. τούτοις . τοῖς ἰδιώταις , τοῖς ἀπαιδεύτοις . ἡ Διομηδεία κτλ . Διομήδειος ἀνάγκη , παροιμία ἐπὶ τῶν κατ
αὑτοῦ ποιῶν τοὺς πολλούς , πέρα τῶν ἀναγκαίων , ἡ Διομηδεία λεγομένη ἀνάγκη ποιεῖν αὐτῷ ταῦτα ἃ ἂν οὗτοι ἐπαινῶσιν
7223667 κελαδεινη
τοῦθ ' ὑπεῖξαν ἀλλήλοις . Ἥρῃ δ ' ἀντέστη χρυσηλάκατος κελαδεινή Ἄρτεμις ἰοχέαιρα . Οὐδὲ τοῦτ ' ἀλόγως εἰσήγαγεν Ὅμηρος
δὲ κελαινεφὲς παραγώγως ἴσον τούτου . κελαρύζει ἰδίωμα ψόφου . κελαδεινή ἐπίθετον Ἀρτέμιδος . σημαίνει δὲ τὴν κυνηγόν : μετὰ
7198433 Μυσον
μελίττας ἐκώμασεν : ἐπὶ τῶν κακουμένων ἀθρόως . Εἴ σοι Μυσὸν ἥδιον καλεῖν : Μῦσός τις μυσὸς ἐβούλετο καλεῖσθαι :
' αἴας μηλοβότου Φρυγίας διαμπάξ : περᾷ δὲ Τεύθραντος ἄστυ Μυσὸν Λύδιά τ ' ἂγ γύαλα , καὶ δι '
7179384 Νισαιοι
κατάγει μιν ἄνωθεν . τὸν μὲν ἐν ὀψιγόνοισι Σοωναύτην ὀνόμηναν Νισαῖοι Μεγαρῆες , ὅτε νάσσεσθαι ἔμελλον γῆν Μαριανδυνῶν : δὴ
. ἐπαινεῖ τοὺς Μεγαρεῖς . ὁ δὲ νοῦς : ὦ Νισαῖοι Μεγαρεῖς , εὐδαιμονοίητε διὰ τοῦτο , ὅτι τὸν Ἀθηναῖον
7145476 ἐυκτιμενην
Ἰωλκός , πόλις Θεσσαλίας . ” Βοίβην καὶ Γλαφύρας καὶ ἐυκτιμένην Ἰαωλκόν „ . ἀπὸ Ἰωλκοῦ τοῦ Ἀμύρου , ἀφ
πεπορθῆσθαι λέγει καὶ αὐτὴν τὴν Λέσβον ” ὅτε „ Λέσβον ἐυκτιμένην ἕλεν αὐτός . ” καὶ ” πέρσε δὲ Λυρνησσὸν
7124630 Φελλος
, * ἡ Κισθήνη . ἐν δὲ τῇ μεσογαίᾳ χωρία Φελλὸς καὶ Ἀντίφελλος καὶ ἡ Χίμαιρα , ἧς ἐμνήσθημεν ἐπάνω
Διόνυσον ] ἦν ⌈ τις ἑορτὴ [ ἑορτή τις ] Φελλὸς . . . ἐτελεῖτο . ὁ δὲ τόπος ὁ
7109472 καταβαινοντα
ἀτρεκέως καταλέξω . Ἐπείτε γὰρ τάχιστά σε ἐπυθόμην ἐπὶ θάλασσαν καταβαίνοντα τὴν Ἑλληνίδα , βουλόμενός τοι δοῦναι ἐς τὸν πόλεμον
συμβέβηκεν ἅπαντας ἐκ λεπτῶν νημάτων . ὁρᾷς καθάπερ ἀράχνιά τινα καταβαίνοντα ἐφ ' ἕκαστον ἀπὸ τῶν ἀτράκτων ; Ὁρῶ πάνυ
7108113 Δημητρια
. Βαθυκόλπου ] Ὅτι ἐν Ἐλευσῖνι Δήμητρός ἐστιν ἀγὼν τὰ Δημήτρια , ἃ καὶ Ἐλευσίνια λέγεται . Ἐμὲ δ '
καὶ Πάνδια , Ἀθηνᾶς Παναθήναια , Ἥρας Ἥραια , Δήμητρος Δημήτρια καὶ θεσμοφόρια καὶ Ἐλευσίνια , Κόρης παρὰ Σικελιώταις θεογάμια
7085406 στεμμασι
χρυσοῦς , πηχῶν ἑκατὸν εἴκοσι , διαγεγραμμένος , καὶ διαδεδεμένος στέμμασι διαχρύσοις , ἔχων ἐπ ' ἄκρου ἀστέρα χρυσοῦν ,
. Καλλιθόη κλειδοῦχος Ὀλυμπιάδος βασιλείης , Ἥρης Ἀργείης , ἣ στέμμασι καὶ θυσάνοισι πρώτη κόσμησεν περὶ κίονα μακρὸν ἀνάσσης Ἑρμείαν
7055557 Ἀχαια
Ἰσθμόν . Ἰσθμὸς γῆ στενὴ ἀμφιθαλάσσιος καθ ' ἣν ἡ Ἀχαία τῇ Πελοποννήσῳ συνάπτεται . Κιθαιρῶνος . . . Πάρνηθος
Παναχαιίδα δὲ τὴν Θεσσαλίαν φησίν , ὅτι αὕτη πρώτη ἐκλήθη Ἀχαία ἀπὸ Ἀχαιοῦ τοῦ Ξούθου . πυρὶ δῃώσειαν : συμφλέξειαν
7040086 Χρεμης
στάδιον , | ἦρχον δ ' Ἀθήνησι Εὐθύκριτος | Ἡγήμων Χρέμης Ἀντικλῆς . ἐν | ταύτηι τῆι ὀλυμπιάδι ἐπὶ |
διχῶς δὲ τοὔνομα ἐκφωνητέον : βαρυτόνως μὲν Θάλης , ὡς Χρέμης , οὗ ἡ γενικὴ Θάλητος , ἔτι δὲ καὶ
7036394 ὀψιγονων
οἴσους ' ἐπὶ τὸν Ἴστρον , Ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι , ὅ κεν φιλότητα παράσχῃ
τε μέγαν τε ἄλκιμος ἔσς ' ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων εὖ εἴπῃ . † ) καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει προηθετοῦντο
7027184 ἐντετυλιγμενος
, καὶ κρατεῖ , περιέχεται , ἀντιλαμβάνεται . εἱλιγμένος : ἐντετυλιγμένος . Λείπωνται : ἐναπομείνωσιν . μοῦναιν : αἰολικὸν ,
ἀλλ ' εἰ δοκεῖ , ῥέγκωμεν ἐγκεκαλυμμένοι . ἐγκεκορδυλημένος : ἐντετυλιγμένος . ἰστέον , ὅτι λήγοντος τοῦ χειμῶνος , ἀρχομένου
7016744 ἐπαιαζουσιν
χιόνεοι τὸ πάροιθεν Ἀδώνιδι πορφύροντο . αἰαῖ τὰν Κυθέρειαν , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα , σὺν ὤλεσεν
Ἄδωνιν , ἀπώλετο καλὸς Ἄδωνις : ὤλετο καλὸς Ἄδωνις , ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες . μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε :
7008986 Λυκομηδης
Τίμων τε καὶ Πρόξενος , οὗτοι μὲν ἐκ Τεγέας , Λυκομήδης δὲ καὶ Ὁπολέας Μαντινεῖς , Κλειτορίων δὲ Κλεόλαος καὶ
ἐκείνῳ . ὅθεν τὸ σφῶι . . σὺ καὶ κρατερὸς Λυκομήδης εἰ σύλληψιν ἔχει τοῦ Λυκομήδης κατ ' εὐθεῖαν ,
7006833 Κηφισιεα
καὶ [ οὐχ ] ὑπομείναντας / τὴν κρίσιν , Ἐπικράτην Κηφισιέα , Ἀνδοκίδην / Κυδαθηναιέα , Κρατῖνον Σφήττιον ? ?
ἀδελφοῦ , καὶ ἐγγυητὰς γενέσθαι Νεαίρας Στέφανον Ἐροιάδην , Γλαυκέτην Κηφισιέα , Ἀριστοκράτην Φαληρέα . Διεγγυηθεῖσα δ ' ὑπὸ Στεφάνου
7001392 Σιλανιων
Μιθριδάτης ὁ Ῥοδοβάτου Πέρσης Μούσαις εἰκόνα ἀνέθηκε Πλάτωνος , ἣν Σιλανίων ἐποίησε . . . . . . . οὐκ
εἰποῦσαν διὰ τῶν ποιημάτων χρήσιμον , Λεαρχίδα δὲ Μενέστρατος , Σιλανίων δὲ Σαπφὼ τὴν ἑταίραν , Ἤρινναν τὴν Λεσβίαν Ναυκύδης
6998135 Λυσιππος
τοῖς εἰσαφικνουμένοις τὸ ἀνάθημα φαίνεσθαι . νυνὶ δὲ ἐπεὶ μηδὲ Λύσιππος μηδὲ ἄλλος τις τῶν ὄντων οἷός τέ ἐστιν ἀξίαν
δευτερουργοὺς τοὺς τοῦτο ποιοῦντας . τάχα δὲ τοῦτο ὑποδηλοῖ καὶ Λύσιππος ἐν Βάκχαις σὺ δ ' ἀναγνάψας καὶ θειώσας τὰς
6996892 ἀπαγξεται
τὴν Σελήνην ἴδῃ ἢ συναφὴν αὐτῆς ἐπέχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν
Σελήνην ἴδῃ ἢ πρὸς αὐτὴν συναφὴν ἔχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν
6994257 Σκωπτεις
εἶναι περιεκτικόν , σὲ δὲ τὸν μόνον πλούσιον ἐκχύτην . Σκώπτεις , ὦ οὗτος . ἀλλ ' ὅρα μή σε
καὶ ἐμοί , ἵνα αὐτῷ φοιτητὴν προξενήσῃς καὶ ἐμέ . Σκώπτεις , ὦ Σώκρατες . Οὐ μὰ τὸν Φίλιον τὸν
6993183 τριγλαις
φησί : δέσποινα Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε , τριπρόσωπε , τρίγλαις κηλευμένα . ἐὰν δ ' ἐναποπνιγῇ τρίγλα ζῶσα ἐν
; δέσποιν ' Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε , τριπρόσωπε , τρίγλαις κηλευμένα . Δέσποιν ' Ἑκάτη τριοδῖτι , τρίμορφε ,
6989121 Κανακην
ἔφθειρε , συνουσιάζετο , ἐσυνουσίαζε . , ἐμόλυνε . τὴν Κανάκην ὁ Μακαρεύς . σημειοῦται τὸν Εὐριπίδου Αἰόλον , διότι
⌈ Κανάκην τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ . [ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ Κανάκην . ] ἐπεὶ ⌈ δὲ . . . ἐξῆν
6983254 Ἀγελαος
ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι : πρῶτος τήν γ ' ἐνένιπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος : “ Μέντορ , μή ς ' ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν
ἱμάντας ἔχων περὶ χερσὶ θοῇσι , τούς οἱ ἐπισταμένως Εὐηνορίδης Ἀγέλαος ἀμφέβαλεν παλάμῃσιν ἐποτρύνων βασιλῆα . Ὣς δ ' αὕτως
6982266 κυδαινων
πρυμνόθεν ἀρτήσας . Κάλεεν δ ' ἐπὶ μόχθον ἱκάνειν πάντας κυδαίνων . Οἱ δ ' ἐσσυμένως ὑπάκουσαν : τεύχεα δ
κλῆρον : οὐσίαν . ἐφόρεις : ἔκλεπτες : ἀνήλισκες . κυδαίνων βασιλῆας : τιμῶν , δωροδοκῶν ἄρχοντας . * δωροφάγους
6974199 προσηγορος
ἐπῃσθόμην πρὸς ἔξοδον στείχουσα , Παλλάδος θεᾶς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος . Καὶ τυγχάνω τε κλῇθρ ' ἀνασπαστοῦ πύλης χαλῶσα
, κακηγορίστερος παρὰ Φερεκράτει , καὶ κακηγορίστατος παρὰ Ἐκφαντίδῃ . προσήγορος , εὐπροσήγορος , ἀπροσήγορος , δυσπροσήγορος , προσαγόρευσις ,
6973600 Μυρταλη
τρίτην μισθόν , τὰ ὐπέρθυρ ' ὀπτά . δεῦρο , Μυρτάλη , καὶ σύ : δεῖξον σεωυτὴν πᾶσι : μηδέν
, μὴ πάντα δέ . Νῦν με ἀποκλείεις , ὦ Μυρτάλη , νῦν , ὅτε πένης ἐγενόμην διὰ σέ ,
6971453 Ἀρδεα
Ἀρδαλιώτης , τοῦ δ ' Ἀρδαλίς Ἀρδαλός ὡς Θετταλός . Ἀρδέα , κατοικία τῆς Ἰταλίας . Στράβων πέμπτῃ . ἐκλήθη
Ἀλβανῷ ὄρει , διέχοντι τῆς Ῥώμης τοσοῦτον ὅσον καὶ ἡ Ἀρδέα . ἐνταῦθα Ῥωμαῖοι σὺν τοῖς Λατίνοις Διὶ θύουσιν ,
6964640 συνθηρος
, Ἄσιος δὲ Νυκτέως , Φερεκύδης δὲ Κητέως . αὕτη σύνθηρος Ἀρτέμιδος οὖσα , τὴν αὐτὴν ἐκείνῃ στολὴν φοροῦσα ,
ἀγρευτὴς καὶ κυνηγέτης : ὁ δὲ τούτῳ συμπράττων συγκυνηγέτης , σύνθηρος , ὁμόθηρος . ἐρεῖς δ ' ἐπὶ τοῦ κυνηγέτου
6952771 καλασιρεις
καὶ κρόκινα ῥόμβοις ὑφαντὰ καὶ σαράπεις μηλίνους καὶ λευκοὺς καὶ καλασίρεις κορινθιουργεῖς πορφυρᾶς τε καὶ ἰοβαφεῖς καὶ ὑακινθίνας καὶ φλογίνας
τις καὶ φλογίνας καὶ θαλασσοειδεῖς . ὑπάρχουσιν δὲ καὶ Περσικαὶ καλασίρεις , αἵπερ εἰσὶ κάλλισται πασῶν . ἴδοι δ '
6942357 ἀμοχθος
' αὐτὸ τῆς ὥρας τὸ χειμέριον , ὅτε τοῖς ὀφθαλμοῖς ἄμοχθος ἡ τῶν ἰχνῶν θεωρία πρόκειται , τοῦτο μὲν τῇ
κακῶς πράσσουσιν ἡδὺ καὶ βραχὺν χρόνον λαθέσθαι τῶν παρεστώτων κακῶν ἄμοχθος γὰρ οὐδείς : ὁ δ ' ἥκιστ ' ἔχων
6936389 προσανεπλασθη
ὅσα βούλοιτο ἑαυτῷ . „ ἐκ τούτων οὖν ὁ μῦθος προσανεπλάσθη , καὶ οἱ γραφεῖς γράφοντες τὸν Ἡρακλέα προσγράφουσι τὸ
τοῦ Πηγάσου τὴν Ἀμισωδάρου Χίμαιραν ἀπώλεσε „ . τούτου γενομένου προσανεπλάσθη ὁ μῦθος . Φασὶν ὅτι Πέλοψ ἦλθεν ἔχων ἵππους
6932701 Μοσχιωνος
. . . ἑρκεῖος Ζεύς : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Μοσχίωνος : . . ἐπερωτᾷ εἰ φράτορες αὐτῷ καὶ βωμοὶ
τὴν γενικήν : Ἡφαιστίων Ἡφαιστίωνος : Ξενίων Ξενίωνος : Μοσχίων Μοσχίωνος : Ἠμαθίων Ἠμαθίωνος : Μελανίων Μελανίωνος : Πορφυρίων Πορφυρίωνος
6925829 ἀγοραζε
. Σελήνης [ ἐν τῷ ] Ταύρῳ οὔσης μαγείρους δούλους ἀγόραζε . Σελήνης [ ἐν τῷ ] Ζυγῷ [ ἢ
τὸ νόμισμα καὶ πώλησόν μοι τὸ πραγμάτιον . δὸς καὶ ἀγόραζε . ἄλλος περὶ παιδάρια ἐσπούδακεν . δὸς αὐτῷ τὸ
6921781 ἀποπνιγων
ἐλάμβανον . , ἔξω ἔμπροσθέν μου ἐκράτουν . ἀπάγχων ] ἀποπνίγων . τὰ εʹ ταῦτα κῶλα δίμετρά εἰσιν ἰαμβικά ,
ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , ἀποδύων , ἁρπάζων ,
6915572 Νεφθαλειμ
Λουδουεὶμ καὶ τοὺς καλουμένους Ἐνεμιγεὶμ καὶ τοὺς Λαβιεὶμ καὶ τοὺς Νεφθαλεὶμ καὶ τοὺς Πατροσωνιεὶμ καὶ τοὺς Χασλωνιείμ , ὅθεν ἐξῆλθεν
Ζελφὰν , τῷ αὐτῷ χρόνῳ ᾧ καὶ Βάλλαν συλλαβεῖν τὸν Νεφθαλεὶμ , τῷ ἑνδεκάτῳ ἔτει , μηνὶ πέμπτῳ , καὶ
6915236 τεινηται
ὑετοῖο . Εἴ γε μὲν ἠερόεσσα παρὲξ ὄρεος μεγάλοιο πυθμένα τείνηται νεφέλη , ἄκραι δὲ κολῶναι φαίνωνται καθαραί , μάλα
ὀπιϲθότονοϲ : ὅταν δὲ ἰϲοϲθενῶϲ ἐφ ' ἑκάτερα τὰ μέρη τείνηται , τότε τέτανοϲ ὀνο - μάζεται . τοὺϲ μὲν
6913454 παλιντονον
ἴμεναι μέγαρόνδε μετὰ μνηστῆρας ἀγαυοὺς τόξον ἔχους ' ἐν χειρὶ παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην ἰοδόκον : πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες
χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος . ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη ἰοδόκος , πολλοὶ δ ' ἔνεσαν στονόεντες
6913405 Ἀκουεις
ἐν θήκαις καθιδρυμένα ἢ ὅτε πανταχοῦ γῆς ᾔει σεμνῶς ; Ἀκούεις τὸν Οἰδίπουν ὡς ἐν Κολωνῷ κείμενος ἐν καιρῷ κεῖσθαι
πειρασόμεθα τῶν μὲν μὴ ἀποστῆναι , τὰ δὲ προσλαβεῖν . Ἀκούεις ἅ φησιν ὁ λαβὼν τὴν ἐπιστολήν , ὅτι κατηγορεῖ
6912491 Ἀφροδιτᾳ
Διός σε χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ λίσσομαι Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Ἀφροδίτᾳ ἐν ζαθέῳ με δέξαι χώρῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν .
. Ἀλλ ' οὐχὶ χοῖρος τἀφροδίτῃ θύεται , Οὐ χοῖρος Ἀφροδίτᾳ ; Μόνᾳ γα δαιμόνων . Καὶ γίνεταί γα τᾶνδε
6906447 Κυφος
φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν τ ' ἐκ Παλαύθρων : *
] τοῦ ἀπογόνου Κύφου . οὕτως φησὶν Ὅμηρος . . Κύφος πόλις Θετταλίας . καὶ ποταμὸς Κύφος . . τόν
6903235 ἑκατοστηι
αὐτῶν ἐν τῆι προτέραι | μάχηι ἀπέλαβον . ὀλυμπιάδι | ἑκατοστῆι ἑκκαιδεκάτηι | ἐνίκα στάδιον [ Δημοσθένης ] | Λάκων
[ ἐκ ] τοῦ δήμου ἡιρέθησαν . ὀλυμπιάδι ὀγδόηι καὶ ἑκατοστῆι | ἐνίκα στάδιον Πολυκλῆς | [ ] Κυρηναῖος ,
6901740 Πεποιηται
ταῦτα διὰ τοῦ παρεισαγομένου προσώπου σοφωτάτου παρ ' αὐτῷ . Πεποίηται γὰρ Ὀδυσσεὺς ἀναφωνῶν : οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι
ᾗ τοῦ τε Προμηθέως ἐστὶ τύπος καὶ τοῦ Ἡφαίστου . Πεποίηται δὲ , ὡς καὶ Λυσιμαχίδης φησὶν , ὁ μὲν
6899002 ἀθυρογλωσσος
' οὐκ ἐπήινουν . κἀπὶ τῶιδ ' ἀνίσταται ἀνήρ τις ἀθυρόγλωσσος , ἰσχύων θράσει : [ Ἀργεῖος οὐκ Ἀργεῖος ,
: , . . , . . . , . ἀθυρόγλωσσος : Εὐριπίδης Ὀρέστῃ ἀνήρ τις ἀθυρόγλωσσος . εἴρηται δὲ
6897517 Ἐχεμος
Πελοπόννησον . Προεκρίθη τε δὴ ἐκ πάντων τῶν συμμάχων ἐθελοντὴς Ἔχεμος ὁ Ἠερόπου τοῦ Κηφέος , στρατηγός τε ἐὼν καὶ
ἀφίκετο ἐπιδὼν τοὺς παῖδας ἀμφοτέρους τελευτήσαντας : Λυκούργου δὲ ἀποθανόντος Ἔχεμος ὁ Ἀερόπου τοῦ Κηφέως τοῦ Ἀλέου τὴν Ἀρκάδων ἔσχεν
6889553 Μεντην
αὐτός φησιν ἐν Ἰταλίᾳ ἐν τῷ Ῥεατινῷ ἀγρῷ κρήνην εἶναι Μέντην ὀνομαζομένην , ὁμοίαν τῇ προειρημένῃ . Ὁμοίως ἐγγὺς Κόσης
οὐκ καί . Κικόνων ἡγήτορι Μέντῃ : ὅτι τοῦτον τὸν Μέντην ἐν τῷ Τρωικῷ διακόσμῳ οὐ παραδέδωκεν , ἀλλὰ Εὔφημον
6888463 μειξαντες
ἐσχατίαισιν οἴκεις καὶ χρυσοπάσταν τὰν κυνίαν ἔχων ἔλαφρα π [ μείξαντες ἀλλάλοις ' Ἄρευα Μέλαγχρος αἴδως ἄξιος ἐς πόλιν .
ἄγοιτο : αὐτοὶ δὲ στυγερῷ κεν ὀλοίμεθα πάντες ὀλέθρῳ , μείξαντες δαῒ χεῖρας : ὅ τοι καὶ ῥίγιον ἄλγος ἔσσεται
6884210 χρησμολογος
' οἶσθ ' ὃ δράσεις . Γ προειρήκαμεν , ὅτι χρησμολόγος ὁ Ἱεροκλῆς : διόπερ νῦν χρησμοῦ τινος αὐτὸν προσάγει
ἀλλ ' Ἱεροκλέης οὗτός γέ πού ' σθ ' ὁ χρησμολόγος οὑξ Ὠρεοῦ . Τί ποτ ' ἄρα λέξει ;
6882678 Ἑπτακαιδεκατη
. Τεσσαρεσκαιδεκάτη Νάξος . Πεντεκαιδεκάτη Κῶς . Ἑξκαιδεκάτη Ζάκυνθος . Ἑπτακαιδεκάτη Λῆμνος . Ὀκτωκαιδεκάτη Αἴγινα . Ἐννακαιδεκάτη Ἴμβρος . Εἰκοστὴ
Ὁμοῦ οἱ ποιμένες καὶ οἱ Θηβαῖοι ϘϚʹ . . : Ἑπτακαιδεκάτη δυναστεία ποιμένες ἦσαν ἀδελφοὶ Φοίνικες ξένοι βασιλεῖς , οἳ
6879286 Χρυσας
Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι . Μετὰ τὸ διαλαβεῖν περὶ τῶν
Οἱ Χρῦσαι , τῶν Χρυσῶν , τοῖς Χρύσαις , τοὺς Χρύσας , ὦ Χρῦσαι : εἴρηται . Ἑνικά . Ὁ
6877963 χειρονιπτρον
καθάρματα στρατηγούς . κἄν τις τύχῃ πρῶτος δραμών , εἴληφε χειρόνιπτρον , ἀνὴρ δ ' ὅταν τις ἀγαθὸς ᾖ καὶ
καὶ τὴν λεκάνην οὕτως ἔλεγον , ἐν ᾧ τρόπῳ καὶ χειρόνιπτρον . ἰδίως δὲ καλεῖται παρ ' Ἀθηναίοις ἀπόνιμμα ἐπὶ
6873004 Κορινθιακος
Ἀθήνας τε καὶ Θήβας χρήματα ἀποστείλας : ὅ τε ὀνομαζόμενος Κορινθιακὸς πόλεμος ἀπὸ τούτων ἐξήφθη τῶν χρημάτων , ὡς ἀπολείπειν
τούτων τοῦτό ἐστι τὸ αἴτιον : μετὰ δὲ ταῦτα ὁ Κορινθιακὸς πόλεμος ἐγένετο , ἐν ᾧ ἐγὼ κἀκεῖνος στρατεύεσθαι ἠναγκαζόμεθα
6871614 μυστικος
γενέσεων ζητήσαντες οὐ παραμφοδίσομεν . οὗτος δὲ ἔστω ἀναγκαστικὸς καὶ μυστικὸς τρόπος εἰς τὴν μέλλουσαν ὑφ ' ἡμῶν ἀγωγὴν ἐπιλύεσθαι
ἐν ᾗ τὸ τῆς Δήμητρος ἱερὸν τῆς Ἐλευσινίας καὶ ὁ μυστικὸς σηκός , ὃν κατεσκεύασεν Ἰκτῖνος ὄχλον θεάτρου δέξασθαι δυνάμενον
6868580 μαστιγια
, τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν
ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι
6867805 Χαδισια
δὲ ἐκεραύνωσε . : , , , , . . Χαδισία : πόλις Λευκοσύρων . Ἑκαταῖος Γενεαλογιῶν β ἡ δὲ
Ἶριν ποταμὸν στάδια ἑκατόν ” . οἱ πολῖται Χαδίσιοι καὶ Χαδισία τὸ θηλυκόν . Ἀπολλώνιος βʹ ” νόσφι δ '
6862960 Λιμην
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . .
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν
6858444 συμπολιτης
, καὶ ὁ παρὰ τῇ συνηθείᾳ λεγόμενος . Ἑταῖρος ὁ συμπολίτης . Ξένος δὲ ὁ ἀφ ' ἑτέρας χώρας φίλος
τῇ νήσῳ παιδὸς ἠράσατο δελφὶς , καὶ συνῆν αὐτῷ ὡς συμπολίτης ἐν τῇ νήσῳ , καταλιπεῖν δ ' οὐκ ἠνείχετο
6855045 Ἀλ
. Τήλανδρος , πόλις Καρίας , καὶ Τηλανδρία ἄκρα . Ἀλ . δ ' ὁ Πολυΐστωρ οὐδετέρως τὴν πόλιν Τήλανδρον
Λιβύης . Ἀλ . ἐν τρίτῳ Λιβυκῶν . Κορακόνησος . Ἀλ . τρίτῳ Λιβυκῶν . Κυνῶν νῆσος , Λιβυκὴ νῆσος
6853325 Θρᾳκικη
Ἀβαντιάδα φησὶ καὶ Καλλίμαχος . Πεπάρηθος ] πόλις δέ ἐστι Θρᾳκικὴ , ἥτις οὐ κεῖται ἐν τῷ τῆς χωρογραφίας πίνακι
ἑκατέρας ἀπὸ τούτων σημαίνων . ἐκαλεῖτο δὲ Σάος ἡ ὅλη Θρᾳκικὴ Σάμος : καὶ Μόσυχλον δὲ τὰ ὄρη τῆς Λήμνου
6850374 Διονυσιακην
γεννηθῆναι οὐ μόνον ὠνομάζετο νέος Διόνυσος , ἀλλὰ καὶ τὴν Διονυσιακὴν πᾶσαν ἐνδύνων στολὴν προῄει καὶ οὕτως ἐσκευασμένος ἐδίκαζεν .
τε περὶ ποίησιν ὢν πάντα τὸν βίον ἐδιονυσίαζεν ἐσθῆτά τε Διονυσιακὴν φορῶν καὶ πολλοὺς τρέφων συμβάκχους ἐξῆγε κῶμον ἀεὶ μεθ
6848971 Λουσιευς
δὲ ὁ ὑπασπιστὴς ἔχων τὴν ἀσπίδα ἀπέλιπεν : Εὐρύλοχος δὲ Λουσιεὺς [ Ἀρκὰς ] προσέδραμεν αὐτῷ ὁπλίτης , καὶ πρὸ
' ἐκκέοιτο πρὸ τῶν ἐπωνύμων καὶ πάντες ὁρῷεν : Εὐκτήμων Λουσιεὺς ἐγράψατο Δημοσθένη Παιανιέα λιποταξίου . Ἐπώνυμοι δέκα , ἀφ
6846496 σεμνοπροσωπεις
, ἐπὶ τῇ ἰσχύϊ ἡμῶν , ἔμπροσθεν ἡμῶν . . σεμνοπροσωπεῖς ] σεμνὸν καὶ ἔντιμον φαίνη ἔχων τὸ πρόσωπον ,
τὠφθαλμὼ παραβάλλεις κἀνυπόδητος κακὰ πόλλ ' ἀνέχει κἀφ ' ἡμῖν σεμνοπροσωπεῖς . ὦ Γῆ , τοῦ φθέγματος , ὡς ἱερὸν
6843272 Ἀμβρακια
, οἷον Σικελιώτης Πηλιώτης Ἀμβρακιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή . Τὸ δ ' Ἀμβρακία ἀπὸ †
ἀπροσδοκήτως εὖ πράσσοντες εἰς ὕβριν τρέπεσθαι . . . : Ἀμβρακία , πόλις Θεσπρωτίας , ἀπὸ Ἄμβρακος τοῦ παιδὸς Θεσπρωτοῦ
6837757 Διοκλεια
τιμὴν ἐν Μεγάροις , ἤγουν νενίκηκας τὰ ἐν Μεγάροις τελούμενα Διόκλεια , ἢ καὶ τὰ Πύθια , καὶ ἐν μυχῷ
ἐν λόφῳ ] Ἤγουν ἐν Μεγάροις , ἔνθα ἤγετο τὰ Διόκλεια . Εὐκλεΐξαι ] Ἤγουν ἀνακηῤῥήξαι . Σιγαλὸν ] Κατηφῆ
6832815 Κηρα
φησιν , ὅτι ἡ Νὺξ ἐγέννησε τὸν Μόρον , τὴν Κῆρα , τὸν Θάνατον . ἐπεὶ γὰρ ἀφανῆ καὶ ἄδηλα
τοῦ πεπρωμένου καὶ εἱμαρμένου . ἐγέννησε δὲ ἡ Νὺξ καὶ Κῆρα καὶ τὸν Θάνατον , καὶ τὸν Ὕπνον καὶ τοὺς
6831987 Βοηδρομια
προσθήκης μέρει γεγένησθε , ἀγαπῶντες ἐὰν μεταδιδῶσι θεωρικῶν ὑμῖν ἢ Βοηδρόμια πέμψωσιν οὗτοι , καὶ τὸ πάντων ἀνδρειότατον , τῶν
ἃς διείλοντο κατὰ φυλάς . ἢ βοΐδια ] γράφεται καὶ Βοηδρόμια . καὶ γάρ φασιν , ὅτε ἔπεμψε τὴν λείαν
6830973 Ἑλενον
πλησίον Ἡρακλείας τῆς ὑπὸ τῇ Οἴτῃ . τὰ δὲ ἐς Ἕλενον τὸν Πριάμου δεδήλωκεν ὁ λόγος ἤδη μοι , μετὰ
δὲ Ὀλυμπιὰς ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἰς Πύρρον τὸν Ἀχιλλέως καὶ Ἕλενον τὸν Πριάμου * τὸ γένος τὸ ἀνέκαθεν ἀνέφερεν *
6829413 ἀγακλεας
γοῦν Ἀντίμαχος ἐν τῇ Λύδῃ φησίν : ἔνθα Καβάρνους θῆκεν ἀγακλέας ὀργειῶνας . καὶ ὁ Αἰσχύλος ἐν Μυσοῖς τὸν ἱερέα
ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . ἔνθα Καβαρνους θῆκεν ἀγακλέας ὀργειῶνας . εἶπε δὲ φωνήσας : Πόλυβε , θρεπτήρια
6827552 φιληι
ἄγνος ἀνθεῖ χὠ βότρυς πεπαίνεται . Ξάνθηι παλαιῆι γρηὶ πολλῆισιν φίληι Ἄβδηρα , καλὴ Τηίων ἀποικίη , ἐλευθέρα Κόρκυρα :
τελέσαντα . ἐν εὐεστοῖ ] ἐν εὐτυχίαι καὶ εὐθυμίαι . φίληι ] προσφιλεῖ . + εἰ οὕτω , φησί ,
6820705 ἐθαυμας
ἴσως ἐθαύμασας τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται . ἐγὼ δ ' ἐθαύμας ' ; ἀλλ ' ὅμως ἐγὼ φράσω : τοὐπτάνιον
ἴσως ἐθαύμασας τί τῇ τέχνῃ συμβάλλεται . ἐγὼ δ ' ἐθαύμας ' ; ἀλλ ' ὅμως ἐγὼ φράσω . τοὐπτάνιον
6820140 Ναυπλιος
ἐτράπεθ ' ὁρμῇ : τὸν δὲ μετ ' Ἐργῖνος καὶ Ναύπλιος Εὔφημός τε ὤρνυντ ' , ἰθύνειν λελιημένοι . ἀλλ
καὶ παῖδας Ἀγαμέμνονα καὶ Μενέλαον ἐτέκνωσε , Κλυμένην δὲ γαμεῖ Ναύπλιος , καὶ τέκνων πατὴρ γίνεται Οἴακος καὶ Παλαμήδους .
6818252 Ἀντιγονεια
, Ὑακίνθια , Ὀσχοφόρια πλὴν τοῦ Αἰάκεια , Κυδωνίδεια , Ἀντιγόνεια , Δημήτρεια , Διόμεια , Διϊπόλεια , Ἡράκλεια ,
Κασάνδρεια δ ' ὠνομασμένη . Ἐν τῇ μεσογείῳ δ ' Ἀντιγόνεια λεγομένη : Ὄλυνθος ὕστερον δὲ γενομένη πόλις , ἣν
6818078 ξυστησεται
ἐναντιώθη . ξυστήσεται ] ἐναντιωθήσεται . ξυστήσεται ] ξυμμαχήσεται . ξυστήσεται ] συμπαρατάξεται . θ ξυστήσεται ] συστάδην μαχήσεται καὶ
δ ' εὐλόγως ξυνήγαγεν . ἐχθρὸς γὰρ ἁνὴρ ἀνδρὶ τῷ ξυστήσεται , ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ ' ἀσπίδων θεούς :
6815027 πολυθρεμμων
πολύχαλκος , πολύπυρος πολύοινος πολύσιτος , πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος
' ἐλατὴρ Σοσθάνης . ἄλλους δ ' ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν : Σουσισκάνης , Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής , ὅ
6814949 Ἰσθμιας
Ἰσθμός , ἐν ᾗ Ἴσθμιος ὁ Ποσειδῶν . καὶ νίκη Ἰσθμιάς καὶ Ἰσθμιάδες σπονδαί . λέγονται καὶ Ἰσθμιῶται . Ἴσινδος
Ἰσθμός , ἐν ᾗ Ἴσθμιος ὁ Ποσειδῶν . καὶ νίκη Ἰσθμιάς καὶ Ἰσθμιάδες σπονδαί . λέγονται καὶ Ἰσθμιῶται . Ἴσινδος
6813700 ἐσχατογηρως
ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως ⌊ ⌋ . γελοῖον καὶ εὐτράπελον διαφέρει . γελοῖον
καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως . . . . . . : Τὰ τέλεια
6812395 Πλειστολας
ὅρκον ὤμνυον Λακεδαιμονίων μὲν οἵδε , Πλειστοάναξ , Ἆγις , Πλειστόλας , Δαμάγητος , Χίονις , Μεταγένης , Ἄκανθος ,
τέλος τοῦ πολέμου ξυνεχῶς : ἀδιαστάτως , συνημμένως . σημείωσαι Πλειστόλας σημείωσαι Ἀλκαῖος διεκίνουν τὰ πεπραγμένα : κατέλυον τὰ κατὰ
6810389 Ἀρκαδικη
οἱ μὲν λίμνην , οἱ δὲ ποταμόν . * ἡ Ἀρκαδική . Στύμφαλος γὰρ πόλις Ἀρκαδίας : τὸ δὲ εὐανθὴς
Τέγεαν τὴν ἑαυτοῦ πατρίδα : ἔστι δὲ ἡ Τέγεα πόλις Ἀρκαδική : ὁ Δόρυκλος δὲ ἔφερεν , ἀντὶ τοῦ ἤρατο
6809102 ὑπερκομπῳ
ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι .
. Ξ ὑπερκόμπῳ ] ὑπερηφάνῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἐπηρμένῳ . ὑπερκόμπῳ ] ἀλαζονικῷ . ὑπερκόμπῳ ] θρασεῖ καὶ ὑπερηφάνῳ .
6808669 Γυψ
ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ .
ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι
6805119 Μαρμαρον
γίνονται ιθʹ : τοσούτων ἔσται ποδῶν στερεῶν τὸ μάρμαρον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν Ϛʹ , πλάτος ποδῶν εʹ , πάχος
μετρήσεως τῶν μαρμάρων καὶ ξύλων καὶ λοιπῶν ἐλθεῖν ἀναγκαῖον . Μάρμαρον μῆκος ποδῶν ιγʹ , πλάτος ποδῶν δʹ , πάχος
6803567 μογεροισι
δείδιθι μαιμώωσαν ἔσω ἁλὸς ἠδὲ καὶ ἄλλα ἄστρα τά που μογεροῖσι πέλει δέος ἀνθρώποισι δυόμεν ' ἢ ἀνιόντα κατὰ πλατὺ
υἱὸν φῶτ ' Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθρεψε Γέλα , ὃς πολλοὺς μογεροῖσι μαραινομένους καμάτοισι φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων . . .
6803154 Μαραθον
. παρὰ τὴν κῆρα . ὁ μὴ κηρὶ ὑποκείμενος . Μάραθον . κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ν . μάρανθον γὰρ ἐστὶ
καὶ ξηραίνει : τὸ δ ' ἔνδον ἀσθενὲς ὑπάρχει . Μάραθον θερμαίνει μὲν σφοδρῶς , ξηραίνει δὲ μετρίως : διὰ
6802761 ΧΕΖ
ὑπὸ ΖΕΧ . ἴσον δὲ τὸ ὑπὸ ΘΗΧ τῷ ὑπὸ ΧΕΖ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ ὑπὸ Σ , ΗΧ
. ἔχει δὲ καὶ τὴν ὑπὸ ΘΗΧ γωνίαν τῇ ὑπὸ ΧΕΖ γωνίᾳ ἴσην : παράλληλος γάρ ἐστιν ἡ μὲν ΕΧ
6800224 Χρυσον
ἄρα ἐστίν , ἀλλ ' ἆθλα τῶν νικᾶν ἐπισταμένων . Χρυσὸν δ ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε δαΐφρων . καὶ οὐδὲν θαυμαστὸν
, εἰς δὲ τὸ εὐδαιμονῆσαι λογισμοῦ δεῖ καὶ τύχης . Χρυσὸν κηλιδοῦν καὶ φιλοσοφίαν ψέγειν ταὐτόν ἐστιν . Ἐπὶ μὲν
6799787 ἐξαγιστος
, τὸ δὲ νῦν κακὸν πῶς οἴσω μακρὸν γιγνόμενον ; ἐξάγιστος ἡ πόλις , ὡς ὁ Κιρραίων λιμήν , ἐπάρατος
ἀρά . τάχα δὲ τῷ ἐπαράτῳ προσήκοι ἂν καὶ ὁ ἐξάγιστος , ἐξώλης προώλης πανώλης . τὸ μέντοι ἐπαρασαμένους ἀναλύειν
6799094 Ἀκανθος
, Ἀκρόθωοι Ἑλληνὶς , Χαραδροῦς Ἑλληνὶς , Ὀλόφυξος Ἑλληνὶς , Ἄκανθος Ἑλληνὶς , Ἄλαπτα Ἑλληνὶς , Ἀρέθουσα Ἑλληνὶς , Βολβὴ
Ἀκάνθου , ὡς Μνασέας . βʹ ἔστι καὶ ἐν Αἰγύπτῳ Ἄκανθος , Μέμφιδος ἀπέχουσα σταδίους τριακοσίους εἴκοσι καὶ δύο ,
6798976 Σου
οὐδεὶς ὁρᾷ . Ὅρκος βέβαιός ἐστιν ἂν νεύσω μόνον . Σοῦ δ ' ἐγὼ λαλιστέραν οὐπώποτ ' εἶδον οὔτε κερκώπην
δὲ μηροῖς σου προσκεφαλᾴδιον . Εὐτράπελόν τις ἐλοιδόρει , ὅτι Σοῦ τὴν γυναῖκα δωρεὰν ἔσχον . ὁ δὲ εἶπεν :
6798553 Φυσκος
ἐφ ' ὑψηλοῦ ὄρους κειμένη . τὸ ἐθνικὸν Φύσκιος . Φύσκος , πόλις Λοκρίδος , ἀπὸ Φύσκου τοῦ Αἰτωλοῦ [
' ἐκ Κρήτης καὶ χρῆσθαι νόμοις ἰδίοις . Ἑξῆς δὲ Φύσκος πολίχνη λιμένα ἔχουσα καὶ ἄλσος Λητῷον : εἶτα Λώρυμα
6789466 κεινηι
τὸ μὴ νομίζεται . σὺ τῆιδε κρίνεις , Ἡράκλεις , κείνηι δ ' ἐγώ . τί δῆτα κλαίεις ; τίς
δ ' ἱέρεια ἦν κλειναῖς ἐν Ἀθήναις ἀκροτάτου μεγάλου λυκάβαντος κείνηι ἐν ὥρηι , κείνηι νυκτί , ὁ Λέσβιος Ἑλλάνικος
6787126 δεκαπαλαι
παῖδα φάρυγος . ὁ βοῦς ὁ χαλκοῦς ἦν ἂν ἑφθὸς δεκάπαλαι , ὁ δ ' ἴσως γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον
παρεσκευασμένος τρίπαλαι κάθημαι βουλόμενός ς ' εὐεργετεῖν . Ἐγὼ δὲ δεκάπαλαι γε καὶ δωδεκάπαλαι καὶ χιλιόπαλαι καὶ προπαλαιπαλαίπαλαι . Ἐγὼ
6787065 τρυφωσα
. δωδεκαμήχανος . πόρνη δώδεκα σχήμασι χρωμένη . ἐγκεκοισυρωμένη . τρυφῶσα : ἀπὸ Κοισύρας γυναικὸς πλουσίας , Ἀλκμαίωνος γυναικός .
, καὶ τὰ μὲν ἐκείνῳ μαχομένη , τὰ δὲ αὐτὴ τρυφῶσα , ἐνοχλεῖν σε ἔμελλεν : νῦν δὲ ἧττον μὲν
6786339 Ἰογορθας
ἔχοντας . ὁμοίως δὲ καὶ τούτων ἀπράκτων ἐπανελθόντων , ὁ Ἰογόρθας περιταφρεύσας τὴν πόλιν ἐνδείᾳ κατεπόνησε τοὺς ἐν τῇ πόλει
βασιλείας . εὐδοκιμοῦντος δὲ αὐτοῦ καθ ' ὑπερβολήν , ὁ Ἰογόρθας μισθωσάμενός τινας σφαγεῖς τοῦτον μὲν ἐδολοφόνησεν , αὐτὸς δὲ
6785647 Πανακος
[ κδʹ . Πρὸς τὰς ἐκ τοκετοῦ χλωράς . ] Πάνακος ῥίζας τρίψας ἐν οἴνῳ γλυκεῖ δίδου πιεῖν νηστικῇ .
νίτρου λεάνας , δίδου πίνειν μεθ ' ὕδατος θαρρῶν . Πάνακος ῥίζης , κυμίνου , ἀνὰ δραχμὰς δύο , νίτρου
6782150 Μνησιθειδης
. Τοῦ δ ' ἐνιαυσίου χρόνου διεληλυθότος Ἀθήνησι μὲν ἦρχε Μνησιθείδης , ἐν Ῥώμῃ δ ' ὕπατοι κατεστάθησαν Λούκιος Λουκράτιος
. πρέσβεις Δημοσθένης Δημοσθένους Παιανιεύς , Ὑπερείδης Κλεάνδρου Σφήττιος , Μνησιθείδης Ἀντιφάνους Φρεάρριος , Δημοκράτης Σωφίλου Φλυεύς , Κάλλαισχρος Διοτίμου
6781328 Βασιλεια
Ἡράκλεια , ἐν δὲ Ὀρχομενῷ Μινύεια , ἐν δὲ Εὐβοίᾳ Βασίλεια , ἐν δὲ Θεσσαλίᾳ Πρωτεσίλεια , καὶ ἐν Ἰσθμῷ
Βασιλείαν σοὶ γυναῖκ ' ἔχειν διδῷ . Τίς ἐστιν ἡ Βασίλεια ; Καλλίστη κόρη , ἥπερ ταμιεύει τὸν κεραυνὸν τοῦ
6780361 Βαιον
λύπη : ὑπερέβη γὰρ τὴν λύπην ἡ μέθη . . Βαιόν : ὃ λέγεται καὶ ἠβαιόν : ἔστι δὲ τριγενὲς
ταῦτα . ἀγειρόμενοι : ἀνορθούμενοι , συναθροιζόμενοι , ἀγείροντες . Βαιόν : ὀλίγον , μικρὸν , μικρὸν νοῦν . θαρσήσαντες
6778389 Ἀθμονευς
τοὔνομ ' ὅ τι ποτ ' ἐστί σοι . Τρυγαῖος Ἀθμονεύς , ἀμπελουργὸς δεξιός , οὐ συκοφάντης οὐδ ' ἐραστὴς
ἐστι φυλῆς τῆς Κεκροπίδος , ἀφ ' οὗ ὁ δημότης Ἀθμονεύς . Αἰγεῖον : Αἰγέως ἡρῷον ἐν Ἀθήναις : Δείναρχος
6778223 αἰτιωτατους
τὴν εἰρήνην ἐσκορόδισαν . νῦν δὲ πάλιν τοὺς Ἀθηναίους ἀποφαίνεται αἰτιωτάτους τοῦ πολέμου , δι ' ὧν τὸν Περικλέα φησὶ
Ἀλέξανδρον ἐνικήθητε , τότε τῶν τριηράρχων τοὺς μεμισθωκότας τὰς τριηραρχίας αἰτιωτάτους τοῦ γεγενημένου νομίζοντες παρεδώκατ ' εἰς τὸ δεσμωτήριον ,
6777456 ὠμογεροντα
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα ἐσχατόγηρως
, εἶτα ἀνὴρ μέσος , εἶτα προβεβηκώς , ὃν καὶ ὠμογέροντα καλοῦσιν , εἶτα γέρων , εἶτα πρεσβύτης , εἶτα
6777397 Ταρτησος
Ἀλύβη καλουμένη . Ὑπεράνω δὲ ταύτης τῆς Ἀλύβης ἡ εὐδαίμων Ταρτησὸς τῶν πλουσίων καὶ ῥύδην τὸν πλοῦτον ἐχόντων ἀνδρῶν χώρα
. ἡ δὲ Ἰβηρία καὶ Ἰσπανία καλεῖται παρὰ Λατίνοις . Ταρτησὸς δὲ νῆσος καὶ πόλις , ἧς Ἀργανθώνιος ἐβασίλευσε ζήσας
6777384 ἀξιοπιστοτερον
γεγενημένων τινὸς ἤκουον , ἀνδρὸς οὐδαμῶς οἵου τε ψεύδεσθαι . ἀξιοπιστότερον δὲ τὸ εἰς αὐτοὺς τοὺς ἀκούοντας ἀναφέρειν ἔχειν ,
' ἑαυτὸν βουλεύειν , ἀλλ ' ἀναπαύεσθαι χωρὶς ξιφιδίου , ἀξιοπιστότερον ἔτι εἶπεν : “ οὐ γὰρ ἔστι μοι θέλοντι

Back