αὐτὸν μετὰ θάνατον ἐσεβάσθησαν . καλεῖσθαι δὲ αὐτὸν καὶ Δία Μειλίχιον : οἱ δὲ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοίχους φασὶν ἐπινοῆσαι | ||
καὶ εὖ παθεῖν τὸν μανέντα , λαμπρότατα ἔσῃ τετιμηκὼς τὸν Μειλίχιον Δία καὶ τῶν αὐτοχθόνων Ἀθηναίων ἀτεχνῶς μιμητὴς εἶναι δόξεις |
καὶ ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι . τῇ τε αὐτῇ ζημίᾳ ἀξιώσατε ἀμύνασθαι καὶ μὴ ἀναλγητότεροι οἱ διαφεύγοντες τῶν ἐπιβουλευσάντων φανῆναι | ||
Ἰσμηνίῳ καὶ θεοῖς καὶ ἥρωσι τοῖς κοινοῖς τῶν Ἑλλήνων , ἀξιώσατε ὑμᾶς αὐτοὺς μεθ ' ἡμῶν ὀφθῆναι : καὶ πειραθῶμεν |
Μανέως . [ τὸ ἐθνικὸν ] Ἀκμονίτης λέγεται ἀπὸ τῆς Ἄκμονος γενικῆς . Ἀκμόνεια , ἀφ ' ἧς Ἀκμονειάτης . | ||
' αὐτὸν ἀνατέλλειν τε ? [ καὶ δύνειν . ἶνις Ἄκμονος | : ὁ Οὐρανός ] : οὗτος ? ? |
πλὴν Ἀβύδου πάσας εἷλον . μετὰ δὲ ταῦτα Διόδωρον καὶ Μαντίθεον ἐπιμελητὰς μετὰ τῆς ἱκανῆς δυνάμεως κατέλιπον , αὐτοὶ δὲ | ||
ἔχοντος . . . . , . , . Πρὸς Μαντίθεον περὶ προικός : πάντων ἐστὶν ἀνιαρότατον . οὗτος ἀκολουθεῖ |
' ἀνδρῶν καὶ μειρακίων πινόντων : ὁμοῦ δ ' ἄλλων γρᾴδι ' ἦν μεγάλαισιν οἴνου χαίροντα λεπασταῖς . Θεόπομπος Παμφίλῃ | ||
ὠς ἀπόλωλο . Ποῦ τὸ γέροντ ' ἐντευτενί ; Ὦ γρᾴδι ' , ὦ γρᾶ ' . Οὐκ ἐπαινῶ , |
ὡς ὁ δελφίς . Κέρκωπες : πανοῦργοι , δόλιοι , ἀπατεῶνες , κόλακες , οἳ καθάπερ ἡ ἀλώπηξ τοὺς θηρευτικοὺς | ||
: ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κέρκωπες γάρ τινες ἀπατεῶνες ἐγένοντο ἐν Ἐφέσῳ , οἳ καὶ τὸν Δία ἐξαπατῆσαι |
καινοτομεῖν , καινοτομία . οὓς δὲ κατέλιπον μέσους κίονας οἱ μεταλλεῖς ἀνέχειν τὴν γῆν , οὗτοι μεσοκρινεῖς ὠνομάζοντο . ὑπόχρυσος | ||
, καὶ φαρμακεῖς , καὶ δημιουργοὶ σιδήρου λέγονται πρῶτοι καὶ μεταλλεῖς γενέσθαι . Ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ τῆς μητρὸς Ἴδης . |
ἕνεκα , ὅταν τῶν αἰδοίων , ὅταν εἰκῇ , ὅταν ῥυπαρῶς , ὅταν ἀνεπιστρέπτως , ποῦ ἀπεκλίναμεν ; ἐπὶ τὰ | ||
. . . καὶ θεραπαινὶς ἦν μία : αὕτη συνύφαινεν ῥυπαρῶς διακειμένη . ἀνδρὸς χαρακτὴρ ἐκ λόγου γνωρίζεται . πᾶς |
οὕτωϲ : ζιγγιβέρεωϲ πετροϲελίνου ἐπιθύμου ϲιλφίου ἄμεωϲ ϲελίνου ϲπέρματοϲ κυμίνου λιβυϲτικοῦ πεπέρεωϲ ἀνὰ ⋖ δ ϲκαμμωνίαϲ # γϲ ἁλῶν ἀμμωνιακῶν | ||
ἀφέψημα δαμαϲώνιον ἀδίαντον ϲελίνου ϲπέρμα μαράθρου δαύκου πετροϲελίνου ἄμεωϲ ἀνίϲου λιβυϲτικοῦ ἀϲάρου ἀφέψημα μήου φοῦ ϲχοίνου ἄνθοϲ ϲεϲέλεωϲ ἀκόρου ῥίζα |
ταῦτα . ἐκεῖνα δὲ φύσει ἡδέα , οἷς οἱ ἀληθῶς φιλόκαλοι χαίρουσι . τοιαῦται δ ' αἱ κατ ' ἀρετὴν | ||
ἢ εὑρεμάτων ὠφελουμένους : ὅθεν καὶ σωμάτων ἀγορασμοὺς ποιοῦνται καὶ φιλόκαλοι καθίστανται . τινὲς δὲ καὶ προβιβάζονται , καὶ μάλιστα |
νεμέθω , φλέγω φλεγέθω , φθίνω φθινύθω , οὕτω καὶ βαρῶ βαρύθω . ἀπολείπεται : στερίσκονται . Οὐκ ἀπολείπεται ἅλμης | ||
, οἷον : κούρην Βρισῆος : παρὰ τὸ βρίθω τὸ βαρῶ : ἐβάρησε γὰρ καὶ ἔβλαψε τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸ |
Καλλιρρόῃ ταῦτα λαβὼν ἐκόμιζεν , ἐνεδρευθεὶς ὑπὸ τῶν Φηγέως παίδων ἐπιτάξαντος τοῦ Φηγέως ἀναιρεῖται . Ἀρσινόην δὲ μεμφομένην οἱ τοῦ | ||
δέ σοι οὕτως , εἴ σοι φίλον . καί ποτε ἐπιτάξαντος τοῦ ἰατροῦ , οὐκ ἠνέσχετο δέξασθαι ὁ κάμνων , |
] ] πεισθήσομαι , βούλει ἵνα πεισθῶ , ὑπακούω , πεισθῶ , ἀκούσαιμι . . ἔκστρεψον ] μετάλλαξον . ἔκστρεψον | ||
εἶπον ὑπόπτερον τοῦτον ἢ αὐτὸν ἀργεῖν ἢ ἑτέρους ἐθίζειν ἐγὼ πεισθῶ ; οὐκ ἄρ ' ἐπίστασθαι δόξω τῶν πραγμάτων οὐδὲν |
: κεχήνασι δὲ οἱ μασώμενοι 〛 . Ἀρίσταρχος δὲ ὅτι μασώμενοι τὰς ἰσχάδας ταῖς μελίτταις ῥίπτουσιν ἃ τοῖς ποσὶ τρίβουσιν | ||
εἶτα πλύνεται , εἶτα ἐν ὕδατι ἕψεται : ἔνιοι δὲ μασώμενοι αὐτὸν ἐργάζονται . γίνεται δὲ καὶ ἐκ μηλέας καὶ |
εὕρω , ἀγοράσω σοι ἕνα τριάκοντα ἐτῶν . Σχολαστικοὶ δύο πατραλοῖαι ἐδυσφόρουν πρὸς ἀλλήλους ἐπὶ τῷ τοὺς πατέρας αὐτῶν ζῆν | ||
ἕν . Παναγεῖς γενεάν , πορνοτελῶναι , Μεγαρῆς , δεινοὶ πατραλοῖαι . Ὑποδέχεσθαι καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις . * * |
καὶ χορταρίοις . ἔοικε δὲ τῇ χρόᾳ τῷ ἄνθει τοῦ Ἀσσίου λίθου , τῷ δ ' ὅλῳ τύπῳ ἀλκυονίῳ τῷ | ||
μορίων , καὶ ἀνώδυνοι ταχέως ἐγένοντο . Πευκεδάνου ῥίζης , Ἀσσίου λίθου ἄνθους , προπόλεως λιπαρᾶς ἀνὰ # β , |
δὲ περὶ τὰς ὀσφρήσεις κυνὸς ἀκριβέστερος , ὅν φασιν οἱ κυνηγετικοὶ ῥινηλατοῦντα τοῖς μακρὰν πτώμασιν εὐσκόπως ἐπιτρέχειν οὐ προϊδόμενον ; | ||
Κυναιθεὺς ὁ Ζεὺς ἐν Ἀρκαδίᾳ τιμᾶται : ἀγρόται γὰρ καὶ κυνηγετικοὶ οἱ Ἀρκάδες * καὶ * ἐν ταῖς κυνηλασίαις καὶ |
τοῖς κοινωνοῖς τῶν λόγων οὕτως οἱ παλαιοὶ προτάσεις ἐπονομάζουσιν . Αὐτόθεν δὲ ἡμῖν ἐκ τῶν εἰρημένων καὶ ἡ τάξις ἀναφαίνεται | ||
τινι . ἀπὸ Ῥοδίου τινὸς ἀλαζονευομένου ἐπὶ τῷ ἅλεσθαι . Αὐτόθεν κατάβαλε : ἀντὶ τοῦ , κατάθου ἢ πέπαυσο . |
ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ ΔΕ . Ἐκ τῆς τῶν ἀστέρων κινήσεως . . ΤΟΙΣΙΝ Δ ' ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ . Ἐπὶ τούτοις , ἤγουν κατὰ | ||
τοὺς ὕστερον μέλλοντας γενέσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙΝ . Ἀλλ ' ὅμως καὶ ἐπὶ τούτοις μεμιγμένα ἔσται |
τὸν αἰχματὰν ] Ὃν Ζεὺς δίκην αἰχμῆς φέρει . Κεραυνὸν σβεννύεις ] * Ἤτοι τὸν Δία τῆς ὀργῆς παύεις καὶ | ||
ὁ δὲ νοῦς : καὶ τὸν ἰσχυρὸν καὶ πολεμικώτατον κεραυνὸν σβεννύεις τοῦ διαπαντὸς ὄντος πυρός . ἀφυπνοῖ δὲ τῇ ἡδονῇ |
τινὰς παραπλησίους ὄντας τοῖς ἐπευνάκτοις . τὰ παραπλήσια ἱστορεῖ καὶ Μέναιχμος ἐν τοῖς Σικυωνιακοῖς . . ? . . . | ||
βίον ἐξέλιπεν εὐθέως . τὴν δὲ ψιλὴν κιθάρισιν πρῶτόν φησιν Μέναιχμος εἰσαγαγεῖν Ἀριστόνικον τὸν Ἀργεῖον , τῇ ἡλικίᾳ γενόμενον κατὰ |
πάσχοντας : ἔχει δὲ ἡ γραφὴ αὐτοῦ . οὕτως : Ὀπίου . . . . . . . . . | ||
ἄρτῳ κατάπλασσε . Πρὸς τοὺς ἐν τοῖς βλεφάροις ἄνθρακας . Ὀπίου , μίσυος ὀπτοῦ , ἀκακίας , λεπίδος χαλκῆς ἀνὰ |
θεῷ ἡ κυνηγέτις ἀνάκειται . Ἀθήνησι δὲ καὶ τόπος τις Τρίγλα καλεῖται καὶ αὐτόθι ἐστὶν ἀνάθημα Ἑκάτῃ Τριγλανθίνῃ . διὸ | ||
εἰ δὲ ἐπαναβαίνοι τοῖϲ ποταμοῖϲ γίγνεται παραπλήϲιοϲ τῷ κεφάλῳ . Τρίγλα . Καὶ αὕτη τῶν πελαγίων ἐϲτὶν ἰχθύων , τετίμηται |
ἔχοι ; Καί μοι ἔδοξεν ἤδη ἐνταῦθα κινητέος εἶναι ὁ φιλογυμναστής , ἵνα μοι βοηθήσῃ διὰ τὴν ἐμπειρίαν τῆς γυμναστικῆς | ||
ἔργων τῶν τε πολεμικῶν καὶ τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , |
„ . Φιλόξενος . . . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . . | ||
. . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . . . . . ἀφήτωρ |
χρησμῶν τοῦ Ἀπόλλωνος παράβασιν . παραιβασίαν ] τὴν παρανομίαν . παραιβασίαν ] παράβασιν . θ παραιβασίαν ] + ἀντὶ μιᾶς | ||
παραιβασίαν ] τὴν παρανομίαν . παραιβασίαν ] παράβασιν . θ παραιβασίαν ] + ἀντὶ μιᾶς . ὃν ταχέως ὁ Ἀπόλλων |
μὲν πρῶτος αὐτῶν ὀνομάζεται σιλιγνίτης : ὁ δὲ ἐφεξῆς αὐτῷ σεμιδαλίτης . τρίτος δὲ ὁ αὐτόπυρος , ὃς καὶ συγκόμιστος | ||
καὶ ἐπιμονώτατος καὶ δυναμώτατος , δεύτερος δὲ κατὰ πάντα ὁ σεμιδαλίτης . ἥττων δὲ τούτων ὁ μέσος καὶ συγκόμιστος . |
. ἦ που . ἤπου : ἴσως , σχεδόν : ἤπουγε , πολλῷ πλέον . τὸ δὲ γένος . ἀλλαχοῦ | ||
τούτους ἀνετίθεσαν . ἦ που . ἴσως , σχεδόν . ἤπουγε : πολλῷ πλέον . γηράσκω κτλ . παροιμία : |
τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη , Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Νηληϊάδαο . αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ ' | ||
δ ' ἄρ ' ἔτικτεν ἐύζωνος Πολυκάστη Νέστορος ὁπλοτάτη κούρη Νηληϊάδαο Περσέπολιν μιχθεῖσα διὰ χρυσῆν Ἀφροδίτην , π . μον |
Ὕλας : οὗτος Ἡρακλέους ἐρώμενος , υἱὸς δὲ Θειοδάμαντος τοῦ Δρύοπος . καὶ Μνασέας μὲν οὕτως . Ἑλλάνικος δὲ Θειομένη | ||
κατεπολέμησεν Ἡρακλῆς καὶ μετέστησεν εἰς Πελοπόννησον . ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ Δρύοπος τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ Δίας τῆς Λυκάονος . ἀλλὰ τὰ |
α , ἐλαίου # ιε , ὄξουϲ τὸ ἀρκοῦν . Χαλκίτεωϲ # δ , λεπίδοϲ χαλκοῦ # β ∠ ʹ | ||
# δ : τινὲϲ δὲ καὶ ἀμύλου # δ . Χαλκίτεωϲ , λεπίδοϲ χαλκοῦ , κηκῖδοϲ , βαλαυϲτίων , ἀριϲτολοχίαϲ |
Κόρης ἱεροφάντης . Ζηνὸς Αἰτναίου : ἐν τῇ Αἴτνῃ Διὸς Αἰτναίου ἄγαλμα ἵδρυται , καὶ ἑορτὴ Αἰτναῖα καλεῖται . καὶ | ||
: ἐν γὰρ τῇ Αἴτνῃ Διὸς ἱερόν ἐστιν . Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν : ἢ εἰς χάριν τοῦ Διός , ἢ |
Πολυνείκης . ἐπακτὸν ] ξένον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον , ὑποβολιμαῖον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον . ἐμβαλὼν ] ἐπαγαγών . | ||
μοι εἰπέ , σὺ ἐκεῖνος εἶ Ἀλέξανδρος , ὃν λέγουσιν ὑποβολιμαῖον ; καὶ ὃς ἀκούσας ἠρυθρίασε μὲν καὶ ὠργίσθη , |
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί | ||
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον |
ἐκάλεσαν . Καὶ νῦν δὲ πᾶς ἀνὴρ καὶ πᾶσα γυνὴ ζητητικοὶ τινῶν καὶ ἐφευρετικοὶ , μουσικοὶ καὶ μοῦσαι λεχθήσονται : | ||
εἴτε ἐννόημα εἴθ ' ὅ τί ποτε χρὴ καλεῖν οἱ ζητητικοὶ τῶν κυρίων ὀνομάτων εἴσονται . μία σφραγὶς πολλάκις μυρίας |
. ἐρειψίτοιχοι ] οἱ καταβάλλοντες . ἐρειψίτοιχοι ] καταβολεῖς . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί . ἐρειψίτοιχοι ] οἱ ῥίψαντες . ἐρειψίτοιχοι | ||
ἐρειψίτοιχοι ] ὄλεθροι , πορθηταί θ ἐρειψίτοιχοι ] ὀλέθριοι . ἐρειψίτοιχοι ] καταβληταί , ἀνατραπεῖς . Ξ πικρὰς μοναρχίας : |
. ἐπὶ γούνασιν παρὰ γούνασιν : . . . Ἰλίου ἱρῆς : ἡ διπλῆ , ὅτι θηλυκῶς τὴν Ἴλιον . | ||
καὶ νήπια τέκνα , ὥς κεν Τυδέος υἱὸν ἀπόσχῃ Ἰλίου ἱρῆς ἄγριον αἰχμητὴν κρατερὸν μήστωρα φόβοιο , ὃν δὴ ἐγὼ |
πήδημ ' ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων δύσιν : ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ . θεοῖς μὲν ἐξέτεινα | ||
] ὑπεραναβὰς ὁ λαός . πύργον ] τὴν πόλιν . ὠμηστὴς ] ὠμοφάγος . λέων ] ἤγουν ὥσπερ . ἄδην |
κἀγὼ , τὸν αὐτὸν ἄρ ' , ἔφην , ἐμοὶ βουκολεῖς , ὥστ ' εἰ νικῴη μ ' , οὐκ | ||
ἐγώ . πῶς λέγεις ; ὥσπερ πέπρακται . μή με βουκολεῖς ὅρα . οὗ λαβεῖν ἔλεγχόν ἐστι ; καὶ τί |
καὶ ποικίλη . ἔμβαρος ἤδη δ ' ἐπιχύσεις διάλιθοι , λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . οὐ | ||
ᾖ καὶ ποικίλη . Ἤδη δ ' ἐπίχυσις , διάλιθοι λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . Ὥστ |
δὲ τῶν λίνων ὑπαλείφειν κολλυρίοιϲ ἁπαλοῖϲ τοῖϲ πρὸϲ τὰ ἕλκη ἀναγεγραμμένοιϲ , ἵνα καθαρὰ ἡ ἕλκωϲιϲ γένηται : ἔπειτα τοῖϲ | ||
μετὰ ὠοῦ χλιαροῖϲ . καταπλάϲμαϲι δὲ χρηϲτέον τοῖϲ πρὸϲ φλεγμονὰϲ ἀναγεγραμμένοιϲ καὶ μάλιϲτα τῷ διὰ κωδιῶν μελιλώτων κρόκου καὶ ἄρτου |
σκόπει τὰ πρόσωφ ' , ἵνα γνῷς τὰς τέχνας . Αἰβοῖ τάλας . Ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς τίλλονθ | ||
; Σὺ μέντοι νὴ Δί ' . Υἱὸς Λαμάχου . Αἰβοῖ . Ἦ γὰρ ἐγὼ θαύμαζον ἀκούων , εἰ σὺ |
δ , ὕδατοϲ # ε , μέλιτοϲ # β . Χυλοῦ μήλων Κυδωνίων # α , ῥόδων λι . γ | ||
χυλῶν : κεῖται ἐν τοῖς ἑδρικοῖς . Κηρωτὴ ποδαγρική . Χυλοῦ ἀλθαίας , τήλεως , λινοσπέρμου # β , ἐλαίου |
, παρὰ τὸ θαρρεῖν . βαρβαρίζει δὲ ὡς δοῦλος . κομψευριπικῶς : ἀντὶ τοῦ εὐριπιδικῶς καὶ δεινῶς , οἷον πανούργως | ||
εἴποι περιεσταλμένως καὶ λεληθότως , οἱονεὶ μὴ φανερῶς . Γ κομψευριπικῶς : πανούργως ὡς ὁ Εὐριπίδης . κομψευριπικῶς ] πανούργως |
σχίζουσαι καὶ ἀποκόπτουσαι . ἐρείκη εἶδος φυτοῦ , ὅπερ ἐστὶν εὔσχιστον . ἀπὸ τούτου δὲ καὶ τὸ κατειρεικόμεναι γίνεται . | ||
σχίζουσαι καὶ ἀποκόπτουσαι . ἐρείκη εἶδος φυτοῦ , ὅπερ ἐστὶν εὔσχιστον . ἀπὸ τούτου δὲ καὶ τὸ κατερεικόμεναι γίνεται . |
ἐν οἴκοις ἢ ὁρίοις Διός , τινὲς δὲ θηλειῶν θεῶν νεωκόροι , καὶ χρυσοφοροῦσι καὶ στεμματοφοροῦσιν . ὁ Ζεὺς ἐν | ||
ἐφάνη δ ' ἐκ τῶν ὕστερον . οἵ τε γὰρ νεωκόροι ἐν τούτῳ ὄντες ἡλικίας καὶ πάντες οἱ περὶ τὸν |
ὁ πρὸς ὀλίγον ἀντὶ σώφρονος οὐ καρτερήσας τὴν ἀποκήρυξιν . ΤΡΙΤΟΝ ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ . Ἡ μὲν οὖν ἑταίρα πρὸς τοὺς ἐραστὰς | ||
ὁρᾷ εἰ τῶν πεπραγμένων τι κατηγορεῖ τὴν ἀσέβειαν . ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ . Ὅτι ὑμεῖς μὲν τῆς φιλίας τοὺς θεοὺς θαυμάζετε |
διὸ μίγνυται τοῖϲ ἀμβλύνουϲι τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ οὕτω γίνεται πολύχρηϲτον ἐπὶ τῶν θερμανθῆναι δεομένων διαθέϲεων ἔξωθεν προϲαγόμενον . Ἀλκυόνια | ||
ἄγον . Κάϲτοροϲ ὄρχειϲ ὀνομάζουϲι καϲτόριον , ἔνδοξόν τε καὶ πολύχρηϲτον φάρμακον . ἐνταῦθα δὲ τὴν καθ ' ὅλου αὐτοῦ |
δ ' ἂν ἐκ τούτων καὶ συντυχία . Πλάτων δὲ συμμαθητὰς ἔφη καὶ σύνοψιν οἰκειότητος . Εὔπολις δὲ συμβίοτοι συμπάροικοι | ||
παιδεύεται . . ) . εἴσιθ ' ] πρὸς τοὺς συμμαθητὰς λέγει . εἴσιθ ' ] εἴσελθε . . . |
ἀκοῇ . Ἁλιαρτίοις δέ ἐστιν ἐν ὑπαίθρῳ θεῶν ἱερὸν ἃς Πραξιδίκας καλοῦσιν : ἐνταῦθα ὀμνύουσι μέν , ποιοῦνται δὲ οὐκ | ||
θυγατέρας : Ἀλκομενίαν , Θελξινίαν , Αὐλίδα , ἃς ὕστερον Πραξιδίκας ὀνομασθῆναι . . : Τελμισσεῖς οἰκοῦσιν ἐν Καρίᾳ , |
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα | ||
χάλκεα ἐποίουν , ἐνδύματα . Κόρυθες : περικεφαλαῖαι : ἀπὸ Κόρυθός τινος Ἰβηρίου ἐκλήθη , ταύτην ἐφεύραντος πρῶτον . δοῦρα |
καὶ εἰς μερίμνας ἐμβάλλεσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙ ΜΕΜΙΞΕΤΑΙ . Τοῦτο δέ φησι , πρὸς τὸ μὴ | ||
ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις τοῖς κατὰ δίκην ζῶσιν , |
οὗ καὶ Χαρισίου πόρτα . Ἀφροδίσιος : ὄνομα κύριον . Ἀρκείσιος : ὄνομα ποταμοῦ . Σιμοείσιος : ὄνομα κύριον : | ||
. ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων : μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε , μοῦνον δ ' αὖτ ' Ὀδυσῆα |
. Ἐλαίου παλαιοῦ λι βʹ , ἰρίνου γο Ϛʹ , στυρακίνου γο Ϛʹ , δαφνίνου γο Ϛʹ , τερεβινθίνης , | ||
μυελοῦ ἐλαφείου γο δʹ , στύρακος γο αʹ , ἐλαίου στυρακίνου γο δʹ , ἐλαίου ἰρίνου γο Ϛʹ , πεπέρεως |
τῶν καλουμένων ἡρώων , Ποσειδῶνά τε θεὸν καὶ Κλεό - πομπον ἄνδρα ἐπονομάζουσιν . ἀπὸ τούτου δὲ τοῦ Παρνασσοῦ τῷ | ||
τῶν καλουμένων ἡρώων , Ποσειδῶνά τε θεὸν καὶ Κλεό - πομπον ἄνδρα ἐπονομάζουσιν . ἀπὸ τούτου δὲ τοῦ Παρνασσοῦ τῷ |
; φήμαις οὖν ἐγὼ βροτῶν ἅπαντας ἐκλαπῆναι . χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ | ||
τοῦ παίζειν τε καὶ σκώπτειν . Ἀριστοφάνης Γηρυτάδῃ χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Γ Γαληψός : Ἀντιφῶν κατὰ |
τοὺς πολεμίους οὔπω ἔγωγε ἐπίσταμαι : ἐν μέντοι τῇ συνουσίᾳ δύσκολοι ναὶ μὰ τοὺς θεοὺς ἔνιοι αὐτῶν φαίνονται . πρῴην | ||
: λέγω , τὰ ὀκταπόδια . σκολιοί : κακοὶ , δύσκολοι , καὶ οἱ διεστραμμένοι . Ἐχθομένη : μισουμένη , |
ἀγρίους δεινῶς . ἐκ τούτων γε τῶν βοῶν καὶ τὰς μυιοσόβας ποιοῦνται , καὶ τὸ μὲν ἄλλο σῶμα παμμέλανές εἰσιν | ||
' ἐπιχύσεις διάλιθοι , λαβρώνιοι , Πέρσαι δ ' ἔχοντες μυιοσόβας ἑστήκεσαν . Ἵππαρχος δ ' ἐν Θαίδι : ὁ |
τὰ χρόνια καὶ δυσαλθῆ σκληρώματα , σκευάζεται δὲ οὕτως . Βδελλίου , στέατος μοσχείου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , ἴρεως Ἰλλυρικῆς | ||
ὀποῦ μήκωνος ἴσα . θυμία ἐπὶ τῶν κυπαρισσίνων ξύλων . Βδελλίου # ζ , ἑλενίου # ζ , σχίνου ἄνθους |
. ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] τῶν Θηβῶν . πολύβοτος | ||
ξυνέστιοι ] οἱ συμπολῖται . ξυνέστιοι ] οἱ κάτοικοι . ξυνέστιοι ] ἐγκάτοικοι . ξυνέστιοι ] σύνοικοι . πόλεως ] |
Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ | ||
εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ |
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους | ||
Διόδωρος . Ἔφεσις : ἡ ἐξ ἑτέρου δικαστηρίου εἰς ἕτερον μεταγωγή : τὸ δὲ αὐτὸ καὶ ἔκκλητος καλεῖται . Δημοσθένους |
μάριες . ῥαφανίδων ἑψανῶν , γογγυλίδων ἐσκευασμένων ἐν ἅλμῃ πέντε μάριες : καππάρεως ἐσκευασμένης ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς | ||
ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς ἀβυρτάκας ποιοῦσι , πέντε μάριες : ἁλῶν δέκα ἀρτάβαι . Αἰθιοπικοῦ κυμίνου ἓξ καπέζιεςἡ |
εἰκυῖα . ” λέγεται δὲ καὶ τὸ δρέπανον . ἀρδμός ποτισμός , καὶ ἄρσαι καὶ ἄρδειν τὸ ποτίζειν . ἀρτύνετο | ||
περισπώμενον ἀρδήσω ἀρδηθμός . . . . ἀρδμός : ὁ ποτισμός : ἀπὸ τοῦ ἄρδω βαρυτόνου . . . . |
αἰδοῦς καὶ κοσμιότητος ἀναστήσεις . ἀναπλήσειν : ἀντὶ τοῦ ” ἀφανίσειν “ . ἀναπλήσειν ] ἀναπληρώσειν . εἰσιέναι ] ἀντὶ | ||
πορθήσεις καὶ ἀφανισμούς . . λαπάξειν ] ἐκπορθήσειν . . ἀφανίσειν , πορθήσειν . . τήνδε ] τὴν τῶν Θηβαίων |
Ζηνὶ δ ' ἐπιρρέξαι καθυπερτέρῳ ἄρσενα χοῖρον , δυσμενέων αἰεὶ καθυπέρτεροι ὡς τελέθοιτε . φῆ , καὶ ἐρωήσας ἐλεφάντινον ᾤχετο | ||
ἢ ἐναντίος τύχῃ , παροδικὴν ἀποδημίαν ἕξει ἡ γένεσις . καθυπέρτεροι δὲ ἀστέρες μάλιστα τοῖς ὑπογείοις οὖσι καθύγροις τοῖς ἔχουσιν |
λίμνην πληρῶν . αὐξομένης γὰρ αὐτῆς ὥστε κινδυνεύειν καταποθῆναι τὰς Κώπας , [ ἃς ] ὅ τε ποιητὴς ὀνομάζει , | ||
. Εὔτρησις , κώμη [ Βοιωτίας ] . Ὅμηρος „ Κώπας Εὔτρησίν τε ” . κεῖται δὲ παρὰ τὴν ὁδὸν |
διαχεῖται , καθά περ ἄρμενον . λαῖφος : ἄρμενον . Ὑμήν : δέρματος πτέρυξ , ἡ λεγομένη τζίπα . Λεπτὸς | ||
ὅστις τὰ σιγῶντ ' ὀνόματ ' οἶδε δαιμόνων . Ὑμὴν Ὑμήν . τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεν , τὰν ἐρώτων πότνιαν |
αὐτὸν Ἀρισταῖον καλεῖν , καὶ ἀπὸ κοινοῦ τὸ θήσονται . Ἀγρέα καὶ Νόμιον : ἰστέον ὅτι τὸν Ἀρισταῖον διὰ τὸ | ||
ὅτι τὸν Ἀρισταῖον διὰ τὸ τὴν κτηνοτροφίαν καὶ κυνηγεσίαν εὑρηκέναι Ἀγρέα καὶ Νόμιον , Δία καὶ Ἀπόλλωνα προσηγόρευον . φαίνεται |
δὲ τοῖς τόποις τούτοις νῆσος Ὀοράχθα . Ἀπὸ δὲ τοῦ Ἀνδάνιος ποταμοῦ ἐπὶ Σαγάνου ποταμοῦ ἐκβολὰς στάδιοι υʹ . Ἀπὸ | ||
ἐπιφανέστατος στρατηγός . . . . . λέγεται δὲ καὶ Ἀνδάνιος ὡς Ῥιανός . . . . . Ἀρσινόη : |
. Πτωχοῦ πήρα οὐκ ἐμπίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλώτερος ὕδρας : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Πῦρ ἐπὶ δαλὸν | ||
εἶδος ὑποδήματος ἐφαρμόζον τοῖς δυσὶ ποσίν . Ὁμοία τῇ , Ποικιλώτερος Ὕδρας . Καὶ , Εὔριπος ἄνθρωπος . Καὶ , |
στέαρ γαλῇ : ἐπὶ τῶν τυχεῖν ὧν ἐρῶσι βουλομένων . Βαλανεύς : ἐπὶ τοῦ πολυπράγμονος . οὗτοι γὰρ σχολὴν ἄγοντες | ||
. μεταφορικῶς ἀπὸ τούτου βαθείας φρένας καὶ κεκρυμμένας σημαίνει . Βαλανεύς παρὰ Πλάτωνι καὶ Ἀριστοφάνει Πελαργοῖς . Βάλλ ' ἐς |
ἐν τοῖϲι χρονίοιϲι εἰρήϲεται . Θεραπεία παροξυϲμοῦ ἐπιληπτικῶν . Τῆϲ ἐπιληψίηϲ ὀλεθρίη μὲν ἡ πρωτίϲτη κατάπτωϲιϲ , ἢν ὀξέωϲ εἰϲβάλλῃ | ||
ξυνελίϲϲεται γὰρ τῷ κύκλῳ . δίνηϲιϲ δὲ ϲκοτώματοϲ καὶ τῆϲ ἐπιληψίηϲ πρόκληϲιϲ . ἀπὸ δὲ τῆϲ αἰώρηϲ περίπατοϲ ἠρεμαῖοϲ . |
γίνεται . ἢ παρὰ τὸ ἀρῶ , τὸ ἀροτριῶ , ἀρός καὶ ἀγρός . . . . , . ἀγρώσσω | ||
γίνεται . ἢ παρὰ τὸ ἀρῶ , τὸ ἀροτριῶ , ἀρός καὶ ἀγρός . . . . , . ἀγρώσσω |
φύσει γεώδους . Ἀναξίμανδρος τοῦ στόματος τῆς τοῦ πυρὸς διεκπνοῆς ἀποκλειομένου . Ξενοφάνης κατὰ σβέσιν τὴν ἔκλειψιν γίνεσθαι , ἕτερον | ||
δὲ τὴν ἔκλειψιν 〛 τοῦ στομίου τῆς τοῦ πυρὸς ἐκπνοῆς ἀποκλειομένου . 〚 γίνεσθαι δὲ τὴν ἔκλειψιν 〛 κατὰ τὴν |
καὶ σοῦ γενείου δεξιᾶς τ ' εὐδαίμονος . τί χρῆμα μαστεύουσα ; μῶν ἐλεύθερον αἰῶνα θέσθαι ; ῥάιδιον γάρ ἐστί | ||
μῆτερ ἀθανάτων τε θεῶν ἠδὲ θνητῶν ἀνθρώπων , ἥ ποτε μαστεύουσα πολυπλάγκτωι ἐν ἀνίηι νηστείαν κατέπαυσας Ἐλευσῖνος γυάλοισιν ἦλθές τ |
γάρου , μέλιτος ἀνὰ # α . Κοκκία καθαρτικά . Ἀλόης # α , κολοκυνθίδος , ἐντεριώνης , σκαμμωνίας ⋖ | ||
εὐθείας . Ἀκακίας ἐκλέγου τὸ ἠρέμα κιρρὸν καὶ εὐῶδες . Ἀλόης ἐκλέγου τὴν λιπαρὰν καὶ ἄλιθον , στίλβουσαν , ὑπόξανθον |
Λυκιακῶν . ἀπὸ Κράγου τοῦ Τρεμίλητος υἱοῦ , μητρὸς δὲ Πραξιδίκης νύμφης . ἐνταῦθα δ ' εἶναι καὶ τὰ ἐπονομαζόμενα | ||
δὲ ἐν τῷ Περὶ Εὐρώπης , Σωτῆρος καὶ τῆς ἀδελφῆς Πραξιδίκης γενέσθαι Κτήσιον υἱὸν , καὶ θυγατέρας Ὁμόνοιαν καὶ Ἀρετήν |
. τινὲς δὲ παρὰ τὸ ἰαχή ἰαχός καὶ ἐν συνθέσει αὐΐαχος , ἵνα σημαίνῃ τὸν ξηρόφωνον , . , . | ||
' . . . . † αὐΐαχος : † ἄβρομος αὐΐαχος † ἢ παρὰ τὴν ἰὰν ἴαχος καὶ κατὰ πλεονασμὸν |
ὡϲ κἂν μόνον προϲθίγῃ τῷ ἄϲθματι , βλάπτειν τοὺϲ πληϲίον γινομένουϲ . πλείονα δὲ περὶ τοῦ ζῴου ἱϲτορούμενα παραπέμπομαι , | ||
. πρὸϲ δὲ τοὺϲ χρονίουϲ ἤχουϲ ἐπὶ πάχεϲι καὶ γλίϲχροιϲ γινομένουϲ χυμοῖϲ ὄξει καὶ νίτρῳ καὶ μέλιτι κλύζε . Ἄλλο |
τοῖς δὲ μετρίοις οἱ οὐράνιοι , τοῖς δὲ πένησιν οἱ ἐπίγειοι . οἱ χθόνιοι δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μόνοις | ||
ὑπερουράνιοι , ἐνουράνιοι , ἐπουράνιοι , ἐναιθέριοι , ἐναέριοι : ἐπίγειοι , οἱ αὐτοὶ καὶ ἐπιχθόνιοι : ἐνάλιοι , θαλάττιοι |
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε | ||
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν |
λέγουσι . σακίταν : ἐν τῷ σηκῷ , λιπαρόν . σακίταν : τὸν ἐν τῷ σηκῷ ἤγουν τῇ μάνδρᾳ τιτθιζόμενον | ||
κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται , ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας : αἰ δέ κ ' ἀρέσκῃ τήναις |
λέοντα ] τὸν Ἀλέξανδρον λέγει . σίνιν ] βλαπτικόν , φθορέα . ἀγάλακτον ] μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ | ||
τὸν ἐπιόντα . καὶ αὐτὴν ὁ πατὴρ ὑπολαβὼν εἶναι τὸν φθορέα πατάξας μαχαίρᾳ καταβάλλει . τῆς δὲ περιωδύνου γενομένης καὶ |
ἀκίνδυνον ὥστε μηνῶν τριῶν ἢ δʹ . ἐκβάλλειν . ] Ὀποπάνακος ὀβολοῦ κολλύριον ποιήσας ὑπόθες . ἀκίνδυνόν ἐστι καὶ πεπείραται | ||
αὐτὸν , οἷον ἐλαίῳ θερμῷ ἔχοντι νίτρον ἀναμεμιγμένον αὐτῷ . Ὀποπάνακος . . . . . . δραχ . δʹ |
τε ΕΞ καὶ ἡ ΞΤ , δοθήσεται καὶ ἥ τε ΕΤ ὑποτείνουσα καὶ ἡ ὑπὸ ΤΕΞ γωνία , ἡ ὑπὸ | ||
ὁ κύκλος μοιρῶν τξ , ἑκατέραν δὲ τῶν ΕΣ , ΕΤ μοιρῶν εἶναι β ∠ ʹ , ἑκατέραν δὲ τῶν |
θεραπεύεται , τὰ δὲ ἰϲχυρῶϲ πυορροοῦντα διὰ τῶν τροχίϲκων , ὁποῖόϲ ἐϲτιν ὁ τοῦ Ἄνδρωνοϲ καὶ μάλιϲτα ὁ τοῦ Μούϲα | ||
τὰ κακοήθη δὲ τοῖϲ ξηραίνειν ἀδήκτωϲ αὐτὰ πεφυκόϲι μίγνυται , ὁποῖόϲ ἐϲτιν ὅ τε πομφόλυξ καὶ τὰ ὅμοια . ἐϲτὶ |
. Ἆρ ' οὖν φιλίαν λέγεις ὁμόνοιαν ἢ διχόνοιαν ; Ὁμόνοιαν . Διὰ τίν ' οὖν τέχνην ὁμονοοῦσιν αἱ πόλεις | ||
θεᾶς ἵδρυται ἱερόν . κυδίστην : ἀντὶ τοῦ κρατίστην θεῶν Ὁμόνοιαν τιμῶντες : πορσαίνοντες γὰρ ἀντὶ τοῦ τιμῶντες . γράφεται |
τὴν ἀπόκρισιν , ἀποτιννύει ὅσα ἂν εὑρεθείη ἔχων . ” πλυνός “ ὀξυτόνως τὸ ἀγγεῖον αὐτό , παροξυτόνως δὲ τὸ | ||
ἐκτείνει τὸ Υ : φρυνός γρυνός θυνός . σεσημείωται τὸ πλυνός . Τὰ διὰ τοῦ ΥΝΟΣ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς , |
. θεατροπώλης μυάγρα τὸν Φρύγα , τὸν αὐλητῆρα , τὸν Σαβάζιον . ἐμοὶ κράτιστόν ἐστιν εἰς τὸ Θησεῖον δραμεῖν , | ||
τις ἐκ Σαβαζίου . τὸν αὐτὸν ἄρ ' ἐμοὶ βουκολεῖς Σαβάζιον . κἀμοὶ γὰρ ἀρτίως ἐπεστρατεύσατο Μῆδός τις ἐπὶ τὰ |
ὑμῶν ποιήσει δέλφακας ἠλιβάτους , τοὺς δὲ πάνθηρας , ἄλλους ἀγρώστας λύκους , λέοντας . Δεινὸν μὲν γὰρ ἔχονθ ' | ||
ὑμῶν ποιήσει δέλφακας ὑληβάτας , τοὺς δὲ πάνθηρας , ἄλλους ἀγρώστας λύκους , λέοντας . Ἀριστοφάνης δὲ ἐπὶ θηλείας τάττει |
δῆλον . Ξ ἀρκεῖ ἐμοὶ καὶ ἐμὲ βουλεύειν περὶ τῶνδε κυκλουμένων ἔξωθεν . ἡμέτερον + ἔμ ' ἀρκεῖ : ἐντεῦθεν | ||
ἐδέχοντο . τῶν δὲ κατὰ νώτου φανέντων καὶ ἀλαλαξάντων καὶ κυκλουμένων φυγεῖν ἀπογνόντες ἐξεπλάγησαν , ἐταράχθησαν . καὶ τότε πλεῖστος |
, καὶ φιμώσας ἐκτρόχιζε ὕελον λευκόν . ΧΡΥΣΟΠΟΙΙΑΣ ΖΩΜΟΙ . ΧΡΥΣΟΥ ΜΑΛΑΞΙΣ ΩΣΤΕ ΕΝ ΑΥΤῼ ΣΦΡΑΓΙΖΕΙΝ . Λαβὼν νίτρου πυρροῦ | ||
ἐμβαῖνον κρόκου ὠμοῦ ὄξος τετιμημένον , οὕτως ποίει . ΚΑΤΑΒΑΦΗ ΧΡΥΣΟΥ . Λαβὼν μίσιος μεταλλικοῦ μέρη δʹ , ἐλυδρίου ῥίζης |
τοὺς τῆς αὐτῆς φύσεως κεκοινωνηκότας ἤτοι ἀπλανεῖς ἀστέρας ἢ τόπους ζῳδιακοὺς κατὰ τὰς ἀποδεδειγμένας αὐτῶν πρὸς τοὺς πλανῆτας συνοικειώσεις . | ||
[ αὐτοῖς ] φύσεως κεκοινωνηκότας ἤτοι ἀπλανεῖς ἀστέρας ἢ τύπους ζῳδιακοὺς κατὰ τὰς ἀποδεδειγμένας αὐτῶν πρὸς τοὺς πλανήτας συνοικειώσεις . |
ξηρὸν ἀχάριϲτον πρὸϲ τοὺϲ βεβρωμένουϲ κανθοὺϲ καὶ ψωρώδειϲ διαθέϲειϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ . καδμίαϲ ⋖ β χαλκίτεωϲ ὠμῆϲ ⋖ α ἀλόηϲ | ||
οζ Περὶ ξηροφθαλμίαϲ οη Περὶ ψωροφθαλμίαϲ οθ Ἐπιμέλεια ξηροφθαλμίαϲ καὶ ϲκληροφθαλμίαϲ καὶ ψωροφθαλμίαϲ π Πρὸϲ μαδάρωϲιν βλεφάρων πτίλωϲιν μίλφωϲιν πα |
ἀλθήεντος : ἰατρικοῦ καὶ ἀλθήεντος ἀκάνθου : τὸν ἄκανθον καὶ μελάμφυλλον καὶ παιδέρωτα λέγουσι . καλῶς δὲ ἀλθήεντα λέγει : | ||
ὃ καὶ πρὸϲ ϲυνουϲίαν παρορμᾷ . Ἄκανθοϲ , οἱ δὲ μελάμφυλλον , οἱ δὲ παιδέρωτα , διαφορητικῆϲ ἐϲτι καὶ ξηραντικῆϲ |
δὲ τρίτον εἴ τις μελάγχλωρον κίκινον λέγουσιν . ΥΔΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΠΑΣΤΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν λευκὰ ὠῶν , βάλε εἰς τὴν λίτραν | ||
χρυσὸν εὑρύζον , ἔνκαιε , καὶ ἔσται εὑρύζον . ΧΡΥΣΟΥ ΠΟΙΗΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν καθαρὸν ἐρυθρὸν , ποίει λαμνία ἰσχνὰ |
, τὸ λέγω , γίνεται βάζω καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ βράζω . . . , : βρῶμα : ἀπὸ τοῦ | ||
ὁ μέλλων βάξω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω γίνεται καὶ βράζω πλεονασμῷ τοῦ ρ . . , : βάθρον : |
διάπυρον . . . Θαλῆς δὲ γεώδη . . . κισηροειδῆ δὲ Διογένης . . . ὁ δὲ Ἀριστοτέλης σφαῖραν | ||
Αἰγὸς ποταμοῖς πυροειδῶς κατενεχθέντα ἀστέρα πέτρινον . , Δ . κισηροειδῆ τὸν ἥλιον , εἰς ὃν ἀπὸ τοῦ αἰθέρος ἀκτῖνες |
ιϚʹ , Ὅμηρος δ ' ὁ παλαιὸς ιγʹ . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . . | ||
συμπράξας ἐποίησεν ἐκπεσόντα τῆς ἀρχῆς φυγεῖν εἰς Πέρσας . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . . |
. κίχλαι , κόττυφοι , φυκίδες ἁπαλόσαρκοι , εὔχυλοι , εὐδιαφόρητοι , ἄτροφοι , πρὸς διαχώρησιν ἐπιτήδειοι . κόραξος σκληρόσαρκος | ||
δὲ κίχλαι , κόσσυφοι , φυκίδες καὶ οἱ ὅμοιοι , εὐδιαφόρητοι καθεστῶτες : μέσοι δ ' ὀνίσκοι , βάκχοι , |