, τῷ γὰρ χρόνῳ ξηρότερον γίνεται διὰ τοὺς κήρυκας . Διαφορεῖ φλεγμονὰς καὶ ἀποστήματα μάλιστα ἐν μαστοῖς , τὸ γὰρ | ||
δ ' εἴτε μελικηρώδης ἐστὶν εἴτε στεάτωμα ἢ ἀθέρωμα . Διαφορεῖ δὲ βρογχοκήλην βδέλλιον μετὰ μέλιτος λεῖον ἐπιτιθέμενον , ἄσβεστος |
καὶ ἐπάνω ἔρια . Κεφ . κεʹ . [ Πρὸς δυσουριῶντας καὶ λιθιῶντας ] Σκορπίοι ὠπτημένοι τρωγόμενοι : πρὸς δὲ | ||
. ταύτης ἡ ῥίζα σὺν οἴνῳ πινομένη οὖρα κινεῖ καὶ δυσουριῶντας ἰᾶται , καὶ λίθους θρύπτει καὶ στροφοὺς παύει καὶ |
καὶ ἐπίβαλλε τὰ τηκτὰ καὶ χρῶ πρὸς πάσας φλεγμονὰς τὰς σκληρυνομένας . Ποιεῖ πρὸς φλεγμονάς , παρατρίμματα , ἐξανθήματα , | ||
τὰς τῶν μαστῶν φλεγμονὰς , Φιλουμένου ληʹ . Πρὸς τὰς σκληρυνομένας φλεγμονὰς μαστῶν , Φιλουμένου λθʹ . Περὶ ἀποστήματος ἐν |
τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . Ἀβέβηλον καὶ βέβηλον [ ] [ ] διαφέρει | ||
τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . ἀβέβηλα καὶ βέβηλα διαφέρουσιν , ἄμφω ἐπ ' |
Εὐέλπιδι λέγει . . . [ κἀς τὴν πόλιν : Ἀπελθὼν ποιήσω τὰ ποιήματα εἰς τὴν πόλιν . ] διαβάλλει | ||
ὁ γύψ : ἐγὼ δὲ τὸ ἐπελθὸν ἀπεκρινάμην αὐτοῖς . Ἀπελθὼν δὲ ἐς τὴν πανήγυριν ἐπέστην τινὶ πολιῷ ἀνδρὶ καὶ |
πολυούσιός τις ὤν . Πεσεῖν . ἀπὸ τοῦ πέδου . Πεσσός . ὁ πίπτων ὁμοίως ἐν τῷ βάλλεσθαι . Πυραμίς | ||
πολυούσιός τις ὤν . Πεσεῖν . ἀπὸ τοῦ πέδου . Πεσσός . ὁ πίπτων ὁμοίως ἐν τῷ βάλλεσθαι . Πυραμίς |
, μάλιστα ἐν κεφαλῇ , ὀστέα διακεκομμένα , χόνδρους , ἡπατικούς , σπληνικούς , αἷμα ἀνάγοντας , πρός τε κυνόδηκτα | ||
καὶ φόρει ὡς βούλει . ποιεῖ γὰρ πρὸς δυσπνοϊκούς , ἡπατικούς , καὶ νεφριτικούς . ἔστι γὰρ Διὸς ὁ λίθος |
# α . ὁ ὀποπάναξ ὄξει λειοῦται . Ἄλλο εἰς μελικηρίδας . Σταφίδας ἐκγιγαρτισμένας κ , λεπίδος , μάννης ἀνὰ | ||
. ὅ γε μὴν χιτὼν πολὺ παχύτερος ὁ περιέχων τὰς μελικηρίδας , καὶ τὸ σχῆμα ἐπὶ μὲν τῶν μελικηρίδων ἀεὶ |
: τούς τε προσερχομένους εἰς τὸ τεῖχος εἰς τὰ ψιλὰ τυπτήσειν καὶ αὐτοὺς εὐχερῶς ὑπεξελεύσεσθαι καὶ πάλιν τὰς ἀποχωρήσεις ἀσφαλῶς | ||
Ἕλληνες . τῖφυν Ἀττικοί , ἐφιάλτην ἢ ἐπιάλτην Ἕλληνες . τυπτήσειν Ἀττικοί , παίσειν Ἕλληνες . τροπίαν καὶ ἐντροπίαν Ἕλληνες |
ἐνέσει προθεραπεία ἡ αὐτὴ ἡ ἐπὶ τοῦ Νυμφοδότου προειρημένη . Ἐπίθεμα δυσεντερικοῖς . Στυπτηρίας ὑγρᾶς , ἀκακίας , κηκῖδος , | ||
φυγαδεύει . ἄλλο . χυλῷ στρύχνου χεῖρας κατάχριε . [ Ἐπίθεμα πρὸς τὰ δήγματα τῆς ἐχίδνης . ] Ἐχίδνης κεφαλὴν |
αὑτοῦ . . . . . ἀπήορος , , : ἀπήορος : ὁ ἀπηρτισμένος καὶ διεστώς . παρὰ τὸ ἀείρω | ||
Φιλόξενος εἰς τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀπήορος , , : ἀπήορος : ὁ ἀπηρτισμένος καὶ διεστώς |
τι κωλυθείημεν κενῶϲαι διὰ φλεβοτόμου , τοῖϲ ἄλλοιϲ δεῖ χρῆϲθαι βοηθήμαϲι τοῖϲ ἐκφράττουϲι καὶ τὸ πλῆθοϲ κενοῦϲι καὶ πραΰνουϲι τὸ | ||
ϲυνουϲία ἐμποδίζεται . χρὴ μὲν οὖν τοῖϲ ἐπὶ τῆϲ κύϲτεωϲ βοηθήμαϲι χρῆϲθαι , ἐξαιρέτωϲ δὲ νῦν καὶ κατὰ τῶν ἰϲχίων |
ἀϊστωθῆναι καὶ ἀποσβῆναι καὶ συναποσβέσαι τὰς ψυχὰς τὰς ἐγκειμένας , ἀναζωπυρεῖν παραγγέλλει , καὶ τάττει μὲν ἄρχοντα ἐπὶ τῷ ἔργῳ | ||
νεφῶν μὲν πεπυρωμένων : σβεννυμένους δὲ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἀναζωπυρεῖν νύκτωρ καθάπερ τοὺς ἄνθρακας . τὰς γὰρ ἀνατολὰς καὶ |
. θέλει δὲ εἰπεῖν : τὴν πρὸς σὲ διάθεσιν καταλιποῦσα ἐξεβακχεύθη : τὸ σὸν λιποῦσα : ἀντὶ τοῦ φίλτρον . | ||
ἐκεῖσε τίνι τρόπωι κατήραμεν ; ἐμάνητε , πᾶσά τ ' ἐξεβακχεύθη πόλις . Διόνυσος ἡμᾶς ὤλες ' , ἄρτι μανθάνω |
δὲ Ἀκεγχήρης δώδεκα καὶ μῆνας πέντε . Τοῦ δ ' Ἀκεγχήρης ἕτερος δώδεκα καὶ μῆνας τρεῖς . Τοῦ δὲ Ἄρμαϊς | ||
μετὰ δὲ ταύτην Ῥαθῶτις ἔτη θʹ . μετὰ δὲ τοῦτον Ἀκεγχήρης ἔτη ιβʹ , μῆνας εʹ . μετὰ δὲ τοῦτον |
ἔνι δὲ φιλόπολις ἀρετὴ φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ | ||
. τὸ δ ' Ἀριστοφάνῃ ἐν Λυσιστράτῃ πέπαικται : ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεια |
. κατέβαλεν . ἄλλοις . δόξαν . ἀθάνατον καὶ μηδέποτε γηράσκον . πρέπον ἐστί . Δάκος ἀδινόν ] ἤγουν οὐ | ||
ἐπὶ τὰ τῶν ἀκμαζόντων ἔργα προτρέπειν . γεράνδρυον γὰρ τὸ γηράσκον φυτόν : καὶ δρῦς πᾶν φυτὸν γενικῷ ὀνόματι καλεῖται |
τῆς γῆς ἄλλου καὶ ἄλλου γινομένου , δεήσει καὶ τὰς σβέσεις καὶ τὰς ἐξάψεις τῶν ἄστρων ἀπλέτους γίνεσθαι . Ὧν | ||
. τὰς γὰρ ἀνατολὰς καὶ τὰς δύσεις ἐξάψεις εἶναι καὶ σβέσεις . Ἡρακλείδης καὶ οἱ Πυθαγόρειοι ἕκαστον τῶν ἀστέρων κόσμον |
ἕλκειν τε καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον ἀεί . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , ἔφη . Οὐκοῦν ὅταν δὴ πολλοὺς | ||
ἐμποδὼν εἶναι ἢ τὴν ἀνεπιστημοσύνην ; Σκοπῶμεν νὴ Δία . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , τὸ λεγόμενόν γε , πάντα κάλων |
; λογιστικὴ καὶ μετρητικὴ ἡ κατὰ τεκτονικὴν καὶ κατ ' ἐμπορικὴν τῆς κατὰ φιλοσοφίαν γεωμετρίας τε καὶ λογισμῶν καταμελετωμένωνπότερον ὡς | ||
ἀλλὰ τοὺς τριηράρχους οὓς καθιστᾶσιν οὗτοι εἰσάγουσιν εἰς δικαστήριον , ἐμπορικὴν δὲ δίκην οὐδεμίαν εἰσάγουσι . τοιαῦτα μὲν τὰ τοῦ |
τὰ ἐν τῶι ἀέρι φερόμενα αὐτομολήσαντα πρὸς τὸ φυσᾶν . Κύκλοι δέ εἰσι τὸν ἀριθμὸν ιαʹ , ἀρκτικὸς ἀνταρκτικὸς τροπικοὶ | ||
Κυκλάδων νήσων , ὡς Ἀριστοτέλης ἐν τῇ Κυθνίων πολιτείᾳ . Κύκλοι : Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Καλλαίσχρου . κύκλοι ἐκαλοῦντο |
πόλις Ἰωνική . Ἑκαταῖος Ἀσίᾳ . τὸ ἐθνικὸν Μυήσιος ὡς Φαγρήσιος . Μυκάλη , πόλις Καρίας . Ἡρόδοτος πρώτῃ . | ||
πόλις καὶ ποταμὸς Πισιδίας . τὸ ἐθνικὸν Πυδήσιος , ὡς Φαγρήσιος καὶ Μαγνήσιος , οὗ τὸ Μαγνησία . Πύδνα , |
Τροχίϲκοϲ . οὐ μόνον τοὺϲ ἡμικρανικοὺϲ ὠφελῶν ἀλλὰ καὶ τοὺϲ ἰϲχιαδικούϲ . θαψίαϲ ⋖ γ εὐφορβίου ⋖ δ ὀποῦ Μηδικοῦ | ||
Τροχίϲκοϲ . οὐ μόνον τοὺϲ ἡμικρανικοὺϲ ὠφελῶν ἀλλὰ καὶ τοὺϲ ἰϲχιαδικούϲ . θαψίαϲ ⋖ γ εὐφορβίου ⋖ δ ὀποῦ Μηδικοῦ |
δεδουλευκὼς καὶ μὴ παλίμπρατος . Ὑπ . ἐν τῷ κατὰ Πατρ . : ἀδούλευτον ἢ βάρβαρον πριάϲθω . . . | ||
. , . Ὑπ . δ ' ἐν τῷ κατὰ Πατρ . , εἰ γνήσιος ὁ λόγος , τοὺς Ἀρεοπαγίτας |
πέπλους ῥήγνυσιν ] αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα . ἀποτρόποισι ] οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . χηλαῖς : τοῖς ὄνυξιν . οὐχ | ||
ὀνειράτων . . ἀποτρόποισι δαίμοσιν ] τοῖς θεοῖς , οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . ἀποτροπιαστὴν δὲ τῶν ὀνείρων φασὶν εἶναι |
Ἐχίνου θαλασσίου ἡ σὰρξ ἐσθιομένη κοιλίαν μαλάσσει καὶ νεφροὺς καὶ λιθουρίαν ἄκρως θεραπεύει σὺν κονδίτῳ λαμβανομένη . αὐτὸς δὲ ὁ | ||
. τῆς νόσου . τοῦ Ἱέρωνος νοσήσαντος . ὅτι διὰ λιθουρίαν φορείῳ φερόμενος ἐνίκα τὰς μάχας ὁ Ἱέρων . παραβάλλων |
πρὸς ὑπόχυσιν ποιεῖ . ὡσαύτως καὶ ἡ τέφρα σὺν μέλιτι ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . διαχριομένη δὲ ὡσαύτως ἕλκη τὰ ἐν | ||
μέλιτι ἄκρως ἰᾶται . Ἡ δὲ χολὴ σὺν ἀκάπνῳ μέλιτι ἐγχριομένη θεραπεύει ἀχλύν , ἄργεμα καὶ πτερύγια . ὁ δὲ |
καὶ διαφορητικῆς τῶν ἐκ τοῦ βάθους ἐστὶν ἡ ζύμη . Ῥάμνος ξηραίνει μὲν κατὰ τὴν δευτέραν ἀπόστασιν , ψύχει δὲ | ||
Ἥλιος ἡνίχ ' ὁδεύῃ ἕβδομον ἱππεύσας τετράζυγον ἄντυγα πώλων . Ῥάμνος ἔχει πανάκειαν ἐν οἴκοισιν παναρίστην φυομένη φραγμοῖσιν ἀκανθῆεν πετάλειον |
καὶ ἔργον καὶ πλάσμα καὶ κατασκεύασμα . τέχναι δ ' ἔμπυροι καὶ ἄπυροι . Αἱ μὲν ἐκ τοῦ πωλεῖν , | ||
οἱ χαλεπώτατοι καὶ φλέγοντες τοῖς ἀλγήμασι τοὺς πληγέντας . * ἔμπυροι : φλογώδεις μεταμώνιον : οὐ μάταιον , ἀλλὰ δεινόν |
. στεῖραι , παρὰ τὸ στερεὰν ἔχειν τὴν ὑστέραν . Στρατεία . ἡ ἐνέργεια καὶ ὥσπερ πάλη . Στρατιά . | ||
κήπου καὶ τῶν ἄλλων τῶν κατὰ τὴν Βαβυλωνίαν παραδόξων . Στρατεία Σεμιράμιδος εἰς Αἴγυπτον καὶ Αἰθιοπίαν , ἔτι δὲ τὴν |
Λακεδαιμόνιοι δούλους καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν , οὓς δὲ ἀδεσπότους , οὓς δὲ ἐρυκτῆρας , δεσποσιοναύτας δ ' ἄλλους | ||
Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα , . . , . . . : ἀδεσπότους . , ἀναδικία . , ἀνεψιαδοῖ ἀνεψιότης . . |
οἰκῶν τῶν ἀγρῶν . ἀλλ ' εἰπέ μοι τὸ πρᾶγμα τοὐξημβλωμένον . ἀλλ ' οὐ θέμις πλὴν τοῖς μαθηταῖσιν λέγειν | ||
, ὅπερ οὕτως ἔχει τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην . τοὐξημβλωμένον ] τὸ ἀπολωλὸς καὶ διεφθαρμένον . ἀλλ ' οὐ |
ιϚʹ , Ὅμηρος δ ' ὁ παλαιὸς ιγʹ . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . . | ||
συμπράξας ἐποίησεν ἐκπεσόντα τῆς ἀρχῆς φυγεῖν εἰς Πέρσας . Καθολικὴ προσωιδία , . . . . . . . . |
διαθέϲειϲ . πυκνωτικὸν καὶ ἐμπλαϲτικόν : προϲάγομεν οὖν αὐτὸ τοῖϲ δεομένοιϲ τονοῦϲθαι μορίοιϲ καὶ ϲφίγγεϲθαι καὶ θερμαίνεϲθαι μετρίωϲ . Ϲτυράκινον | ||
ϲιτίοιϲ κατὰ τὸ ἁρμόττον χρωμένοιϲ : ἀρκεῖ δὲ τοῖϲ πολλοῖϲ δεομένοιϲ ποτὲ ψυχθῆναι μειζόνωϲ ἐννήξαϲθαι θέρουϲ ὥρᾳ νέουϲ ὄνταϲ καὶ |
Ἄμφη καὶ Ἀστράβη . κέκληται δὲ ἀπὸ τοῦ Κάσου τοῦ Κλεόχου πατρός . ἀπῴκισται δὲ τῆς νήσου καὶ τὸ ἐν | ||
ἦν . Οἱ δέ φασιν αὐτὸν Ἀπόλλωνος καὶ Ἀρείας τῆς Κλεόχου . . . Καὶ Ἀριστόκριτος φησὶν ὅτι Ἀρεία θυγάτηρ |
„ . Φιλόξενος . . . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . . | ||
. . . . ἄρυστις : ἄρυστις : ἄρυσις καὶ ἄρυστις . οὕτως Φιλόξενος . . . . . ἀφήτωρ |
οἰκοῦντες Ζαριασπηνοί ἐγχωρίως . ἀπὸ δὲ τοῦ Ζαριάσπη Ζαριασπεύς . Ζαύηκες , ἔθνος Λιβύης , Ἡρόδοτος δʹ . ” Ζαύηκες | ||
Περιηγήσει Ἀσίας : ἐξ αὐτῆς σιτοφάγοι καὶ ἀροτῆρες . . Ζαύηκες : ἔθνος Λιβύης . Ἡρόδοτος δ . Ζαύηκες ἔθνος |
ἐγχείρησις καὶ ἐπὶ τούτων . τῶν δὲ ἐν τῷ στόματι ἐπουλίδας μὲν καὶ παρουλίδας διαιροῦμεν , ὅταν πυοποιήσωμεν . τὰς | ||
' ἱκανὰς ἡμέρας . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς νομὰς καὶ ἐπουλίδας , καταστέλλει καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα , χνοῦς δὲ διὰ |
ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα . ἡ δὲ ἄνοια συνέμιξε νυμφίους φρενώλεις καὶ τὰς φρένας ἀπολέσαντας , τόν τε Οἰδίποδα καὶ | ||
γονήν . αἱματόεσσαν ] συγγενικήν . . παράνοια συνάγαγε νυμφίους φρενώλεις ] γρ . σύναγε . . μώρανσις ἥνωσε τὸν |
, καῦσον ἄλλας ἡμέρας γʹ , ἵνα γένηται ξανθόν . ΧΑΛΚΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΣ . Λαβὼν χαλκὸν κύπριον , καὶ δεῖ κροτεῖν | ||
καὶ ἐκπυρὶ αὐτὸν , καὶ γίνεται λευκός . ΑΛΛΗ ΠΟΙΗΣΙΣ ΧΑΛΚΟΥ ΚΕΚΑΥΜΕΝΟΥ . Λαβὼν σανδαράχην καὶ θεῖον ἄπυρον , κοράλλιον |
Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ εὐθεῖα καὶ Θετταλικῶς γενικῇ | ||
εὐθεῖαν ἀναχθεῖσα ἐποίησε τὴν Βριάρεως . . . + . Βριάρηο : οἷον : Βριάρηο κόρα . ἔστι Βριαρῆος ἡ |
, χώρει εἰς τὸν ἀγῶνα . καὶ τότ ' ἐγὼ θάρσησα . εἰσῆλθε δέ ποτε εἰς θέατρον διδάσκων κωμῳδίαν λίθων | ||
βδελυρὴ χώρ ' εἰς τὸν ἀγῶνα . Καὶ τότε δὴ θάρσησα καὶ ἤειδον πολὺ μᾶλλον . Πεποίηκε δὲ παρῳδίας καὶ |
. . . , . , . Διαδικασία Εὐδανέμων πρὸς Κήρυκας ὑπὲρ τοῦ κανοῦ ⌈ ⌉ : οὐδαμῶς τοιαῦτα πράγματα | ||
ἀπὸ τῶν κατ ' Αἴγυπτον ἱερέων μετενηνέχθαι , τοὺς δὲ Κήρυκας ἀπὸ τῶν παστοφόρων . τήν τε Ἶσιν μόνους τῶν |
καὶ Ἀκάνθιοι . ἀποδόντων δὲ Ἀθηναίοις Λακεδαιμόνιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι Πάνακτον . ἀποδόντων δὲ καὶ Ἀθηναῖοι Λακε - δαιμονίοις Κορυφάσιον | ||
τοῦ χειμῶνος τελευτῶντος ἤδη καὶ πρὸς ἔαρ : καὶ τὸ Πάνακτον εὐθὺς καθῃρεῖτο . καὶ ἑνδέκατον ἔτος τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα |
νγʹ δʹʹ μγʹ Ϛʹʹ Τόνζος νδʹ ∠ ʹʹ μγʹ γʹʹ Καβύλη νδʹ ∠ ʹʹγʹʹ μγʹ δʹʹ Βεργούλη νδʹ ∠ ʹʹ | ||
Ταρρακωνήσιος , κατὰ δὲ τὸν Ἑλληνικὸν Καβελλιωνίτης ὡς Ταρρακωνίτης . Καβύλη , πόλις Θρᾴκης οὐ πόρρω τῆς τῶν Ἀστῶν χώρας |
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . | ||
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ |
καὶ πρόσωπα τύπτει καὶ [ ] πλοκαμοὺς ? ? ? σπαράσσει . νῦν ἔμαθον ἀληθῶς , ὅτι [ πλεῖον ] | ||
με καρδίαν ] τοῦτο ὅλον καὶ μέρος . ἀμύσσει ] σπαράσσει . ἐρῶ ] λέξω . μῦθον ] λόγον . |
ἐμπύρῳ κόπρῳ βοῶν νυχθήμερον , καὶ ἔχε ὑδράργυρον παγεῖσαν . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΥ . Λαβὼν ὑδράργυρον , ζέσον ἐλαίῳ ῥεφανίνῳ : | ||
ἑπτάκις , καὶ ξηράνας ἐν ἡλίῳ , οὕτως χρῶ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . Λαβὼν πυρίτην τὸν χρυσίζοντα : χρυσίζοντα τοῦτον |
δ ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον , οὐκ ἐθειράδες . Ἀμερίας δέ φησι τὸ ἐθειράζειν ὑπηρετεῖν , θεραπεύειν . ἄλλοκα | ||
τε καλεῖσθαι τὸν πιτυρίτην ἄρτον , ὃν εὔκονον τευκονον ὀνομάζουσιν Ἀμερίας καὶ Τιμαχίδας . Φιλητᾶς δ ' ἐν τοῖς Ἀτάκτοις |
ἀφόδευμα , ἢ τὸ διὰ σάπωνος , ἢ πηγάνου χυλὸν ἔνσταξον εἰς τὰς ὀπὰς , ἢ ἀριστολοχίαν τρίψας γέμισον ἐν | ||
ὀπτὸν λειώσας ἔμπασον εἰς τὸ οὖς καὶ οὕτω πάλιν ὄξος ἔνσταξον καὶ τῇ ὑστεραίᾳ κλύσον ὑδρελαίῳ θερμῷ . Εἰ δὲ |
ἐλαίῳ καὶ τερεβινθίνῃ . σὺν δὲ μέλιτι ἀναληφθεῖσα καὶ χριομένη συναγχικοὺς θεραπεύει καὶ φλεγμονὰς παρισθμίων . τοῖς δὲ λυσσοδήκτοις καὶ | ||
. μετὰ μέλιτος δὲ ἐγχριομένη τῷ λαιμῷ καὶ τῷ σώματι συναγχικοὺς ἄκρως ἰᾶται . λαθραίως δὲ ποιεῖ πάντα μὴ ὁμολογῶν |
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα | ||
Ἀσσυρίοις . Οἱ δὲ ὅτι βηρύτου τὴν ἰσχύν φασι . Βοστρηνὸς ποταμὸς Σιδῶνος , ἀφ ' οὗ καὶ πόλις Βόστρα |
τὰ πλεῖστα ἐξαίφνης οὐ μόνον χρονίας ὀφθαλμίας , ἀλλὰ καὶ γλαυκώσεις καὶ ὑποχύσεις ἔσθ ' ὅτε καὶ κατεργάζεται . ἀρχομένας | ||
⌋ προσκλύσματι : παραχρῆμα γὰρ ἵστησι . πρὸς δὲ τὰς γλαυκώσεις καὶ ὑποχύσεις καὶ τὰς ἀπεγνωσ - μένας διαθέσεις ὑγρὰ |
δευτέρῳ Ὁμοίων ῥαφανίς , φησί , γογγυλίς , ῥάφυς , ἀνάρρινον ὅμοια . , Μνημονεύει δ ' αὐτῶν καὶ Σπεύσιππος | ||
ἄρα καὶ οὐρητικόν ἐϲτι καὶ διαφορητικὸν πνευμάτων . Ἀντίρρινον ἢ ἀνάρρινον παραπληϲίαν ἔχει τῷ βουβωνίῳ δύναμιν , καταδεέϲτερον δέ : |
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις | ||
τάχιστα ] λίαν ταχέως . τὰ πρυτανεῖ ' ] τὰς ἐκταγὰς ἤτοι τὰς δεκάτας , τὰς κρίσεις , τὰς ἐγκλήσεις |
καὶ χλιάνας ἐπίχριε παχύτατα καὶ ἐπιτίθει φύλλα τινὸς λαχάνου . Μάλαγμα τὸ Ἀμυθάονος πρὸς ἀγκύλας καὶ ἐσπασμένα ἄρθρα . Ἀμμωνιακοῦ | ||
μίσγειν δὲ τὸ διὰ τῶν τηκτῶν ἐπὶ σκληρῶν ὄγκων . Μάλαγμα ποδαγρικοῖς ἀρθριτικοῖς σφόδρα γενναῖον : ἀπαλλάττει τῆς ὅλης διαθέσεως |
: ἦσαν γάρ τινες τῷ Νικίᾳ διάγγελοι τῶν ἔνδοθεν . αὐτάγγελος δὲ ὁ αὐτὸς ἀφ ' ἑαυτοῦ διαγγέλλων ὑφ ' | ||
ἔτρεφε σύας . οὐ σχήσων : οὐ προσορμιούμενος αὐτάγγελοι : αὐτάγγελος , τὸ αὐτόν τινα δι ' ἑαυτοῦ μὴ προπέμψαντα |
ἀλλήλοισι : κατ ' ἀλλήλων . νόημα : μηχάνημα . Πυκνόν : συνετόν . ἔην : ἐστίν . μῆτις : | ||
: γεμίζει , γεμίζεται , πληροῦται , τῶν ἰχθύων . Πυκνόν : συχνὸν , πολὺ , πυκνῶς . πυκνῶς : |
κρᾶσιν μίαν εἰς κοίτην καὶ θαυμάσεις . Ἄλλο δυσεντερικοῖς καὶ λειεντερικοῖς : τὸ ἡμ . τυροῦ παλαιοῦ τὸ ἔξωθεν , | ||
καὶ δι ' αὐτὸ ἀπεπτοῦσι καὶ ἀτροφοῦσι καὶ ἀχροοῦσι , λειεντερικοῖς , κοιλιακοῖς , ἀμβλυωποῦσιν , ἡλκωμένοις ἐντέρων . οὐ |
δυνάμεως γὰρ ἐπισπαστικῆς τε καὶ διαφορητικῆς ἐστιν ἡ ζύμη . Πυτία πᾶσα δριμείας ἐστὶ καὶ λεπτυντικῆς καὶ διαφορητικῆς δυνάμεως καὶ | ||
ἀμυγδάλαιϲ πικραῖϲ ἀνάγει μὲν μᾶλλον , ἧττον δὲ πέττει . Πυτία Γαληνοῦ . Πυτία πᾶϲα δριμείαϲ ἐϲτὶ καὶ λεπτυντικῆϲ καὶ |
ἐστιν ἀνθρώποις ὁ νοῦς . Κἂν ᾖ γαλεός , κἂν λειόβατος , κἂν ἔγχελυς . Ἐν τρισὶν πληγαῖς ἀπηδέσθη τὸ | ||
, φησί , μνημονεύειν δύναμαι πολυτελῆ τὴν ἀποδημίαν ἔχων . λειόβατος . οὗτος καλεῖται καὶ ῥίνη . ἔστι δὲ λευκόσαρκος |
πρότερον λελεγμένα γινέσθω . καὶ κατακειμένους μὲν ἐγκρύψομεν τούς τε ἀσθματικοὺς καὶ ῥευματιζομένους θώρακα καὶ πλευρὰ καὶ στομαχικοὺς καὶ καχεκτικοὺς | ||
σπωμένων ἑρπύλλου καὶ κισσοῦ φύλλοις , μανδραγόρᾳ , μαράθῳ . ἀσθματικοὺς δὲ καὶ ὀρθοπνοϊκοὺς ὑποθυμιατέον θείῳ , ἀβροτόνῳ , ὑσσώπῳ |
μιαρώτατ ' ἀνθρώπων ; Ἐγώ ; ἔκρινα νικᾶν Αἰσχύλον . Τιὴ γὰρ οὔ ; Αἴσχιστον ἔργον προσβλέπεις μ ' εἰργασμένος | ||
μαγειρικῶς σφάξεις τὸν οἶν . Ἀλλ ' οὐ θέμις . Τιὴ τί δή ; Οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς , |
Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἄειδε τὰ Τέλληνος : ἐπὶ τῶν σκωπτικῶν . Τέλλης γὰρ ποιητὴς ὢν | ||
σοι γεγονέναι τὸν δασμόν . οὐδὲ γάρ , εἰ τὰ Τέλληνος ᾄδοι τις , οἷός τε ἔσται πρὸς αὑτόν σε |
πότιζε δὲ αὐτὰς καὶ τὰ πρὸς αἱμοπτοϊκοὺς ἀναγεγραμμένα , καὶ ἐγκάθιζε ἀφεψήμασι στύφουσι . Συνίστανται σπανίως λίθοι πωροειδεῖς ἐν τῷ | ||
, ῥάμνου φύλλων , βάτου ἀκρεμόνων ἴϲα ἑψήϲαϲ ἐν ὕδατι ἐγκάθιζε . Ἄλλο . ῥοιᾶϲ γλυκείαϲ ῥίζηϲ φλοιοῦ , μυρϲίνηϲ |
ὅτι ἀπέλθῃ ὁ πόνος . [ Περὶ αἰγίλωπος . ] Χολὴν βοὸς καὶ ὑγρόπισσον καὶ ὄξος ἑνώσας ποίει ἔμπλαστρον καὶ | ||
οὐ διψήσει . [ Πρὸς δυσηκοΐας καὶ κωφώσεις . ] Χολὴν αἰγείαν πρόσφατον ἴσα μίξας μέλιτι ἀκάπνῳ χλιαρὸν ἔνσταζον εἰς |
τετράμετρος βραχυκατάληκτος , τοῦ ἕκτου ποδὸς τριβράχεος . ὁ δεύτερος παιωνικὸς καθαρὸς τετράμετρος καταληκτικός . τὸ τρίτον ὅμοιον , δίμετρον | ||
βʹ : τὸ θʹ ὅμοιον τῷ ζʹ : ὁ ιʹ παιωνικὸς ὅμοιος τῷ γʹ : τὸ ιαʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον |
αἴρειν τὸ πλεῖϲτον τοῦ λευκώματοϲ , ποιεῖ καὶ πρὸϲ πᾶϲαν ἀμβλυωπίαν καὶ πρὸϲ πᾶϲαν ϲφαλερὰν καὶ χρονίαν ὀφθαλμίαν ἄκρωϲ . | ||
. Ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ σὺν μέλιτι ἢ γάλακτι γυναικείῳ ἀμβλυωπίαν καὶ λευκώματα ἰᾶται . ὁμοίως καὶ τὸ αἷμα . |
μάριες . ῥαφανίδων ἑψανῶν , γογγυλίδων ἐσκευασμένων ἐν ἅλμῃ πέντε μάριες : καππάρεως ἐσκευασμένης ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς | ||
ἐν ἅλμῃ , ἐξ ἧς τὰς ἀβυρτάκας ποιοῦσι , πέντε μάριες : ἁλῶν δέκα ἀρτάβαι . Αἰθιοπικοῦ κυμίνου ἓξ καπέζιεςἡ |
Λυσιστράτῃ Ἀριστοφάνους πέπαικται : ἀλλ ' ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεα . μέμικται γὰρ | ||
αὗται . τοιαῦται γὰρ ἦσαν καὶ αἱ γραῖαι δριμεῖαι . μητριδίων ἀκαληφῶν : Δριμυτάτων . λείπει παῖδες . . καὶ |
εἰ δὲ Ἑρμῆς , κωφοὺς ἢ ἀλάλους ἢ βραγχοὺς ἢ τραυλοὺς ἢ ψελλοὺς ποιεῖ . οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ μετὰ | ||
χαρίτων εἰσίν . ὁ Κρόνος τὸν Ἑρμῆν διαμετρῶν δυσγλώττους ἢ τραυλοὺς σημαίνει , καὶ μάλιστα τοῦ Ἑρμοῦ ἐν ἀφώνῳ ζῳδίῳ |
μέρη β . ἀντὶ Ἀϲϲίου λίθου γαγάτηϲ λίθοϲ ἢ ἅλεϲ ἀμμωνιακοὶ κεκαυμένοι . ἀντὶ ἀλώπεκοϲ ϲτέατοϲ ϲτέαρ ἄρκειον . ἀντὶ | ||
ἀδάρκης . ἀντὶ Ἀσίου λίθου , λίθος γαγάτης ἢ ἅλες ἀμμωνιακοὶ ἢ σανδαράχη . ἀντὶ ἀσπαλάθου , ἐρίκης καρπὸς ἢ |
ὕψος , ἄθας δὲ ὁ θεός . Οὕτω Φίλων . Γέρασα , πόλις τῆς Κοίλης Συρίας , τῆς τεσσαρεσκαιδεκαπόλεως . | ||
. . . . . ξε γοʹ κθ ∠ ʹδ Γέρασα . . . . . . . . . |
καὶ τῷ διαβαλλομένῳ καὶ τῷ πρὸς ὃν διαβάλλουσιν . διαβολιᾶν ὑποφάτιες : ἑρμηνευταὶ καὶ διάβολοι , παρὰ τὸ φατίζειν καὶ | ||
πάλιν κατ ' ἐκείνων πρὸς αὐτοὺς διεξέρχονται . Τὸ δὲ ὑποφάτιες ἀντὶ τοῦ ὑποβολεῖς διαβολιῶν . Ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι |
καταιγίδας . καὶ ὅτι πτῶσις ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας , | ||
τῶν τοιούτων ὀνομάτων Ἀττικόν ἐστιν . Ὅμηρος ἐπὶ τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν . Κρατῖνος ὁμοίως τῷ ἄνηστις ἀντὶ τοῦ νῆστις |
ἡ συστροφὴ τοῦ ἀνέμου . Δέπας : τὸ ποτήριον . Δόρυ : τὸ κοντάριον . Καταχρηστικῶς : παρὰ συνήθειαν . | ||
τῶν περιφερομένων . Δοίδυκος σκιά : ἐπὶ τοῦ μηδενός . Δόρυ κηρυκείου μᾶλλον δάκνει : ἐπὶ τῶν αὐστηρότερον προσιόντων τοῖς |
ὑπόχριε . Τὰ δὲ λεπρώδη τῶν βλεφάρων ὑγιάζει συκῆς ὀπὸς καταχριόμενος . ἁλὸς ἄχνῃ λείᾳ χρῶ . Μυελὸν μόσχειον καὶ | ||
πυριωμένη , ἡδύοσμον σὺν ἀλφίτῳ καταπλασθέν , κρόκος σὺν γάλακτι καταχριόμενος , ἄλευρον κυάμινον καθ ' ἑαυτὸ καὶ σὺν ἀλφίτῳ |
Ἀνητοῦσσα , πόλις Λιβύης . Ὁ πολίτης Ἀνητουσσαῖος , ὡς Σκοτουσσαῖος , ὡς ὁ Πολυΐστωρ φησίν . Θύνη , πόλις | ||
. Ἀνητοῦσσα , πόλις Λιβύης . ὁ πολίτης Ἀνητουσσαῖος ὡς Σκοτουσσαῖος , ὡς ὁ πολυΐστωρ φησίν . Ἀνθάνα , πόλις |
κυκλικῶς τὸ δέκτῃ ὀνομαστικῶς δ ' ἀκούει ὁ κυκλικός τὸ δέκτῃ ὀνόματικῶς ἀκούει , . , . κυκλικὸν σχῆμα κύκλου | ||
στίχῳ . . η . . δ οὐ κυκλικῶς τὸ δέκτῃ ὀνομαστικῶς δ ' ἀκούει ὁ κυκλικός τὸ δέκτῃ ὀνόματικῶς |
. , ἐν δὲ τῆι δ Δωι ποικίλαι ἡμέραι γίνονται ἁλκυονίδες καλούμεναι . . , ἐν δὲ τῆι ιδ Δωι | ||
ἁλκυόνες ἐκλήθησαν . αἱ δὲ νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἁλκυονίδες καλοῦνται . ἄλλην δρῦν βαλάνιζε : ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς |
δευτέρῳ Ὁμοίων , παραπλησίας εἶναι λέγων πέρκην , χάνναν , φυκίδα . . . . . ΠΕΡΚΗ . καὶ ταύτης | ||
πέρκαι . Σπεύσιππος παραπλησίας εἶναι λέγει πέρκην , χάννην , φυκίδα . Ἐπίχαρμος . πέρκας τ ' αἰόλας . Ἀριστοτέλης |
θριγκὸν περιβαλεῖν , αἱμασιὰν περιελάσασθαι , ῥάχον περιστήσασθαι , ἢ ἀσπαλάθους ἐγείρειν . θλίβειν τὰς σταφυλὰς ἐν ταῖς ληνοῖς , | ||
' εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς πάλιν . Ὑπ ' ἀναδενδράδων ἁπαλὰς ἀσπαλάθους πατοῦντες ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ , κύπειρόν τε δροσώδη , |
καὶ εἰς μερίμνας ἐμβάλλεσθαι . . ΑΛΛ ' ΕΜΠΗΣ ΚΑΙ ΤΟΙΣΙ ΜΕΜΙΞΕΤΑΙ . Τοῦτο δέ φησι , πρὸς τὸ μὴ | ||
ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις τοῖς κατὰ δίκην ζῶσιν , |
οἵτινες καὶ ἐν τῇ Ἀλεξανδρείᾳ . ἔφλων : ἤσθιον . φλᾶν δὲ τὸ μετὰ ψόφου ἐσθίειν : καὶ γὰρ φλᾶν | ||
ῥίψασπις εἶ . καὶ στίχοι ἰαμβικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ βʹ . φλᾶν : νῦν κατακαίειν : δῆλον δέ , ὅτι τὰ |
οὖν ἀλώπηξ προσετέθη πρὸς τῷ κυνί ; Ἀλωπεκίοισι τοὺς στρατιώτας ᾔκασεν , ὁτιὴ βότρυς τρώγουσιν ἐν τοῖς χωρίοις . Εἶἑν | ||
Λεσβίων εὑρεῖν . Χιτῶνά μοι φέρων δέδωκας δαιδάλεον , ὃν ᾔκασεν ἄρισθ ' Ὅμηρος κρομμύου λεπυχάνῳ . Εὐριπίδου τ ' |
εἶτα Παρθένῳ νʹ , εἶτα Ζυγῷ κʹ : γίνονται ἡμέραι σλʹ : λοιπαὶ ἡμέραι κεʹ . ταύτας Ἄρης ἕξει ἐν | ||
τὴν ἀρχὴν ποιησάμενος . Ἀδὰμ ἕως οὗ ἐτέκνωσεν ἔζησεν ἔτη σλʹ , υἱὸς δὲ τούτου Σὴθ ἔτη σεʹ , υἱὸς |
” . [ νηχομένας “ . ] ⌈ κεστρῶν [ κεστρᾶν ] ] ⌈ ἰχθύων κεφάλων : ⌈ κεστρεὺς γὰρ | ||
δροσερᾶν νεφελᾶν ” : εἶτ ' ἀντ ' αὐτῶν κατέπινον κεστρᾶν τεμάχη μεγαλᾶν ἀγαθᾶν κρέα τ ' ὀρνίθεια κιχηλᾶν . |
Συρίας . Χάραξ ὀγδόῃ χρονικῶν . τὸ ἐθνικὸν Ἀλαβούριος . Ἀλαβών , πόλις [ Σικελίας ] καὶ ποταμός , ὡς | ||
ἐξ ἧς μέγας ποταμὸς εἰς τὴν πλησίον θάλατταν ἐξερεύγεται καλούμενος Ἀλαβών . κατὰ δὲ τὴν νῦν Ἀκραγαντίνην ἐν τῷ Καμικῷ |
αὐτοὺς κωνοειδὲς ἔχειν σχῆμά φησι . . . . . κωνοειδεῖς δὲ Κλεάνθης ὁ Στωικός . . . , , | ||
αὐτούς , Κλεάνθης δὲ κωνοειδεῖς . . . . Κλεάνθης κωνοειδεῖς . . . . Κλεάνθης αὐτοὺς κωνοειδὲς ἔχειν σχῆμά |
. ἦ που . ἤπου : ἴσως , σχεδόν : ἤπουγε , πολλῷ πλέον . τὸ δὲ γένος . ἀλλαχοῦ | ||
τούτους ἀνετίθεσαν . ἦ που . ἴσως , σχεδόν . ἤπουγε : πολλῷ πλέον . γηράσκω κτλ . παροιμία : |
ἀεὶ ἔχει καὶ οὐδὲν ἄλλο ἢ συστρέψαι αὐτὴν δεῖ . Αὐτὰ τὰ πράγματα ὁρᾶν , διαιροῦντα εἰς ὕλην , αἴτιον | ||
καὶ τὸν μέλλοντα : περιέχειν γὰρ δοκοῦσιν τὸν ἐνεστῶτα . Αὐτὰ μὲν οὖν καθ ' αὑτὰ λεγόμενα τὰ ῥήματα . |
. μελαμπαγὲς ] τὸ μετὰ τὸ πεπηγέναι μελαινόμενον . θ μελαμπαγὲς ] τὸ μεμελανωμένον . Ξ αἷμα φοίνιον ] τὸ | ||
' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον , τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι , τίς |
πράσσοντι πᾶσα γῆ πατρίς . Τρόπος δίκαιος κτῆμα τιμιώτατον . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις τύχη . Τὰ δ ' | ||
ὁρᾷ . Τύχη τέχνην ὤρθωσεν , οὐ τέχνη τύχην . Τυφλὸν δὲ καὶ δύστηνον ἀνθρώποις βίος . Τὸ γὰρ θανεῖν |
θ οὐχ ὁμιλητὸν ] ἀπρόσψαυστον . ὁμιλητὸν ] φορητὸν καὶ ὑπομονητόν . ὁμιλητὸν ] ὁμιλίαν παραδεχόμενον . δείσασα ] φοβηθεῖσα | ||
. εὐεστοῖ ] εὐτυχίᾳ . . ὁμιλητὸν ] φορητὸν , ὑπομονητόν . . κρατοῦσα ] εὐτυχής . . νικῶσα . |
Ζυγὸν διαπορεύεται ὁ ἥλιος ἐν ἡμέραις λ . Ἐν τῇ αῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι ἰσημερία μετοπωρινή : καὶ ἐπισημαίνει . Καλλίππῳ | ||
ὁ ἥλιος ἐν ἡμέραις λα . Ἐν μὲν οὖν τῇ αῃ ἡμέρᾳ Εὐκτήμονι Κύων μὲν ἐκφανής , πνῖγος δὲ ἐπιγίνεται |
ψωμοκόλαξ κεῖται παρὰ Ἀντιφάνει : ψίθυρός τ ' ἐκαλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . καὶ Σαννυρίων : ποῖ φθείρεσθ ' ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες | ||
καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει . Ψίθυρός τε καλοῦ καὶ ψωμοκόλαξ . Τότε μὲν σου κατεκοττάβιζον , νυνὶ δέ σου |
καὶ διὰ τοῦ αι ἰσαίτατος ἀσμεναίτατον † πανουργιαίτατα ἡσυχαίτερον . ἀσμεναίτατα μέντοι Πλάτων ἐν αʹ Πολιτείας καὶ † ἰσαίτερον καὶ | ||
. ἀσμενώτερος : διὰ τοῦ ω . τὸ δὲ ἐπίρρημα ἀσμεναίτατα . ἄζυξ : ὁ ἄζυγος καὶ μόνος . καί |
κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς καχλάζω . τὸ οὖν χλῶ ῥηματικὸν χλώσα : ἐπεκτάσει τοῦ | ||
τοῦ ο ὄχλος . ἐκ δὲ τοῦ χλῶ καὶ τὸ καχλάζω κατὰ ἀναδιπλασιασμόν . . . , : ἀκωκή : |
ὁτὲ δὲ ἀλήτου . μὴ οὖν βούλου δευτερολόγος ὢν τὸ πρωτολόγου πρόσωπον : εἰ δὲ μή , ἀνάρμοστόν τι ποιήσεις | ||
αὐτὸς ἔλεγεν , ἡ τύχη ὥσπερ ποιήτρια , ὁτὲ μὲν πρωτολόγου , ὁτὲ δὲ ὑστερολόγου περιτίθησι πρόσωπον , καὶ ὁτὲ |
Θεσσαλίας , ὅπου μετῴκησαν οἱ Κνίδιοι , ὧν ἡ χώρα Κνιδία . . Ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Δωτίας τῆς Ἐλάτου . | ||
Θεσσαλίας , ὅπου μετῴκησαν οἱ Κνίδιοι , ὧν ἡ χώρα Κνιδία . Καλλίμαχος ἐν τοῖς ὕμνοις ” οὔπω τὰν Κνιδίαν |
νικᾷ , καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν κρατεῖ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ ΑΡΓΥΡΙΤΟΥ . ΘΕΙΟΥ ΜΕΛΑΝΟΣ ΕΝΚΑΥΣΤΟΙΙΟΙΗΣΙΣ . | ||
σβέννυται ὄξει : εἶτα λειοῦται : πυρροκαταβάπτεται διστάκις . ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΥΡΙΤΟΥ . Ἐκζέσας αὐτὸν ἐν θαλασσίῳ ὕδατι τριβέντα ἡμέραν αʹ |