] . βορρόθεν δέ ἐστι Δελφίν , Λύρα , τὸ Ζεῦγμα , Ὄρνις πλὴν τοῦ λαμπροῦ ἀστέρος κατὰ τὸ ὀρθοπύγιον
τοῦτό σοι Ἕκτωρ σῆμα καὶ ἀγχέμαχοι θέντο Λυκαονίδαι „ . Ζεῦγμα , πόλις Συρίας ἐπὶ τῷ Εὐφράτῃ , ὃν Ἀλέξανδρος
7577947 Νοτιον
λοιπὰ τοῦ Ὕδρου καὶ τὸν Κένταυρον , ἀνατεταλκέναι δὲ τὸν Νότιον Ἰχθὺν οὐχ ὅλον , ἀλλὰ παρὰ μικρόν , καὶ
οἱ δ ' Ἀθηναῖοι τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀπολαβόντες ἀπέπλευσαν εἰς Νότιον , κἀκεῖ θάψαντες αὐτοὺς ἔπλεον εὐθὺ Λέσβου καὶ Ἑλλησπόντου
7548728 ἐπομφαλιον
ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ
δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ
7542227 σαγμα
ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος ἐντετυπωμένης ἐν τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ
ὀιστοδόκη ὀιστοθήκη γωρυτός φαρετρεῶνες , καὶ τῆς ἀσπίδος τὸ ἔλυτρον σάγμα , καὶ τοῦ κράνους ἡ θήκη λοφεῖον , δόρατα
7542049 ἐπεδραμε
γαλῆ κατὰ πρόνοιαν Ἀφροδίτης γυνὴ γενομένη ἐν χιτῶνι κροκωτῷ οὖσα ἐπέδραμε μυί . Μέμνηται ταύτης Στράττις . Γραῦς Σέριφος :
, ἐν ᾧ Βιθυνίας ἐκράτησε πολλάκις καὶ Καππαδοκίας Ἀσίαν τε ἐπέδραμε καὶ Φρυγίαν καὶ Παφλαγονίαν καὶ Γαλατίαν καὶ Μακεδόνας ἔς
7509778 Ἀνεμουριον
προσεχεστάτου σημείου τῇ ἠπείρῳ . Ἔφαμεν δέ που κατὰ τὸ Ἀνεμούριον ἄκραν τῆς Τραχείας Κιλικίας ἀντικεῖσθαι τὸ τῶν Κυπρίων ἀκρωτήριον
αὐτῇ αἵδε : Σελινοῦς , Χαραδροῦς πόλις καὶ λιμὴν , Ἀνεμούριον ἄκρα καὶ πόλις , Νάγιδος πόλις [ ἣ ]
7491147 Στρατηγιας
. . . . . . ξϚ μ γʹ : Στρατηγίας Σαργαραυσηνῆς Φίαρα . . . . . . .
. . . . . . ξη Ϛʹ λη γʹ Στρατηγίας Λαουϊνιανῆς πρὸς μὲν τῷ Εὐφράτῃ ποταμῷ Κόρνη . .
7489540 στυρακιον
, κοντοί , καὶ τοῦ δόρατος τὸ ἱστάμενον σαυρωτήρ στύραξ στυράκιον , καὶ τὸ προῦχον σιδήριον λόγχη αἰχμή ἐπιδορατίς ,
ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί , τῶν Πλαταιέων ἐν τῷ
7483119 Δυνει
παρακείμενος , ἔσχατον δὲ τῆς Παρθένου ὁ ἀριστερὸς ὦμος . Δύνει δὲ ὁ Ὠρίων ἐν ὥραις δυσὶν ὡς ἔγγιστα .
ἄρκτων , ὡς δύο μέρη πήχεως ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Δύνει δὲ ὁ Κριὸς ἐν ὥραις δυσί . Τοῦ δὲ
7480883 Συμβουλος
γὰρ συκῆ χαῦνον φυτόν ἐστι καὶ ἀνωφελῆ ξύλα ποιεῖ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ :
Σὺν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει . Συνῆλθεν ἀτταγᾶς νουμηνίῳ . Σύμβουλός ἐστιν ὁ χρόνος τῶν πραγμάτων . Συγγνώμη πρωτοπείρῳ :
7475940 τολμητιας
τὰ ἥττονα ὑπενέγκοι . ἀσκὸν ] ὡς . θρασύς ] τολμητίας . εὔγλωττος ] λέγειν προσήνης . τολμηρός ] ὑπομονητικός
τούς τε Ἀλαμανοὺς κατεστρέψατο καὶ ἄλλα ἄττα πρόσοικα ἔθνη . τολμητίας τε γὰρ ἦν ἐς τὰ μάλιστα καὶ ταραχώδης καὶ
7450788 Ἀργολικος
. καὶ Ἀργολίς ἡ χώρα καὶ ἡ γυνή . καὶ Ἀργολικός καὶ Ἀργολική . καὶ Ἀργείωνες λέγονται ὡς Καδμείωνες ,
ἐνταῦθα ὅ τε Μεσσηνιακὸς καὶ ὁ Λακωνικὸς καὶ τρίτος ὁ Ἀργολικός , τέταρτος δ ' ὁ Ἑρμιονικὸς καὶ Σαρωνικός ,
7442678 φαλαγγιον
ὁρᾶτε . οὐδένα πώποτ ' ἴσως ὑμῶν ἔχις ἔδακεν οὐδὲ φαλάγγιον , μηδὲ δάκοι : ἀλλ ' ὅμως ἅπαντα τὰ
λεληθότως ἄγειν . . Ἐχόμενον δὲ δὴ τούτων ἐστὶν ἄλλο φαλάγγιον , καὶ καλοῦσιν αὐτὸ μυρμήκιον διότι ἐστὶ παρεοικὸς τῷ
7429166 φαλαρον
δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸν φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας .
δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸ φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας .
7420298 Ἀδριατικῳ
μίαν μὲν τὴν καθ ' ἡμᾶς ἅμα τοῖς κόλποις , Ἀδριατικῷ τε καὶ τῷ Αἰγαίῳ πελάγει καὶ Προποντίδι καὶ Πόντῳ
πελάγει καὶ Λιβυκῷ , ἀπὸ δὲ δύσεως Ἰωνίῳ πελάγει καὶ Ἀδριατικῷ , ἀπὸ δὲ ἄρκτων Δαλματίᾳ καὶ Μυσίᾳ τῇ ἄνω
7417196 Ἡνιοχος
, Ὠρίων ξίφος ἐν χερσὶ κατέχων φασγανῶδες σὺν Ἅρμα τε Ἡνίοχος καὶ ὕπτιος Ὀσίρις , Κύων ἐπάνω τῶν ποδῶν ὁ
ὁ ἐν μέσῃ τῇ νοτίᾳ χηλῇ . Δύνει δὲ ὁ Ἡνίοχος μικρῷ πλεῖον ἢ ἐν ὥραις τρισίν . Εἰρηκότες δὴ
7408203 σταδ
ξʹ . Ἀπὸ τῆς Σερρετίλλεως κώμης ἐπ ' ἄκραν Ἰανουαρίαν στάδ . αʹ . Ἀπὸ τῆς Ἰανουαρίας ἄκρας ἐπὶ τὰς
εἰς Διαρροιάδα στάδιοι νʹ . Ἀπὸ Διαρροιάδος ἐπὶ τὸν Ἆπιν στάδ . αʹ : ὕφορμός ἐστιν . Ἀπὸ δὲ τοῦ
7405798 ἑβδοματη
κοῦφα τίταινον ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη
ὡς ἕβδομος ἑβδόματος , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ θηλυκὸν ἑβδομάτη ἑνδεκάτη . ὅτι δὲ ἐκ παραθέσεων δύο ἓν γίνεται
7403807 Μαδυτος
πόλις ἐν Ἑλλησπόντωι περὶ Σηστόν . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Μαδυτός : πόλις Ἑλλησποντία . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι καὶ ἄλλοι .
εἴπομεν δὲ ὅτι οἱ Ἄραβες τοῖς δυσὶ τύποις χρῶνται . Μαδυτός , πόλις Ἑλλησποντία . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ καὶ ἄλλοι .
7398272 Ὀϊστος
Ἐνγόνασιν , Ὀφιοῦχος , Ὄφις , Λύρα , Ὄρνις , Ὀϊστός , Ἀετός , Δελφίς , Προτομὴ Ἵππου καθ '
ἀντέλλουσα . Λύρη τότε Κυλληναίη καὶ Δελφὶς δύνουσι καὶ εὐποίητος Ὀϊστός . Σὺν τοῖς Ὄρνιθος πρῶτα πτερὰ μέσφα παρ '
7384668 Δρεπανον
ποταμῶν ἐκβολὰς ἀρχὴ τῆς ἐπὶ θάτερα τοῦ Κέρως περιαγωγῆς , Δρέπανον ἐπίκαμπτος ἄκρα . μεθ ' ἣν λόφος ὀξύς ,
καὶ τῷ Συριακῷ κατὰ περιγραφὴν τοιαύτην : μετὰ δὲ τὸ Δρέπανον ἄκρον Φρούριον ἄκρον . . . . . .
7362950 Κἀπειτα
ἔργῳ ἀποδεικνὺς οἵους δεῖ εἶναι . καί τις εἶπε : Κἄπειτα τοιοῦτον ὄντα οὐ φιλεῖς αὐτὸν ὥσπερ τοὺς συγγενεῖς ;
. Ὅρκους δ ' ἐκεῖ καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε . Κἄπειτα τὴν αὑτοῦ γυναῖχ ' ὑμῶν λαβὼν ἄπεις ' ἕκαστος
7347250 σατυρισκος
δὲ ἐπὶ τοῦ μεσεμβολήματος γεννώμενος ἔσται τερατώδης , ἐκβολιμαῖος οἷον σατυρίσκος ἢ ἑρμαφρόδιτος , ὁλόλευκος , δίδυμος ἢ δικέφαλος .
. Τὰ εἰς ΣΚΟΣ Ι ἢ Υ παραληγόμενα παροξύνεται : σατυρίσκος νεανίσκος παιδίσκος . τὸ μέντοι Δαμασκός καὶ Ἀρδησκός ὀξύνεται
7346700 ἐμπροσθιῳ
λαμπρὸς τοῦ νοτίου Ἰχθύος ἐπιτέλλει , καὶ ὁ ἐν τῷ ἐμπροσθίῳ δεξιῷ βατραχίῳ τοῦ Κενταύρου ἑῷος δύνει . Αἰγυπτίοις ταραχώδης
ὡρῶν ιδ : Κύων κρύπτεται , καὶ ὁ ἐν τῷ ἐμπροσθίῳ δεξιῷ βατραχίῳ τοῦ Κενταύρου ἑσπέριος ἀνατέλλει . Αἰγυπτίοις ζέφυρος
7343447 Θερμη
ἀνὰ τὸν Λυδίαν : Ἄξιος ποταμὸς , Ἐχέδωρος ποταμὸς , Θέρμη πόλις , Αἴνεια Ἑλληνὶς , Παλλήνη ἄκρα μακρὰ εἰς
Συρίᾳ , τὰ δὲ Δορυλαείου . οἱ οἰκοῦντες Θερμηνοί . Θέρμη , πόλις Θρᾴκης . Ἀπολλόδωρος δὲ Μακεδονίας φησὶ καὶ
7342682 ἐθερισεν
Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν , ἔκοψεν . Οἰκτρόν : ἐλεεινὸν , ἐλέους ἄξιον
τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν . ἀμάλη γὰρ λέγεται τὸ χερόβολον τῶν ἀσταχύων .
7335055 Ἀκρα
τὸ ἐθνικὸν Ἀκραῖος καὶ τὸ θηλυκὸν Ἀκραία . θʹ ἔστιν Ἄκρα ὑπὲρ Ἀντιόχειαν τὴν περὶ τὴν Δάφνην . Ἀκραῗται δὲ
ἐν τῇ Πεσσινουντίων πολιτείᾳ . . . . , : Ἄκρα κατὰ τὴν Ἡράκλειαν , ἣν Ἀχερούσιον καλοῦσιν οἱ ἐγχώριοι
7334224 Κεστρευς
Κέσκον οὐκ ἔχουσα , ἐπὶ τῶν νοῦν μὴ ἐχόντων . Κεστρεὺς νηστεύει : παροιμία ἐπὶ τῶν πάνυ λαιμάργων . Τοιοῦτον
ἀδυνάτων . Κατὰ ῥοῦν φέρεται : ἐπὶ τῶν εὐπλοούντων . Κεστρεὺς νηστεύει : ἐπὶ τῶν λαιμάργων : ἄπληστον δὲ τὸ
7320697 Βυζαντεια
, ὡς Μάρων Μάρωνος Μαρώνεια , Χαίρωνος Χαιρώνεια , Βύζαντος Βυζάντεια . τὸ ἐθνικὸν Καυκωνείτης ὡς Ζελείτης . ἐκλήθη δὲ
τοῦ Λέσβιος Λεσβίς . ἔστι καὶ ἐπὶ τῆς χώρας ἡ Βυζάντεια διὰ τῆς ει διφθόγγου , προπαροξύνεται δὲ ὡς τὸ
7319078 βησσεται
ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ λανθάνει ἡ φάρυγξ πιμπλαμένη τοῦ αἵματος ,
ὅταν πλευμᾷ , τὸ σίαλον παχὺ , ὑπόχλωρον , γλυκὺ βήσσεται , καὶ βρυγμὸς , καὶ ὀδύνη ἐς τὸ στέρνον
7316435 Ἱσπανων
γὰρ ἡ τῶν προειρημένων λεπίδων ἐργασία διὰ τῶν Κελτικῶν καὶ Ἱσπανῶν καλουμένων μαχαιρῶν . ταύτας γὰρ ὅταν βούλωνται δοκιμάζειν εἰ
διοικῶν , προςέθηκε μεγάλοις μείζονα . Τὸν γὰρ βασιλέα τῶν Ἱσπανῶν μεγάλῃ νικήσας μάχῃ μετὰ ταῦτα πρὸς αὐτὸν ἐσπείσατο .
7307612 πτερυγωτος
τὴν Διοπείθους . Ἀλλὰ γάρ ἐστιν ἐμοὶ χρησμὸς περὶ σοῦ πτερυγωτός , αἰετὸς ὡς γίγνει καὶ πάσης γῆς βασιλεύεις .
Ἀθηναίους τῶν ἄλλων ἀνθρώπων , ὅσον ἀετὸς τῶν πτηνῶν . πτερυγωτός ] πτηνός . πρὸς τὸ “ ἀετὸς ” δὲ
7301450 Αὐαρα
. . . . . . . ξϚ Ϛʹ λ Αὔαρα . . . . . . . . .
Ἀραβικῶν πρώτῃ . Οἱ οἰκήτορες Αὐαθηνοὶ καὶ Αὐαρηνοί . : Αὔαρα , πόλις Ἀραβίας , ἀπὸ χρησμοῦ δοθέντος Ὀβόδᾳ κληθεῖσα
7299619 ῥαχεωϲ
τῆϲ ἥβηϲ ὀϲτῶν . Ϙηʹ . Περὶ ϲπονδύλων καὶ ἀκανθῶν ῥάχεωϲ καὶ ἱεροῦ ὀϲτοῦ . Ϙθʹ . Περὶ βραχίονοϲ .
κίνδυνοϲ ἐπακολουθεῖ . τῆϲ μὲν οὖν ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆϲ ῥάχεωϲ παρατροπῆϲ ἀμήχανοϲ ἡ ἐπανόρθωϲιϲ διὰ τὸ μὴ δύναϲθαι διὰ
7298700 Φαιστον
τῆς ἀναγνώσεως τῆς Τυραννίωνος . Β : . . . Φαιστόν τε Ῥύτιόν τε , πόλεις εὖ ναιετοώσας . .
ἔνθα νότος μέγα κῦμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῖ , ἐς Φαιστόν , μικρὸς δὲ λίθος μέγα κῦμ ' ἀποέργει .
7298648 φαεινος
ἐκ θυμὸν ἕληται : ὣς τῶν κόμπει χαλκὸς ἐπὶ στήθεσσι φαεινὸς ἄντην βαλλομένων : μάλα γὰρ κρατερῶς ἐμάχοντο λαοῖσιν καθύπερθε
τῶν πολλὰ ἀρωμένων . Ἀρίγνωτος σμάραγδος , ἐν τῷ σκότει φαεινὸς , ἐν τῷ φάει σκοτεινός : πρὸς τοὺς ἀποκρύπτοντας
7294170 καταπλεων
χωρίου ἄσπορον , ἄσκαφον , ἀβωλόκοπον , ἀκανθῶδες , ἀκανθῶν κατάπλεων , τριβόλων , † κουνίδων † , ἀσπαλάθων ,
πάμμηκες πρόμηκες ὑπέρμηκες , σύμμετρον ὑπέρμετρον , καὶ πάλιν ἔμπλεων κατάπλεων ὑπέρπλεων , καὶ πούς , πῆχυς , παλαιστή ,
7294106 Τευθρας
ἐκπίπτει , καὶ ἡ μεταξὺ τούτων Τευθρανία , ἐν ᾗ Τεύθρας καὶ ἡ τοῦ Τηλέφου ἐκτροφή , ἀνὰ μέσον ἐστὶ
τοῦ πατρὸς παρεδόθη Ναυπλίῳ ἐπὶ θανάτῳ : παρ ' οὗ Τεύθρας ὁ Μυσῶν δυνάστης παραλαβὼν αὐτὴν ἔγημε . τὸ δὲ
7293361 Πηλουσιον
ὁ τοῦ στόλου τὴν ἡγεμονίαν ἔχων διέτριβε μὲν περὶ τὸ Πηλούσιον , ὡς δ ' ἐπύθετο τὴν τῆς γυναικὸς ἀναίρεσιν
ἐξοχὴν ἐκτεινομένην τοῦ Κασίου ὄρους , ὃ ἔστιν ὑπὲρ τὸ Πηλούσιον πρὸς τῇ Σερβωνίδι λίμνῃ . Τὴν δὲ ἑτέραν Σιδωνίαν
7288309 Ἐκειθεν
ἠρώτα : Ποῦ μένεις ; ὁ δὲ εἶπεν : † Ἐκεῖθεν μεταβαίνω . Δυσκόλῳ τις ναυκλήρῳ ἀπαντήσας εἶπε : Τὸν
, ὀλίγον ἢ μικρὸν πρὸς ἀνατολὴν ἄχρι τῶν Ἐλανῶν . Ἐκεῖθεν δὲ ἀπὸ τῶν Ἐλανῶν πρὸς ἀνατολὰς ἡ τῶν εὐδαιμόνων
7286023 συρεται
μισητὸς , καιρὸς , θανατηφόρος . ἕρπει : ἀκολουθεῖ , σύρεται , διατρέχει , ἐπιγίνεται : ἕρπει ἐπὶ τῶν βραδέως
μὲν ἔθνη τὴν Ἰταλίαν κατοικεῖ . Ἐκεῖθεν δὲ πρὸς ἀνατολὰς σύρεται ἢ τὴν θάλασσαν ἐπερεύγεται ὁ Ἀδρίας κόλπος , τοὺς
7285803 ῥαχια
ὀξύτης , ἐξοχὴ τοῦ στόματος . . ἡ Σαλμυδησία ἐστὶ ῥαχία ἀκρωτηριώδης ἐοικυῖα ὄνου γνάθῳ . καλεῖται δὲ ἀπό τινος
κοιλώμασι τῶν πετρῶν καὶ πάλιν ἐκρήγνυται . ὃ καὶ καλεῖται ῥαχία . ἦν δὲ οὗτος ὁ τόπος τοῖς πλέουσιν ἐπικίνδυνος
7279897 ἰθυντηρ
, ἄνεμος : λέγεται δὲ καὶ οὖρος ὁ φύλαξ καὶ ἰθυντήρ . οὖρος δὲ ὁ ἄνεμος , παρὰ τὸ οὐρόειν
: σκοτεινῆς . ἢ διωλυγίης ἀντὶ τοῦ ἐπιπολὺ διηκούσης . ἰθυντήρ : κυβερνήτης . τεναγώδεα : πηλώδη . τέναγος δέ
7274783 Ποταμος
ἐπὶ τῶν ματαιολογούντων . Ποικιλώτερος : ἐπὶ τῶν δολερῶν . Ποταμὸς τὰ πόῤῥω ποτίζων τὰ ἔγγιον καταλείπει : ἐπὶ τῶν
καὶ ἕκτῳ μέρει . Ὅταν δὲ ὁ ἀπὸ τοῦ Ὠρίωνος Ποταμὸς ἀνατέλλῃ , συνανατέλλει μὲν αὐτῷ ὁ ζῳδιακὸς ἀπὸ Ταύρου
7273216 βοτηρα
ἡ Λυδὴ λίθος οὐ γάρ τι θεσμὰ τοῖσιν ἀστίταις πρέπει βοτῆρα νικᾶν ἄνδρας ἀστίτας . τί γάρ ; στείχων δ
τοσοῦτον τῷ μήκει ῥάδικα ὅσον βακτηρίαν . τινές φασιν οἷον βοτῆρα , τουτέστι ποιμενικὴν ῥάβδον μεθ ' ἧς βόσκουσι .
7271001 ἀπερευγεται
κατὰ τὸ δαίτην ] τὴν τροφήν δαίτην ] τὴν βρῶσιν ἀπερεύγεται ] ἐμεῖ αἱματόεσσαν ] αἱματώδη νηδυίων ] τῶν ἐντέρων
συστρεφόμενος εἰς τὸν Εὔξεινον πόντον τὸ ἀχνῶδες καὶ χορτῶδες αὐτοῦ ἀπερεύγεται , ἀπὸ Ἀρμενίου ὄρους ἀρξάμενος . Πρὸς δὲ τὴν
7260689 σχεδιης
καὶ νόος ἐτράπετ ' αὐτῆς . πέμπε δ ' ἐπὶ σχεδίης πολυδέσμου , πολλὰ δ ' ἔδωκε , σῖτον καὶ
ὤρινεν δὲ θάλασσαν ἀθέσφατον , οὐδέ τι κῦμα εἴα ἐπὶ σχεδίης ἁδινὰ στενάχοντα φέρεσθαι . τὴν μὲν ἔπειτα θύελλα διεσκέδας
7258466 Γεραιστον
ὑπὸ πάντων Γεραιστίων ἄγεται Ποσειδῶνι διὰ τὸν συμβάντα χειμῶνα περὶ Γεραιστόν : καὶ ἐν Ἀμαρύνθῳ τῆς Εὐβοίας Ἀμαρύσια νενικήκασιν .
κέρδος γενέσθαι τὴν ἀδυναμίαν τοῦ ξένου . καταπλεύσας οὖν εἰς Γεραιστόν , ἔπειτα εἰς λιμένα τινὰ Ἀθηναίων , οὗ δὴ
7256724 μονηρης
ἐν ῥαπτῷ κύτει , ὁποῖα πόρκος Ἰστριεὺς τετρασκελής , ἀσκῷ μονήρης ἀμφελυτρώσας δέμας Ῥειθυμνιάτης κέπφος ὣς ἐνήξατο , Ζήρυνθον ἄντρον
παραλήγουσαν : οἷον , τριήρης : ποδήρης : θυμήρης : μονήρης : μόνον τὸ πλήρης ἐκ πάντων δισύλλαβον εὕρηται :
7255877 πετραιῳ
δ ' ἔγωγε νέμω θεόν , ἅτ ' ἐν τάφῳ πετραίῳ , αἰαῖ , δακρύεις . Οὔτοι σοὶ μούνᾳ ,
πρὸ τοῦ μ ἕτερον σύμφωνον ὀξύνεται , οἷον γραμμή . πετραίῳ στόνυχι : στόνυξ ἐστὶ κυρίως τὸ ἄκρον τοῦ δόρατος
7241446 Παραπλους
Κερκινῖτις νῆσος καὶ πόλις , καὶ κατὰ ταύτην Θάψος . Παράπλους ἀπὸ ταύτης εἰς Θάψον ἡμέρας καὶ ἡμίσεως . Ἀπὸ
, Σίφαι καὶ λιμὴν , Εὔτρητος καὶ τεῖχος Βοιωτῶν . Παράπλους δὲ τῆς Βοιωτίας ἥμισυ ἡμέρας ἔλαττον . ΜΕΓΑΡΕΙΣ .
7234158 περιρρηδης
πέρασας εἰς τὸ πέρας τῆς γῆς διεπέρασας , ἐπώλησας . περιρρηδής περιρρησσόμενος , περικεκλασμένος . βέλτιον δὲ μεταφορικῶς περιρρεόμενος :
περιχαρής ] : ὀργιζόμενος . Θουκυδίδης ἐν τετάρτῃ εἴρηκεν . περιρρηδής : ἐρραντισμένος αἵματι καὶ ἀμφιρρηδής . περιωπή καὶ πίσυνοι
7231103 Παροπανισαδων
: τὴν δὲ παρὰ τὸν Καύκασον κειμένην , ὀνομαζομένην δὲ Παροπανισαδῶν προσώρισεν Ὀξυάρτῃ τῷ Βακτριανῷ [ βασιλεῖ ] , οὗ
Ἀλεξανδρείας πρὸς ἔω ὥραις γ καὶ γʹ . Τῶν δὲ Παροπανισαδῶν ἡ μὲν Ναυλιβὶς τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ
7227888 Αὐτης
μῆκος στάδια ρʹ . Εἰς Αἰγιλίαν πλοῦς προαριστίδιος . [ Αὐτῆς Αἰγιλίας μῆκος στάδια νʹ . Ἀπ ' Αἰγιλίας εἰς
ρʹ . Εἰς Ῥόδον ἀπὸ Καρπάθου πλοῦς στάδια ρʹ . Αὐτῆς Ῥόδου μῆκος στάδια χʹ . Ἀπὸ Ῥόδου εἰς τὴν
7220622 Μεγαβαζος
οὐ προυχώρει καὶ τὰ χρήματα ἄλλως ἀνηλοῦτο , ὁ μὲν Μεγάβαζος καὶ τὰ λοιπὰ τῶν χρημάτων πάλιν ἐς τὴν Ἀσίαν
ταύτης πέρι λέγεται , τὰ παραθαλάσσια δ ' ὦν αὐτῆς Μεγάβαζος Περσέων κατήκοα ἐποίεε . Δαρεῖος δὲ ὡς διαβὰς τάχιστα
7216605 ἀλεις
τοι εἰς ἄστυ ἄλεν . τοῦ δευτέρου ἀορίστου ἡ μετοχὴ ἀλείς ἀλέντος . . . + . ἀλειπής : πηγὴ
τότε * πρέμνον : στέλεχος * ὀξύς : ταχύς * ἀλείς : συστραφείς πλανείς * κοῖτον . . . θάμνῳ
7214254 Ἀμβρακια
, οἷον Σικελιώτης Πηλιώτης Ἀμβρακιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή . Τὸ δ ' Ἀμβρακία ἀπὸ †
ἀπροσδοκήτως εὖ πράσσοντες εἰς ὕβριν τρέπεσθαι . . . : Ἀμβρακία , πόλις Θεσπρωτίας , ἀπὸ Ἄμβρακος τοῦ παιδὸς Θεσπρωτοῦ
7200807 βατραχιῳ
ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : ὁ ἐν τῷ ἐμπροσθίῳ δεξιῷ βατραχίῳ τοῦ Κενταύρου κρύπτεται . κηʹ . ὡρῶν ιγ ∠
, ὁ καλούμενος Κάνωβος , ὁ ἐν τῷ ἐμπροσθίῳ δεξιῷ βατραχίῳ τοῦ Κενταύρου . βʹ μεγέθους ἕτεροι ιε : ὁ
7194394 Ἰουνιῳ
ἐλθούσης τῆς Σελήνης τοῦ Ἑρμοῦ μαρτυροῦντος . . . Μηνὶ Ἰουνίῳ αʹ ἰνδ . εʹ ἦλθεν ἀγγελία ἀπὸ τῆς δύσεως
ἐπιτέλλει : μηνὶ Ἰουνίῳ Ϛ Ἀρκτοῦροϲ ἑῷοϲ δύνει : μηνὶ Ἰουνίῳ θ Δελφὶϲ ἑϲπέριοϲ ἐπιτέλλει . μηνὶ Ἰουνίῳ κε Ὠρίων
7190877 βομβησε
ἄρ ' οἰνοχόον βάλε χεῖρα δεξιτερήν : πρόχοος δὲ χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα , αὐτὰρ ὅ γ ' οἰμώξας πέσεν ὕπτιος
ἤχων μέν , οἷον λίγξε βιός . αὐλῶπις τρυφάλεια χαμαὶ βόμβησε πεσοῦσα . φωνῆς δὲ τὸ τοιοῦτον , οἷον ἡ
7190189 Ἀραβιη
φέρουσι δὲ οὐκ ἱρέες μοῦνον , ἀλλὰ πᾶσα Συρίη καὶ Ἀραβίη , καὶ πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω πολλοὶ ἄνθρωποι ἐς θάλασσαν
καὶ ἀπὸ ταύτης ἐκδεκομένη ἡ Ἀσσυρίη καὶ ἀπὸ Ἀσσυρίης ἡ Ἀραβίη : λήγει δὲ αὕτη , οὐ λήγουσα εἰ μὴ
7189363 Σολιος
, Ἄνδρων δὲ Καβήλεω Τήιος . Κυπρίων δὲ Νικοκλέης Πασικράτεος Σόλιος καὶ Νιθάφων Πνυταγόρεω Σαλαμίνιος . ἦν δὲ δὴ καὶ
καὶ προσηύχοντο . . . : Δημοχάρης δ ' ὁ Σόλιος τὸν Δημήτριον ἐκάλει Μῦθον : εἶναι γὰρ αὐτῷ καὶ
7188843 ὑποβρεμει
] συμπίπτων , συγκρούων . . κελαινὸς ] μέλας . ὑποβρέμει ] ὑπηχεῖ . . γᾶς ] γῆς . ἁγνορρύτων
θάλασσα , καὶ ὁ μέλας τόπος τῆς γῆς τοῦ Ἅιδου ὑποβρέμει . αἱ πηγαί τε τῶν καθαρῶν ὑδάτων στένουσιν ἄλγος
7185491 Ἑσπερια
πολυώνυμος , ὡς πολυίστωρ „ γῆ Ὀλυμπία Ὠκεανία Ἐσχατιά Κορυφή Ἑσπερία Ὀρτυγία Ἀμμωνίς Αἰθιοπία Κυρήνη Ὀφιοῦσσα Λιβύη Κηφηνία Ἀερία ”
Ἑρχιᾶσιν . Ἕσδητες , ἔθνος Ἰβηρικόν , Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ . Ἑσπερία , ἡ δύσις καὶ τὸ δυτικὸν μέρος . τὸ
7185219 μυροισιν
δάπισιν , τίς γὰρ ὑφαίνειν ἐθελήσει χρυσίου ὄντος ; Οὔτε μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς ὁπόταν νύμφην ἀγάγησθον , οὔθ ' ἱματίων
πώ με ζῆλος , οὐδὲ φθονῶ τυράννοις . ἐμοὶ μέλει μύροισιν καταβρέχειν ὑπήνην , ἐμοὶ μέλει ῥόδοισιν καταστέφειν κάρηνα :
7185062 Χελιδονιοι
ἔθνος Ἰλλυρικόν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ „ Σεσαρηθίων πρὸς βορέω οἰκέουσι Χελιδόνιοι ” . εἰσὶ καὶ Χελιδονίαι πέτραι , ὧν πολλάκις
. τὸ ἐθνικὸν Χειμεριεύς , ὡς Ἐλευθεριεύς Βιθυνιεύς Βουπρασιεύς . Χελιδόνιοι , ἔθνος Ἰλλυρικόν . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ „ Σεσαρηθίων πρὸς
7181927 Βυζαντιας
οἷον Πριαμὶς , ὁ εἰς ας , οἷον Πριαμιὰς , Βυζαντιὰς , καὶ ὁ εἰς ίνη , οἷον Πριαμίνη ,
οἷον Πριαμὶς , ὁ εἰς ας , οἷον Πριαμιὰς , Βυζαντιὰς , καὶ ὁ εἰς ίνη , οἷον Πριαμίνη ,
7180620 ἐσφιγξε
μελέων ἐρατῶν ἀπεδύσατο πέπλα ἀμφοτέραις παλάμῃσιν , ἑῷ δ ' ἔσφιγξε καρήνῳ , ἠιόνος δ ' ἐξῶρτο , δέμας δ
ἀπολέλοιπε τοῦ κόσμου , πάντα δὲ συναγαγὼν διὰ πάντων ἀοράτοις ἔσφιγξε δεσμοῖς , ἵνα μή ποτε λυθείη , οὗ χάριν
7178921 ἀνατμηθεισα
αὐτῷ ὁρῶντες : καὶ ἦν ἀτεχνῶς θαῦμα : σκύμνους γὰρ ἀνατμηθεῖσα ὀκτὼ εἶχεν . ὁ δὲ τῆς λεαίνης τόκος ,
δὲ καὶ μαστοὺς δύο , ἐν οἷς καὶ γάλα . ἀνατμηθεῖσα δὲ τὰ ἐντόσθια ἔχει ὅμοια ὑί . ὀχεύει δὲ
7178225 Βολβος
ἀνεπτερῶσθαι ἄνοργοι ἀνταναγνῶναι ἀπαλλάξας ἀποκριπάμενος ἀρρενώπας ἅψω βαδίζου βαδισματίας Βασιλεία Βολβός Βρέα βῶσον γαστροχάρυβδις γλύφειν γονατίζειν δασύποδα Δεξώ διάλαος δουλοπρεπέστατα
ἀφ ' οὗ βορὸς καὶ βορὰ , καὶ βοτήρ . Βολβός , ἐπὶ τοῦ ἐσθιομένου , ἀπὸ τοῦ βίᾳ ἀναβάλλεσθαι
7177407 Προκυων
Λαγωός , καὶ τοῦ Κυνὸς τὰ ἐμπρόσθια , καὶ ὁ Προκύων , καὶ τοῦ Ὕδρου ἡ κεφαλή : δύνει δὲ
πάλιν ἀστὴρ Διδύμων πρώτιστον τὴν μοῖραν ἀνατέλλει , ὁ δὲ Προκύων Καρκίνου γὰρ πρὸς μοῖραν τὴν ἑβδόμην ὁ κοινὸς Ἀνδρομέδας
7174532 Ἀγρων
Ῥωμαίων ἐπ ' Ἰλλυριοὺς ναυσὶν ὁμοῦ καὶ πεζῷ στρατευόντων , Ἄγρων μὲν ἐπὶ παιδίῳ σμικρῷ , Πίννῃ ὄνομα , ἀποθνήσκει
Ἠπείρου βασιλεύς , κατεῖχε καὶ οἱ τὰ Πύρρου διαδεξάμενοι . Ἄγρων δ ' ἔμπαλιν τῆς τε Ἠπείρου τινὰ καὶ Κέρκυραν
7172950 ἀραξε
. . Π . . . . , . . ἄραξε ἔαξεν . . . . ἐπίτονος βέβλητο . ,
τὴν δὲ ψιλὴν φέρε κῦμα . ἐκ δέ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτὶ τρόπιν : αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῷ ἐπίτονος βέβλητο
7170775 διεπλει
ἀπ ' αὐτῆς ἐς τὴν Ἰταλίαν μετὰ τοῦ πλείονος στρατοῦ διέπλει . καὶ τὰ μὲν ἀμφὶ Σύλλαν ἐν τοῖς Ἐμφυλίοις
ὀρέγει ταῖς κειμέναις . αἱ δὲ ἀνίσταντο καὶ αὐτίκα κῆρυξ διέπλει τὸν ποταμὸν κελεύων ἐπὶ τὰ σφέτερα αὐτῶν κατιέναι τοὺς
7168044 νομοιο
βέλος λαγόνεσσιν ἀραιαῖς , οὔτε τι βουφόρβων μέλεται σέβας οὔτε νομοῖο , οὔτ ' ἀγέλης ποίην δὲ καὶ αὔλια πάντα
οὐκ ἐμπάζετο Πηλεύς . ἡ δ ' ἅτε βησσήεντος ἀποπλαγχθεῖσα νομοῖο πόρτις ἐρημαίῃσιν ἐνὶ ξυλόχοισιν ἀλᾶται φοινήεντι μύωπι , βοῶν
7167646 ἐζευξεν
γὰρ Ἑλλήσποντον , ὅστις ἐστὶν ὅρος τῶν δύο ἠπείρων , ἔζευξεν . . τήνδε ] τὴν Ἀσίαν . ἐτήτυμον ]
γενόμενος αἰχμάλωτος δίαιταν εἶχεν ἐν Φραάτου βασιλέως , καὶ Ῥοδογούνην ἔζευξεν αὐτῷ τὴν ἀδελφὴν ὁ βασιλεύς . παρὰ δὲ τὴν
7165885 ἡμιθεος
κγʹ . θʹ Ἄνουβις ἡμίθεος ἔτη ιζʹ . ιʹ Ἡρακλῆς ἡμίθεος ἔτη ιεʹ . ιαʹ Ἀπολλῶ ἡμίθεος ἔτη κεʹ .
ἀνδραγαθήμασιν , οἷς τῷ πλοίῳ ἐκείνῳ εἰργάσατο , ἐδόκει τις ἡμίθεος εἶναι καὶ ὑψηλότερα τοῦ αἰθέρος ἐφρόνει . ἀντιπνευσάσης δὲ
7164871 δνοφερον
τε κρήνη μελάνυδρος , ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτιρε ποδάρκης δῖος
ὥς τε κρήνη μελάνυδρος ἥ τε κατ ' αἰγίλιπος πέτρης δνοφερὸν χέει ὕδωρ : ὣς ὃ βαρὺ στενάχων ἔπε '
7164325 ἑαφθη
ἐάγη . πῶς οὖν παρὰ τὸ ἕπω καὶ ἥφθη τὸ ἑάφθη δύναται διαιρεῖσθαι ; διὸ ὁ Τυραννίων ἐκδέχεται ἀπὸ τοῦ
ἐκλίνθη δ ' ἑτέρωσε κάρη , ἐπὶ δ ' ἀσπὶς ἑάφθη . . . . Ν : Ἑάφθη : Ἀρίσταρχος
7162973 τρυος
. * . Ἀμφιτρύων : ὁ ἥρως : παρὰ τὸ τρύος , ὅ ἐστι πόνος , οἷον καὶ πολύτρυος ἤλασεν
, , : Ἀμφιτρύων : ὁ ἥρως . παρὰ τὸ τρύος , ὅ ἐστι πόνος , οἷον καὶ „ πολὺ
7161664 Μητροπολις
Φρυγῶν . Ὁ πολίτης Ἀμβασίτης , ὡς Πολυΐστωρ Ἀλέξανδρος . Μητρόπολις , πόλις Φρυγίας , ἀπὸ τῆς μητρὸς τῶν θεῶν
ταύταις πολίσματα καὶ . . . Ἀφροδισιὰς Κολοσσαὶ Θεμισώνιον Σαναὸς Μητρόπολις Ἀπολλωνιάς , ἔτι δὲ ἀπωτέρω τούτων Πέλται Τάβαι Εὐκαρπία
7161541 τκʹ
τὴν πόλιν . Ἀπὸ δὲ Ἀπολλωνίας εἰς Ἀμαντίαν ἐστὶ στάδια τκʹ . 〚 Καὶ ὁ Αἴας ποταμὸς ἀπὸ τοῦ Πίνδου
καὶ πλατύτατός ἐστιν ὁ Πόντος , στάδια ͵βυʹ , μίλια τκʹ . Ἔστι δὲ τῆς Κασπίας θαλάσσης μῆκος μὲν τὸ
7160010 σελμα
. ἔχει δ ' οὕτως τὸ ἐπίγραμμα : τίς τόδε σέλμα πελώριον ἐπὶ χθονὸς εἵσατο ; ποῖος κοίρανος ἀκαμάτοις πείσμασιν
, καθέδραις . θ σέλματα δὲ κυρίως ἐπὶ νηῶν . σέλμα κυρίως τὸ ἑδώλιον τῆς νεώς : ἐνταῦθα δὲ τὸν
7159670 Μοψιον
Βοιβηὶς καὶ Ὄσσα καὶ Ὁμόλη καὶ Πήλιον καὶ Μαγνῆτις : Μόψιον δ ' ὠνόμασται οὐκ ἀπὸ Μόψου τοῦ Μαντοῦς τῆς
ἐν [ ᾧ ] Λάρισα καὶ Γυρτώνη καὶ Φεραὶ καὶ Μόψιον καὶ Βοιβηὶς καὶ Ὄσσα καὶ Ὁμόλη καὶ Πήλιον καὶ
7159312 Ὀρνις
τοῖς βορεινοῖς τόποις ἔσω τοῦ βορείου πόλου ἐστὶν ὁ λεγόμενος Ὄρνις , ὑπὲρ ὃν Ὀϊστὸς παρατείνει , ὅπου ἡ Ἄρκτος
Βορρόθεν δέ ἐστι Δελφίν , Λύρα , τὸ Ζεῦγμα , Ὄρνις πλὴν τοῦ λαμπροῦ ἀστέρος κατὰ τὸ ὀρθοπύγιον αὐτοῦ καὶ
7156892 ταινιδιον
μετὰ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ φαρμάκου , οἴνῳ δεύσαντα πτυγμάτιον ἢ ταινίδιον ἐπιδεσμεῖν : ἔστι δὲ καὶ ἡ μετ ' αὐτὴν
εἴρηται , ἐκ τῶν ἔϲωθεν μερῶν τοῦ βλεφάρου τὸ λαμβδοειδὲϲ ταινίδιον , μὴ πάνυ βαθεῖαν τὴν διαίρεϲιν ποιουμένουϲ , καὶ
7155800 Ἰσσικῳ
οὔτως : ἀπὸ μὲν Γάγγου ποταμοῦ ἕως Μυριάνδρου τῆς ἐν Ἰσσικῷ κόλπῳ σταδίων μυριάδων δʹ καὶ ͵αψκεʹ οὕτως : ἀπὸ
τῇ Εὐδαίμονι Ἀραβίᾳ , ἀπὸ δὲ δύσεως Κιλικίᾳ καὶ τῷ Ἰσσικῷ κόλπῳ καὶ πελάγεσιν Αἰγυπτίῳ καὶ Συριακῷ καὶ Παμφυλίῳ καὶ
7154679 τετρηνας
δὲ νεκρῶν ἄγγελός τε καὶ κῆρυξ . σίφωνι λεπτῶι τοὐπίθημα τετρήνας . στάζουσιν ὥσπερ ἐκτροπήϊον σάκκος . κἄλειφα ῥόδινον ἡδὺ
ὅτῳ ἐγεύοντο , Ἱππῶναξ εἴρηκεν , σίφωνι λεπτῷ τὸ ἐπίθημα τετρήνας , σιφωνίζειν δ ' Ἀριστοφάνης . καὶ ἀπὸ μὲν
7151388 Ποσειδιον
. . . . . νϚ γʹ λη δʹ τὸ Ποσείδιον . . . . . . . . .
παρήκει τῆς ἠπείρου μηνοειδὴς καὶ ἀκτὴ μετὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπὶ Ποσείδιον , ἐκ θαλάσσης μὲν ἀρχομένη τῆς πρὸς ἀνατολάς ,
7150660 τεταμενως
ἐνοικοῦσι Σίλις λέγεται . εἴρηται δὲ καὶ Τάναϊς διὰ τὸ τεταμένως ῥεῖν . Ἀρτεμίδωρος δέ φησι τὰ δύο στόμια τοῦ
καὶ Ἀσίαν ὁ Τάναϊς μέσον διαχωρίζειΤάναϊς δὲ λέγεται διὰ τὸ τεταμένως ῥεῖν , ὅστις δὴ συστρεφόμενος ἐπὶ τὴν τῶν Σαυροματῶν
7149610 Βασιλεια
Ἡράκλεια , ἐν δὲ Ὀρχομενῷ Μινύεια , ἐν δὲ Εὐβοίᾳ Βασίλεια , ἐν δὲ Θεσσαλίᾳ Πρωτεσίλεια , καὶ ἐν Ἰσθμῷ
Βασιλείαν σοὶ γυναῖκ ' ἔχειν διδῷ . Τίς ἐστιν ἡ Βασίλεια ; Καλλίστη κόρη , ἥπερ ταμιεύει τὸν κεραυνὸν τοῦ
7148210 Ἡγου
τὰ ἐπιτήδεια ἀπεχούσας ἡμῶν ὅσον διελθόντες ἂν ἡδέως ἀριστῴητε . Ἡγοῦ τοίνυν , ἔφη ὁ Ξενοφῶν . ἐπεὶ δ '
ὦ Ἡράκλεις , ἀναπέπταται ὥσπερ ὑπὸ κλειδὶ ἡ θύρα . Ἡγοῦ ἐς τὸ πρόσθεν . ὁρᾷς αὐτὸν ἀγρυπνοῦντα καὶ λογιζόμενον
7146665 Ἀροτρῳ
χοῖρε γίγαρτα : οἷον ὧν κατέφαγες , ἀποδώσεις πλείονα . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀπερισκέπτως τι ποιούντων , καὶ
ἂν ῥηθείη . Ἄρεος νεοττόν : ἐπὶ τῶν φιλοπολέμων . Ἀρότρῳ ἀκοντίζεις : ἐπὶ τῶν ἀδιασκέπτως τι ποιούντων καὶ τὸ
7143655 τεχναισι
χάριν . λιτανεύω , ἑκαβόλε , Μοισαίαις ἀνατιθεὶς [ ] τέχναισι [ ] ? ? χρηστήριονπωλοντι ! [ ! ]
πολεμίᾳ χερὶ προστραπών Πηλεὺς παρέδωκεν Αἱμόνεσσιν δάμαρτος Ἱππολύτας Ἀκάστου δολίαις τέχναισι χρησάμενος : τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ φύτευέ οἱ θάνατον
7143505 Ἐνιαχου
ἐὰν ἥλιοι συνεπιλάμψωσιν ὡς ἐξ ἀμφοῖν γινομένης τῆς μεταστάσεως . Ἐνιαχοῦ γὰρ ἔν τισι τόποις ἑλώδεσιν ὅλως τοῦτο συμβαίνει καὶ
. Συμβαίνει δὲ καὶ αὐτὸ τοῦτο παρ ' ἄλλοις . Ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ὑπ ' αὐτοὺς τοὺς ἐτησίας ἀντίπνοιαι γίνονται
7143305 πεφρικοτα
ἐνέδρᾳ , περιῆν τοῦ Ἀννίβου καὶ τὸν στρατὸν περιέσωζεν αἰεὶ πεφρικότα τὰς Ἀννίβου μηχανάς : ὁ δ ' Ἀννίβας ,
δὲ κόκκυγα ἰδόντα καταπετασθῆναι καὶ καθεσθῆναι ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτῆς πεφρικότα καὶ ῥιγῶντα ὑπὸ τοῦ χειμῶνος . τὴν δὲ Ἥραν
7142519 θηκη
Πρυτανεῖον . θεσμοθέσιον , θόλος , καὶ ἡ τοῦ σίτου θήκη . Πρόχυσις . τὸ ἀποσπεῖσαι . Πρόπολος . νεωκόρος
καὶ ἐρωτῶντος , τί σημεῖον ἔχει ἡ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ θήκη , ἀπεκρίθη : Ἔβησσεν . Κυμαῖος πύκτην ἰδὼν πολλὰ
7141352 ὁρμηθη
τῶν παρεόντων ἀπέπλεε ἐς τὰς Ἀθήνας : καί , ὥσπερ ὁρμήθη ἐκ Καρδίης πόλιος , ἔπλεε διὰ τοῦ Μέλανος κόλπου
πτῶκα λαγωόν : ὣς Ἕκτωρ οἴμησε τινάσσων φάσγανον ὀξύ . ὁρμήθη δ ' Ἀχιλεύς , μένεος δ ' ἐμπλήσατο θυμὸν
7137353 συνοδοιπορον
λάινον ἄντρον Ἄρει ξέσας , τίς ὁ κέντρον ἐπίσκοπον ἁρμόσας συνοδοιπόρον εὗρε τὸν ἁλίου , ἐνέκλεισεν ἔσω δρόμον ἁμέρας ,
ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον : „ ἀπολώλαμεν ” , ἐκεῖνος δὲ ἔφη :
7136477 Εὐριπος
συμπατριῶται . Εὔβοι ' ] ⌈ ἢ [ ἡ ] Εὔριπος ⌈ ἢ [ ἡ ] Βοιωτία , ἡ Βοιωτία
. Ἁμαξιαῖα ῥήματα : ἐπὶ τῶν μεγάλων λόγων . Ἄνθρωπος Εὔριπος , καὶ ψυχὴ , καὶ διάνοια , καὶ τρόπος
7134021 Γεσιος
ἔτυχεν ἀξιωμάτων οὐ τῶν τυχόντων . καὶ εἰς κλέος ὁ Γέσιος μέγα ἀνέβη , οὐ μόνον ἰατρικῆς εἵνεκα παρασκευῆς ,
ἀπαίρει ἔτι διακρατούμενον ἐν τῷ σώματι . , . . Γέσιος ὁ δὲ ἀποσταλεὶς βασιλικὸς Ἀγάπιον καὶ τοὺς ἄλλους φιλοσόφους

Back