παραπαίειν ἤδη δόκει . ” “ Ἀλλ ' , ὦ Εὔκρατες , ” ἦν δ ' ἐγώ , “ ἔστ | ||
ἡδυόσμοις στρώμασι παννυχίζων τὴν δέσποιναν ἐρείδεις . καὶ σὺ κυρηβιοπῶλα Εὔκρατες στύππαξ τί γὰρ ἐπὶ κακότροπον ἔμολε τότε βίον ἀδικομηχάνῳ |
ἐστὶν ὡς Εὐριπίδην . Παῖ παῖ . Τίς οὗτος ; Ἔνδον ἔστ ' Εὐριπίδης ; Οὐκ ἔνδον ἔνδον ἐστίν , | ||
δῆτ ' ἂν εἶεν οἱ ξένοι ; δίδασκέ με . Ἔνδον : φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν . Ἦ καὶ θανόντ |
διδόναι ς ' ὁ Λοξίας . Πῶς δὴ τριήρης ἐστὶ κυναλώπηξ ; Ὅπως ; ὅτι ἡ τριήρης τ ' ἐστὶ | ||
κακεμφάτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δύναται ἀκούεσθαι . ποῦ κυναλώπηξ : καὶ ἀλλαχοῦ [ . ] Φιλόστρατος ἡ κυναλώπηξ |
τῆς γῆς ἄνθρακας ὀρύττεσθαι δυναμένους κάεσθαι Θεόπομπόν φησιν καταγράφειν . Φανίαν δὲ κατά τινας τόπους τῆς Λέσβου καὶ περὶ τῶν | ||
αἰσθόμενοι δὲ οἱ περὶ Δημαίνετον καὶ Διονύσιον καὶ Λεόντιχον καὶ Φανίαν ἐδίωκον αὐτὸν τὴν ἐπὶ Προκοννήσου : ὁ δ ' |
ἐπίκλησίν ἐστιν Ὑψίστου . τὰς δὲ ἐπὶ ταύταις πύλας ὀνομάζουσιν Ὠγυγίας , τελευταῖαι δέ εἰσιν Ὁμολωίδες : ἐφαίνετο δὲ εἶναί | ||
καὶ ἐπὶ τῶν παλαιῶν σῳζόμενον . προτιμᾷ μὲν Ὀδυσσεὺς αὐτῆς Ὠγυγίας καὶ Καλυψοῦς τὴν μικρὰν Ἰθάκην [ καὶ νῆσον ] |
. καὶ ἀντὶ τοῦ δή : ” ἔνθεν ἄρ ' οἰνίζοντο καρηκομόωντες Ἀχαιοί ” . ἀρά δʹ : εὐχήν . | ||
καὶ Μενελάῳ δῶκεν Ἰησονίδης ἀγέμεν μέθυ χίλια μέτρα . ἔνθεν οἰνίζοντο κάρη κομόωντες Ἀχαιοί , ἄλλοι μὲν χαλκῷ , ἄλλοι |
νομός . Μήδαβα , πόλις τῶν Ναβαταίων . ὁ πολίτης Μηδαβηνός , ὡς Οὐράνιος ἐν Ἀραβικῶν δευτέρῳ . Μηδία , | ||
τῶν νόμων ἐπιτηδεύων . τὸ ἐθνικὸν Γερασηνός , ὡς Μήδαβα Μηδαβηνός . Γέργις , πόλις Τροίας . καὶ κλίνεται Γέργιθος |
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις | ||
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις |
οὐδ ' ὁ Μελάμπους , ὃς μόνος τὰς Προιτίδας ἔπαυσε μαινομένας , καταστήσειεν ἄν . καὶ ἀλλαχοῦ δὲ περὶ τοῦ | ||
πρημαινούσας τε θυέλλας ] ⌈ πεφυσσημένας [ πεφυσημένας ] καὶ μαινομένας πνοάς : πρῆσαι γὰρ τὸ ⌈ φυσσῆσαί φυσῆσαί [ |
βουλευτηρίου . κλαστάσεις ] κλονήσεις , διασείσεις ἢ κλάσεις καὶ συντρίψεις ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν περιτεμνομένων κλημάτων . ἐν πρυτανείῳ : | ||
τὰς μὲν πλαγίας λαμβάνων καταδύσεις , τὰς δὲ ἀντιπρώρους κινδυνευούσας συντρίψεις καὶ ἐμπρήσεις , καθάπερ εἴρηται : ἐὰν δὲ λάβῃς |
καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν | ||
δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος |
ιαʹ . . . . . . ἡμέτερα : † δέξομαι Παλλάδος : τὰ τοιαῦτα εἴδη καλεῖται , ὡς εἴρηται | ||
δῖος Ἀχιλλεύς : τέθναθι : κῆρα δ ' ἐγὼ τότε δέξομαι ὁππότε κεν δὴ Ζεὺς ἐθέλῃ τελέσαι ἠδ ' ἀθάνατοι |
: γράφεται ἄψ . παλινόστιμος : ὀπισθόδρομος , μεθυποστρέψιμος , ὀπισθόρμητος . ὁρμή : κίνησις . Ἀνύουσι : διέρχονται , | ||
ὁδόν : κατά . Δαισάμενος : φαγών . παλίνορσος : ὀπισθόρμητος . παλίνδρομος : ὀπισθόδρομος . ἀνέδραμεν : ἀνεχώρησεν . |
καὶ ξυνῳδικόν . ὅτ ' ἀμαλλείῳ παῖϲ ὢν ἐδέθην . Μεγαρικαὶ σφίγγες : Καλλίας πόρνας τινὰς οὕτως εἴρηκεν . ὁ | ||
δὲ τὸ πλεῖστον αἱ κόλουροι καὶ φορμύνιοι καὶ δίφοροι καὶ Μεγαρικαὶ καὶ Λακωνικαὶ συμφέρουσιν , ἐὰν ἔχωσιν ὕδωρ . τῶν |
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , εἰσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον . | ||
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , ἐσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον . |
πίνος γάρ ἐστιν ὁ ῥύπος καὶ πιναρόν τὸ ῥυπαρόν . αἰρόπινον οὖν τὸ κόσκινον τὸ τὰς αἴρας , ὅπερ ἐστὶ | ||
. ὁ δὲ Ἀριστοφάνης ἐν Σκηνὰς καταλαμβανούσαις ἔφη ὥσπερ κόσκινον αἰρόπινον τέτρηται . Λύχνοιδ ' ἐπὶ τούτοις , καὶ λύχνοι |
, ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι , συρίσδεν ; τὰς δ ' αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ | ||
θέμις , ὦ ποιμήν , τὸ μεσαμβρινὸν οὐ θέμις ἄμμιν συρίσδεν . τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες : ἦ γὰρ ἀπ ' |
σκόροδα ; Ποῖα σκόροδ ' ; Ὑμὲς τῶν ἀεί , ὅκκ ' εἰσβάλητε , τὼς ἀρωραῖοι μύες , πάσσακι τὰς | ||
, νῦν δ ' αἰπόλῳ ἀνδρὶ ἔοικας . ᾡπόλος , ὅκκ ' ἐσορῇ τὰς μηκάδας οἷα βατεῦνται , τάκεται ὀφθαλμὼς |
ταῦτα δὲ ἀπὸ τοῦ κόρη γέγονεν . ἀπὸ δὲ τοῦ Κόριον τὸ ἀνάλογον Κοριεύς . Κορκυρίς , πόλις Αἰγύπτου , | ||
μὲν γὰρ ἰλύς , οἴνου δὲ τρὺξ ἢ ὑποστάθμη . Κόριον ἢ κορίδιον ἢ κορίσκη λέγουσιν , τὸ δὲ κοράσιον |
βασιλικὴν καὶ τὴν ἄλλην ἀποσκευήν , ἣν ἡ γυνὴ Δημητρίου Φίλα παρασκευασαμένη φιλοτιμότερον ἀπεστάλκει τἀνδρί . τὸν μὲν οὖν ἱματισμὸν | ||
ἐθνικὸν ἀμφοτέρων Φικειεύς , ὡς Βουδιεύς Ῥοιτειεύς Αἰγιεύς Σουνιεύς . Φίλα , πόλις Μακεδονίας , κτίσμα Δημητρίου τοῦ Ἀντιγόνου παιδός |
συκᾶς συκάζειν : ἐπὶ δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι | ||
καὶ ἀμπελοστατεῖν , κηπουρεῖν , ἀλσοκομεῖν , ἐλαιοκομεῖν : καὶ βωλοκοπεῖν δὲ Ἀριστοφάνης λέγει . τὰ δὲ ἐν μέρει τούτων |
εὐθὺς ἐπὶ τὰς τῶν Ἀθηναίων ναῦς εἴκοσιν , ἃς ἔχων Χαρμῖνος εἷς τῶν ἐκ Σάμου στρατηγῶν ἐφύλασσε ταύτας τὰς ἑπτὰ | ||
εὐθὺς ἐπορεύοντο ἔχοντες πάντας τοὺς ἐπικαιρίους . ἐλθὼν δὲ ἔλεξε Χαρμῖνος : Εἰ μὲν σύ τι ἔχεις , ὦ Μηδόσαδες |
σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον , σισύρα δὲ τὸ ἐκ δέρματος ἐντρίχου ὅπερ καὶ γούνναν καλοῦσιν | ||
σκύτινος ἔντριχος χειριδωτός : Σκυθικὸν τὸ χρῆμα . ἡ δὲ σισύρα περίβλημα ἂν εἴη ἐκ διφθέρας : ἐν πέντε σισύραις |
: ἀλλά , φίλος , θάνε καὶ σύ : τίη ὀλοφύρεαι οὕτως ; κάτθανε καὶ Πάτροκλος , ὅ περ σέο | ||
' ἀμφοτέρων ἀκαχοίμεθα τεθνηώτων . ἦε σύ γ ' Ἀργείων ὀλοφύρεαι , ὡς ὀλέκονται νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσιν ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς |
πρὸς Διὸς οὐκ ἄτοπος ἄν σοι δοκεῖ εἶναι παιδευτής ; Ἔμοιγ ' , ἔφη . Ἦ οὖν τι τούτου δοκεῖ | ||
. οἶμαι δὲ καὶ σύ : οὐδὲν γὰρ χαλεπόν . Ἔμοιγ ' , ἔφη : σοῦ δ ' ἂν ἡδέως |
' ἐστὶ τίς ; κέστραν μὲν ὕμμες ὡττικοὶ κικλήσκετε . πνικτόν τι τοίνυν . . ἔστω σοι συχνὸν τοιοῦτον . | ||
ἀπὸ μηχανῆς πωλοῦντες ὥσπερ οἱ θεοί . Ἧψέ μοι δοκεῖ πνικτόν τι ὄψον δελφάκειον . ἡδύ γε . ἔπειτα προσκέκαυκε |
λέγεις „ ; „ ἔφη ” ἤδη γὰρ ὁ κώδων ἐψόφηκεν ; ” εἰπόντος δέ „ εὖ σοι εἴη „ | ||
δαιμόνων ? [ ] ; τάλαιν ' ἐγώ , τίς ἐψόφηκεν ; ἆρ ' ὁ πάππας ἔρχεται ; ἔπειτα πληγὰς |
ἔκειτο παρήορος ἔνθα καὶ ἔνθα : σημειοῦνταί τινες διὰ τὸ παρήορος , ὅτι παρηρτημένος καὶ κεχυμένος . . . . | ||
: νῦν αὖτε νόον νίκησε νεοίη . ἡ διπλῆ ὅτι παρήορος ὁ παρηρτημένος τὰς φρένας , οὐκ ἀραρὼς οὐδὲ κατὰ |
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . . | ||
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν |
κοῦφα τίταινον ἀειρομένων ὑπὲρ ὤμων Ἠῶιον περὶ νῶτον ὀπίστεραι . ἑβδομάτη δὲ στυγνὰ κατηφιόωντι κελαινιόωσα χιτῶνι , ἐς δρόμον ἱπταμένη | ||
ὡς ἕβδομος ἑβδόματος , ἀφ ' οὗ καὶ τὸ θηλυκὸν ἑβδομάτη ἑνδεκάτη . ὅτι δὲ ἐκ παραθέσεων δύο ἓν γίνεται |
ἡ ὑπὸ τῶν ἴσων πλευρῶν ἡ ὑπὸ ΒΗΖ τῇ ὑπὸ ΔΗΖ ἴση : καὶ βάσις μὲν ἄρα ἡ ΒΖ βάσει | ||
ΕΗΔ , δυσὶν ὀρθαῖς ἴσαι οὖσαι , ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ ἴσαι [ ὥστε καὶ ταῖς ὑπὸ ΕΗΔ ΔΗΖ δυσὶν |
διδῷς . Αὐτὸς δ ' ἐρώτη . Χύρρε χύρρε . Κοῒ κοΐ . Τρώγοιτ ' ἂν ἐρεβίνθους ; Κοῒ κοῒ | ||
χύρρε . Κοῒ κοΐ . Τρώγοιτ ' ἂν ἐρεβίνθους ; Κοῒ κοῒ κοΐ . Τί δαί ; Φιβάλεως ἰσχάδας ; |
καὶ πᾶσιν εἰκῆ πληγὰς ἐμφορεῖς δι ' ἡμέρας ; πάντως ἀναγγελῶ ταῦτα τῷ κεκτημένῳ . „ Ζηνᾶς δὲ ταῦτα τοῦ | ||
καὶ ἐν χειμῶνι ἐποίμαινον μετὰ τῶν ἀδελφῶν μου . Νῦν ἀναγγελῶ ὑμῖν ἃ ἐποίησα . Εἶδον θλιβόμενον ἐν γυμνότητι χειμῶνος |
σφὴξ ἐπὶ κεφαλὴν ὄφεως καθίσας καὶ συνεχῶς τῷ κέντρῳ πλήσσων ἐχείμαζε . ὁ δὲ περιώδυνος γενόμενος καὶ τὸν ἐχθρὸν οὐκ | ||
ἀνεχώρουν , ὃ δ ' ἐς τὴν Τυρδιτανῶν χώραν διελθὼν ἐχείμαζε . καὶ τοῦτο τέλος ἦν τοῦ Οὐακκαίων πολέμου , |
ἀραρυίας τὰς φρένας . Χαῦνος . παρὰ τὸ χαίνω , χανὸς καὶ χαῦνος , ὡς φαίνω φανός . Χθές . | ||
πολὺ λευκότερον . ὤεα δ ' ἔφη Ἐπίχαρμος : ὤεα χανὸς κἀλεκτορίδων πετεηνῶν . Σιμωνίδης ἐν δευτέρῳ ἰάμβων : οἷόν |
μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης | ||
ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ |
δέ τι καὶ ὑπουργῆσαι καὶ σὲ δεῖ . Πρόσταττε : ὑπουργήσω γὰρ ὅσα δυνατά . Ὅμηρος ὁ ποιητής φησι τοὺς | ||
. . . , . : ἀοζήσω : διακονήσω , ὑπουργήσω . Αἰσχύλος Ἐλευσινίοις . Κατάλογ . : Νιόβη . |
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή | ||
, ἀντιβολῶ σε , τοῦτο τί ; Φιλοξένου καινή τις ὀψαρτυσία . ἐπίδειξον αὐτὴν ἥτις ἔστ ' . ἄκουε δή |
ἢ ἀσθένειαν . τί δὲ δή κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι ὁ θεὸς ἀμετάβλητος . εἱλήσεων . τῶν ὑπὸ | ||
ἢ οὐδὲ ὅλως . τοιοίδε που κτλ . . τύπος θεολογικὸς ὅτι πάντων ἀγαθῶν ὁ θεὸς αἴτιος : τῶν κακῶν |
εὑρήσεις : ἐπὶ τῶν τὰ κάλλιστα μιγνύντων τοῖς αἰσχίστοις . Βὴξ ἀντὶ πορδῆς : ἐπὶ περδόντων καὶ προσποιουμένων . Βοῦς | ||
εὑρήσεις : ἐπὶ τῶν τὰ κάλλιστα μιγνύντων τοῖς αἰσχίστοις . Βὴξ ἀντὶ πορδῆς : ἐπὶ περδόντων καὶ προσποιουμένων βήχειν ἢ |
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ , | ||
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν |
πολιτικῇ ὁμιλίᾳ : ἀστυκὸς δὲ ὁ ἐν ἄστει διατρίβων . Αὐχὴν καὶ δέρη διαφέρει . αὐχὴν μὲν λέγεται τὸ ὄπισθεν | ||
δηλοῖ . Τενάντιον προστασίαν πόλεως καὶ ἀλλοτρίων πραγμάτων σημαίνει . Αὐχὴν κακόν τι ὑπόμνημα σημαίνει . Κατακλεὶς εὐώνυμος ἐπιβουλὴν σημαίνει |
εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφωι : σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει . Ἐκλογ . διαφ . λέξ | ||
Ἀντιφάνης δὲ ἐν Ὀβρίμῳ φησὶν ἂν κελεύῃ με σταθμοῦχοςἡ . σταθμοῦχος δ ' ἔστι τίς ; ἀποπνίξεις γάρ με καινὴν |
τῆι περὶ Σαλαμῖνα καὶ οἱ θεοὶ συνεμάχησαν τοῖς Ἕλλησιν . Δίκαιος γὰρ ὁ Θεοκύδους , ἀνὴρ Ἀθηναῖος , ἔφη θεάσασθαι | ||
καλοῦ . Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίνεται . Δίκαιος ἂν ᾖς , τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ . Δίκαιος |
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν | ||
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς . |
τέθνηκας ζητῶν ἐμὲ , ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ τρυφῶ , κατάκειμαι δὲ ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης μετὰ ἀνδρὸς ἑτέρου . πλὴν | ||
ἔστιν , ἡ δ ' οὐ φαίνεται . ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν , τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ |
παραβολή . τηλύγετον : γνήσιον . ἀκοίτην : σύζυγον . Τῆλε : μακράν . ἰόντα : πορευόμενον , ἀποδημοῦντα . | ||
παίζη . Δονεῖται : κινεῖται Νηπαθές : χωρὶς πάθους . Τῆλε πέρας : ἤγουν χωρὶς πέρατος . Πευκεδανούς : πυρόεντας |
μακέλη , ἀξίνη , λίστρον , πλόκανον , θρῖναξ , σμινύη , πτύον ἢ πτέον : καὶ λικμητηρὶς δὲ καλεῖται | ||
γῆς ἐντέρωι , τὴν ? [ δὲ σκαφείου στελεῶι . σμινύη γὰρ σκαφεῖον [ δαντον σμινύην πέλεκυν με [ . |
, Ζ μέρη , ὁμοία ἐστὶν ἡ ΠΩ περιφέρεια τῇ ΦΖ περιφερείᾳ . ἀλλὰ ἡ ΠΩ τῇ ΨΣ ἐστιν ὁμοία | ||
αἱ ΕΚ , ΜΛ , ἐκβληθεισῶν δὲ τῶν ΥΖ , ΦΖ ἐπὶ τὰ Ψ , Χ , κείσθω ἑκατέρα τῶν |
ὁ κεράστης πλάγιος καὶ ἐπίπλευρος ἕρπει . ὅτι πλοῖον ἡ τράμπις καὶ ὁ Λυκόφρων φησί τράμπις ς ' ὀχήσει καὶ | ||
δὲ ἀπὸ φωνήεντος , ὀξύνεται . βαρύνεται δὲ ταῦτα : τράμπις σάλπις πόλις κάλπις θέσπις πόρπις . ὀξύνεται δὲ ταῦτα |
κροτάφοις ἀραρυῖαν κρατὸς ἀφαρπάξαι μεγαλήτορος Ἀμφιμάχοιο : Αἴας δ ' ὁρμηθέντος ὀρέξατο δουρὶ φαεινῷ Ἕκτορος : ἀλλ ' οὔ πῃ | ||
νεὼν εἶδον ἑτέροις ἢ προσῆκεν ὀφθαλμοῖς . Σφοδρίου τοίνυν ὕστερον ὁρμηθέντος ἐκ Θηβῶν ἤρκεσαν αἱ δᾷδες φανεῖσαι κατασβέσαι τὴν τόλμαν |
. ἔχει δ ' οὕτως τὸ ἐπίγραμμα : τίς τόδε σέλμα πελώριον ἐπὶ χθονὸς εἵσατο ; ποῖος κοίρανος ἀκαμάτοις πείσμασιν | ||
, καθέδραις . θ σέλματα δὲ κυρίως ἐπὶ νηῶν . σέλμα κυρίως τὸ ἑδώλιον τῆς νεώς : ἐνταῦθα δὲ τὸν |
; ἀλλὰ πρότερον οἴει δεῖν σκέψασθαι εἰ ἀληθῆ λέγουσιν . Ἔγωγ ' , εἶπεν . Ἐπεὶ οἰκείων καὶ συνήθων , | ||
εἰς ποτέραν τῶν τάξεων τούτων σαυτὸν δικαίως ἂν τάττοις ; Ἔγωγ ' , ἔφη ὁ Ἀρίστιππος : καὶ οὐδαμῶς γε |
Τάμε : ἔκοψεν . ἐκόλουσεν : ἔκοψεν . Ἤμησε : ἐθέρισεν , ἔκοψεν . Οἰκτρόν : ἐλεεινὸν , ἐλέους ἄξιον | ||
τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν , κυρίως δὲ τὸ ἐθέρισεν . ἀμάλη γὰρ λέγεται τὸ χερόβολον τῶν ἀσταχύων . |
ἀριθμῷ καὶ ἐν τῷ πληθυντικῷ , ὡς τό . ὁ ὑπερθετικὸς δὲ τὴν πτῶσιν τὴν γενικὴν ἕλκει καὶ μόνον πληθυντικῷ | ||
ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς |
αὐτοῦ , ἀφ ' οὗ καὶ ἡ αἱμασιὰ κέκληται . αἵνειν : τὸ ἀναδεύειν καὶ ἀνακινεῖν τὰς κριθὰς ὕδατι φύροντα | ||
α . . Αἵνειν : . , ; . , αἵνειν : τὸ ἀναβράττειν ἀληλεσμένον σῖτον . . . οἱ |
. ἦ που . ἤπου : ἴσως , σχεδόν : ἤπουγε , πολλῷ πλέον . τὸ δὲ γένος . ἀλλαχοῦ | ||
τούτους ἀνετίθεσαν . ἦ που . ἴσως , σχεδόν . ἤπουγε : πολλῷ πλέον . γηράσκω κτλ . παροιμία : |
ἤγαγεν , οὓς εἶπεν ἀποδεδόσθαι βούλεσθαι τὸν Κλέωνα . ΓΘ ἐγᾦδ ' ] ἐγὼ οἶδα . τοῖς δεδεμένοις ] τοῖς | ||
λέγεις ; Καὶ ταῦτ ' ἐφ ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα ἐγᾦδ ' : ἐπὶ γὰρ τοῖς δεδεμένοις χαλκεύεται . Εὖ |
ἔνι δὲ φιλόπολις ἀρετὴ φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ | ||
. τὸ δ ' Ἀριστοφάνῃ ἐν Λυσιστράτῃ πέπαικται : ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεια |
μὲν οὖν καλῶς διεπηνίκισας λόγον . Ἔχων τὸ πρόσωπον καρίδος μασθλητίνης . Δασὺν ἔχων τὸν πρωκτὸν ἅτε κυρήβι ' ἐσθίων | ||
προστρόπαιον τῆς πόλεως κάεσθαι τετριγότα . Ἔχων τὸ πρόσωπον καρίδος μασθλητίνης . Τὸ χαλκίον θέρμαινέ θ ' ἡμῖν καὶ θύη |
τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις : | ||
βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε |
πράσσοντι πᾶσα γῆ πατρίς . Τρόπος δίκαιος κτῆμα τιμιώτατον . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη . Τὰ δ ' | ||
ὁρᾷ . Τύχη τέχνην ὤρθωσεν , οὐ τέχνη τύχην . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις βίος . Τὸ γὰρ θανεῖν |
ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται | ||
ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ |
ὅδ ' ἡμῖν ποῦ τετάξεται πόνου ; ταὐτὸν χεροῖν σοὶ λέξεται μίασμ ' ἔχων . λάθραι δ ' ἄνακτος ἢ | ||
ἐν μέσσῃσι . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι τὸ λέξεται ] ἀντὶ τοῦ κοιμηθήσεται , ἀπὸ τοῦ λέχους . |
κοκκινοβαφεῖ περιλεύκῳ , καθ ' ἑκάτερον δὲ μέρος εἶχε δοκοὺς μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ | ||
περιλεύκῳ , καθ ' ἑκάτερον δὲ μέρος εἶχε δοκοὺς , μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ |
γὰρ ἰδοῦσα καὶ εἶπεν : ὦ τάλαν , πάσας μόνος ἀμέλγεις ; τὸ φεῦ φεῦ ἐπὶ θαύματι κεῖται . φεῦ | ||
μ ' ἁ παῖς ποθορεῦσα τάλαν , λέγει , αὐτὸς ἀμέλγεις ; φεῦ φεῦ , Λάκων τοι ταλάρως σχεδὸν εἴκατι |
παρ ' Ἀριστοφάνει μὲν ἐν Γεωργοῖς : ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . ἔστι καὶ παρὰ Ἀναξανδρίδῃ ἐν Μελιλώτῳ . Εὔβουλος | ||
' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . εἴ γ ' ἐγκιλικίσαιμ ' , ἐξολοίμην , |
ἐκτρέπω τὸ μεταποιῶ καὶ μεταβάλλω ἐκ τούτου εἰς τοῦτο . εὐσωματεῖ ] ἰσχυρός ἐστιν , γενναῖον σῶμα , πιαίνει τὸ | ||
λέγειν . ἐπιτρέπεις ] ἀντὶ τοῦ “ συγχωρεῖς ” . εὐσωματεῖ γὰρ καὶ σφριγᾷ : ἐκ τοῦ ἐναντίου συγκατατίθεται : |
ἕλκειν τε καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον ἀεί . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , ἔφη . Οὐκοῦν ὅταν δὴ πολλοὺς | ||
ἐμποδὼν εἶναι ἢ τὴν ἀνεπιστημοσύνην ; Σκοπῶμεν νὴ Δία . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , τὸ λεγόμενόν γε , πάντα κάλων |
οἰκῶν τῶν ἀγρῶν . ἀλλ ' εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον . ἀλλ ' οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν | ||
, ὅπερ οὕτως ἔχει τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην . τοὐξημβλωμένον ] τὸ ἀπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον . ἀλλ ' οὐ |
ἄρα τῷ ε ἴσος ἐστί . καί ἐστιν ὁ μὲν ζθ ὁ ἐκ τῶν αδ , δβ ἐπίπεδος μετὰ τοῦ | ||
τοῦ γδ τετράγωνος . ὅλος ἄρα ὁ κξ ὅλῳ τῷ ζθ ἴσος ἐστίν . ἔστι δὲ καὶ τῷ ε ὁ |
καὶ ὁ κιρνάς : οἱ δὲ πεζοὶ λέγουσι κεραννύς . ἀκρατοπότης τε Ἡρόδοτος ἔφη , καὶ ἀκρατοκώθωνας Ὑπερείδης , οὐ | ||
ὥς φησι Πολέμων . Κλεομένης δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ὅτι καὶ ἀκρατοπότης ἦν προείρηται : ὅτι δὲ διὰ μέθην ἑαυτὸν καὶ |
ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες | ||
καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου |
Γαγγητικοῦ κόλπου στάδιοι ͵εχξʹ . Οἱ δὲ σύμπαντες ἀπὸ τοῦ Ναυστάθμου λιμένος ἕως τοῦ πέμπτου στόματος τοῦ Γάγγου ποταμοῦ , | ||
ἐστὶν ἀνατείνων : ὕδωρ ἔχει ἐν τῇ ἄμμῳ . Ἀπὸ Ναυστάθμου εἰς Ἀπολλωνίαν στάδιοι ρκʹ . Πάντες ὁμοῦ ἀπὸ Παραιτονίου |
πρῶ καὶ τροπῇ φρῶ καὶ κατὰ δευτέραν σύνθεσιν διαφρῶ καὶ εἰσφρῶ . Ἀριστοφάνης : ” τῶν μηρίων τὴν κνῖσαν οὐ | ||
ἐστι ῥῆμα ἀπὸ τοῦ προϊῶ , ἀφ ' οὗ τὸ εἰσφρῶ , ὅπερ ἐγένετο ἀπὸ τοῦ προϊῶ συγκοπέν . παρὰ |
Ῥωμαίων ἐπ ' Ἰλλυριοὺς ναυσὶν ὁμοῦ καὶ πεζῷ στρατευόντων , Ἄγρων μὲν ἐπὶ παιδίῳ σμικρῷ , Πίννῃ ὄνομα , ἀποθνήσκει | ||
Ἠπείρου βασιλεύς , κατεῖχε καὶ οἱ τὰ Πύρρου διαδεξάμενοι . Ἄγρων δ ' ἔμπαλιν τῆς τε Ἠπείρου τινὰ καὶ Κέρκυραν |
γένεσιν αὐτοῦ . ἐκτίθει τοὺς ἀπὸ μονάδος περιττοὺς καὶ τούτους διπλασίαζε , καὶ οἱ διπλασιαζόμενοι ἀρτιοπέριττοί εἰσιν . ἐκτιθέσθωσαν οὖν | ||
δόρυ κλῖνον , πρόαγε , ἔχου οὕτως . τὸ βάθος διπλασίαζε , ἀποκατάστησον . τὸ βάθος ἡμισίαζε , ἀποκατάστησον . |
οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος ἀρχαϊσμὸς οὗτος ῥημάτων „ . ἄρκτου δὲ γενομένης ἐπ | ||
μασχαλισμὸν καὶ ἐν Ἠλέκτρᾳ . Μένανδρος Ῥαπιζομένῃ : ” οὐκ ἔμβαρος εἶ ” . . . . . „ ἔμβαρος |
δὲ πόλιν τρωπῶντο λιλαιόμενοι βιότοιο . σμερδαλέον δ ' ἐβόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ ' | ||
οὐδ ' ὑπερήσει . ” ὣς φάτο , γήθησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς , χαίρων οὕνεχ ' ἑταῖρον ἐνηέα λεῦσς |
τῇ χειροπλήκτῳ χειρὶ , μᾶλλον δὲ μάστιγι . λέγει δὲ γογγύλῃ τῷ κονδύλῳ : συνεστραμμένης γὰρ τῆς χειρὸς δίδοται . | ||
θέρμων τοῦτο μὲν προϲάντλει , τὸ δὲ τακὲν ἐν τῇ γογγύλῃ κηρώτιον ψύξαϲ ἐπιτίθει . ἐπὶ δὲ τῶν εἱλκωμένων χιμέτλων |
τεύξεσθαι ὑπασπίδια προβιβῶντος . ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος : πρόσσω γὰρ κατέκυψε , τὸ δ | ||
ἀκόντισε δουρὶ φαεινῷ : ἀλλ ' ὃ μὲν ἄντα ἰδὼν ἠλεύατο χάλκεον ἔγχος τυτθόν : ὃ δὲ Σχεδίον μεγαθύμου Ἰφίτου |
τοὺς στίχους ὡς κεῖνται . Τὸ δὲ ΤΟΙΣΙΝ Δ ' ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ , οὐ σολοικόν ἐστιν , ἀλλὰ περιληπτικὸν , ἤγουν | ||
Ἡρακλεῖ . . ΚΑΔ ' Δ ' ΑΡ ΑΠ ' ΟΥΡΑΝΟΘΕΝ . Ὅμηρος μὲν ἐπὶ Σαρπηδόνος μέλλοντος τελευτᾷν , εὐλόγως |
δ ' οἰὸς ἄωτα πρόπαν δέμας ἀμφιέσαντο , σφιγξάμενοι καθύπερθεν ἐπασσυτέροις τελαμῶσι : καὶ κόρυθες κρύπτουσι καρήατα : μοῦνα δ | ||
ἔκτοθε δ ' αὖ βόθροιο περίτροχον ἐστεφάνωσαν αἱμασιήν , πυκάσαντες ἐπασσυτέροις μυλάκεσσιν , ὄφρα κε μὴ πελάσας δολερὸν χάος ἀθρήσειε |
ὁμωνύμως τὸ ἀγγεῖον τῷ ὑγρῷ . . . . , κότυλος . . . . ἐνίσσων : ὅτι ἀντὶ τοῦ | ||
δὲ ποτήριον Ἴων ἐκάλεσεν . ἔστι δέ τι καὶ ὁ κότυλος Διονυσιακὸν ἔκπωμα , ὥσπερ καὶ ὁ κοτυλίσκος . ὁ |
τοῖν σωφρόνοιν , τοῖν λεόντοιν : ὦ Θέωνε , ὦ σώφρονε , ὦ λέοντε . Οἱ Θέωνες , οἱ σώφρονες | ||
ὦ λέον διὰ τοῦ ο . Τὼ Θέωνε , τὼ σώφρονε , τὼ λέοντε : τοῖν Θεώνοιν , τοῖν σωφρόνοιν |
. Μεθόδιος , . , . . Ἁμαρτῶ : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ μάρπτω , τὸ καταλαμβάνω , ὅθεν | ||
, , . . α . . Ἁμαρτάνω : τὸ ἀποτυγχάνω : ἀπὸ τοῦ ἁμάρτω ἁμαρτάνω , ὡς ἥδω ἁνδάνω |
. . . . . ξη ∠ ʹ λε ιβʹ Γάβαλα . . . . . . . . . | ||
βιβλίῳ φησίν ” ἔστι Κάρνος καὶ συνεχῶς Πάλτος , εἶτα Γάβαλα πόλις „ . καὶ ἀναλογεῖ τὸ Καρνίτης . Καρνία |
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος . | ||
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων |
πτέρυγι τῆς Παρθένου , ὡς ἡμιπήχιον ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ἡ Λύρα ἐν τέσσαρσι πεμπτημορίοις μιᾶς ὥρας . | ||
καὶ τοῦ Δελφῖνος ὁ ἡγούμενος τῶν ἐν τῇ οὐρᾷ . Ἀνατέλλει δὲ ὁ Κριὸς ἐν ὥρᾳ μιᾷ καὶ δυσὶ πεμπτημορίοις |
εἰ τουτονὶ κεχειροτονήκας ' οἱ θεοί ; Ἕξεις ἀτρέμας ; Οἴμωζε : πολὺ γὰρ δή ς ' ἐγὼ ἑόρακα πάντων | ||
ὁ Ζεὺς ποεῖ ; Ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας ἢ ξυννέφει ; Οἴμωζε μεγάλ ' . Οὕτω μὲν ἐκκεκαλύψομαι . Ὦ φίλε |
ὦ παῖ Πηλέως , σοῦ τ ' ἄξια καὶ τῆς ἐναλίας δαίμονος , σεμνῆς θεοῦ . φεῦ : πῶς ἄν | ||
ὅσον ς ' ἔδει . λείψεις τόδ ' ἁγνὸν τέμενος ἐναλίας θεοῦ ; εἰ μὴ θανοῦμαί γ ' : εἰ |
, ἐγχείρησις ἐμπεδορκεῖν ἐπιπταίσματα ἐπιφορήματα ἐπροξένει ἑστιοῦχον ἐσχαρίδα ἑτερεγκεφαλᾶν ἐτνήρυσις εὔειλος εὐζωρότερον εὐθετῆσαι εὐκόπως ἡμιφωσώνιον ἢ πόθεν θεοποιούς , θεοπλάστας | ||
τροφῆς ἀνακτέον συμπαραλαμβάνοντα καὶ τὰ τοῦ ἀέρος . Ἡ γὰρ εὔειλος καὶ ἁπλῶς ἡ εὐδιεινὴ τὰ ἀσθενέστερα ἐκφέρει μᾶλλον ἡ |
πλέκεται . ἀγρώσσουσιν : ἁλιεύουσιν , ἀγρεύουσι , θηρεύουσιν . Αὕτως : οὕτως , ἁπλῶς . θώμιγγα : ὁρμιήν . | ||
γένοιτ ' , ἐκείνου γ ' οὖσα παντελὴς δάμαρ . Αὕτως δὲ καὶ σύ γ ' , ὦ ξέν ' |
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ | ||
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ ' |
γέ τι τοιοῦτον , ἐγγύς τ ' εἰμὶ τοὐνόματος . Σχολῇ γε , νὴ τὸν ἥλιον , σχολῇ λέγεις . | ||
εὖ ὥσπερ ἓν οὐ δυνατός ; Οὐ γὰρ οὖν . Σχολῇ ἄρα ἐπιτηδεύσει γέ τι ἅμα τῶν ἀξίων λόγου ἐπιτηδευμάτων |
βοᾶν καὶ κράζειν Ἕλληνες . γέλγη καὶ γελγοπώλης Ἀττικοί , ῥῶπος καὶ ῥωποπώλης Ἕλληνες . γηρᾶναι καὶ καταγηρᾶναι Ἀττικοί , | ||
δὲ ἐντιθέμενα ταῖς ναυσὶ φόρτος , φορτία , ἀγώγιμα , ῥῶπος , γόμος , παρενθῆκαι . ἀφ ' ὧν ῥήματα |
ἐστιν ἀνθρώποις ὁ νοῦς . Κἂν ᾖ γαλεός , κἂν λειόβατος , κἂν ἔγχελυς . Ἐν τρισὶν πληγαῖς ἀπηδέσθη τὸ | ||
, φησί , μνημονεύειν δύναμαι πολυτελῆ τὴν ἀποδημίαν ἔχων . λειόβατος . οὗτος καλεῖται καὶ ῥίνη . ἔστι δὲ λευκόσαρκος |
πολύφωνον μέλος τῶν αὐλῶν κατεσκεύαζεν . ἐρρύσατο δὲ πόνων : ἐπεδίωξαν γὰρ τὸν Περσέα μέχρι Βοιωτίας . ὄφρα τὸν Εὐρυάλας | ||
ταῖς ναυσὶν ἐς μάχην τε κατέστησαν πρὸς αὐτοὺς καὶ νικήσαντες ἐπεδίωξαν καὶ ὁπλίτας τε οὐ πολλοὺς ἀπέκτειναν καὶ τὰς ναῦς |
εἰς τὸ θεῖναι καὶ εἶναι , . . . . Βλαισός : παραλυτικός , οὕτως εἰς τὸ Ῥητορικόν . ὁ | ||
εἰς τὸ θεῖναι καὶ εἶναι , . . . . Βλαισός : παραλυτικός , οὕτως εἰς τὸ Ῥητορικόν . ὁ |
σνϚ ἀνδρῶν ξεναγία καλεῖται καὶ ὁ τούτου τοῦ τάγματος ἀφηγούμενος ξεναγός . καθ ' ἕκαστον δὲ τῶν σνϚ ἀνδρῶν σύνταγμα | ||
τίς ὁ συνταγματάρχης . Τί ἐστι ξεναγία καὶ τίς ὁ ξεναγός . Ὅτι καθ ' ἕκαστον σύνταγμα ἔκτακτοι ἄνδρες εἰσὶ |
καὶ τῇ σεμνότητι καὶ δὴ νὴ Δία καὶ μακαριότητι . Ὀκτὼ γὰρ πρὸς τοῖς ἐνενήκοντα βιοὺς ἔτη κατέστρεψεν , ἄνοσος | ||
ἐπενόησας . Ἀλλά μοι συνεργήσαις ταῖς οὐρανοδρόμοις σου ἐντεύξεσιν . Ὀκτὼ δεῖ λαμβάνειν τὰ μέρη τοῦ λόγου ὁμολογουμένως : τινῶν |