἰσοπίσω χάζοντο τεθηπότες αἰπὰ κέλευθα , παῦροι δ ' ἱερὸν
6819914 Ἀριαδνῃ
δὲ Ποσειδῶνος αὐτὸν υἱὸν εἶναι καὶ Ναίδος νύμφης μιγῆναί τε Ἀριάδνῃ ἐν Δίᾳ τῇ νήσῳ ἐρασθέντα , ὅτε ὑπὸ Θησέως
γενόμενον τοῖς μὲν ἐγχωρίοις ἀπολιπεῖν χρήματα , συντάξαντα θύειν τῇ Ἀριάδνῃ : δύο δὲ μικροὺς ἀνδριαντίσκους ἱδρύσασθαι , τὸν μὲν
6818724 κατηγοντο
ἄστη τὰ ἀρχαῖα ἐκλιπεῖν οἱ μὲν αὐτῶν καὶ ἄκοντες ἀνάγκῃ κατήγοντο ἐς τὴν Μεγάλην πόλιν , Τραπεζούντιοι δὲ ἐκ Πελοποννήσου
τὰ μεγάλα . συνηκολούθει δὲ καὶ ἡ Νικαρέτη αὐτῇ , κατήγοντο δὲ παρὰ Κτησίππῳ τῷ Γλαυκωνίδου τῷ Κυδαντίδῃ , καὶ
6815253 προβρεχων
: βαλὼν ψυλλίου οὐγγίας τρεῖς καὶ ὕδατος ξέστας πέντε , προβρέχων ἕψε : καὶ διηθήσας , πάλιν ἕψε μετὰ τοῦ
ἀρκοῦν . λῦε τὴν ἰχθυόκολλαν , ὡϲ οἱ τοξοποιοί , προβρέχων αὐτὴν ὄξει δριμυτάτῳ τῷ ἀρκοῦντι ἐπὶ ἡμέραϲ γ ,
6814113 πατρωιαι
ὦ τεκοῦσα , καὶ σύ , σύγγονε , ἐν γῆι πατρώιαι , καὶ πόλιν θυμουμένην παρηγορεῖτον , ὡς τοσόνδε γοῦν
: . . . . δημιουργὸν γὰρ γενέσθαι τὸν Σωκράτην πατρώιαι τέχνηι χρώμενον τῆι λατυπικῆι Ἀριστόξενος ἱστορεῖ : καὶ Τίμαιος
6808284 κορυθι
κὰκ κεφαλήν : ἣ δ ' ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη ἐν κόρυθι βριαρῇ : ὃ δ ' ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ
ἀγρίου , πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε καλὸν δαιδάλεον , κόρυθι δ ' ἐπένευε φαεινῇ τετραφάλῳ : καλαὶ δὲ περισσείοντο
6803573 κρημνοισι
: Βοιβιὰς δὲ ἐκλήθη ἀπὸ μιᾶς τῶν νυμφῶν Βοιβηΐδος . κρημνοῖσι : ταῖς ὄχθαις . ἐπειδὴ ἡ παρθένος ὤκει [
χαλινὰ ἂν Σκυθίην Ἴστρος λέλακεν μέγα πάντοθε πάντῃ , συρόμενος κρημνοῖσι καὶ ὑδατοπλήγεσιν ἄκραις : τῇ δ ' αὖτ '
6802241 πωλῳ
τῶν ἐκ Φιττέως . ἔστιν ἄκμων καὶ σφῦρα νεανίᾳ εὔτριχι πώλῳ . ἐπισμῇ ἰποῦμεν παροψωνεῖν σκάλωψ φέροικος φοβερὸν ἀνθρώποις τόδ
“ εἶπεν εἰς φιλοδικαστήν . πωλίῳ ] ⌈ ἀντὶ τοῦ πώλῳ ὑποκοριστικῶς . κλητῆρες δὲ οἱ καλοῦντες εἰς τὸ .
6801754 πανταλαινα
ἦλθες εἰς τοὺς ἐμοὺς δόμους . ἐπειδὴ εἶπεν ὦ δυστυχεστάτα παντάλαινα νύμφα , ἐπήγαγεν οἰκτροτάτη γάρ , ἀντὶ τοῦ :
' ἄχη ] πανάθλια . δεῖ πανταλαίνου εἶναι , ἢ παντάλαινα . εὕρηται δὲ ἐν πολλοῖς καὶ καλοῖς βιβλίοις οὕτω
6800838 ἐνδηϲαϲ
ϲυγκαυθέντι ὀθονίῳ ἐμφύϲα διὰ καλάμου , ἢ κηκῖδα λεάναϲ καὶ ἐνδήϲαϲ ὀθονίῳ καῖε καὶ χρῶ ὁμοίωϲ , ἢ ϲτυπτηρίαν ὀπτήϲαϲ
Ϙ καὶ μελάνθιον ὀλίγον καὶ προπόλεωϲ ὀλίγον : ταῦτα μίξαϲ ἐνδήϲαϲ τε εἰϲ ῥάκοϲ ἐρεοῦν περίαπτε . ἐὰν δὲ θέλῃϲ
6796949 Χηλαων
στυφελαῖς κορύναις ἐδάιξαν σφαλλόμενοι δώροισι χοροιμανέος Βάκχοιο . ἀλλὰ σὺ Χηλάων ἐνὶ τείρεσιν αἰθροπολεῦσαν εἰσορόων κερόεσσαν ἐπιφραδέως πονέεσθαι ἀμφὶ γεωτομίῃ
δὲ Κόραξ , ἐνὶ δ ' ἀστέρες οὐ μάλα πολλοὶ Χηλάων : ἐν τῷ δ ' Ὀφιούχεα γοῦνα φορεῖται .
6795170 ἀδικουμενῳ
, συνδήσαντες δὲ οἱ προστυγχάνοντες μετὰ τοῦ πληγέντος παραδόντων τῷ ἀδικουμένῳ : ὁ δὲ παραλαβών , δήσας ἐν πέδαις καὶ
νέων : ἐὰν δὲ κολάζειν τινὰ ἐπιχειρῇ , πᾶς τῷ ἀδικουμένῳ βοηθείτω καὶ ἀμυνέτω , μὴ βοηθῶν δὲ ὁ παραγενόμενος
6794322 βουβωϲι
καὶ ἐπιπολῆϲ ὑποπίπτοντα . τὰ μὲν οὖν ἐν μαϲχάλαιϲ καὶ βουβῶϲι καὶ τραχήλῳ γινόμενα , καὶ τῶν ἐν ἄλλοιϲ δὲ
προϲβάλλειν δὲ ϲικύαϲ κούφαϲ μηροῖϲι , λαγόϲι , ἰϲχίοιϲι , βουβῶϲι , ἑλκοῦντα τὴν ὑϲτέρην : προϲβάλλειν δὲ καὶ πρὸϲ
6790170 κροκοις
σισυμβρίοις , ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς , ἑρπύλλῳ , κρόκοις , ὑακίνθοις , ἑλιχρύσου κλάδοις , οἰνάνθῃσιν , ἡμεροκαλλεῖ
κοσμοσανδάλοις ἴοις καὶ σισυμβρίοις ἀνεμωνῶν κάλυξί τ ' ἠριναῖς ἑρπύλλῳ κρόκοις ὑακίνθοις ἑλειχρύσου κλάδοις οἰνάνθῃσιν ἡμεροκαλλεῖ τε τῷ φιλουμένῳ ,
6789340 ἐγρεκυδοιμον
πολεμαδόκον ἁγνάν παῖδα Διὸς μεγάλου δαμάσιππον Παλλάδα περσέπολιν δεινὰν θεὸν ἐγρεκύδοιμον αἵ τε ποταναῖς ὁμώνυμοι πελειάσιν αἰθέρι κεῖσθε . θεὸς
δ ' ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ ' Ἀθήνην , δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην , πότνιαν , ᾗ κέλαδοί τε ἅδον
6788402 Ὀδυσσηα
, τοὺς δὲ σχεδὸν εἴσιδε πάντας . αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : “ οἵδε δὴ ἐγγὺς ἔας
δὲ ἰδὼν ῥίγησε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης , αἶψα δ ' Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : νῶϊν δὴ τόδε πῆμα κυλίνδεται
6780884 θλασθηναι
συνούσης , πίττης ὑγρᾶς μιγνύειν : ἐὰν δὲ χωρὶς τοῦ θλασθῆναι τὸ δέρμα γένηται , διαφορητικῷ καταντλεῖν ἐλαίῳ θερμῷ συνεχῶς
νέαν , ψαθυράν , κούφην , ὁμόχρουν πανταχόθεν κἀν τῷ θλασθῆναι ἔνδοθεν λευκὰς ὀνυχοειδεῖς ἔχουσαν διαφύσεις λείας , μικρόβωλόν τε
6776646 ἐμπλαϲϲε
Ἄλλο . λιβανωτοῦ , μάννηϲ , θείου ἀπύρου ἴϲα : ἔμπλαϲϲε . Ἄλλο . χαλκίτεωϲ ⋖ κ , λιβανωτοῦ ἢ
: ϲὺν ἐλαίῳ παλαιῷ κατάχριε . Ἕλκυϲμα ἢ μολύβδαιναν λειώϲαϲ ἔμπλαϲϲε . Ἄλλο πρὸϲ ἀχῶραϲ καὶ τὰϲ διύγρουϲ ψώραϲ .
6773460 ἐπιβρεχε
ὀμφακίνων ⋖ βʹ . οἴνου διεὶς καὶ μέλιτος ποιήσας πάχος ἐπίβρεχε , ἔξωθεν ἐπιῤῥίπτων σπογγάριον ὀξυκράτῳ δεδευμένον καὶ ταινιδίῳ καταλάμβανε
ὀμφακίνων ⋖ β : οἴνῳ διεὶϲ καὶ μέλιτοϲ ποιήϲαϲ πάχοϲ ἐπίβρεχε ἔξωθεν ἐπιρρίπτων ϲπογγάριον ὀξυκράτῳ δεδευμένον καὶ ταινιδίῳ καταλάμβανε .
6768431 ἐνερειδεται
σφισι , καυστηροῖο κυνὸς νέον ἱσταμένοιο , κέντρου πευκεδανοῖο θοὴν ἐνερείδεται ἀλκήν , ὀξὺ μάλ ' ἐγχρίμπτων , χαλεπὴν δ
. θοήν : ὀξεῖαν , ταχεῖαν , τὴν δριμεῖαν . ἐνερείδεται : ἐμβάλλει . Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων ,
6766055 κλυζε
ἔριον προϲθείϲ , ἔα διανυκτερεῦϲαι , τῇ δ ' ἑξῆϲ κλύζε ὕδατι καὶ ἐλαίῳ θερμάναϲ . Περὶ τῶν ἐν ὠϲὶν
ὀξυκράτῳ . Ἐρυσίμου ἢ ἀκάνθης αἰγυπτίας φύλλα ἑψήσας ὕδατι , κλύζε ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς : ἡγήσεται δὲ πρὸ τροφῆς ἐπιμελῶς
6764827 ἡσθησαν
Δημόκριτον θεήσασθαι . Οἱ δ ' ἐπῄνεον ἀκούσαντες , καὶ ἥσθησαν , ἦγόν τέ με ξυντόμως διὰ τῆς ἀγορῆς ,
ἐδίκαζε τοῖς γείτοσι καὶ τὸ ἴσον ἔχειν αὐτοὺς ἐδίδασκεν . ἥσθησαν τῷ δικαστῇ , καὶ αὐτίκα κλέος ἦν ἐν Μήδοις
6764129 τρακτου
προϲφάτου # Ϛ , λινοϲπέρμου χυλοῦ # Ϛ , κηροῦ τρακτοῦ # θ , ῥοδίνου λι . α , μέλιτοϲ
ῥίζηϲ ἀπυραννοῦ χλωρᾶϲ λι . α , κη - ροῦ τρακτοῦ # ι , τῆϲ διὰ χυλοῦ # β ,
6757705 ποϲωϲ
διαλύϲαϲ καὶ ἄραϲ τὸ φάρμακον ἀπὸ τοῦ πυρὸϲ καὶ ψύξαϲ ποϲῶϲ , ἐπίβαλλε κατὰ βραχὺ καὶ ἑνώϲαϲ κατάχεε ἐν τῇ
τῷ ὄξει φυραθεῖϲα ἀποφορὰν ἔχει χαλκοῦ , χρόαν δὲ ὥϲπερ ποϲῶϲ ἰώδη , ἔτι δὲ βορβορίζουϲα τῇ γεύϲει , καὶ
6757447 ἀντιδουπα
δ ' ἴθι . διαίνομαι γοεδνὸς ὤν . βόα νυν ἀντίδουπά μοι . δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς . ἴυζε μέλος
. ἀμφίδρομοϲ πορθμόϲ . ἀνακαλπάζει . ἀναπλήϲαϲ . βόα νῦν ἀντίδουπά μοι . Πλάτωνοϲ ] : [ . . .
6757272 Ὑστασπᾳ
δή , φάναι , ὦ Κροῖσε , σύμπεμψον ἄνδρα σὺν Ὑστάσπᾳ τουτῳῒ ὅτῳ σὺ πιστεύεις μάλιστα . σὺ δέ ,
οἱ ὕπαρχοι καὶ ἔρημος ἐγίγνετο , τελευτῶν εἰς χεῖρας ἦλθεν Ὑστάσπᾳ ἐπὶ τῇ Κύρου δίκῃ . καὶ ὁ Ὑστάσπας καταλιπὼν
6754877 ἀλειφεσθωσαν
καρναβάδιν ἀνατολικόν . Ἐν τῇ ὀπτήσει δὲ τῶν χοιρείων κρεῶν ἀλειφέσθωσαν οἰνομέλιτι . Ἐκ δὲ τῶν ἄλλων ζῴων ὀρνίθια καὶ
ἅμα δὲ παντὸς μαλάγματος κρείττω τὴν προσφυῆ περιθησόμενοι πιμελήν . ἀλειφέσθωσαν δὲ ὑπὸ τῶν ἐμπείρων καὶ γυμναζέσθωσαν : ἄσκυλτοι γὰρ
6752943 ἀλειψαι
ὁ Ἀλκιμέδων τριακοστὸς νικητὴς ἀναδειχθείς . λέγεται γὰρ σὺν τούτῳ ἀλεῖψαι τριάκοντα μαθητάς . ἄλλως : νῦν τῷ ἀλείπτῃ Μελησίᾳ
γε καταφυγαί : χρηστὴ δὲ καὶ φιλάνθρωπος ἡ διάταξις , ἀλεῖψαι καὶ ῥῶσαι πρὸς εὐελπιστίαν ἱκανή . ἧς τίς ἂν
6751007 θρομβον
, τὴν δὲ ϲφίγξιν ἀνιέντεϲ τὸν δεϲμόν , τὸν δὲ θρόμβον ἢ ἐλαίου ἐπιχύϲει ἢ τῇ τῶν δακτύλων ἐπιθάλψει διαλύοντεϲ
ὁμοίωϲ φυράϲαϲ χρῶ . Πρὸϲ ϲπληνικούϲ . Ϲποδὸν κληματίνην καὶ θρόμβον τρυγίαϲ ὄξουϲ φυράϲαϲ τῇ γῇ χρῶ , ἢ ἀφεψήματι
6750720 δελεαζε
μετὰ ἀλφίτου καὶ ἐλαίου καὶ ὕδατος ποίει μαζία , καὶ δελέαζε : ἐκ δὲ τοῦ αὐτοῦ διαμασσώμενον ἐμπύτιζε εἰς τὸ
πολύπους καὶ σηπίας . κγʹ . χέλυας καὶ ὀστρακώδη οὕτως δελέαζε . κδʹ . δέλη πρὸς πάντα ἰχθὺν ἐν παντὶ
6750244 ἀξαι
, ἐν ᾧ τοῦ θεοῦ περῶντος τὸ ἅρμα τὸν ζυγὸν ἄξαι λέγουσι καὶ τῷ ποταμῷ γενέσθαι τὸ ὄνομα . κατωφερὲς
μαγειρείῳ ⌈ τυγχάνει Γ ἐργαλεῖα Γ , τοῦ γελοίου χάριν ἄξαι φησὶ ταῦτα εἰς μαρτυρίαν αὐτοῦ , καὶ ὅτι ἐν
6749882 πορευσῃ
ἐστι θεῖος : „ ἐπὶ τῷ στήθει καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ „ : περὶ μὲν γὰρ τὰ στέρνα ὁ θυμός
ἄξεις “ . λέγει : οὐκ ἀπάξεις ποτὲ ἐντεῦθεν καὶ πορεύσῃ ; Θ συμβουλεύει αὐτῷ ἀλοάσοντα μισθοῦ πορεύεσθαι , ἵνα
6748884 ϲκληροτητι
κατὰ τὸν ἐλυτροειδῆ ϲυνίϲτανται τῇ τε ἀντιτυπίᾳ τῇ πολλῇ καὶ ϲκληρότητι καὶ τῇ ἀνωμαλίᾳ ϲαρκοκήληϲ τε καὶ ὑδροκήληϲ διακρινόμενοι .
τάϲιϲ ἀπὸ φλεγμονῆϲ ἢ ϲπαϲμὸϲ ἐργάζεται . εὐθὺϲ δὲ τῇ ϲκληρότητι καὶ μικρότηϲ καὶ τάχοϲ ἐνίοτε καὶ πυκνότηϲ ἀντὶ τοῦ
6748486 τρυπησον
, καὶ ὅλον τὸν γῦρον ἀπὸτοῦ αὐγοῦ λευκόν . Εἶτα τρύπησον τὸν πάτον τοῦ ἐπάνω καυκίου με τίποτας ὅπου νὰ
τι ἐν αὐτῷ . Εἶτα λαβὼν τὰς φούσκας τούτων , τρύπησον αὐτὰς , ἐμβαλὼν ἐν αὐταῖς νίτρον τετριμμένον καὶ ἐζυμωμένον
6746305 Νυμφη
Τῷ δ ' ἐπὶ δῖον ἔπεφνεν Ἀτύμνιον , ὅν ποτε Νύμφη Πηγασὶς ἠύκομος σθεναρῷ τέκεν Ἠμαθίωνι Γρηνίκου ποταμοῖο παρὰ ῥόον
προσδέχου συμβουλίαν . μὴ πᾶσιν εἰκῆ τοῖς φίλοις πιστεύετε . Νύμφη δ ' ἄπροικτος οὐκ ἔχει παρρησίαν . ] οὓνς
6745320 συντριψεις
βουλευτηρίου . κλαστάσεις ] κλονήσεις , διασείσεις ἢ κλάσεις καὶ συντρίψεις ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν περιτεμνομένων κλημάτων . ἐν πρυτανείῳ :
τὰς μὲν πλαγίας λαμβάνων καταδύσεις , τὰς δὲ ἀντιπρώρους κινδυνευούσας συντρίψεις καὶ ἐμπρήσεις , καθάπερ εἴρηται : ἐὰν δὲ λάβῃς
6744538 πεπλανημενῃ
“ ἄνθρωπε , εἰ κάτοιδας ἐλεᾶν τὰς θνητὰς ψυχάς , πεπλανημένῃ μοι δεῖξον τὴν ὁδόν [ μοι ] , τὴν
νὺξ ἡμέρᾳ , καὶ ἐν οὐρανῷ μὲν ἡ ἀπλανὴς τῇ πεπλανημένῃ φορᾷ , κατὰ δὲ τὸν ἀέρα αἰθρία νεφώσει ,
6740233 καριδος
μάλα γε ἰσχυρῷ ἐξ ὧν ἐκείνη μορφάζει . Ὁ λάβραξ καρίδος ἥττηται , καὶ εἴη ἄν , ἵνα τι καὶ
ᾖ μηδὲ ἔχῃς λέγειν ὡς ὁρῶντές σε τηλικοῦτο μετὰ τῆς καρίδος ἄγκιστρον καταπίνοντα οὐκ ἐπελαβόμεθα οὐδὲ πρὶν ἐμπεσεῖν τῷ λαιμῷ
6736922 δαμασασθαι
Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες ἐπεὶ δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὃς κακὰ πόλλ ' ἔρρεξεν ὅς '
Οἶδα γὰρ ὡς οὔ τίς με δυνήσεται ἐγγύθεν ἐλθὼν ἐγχείῃ δαμάσασθαι ἐπιχθονίων ἡρώων , οὐδ ' εἴ περ στέρνοισι μάλ
6736456 ὑπερωϊα
Ἀχαιῶν καλὸν ἔνεικεν . ἡ μὲν ἔπειτ ' ἀνέβαιν ' ὑπερώϊα δῖα γυναικῶν , τῇ δ ' ἄρ ' ἅμ
„ . . . Ι . δ . κατέβαιν ' ὑπερώϊα . † ) ὑπερωΐων , ὡς τὸ ” διά
6736296 σχολαιῳ
, ὥσπερ Ἑλλανοδίκαι τῷ πρεσβυτάτῳ , εἵποντο κοσμίῳ ἅμα καὶ σχολαίῳ βαδίσματι . ἐπεὶ δ ' ἐκάθισαν , ὡς ἔτυχε
διὰ δίφρου ἢ μακρᾶς καθέδρας χρηστέον αἰώρᾳ , εἶτα περιπάτῳ σχολαίῳ τε καὶ κούφῳ καὶ ὀλίγῳ πρὸς λόγον ἑκάστης ἡμέρας
6732355 θεραπευοντεϲ
ϲφυγμὸϲ δυϲκίνητοϲ καὶ ϲμικρότατόϲ ἐϲτι καὶ βραδύτατοϲ τοῦ ϲυνήθουϲ . θεραπεύοντεϲ μὲν οὖν τοὺϲ τοιούτουϲ τὰ πάντα θερμαίνοντα τέμνοντά τε
ἐφηϲυχάϲαι τῷ κάμνοντι κελεύϲομεν ἐλαίῳ χλιαρῷ ἢ μελικράτῳ τὴν γαϲτέρα θεραπεύοντεϲ , εἶθ ' ὕϲτερον τῷ διὰ ψιχῶν καὶ κρόκου
6732007 ἐριφον
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . .
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ
6731631 ἐξελε
σέ , τὸ δόγμα . τί οὖν ἔχεις ποιῆσαι ; ἔξελε , τὸ δ ' ἐκείνων , ἂν εὖ ποιῶσιν
γέ μοι ἠγόρασας . συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν . θύραν ἔξελε . ἐπ ' ἀμφότερα νῦν ἡ ' πίκληρος ἡ
6729373 συνεχωρησα
δ ' ἐγώ , παραχρῆμα , οὐδὲ βουλευσάμενος , κομίσασθαι συνεχώρησα , καὶ τὸν Εὔεργον ἔπεισα . ἐπειδὴ δ '
μὲν συνέγνων πατρί : συγγνώμην ἐδίδων διὰ τὴν χρείαν : συνεχώρησα τοῦτο . δι ' ἀνάγκην γὰρ αὐτῷ ἔδωκεν ἵνα
6728783 ἐλοωντες
ἀμφί . ἀμφί : ἀμφοτέρωθεν . Καταΐγδην : συντόμως . ἐλόωντες : τύπτοντες . Λέλησται : ἐπιλάθεται . Γενύεσσι :
ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι δαίνυντ ' Ἠελίοιο βοῶν ἐλόωντες ἀρίστας : ἀλλ ' ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ
6726795 χαδειν
, ὁ δραχμαῖος τροχίσκος δύο κοτύλους καὶ πινέσθω . * χαδεῖν : φαγεῖν φαγεῖν , δέξασθαι καί κεν Ὁμηρείοιο :
πλάστιγγι διακριδὸν ἄχθος ἐρύξας , οἴνης δ ' ἐν δοιῇσι χαδεῖν κοτύλῃσι ταράξας . Καί κεν Ὁμηρείοιο καὶ εἰσέτι Νικάνδροιο
6724924 ἡδυοϲμῳ
ἐνδιδούϲηϲ δὲ τῆϲ ζέϲεωϲ χρηϲτέον ἁπλοῖϲ μὲν θείῳ ἀπύρῳ καὶ ἡδυόϲμῳ μετ ' ὀξυροδίνου ἢ πηγάνῳ μετ ' ἀψινθίου καὶ
εὐώδεϲι , βοτάνῃϲι δὲ καλαμίνθῃ , γλήχωνι , θύμῳ , ἡδυόϲμῳ : μάλιϲτα μὲν τοῖϲι ἀγρίοιϲι , αὐτομάτοιϲι : ἢν
6724016 κομιζουσας
Ῥωμαίων , τριήρεις ἄγων πεντεκαίδεκα σῖτον ἀπὸ Βοσπόρου τῷ Ῥωμαίων κομιζούσας στρατοπέδῳ , πλησίον Σινώπης κατῆρε : καὶ οἱ περὶ
τὰς τοὺς ἵππους τε καὶ βέλη καὶ σῖτον καὶ τἄλλα κομιζούσας πλείους τῶν χιλίων . Τιμολέων δὲ πυθόμενος τὸ μέγεθος
6723053 γεραιας
καλλίνικον ] βοάσω μέλος ἵνα ? λαβόμενος ἔργον ] ? γεραιᾶς χερὸς Λίβυος ! ! αεντος ? λωτοῦ ] κιθάριδος
πέρσας ' Ἀτρειδῶν , ὧν ἀπωλόμεσθ ' ὕπο . Ἑκάβης γεραιᾶς φύλακες , οὐ δεδόρκατε δέσποιναν ὡς ἄναυδος ἐκτάδην πίτνει
6722991 διαχριε
τοῖς παιδίοις ἐπὶ τὸν ὀμφαλόν . ἄλλο . χολῇ ταύρου διάχριε τὸν ὀμφαλόν . ἄλλο . ἀστράγαλον χοίρειον καύσας καὶ
μέρη πρὸϲ ἓν μέλιτοϲ μίξαϲ ἕψε ἄχρι μελιτώδουϲ ϲυϲτάϲεωϲ καὶ διάχριε . Ἄλλο . κηκῖδοϲ ὄμφακοϲ # α , ϲχιϲτῆϲ
6722523 κατακλιθηναι
. καὶ τὰ μὲν πρῶτα τοιαῦτα . μετὰ δὲ τὸ κατακλιθῆναι μὲν τοὺς συμπότας ἐν αἷς ἐδήλωσα τάξεσι , στῆναι
' ἕκαστον , ὡς οὐδεὶς ἐνήρμοττεν , ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι . Τοὺς δὲ συνόντας ἐπιδραμόντας ἐπιρρῖψαι τὸ πῶμα καὶ
6722287 Μεντην
αὐτός φησιν ἐν Ἰταλίᾳ ἐν τῷ Ῥεατινῷ ἀγρῷ κρήνην εἶναι Μέντην ὀνομαζομένην , ὁμοίαν τῇ προειρημένῃ . Ὁμοίως ἐγγὺς Κόσης
οὐκ καί . Κικόνων ἡγήτορι Μέντῃ : ὅτι τοῦτον τὸν Μέντην ἐν τῷ Τρωικῷ διακόσμῳ οὐ παραδέδωκεν , ἀλλὰ Εὔφημον
6721731 ἀμπελουργειν
Κελεύουσι δὲ τὰς μὲν ἐν τῇ ξηρᾷ καὶ θερμῇ πρωΐας ἀμπελουργεῖν ὅταν τάχιστα παύσωνται φυλλοβολοῦσαι , τὰς δ ' ἐν
δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι . σκαπτέα , φυτευτέα
6720613 ἐρρινοιϲ
ἡμέραϲ ε ἢ ζ . χρῶ δὲ καὶ τοῖϲ ἄλλοιϲ ἐρρίνοιϲ τοῖϲ προγεγραμμένοιϲ ἐν τῷ περὶ τῶν τῆϲ ῥινὸϲ παθῶν
τῷ ἰνίῳ προϲβάλλειν μετὰ καταϲχαϲμοῦ , ἀποφλεγματιϲμοῖϲ τε χρῆϲθαι καὶ ἐρρίνοιϲ ἐκ διαλειμμάτων τινῶν . οἴνου δὲ ἀπέχεϲθαι παρ '

Back