ὁ δὲ τὴν Μαργάλαν τοὔμπαλιν ἴσως . Θρύον δὲ καὶ Θρυόεσσαν τὸ Ἐπιτάλιόν φασιν , ὅτι πᾶσα μὲν αὕτη ἡ
Κορυφασίῳ Πύλον , οἱ δὲ τρίτῳ ἤματι πάντες ἐπὶ τὴν Θρυόεσσαν καὶ τὸν ποταμὸν τὸν Ἀλφειὸν ἥκουσι πολιορκήσοντες τὸ φρούριον
7428520 Θρυον
. . . . Θρύον : ἡ διπλῆ , ὅτι Θρύον εἶπε τὴν ἐν ἄλλοις Θρυόεσσαν ἔστι δέ τις Θρυόεσσα
κατὰ τοὺς περατοὺς τοῦ ῥείθρου τόπους . τάχα δέ φασι Θρύον μὲν εἰρῆσθαι τὸν πόρον , εὔκτιτον δ ' Αἶπυ
7409565 Θρυοεσσα
φυτῷ λεγομένη . λέγεται δὲ ἀπὸ τοῦ φυτοῦ Θρυόεις καὶ Θρυόεσσα . κεῖται δ ' ἡ πόλις περὶ τὸν Ἀλφειόν
ὅτι Θρύον εἶπε τὴν ἐν ἄλλοις Θρυόεσσαν ἔστι δέ τις Θρυόεσσα πόλις . . . . Οἰχαλίηθεν : ὅτι Θεσσαλίας
6956851 κωμῳδοι
ἐκωμῴδησα . οὗτοι ] οἱ ἄλλοι ⌈ κωμικοί . [ κωμῳδοί . ] ὡς ] ἐπεί . ⌈ παρέδωκε /
κωμῳδίᾳ ” . οὗτοι ] ἀντὶ τοῦ “ οἱ ἄλλοι κωμῳδοί ” . λαβὴν ] ἀντὶ τοῦ “ ἀρχήν ”
6898690 ἀθλι
θανόντων σῶν τέκνων ἅπτου χερί . ὦ φίλα πεσήματ ' ἄθλι ' ἀθλίου πατρός . ὦ φίλτατον δῆτ ' ὄνομα
τις ἢ τοιαῦθ ' ἃ δή δίδωσιν ἡμῖν ὁ τόπος ἄθλι ' ἀθλίοις . τοιοῦτος ὁ βίος , ἀπύρετος ,
6792623 Ἑρμαια
ἔχει λακκαῖον ἐν τῇ φάραγγι . Ἀπὸ Φοινικοῦντος ἐπὶ τὰ Ἑρμαῖα στάδιοι ζʹ : ἐκ δεξιῶν τὴν ἄκραν ἔχων ὁρμίζου
ὦ Σώκρατες , διαφερόντως ἐστίν , καὶ ἅμα , ὡς Ἑρμαῖα ἄγουσιν , ἀναμεμειγμένοι ἐν ταὐτῷ εἰσιν οἵ τε νεανίσκοι
6781987 Λυκιακοις
τελευτῆσαι καὶ ἐκεῖ ταφῆναι καὶ κτισθῆναι πόλιν φησὶν Ἀλέξανδρος ἐν Λυκιακοῖς . ἔστι καὶ Ἰνδικῆς . καὶ Κρήτης ἄλλη .
ποταμός . Ἴλαρις , πόλις Λυκίας , ὡς Πολύχαρμος ἐν Λυκιακοῖς . τὸ ἐθνικὸν Ἰλαρεύς . Ἰλαττία , πόλις Κρήτης
6729177 Ἀκτη
τῶν Ἀθηναίων ἅρπαγες καὶ πορθηταὶ λέγει δὲ τοὺς Διοσκούρους . Ἀκτὴ δὲ ἐκαλεῖτο ἡ Ἀττικὴ ἢ ἀπ ' Ἀκταίωνος βασιλέως
τιν ' οὗτος παρέλαβε καιρόν : ἐν οἷς καὶ ἡ Ἀκτὴ καὶ οἱ λιμένες εἰσὶ καὶ τὰ νεώρια , ἃ
6714138 Σαγρα
καὶ εὔυδρος , μῆκος ἑπτακοσίων σταδίων . Μετὰ δὲ Λοκροὺς Σάγρα , ὃν θηλυκῶς ὀνομάζουσιν , ἐφ ' οὗ βωμοὶ
ἀληθῆ , ἡ παροιμία εἴρηται ἐπὶ τῶν πάνυ ἀληθῶν . Σάγρα δ ' ἔστι τόπος , ἐν ᾧ τὴν μάχην
6693396 ἐκτεταμενως
πρίασθαι : ἐν Μακεδονίᾳ δὲ καὶ Ἀμβρακίᾳ μάλα πολλαί . ἐκτεταμένως δ ' εἴρηκε καρῖδα Ἀραρώς : αἵ τε καμπύλαι
ΡΑΦΑΝΙΔΕΣ . αὗται κέκληνται διὰ τὸ ῥᾳδίως φαίνεσθαι . καὶ ἐκτεταμένως δὲ καὶ κατὰ συστολὴν λέγεται παρὰ Ἀττικοῖς . Κρατῖνος
6670504 ποδανιπτηρ
φέρειν . λεοντοβάμων ποῦ σκάφη χαλκήλατος ; καλεῖται μέντοι καὶ ποδανιπτὴρ οὐ παρ ' Ἡροδότῳ μόνον ἀλλὰ καὶ ἐν Διοκλέους
ἀλλὰ καὶ ἐν Διοκλέους Βάκχαις : ὑδρία τις ἢ χαλκοὺς ποδανιπτὴρ ὁ λέβης . τὸ δὲ ἀπ ' αὐτοῦ ὕδωρ
6661280 Ἀραιθυρεα
δ ' αὖτ ' ἐπὶ τοῖσιν : πόλις Πελοποννήσου ἡ Ἀραιθυρέα , ἡ νῦν ὀνομαζομένη Φλιοῦς ἀπὸ Φλιοῦντος τοῦ Διονύσου
καὶ Φλέγυς . Φλιοῦς , πόλις Πελοποννήσου , ἡ πρότερον Ἀραιθυρέα καὶ Ἀράντεια , ἀπὸ Φλιοῦντος τοῦ Διονύσου καὶ Χθονοφύλης
6646827 Σολοι
: καλεῖται δὲ νῦν Πομπηϊούπολις . εἰσὶ δὲ καὶ ἕτεροι Σόλοι τῆς Κύπρου : ἀλλ ' οἱ μὲν Κύπριοι Σόλιοι
. . . . . . ξε Ϛʹ λϚ Ϛʹ Σόλοι . . . . . . . . .
6638483 Θεοξενια
τράπεζαν τῶν θεῶν . θύοντι οὖν Θήρωνι καὶ ἑορτάζοντι τὰ Θεοξένια ἠγγέλθη , ὡς ἐν Ὀλυμπίᾳ οἱ αὐτοῦ ἵπποι ἐνίκησαν
καὶ δὴ εἰς ταύτην τὴν ἑορτήν , ἤγουν εἰς τὰ Θεοξένια , εὐμενὴς ἔρχεται ὁ Ἡρακλῆς σὺν τοῖς δυσὶ παισὶ
6634703 Τηλεκλειδης
τὰς μεσημβρίας : κᾷτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . Τηλεκλείδης : ὡς καλοὶ καὶ φιβαλέοι . καὶ μυρρίνας δὲ
, ἐργοδότας εἴρηκε Ξενοφῶν . τοὺς δὲ ἐργολάβους καὶ ἐργολήπτας Τηλεκλείδης ὁ κωμικός . οἱ μέντοι ῥήτορες τὸ ἐργολαβεῖν ἐπὶ
6627944 θαλλοφοροι
τόπος ἱερὸς τῶν Διοσκούρων . θαλλός : κλάδος ἐλαίας . θαλλοφόροι οἱ γεραίτατοι παρὰ Ἀθηναίοις ἐλέγοντο . θέαν παρ '
οὐδ ' ἀκαρῆ : σκωπτόμενοι δ ' ἐν ταῖς ὁδοῖς θαλλοφόροι καλούμεθ ' , ἀντωμοσιῶν κελύφη . ἀλλ ' ,
6619744 παραθαλαττιοις
. ταύτην λέγεται τὰς τῶν ἀνθρώπων θήρας φυλαττομένην ἐν σκοπέλοις παραθαλαττίοις νεοττοποιεῖσθαι . καὶ δήποτε τίκτειν μέλλουσα παρεγένετο εἴς τι
ἑψόμενα ἐσθίεται . Ἀρτεμισία φύεται μὲν ὡς τὸ πολὺ ἐν παραθαλαττίοις τόποις : πόα θαμνοειδής , παρόμοιος ἀψινθίῳ , μείζων
6609256 Λακωνικη
τοῦ Λάκωνος παιᾶνας . . . , : Ἡ δὲ Λακωνικὴ Πιτάνη Εὐρώτα τοῦ ποταμοῦ γενεαλογεῖται εἶναι , ὡς Σωσίβιος
ταύτην ἡ μήτηρ [ κρύφα συλήσασακατετόλμητο γὰρ καὶ τοῦ Λυκούργου Λακωνικὴ | μήτηρ , ἵνα παιδὸς δυσπραγίαν παραμυθήσηται ὀρέγει τῷ
6580976 Κοιρωνιδας
ὀλίγοι . Θεοίνιον : Λυκοῦργος ἐν τῇ διαδικασίᾳ Κροκωνιδῶν πρὸς Κοιρωνίδας . τὰ κατὰ δήμους Διονύσια Θεοίνια ἐλέγετο , ἐν
ἐστίν , τρισὶν ὀνόμασί φησιν αὐτοὺς προσηγορεῦσθαι : καὶ γὰρ Κοιρωνίδας καὶ Φιλιεῖς καὶ Περιθοίδας . . . . Θεοίνια
6580180 Μαστιηνων
. ἔστι καὶ Μαιναλία πόλις Γαλατίας . Μαινόβωρα , πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . τὸ ἐθνικὸν Μαινοβωραῖος . Μαιονία
εἴρηται δὲ ἀπὸ Μαστίας πόλεως . . Μαινοβώρα : πόλις Μαστιηνῶν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . τὸ ἐθνικὸν Μαινοβωραῖος . .
6569654 Λυκαια
' ἐν Ἀρκαδίᾳ : ἐν Ἀρκαδίᾳ πολλοὶ ἀγῶνες ἄγονται : Λύκαια : Κόρεια : Ἕρμαια . τά τ ' ἐν
χαλκοῦς . Πολλοὶ δ ' ἄγονται ἀγῶνες ἐν Ἀρκαδίᾳ , Λύκαια , Κόρεια , Ἀλεαῖα , Ἕρμαια : ἐν δὲ
6568730 Κοροπη
. λέγεται δὲ κατ ' ἔλλειψιν τοῦ Κ Ὀροπαῖος . Κορόπη δὲ Θεσσαλίας πόλις βέλτιον δ ' ὑπονοεῖν , ὅτι
' ἧστινος , ἢ ὅπου Κοροπαῖος : τινὲς Θεσσαλικός . Κορόπη γὰρ πόλις Θεσσαλίας . γράφεται καὶ Ὀρόπειος : Ὀρόπεια
6566615 Ποσειδιππος
πυγμάχος , ναυμάχος , ὁπλομάχος , τειχομάχος , πυργομάχος . Ποσείδιππος δὲ ὁ κωμικός φησι : τῶν μονομαχούντων ἐσμὲν ἀθλιώτεροι
' αὐτοῦ : τοῦ φιλοσόφου Ζήνωνος ἐγκρατέστερος . ἀλλὰ καὶ Ποσείδιππος Μεταφερομένοις : ὥστ ' ἐν ἡμέραις δέκα εἶναι δοκεῖν
6549525 συνεσταλμενως
ὡς ἀγνώμονας , τοὺς δὲ ὡς ἀδόξους . Ἄλλως . συνεσταλμένως μὲν τὸ ἰατρός . Ἄλλως . καινοποιεῖται τὸν διασυρμὸν
οἱ μὲν ἐκτεταμένως ἀναγινώσκουσιν , ὡς Πρασίας , οἱ δὲ συνεσταλμένως . ὁμοίως δὲ καὶ τὸ Βρικιννίας τῆς πόλεώς τι
6532293 Τροκμοι
Μασσαλίᾳ τῆς Ἰταλίας , ἣν Χάραξ Τροιζηνίδα χώραν φησί . Τροκμοί , ἔθνος Γαλατικόν . ἐκαλοῦντο δὲ καὶ Τροκμηνοί .
Μασσαλίᾳ τῆς Ἰταλίας , ἣν Χάραξ Τροιζηνίδα χώραν φησί . Τροκμοί , ἔθνος Γαλατικόν . ἐκαλοῦντο δὲ καὶ Τροκμηνοί .
6531786 Ὑλῃ
' ἐν Ὕλῃ ναίεσκε ” ” σκυτοτόμων ὄχ ' ἄριστος Ὕλῃ „ ἔνι οἰκία ναίων . „ οὐδ ' ἐνταῦθα
. . , Μ . . ὅς ῥ ' ἐν Ὕλῃ ναίεσκε : ἡ διπλῆ , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ὕδῃ
6515714 Κνωσσος
Αἰγυπτιακῶν καὶ Λέων ἐν πρώτῳ τῶν Πρὸς τὴν μητέρα καὶ Κνωσσὸς ἐν αʹ Γεωγραφικῶν τῆς Ἀσίας πάντων ἀρχαιοτάτους τοὺς Αἰγυπτίους
ποιητὴς Λύκτον ὠνόμασεν , ἑκατὸν εἴκοσι : τῆς δὲ θαλάττης Κνωσσὸς μὲν τῆς βορείου πέντε καὶ εἴκοσι , Γόρτυνα δὲ
6511944 Χαδισια
δὲ ἐκεραύνωσε . : , , , , . . Χαδισία : πόλις Λευκοσύρων . Ἑκαταῖος Γενεαλογιῶν β ἡ δὲ
Ἶριν ποταμὸν στάδια ἑκατόν ” . οἱ πολῖται Χαδίσιοι καὶ Χαδισία τὸ θηλυκόν . Ἀπολλώνιος βʹ ” νόσφι δ '
6506152 Ἐγχειριδιῳ
κάτω πάντα : ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν μεταστρεφόντων . Μένανδρος Ἐγχειριδίῳ : καὶ ἐν Χήρᾳ : Τὸ λεγόμενον τοῦτ '
πάντα . παροιμία ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν μεταστρεφόντων . Μένανδρος Ἐγχειριδίῳ καὶ ἐν Χήρᾳ τὸ λεγόμενον τοῦτ ' ἔστιν νῦν
6502247 Νηπειας
ῥόος Αἰσήποιο ἄστυ τε καὶ πεδίον Νηπήιον Ἀδρηστείης ] πεδίον Νηπείας ἐστὶ περὶ Κύζικον : μνημονεύει δ ' αὐτοῦ καὶ
κολῶναι τοῖς Ἀργοναύταις ἐφαίνοντο . καὶ πεδίον Νηπήιον : πεδίον Νηπείας ἔστι περὶ Κύζικον . μνημονεύει δὲ αὐτοῦ καὶ Καλλίμαχος
6495474 Ἀχαρναι
ὑπὸ Καλλικλέους εἴρηται , ὥς φησι Πλούταρχος . Ἀχαρνεύς . Ἀχάρναι δῆμος Οἰνηΐδος , ἐξ οὗ οὗτος . Σωκράτης .
ὅθεν ὑπάρχεις , ἀπ ' ἀρχῆς ὡς εὔανδροι ὑμνοῦνται . Ἀχάρναι δὲ δῆμος τῆς Ἀττικῆς , ὅθεν ἦν ὁ Τιμόδημος
6486735 Ἀλ
. Τήλανδρος , πόλις Καρίας , καὶ Τηλανδρία ἄκρα . Ἀλ . δ ' ὁ Πολυΐστωρ οὐδετέρως τὴν πόλιν Τήλανδρον
Λιβύης . Ἀλ . ἐν τρίτῳ Λιβυκῶν . Κορακόνησος . Ἀλ . τρίτῳ Λιβυκῶν . Κυνῶν νῆσος , Λιβυκὴ νῆσος
6483490 Μεταγενης
ὁδῶν κυλινδείτω κρέα , πλακοῦς ἑαυτὸν ἐσθίειν κελευέτω . καὶ Μεταγένης ἐν Θουριοπέρσαις ἀδιδάκτῳ καὶ αὐτῷ : ὁ μὲν ποταμὸς
τρίτος , εἶθ ' ὁ τέταρτος , εἶθ ' ὁ Μεταγένης . Καρκίνος δ ' ὁ τραγικὸς ἐν Σεμέλῃ ,
6476019 Ψυχασταις
' οἴσεις μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία . Στράττις Ψυχασταῖς : ὃ δέ τις ψυκτῆρ ' , ὃ δέ
ἡμῖν τι καὶ θαυμαστὸν ἐκ τοῦδ ' ὄρνεον . Στράττις Ψυχασταῖς : αἱ δ ' ἀλεκτρυόνες ἅπασαι καὶ τὰ χοιρίδια
6474026 Λυκωρεια
. . . . . υἱωνὸς Φοίβοιο Λυκωρείοιο Κάφαυλος . Λυκώρεια πόλις Δελφίδος , ἐν ᾗ τιμᾶται Ἀπόλλων , ἀπὸ
κατενεχθείς , ἀπὸ τοῦ ἔλω ἐλύω ὡς ἕλκω ἑλκύω . Λυκώρεια : εἵπετο δ ' ἀνὴρ αὐλίτης ὃς ἐὼν μήλων
6469710 Καλειται
μεθύοντα καὶ ἐπὶ κῶμον παραγενόμενον πρὸς τὴν ἐρωμένην . : Καλεῖται δ ' ἡ μὲν σατυρικὴ ὄρχησις , ὥς φησιν
τούτου ἐπὶ τοῦ στόματος τοῦ Πόντου εἰσὶ στάδιοι φʹ . Καλεῖται δὲ Ἀνάπλους ὁ τόπος ἀνὰ Βόσπορον μέχρι ἂν ἔλθῃς
6459049 κιστη
πηκτή ἀκτή βλαστή . τοῦτό τινες βαρύνουσιν . τὸ μέντοι κίστη βαρύνεται καὶ τὸ πέλτη . τὰ δὲ κύρια βαρύνεται
ἡ ξυλίνη , δι ' ὃ καὶ ἀντίπηξ καλεῖται : κίστη δὲ ἡ πλεκτή . κλῆσις μὲν ἡ εἰς ὁτιοῦν
6455398 Μαρωνεια
τῶν Ἀθηναίων . τὸ ἐθνικὸν Ἁγνωνείτης , ὡς Μαρωνείτης τοῦ Μαρώνεια καὶ Καυκωνείτης τοῦ Καυκώνεια , κατ ' ἔλλειψιν τοῦ
Ὅμηρον ἀναφερόμενον Μαργίτην , ὅπερ ποίημα Καλλίμαχος θαυμάζειν ἔοικεν . Μαρώνεια : Δημοσθένης ἐν τῇ πρὸς Πανταίνετον παραγραφῇ . τόπος
6450859 Ἰβηρικη
κατὰ λόγον ἐπιγράφονται , Ῥωμαϊκῶν Κελτική τε καὶ Σικελικὴ καὶ Ἰβηρικὴ καὶ Ἀννιβαϊκὴ καὶ Καρχηδονιακὴ καὶ Μακεδονικὴ καὶ ἐφεξῆς ὁμοίως
Καρχηδονίων τε καὶ Ῥωμαίων στρατηγοὶ περὶ Ἰβηρίαν ἔπραξαν , ἡ Ἰβηρικὴ γραφὴ δηλοῖ : ἐπιλεξάμενος δὲ Κελτιβήρων τε καὶ Λιβύων
6449039 Διοκλεια
τιμὴν ἐν Μεγάροις , ἤγουν νενίκηκας τὰ ἐν Μεγάροις τελούμενα Διόκλεια , ἢ καὶ τὰ Πύθια , καὶ ἐν μυχῷ
ἐν λόφῳ ] Ἤγουν ἐν Μεγάροις , ἔνθα ἤγετο τὰ Διόκλεια . Εὐκλεΐξαι ] Ἤγουν ἀνακηῤῥήξαι . Σιγαλὸν ] Κατηφῆ
6446977 Μοσσυνοικοι
Μοσσυνοίκων . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” Τιβαρηνοῖσι δὲ πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Μοσσύνοικοι ὁμουρέουσι : ἐν δὲ αὐτοῖσι Χοιράδες πόλις ” .
δὲ πόντον καὶ νῆσον καὶ πᾶσαν ὅσην κατεναντία νήσου χώρην Μοσσύνοικοι ὑπέρβιοι ἀμφενέμοντο . τοὺς δ ' ἄμυδις κρατερῷ σὺν
6443164 σατυροι
τρίτος Εὐριπίδης . Μήδεια , Φιλοκτήτης , Δίκτυς , Θερισταὶ σάτυροι . οὐ σώζεται . . . . Ἀριστοφάνους γραμματικοῦ
ἐστι καὶ Ἀριστίου μνῆμα τοῦ Πρατίνου : τούτῳ τῷ Ἀριστίᾳ σάτυροι καὶ Πρατίνᾳ τῷ πατρί εἰσι πεποιημένοι πλὴν τῶν Αἰχύλου
6440241 Συριη
. Συρίη ἡ λεγομένη νῦν Σύρος : “ νῆσος τῆς Συρίη κικλήσκεται . ” σύριγγος τοῦ κολεοῦ : “ ἐκ
, ὅ μ ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς . νῆσός τις Συρίη κικλήσκεται , εἴ που ἀκούεις , Ὀρτυγίης καθύπερθεν ,
6438699 Ἀχαϊκη
Ὅμηρος : οἵ θ ' Ὑπερασίην . Πελλήνης : ἡ Ἀχαϊκὴ Πελλήνη διὰ τοῦ ε , ἡ δὲ ἑτέρα ἡ
Ὅμηρος : οἵ θ ' Ὑπερασίην . Πελλήνης : ἡ Ἀχαϊκὴ Πελλήνη διὰ τοῦ ε , ἡ δὲ ἑτέρα ἡ
6436521 Μοσχοι
ἀκρωτήριον καὶ ἐμπόριον Αἰθιοπίας . Μαρκιανὸς ἐν πρώτῳ περιόδου . Μόσχοι , Κόλχων ἔθνος προσεχὲς τοῖς Ματιηνοῖς . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ
πεποιημένας κυνέας . Τούτων πάντων ἦρχε Βάδρης ὁ Ὑστάνεος . Μόσχοι δὲ περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι κυνέας ξυλίνας εἶχον ,
6432984 ἐλελιξε
ἄσπετον ὕδωρ ἰλύν τε ψάμαθόν τε : βίῃ δ ' ἐλέλιξε κραταιῇ Σίγεον , ἠιόνες δὲ μέγ ' ἔβραχον :
ἄν τις εἴποι : Σείσατο δ ' εἰνὶ θρόνῳ , ἐλέλιξε δὲ μακρὸν Ὄλυμπον . Ὁμοίως δὲ Ἀθηνᾶν παρεστάναι :
6427795 Φωκαια
Φυτεάτης ὡς Γυθεάτης : ὁ γὰρ τύπος Ἀρκάσι συνήθης . Φώκαια , πόλις Ἰωνίας . Ἡρόδοτος πρώτῃ . λέγεται καὶ
Ἑλληνὶς , Ἄναια , Πανιώνιον , Ἐρασιστράτιος , Χαραδροῦς , Φώκαια , Ἀκαδαμὶς , Μυκάλη : ἐν τῇ Σαμίων χώρᾳ
6426607 καθημεθα
σῶζέ με . Εἶεν : ἡμεῖς μὲν ὑμῖν καὶ δὴ καθήμεθα ἕτοιμοι ἀκούειν τῶν λόγων , ὑμεῖς δὲ προελόμενοί τινα
σάρκες δ ' εἰσὶν αὗται περιφερεῖς , ἐφ ' αἷς καθήμεθα . ὡς καὶ Ἀριστοφάνης ὁ κωμικὸς ἐν Τριφάλητί φησι
6425112 ὑποδρομαι
δὲ τοῖς λείοις καὶ καθημένοις ἄλση τέ ἐστι ποικίλα καὶ ὑποδρομαὶ συνεχεῖς , ἐν ὥρᾳ θέρους καταφυγεῖν ὁδοιπόροις ἥδιστα καταγώγια
δὲ τοῖς λείοις καὶ καθημένοις ἄλση τέ ἐστι ποικίλα καὶ ὑποδρομαὶ συνεχεῖς , ἐν ὥραι θέρους καταφυγεῖν ὁδοιπόροις ἥδιστα καταγώγια
6423039 σκωπτομενοι
ἀκαρῆ : οὐδὲ βραχὺ οὐδὲ κατὰ τὸ τυχόν . Γ σκωπτόμενοι δ ' ἂν : ὅτι τῷ σκώπτειν ὁμοίως ἡμῖν
τὸ αἰξωνεύεσθαι ἤγουν κακολογεῖν . [ Αἰξωνεῖς γὰρ δημόται Ἀττικοὶ σκωπτόμενοι ὡς κακολόγοι , καθὰ καὶ οἱ Σφήττιοι ἐπὶ ἀγριότητι
6422250 Μινυειος
ἦσαν δὲ Ἑρμιὼν Ἐπίδαυρος Αἴγινα Ἀθῆναι Πρασιεῖς Ναυπλιεῖς Ὀρχομενὸς ὁ Μινύειος : ὑπὲρ μὲν οὖν Ναυπλιέων Ἀργεῖοι συνετέλουν , ὑπὲρ
ὁ πολύμηλος ὁ ἐν Ἀρκαδίᾳ . ὁ δὲ τόπος Ὀρχομενὸς Μινύειος οὕτως ἐκλήθη ἀπὸ Μινύου τοῦ Ποσειδῶνος παιδὸς καὶ Καλιρρόης
6415372 Ἐλεα
τὸ μετὰ βίας ἐξελθεῖν . Ἐλαία : Αἰολὶς πόλις , Ἐλέα δὲ ἐν Ἰταλίᾳ . ἐλειός : εἶδος μυῶν .
Λυδιακοῖς . τὸ ἐθνικὸν Ἔλγιος καὶ Ἐλγαῖος ὡς Σιγγαῖος . Ἐλέα , πόλις Ἰταλίας , ὡς εἴρηται . ἐκαλεῖτο δὲ
6414334 Παρνασος
ὧν λέγει καὶ κληθῆναι τὰς χώρας . . . : Παρνασὸς , ὄρος ἐστὶ Δελφῶν , ἀπὸ Παρνασοῦ ἐγχωρίου ἥρωος
. πὰρ μὲν ὑψιμέδοντι : καταχρηστικῶς ἀντὶ τοῦ ὑψηλῷ . Παρνασὸς ὄρος τῆς Φωκίδος . τῇ Πυθοῖ . τέσσαρας ἐξ
6408027 Ἠπειρωτικον
. λῃσταὶ δ ' οὗτοι καὶ τοξόται . Μαρδόνες , Ἠπειρωτικὸν ἔθνος . Εὔπολις Πόλεσι ” καὶ Χαόνων καὶ Παιόνων
πύρ - ριχος [ ὀσκάριος ] . τινὲς δὲ πύρριχον Ἠπειρωτικὸν ἤκουσαν ἀπὸ Πύρρου τοῦ ἐκεῖ βασιλεύσαντος : δοκοῦσι δὲ
6404336 Μαρωνειτης
τοῦ στρατηγοῦ τῶν Ἀθηναίων . τὸ ἐθνικὸν Ἁγνωνείτης , ὡς Μαρωνείτης τοῦ Μαρώνεια καὶ Καυκωνείτης τοῦ Καυκώνεια , κατ '
τῷ Ἰωνικῷ λόγῳ τῷ καὶ κιναιδολόγῳ καλουμένῳ ἤκμασε Σωτάδης ὁ Μαρωνείτης καὶ ὁ υἱὸς αὐτοῦ Ἀπολλώνιος , ὃς Σωτάδης ἀκαίρως
6404168 Θουρια
Σικελίας , ἥτις πρώτως ἐκαλεῖτο Σύβαρις . ⌈ Θούριον ἢ Θουρία πόλις ἦν ὑπ ' Ἀθηναίων κτισθεῖσα , ἐν ᾗ
αἶγας ὁρῇς φίλε τῶ Συβαρίτα : ἄλλη Σύβαρις καὶ ἄλλη Θουρία : οὗτος γὰρ διΐστησι . μὴ τύ τις ἠρώτα
6397141 Μεγαλωι
. . . . , ] ὅτι ἐν τῶι ἐπιγραφομένωι Μεγάλωι λόγωι ὁ Π . εἶπε : φύσεως καὶ ἀσκήσεως
οὐ μόνον ἐν τῶι Μικρῶι διακόσμωι τιθείς ἃ κἀν τῶι Μεγάλωι κεῖται ̈ . , Λεύκιππος πάντα κατ ' ἀνάγκην
6395555 Ἀρκαδιῃ
μ ' αἰτεῖς , οὔ τοι δώσω . πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίῃ βαλανηφάγοι ἄνδρες ἔασιν , οἵ ς ' ἀποκωλύσουσιν .
μ ' αἰτεῖς : οὔ τοι δώσω . Πολλοὶ ἐν Ἀρκαδίῃ βαλανηφάγοι ἄνδρες ἔασιν , οἵ ς ' ἀποκωλύσουσιν .
6391975 Μακρωνες
' ἐπεμαρτύραντο ἀμφότεροι . Μετὰ δὲ τὰ πιστὰ εὐθὺς οἱ Μάκρωνες τὰ δένδρα συνεξέκοπτον τήν τε ὁδὸν ὡδοποίουν ὡς διαβιβάσοντες
σμικράς : λόγχαι δὲ ἐπῆσαν μεγάλαι . Τιβαρηνοὶ δὲ καὶ Μάκρωνες καὶ Μοσσύνοικοι κατά περ Μόσχοι ἐσκευασμένοι ἐστρατεύοντο . Τούτους
6386031 ξεινοδοκος
, Θρᾴκιον δὲ τὸ ὄνομα : δοίδοκος : διόδοκος : ξεινόδοκος : Δημόδοκος ὄνομα κύριον . Τὰ εἰς κος λήγοντα
, Θρᾴκιον δὲ τὸ ὄνομα : δοίδοκος : διόδοκος : ξεινόδοκος : Δημόδοκος ὄνομα κύριον . Τὰ εἰς κος λήγοντα
6385541 Σιμυλος
τῶν Ἀλευαδῶν οὗτός ἐστι τῶν δοκούντων συμπρᾶξαι τῷ Μακεδόνι . Σιμύλος : Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντός φησιν ” ἀλλὰ
ἀνιστάμενον . Ἄχρι μὲν οὖν Σικελίας εὐτυχῶς διαπλεῦσαι ἔφη ὁ Σιμύλος σφᾶς : ἐπεὶ δὲ τὸν πορθμὸν διαπεράσαντες ἐν αὐτῷ
6385465 κοτυλος
ὁμωνύμως τὸ ἀγγεῖον τῷ ὑγρῷ . . . . , κότυλος . . . . ἐνίσσων : ὅτι ἀντὶ τοῦ
δὲ ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ
6383633 Ἀμαθους
: ἐντεῦθεν εἰς Βηρυτὸν στάδιοι χίλιοι πεντακόσιοι . εἶτ ' Ἀμαθοῦς πόλις καὶ μεταξὺ πολίχνη Παλαιὰ καλουμένη , καὶ ὄρος
τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ
6381732 βοθυνος
παρὰ , βόθρος : βόθρον ὀρύξαι . . . . βόθυνος : λάκκος : ὥσπερ παρὰ τὸ θρασύς γίνεται θράσυνος
γένος , οἷον ὅ τε Κίμμερος καλούμενος ὁ περὶ Φρυγίαν βόθυνος , ὡς Εὔδοξός φησιν , καὶ τὸ ἐν Λάτμῳ
6381027 Σκωλος
. ἦν δὲ καὶ τῶν περὶ Ὄλυνθον πόλεων ὁμώνυμος αὐτῇ Σκῶλος . εἴρηται δ ' ὅτι Παρασώπιοι καὶ κώμη τις
: ῥεῖ δὲ καὶ ποταμὸς δι ' αὐτῆς Σχοινοῦς . Σκῶλος δ ' ἐστὶ κώμη τῆς Παρασωπίας ὑπὸ τῷ Κιθαιρῶνι
6379433 Χαριμαται
. Παλαίφατος ἐν ζ Τρωικῶν : Κερκεταίων ἔχονται Μόσχοι καὶ Χαριμάται οἳ τοῦ Παρθενίου κρατοῦσιν εἰς τὸν Εὔξεινον πόντον .
καὶ πόλεων ” Κερκετέων δ ' ἄνω οἰκέουσι Μόσχοι καὶ Χαριμάται , κάτω δ ' Ἡνίοχοι , ἄνω δὲ Κοραξοί
6378509 ἑορακεν
χρήσιμός ἐστιν ὧν φησίν , ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις
ὁμολογῶ . εἰ γὰρ ἔσθ ' ὅ τι τις νῦν ἑόρακεν , ὃ συνήνεγκεν ἂν τότε πραχθέν , τοῦτ '
6378288 Ζοαρα
πόλις τῆς εὐδαίμονος Ἀραβίας . ὁ πολίτης Ταρφαρηνός , ὡς Ζόαρα Ζοαρηνός , Αὔαρα Αὐαρηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν
Βιθυνίας , ἀπὸ Ζιποίτου βασιλέως . τὸ ἐθνικὸν Ζιποίτιος . Ζόαρα , πόλις Περσική . οἱ οἰκοῦντες Ζοαρᾶται . Διονύσιος
6378117 Δυσκολῳ
ὁ ἰατρὸς εἶπεν : Οὐδέν σοι λείπει ἢ κρεμασθῆναι . Δυσκόλῳ ἰατρῷ τις λέγει : Τί ποιήσω , ὅτι αἶμα
: ἐγὼ δέ σοι οὐ φαίνομαι ἀξιοπιστότερος ἐκείνου εἶναι ; Δυσκόλῳ τις ἐφώνει : ὁ δὲ ἀπεκρίνατο : Οὐκ εἰμὶ
6376799 κελεοντες
: κριθαὶ πεφρυγμέναι . κέδρον οὐδετέρως λέγουσι τὸ θυμίαμα . κελέοντες : οἱ ἱστόποδες καὶ πάντα τὰ μακρὰ ξύλα .
. πῆχυς . ἱστόπους , ὡς Εὔβουλος λέγει : καὶ κελέοντες δ ' οἱ ἱστόποδες καλοῦνται . ἀγνῦθες δὲ καὶ
6376465 Λαρισσα
ὀλίγον χρόνον , πάλιν ᾤχοντο . . . : Ὅτι Λάρισσα ὑπὸ Πιάσου τοῦ πατρὸς ἐρασθεῖσα καὶ βιασθεῖσα καὶ βαρέως
Ἀμφίπολις , Ἀρέθουσα , Ἀστακός , Τεγέα , Χαλκίς , Λάρισσα , Ἥραια , Ἀπολλωνία , ἐν δὲ τῇ Παρθυηνῇ
6371056 Δαυλις
μᾶλλον ἐν τῇ μεσογαίᾳ μετὰ Δελφοὺς ὡς πρὸς τὴν ἕω Δαυλὶς πολίχνιον , ὅπου Τηρέα τὸν Θρᾷκά φασι δυναστεῦσαι :
χωρία πρὸς τῷ Παρνασσῷ , Δελφοί τε καὶ Κίρφις καὶ Δαυλὶς καὶ αὐτὸς ὁ Παρνασσὸς τῆς τε Φωκίδος ὢν καὶ
6362255 Γηρυταδῃ
δὲ ὄψον , ὃ δὲ οἶνον . καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Γηρυτάδῃ καὶ Αἰολοσίκωνι διὰ τούτων : ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών
μόνον ἐστὶν ἀλλὰ καὶ οἰνοχόη , σαφὲς Ἀριστοφάνης ἐν τῷ Γηρυτάδῃ ποιεῖ : περιέφερε δὲ κύκλῳ λεπαστὴν ἡμῖν ταχὺ προσφέρων
6359559 Μυρινα
Ἡφαιστία : πόλις ἐν Λήμνωι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Μύρινα : πόλις ἐν Λήμνωι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . ἔστι
τὸ τοῖς ξυγγραφεῦσιν εἰθισμένον . ἐμοὶ Ἀγαθίας μὲν ὄνομα , Μύρινα δὲ πατρίς , Μεμνόνιος δὲ πατήρ , τέχνη δὲ
6358237 σκιμπους
σύνεισιν ἡδέως . εἶτα τετράπους μοι , φησί , γένοιτο σκίμπους ἢ θρόνος , εἶτα δὴ τρίπους τις , εἶτα
. ἀσκάντης : κλινίδιον εὐτελές , ὃ ὑπὸ τῶν Ἀττικῶν σκίμπους ὀνομάζεται : Ἀριστοφάνης : ἔξει τὸν ἀσκάντην λαβών .
6352393 Περκωτη
Λάμψακόν ἐστι καὶ Πάριον , καὶ ὅτι * ἡ πάλαι Περκώτη μετωνομάσθη ὁ τόπος . Τῶν δὲ ποταμῶν τὸν μὲν
πρωτοτύπου περιττεύει . σεσημείωται τὸ Περκώσιος καὶ Κριθώσιος ἀπὸ τοῦ Περκώτη καὶ Κριθώτη . Θρῖα , δῆμος τῆς Οἰνηίδος φυλῆς
6350590 μυριοισι
δυστυχεῖν . Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ ' ἀτυχία φίλου . Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις . Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν
πλοῦτος δ ' ἀμαθία δειλόν θ ' ἅμα . σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις . νεανίαν γὰρ ἄνδρα χρὴ
6348621 Ποντια
ὄψει μάλιστα πρόκεινται δύο νῆσοι πελάγιαι , Πανδατερία τε καὶ Ποντία , μικραὶ μὲν οἰκούμεναι δὲ καλῶς , οὐ πολὺ
νῆσος . . . . . μδ γοʹ λ γοʹ Ποντία νῆσος . . . . . . . .
6343745 ὀνομαστικως
δὲ ἀπὸ ταύτης τῆς παλαίστρας ἀπαγχέσθω . ὁ δὲ Μόλων ὀνομαστικῶς εἴρηται . τὴν δὲ προσκαρτέρησιν παλαίστραν εἶπεν . ἀλλ
: ἔχοι , δυνηθῇ , κατ ' ὄνομα εἴπῃ , ὀνομαστικῶς εἴποι , ὀνομάσῃ , εἴποι ἂν κατ ' ὄνομα
6340821 Ἀραβικων
, πόλις Παρθίας ἐπὶ τῷ Εὐφράτῃ , ὡς Γλαῦκος ἐν Ἀραβικῶν δευτέρῳ . τὸ ἐθνικὸν Ἐρθηνός . Ἐρίκεια , δῆμος
μελαίνομαι . ἰξὸς δέ ἐστιν εὐῶδες φυτὸν τῶν δένδρων τῶν Ἀραβικῶν . [ οὐχ ὁ ἰξός ἐστι φυτόν , ὦ
6339284 Γαυλος
Ὑβέλη : πόλις περὶ Καρχηδόνα . Ἑκαταῖος Ἀσίαι . . Γαῦλος : νῆσος πρὸς τῆι Καρχηδόνι . Ἑκαταῖος Περιηγήσει .
, ὑπὸ Καρχηδονίων οἰκούμεναι : Μελίτη πόλις καὶ λιμὴν , Γαῦλος πόλις , Λαμπάς : αὕτη πύργους ἔχει δύο ἢ
6332516 Ἀμασεια
ἅπασα δ ' οἰκήσιμος καλῶς . ἐδόθη δὲ καὶ ἡ Ἀμάσεια βασιλεῦσι , νῦν δ ' ἐπαρχία ἐστί . Λοιπὴ
μὲν οὖν ἥλω καὶ ἡ Σινώπη : ἔτι δὲ ἡ Ἀμάσεια ἀντεῖχεν , ἀλλὰ μετ ' οὐ πολὺ καὶ αὐτὴ
6328449 Δαφνους
ἀπὸ θαλάττης εἰς θάλατταν τό γε παλαιόν . ὁ γὰρ Δαφνοῦς ἦν τότε τῆς Φωκίδος , σχίζων ἐφ ' ἑκάτερα
φέρει καὶ φλοῦν πάμπολυν : εἶτ ' ἄλλος ποταμὸς καὶ Δαφνοῦς λιμὴν καὶ ποταμία Ἀπόλλωνος καλουμένη , ἔχουσα πρὸς τῷ
6328352 Σφηττος
δὲ , δριμύτατον ὄξος Σφηττοῖ ἐγίνετο . . βρέχων . Σφῆττος τόπος , ἔνθα δριμὺ ὄξος γίνεται . Θ .
Ἀετίου τοῦ Ἄνθα . Τροίζηνος δὲ οἱ παῖδες Ἀνάφλυστος καὶ Σφῆττος μετοικοῦσιν ἐς τὴν Ἀττικήν , καὶ οἱ δῆμοι τὰ
6326002 ῥαψῳδησαι
“ Αὐτοὺς δὲ τούτους τοὺς Καθαρμοὺς [ ἐν ] Ὀλυμπίασι ῥαψῳδῆσαι λέγεται Κλεομένη τὸν ῥαψῳδόν , ὡς καὶ Φαβωρῖνος ἐν
ἀοιδὴν , Φοῖβον Ἀπόλλωνα χρυσάορον , ὃν τέκε Λητώ . ῥαψῳδῆσαι δέ φησι πρῶτον τὸν Ἡσίοδον Νικοκλῆς . Μέναιχμος δὲ
6325262 ματτουσι
Μεσαππίων . ὑπὸ δὲ τρυφῆς οἱ Τυῤῥηνοὶ πρὸς αὐλὸν καὶ μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . διαβόητοι δ ' ἐπὶ
τρυφῆς οἱ Τυρρηνοὶ , ὡς Ἄλκιμος ἱστορεῖ , πρὸς αὐλὸν μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . : , , .
6324716 Φιλιπποι
Θεόπομπος γ Φιλιππικῶν . μετωνομάσθη μέντοι ἡ πόλις τῶν Δατηνῶν Φίλιπποι , Φιλίππου τοῦ Μακεδόνων βασιλέως κρατήσαντος αὐτῆς , ὡς
ὑπέρκεινται οἱ Φίλιπποι καὶ τὰ περὶ Φιλίππους . οἱ δὲ Φίλιπποι Κρηνίδες ἐκαλοῦντο πρότερον , κατοικία μικρά : ηὐξήθη δὲ
6323387 Ἀγοραν
πορεῦσαι . πετρίνοις δ ' ἐπιστὰς κᾶρυξ ἰαχεῖ βάθροις : Ἀγορὰν ἀγοράν , Μυκηναῖοι , στείχετε μακαρίων ὀψόμενοι τυράννων φάσματα
καὶ ἕτερον ἐπράχθη , ὃ σφόδρα ἤγειρε τοὺς συνεστῶτας . Ἀγορὰν κατεσκεύαζε μεγάλην καὶ ἀξιοπρεπῆ ἐν Ῥώμῃ , καὶ τοὺς
6321502 σμημα
τινα φέρειν ἀπονίψασθαι . δότω τις δεῦρ ' ὕδωρ καὶ σμῆμα . τράπεζα φυστημινεις ἀλλὰ μὴν δαίμονος ἀγαθοῦ μετάνιπτρον ,
τινα φέρειν ἀπονίψασθαι . δότω τις δεῦρ ' ὕδωρ καὶ σμῆμα . ἔτι δὲ καὶ εὐώδεσι τὰς χεῖρας κατεχρίοντο τὰς
6320093 Θεσπιεις
τῇ Ἀθηνᾷ καθιερωμένης αὐτόθι τὸν Ἔρωτα ἱδρυσάμενοι συνθύουσιν αὐτῷ . Θεσπιεῖς τε τὰ Ἐρωτίδεια τιμῶσιν καθάπερ Ἀθηναῖοι τὰ Παναθήναια καὶ
δ ' οὐχί . τότε δὲ ὁ Ἐπαμινώνδας ὡς τοὺς Θεσπιεῖς καταφεύγοντας ἐς τὸν Κερησσὸν ἐξεῖλε , πρὸς τὰ ἐν
6319259 Φασηλιτας
ὑπό τινος τίνες εἰσὶν οἱ μοχθηρότατοι , τῶν ἐν Παμφυλίᾳ Φασηλίτας μὲν ἔφησε μοχθηροτάτους εἶναι , Σιδήτας δὲ τῶν ἐν
ἀφ ' ὧν ἦγον . Ὅθεν κατ ' ἐνιαυτὸν τοὺς Φασηλίτας τῷ Κυλάβρᾳ θύειν τάριχον , τιμῶντας ὡς ἥρωα .
6318216 Μαγνησια
Λακεδαιμονίους μετετάξαντο , ὥς φησιν ὁ Θουκυδίδης . ἡ δὲ Μαγνησία χώρα τις ἦν πλησίον Θετταλίας , ὑπείκουσα αὐτοῖς :
λογογράφος . Λυβύη καὶ ὁ ἀπ ' ἐκείνης λύβης , Μαγνησία καὶ μάγνης , Φρυγία καὶ φρῦξ , Θρᾴκη καὶ
6317874 Ἰσαυρικων
ἐθνικὸν Λακμώνιος . Λαλίσανδα , πόλις Ἰσαυρική , ὡς Καπίτων Ἰσαυρικῶν πρώτῳ . τὸ ἐθνικὸν Λαλισανδεύς . οἱ νῦν δὲ
Σύμβρα , οὐδετέρως , Φρυγίας φρούριον , ὡς Καπίτων ἐν Ἰσαυρικῶν δευτέρῳ . τὸ ἐθνικὸν Συμβριανός . Σύμη , νῆσος
6311358 Φλεγρα
ταῖς ἰδίαις . Φλεγραῖον : τὸν ἀπὸ τῆς Φλέγρας : Φλέγρα δὲ πεδίον Θρᾴκης περὶ Παλλήνην . Μίμας δὲ τὸ
ὅς ῥά μιν ἵπποις δέξατο , Φλεγραίῃ κεκμηότα δηϊοτῆτι . Φλέγρα ὄρος Θρᾴκης , ὅπου συνέστησαν οἱ θεοὶ πρὸς Τιτᾶνας
6310033 Τροφωνιῳ
βλιχανώδεις εἰσὶ καὶ μεστοὶ λάπης . Μένανδρος δ ' ἐν Τροφωνίῳ : ξένου τὸ δεῖπνόν ἐστιν ὑποδοχή . τίνος ;
τὴν λήκυθον ἐχρῶντο τῷ ἱμάντι πρὸς τὸ μαστιγοῦν , Μένανδρος Τροφωνίῳ . Αὐτόλυκος : Λυκούργου λόγος ἐστὶ κατ ' Αὐτολύκου
6309190 Σωτειρα
Λάρισσα , Ἥραια , Ἀπολλωνία , ἐν δὲ τῇ Παρθυηνῇ Σώτειρα , Καλλιόπη , Χάρις , Ἑκατόμπυλος , Ἀχαΐα ,
μέλλοντος δυσελπιστίαν οὐ μειοῖ . Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ , ὦ Σώτειρα , οὔτε ὁ θάνατος αἰσχρὸν οὔτε τι καλὸν εἶναι
6304752 Χειρογαστορσιν
ὃ λέγει Νικοφῶν ὁ τῆς ἀρχαίας κωμῳδίας ποιητὴς ἐν τοῖς Χειρογάστορσιν ; ἐγὼ γὰρ καὶ τοῦτον εὑρίσκω μνημονεύοντα τῶν μύστρων
: ἀσταφίδα καὶ ὀσταφίδα οἱ Ἀττικοὶ ἑκατέρως . Νικοφῶν ἐν Χειρογάστορσιν ὀσταφίδα εἴρηκεν . , . ἀτηρότατον . Ἀριστοφάνης Σφηξίν
6303452 Καπιτων
. ὁ πολίτης Ἀλινδεύς . Ἀλίμαλα , χωρίον Λυκίας . Καπίτων ἐν Ἰσαυρικῶν δευτέρῳ . οἱ ἐνοικοῦντες Ἀλιμαλεῖς . Ἀλίνδοια
δευτέρῳ . Σύμβρα , οὐδετέρως , Φρυγίας φρούριον , ὡς Καπίτων ἐν Ἰσαυρικῶν δευτέρῳ . τὸ ἐθνικὸν Συμβριανός . Σύμη
6303203 Μαλειαων
: ὄρος Λακωνικῆς : καὶ Ὅμηρος [ γ ] : Μαλειάων ὄρος αἰπύ : † ὁ ναυτίλοισι : τοῖς γὰρ
ἀνάπλουν φησίν . . . . . . γ . Μαλειάων ὄρος αἰπύ . * ) ὅτι ὡς Κρητάων καὶ
6301846 Μεγαλη
Σικελῶν . Εὔδοξος † τετάρτῳ Γῆς Περιόδου : Ἔστι δὲ Μεγάλη κώμη . Ἐκ τῶν δύο δὲ ἡ παραγωγὴ Μεγαλοκωμήτης
Ἀλεξανδρείας πρὸς δύσεις ὥρας α ∠ ʹιβʹ : ἡ δὲ Μεγάλη Λέπτις ἔχει τὴν μεγίστην ἡμέραν ὡρῶν ιδ ηʹ ,
6300588 ἐπωνυμως
τῷ θανάτῳ κατήφειαν . Ἀίδης μὲν οὖν ὁ ἀφανὴς τόπος ἐπωνύμως ὠνόμασται , Φερσεφόνη δ ' ἄλλως ἡ τὰ πάντα
γενέθλης : γεννήσεως , γέννας , γενεᾶς . Ἐπικλήδην : ἐπωνύμως , καὶ ἐπονομαστικῶς , ἢ τὴν ἐπωνυμίαν , ὀνομαστικῶς

Back