| οἰκίαν ἀφθόνως κατεσκευασμένην , Εἰπέ μοι , ἔφη , ὦ Θεοδότη , ἔστι σοι ἀγρός ; Οὐκ ἔμοιγ ' , | ||
| τὰ αὐτὰ δῶρα ἢ πρὶν ἐπιθυμῆσαι διδόναι . καὶ ἡ Θεοδότη , Τί οὖν οὐ σύ μοι , ἔφη , |
| ϲτέατι . καὶ τὸ ἀνήθινον δὲ ἔλαιον διαφορητικόν ἐϲτιν καὶ πεπτικὸν ὠμῶν χυμῶν καὶ ἀπέπτων ὄγκων : καὶ πίττα ϲυμπέττει | ||
| τὰ κέρατα ῥυπτικὰ μέν ἐϲτιν , οὔτε δὲ ἀνώδυνον οὔτε πεπτικὸν ἔχει τι , ψυχρὰ καὶ ξηρὰ ταῖϲ κράϲεϲιν ὑπάρχοντα |
| τοῦ μέλιτος ὀσμῆς οὔσης ἡδείας πάσχει προσβαλὸν τὸ τῶν μυιῶν ὀσφραντικόν , τὸ δὲ τυποῖ τὸ φανταστικόν , ἐκ τούτου | ||
| καλεῖν μὲν ἁπτικὸν προσήκει , ὥσπερ ἀκουστικὸν καὶ ὁρατικὸν καὶ ὀσφραντικόν , εἰδέναι δέ , ὅτι τὸ μόριον ἐν ᾧ |
| , μέχρις ἑνωθῇ . Ἐκθλίψαντες ὑγρὸν ψύχοντός τινος , οἷον θρίδακος ἢ στρύχνου ἢ ὀξαλίδος , ἐμβάλλομεν μετ ' ἀνδράχνης | ||
| κροκίζων ἐν τῇ ἀνέσει , ὁ δ ' ἐκ τῆς θρίδακος ἐξίτηλος τῇ ὀσμῇ καὶ τραχύτερος , ὁ δ ' |
| δεῖ ἀπαθῆ εἶναι οἴεσθαι , καὶ τίς ὁ τρόπος τῆς ἀπαθείας . Πρῶτον δὲ ληπτέον ἐπὶ τοῦτο στελλομένοις καὶ περὶ | ||
| τῶν Μνήμης ἤνυσε θυγατέρων . Οὗτος ἡγήσατο καὶ τῆς Διογένους ἀπαθείας καὶ τῆς Κράτητος ἐγκρατείας καὶ τῆς Ζήνωνος καρτερίας , |
| τοῦτο ” ἀφ ' ἱερᾶς ” ἤρξατο μεταβαλὼν πρὸς τὸ ἀτίθασον , μᾶλλον δὲ ἣν συνεσκίαζεν ἀγριότητα τῷ πλάσματι τῆς | ||
| ὁ δ ' αὐτὸς καὶ θηριάλωτος εἰσάγεται : θηρίον δὲ ἀτίθασον ἡ λοχῶσα κενοδοξία συναρπάζουσα καὶ διαφθείρουσα τοὺς χρωμένους . |
| θύννακος , οὐδὲ κρανίον λάβρακος , οὐδὲ γόγγρον , οὐδὲ σηπίας , ἃς οὐδὲ μάκαρας ὑπερορᾶν οἶμαι θεούς . Ἐκπεπίῃ | ||
| . μειράκιον ἐρωμένην ἔχον πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίει : τούτῳ παρέθηκα σηπίας καὶ τευθίδας καὶ τῶν πετραίων ἰχθύων τῶν ποικίλων , |
| λόγον σκέψις αὐτῇ γεγένηται , ὡς ἐπὶ τῆς τεκτονικῆς καὶ χαλκευτικῆς καὶ τῶν τοιούτων . εἰπὼν δὲ περὶ τῆς θεωρητικῆς | ||
| καὶ τῶν φυσικῶν λόγων , τὸ δὲ χειρουργικὸν ἔκ τε χαλκευτικῆς καὶ οἰκοδομικῆς καὶ τεκτονικῆς καὶ ζωγραφικῆς καὶ τῆς ἐν |
| : τὸ παῦσαι λέγουσι μονοσυλλάβως . παυσικάπη : μηχάνημα τροχῷ ἐμφερές , δι ' οὗ τὸν τράχηλον διεῖρον καὶ τῶν | ||
| τρεῖς . ἀλλ ' ἐκεῖνος ῥῆμά τι ἐφθέγξατ ' οὐδὲν ἐμφερές , μὰ τὸν Δία , τῶι “ γνῶθι σαυτόν |
| ἡμέραϲ τὸ αὐτὸ ποίει . καὶ τῆϲ Ναξίαϲ ἀκόνηϲ τὸ ἀπότριμμα διαφυλάττει τῶν παρθένων τοὺϲ μαϲθούϲ . Ϲτυπτηρίαϲ ὑγρᾶϲ μέρη | ||
| καλούμενον γεώδη ῥύπτειν . Τό γε μὴν τῆς Ναξίας ἀκόνης ἀπότριμμα ψυκτικῆς ἐστι δυνάμεως . Καὶ ὁ ὀφίτης δὲ καλούμενος |
| , κενοῖ ἑαυτὸν ἡσυχίᾳ καὶ ἀσιτίᾳ , ἢ αὖ πάλιν πιθήκῳ περιτυχὼν καὶ τούτου φαγὼν κενοῦται τὴν γαστέρα ταῖς ἐκείνου | ||
| μεγαλαυχία , φιλοτιμία , ἀλώπεκι τὸ δολερὸν καὶ ἐπίβουλον , πιθήκῳ τὸ βωμολοχικὸν καὶ εἰρωνικόν , προβάτῳ τὸ εὔηθες , |
| καὶ μεταβάλλον εἰς ἑαυτὸ τὴν τροφήν , τὸ δὲ τεχνικὸν αὐξητικόν τε καὶ τηρητικόν , οἷον ἐν τοῖς φυτοῖς ἐστι | ||
| περιφραστικῶς , ἥτις ἀμαυροῖ τοὺς ἔχοντας . . ἐπίρροθον ] αὐξητικόν . . ὅ τοι κατόπτης ] ὁ ἐπιτηρητὴς τοῦ |
| γλυκύ , τὸ ξανθόν , καὶ ἐν τῷ μήλῳ τὸ εὐῶδες , τὸ ἐρυθρόν , τὸ μαλακόν . καὶ ᾗ | ||
| τῷ προειρημένῳ δυνάμεως : οὐ μὴν γλυκὺ γευομένοις οὐδ ' εὐῶδες : καθ ' ὅσον δὲ γλίσχρον τι καὶ κνησμῶδες |
| ἰᾶται μετ ' ὄξουϲ ἑψηθεῖϲα καὶ χριομένη . τὸ δὲ ὀξυλάπαθον μικτὴν ἔχει τὴν δύναμιν : ἅμα γὰρ τῇ διαφορητικῇ | ||
| τῆς τερμίνθου πάντα , κράμβη , τεῦτλα , λάπαθον , ὀξυλάπαθον , ἀνδράχνη , στρύχνον , ῥάφανος , νάπυ , |
| ' ἐρυθρόχρων ἐσθίειν ἔτι τρίγλην οὐδὲ τρυγόνος οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου . Ναυσικράτης δ ' ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐπαινεῖ τὰς Αἰξωνικὰς | ||
| ἐσθίειν ἔτι τρίγλην , οὐδὲ τρυγόνος , οὐδὲ δεινοῦ φυὴν μελανούρου . Οὐ σῖτον ἄρασθ ' , οὐχ ὕπνου λαχεῖν |
| βαρεῖα καὶ τῇ χρόᾳ πισσώδης ἄχρηστος . Σμύρνα στακτὴ καλὴ εὐώδης λίαν ἐστὶ καὶ ἀμιγὴς ἐλαίου . Στύραξ διαφέρει ὁ | ||
| λοιπὴν θεραπείαν ἄθετος , ἐν δὲ ταῖς ἀναλήψεσιν ὀλίγος λεπτὸς εὐώδης λευκὸς μετὰ τὰ σιτία παραλαμβανέσθω . ὕπνος ὁ μεθ |
| ἢ δεῖ χελώνης κρέα φαγεῖν ἢ μὴ φαγεῖν : τῆς χελώνης ὀλίγα κρέα βρωθέντα στρόφους ποιεῖ , πολλὰ δὲ καθαίρει | ||
| δέρμα συγκαύσας κατάχριε τὸν τόπον . ἄλλο . τῷ αἵματι χελώνης θαλασσίας τὸν τόπον κατάχριε . ἄλλο . λαβὼν μυόχοδον |
| , ἥτις ἰᾶται ⌋ ἀλωπεκίας λευκάς , ἀλφοὺς λευκούς , λέπραν , ψώραν ἄλλα τε πάντα τὰ δοκοῦντα εἶναι ἀθεράπευτα | ||
| λευκασίας τὰς περὶ τὸ σῶμα γιγνομένας καὶ πᾶσαν τὴν κακίστην λέπραν , τὸ στέαρ τῶν δρακόντων μετὰ χυλοῦ τῆς βοτάνης |
| μεμαθήκασι , καὶ ὑγροτέρην μᾶζαν ἀντὶ ἄρτου , καὶ λαχάνων λάπαθον , ἢ μαλάχην , ἢ πτισάνην , ἢ σεῦτλα | ||
| . * . . Ἀλαπάξαι : ἐκπορθῆσαι : παρὰ τὴν λάπαθον τὴν βοτάνην , ἥ ἐστι κενωτικὴ γαστρός . καὶ |
| ποικίλη δὲ ἡ τῶν ἀνθέων συμπλοκή . τὰ θυμιάματα , κασσία καὶ λιβανωτὸς καὶ κρόκος : τὰ ἄνθη , νάρκισσος | ||
| μὲν τὰ προειρημένα , τὸ δὲ πλεῖστον ἐν αὐτῇ γεννᾶται κασσία καὶ ἄρωμα καὶ μοτὼ καὶ δουλικὰ κρείσσονα , ἃ |
| , τὸ ζῷον , ἔνθα ἂν οὐρήσῃ , τὸν τόπον ἄκαρπον ποιεῖ ξηραίνουσα καὶ τὴν προϋπάρχουσαν βοτάνην καὶ ἑτέραν ἀναβλαστῆσαι | ||
| ἔτι τῆς ἐξ ἐμοῦ εὐεργεσίας ἀπολαύοντες ἄχρηστόν με ἀποκαλεῖτε καὶ ἄκαρπον ; „ ὁ μῦθος , ὅτι οὕτω καὶ τῶν |
| Γρʹ ε : ἡ μέϲη δόϲιϲ Γρʹ δ , ἡ ἐλαχίϲτη Γρʹ γ τοῖϲ πάνυ ἀϲθενοῦϲιν . ἐϲτὶν ἡ γραφὴ | ||
| δόϲιϲ Γρʹ γ , ἡ μέϲη Γρʹ β , ἡ ἐλαχίϲτη α . Ἄλλο κενοῦν καὶ μελαγχολικὸν χυμόν . ϲκαμμωνίαϲ |
| : τουτέστιν οὐ δύναταί τις ἰδιοπραγμόνως ζῆσαι μὴ ἔχων τὸ δραστικόν ἀσφαλῶς : ἀντὶ τοῦ διηνεκῶς ὑμεῖς δέ : οἱ | ||
| εὔλυτος ἔσται ἡ κοιλία καὶ τοῦ πνιγμοῦ ἀπαλλαγήσεται . πάνυ δραστικόν ἐστι τὸ βοήθημα καὶ πρὸς τὰς ὑπὸ γλίσχρων καὶ |
| τὰ ἡδονῇ δελεάζοντα ἢ τῷ πόνῳ φοβοῦντα ἢ τῷ τύφῳ διαβεβοημένα , πῶς εὐτελῆ καὶ εὐκαταφρόνητα καὶ ῥυπαρὰ καὶ εὔφθαρτα | ||
| ὑγιεῖς καθίστανται . ἔχει δ ' ἡ νῆσος αὕτη τὰ διαβεβοημένα μέταλλα τῆς στυπτηρίας , ἐξ ἧς λαμβάνουσιν οἱ Λιπαραῖοι |
| τὰς μὴ φυσικάς . Κεφαλαλγῆ δὲ τῶν μὲν πολυτελῶν τὸ ἀμαράκινον καὶ τὸ νάρδινον καὶ μεγαλεῖον , τῶν δ ' | ||
| τ ' ἴρινον , καὶ τὸ νάρδινον , καὶ τὸ ἀμαράκινον ἐκ τοῦ κόστου . ὅτι δὲ διὰ σπουδῆς ἦν |
| . Ὁ δὲ ἐγκέφαλος αὐτοῦ ὀπτὸς σὺν ἄρτῳ καὶ ἅλατι βρωθεὶς ληθαργικοὺς καὶ νεφριτικοὺς θεραπεύει . τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ | ||
| ἐν τῇ ἕδρᾳ πάθη θεραπεύει τὰ καταστίκτοντα τὸν ἄνθρωπον . βρωθεὶς δὲ ὁ ὄρνις ἀντιφάρμακον δηλητηρίων ἐστὶν ἀναγκαῖον . Χαραδριὸς |
| καὶ τὸ τῆς ἀμυγδαλῆς . ἔχει δὲ δάκρυον καὶ ἡ ἰξία ἡ ἐν Κρήτῃ καὶ ἡ τραγάκανθα καλουμένη : ταύτην | ||
| οὐκ ἔοικεν ἀλλ ' ἰσχυρὸν εἶναι καὶ τρόφιμον καὶ ἡ ἰξία καὶ ἡ στελὶς καὶ τὸ ὑφέαρ : τούτοις γὰρ |
| δὲ καὶ δαύκου καὶ κάρου αἱ μὲν ῥίζαι ὀλιγοτροφώτεραι τῶν γογγυλίδων εἰϲί , θερμαὶ δὲ καὶ ἀρωματίζουϲαι ϲαφῶϲ καὶ οὐρητικαί | ||
| . γλεύκους ἐξ οἴνου πέντε μάριες . ῥαφανίδων ἑψανῶν , γογγυλίδων ἐσκευασμένων ἐν ἅλμῃ πέντε μάριες : καππάρεως ἐσκευασμένης ἐν |
| καὶ φθαρτικοὺς αὐτοὺς εἶναι γαστρὸς , ἔχειν δέ τι καὶ κακοστόμαχον , ὀπτοὺς δεῖ παρέχειν , ὥστε τὸ ὀρρῶδες αὐτῶν | ||
| αὐτοῖς ψιλοῖς τοῖς ἁλσίν : τὸ γὰρ ἀνατρεπτικὸν αὐτῆς καὶ κακοστόμαχον ἐπανορθοῦσιν οἱ ἅλες . δίδοται καὶ μετὰ μέλιτος ἑφθοῦ |
| ὡς τὸ σημεῖον , ἢ τὸ μικρότατον , ὡς ὁ κόκκος τῆς ψάμμου , ἢ τὸ μὴ σωζόμενον ἐν τῇ | ||
| βραχεῖάν τινα πάμπαν , δι ' ὃ καὶ ὁ μὲν κόκκος οὐδὲν μείζων τῆς ῥόας γίνεται , τὸ δὲ σίδιον |
| ἐπιχέειν φησί . Τούτῳ τῷ μηνὶ φυτεύσομεν πᾶν δένδρον καὶ κάστανον ἀπὸ πασσάλου , μάλιστα ἐν τοῖς ψυχροτέροις καὶ ὑγροτέροις | ||
| γῆς : ἢ Καστανὶς πόλις Ποντική , ὅπου πλεονάζει τὸ κάστανον . Καστανέα ὄρος Θεσσαλίας , ἐξ οὗ τὰ κάστανα |
| ἐπενθείτην μὲν οὖν καὶ τἄλλα ἐλοιδορείσθην βίαιον , πλεονέκτην , ἀκόρεστον , οὐδαμοῦ στῆναι δυνάμενον , τὰ τοιαῦτα ἀναισχυντοῦντες . | ||
| Ἀρσάκην ἱππιάνακτας , κἠγδαδάταν καὶ Λυθίμναν Τόλμον τ ' αἰχμᾶς ἀκόρεστον . ἔταφον ἔταφον , οὐκ ἀμφὶ σκηναῖς τροχηλάτοις , |
| ἢ τὰ πτερὰ αὐτοῦ , οὐδέποτε ἀστοχήσει τῆς ἁλείας . ἐσθιόμενον δὲ τὸ στρουθίον ὀπτὸν σὺν τοῖς πτεροῖς ἀποπληξίαν καὶ | ||
| πάντα . Ὠφελεῖ δὲ αὐτοὺς καὶ ὁ ἀσκαλαβώτης τὸ ζῷον ἐσθιόμενον , πέρδικός τε ᾠὰ εἰς συνουσίαν ἐγείρει : ἀλέκτορος |
| τὰ ἐμψύχοντα δέ ἐϲτιν ἁρμόδια οἷον ἕλικεϲ ἀμπέλων λειωθεῖϲαι ϲέριϲ πολύγονον ἀρνόγλωϲϲον ξύϲματα κολοκύνθηϲ θρῖδαξ ὀξυλάπαθον : παραπλεκέϲθωϲαν δὲ ἑκάϲτῳ | ||
| καὶ μέταλλα παντοδαπὰ καὶ θηρίων ἄγρας ἀφθόνους καὶ θαλάττης φύσιν πολύγονον ἄλλα τε μυρία , τὰ μὲν εὔχρηστα , τὰ |
| λαμβάνειν , ὁ δὲ τεττάρων μνῶν πάνυ σμικρολόγος ὢν Γλαυκίαν ἐπέραστον ἐργάζεται . ” “ Γελοῖα ποιεῖς , ” ἔφη | ||
| : ἀντὶ τοῦ : τῷ Πανὶ τὴν σύριγγα τῶν ἀγροίκων ἐπέραστον κτῆμα Θεόκριτος ἀνέθηκεν ὁ Σιμίχου παῖς . τυφλοφόρους δὲ |
| ὁ φλοιὸς καυθέντα ἄμφω καὶ ἡ ὑγρὰ πίττα καὶ ἡ κεδρία ἄρκτου τε στέαρ . τούτοις κέχρησο , τοῖς μὲν | ||
| τοίνυν προσάγειν ξηραίνοντα φάρμακα καὶ κενοῦν καὶ ἕλκειν πεφυκότα . κεδρία φθεῖρας καὶ κονίδας ἀναιρεῖ , καὶ κισσοῦ τὸ δάκρυον |
| νοῦς : κάταρχε δὲ αὐτὴ ὦ Μοῦσά μοι καὶ πάρεχε δόκιμον ὕμνον καὶ κάλλιστον , ὦ τοῦ πολυνεφέλου οὐρανοῦ βασιλέως | ||
| Δυσὶ μὴ λέγε , ἀλλὰ δυοῖν . Δυεῖν ἐστι μὲν δόκιμον , τῷ δ ' ἀλλοκότως αὐτῷ χρῆσθαί τινας ἐπιταράττεται |
| εἰς ὑπόμνησιν ἀπουρήσεως . μετὰ δέ τινας ἡμέρας καὶ διὰ γαλακτώδους ὕδατος μετὰ τὸ θερμὸν ἐθίζειν αὐτὸ λοῦσθαι , χάριν | ||
| δ ' αὐτοὶ τῆς προσφορᾶς καιροὶ τοῦ τε χλιαροῦ καὶ γαλακτώδους καὶ παγολύτου . ὁ δὲ τρόπος τῆς θερμοδοσίας διάφορος |
| , τοιοῦτος οἷος ὁ γλυκύτατος ἥλιος . Λαλῶ Πτολεμαίῳ , γογγυλίδος ὀπτῶν τόμους . Ἑρμῆ θεῶν προπομπὲ καὶ Φιλιππίδου κληροῦχε | ||
| . Ἡ ῥίζα τοῦ ἄρου παραπλησίως μὲν ἐσθίεται τῇ τῆς γογγυλίδος : ἐν χώραις δέ τισι δριμυτέρα γίνεται ὡς ἐγγὺς |
| καθάπερ ἐκεῖ αἱ συμφωνίαι , οἷον τὸ ἁλουργόν , τὸ φοινικοῦν , τὸ χρυσοειδὲς καὶ ὀλίγα ἄττα τοιαῦτα , δι | ||
| ὅμοια φακῷ , μικρῷ μακρότερα : καυλὸν σπιθαμιαῖον : ἄνθος φοινικοῦν : ῥίζαν μικράν . φύεται ἐν καθύγροις καὶ ἀγρίοις |
| ὑπάγον γαστέρα . Τὸ γιγγίδιον παραπλήσιόν ἐστι τῷ σκάνδικι , εὐστόμαχον πάνυ , ἄν τε ὠμὸν ἄν τε ἑφθὸν ἐσθίηται | ||
| ἡλιάζεται ἐν κεραμίοις ὁ οἶνος , στυπτικὴν ἔχων δύναμιν καὶ εὐστόμαχον . δοκεῖ δὲ καὶ λοιμικαῖς καταστάσεσι βοηθεῖν . χρῄζει |
| γίνεται καὶ ἐν τῇ Κυρηναίᾳ , τὴν μὲν μορφὴν ὅμοιον κυπαρίττῳ καὶ τοῖς κλάδοις καὶ τοῖς φύλλοις καὶ τῷ στελέχει | ||
| μὲν γὰρ τὴν πίτυν παρεχόμενα λεπτόγεων τιθεῖ , τὰ δὲ κυπαρίττῳ κομῶντα τῆς ἀργιλώδους λέγει , ἐλάται δὲ ἐκεῖναι τί |
| , σῦκα ξηρά . Ἀμόργη , ἄνηθον , ἀρτεμισίαι , βάλσαμον , ἐλαφόβοσκον , κάλαμος ἀρωματικός , κρόκος , λιβανωτός | ||
| θερμοτάταις ἡμέραις ἐντέμνειν : ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ ἐν Συρίᾳ βάλσαμον . Ἀκριβεστέρα δὲ καὶ ἐλάττων ἡ καὶ τούτων ἐντομή |
| Ἡράκλεια καὶ θεῖα ἐκεῖνα δόγματα , ὡς ἰσχυρόν τι καὶ πάγκαλον χρῆμα ἡ ἀρετή , καὶ , οὔτε ποτὲ ἐνδέουσα | ||
| γε τούτων οὕτως αὐτὸν ἠμείψατο ἡ τύχη . παιδίον γὰρ πάγκαλον ἐκ τῆς αἰσχίστης αὐτῷ ταύτης ἐγένετο , καὶ πρῴην |
| καὶ τὴν ἅρπην ἐκείνην φέρων , σείων ἅμα τὴν κόμην ἄνετον ὥσπερ οἱ τῇ μητρὶ ἀγείροντές τε καὶ ἐνθεαζόμενοι , | ||
| ἄσπετος ἅλμης . ἄλλοι δ ' ἀκούουσιν ἱερὸν ἰχθὺν τὸν ἄνετον , ὡς καὶ ἱερὸν βοῦν τὸν ἄνετον : οἱ |
| φυτὸν ἀτάλυμνον προσαγορεύεται ] : ἀτὰρ δὴ καὶ τὸ τῆς πτελέας ἐπιβάλλων ὑ - γρόν , ὃ δὴ καταρρέον ἐκ | ||
| τῆς ῥίζης μετρίως , πράσιον καταπλασσόμενον , πρόπολις μετρίως , πτελέας τὰ φύλλα , ὁ δὲ φλοιὸς καὶ ἡ ῥίζα |
| αυ ἔφη , Δωρικὸν ὂν ἀντὶ τοῦ ἑλληνιζομένου . ] ἔκλυτος 〚 ὁ στίχος 〛 . ὡς σαφῶς ] λέγει | ||
| ἐστι σφοδρότατος , ἢ οὐκ ἀφίξεται πρὸς τὸ τεῖχος ἢ ἔκλυτος ὢν ἀντιτυπτήσει , αἵ τε στοαὶ οὐ πλησιάσουσι τῇ |
| ἀποδημίαν , ὥς φησι Δήμων ἐν πρώτῃ παροιμιῶν . Μυσὴ κανθαρίς : ἐπὶ τῶν μηδενὸς ἀξίων . Μύλος πάντ ' | ||
| δὲ σπόγγον σὺν ὄξει ἐπιτίθει . Ζῷα μέν ἐστι φθαρτικὰ κανθαρίς , βούπρηστις , σαλαμάνδρα , πιτυοκάμπη , φρύνος , |
| περιφεροῦς , γεννωμένου ἐν δρυῒ τῇ ἐχούσῃ τὰ φύλλα ὅμοια πύξῳ . κόπτεται δ ' ὁ καρπός , εἶτα πλύνεται | ||
| , καὶ πρός γε τὴν κατόρυξιν ἔτι μᾶλλον ἀσαπής . πύξῳ δὲ χρῶνται μὲν πρὸς ἔνια , οὐ μὴν ἀλλ |
| ὄρχειϲ προϲϲτέλλειν . τῆϲ ἐλαιακόνηϲ δὲ τὸ ἀπότριμμα ῥυπτικὸν ὑπάρχον ἀλωπεκίαιϲ ἁρμόττει . τὸν ἱερακίτην δὲ καὶ Ἰνδικὸν λίθον φαϲὶ | ||
| ϲκορπιϲτικὸν γίνεται . τὸ δὲ τῆϲ ἔχεωϲ λεῖον ἐπιτιθέμενον ταῖϲ ἀλωπεκίαιϲ θαυμαϲτῶϲ ἐπιφύει τὰϲ τρίχαϲ . Δέρματα καϲϲυμάτων παλαιῶν κεκαυμένα |
| , μέλιτι δευόμενα : ἐπὶ δὲ τούτοις μελίκρατόν τε καὶ ῥοιᾶς γλυκείας ὁ χυλός . Τὰ δὲ κατὰ μηροὺς ἐκτρίμματα | ||
| θαυμαστῶς . Κυπαρίσσου σφαιρίων τῶν μικρῶν καὶ ἁπαλῶν , σιδίων ῥοιᾶς ἀνὰ # γ , μέλανος οἴνου ὅσον ἐξαρκεῖ . |
| βάδισμα , ἐπικεκλασμένον τὸν αὐχένα , γυναικεῖον τὸ βλέμμα , μελιχρὸν τὸ φώνημα , μύρων ἀποπνέοντα , τῷ δακτύλῳ ἄκρῳ | ||
| , σέλινα καὶ ἄνηθα καὶ ὤκιμα : καὶ τὸν οἶνον μελιχρὸν , παλαιὸν , λευκὸν , ὑδαρέα . Ὅταν δὲ |
| καὶ ἠρύγγιον . γυρῖνος ὁ μικρὸς βάτραχος . γλαῦξ ἡ πόα γάλακτός ἐστιν γεννητική . γαλῆ ἤτοι ἡ νυμφίστα λεγομένη | ||
| σκολύμῳ , ἀκανθώδης , βραχυτέρα τῆς ἐν παραδείσοις . Ἄκινος πόα ἐστὶ λεπτόκαρπος , στεφανωτική , παραπλήσιος ὠκίμῳ , δασυτέρα |
| , ὑπὸ τῶν ἀναβλαστανόντων φυτῶν ἐλεγχομένην : ὧν καὶ τὸ μελίλωτόν ἐστιν , οὗ φησι μῦθος ἀπορρυέντος καὶ ἀπολειφθέντος αἴσθησιν | ||
| , ὑπὸ τῶν ἀναβλαστανόντων φυτῶν ἐλεγχομένην : ὧν καὶ τὸ μελίλωτόν ἐστιν , οὗ φησι μῦθος ἀπορρυέντος καὶ ἀπολειφθέντος αἴσθησιν |
| καὶ τύχης δεῖται ” . Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ : συντεύξομαι περιέργῳ , ἀχαρίστῳ , ὑβριστῇ , δολερῷ , βασκάνῳ , | ||
| πρώτας ἀρετὰς ἔχει καὶ κοινοτάτας , ἀλλ ' ἐκνενίκηται τῷ περιέργῳ καὶ περιττῷ μήτε ἡδέα εἶναι μήτε ὠφέλιμα : ὧν |
| Ὅτι τούτους εἰκός ἐστιν εἰς τοιοῦτον πάλιν ἀφικνεῖσθαι πολιτικὸν καὶ ἥμερον γένος , ἤ που μελιττῶν ἢ σφηκῶν ἢ μυρμήκων | ||
| ἐστί , ἰδίᾳ δὲ τὸ καὶ ἕν τι τὸ ζῷον ἥμερον , ὡς ἐξακούεσθαι καὶ ἐπὶ τούτου τὸν εἰ σύνδεσμον |
| ὁ φλοιὸϲ καὶ τὰ φύλλα τοῦ δένδρου καὶ τὸ ϲπέρμα μῆον μαϲτίχη μέλι ναρδόϲταχυϲ νάρδοϲ Κελτικὴ οἶνοϲ ὄροβοϲ ὀποπάναξ πίϲϲα | ||
| τῶν ϲπόγγων λίθοι καὶ τὸ ϲκιλλητικὸν ὄξοϲ καὶ φοῦ καὶ μῆον καὶ ἄϲαρον καὶ καρπηϲία καὶ ϲαρξιφαγέϲ , τὸ δὲ |
| ῥύσιν , ἐγκατέχει δὲ τῇ εὐρυχωρίᾳ τὸ ἀποκριθέν . ὁπότε τρυφερὸν καὶ καθαρὸν σπογγάριον ἐπίμηκες [ προστίθεται ] ὡσαύτως διάβροχον | ||
| ἐμβρέχων εἰς ὕδωρ ἡμέρας ηʹ . εἶτα βρέχε ἔριον τεθυωμένον τρυφερὸν τῷ ἀποβρέγματι καὶ μὴ ἐκπιέζων ἔα ξηρανθῆναι καὶ πεσσὸν |
| , ἀπελαύνει τὰ ἑρπετά . τοὺς ἐχιοδήκτους προπότιζε χυλῷ φύλλων μελίας , ἐν οἴνῳ μὲν ἀπυρέκτους , πυρέττοντας δὲ εὐκράτῳ | ||
| ἰοβόλων ζώων . ] Πρὸς δῆγμα τῶν ἰοβόλων θηρίων τὰ μελίας φύλλα κόψας χυλοῦ δίδου κοχλιάρια γʹ . ἀπυρέττουσι μετὰ |
| ῥινὶ τρίχες μύσταξ καὶ ὑπορρίνιον , καὶ προπωγώνιον ἡ πρώτη βλάστη : αἱ δὲ πρὸς τῷ κάτω χείλει πάππος , | ||
| : γράφεται καλχαίνεται βλάστη δ ' ὡς ἔχιος : ἡ βλάστη δὲ τὸ στέλεχος : ἔχις δὲ εἶδος βοτάνης . |
| τέγγειν ἐλαίῳ ῥοδίνῳ , ἐς δὲ τὼ ὦτε μύρσινον ἢ μήλινον . Ἢ λευκοὺς ἐρεβίνθους καὶ ἀσταφίδας ἑψήσας δίδου πίνειν | ||
| ὁ μὲν συρτὸς μέλας , τὸ δὲ περίβλημα γλαύκινον ἢ μήλινον . ἡ δὲ σατυρικὴ ἐσθὴς νεβρίς , αἰγῆ , |
| ὑδρηλήν : χλωράν , ὑγράν χλωράν * καλάμινθον : ὄνομα βοτάνης * ὀπάζεο : λάμβανε ἐπιλέγεο δίδοθι χαιτήεσσαν : εἰ | ||
| , ἤτοι ἄλφιτα νεοθηλέα ] νεωστὶ βλαστήσαντα φυλλάδα ] εἶδος βοτάνης φυλλάδα ] βοτάνην τινά ἰσχνήν ] ξηράν , λεπτήν |
| ; ἐπικάρσια δῆτα προσπεσοῦμαι . ἔχων μὲν ἐν τῇ χειρὶ μῶλυ κενὰ τῆς γνάθου . . . πολλὰ χωρία . | ||
| κύμινον , σπέρμα καππάρεως , τῆλις , σταφὶς ἐκγιγαρτισμένη , μῶλυ , κεδρίδες , ἀμύγδαλον , σήσαμον πεπλυμένον , δαφνίδων |
| καὶ ταῖς τροφαῖς τοῦ ἄγνου τὸ σπέρμα καὶ τὸ τῆς καννάβεως , καὶ μᾶλλον πεφρυγμένα , καὶ τοῦ πηγάνου τὸ | ||
| τῆς ἡμέρου , ἰτέας τοῦ φλοιοῦ ἡ τέφρα ἰσχυρῶς , καννάβεως ὁ καρπός , κάρδαμον , καυκαλὶς ὡς δαῦκος , |
| γʹ γρ . ἐξ αὐτῆς τῆς ῥίζης . καὶ τῆς πενταφύλλου τὸ ζέμα μᾶλλον ποιεῖ καὶ τοῦ ἐρυσίμου καὶ ἑρπύλλου | ||
| μεθ ' ὕδατος καταπλασσόμενα , ἀλόη σὺν γλυκεῖ καταχριομένη , πενταφύλλου ῥίζα καταπλασθεῖσα , κυδώνια ἑφθὰ σὺν ἄρτῳ ἢ ἀλφίτῳ |
| . : τοὺς μὲν γὰρ Ἀθηναίους θαλασσοκρατοῦντας οὐ μόνον ἑαυτοῖς καταδουλοῦν τοὺς Ἕλληνας , ἀλλὰ καὶ βασιλεῖ τοὺς ἐν τῇ | ||
| νῦν γέ σου ἀκούσας ταῦτα λέγοντος . Ἐπεὶ καὶ τὸ καταδουλοῦν σὺ μὲν ἴσως ταὐτὸν τῷ καταδουλοῦσθαι νενόμικας , ἐγὼ |
| λ , ᾠοῦ ἐν ϲτεατίῳ ὠπτημένου τὴν λέκιθον : ἡ τραγάκανθα ὕδατι βρέχεται , τὸ δὲ ὅλον γλυκεῖ ἀναλαμβάνεται . | ||
| ἐγχυματιζόμενος , λινόσπερμον ἑφθὸν ἐν μελικράτῳ , τῆλις ὁμοίως , τραγάκανθα σὺν ὕδατι . Τὰς δὲ τῆς μήτρας προπτώσεις στέλλει |
| λέπος ξηρὸν καυθὲν μετὰ τοῦ λεπτομερὲς εἶναι : κέγχρος , κενταύρειον τὸ μικρὸν ἰσχυρῶς , ὁμοίως δὲ καὶ ὁ χυλὸς | ||
| χειρωνείαν ῥίζαν , ἥτις πρὸς πᾶν ἁρμόζει καὶ πανάκειον καὶ κενταύρειον καλεῖται . εὑρηθῆναι δέ φησιν αὐτὸ ὁ Νίκανδρος ὑπὸ |
| καὶ λαβεῖν ἐκφοράν ] ᾷ . άν μὰ ] οὔ νιτάριον ] νεόττιον , κοράσιον . νεόττιον καὶ κοράσιον ζηλότυπος | ||
| ὡραῖοι : παρῄκαζεν οὖν αὐτὴν τούτοις ὑποκοριζόμενος : ἄλλοι δὲ νιτάριον καὶ βάτιον φασὶν εἴδη ἀνθέων , ἵνα λέγοι , |
| ἀμόρφως ἠμφιεσμένον τὴν καυνάκην καὶ ἀναρμόστως , ὡς καὶ τὸ σκόροδον τῷ δοθιῆνι ἀνάρμοστον εἰς θεραπείαν . Γ εἶδος φύματος | ||
| ; Τὸ τρύβλιον τὸ περυσινὸν τέθνηκέ μοι ; Ποῦ τὸ σκόροδον τὸ χθιζινόν ; Τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν ; Τέως |
| ἐπιτελοῦνται . . . παρέρχεται δ ' ἐπὶ τὸν θάλαμον προφαγὼν μῆλον ἢ καμήλου μυελόν , ἄλλο δ ' οὐδὲν | ||
| , καὶ τοὺς θαλάσσιον λαγὼ φαγόντας . ἐὰν δέ τις προφαγὼν σκόρδα πίῃ θερμὸν τὸ αἷμα σὺν οἴνῳ , παντοῖον |
| πρὸς τὸν τῶν καλῶν ζῆλον , ἅμα δὲ τὴν ἱστορίαν ἔγκαρπον καὶ πᾶσι χρησίμην ἐφ ' ὅσον ἡμῖν δυνατὸν κατασκευάζομεν | ||
| καὶ λυμαίνεται καὶ σπαράττει . Καλὸν σῶμα ὁρᾷς ἀνθοῦν καὶ ἔγκαρπον : μὴ χράνῃς , μὴ μιάνῃς , μὴ προσάψῃ |
| πάνακος σπέρμα , σκόροδον , ἕρπυλλον , κύτισος , Αἰγυπτία στυπτηρία , Μηλεία , δρακόντιον , λεπὶς σιδήρου , ἡλιοτρόπιον | ||
| ἄλλῳ σώματι . ἄριστον δ ' ἐπὶ τούτοις φάρμακόν ἐστι στυπτηρία σχιστὴ καὶ χαλκοῦ ἄνθος ὀπτὸν καὶ ταυροκόλλα ἴσα μετὰ |
| οὐ γίνεται , οὐ γὰρ γίνεται ἐξ ἑτέρου ὅθεν τὸ φύλλον τὸ πρῶτον τροφὴν ἕξει , ἀλλ ' αὐτὸς ὁ | ||
| δὲ βάλανος ἔχει μὲν τὴν προσηγορίαν ἀπὸ τοῦ καρποῦ : φύλλον δ ' αὐτῇ παραπλήσιον τῷ τῆς μυρρίνης πλὴν προμηκέστερον |
| καὶ βατραχίδος τῆς βοτάνης ἐξ ἴσου , τὰ δ ' ἐγχεόμενα τῇ ῥινὶ ἔστωσαν διὰ κυκλαμίνου χυλοῦ καὶ μέλιτος συμμεμιγμένων | ||
| μετ ' ἐλαίου ἡψημένα ὄξοϲ μέλι νίτρον ὕδωρ θερμὸν ἅμα ἐγχεόμενα . εὐθετεῖ δὲ τὰ προειρημένα , τινὰ μὲν πρὸϲ |
| ἔχει τὸ σῶμα στικτὸν κατάστικτον , κροκοειδές , εὐπρόσωπον , εὔχρουν , εὐειδὲς πολυειδές , ὑγρόν , εὐέλικτον , πολύμορφον | ||
| ἤρκεσε πρὸς λύσιν τοῦ νοσήματος , ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ εὔχρουν γενέσθαι τὸ οὖρον μόνον . πολλάκις δὲ τὸ λευκὸν |
| τὸ ς εἰς τὸ ρ μεταπίπτει , ὡς ἡ μυρσίνη μυρρίνη , θαρσεῖν θαρρεῖν . Ἔτι καὶ τὸ οὕτω εἰ | ||
| ἀὴρ εὐψυχέϲτεροϲ , καὶ ὕπνοϲ καὶ ῥιπὶϲ παραλαμβανέϲθω , καὶ μυρρίνη μέλαινα λεία ἐμπαϲϲέϲθω τῷ ϲώματι καὶ κηκὶϲ ὁμοίωϲ , |
| τις τρίψας ἐμβάλῃ καὶ θῇ ὑπαίθριον : ἔχει δὲ ἡ ἀλθαία φύλλον μὲν ὅμοιον τῇ μαλάχῃ πλὴν μεῖζον καὶ δασύτερον | ||
| ἀπὸ τοῦ χλωροῦ ἀνήθου καὶ ἧττον διαφορητικόν . ἔβισκος ἢ ἀλθαία φυμάτων ἀπέπτων ἐστὶ πεπτική , καὶ ἡ ῥίζα δ |
| εὐώδεις . Κίσθος θάμνος ἐστὶν ἐν πετρώδεσι τόποις φυόμενος , πολύκλαδος , φυλλώδης , οὐχ ὑψηλός , φύλλα ἔχων περιφερῆ | ||
| γογγύλη φύεται ἐν ἀρούραις , θάμνος πηχυαῖος τὸ ὕψος , πολύκλαδος , ἐξ ἄκρου λεῖος , φύλλα ἔχων λεῖα , |
| ἀλφοὺς ἰᾶται , καὶ ἐλλέβορος ἑκάτερος θέρμων τε πικρῶν ἀφέψημα καταντλούμενον καὶ τὸ ἄλευρον αὐτῶν καταπλασσόμενον δι ' ὄξους ἢ | ||
| μέτρῳ προσαγόμενος . ὠφελεῖ δ ' αὐτὰς θέρμων πικρῶν ἀφέψημα καταντλούμενον . Τὸ μὲν γαγγραινούμενον αὐτὸ μέν ἐστι πελιδνόν , |
| ' ὃ μετέβησαν : τὸ δ ' ἐν νεότητι παραμεῖναν ἄνθος εἰς γῆρας αὐτοὺς μαραίνειν πρόωρον . ἅμα γὰρ ἐν | ||
| κατὰ δὲ τὴν ἀρετὴν εὐστοχώτερος : ἀρχὴ δὲ αὐτοῦ ψυχῆς ἄνθος ἐν σώματι διαφαινόμενον : οἷον εἰ ξυνείης καὶ ποταμοῦ |
| τις τὸ ἑαυτοῦ σῶμα , οὐδὲν αὐτῷ προσελεύσεται θηρίον . Στρύχνον βοτάνην ὕαινα οὐχ ὑπερβαίνει οὐδὲ λύκου δέρμα πρόβατον . | ||
| , ᾧ καὶ οἱ στεφανηπλόκοι χρῶνται καταπλέκοντες τοῖς στεφάνοις . Στρύχνον ὑπνωτικόν θάμνος ἐστὶ καυλοὺς ἔχων πυκνούς , πολλούς , |
| Σκορπίων πληγαῖς ἁρμόττει τὸ ἐκ τῶν ὠκίμων ποιούμενον ἐπίπλασμα , συγκόπτεται δέ , καὶ ἄλλο τούτῳ μίγνυται οὐδέν , εἰ | ||
| χάριν ὡς μὴ ἔχουσα εὐθεῖαν , ἵνα μιμήσηται , οὐ συγκόπτεται . εἰ δέ τις εἴποι , ὅτι τούτῳ τῷ |
| πρὸς ἔκκρισιν τὰς δυνάμεις σκόροδον , χαμαιδάφνης ἀσπάραγοι , βρυωνίας ἀσπάραγος , σκίλλης τὸ τρίτον ἀφέψημα , προαποχυθέντος τοῦ πρώτου | ||
| δέ ἐστιν ἐπὶ τούτων καὶ ἡ καυκαλὶς καὶ ὁ ἕλειος ἀσπάραγος καὶ τὰ σκόρδα πλείονα πάντων . ἴσασι δὲ τοῦτο |
| ἐγκάθισμα καὶ ὑπατμισμόν , ἢ κηκῖδος ἀφέψημα ἢ σιδίων ἢ σχίνου εἰς ἐγκάθισμα . Πρὸς δὲ τὰς συλλήψεις συνεργεῖ σταφυλίνου | ||
| τινὰ τῶν ἐμψυχόντων ἢ ῥόδα ἢ ἀείζωα ἢ βάτον ἢ σχίνου κλῶνας ἢ ἕλικας ἀμπέλων ἤ τι τοιοῦτον , ὅπερ |
| . ἱστορήσαμεν δὲ τοῦτο ἐκ θείας δυνάμεως . Τῆς οὖν μορέας οἱ κλάδοι οἱ μὲν ἄνω βλέπουσιν , οἱ δὲ | ||
| τῆς κηρωτῆς πάχος καὶ κατάχριε . ἄλλο . ῥίζαν τῆς μορέας φλοισθεῖσαν σύγκαιε καὶ ἕψε , ὡς εἴρηται . ἄλλο |
| καὶ στοιχάδα ἕκαστον ἀνὰ ⋖ ιδ , γεντιανὴν δὲ καὶ ἀγαρικὸν ἑκάτερον ιβ , καὶ βδέλλιον καὶ ναρδόσταχυν καὶ κρόκον | ||
| . Ὅϲα θερμαίνει κατὰ τὴν πρώτην τάξιν . Ἀλόη ἄνθεμιϲ ἀγαρικὸν ἀψίνθιον λάδανον λινόϲπερμον μαλαβάθρου φύλλον ναρδόϲταχυϲ νάρδοϲ Κελτικὴ οἶνοϲ |
| , ἐρέβινθοι , αἰγεία κόπρος . τὰς δὲ λέπρας ἀφιστᾶσιν ἀνεμῶναι προστιθέμεναι , ἐλλέβορος , ἀμπέλου λευκῆς ῥίζαι . Μιχθέντων | ||
| ἔλαιον παλαιόν , ἀβρότονον κεκαυμένον . Τὰ δριμέα πάντα , ἀνεμῶναι πᾶσαι , σκόροδον , κρόμμυον , ταύρου χολή , |
| καὶ ὁ τοῦ βαλσάμου παράδεισος : ἔστι δὲ τὸ φυτὸν θαμνῶδες , κυτίσῳ ἐοικὸς καὶ τερμίνθῳ , ἀρωματίζον : οὗ | ||
| μὲν τῆς Ἴδης περὶ τὰς Φαλάκρας καλουμένας : ἔστι δὲ θαμνῶδες ῥαβδίοις μικροῖς : τείνονται δὲ οἱ κλῶνες ὡς πυγωνιαῖοι |
| Βατίς τε καὶ σμύραινα πρόσεστι . Νάρκη γὰρ ἑφθὴ βρῶμα χάριεν γίγνεται . Σὲ μέν , ὦ μοχθηρέ , παλινδορίαν | ||
| δεδοξασμένων ἀντιπαραβάλλοντα ἐκείνων τὰ ἔργα πρὸς τὰ τῶν ἐγκωμιαζομένων . χάριεν δέ ἐστιν ἐνίοτε ἀπὸ τῶν ὀνομάτων καὶ τῆς ὁμωνυμίας |
| ἀρούραις ἐμπελάσει τῇ ἀμπέλῳ , ἢ μαραίνεται παραχρῆμα , ἢ μαραίνει τὸ κλῆμα . διὰ δὲ τὴν οὖσαν μεταξὺ αὐτῶν | ||
| ἐς ταὐτὸν ἔλθῃς ἐπιλήσεται τέλεον αὐτοῦ . παλαιὸν γὰρ ἔρωτα μαραίνει νέος ἔρως : γυνὴ δὲ μάλιστα τὸ παρὸν φιλεῖ |
| , σκωλάκων τε καὶ ἰπῶν καὶ τῶν ἄλλων ἀερίων , ἐρυσίβης καὶ ἀκρίδος καὶ βρούχου ἀλλὰ καὶ αὐτῶν τῶν πρηστήρων | ||
| πνευμάτων καὶ τοῦ ἀέρος οὐκ ἄλογος . Τὸ δὲ τῆς ἐρυσίβης κοινὸν οὐχ ἧττον ἀλλὰ μᾶλλον ἅπτεται τῶν σιτωδῶν , |
| καὶ προσοχῆς ἀκριβεστέρας . Εἶδός τι φύματος καὶ ἡ καλουμένη τέρμινθός ἐστιν , ἀλλὰ τοῖς νῦν ἰατροῖς οὐ πάνυ σύνηθες | ||
| πᾶσα , καὶ μᾶλλον ἡ Αἰγυπτία . Εἶδος φύματος ἡ τέρμινθός ἐστιν : ἐπίκειται δὲ τῷ ἕλκει ἀνωτάτω φλύκταινα μέλαινα |
| Λακεδαίμονιφασὶ δὲ τοὺς ἄνδρας μηδὲν ἄσχημον πράττειν ἐπιμελεῖσθαι καὶ τρόπων κοσμιότητι καλλωπίζεσθαι μᾶλλον ἢ τῇ περὶ τοὺς ἀγῶνας ἀνδρίᾳ , | ||
| νομίζουσιν οὐ τὸν κάλλει διαφέροντα , ἀλλὰ τὸν ἀνδρείαι καὶ κοσμιότητι . καὶ δωρησάμενος ἀπάγει τὸν παῖδα τῆς χώρας εἰς |
| ἐρεθισμῷ πρὸς ἔκκρισιν τὰς δυνάμεις σκόροδον , χαμαιδάφνης ἀσπάραγοι , βρυωνίας ἀσπάραγος , σκίλλης τὸ τρίτον ἀφέψημα , προαποχυθέντος τοῦ | ||
| ἱππομαράθρου ἡ ῥίζα καὶ τὸ σπέρμα πινόμενον ἐν ὕδατι καὶ βρυωνίας ῥίζης ⋖ α μεθ ' ὕδατος καθ ' ἡμέραν |
| καὶ ἑψημάτων θεραπείαν , ἐν οἷς δή τι δοκεῖ τὸ γυναικεῖον γένος εἶναι , οὗ καὶ καταγελαστότατόν ἐστι πάντων ἡττώμενον | ||
| . Τό γε ἀνδρεῖον , ὦ βέλτιστε : τὸ μέντοι γυναικεῖον ἴσως πλεονάζει . ἀνὴρ δὲ καλὸς σπάνιον μὲν εἰ |
| σπέρμα ὅλοις τοῖς κλωνίοις περιπέφυκε : φύλλα δ ' ἔχει κιχορίῳ ἐμφερῆ καὶ τὸ σύμπαν εὐώδη καὶ ἱματίοις συντίθεται . | ||
| τὰ μὲν φύλλα καὶ τὸν καυλὸν καὶ τὰ ἄνθη ἔχει κιχορίῳ ὅμοια , ὅθεν καὶ εἶδός τινες αὐτὸ σέριδος ἀγρίας |
| ἄλλοι δέ φασι ζῷον εἶναι ὅμοιον κανθαρίδι . ἄλλως : βούπρηστις δὲ ζῷόν ἐστι παραπλήσιον φαλαγγίῳ , ὃ διατίθησι τοὺς | ||
| : ζῶα μὲν οὖν ἐστι φθαρτικὰ τάδε : κανθαρὶς , βούπρηστις , σαλαμάνδρα , πιτυοκάμπη , λαγωὸς θαλάσσιος , φρῦνος |
| ἄλλων , ὥσπερ εἴρηται , τῶν πλείστων , ὥσπερ καὶ ῥάμνου καὶ παλιούρου καὶ οἴσου [ καὶ οἴτου ] καὶ | ||
| τινὲϲ δὲ τὸ ἀμμωνιακὸν μόνον λεάναντεϲ μετὰ τοῦ χυλοῦ τῆϲ ῥάμνου ἐγχρίουϲιν . αὐτὸϲ δὲ ὁ χυλὸϲ κατ ' ἰδίαν |
| θεούς , πρᾶγμ ' ἐδεξάμην . μεταξὺ τῶν γάμων ποουμένων συμβέβηκ ' οἰωνὸς ἡμῖν ἄτοπος : ἐκβεβλημένη εἰσελήλυθεν πρὸς ἡμᾶς | ||
| . τὰς ὀφρῦς πυρρὰς ἔχει τις , ζωγραφοῦσιν ἀσβόλῳ . συμβέβηκ ' εἶναι μέλαιναν , κατέπλασε ψιμυθίῳ . λευκόχρως λίαν |
| . ” τοῦ δὲ ἀγῶνος τὸ ἆθλον εἴσῃ ἀναγνοὺς τὸ μῆλον . Φέρ ' ἴδω τί καὶ βούλεται . “ | ||
| πεπόνων ; τοιοῦτ ' ἔχει τὸ μέτωπον . Νίκανδρος : μῆλον ὃ κόκκυγος καλέουσι . Κλέαρχος δ ' ὁ περιπατητικός |