| Ἵππιον τὸν Εὐρυνόμου τοῦ τοῖς Κενταύροις μαχεσαμένου . ἦσαν δὲ Εὐρύνομος καὶ Ἠιονεὺς υἱοὶ Μάγνητος τοῦ Αἰολίδου καὶ Φυλοδίκης . | ||
| Εὐρύνομον δαίμονα . τοσοῦτο μέντοι δηλώσω , ὁποῖός τε ὁ Εὐρύνομος καὶ ἐπὶ ποίου γέγραπται τοῦ σχήματος : κυανοῦ τὴν |
| , οὐδὲ δόκωσις παρὰ τάς πως διακειμένας δοκούς , οὐδὲ πυγμὴ παρὰ τήν πως ἐσχηματισμένην χεῖρα , οὕτως εἰ οὐδὲν | ||
| ἀτελοῦς πυγμῆς συγκείμενος . καὶ δήλη μὲν ἡ πάλη , πυγμὴ δὲ τὸ πρὶν ἐσκευάζετο οὕτως . εἰς στρόφιον ὅ |
| Κρόνου δυσειδὴς ἔσται ὁ κλέπτης , μέλας , μυωπάζων , μικρόφθαλμος , ῥυτίδας ἐν τῷ σώματι ἔχων , χλωρός , | ||
| ἔσται ὁ κλέπτης , μέλας , μυωπάζων τοὺς ὀφθαλμούς , μικρόφθαλμος , ῥυτίδας ἐν τῷ σώματι ἔχων , ψεύστης , |
| Εἰ τὸ τρέφειν πώγωνα δοκεῖς σοφίαν περιποιεῖν , καὶ τράγος εὐπώγων αἶψ ' ὅλος ἐστὶ Πλάτων . Εἰ ταχὺς εἰς | ||
| ] φάραγγος ὠιήθην ? [ μακρῆς , ὀ δ ' εὐπώγων [ ] τε κεὔκερως [ . ἐπεὶ δὲ δὴ |
| ἔδωκαεἰ . τὰ τέλη τῶν συνθέτων ἐπικρατεῖ , καὶ τὸ εὔτακτος ὄνομα καὶ τὸ χειρογραφῶ ῥῆμα , πῶς οὐχὶ γέλοιον | ||
| δράματι καὶ σκώπτοντας τοὺς φαλακρούς . σώφρων ] ἐπαινετή , εὔτακτος , κοσμία . . σκέψασθ ' ] ἴδετε . |
| ὠνόμασται μὲν ἀπὸ τοῦ γαλακτῶδες ἀνιέναι : ἔστι μέντοι ἄλλως ἔντεφρος τῇ χρόᾳ γλυκύς τε πρὸς τὴν γεῦσιν . ἁρμόζει | ||
| ἐπιφάνειαν βοτρυώδη , χρώματι σποδοειδής , θλασθεῖσα δ ' ἔνδοθεν ἔντεφρος καὶ ἰώδης : δευτέρα δ ' ἐστὶν ἡ ἔξωθεν |
| , λίαν δυσπόριστος : καὶ χρὴ πόνων καὶ φροντίδων οὐ μετρητῶν . Ταῦτα μὲν εἶπε πρίν . Νῦν δὲ φησίν | ||
| ὡς τὴν οὐσίαν καὶ τὰς δυνάμεις καὶ τὰ τέλη τῶν μετρητῶν ἀφορίζοντα τῆς τῶν μέτρων οὕτως ἐπωνυμίας ἠξίωται . καὶ |
| “ τὰ τρωγάλια ” . Γ καὶ μὴ ἀφαίρει Γ γενναιοτάτου Γ : μηδὲν ἀφαίρει τῶν παρακειμένων , Γ ἀλλὰ | ||
| . Γ γενναιοτάτου τῶν ποιητῶν ] λείπει ἡ ἔξ . γενναιοτάτου τῶν ποιητῶν ] ἐκ τοῦ Γ γενναιοτάτου τῶν ποιητῶν |
| δὲ καὶ τοὺς υἱοὺς κεραυνοῖ πλὴν Νυκτίμου τοῦ νεωτέρου . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν λαβόντος ὁ ἐπὶ Δευκαλίωνος γίνεται κατακλυσμὸς | ||
| καὶ ἡ Ἴλιος καὶ ἡ Τροία μία πόλις γεγόνασι . Νυκτίμου δὲ τὴν βασιλείαν παραλαβόντος ὁ κατακλυσμὸς ὡς ληροῦσι , |
| ἑκάστην ἁψῖδα τῆς ἁμάξης οἷον [ τῶν τροχῶν ] τριῶν σπιθάμων τῆς ἐκ δέκα παλαιστῶν συγκειμένης . σύγκειται δὲ ἡ | ||
| ἑκάστην ἁψῖδα τῆς ἁμάξης οἷον [ τῶν τροχῶν ] τριῶν σπιθάμων τῆς ἐκ δέκα παλαιστῶν συγκειμένης . σύγκειται δὲ ἡ |
| : ὁ δὲ τοιοῦτος πεφυγάδευται θείου χοροῦ , καθάπερ ὁ λεπρὸς καὶ γονορρυής , ὁ μὲν θεὸν καὶ γένεσιν , | ||
| δέρμα τοῦ ὄφεως : λεκτίκιον : λεπὶς ἡ φολίς : λεπρὸς ὁ διάλευκος : λεαίνω τὸ ὁμαλίζω : λέγυνον τὸ |
| , οὐκ ἀπὸ τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ | ||
| , οὐκ ἀπὸ τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . . , : ἀποδρᾶν : |
| πλάττουσι γὰρ τὸν Ἀρράβιον ἄμφω . Βασσιανὸς καὶ ἡ τούτου τηθὶς συγγενεῖς τε ἄμφω μοι καὶ τιμῆς ἀξίω καὶ ὅ | ||
| μάμμη , καὶ μαῖα , ἡ τοῦ πατρὸς μήτηρ : τηθὶς , ἡ μητρὸς ἢ πατρὸς ἀδελφή . Πίνδαρος δὲ |
| Ἡρακλῆν ἀπελιθώθη . καὶ διέμεινεν ἔτι καὶ νῦν ὁ λίθος ἀνθρωποειδής . Δελφὸς ἀνὴρ στέφανον μὲν ἔχει , δίψει δ | ||
| Ἡρακλῆν ἀπελιθώθη . καὶ διέμεινεν ἔτι καὶ νῦν ὁ λίθος ἀνθρωποειδής . Δελφὸς ἀνὴρ στέφανον μὲν ἔχει , δίψει δ |
| τῆς Παριανῆς ὑπερκείμενον ἔχουσα πιτυῶδες ὄρος : μεταξὺ δὲ κεῖται Πα - ρίου καὶ Πριάπου κατὰ Λίνον χωρίον ἐπὶ θαλάττῃ | ||
| εἶναι : ἐμπεσόντος δὲ εἰς τὸ στρατόπεδον θορύβου τοῦ καλουμένου Πα - νικοῦ μετεστρατοπέδευσαν εἰς ἕτερον τόπον . οἱ δὲ |
| οὐκ ἀφυὴς ἔσῃ : ἕπεται καὶ ἀκολουθεῖ τῷ λόγῳ ὁ ἄωτος τῆς δίκης , ἤγουν ἡ δίκη περιφραστικῶς , αἰνεῖν | ||
| φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν . ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος , ἐσλὸν αἰνεῖν , οὐδ ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ |
| δὲ τοῦτο τὸ ζῷον οὐχ , ὥσπερ τινές φασιν , ἐξηλλαγμένως , ἀλλ ' ὁμοίως ἵπποις καὶ τοῖς ἄλλοις τετραπόδοις | ||
| πάσας τὰς σχέσεις ἡ αὐτὴ διαφορὰ τῶν δύο ὅρων μονάδι ἐξηλλαγμένως μέρος λεχθήσεται , τοῦ μὲν ἥμισυ , τοῦ δὲ |
| ἀφρῶδες περίχολον διαχώρημα , κακόν : κακὸν δὲ καὶ τὸ ἔκλευκον : ἔτι δὲ κάκιον τὸ ἀλητοειδὲς κοπριῶδες : κάρος | ||
| δὲ σφόδρα : φύλλον δὲ ἔχειν ὅμοιον πηγάνῳ , πλὴν ἔκλευκον , ἀείφυλλον δὲ εἶναι : καρπὸν δὲ παρόμοιον τῇ |
| Πλοῦτος ; Ἔρχεται . Ἀλλ ' ἦν περὶ αὐτὸν ὄχλος ὑπερφυὴς ὅσος . Οἱ γὰρ δίκαιοι πρότερον ὄντες καὶ βίον | ||
| ἣν καὶ στίβην καλοῦσιν . ὕποινος : ὁ οἰνώμενος . ὑπερφυὴς Κρόνος : ἐπ ' ἀρχαιότητι καὶ εὐηθείᾳ . ὑάλινα |
| , ἢ ἐπικότως . παρὰ τὸ φιλεῖν . Ἡρωδιανός . Ζῶον . ἀπὸ τοῦ ζῆν καὶ τῆς ἐν ἡμῖν ζήσεως | ||
| : Φέρεται δὲ τοῦτο καὶ ἐν τοῖς Τεύκρου Ὁρισμοῖς : Ζῶον ἄπουν ἀνάκανθον ἀνόστεον ὀστρακόνωτον ὄμματά τ ' ἐκκύπτοντα προμήκεα |
| μὲν ἄφοβος , ἀδαιὴς δὲ διὰ τοῦ αι ἀμαθής . ἀναλγὴς μὲν ὁ μὴ ἀλγῶν , ἀνάλγητος δὲ ὁ ἀνεπίστρεπτος | ||
| εἰς τοῦτο ἀχθῇ . ἀνάλγητος ὁ ἀνεπίστρεπτος τοῦ καθήκοντος , ἀναλγὴς ὁ μὴ ἀλγῶν . ἄντικρυς τὸ διαρρήδην καὶ φανερῶς |
| πυκνός , ξηρός , ἀτερηδόνιστος , ἄβρωμος , τῇ γεύσει δηκτικὸς καὶ πυρώδης . μιγνύουσι δ ' ἔνιοι τὰς ῥωμαλεωτάτας | ||
| πυκνός , ξηρός , ἀτερηδόνιστος , ἄβρωμος τῇ γεύσει , δηκτικὸς καὶ πυρώδης . δολοῦσι δ ' αὐτὸν ἔνιοι ῥίζας |
| καὶ τοῦ ζητηματικοῦ ὁ μέν ἐστιν ἀγωνιστικός , ὁ δὲ γυμναστικός . κέχρηται δὲ τῷ μὲν ὑφηγηματικῷ θεωρητικῷ ἐν τοῖς | ||
| , εἰκονικός , Σικελικός . ὁ μὲν πάγχρηστος ὑπέρυθρος , γυμναστικός , ὑποκεχρωσμένος , ῥυτίδας ὀλίγας ἔχων ἐπὶ τοῦ μετώπου |
| Οὕτω δὴ καὶ ἐν τῷ παντί , εἰς ὃ ἂν φθάνῃ , ἐν ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ μέρει φυτοῦ καὶ ἀποτετμημένου | ||
| ὡς ζυγὰ ἐξ ἴσης ἀφιέμενα , ἵνα πάντως ἐπιτύχῃ καὶ φθάνῃ τὴν ἐπὶ τὸ τεῖχος φορὰν αὐτοῦ περισπῶντα : καὶ |
| παρὰ τὸ αἴρω , τὸ ἐπαίρω . . . . ἁρματροχιά : ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ . | ||
| παρὰ τὸ αἴρω , τὸ ἐπαίρω . . . . ἁρματροχιά : ὁ τύπος καὶ ἡ ἐγχάραξις τοῦ τροχοῦ . |
| παρ ' αὐτὸ πάντα διὰ τοῦ ο : τριόδους : καρχαρόδους . Ὄλβος παρὰ γὰρ τὸ ὅλος , καὶ πλεονασμῷ | ||
| τοὺς κακούργους ἐποίησαν . Ὁ λύκος ἔστι μὲν καὶ αὐτὸς καρχαρόδους καὶ τῶν πολυσχιδῶν , βαδίζει δὲ κατὰ διάμετρον . |
| δὲ τὸ κύριον , ἢ ἡ βοτάνη . τὸ δὲ Δρυμός καὶ ἐπὶ τοῦ κυρίου καὶ προσηγορικοῦ ὀξύνεται . Τὰ | ||
| Φιλιππικοῖς . Δρομοκήρυκες : Αἰσχίνης . οἱ λεγόμενοι ἡμεροδρόμοι . Δρυμός : πόλις μεταξὺ Βοιωτίας καὶ τῆς Ἀττικῆς : Δημοσθένης |
| ὀστέον . εἰσὶ δὲ οἵδε , πολύπους τευθὶς ἀκαλήφη ναύπλιος ἑλεδώνη πορφυρίων σηπία . αὕτη δὲ μόνη καὶ τοὺς ἀποδρᾶναι | ||
| στυγῶ μεταλλακτῆρα πολύπουν χρόος . εἴδη δ ' ἐστὶ πολυπόδων ἑλεδώνη , πολυποδίνη , βολβοτίνη , ὀσμύλος , φησὶν Ἀριστοτέλης |
| ἡμίονοι . λάβραξ . Ἀριστοτέλης φησὶν ὅτι μονήρεις εἰσὶ καὶ σαρκοφάγοι . γλῶσσαν δ ' ἔχουσιν ὀστώδη καὶ προσπεφυκυῖαν , | ||
| ἃς οἱ ποδαγρικοὶ τοὺς πόδας ἐντιθέντες ὠφελοῦνται , καὶ σοροὶ σαρκοφάγοι γίνονται . ἰσχναίνει καὶ τὰ πολύσαρκα καὶ παχέα σώματα |
| . ἐὰν δὲ ἡ Ἀφροδίτη ἔσται εὔμορφος , εὔκοσμος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα μελάγχρους , εὔσαρκος | ||
| ὁ τῆς Ἀφροδίτης ἔσται εὔμορφος ὁ κλέπτης , εὔκομος , εὐόφθαλμος , μελανόμματος , λευκόχρους καὶ ἠρέμα ὑπό τι μελάγχρους |
| περιποιησάμενος λόγων εἰς Ἀλεξάνδρειαν ἀπῄει πρὸς Πτολεμαῖον τὸν Φιλοπάτορα . Βιβλία δὲ γέγραφε τάδε : περὶ κόσμου δύο : περὶ | ||
| . βιοὺς δὲ πρὸς τὰ ὀγδοήκοντ ' ἀσιτίᾳ κατέστρεψε . Βιβλία δ ' αὐτοῦ φέρεται τάδε : Περὶ ἀπαθείας βʹ |
| λευκὰς καὶ ἑτέρας ζώνας ξανθιζούσας . Λίθος πολύζωνος . Οὗτος στιβαρός ἐστι , πυκνός , στερεός , ὑπόχρους , ἔχων | ||
| ἢ καὶ ὡς ὑποστρόγγυλος , τὴν δὲ φύσιν τραχύς , στιβαρός , μελανόχροος καὶ πυκνός . Καὶ πάντοθεν δὲ αὐτὸν |
| , τοῦ Αἰήτου πυθομένου περὶ τῶν προειρημένων ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν οὑπιχώριος ; λέγοντα : καὶ κάρτα φρίξας τ ' | ||
| μὲν οὐκ ἄρ ' ᾖστε τὸν Προμηθέα ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν οὑπιχώριος ; καὶ κάρτα : φρίξας γ ' εὐλόφῳ |
| Ἐπίχαρμος δ ' ἐν Φιλοκτήτηι ἔφη οὐκ ἔστι διθύραμβος , ὅκχ ' ὕδωρ πίηις . . , . : Ἀθηναῖοι | ||
| τὸ τύμμα , καὶ ἁλίκον ἄνδρα δαμάσδει . εἰς ὄρος ὅκχ ' ἕρπῃς , μὴ νήλιπος ἔρχεο , Βάττε : |
| ἔσται : κίνδυνος δὲ ἢ θανεῖν ἢ ἄφορον γενέσθαι . Σημήϊα δὲ ταῦτα γίνεται ἢν ἕλκεα ἐνῇ : ἐπὴν χωρέῃ | ||
| , τὸ εὔφορον , ἢ μὴ , οἷα δεῖ . Σημήϊα ταῦτα , ὀδμαὶ χρωτὸς , στόματος , ὠτὸς , |
| τὴν ἀγνοουμένην ἔξοδον ἀπέκλειε . κατεσκευάκει δὲ αὐτὸν Δαίδαλος ὁ Εὐπαλάμου παῖς τοῦ Μητίονος καὶ Ἀλκίππης . ἦν γὰρ ἀρχιτέκτων | ||
| τοῦ Φελλάτα καλουμένου λίθου , ἔργον δὲ εἶναι Σίκωνος τοῦ Εὐπαλάμου , ὥς φησι Πολέμων ἔν τινι ἐπιστολῇ . : |
| διώβολον καὶ αὐτὸν σὺν ὀξυμέλιτι . καὶ ὁ δι ' ἐρίκης δὲ τροχίσκος ἐπιτήδειος τούτοις : ἔχει δὲ ἡ σύνθεσις | ||
| . Ἄλλος τροχίσκος καὶ αὐτὸς ὁ δι ' ἐρίκης . ἐρίκης καρποῦ ἑξάγιον δ πεπέρεως λευκοῦ ναρδοστάχυος ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἀνὰ |
| ὑποκειμένη θερμότης . Ὁ δὲ μαρασμός ἐστι πυρετὸς ἀδιάλειπτος , βληχρός , ἐκδαπανῶν καὶ καταμαραίνων τὰ στερεὰ τοῦ σώματος μόρια | ||
| τὴν λέξιν ἐπὶ μὲν τοῦ ἀσθενοῦς ἀπὸ τοῦ βέβληται : βληχρός , ὁ καταβεβλημένος καὶ πεπτωκώς , ἀπὸ τῶν παλαιόντων |
| ἔξω τοῦ βουλευτηρίου μετέωρον ἐξαρπάσας αὐτὸν ἀκμάζων τὸ σῶμα καὶ ῥωμαλέος ἀνὴρ ῥιπτεῖ κατὰ τῶν κρηπίδων τοῦ βουλευτηρίου τῶν εἰς | ||
| τὴν οὐρὰν καὶ ἀνεῳγμένους ἔχει τοὺς ὀφθαλμούς . ἔστι δὲ ῥωμαλέος καὶ συνετός . τὰ οὖν ἡμίβρωτα κρέα οὐ φυλάττει |
| Ἀμφωρεὺς , τὸ δίωτον σταμνὴν τὸ ἀμφοτέρωθεν φερόμενον : Θεόκριτος ἀμφῶες , νεοτευχές . Ἅρμα , παρὰ τὸ αἵρω ῥῆμα | ||
| δύο πέλλας , καὶ βαθὺ κισσύβιον κεκλυσμένον ἁδέι κηρῷ , ἀμφῶες , νεοτευχές , ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον . τῶ ποτὶ |
| ἡδὺς ὁ βίος γίνεται τοῖς ἀνθρώποις . ἀλλ ' ὅταν αἴγλα Διός : ἀλλ ' ὅταν αἴγλη τις καὶ φῶς | ||
| ; ὀνείρατα σκιᾶς ἐσμεν οἱ ἄνθρωποι . ἀλλ ' ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ : ἀλλ ' ὅταν ἐκ Διὸς δεδομένη |
| τὸ μετὰ τοὺς ἀστραγάλους πᾶν : ἀφ ' οὗ ὀνόματα εὔπους ὠκύπους ταχύπους καὶ ὡς Πλάτων ἀντίπους , εὐποδία ἀποδία | ||
| καὶ αὕτη ὠκεῖά τε ἦν καὶ φιλόπονος καὶ εὔψυχος καὶ εὔπους , ὥστε καὶ τέτταρσιν ἤδη ποτὲ λαγωοῖς ἐφ ' |
| ἀηδών | χελιδών | ἀλκυών | ἔποψ | πελεκάς κύκνοι τριόρχης | πιπώ | ὀρχῖλος | αἴθυια γλαῦξ | βύσσα | ||
| ὁ Καλλίμαχος . μήποτε οὖν κίσινδις γραπτέον . ὁ δὲ τριόρχης εἶδος ἱέρακος . ῥύμῃ : Φορᾷ βιαίᾳ . δονεῖται |
| ὀστέου , πρινὴ δὲ εἰς ἕλκος ἐκραγῇ τὸ ἀπόστημα , ἀγχίλωψ καλῶ . ποιεῖ καὶ γλαύκιον καὶ κρόκος ἅμα χυλῷ | ||
| : πρὶν ἢ δὲ εἰϲ ἕλκοϲ ἐκραγῇ τὸ ἀπόϲτημα , ἀγχίλωψ λέγεται . καλῶϲ οὖν ποιεῖ καὶ γλαύκιον καὶ κρόκοϲ |
| ἀριθμοὶ πόσοι ; [ γ . ἑνικός , δυϊκός , πληθυντικός ] [ ] . ἑνικὸς τί [ ἐστιν ] | ||
| τρεῖς [ ἑνικός ] , [ δυϊκός ] , [ πληθυντικός ] ? . [ πτώσεις ] ? πέντε ὀρθή |
| . εὐθέως οὖν ἀπὸ τῆς λεκάνης ἀνασπάσας ἰξὸν ἐπαλείφω τῶν ἀχράδων τοὺς κλάδους , καὶ ὅσον οὔπω τὸ νέφος ἐπέστη | ||
| τῶν κυδωνίων ὁ χυλὸς , ἐν ἀπορίᾳ δὲ τούτων καὶ ἀχράδων καὶ μεσπίλων καὶ βραβύλων καὶ κρανιῶν καὶ προύμνων . |
| πρῆσαι . Γόου δὲ μηδὲν εἰσίτω δάκρυ , ἀλλ ' ἀστένακτος κἀδάκρυτος , εἴπερ εἶ τοῦδ ' ἀνδρός , ἔρξον | ||
| ἄλλο μαλακὸν οὐθὲν ἐνδούς , ἀλλ ' ἄδακρύς τε καὶ ἀστένακτος καὶ ἀτενὴς διαμένων εὐκαρδίως ἤνεγκε τὴν συμφοράν . οὕτως |
| Δημοσθένη . Δυϊκά . Ἡρακλέε Ἡρακλῆ , Ἡρακλέοιν Ἡρακλοῖν , Ἡρακλέε Ἡρακλῆ . Πληθυντικά . Ἡρακλέες Ἡρακλεῖς καὶ ἀττικῶς Ἡρακλαῖ | ||
| εἴκασται . ἐν δὲ τῷ ἱερῷ τιμᾶσθαι μὲν ἄμφω τὼ Ἡρακλέε φασίν , ἀγάλματα δὲ αὐτοῖν οὐκ εἶναι , βωμοὺς |
| ἀγαθογνώμων , εὔσαρκος , εὐτραφής . ἐὰν δὲ ὁ Κρόνος δυσειδὴς ἔσται ὁ κλέπτης , μέλας , μυωπάζων τοὺς ὀφθαλμούς | ||
| , εὐτραφής , δασυγένειος . ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Κρόνου δυσειδὴς ἔσται ὁ κλέπτης , μέλας , μυωπάζων , μικρόφθαλμος |
| εἶδος καὶ ἔστι τὰ τεμάχη αὐτοῦ λιπαρώτερα . τὸ δὲ ὠμοτάριχος , βαρὺ καὶ γλοιῶδες καὶ δύσπεπτον . ὁ δὲ | ||
| λόγος . ἀβάκιον , ψῆφον : λέγε . ἔστ ' ὠμοτάριχος πέντε χαλκῶν . λέγ ' ἕτερον . μῦς ἑπτὰ |
| βωτιάνειρα καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη . ἔνθεν ἀνερχομένοιο παρ ' εἰαμενὰς Ἐρυμάνθου Σπάρτην καλλιγύναικα , φίλην πόλιν Ἀτρείωνος , κεκλιμένην ἐνόησεν | ||
| ἤπειρον . Ψωφιδίοις δὲ καὶ παρὰ τῷ Ἐρυμάνθῳ ναός ἐστιν Ἐρυμάνθου καὶ ἄγαλμα . ποιεῖται δὲ πλὴν τοῦ Αἰγυπτίου Νείλου |
| . . : σοφῷ γὰρ κτλ . . . ] Γνώμη . : πάσχειν δὲ κτλ . . . ] | ||
| ἀναγράφει Λυγκεύς . Κορύδῳ συμπινούσης τινὸς ἑταίρας , ᾗ ὄνομα Γνώμη καὶ τοῦ οἴνου ὑπολίποντος εἰσφέρειν ἐκέλευσεν ἕκαστον δύο ὀβολούς |
| πλάκα σαπφείροιο ἐξεδάη περὶ κόλπον Ἐρυθραίων Ἀριηνῶν . τῆς βαθυχλοιάοντος ἰάσπιδος ἢ ἀμεθύστου πορφυρόεντος ἄγαλμα , μελαγκράτης θ ' ὑάκινθος | ||
| σαρδίῳ , πη δὲ τῷ σμαράγδῳ , καὶ τοῦ μὲν ἰάσπιδος τὸ ὑελῶδες ἔχει , τοῦ δὲ σαρδίου τὸ αἱματῶδες |
| ἐν Ἀρτοποιητικῷ . ὕες . Ἐπίχαρμος : ἦν δ ' ὑαινίδες τε βούγλωσσοί τε . λέγει δὲ καὶ ὕας , | ||
| δὴ τρίγλας τε κυφὰς κἀχαρίστους βαιόνας . ἦν δ ' ὑαινίδες τε βούγλωσσοί τε καὶ κίθαρος ἐνῆς . τρυγόνες τ |
| πόντον βροντῆς τε στεροπῆς τε πυρός τ ' ἀπὸ τοῖο πελώρου πρηστήρων ἀνέμων τε κεραυνοῦ τε φλεγέθοντος : ἔζεε δὲ | ||
| νόημ ' ἐποτᾶτο : πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρη δεινοῖο πελώρου , Γοργοῦς : ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε , |
| , ἀνατμηθεῖσα δὲ κυνὶ τὰ ἐντόσθια πάντα κέκτηται ὅμοια . ὀχεύει δὲ ἐπιβαίνουσα καθάπερ καὶ ὁ κύων : τίκτει δὲ | ||
| ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος καὶ πολὺν χρόνον πλησιάζει διὰ τὸ ἄναιμος |
| κόσμου ἦν ἔτος , γσλαʹ . Θηβαίων Αἰγυπτίων ιαʹ ἐβασίλευσε Σίριος , ὅ ἐστιν υἱὸς κόρης , ὡς δὲ ἕτεροι | ||
| ' Ἀλεξανδρείας ὀξύνουσιν . Φασηλοῦσσαι , δύο νῆσοι Λιβύης πλησίον Σίριος ποταμοῦ . Ἑκαταῖος περιηγήσει Λιβύης . οἱ νησιῶται Φασηλουσσαῖοι |
| δὲ ἐν αὐτῷ λίθος κλειτορὶς ὀνομαζόμενος : ἔστι δὲ λίαν μελάγχρους : ὃν κόσμου χάριν οἱ ἐγχώριοι φοροῦσιν ἐν τοῖς | ||
| ἐρᾶν : νέος μὲν γὰρ ἦν ὁ Τρωίλος καὶ ὡραῖος μελάγχρους δὲ καὶ βαθυγένειος καὶ Ἀχιλέως ἐρώτων ἀνάξιος . μετὰ |
| παιδίσκας ἔχων ; οἰκόσιτον νυμφίον οὐδὲν δεόμενον προικὸς ἐξευρήκαμεν . ἀνεμιαῖον ἐγένετο . καὶ λαιμὰ βακχεύει λαβὼν τὰ χρήματα . | ||
| φιλόσοφος ἐν Θεαιτήτῳ Ἀνεμιαῖα , καὶ Μένανδρος Δακτυλίῳ : „ ἀνεμιαῖον ἐγένετο . „ Ὑπηνέμια καλεῖται τὰ δίχα συνουσίας καὶ |
| προτομὴ διαφέρει . εἰκὼν μὲν γὰρ λέγεται ἐπὶ ἀνθρώπου , προτομὴ δὲ ἐπὶ λέοντος . ἕλκος καὶ ὠτειλὴ διαφέρει . | ||
| ἀνοσίοις Ἰουδαίοις συνηγορεῖν . ταῦτα λέγοντος Ἑρμαΐσκου ἡ τοῦ Σαράπιδος προτομὴ ἣν ἐβάσταζον οἱ πρέσβεις αἰφνίδιον ἵδρωσεν , θεασάμενος δὲ |
| ἐπιτήδειος , γνώριμος , προσηταιρισμένος , οἰκεῖος , ᾠκειωμένος , ὁμογνώμων , ὁμοήθης , ὁμότροπος , ὁμόσιτος , ὁμοτράπεζος , | ||
| . τῷ μὲν οὖν πρώτῳ χρόνῳ ὁ Κριτίας τῷ Θηραμένει ὁμογνώμων τε καὶ φίλος ἦν : ἐπεὶ δὲ αὐτὸς μὲν |
| Ῥωμαίων ἐπ ' Ἰλλυριοὺς ναυσὶν ὁμοῦ καὶ πεζῷ στρατευόντων , Ἄγρων μὲν ἐπὶ παιδίῳ σμικρῷ , Πίννῃ ὄνομα , ἀποθνήσκει | ||
| Ἠπείρου βασιλεύς , κατεῖχε καὶ οἱ τὰ Πύρρου διαδεξάμενοι . Ἄγρων δ ' ἔμπαλιν τῆς τε Ἠπείρου τινὰ καὶ Κέρκυραν |
| Δίσκου μεγίστου τάρροθος . οὐκ ἄλλη δὲ τῶν Νηρηίδων τοῦ Δίσκου ἤτοι τοῦ λίθου δηλονότι τοῦ Διὸς γέγονε βοηθός , | ||
| μνίοις δὲ καὶ βρύοις σαπρὸν κρύψει κατοικτίσασα Νησαίας κάσις , Δίσκου μεγίστου τάρροθος Κυναιθέως . τύμβος δὲ γείτων ὄρτυγος πετρουμένης |
| τις , ⌊ οἵ τ ' ἀργίλοφον ⌋ πὰρ ⌊ Ζεφυρίου ⌋ κολώναν ⌊ ⌋ νὑπὲρ [ ! ! ! | ||
| ἐστι παντὶ ἀνέμῳ : καὶ ὕδωρ ἔχει . Ἀπὸ τοῦ Ζεφυρίου καὶ τῶν Δελφίνων ἐπὶ τὸν Ἆπιν στάδιοι λʹ : |
| δορκάς , βούβαλος , τραγέλαφος , πύγαργος , ὄρυξ , καμηλοπάρδαλις . ἀεὶ γὰρ τῆς ἀριθμητικῆς θεωρίας περιεχόμενος , ἣν | ||
| , πάνθηρες ἑκκαίδεκα , λυγκία τέσσαρα , ἄρκηλοι τρεῖς , καμηλοπάρδαλις μία , ῥινόκερως Αἰθιοπικὸς εἷς . Ἑξῆς ἐπὶ τετρακύκλου |
| Ἀριθμοί εἰσι τρεῖς , ἑνικὸς δυϊκὸς καὶ πληθυντικός : καὶ ἑνικὸς μέν ἐστιν ὁ ἕν τι σημαίνων , οἷον Αἴας | ||
| . ἑνικός , δυϊκός , πληθυντικός ] [ ] . ἑνικὸς τί [ ἐστιν ] ; ἀριθμὸς ὁ [ οἷον |
| ὁ λόγος διήνυσται , καιρὸς διαγράψαι καρχαρόδοντάς τε θῆρας καὶ χαυλιόδοντας . Γινέσθω δὲ ἡμῖν ὁ λέων τοῦ περὶ αὐτῶν | ||
| ὡς καὶ βοῦς , σιμόν , λοφιὴν ἔχον ἵππου , χαυλιόδοντας φαῖνον , οὐρὴν ἵππου καὶ φωνήν , μέγαθος ὅσον |
| τερατώδης , ἐκβόλιμος οἷον σατυρίσκος ἢ ἑρμαφρόδιτος , δίδυμος ἢ δικέφαλος . Τὸ δ ' ἐφεξῆς τούτῳ δωδεκατημόριον , ὃ | ||
| σφοδρῶς πλήττουσα . * ὀλίγη : λεπτή ἀμφικαρὴς δὲ ἤγουν δικέφαλος : ψευδῶς δέ φησιν : οὐ γάρ ἐστιν , |
| μέσα ἡσδηποτοῦν ἑξάδος ὡς ἐπὶ τῆς δευτέρας δεδήλωται ἀπαρτηθῇ ὁ τριακοστὸς ἀριθμός , οὐκέτι προσθήσομεν τὸν ιδʹ , ἀλλὰ πάλιν | ||
| . ἐπὶ τοίνυν τοῦ παρόντος δόξα αὐτῷ ἐστιν ὁ Ἀλκιμέδων τριακοστὸς νικητὴς ἀναδειχθείς . λέγεται γὰρ σὺν τούτῳ ἀλεῖψαι τριάκοντα |
| οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι δὲ χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς | ||
| , οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν οἱ κέφαλοι καὶ πρὸς |
| . δύναται καὶ Δαραῖος . εἰσὶ δὲ Δαρραί διὰ δύο ρρ ἔθνος πρὸς τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ . Δαριστάνη , πόλις | ||
| τέ οἱ δεῖμεν πόσις : ὅρρα τέ οἱ διὰ δύο ρρ . αἱ δὲ Ἀριστάρχειοι δι ' ἑνὸς ρ τὰ |
| : ἀπὸ μὲν τοῦ ὁμοίου ὡς ἐπ ' ἐκείνου , πεφώραταί τις ἐν ἐρημίᾳ ξίφος ᾑμαγμένον κατέχων καὶ κρίνεται φόνου | ||
| : ἀπὸ μὲν τοῦ ὁμοίου , ὡς ἐπ ' ἐκείνου πεφώραταί τις ἐν ἐρημίᾳ ξίφος ᾑμαγμένον κατέχων καὶ κρίνεται φόνου |
| . Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔνεστ ' ἰδεῖν . Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν . Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες | ||
| . Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ ' ἰδεῖν . Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν . Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν |
| . ὠὰ δὲ πέρδικος λεῖα σὺν μέλιτι ὀξυωπίαν παρέχουσι καὶ ὠκυτόκιά εἰσι . στρουθοκαμήλου ὠὸν ποδαγροὺς χριόμενον ὠφελεῖ . Ὠὰ | ||
| δὲ τῶν πτερύγων πτίλα σὺν ὠκίμου ῥίζῃ περιαπτόμενα γυναικὶ δυστοκούσῃ ὠκυτόκιά εἰσιν . Ἐξ ἑτέρας βίβλου : τοῖς πρώτοις νεοσσοῖς |
| ὀδόντας ἰσχυρῶς ὑπολανθάνοντας . ἦν δὲ ἄρα δηκτικὸν καὶ ὁ ὀσμύλος καὶ ὁ πολύπους : καὶ δάκοι μὲν ἂν οὗτος | ||
| δ ' ἐστὶ πολυπόδων ἑλεδώνη , πολυποδίνη , βολβοτίνη , ὀσμύλος , φησὶν Ἀριστοτέλης καὶ Σπεύσιππος . Ἀριστοτέλης δ ' |
| ὑπόπλατυ . φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : | ||
| ἔχουσα , περιεκτικὸν σπέρματος . Ἀνδρόσαιμον θάμνος ἐστὶ λεπτόκαρπος , φρυγανώδης , πεφοινιγμένος τὰ ῥαβδία : φύλλα τριπλάσια πηγάνου , |
| ἀρχῆς τὸν Ἰσόδημον ἀπεστέρησε τοιόνδε τι τεχνάσας . Ἦν τις Χαιρέδημος , ἀνὴρ τῶν ἀστῶν Ἰσοδήμου φίλος . Οὗτος ὁρῶν | ||
| . Εἰ γὰρ δήπου , ἔφη , πατήρ ἐστιν ὁ Χαιρέδημος , ὑπολαβὼν ὁ Εὐθύδημος , πάλιν αὖ ὁ Σωφρονίσκος |
| , ποιοῦμεν τὰ αἰσχρά : σὺ τὴν ἐναντίαν διαστροφὴν ἔσῃ διεστραμμένος δογματίζων τὰ αἰσχρά , ποιῶν τὰ καλά . Τὸν | ||
| ἑψομένου τοῦ ὕδατος , θερμαινομένου δίεισι διὰ τοῦ στόματος ἀὴρ διεστραμμένος , καὶ τὰ ἄρθρα διαλύεται πρὸ τῶν πυρετῶν καὶ |
| , ὠνήσασθε τὸν συνετώτατον , τὸν ἅπαντα ὅλως ἐπιστάμενον . Ποῖος δέ τις ἐστί ; Μέτριος , ἐπιεικής , ἁρμόδιος | ||
| ἐφόρεσαν , τὸν δὲ ἱματισμὸν τῶν παρθένων οὐκ ἐνεδύσαντο . Ποῖος , φημί , ἱματισμὸς αὐτῶν ἐστι , κύριε ; |
| , ὁ δ ' ὑπόλοιπος εἷς , ὅσπερ καὶ πάντων ἰσχνότατός ἐστιν , ἐπιπολῆς μὲν ἐπὶ τῷ δέρματι τέτακται κατὰ | ||
| , ὁ δ ' ὑπόλοιπος εἷς , ὅσπερ καὶ πάντων ἰσχνότατός ἐστιν , ἐπιπολῆς μὲν ἐπὶ τῷ δέρματι τέτακται κατὰ |
| καὶ μυκτῆρα τραχύν , ἐπισκύνιον μετέωρον , ὀφθαλμοὺς σκυθρωπούς : ὕπωχρος δ ' ἐστὶ καὶ τὸ γένειον προπαλέστερος . ὁ | ||
| καὶ τὰ ἔσω τῆς χειρός . ἧλος συστροφὴ τυλώδης περιφερὴς ὕπωχρος , ἡλοειδής ὅτι ἄνωθεν μὲν εὐρύνεται , περὶ δὲ |
| ἄρχονται μέν , φησί , κύειν τῶν κεστρέων οἱ μὲν χελλῶνες Ποσειδεῶνος μηνὸς καὶ ὁ σαργὸς καὶ ὁ μύξος καλούμενος | ||
| γὰρ οἳ μὲν κέφαλοι , οἳ δὲ κεστρεῖς , ἄλλοι χελλῶνες , οἳ δὲ μυξῖνοι . ἄριστοι δ ' εἰσὶν |
| , οἷον εἰ πορνοβοσκὸς ὤν τις πάσας ἔχοι θηλείας ἢ φιλογέωργος ὢν πάντας ἄρρενας : ἐπὶ γὰρ τούτων οἱ μὲν | ||
| Ἀριστοτέλης φησὶ τιθεὶς ἐπὶ Ἀγκαίου τὴν παροιμίαν , ὅτι γέγονε φιλογέωργος Ἀγκαῖος καὶ πολλὰς ἐφύτευσεν ἀμπέλους . εἰπόντος δὲ αὐτῷ |
| τρόπον κατελύθη . ὁ δὲ τοῦ στόλου τὴν ναυαρχίαν ἔχων Γλῶς , γεγαμηκὼς τοῦ Τιριβάζου τὴν θυγατέρα , περίφοβος ὢν | ||
| , περισπᾶται . τὰ μέντοι ἰσοσύλλαβα περισπῶνται : σῶς Κρῶς Γλῶς Κῶς χωρὶς τοῦ ζώς : καὶ τὸ δώς ὀξύνεται |
| καὶ ἡ ἑκάστου αὐτῶν ἑρμηνεία , οἷον ἥ τ ' αὔλησις καὶ ἡ ᾠδὴ καὶ τὰ λοιπὰ τῶν τοιούτων : | ||
| ξένους : ἔνθεν Ἀριστοφάνης τὸν συκοφάντην Ἀβυδοκόμην εἶπεν . Ἀγαθώνιος αὔλησις : ἡ μαλακὴ , καὶ μήτε πικρὰ μήτε χαλαρὰ |
| τὴν παραλήγουσαν , ἐκτείνουσι καὶ τὴν λήγουσαν . ὁμοίως τὸ ψηφίς , κρηπίς , τευθίς . Τρύφων ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἄρτων | ||
| τὸ ι ἐπὶ τέλους ἔχουσι τὸν τόνον , οἷον κνημίς ψηφίς σφραγίς κρηπίς : οὕτως οὖν καὶ ἀψίς . πρόσκειται |
| ὅ γε πρὶν θανέειν ἀναδύεται , ἀλλ ' ἐπὶ παισὶν ἡμιθανὴς προβέβηκε , μέλει δέ οἱ οὔτι μόροιο τόσσον , | ||
| : χάριν παίδων . παίδων : παισίν . Ἡμιδαμής : ἡμιθανὴς , ἡμίκοπος . ἡμιδαής : ἡμίτμητος , ἡμιμέριστος , |
| δ ' ἔπλετο θαῦμα , οὕνεκα δὴ ῥυτῆρος ἀπεκρέμαθ ' αἱματόεσσα , Ἄρεος ἐννεσίῃσι φόβον δηίοισι φέρουσα : φαίης κεν | ||
| ἠδ ' ἄρρηκτος , ὑπαὶ δέ οἱ ἔσκε τένοντος σύριγξ αἱματόεσσα κατὰ σφυρόν : ἀμφ ' ἄρα τήνγε λεπτὸς ὑμὴν |
| ἐκ λήθης Μανασσῆς , τοῖς δὲ τὸ πρότερον ὁ καρποφόρος Ἐφραΐμ . ὅθεν καὶ Βεσελεὴλ ἀνακαλεῖ ὁ θεὸς ἐξ ὀνόματος | ||
| ἐστὶ μάθησις πρὸς φύσιν , τοῦτον ἔχει λόγον Μανασσῆς πρὸς Ἐφραΐμ , τὸ δ ' ἐστὶ πρὸς μνήμην ἀνάμνησις . |
| ἄλοχον . ἔστιν εὐπορῆσαι καὶ ἄλλων γρίφων : ἐν Φανερᾷ γενόμαν , πάτραν δέ μου ἁλμυρὸν ὕδωρ ἀμφὶς ἔχει : | ||
| ποίην δ ' ἦλθες ἐς ἡλικίην ; ἑπταέτις τρὶς ἑνὸς γενόμαν ἔτι . ἦ ῥά γ ' ἄτεκνος ; οὔκ |
| γλαυκώϲεωϲ Δημοϲθένουϲ . γλαύκωϲιϲ λέγεται διττῶϲ : ἡ μὲν γὰρ κυρίωϲ γλαύκωϲιϲ μεταβολή ἐϲτι πρὸϲ τὸ γλαυκὸν καὶ ξηρότηϲ καὶ | ||
| καὶ ἡ Ἔϲδρα ἀντίδοτοϲ οὐδὲν ἧττον τῶν εἰρημένων . Ἡ κυρίωϲ πλευρῖτιϲ φλεγμονὴ τοῦ τὰϲ πλευρὰϲ ὑπεζωκότοϲ ὑμένοϲ ἐϲτίν , |
| ἀνθρακιὰ συνάγεται . πνιγεύς : πνίγω τὸ δι ' ὕδατος νεκρῶ τινα , καὶ πνῖγος τὸ καῦμα καὶ ἀπ ' | ||
| ἀνθρακιὰ συνάγεται . πνιγεύς : πνίγω τὸ δι ' ὕδατος νεκρῶ τινα , καὶ πνῖγος τὸ καῦμα καὶ ἀπ ' |
| ἀριθμὸς ὁ [ οἷον ] [ ὁ ] Ὅμηρος . δυϊκὸς [ τί ] ἐστιν ? ; ἀριθμὸς [ ] | ||
| ; Ἀλλ ' οὐκ ἔστιν ὅμοια : ὁ μὲν γὰρ δυϊκὸς ὡς κύριον ὄνομα κατὰ τοῦ δύο ἐτάχθη , ὁ |
| καὶ δημηγορεῖν . ΓΘ τὸ δὲ “ ὦ μῶρε ” προπερισπαστέον . χρῆσις γὰρ αὕτη Ἀττικῶν . τὸ δὲ “ | ||
| ” δέκα Ὀλυμπιᾶσιν ἐφεξῆς ἐνίκησεν ὁ δεῖνα “ , ⌈ προπερισπαστέον [ προπερισπᾶται ] . Γ γίνεται γὰρ τὸ μὲν |
| ' ἥδιστά γ ' ἐπιδορπίζομαι . πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραπόδι ' ἤδη ταῦθ ' , | ||
| ἄλλα γένη καταλέγων ποτηρίων φησί : πρίστις , τραγέλαφος , βατιάκη , λαβρώνιος . ἀνδραποδιον δὴ ταῦθ ' , ὁρᾷς |
| ἐν Ἐκβατάνοισι ταῦθ ' ὑφαίνεται . ἐν Ἐκβατάνοισι γίγνεται κρόκης χόλιξ ; πόθεν , ὦ ' γάθ ' ; ἀλλὰ | ||
| . . κρόκης ὑφαίνεται . χολάς . χόλιξ : ⌈ χόλιξ λέγεται τὸ τοῦ Γ βοὸς ἔντερον , ὅ ἐστι |
| μόνος ψυκτῆρα , κύαθον , κυμβία , ῥυτὰ τέτταρα , ἡδυποτίδας τρεῖς , ἠθμὸν ἀργυροῦν . Κρατῆρες , κάδοι , | ||
| Κρατῖνος δ ' ὁ νεώτερός φησι : παρ ' Ἀρχεφῶντος ἡδυποτίδας δώδεκα . ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ . Πείσανδρος ἐν δευτέρῳ Ἡρακλείας τὸ |
| δυξ , καὶ δι ' εὐφωνίαν προσῆλθε τὸ ι , δοίδυξ , ὁ ταρακτικὸς ὤν . Δύστηνος . παρὰ τὸ | ||
| . Ἔστωσαν δὲ ἐν τῇ τοιαύτῃ σφαιροποιΐᾳ ἐργαλεῖα τοιαῦτα : δοίδυξ ἀργυροῦς , λαβὶς ἀργυρᾶ , χειροδάκτυλοι ἀργυροῖ : καὶ |
| γράφεται θυμῷ . θυμῷ : μωρίᾳ . Ἀφροσύνη ἀγνωσία . σκόμβρον : σκόμβρος ὁ σκαιὸς εἰς βρῶσιν : κακόχυμος γὰρ | ||
| ὅτι φαῦλον ἔφυ καὶ ἀκιδνὸν ἔδεσμα . ἀλλὰ τριταῖον ἔχειν σκόμβρον , πρὶν ἐς ἁλμυρὸν ὕδωρ ἐλθεῖν , ἀμφορέως ἐντὸς |
| ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ | ||
| ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς |
| κοινωνοῦντες . ἄρηα : εἰς . Θήγονται : ἀκονοῦνται . ἀκίδες : ξίφη , μάχαιραι , ἅρπαι . Ἅρπαι : | ||
| ὄγκαιον : ἀγγεῖον πλεκτὸν οἷον σπυρίς , ἐν ᾧ αἱ ἀκίδες τῶν βελῶν , αἳ καὶ ὄγκοι . ὀγκίαν : |