αὐτὸν γίνεται καὶ σώζεται πάντα . παρὰ δέ τισι καὶ Δεὺς λέγεται , τάχα ἀπὸ τοῦ δεύειν τὴν γῆν ἢ | ||
ἀπὸ τῶν ἄλλων , ἢ ἀπὸ τοῦ δεύω τὸ βρέχω Δεὺς καὶ Ζεύς : ὑέτιος γὰρ ὁ ἀήρ . Μάκαρ |
ὄναρ τὸ περὶ τῆς μάχης οὕτως ἐξηπάτησεν αὐτόν , Νέστορι ἀπεικασθέν . οὐ μόνον δὲ τῷ Νέστορι ὑπήκουε δοκοῦντι φρονιμωτάτῳ | ||
τὰς εἰκόνας ἐπανάγοντα , ἐπεὶ μηδὲ ἄλλως ἦν γνῶναι τὸ ἀπεικασθέν , εἰ μὴ τῇ πρὸς τὸ αἴτιον τὸ παραδειγματικώτερον |
ΓΒΠ . ὁμοίως δὴ δειχθήσεται καί , ὡς τὸ ὑπὸ ΘΖΔ πρὸς τὸ ΞΖ , οὕτως τὸ ἀπὸ ΓΒ πρὸς | ||
τὸ παρὰ τὴν ἀνωμαλίαν διάφορον δῶμεν , τουτέστιν τὴν ὑπὸ ΘΖΔ γωνίαν , ἀνάπαλιν δοθήσεται μὲν διὰ τοῦτο καὶ ὁ |
: ἤγουν ὁ φολιδωτὸς ἢ τὸ ὄρος τῆς Ἰταλίας . γαυλός : τὸ γαλακτοδόχον ἀγγεῖον . ἔργον Πραξιτέλευς : δύο | ||
, γῶ γάζω γαλὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ , γαυλός . Γαγγεῖον γάλακτος δεκτικόν . καὶ οὐ πάντως δεῖ |
, τουτέστιν ἐξήνεγκαν τοῦ ὀρθοῦ καὶ φρόνιμον . ἀπὸ τοῦ πλάζω τοῦ πλανῶ τὸ παρέπλαξαν . περὶ τῆς τοῦ φόνου | ||
τὸ πληροῦσθαι ὑπὸ τοῦ ἄξονος . Πλαγγών . παρὰ τὸ πλάζω . πλαγὼν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ , πλαγγών |
. . . , πεπάλη : πάσω πάλη καὶ ἀναδιπλασιασμῷ πεπάλη . . . . . . πεπάλη , , | ||
ἦν νῆσος . Πεπάλη . πέσω πάλη , καὶ ἀναδιπλασιασμὸς πεπάλη . Πτωχός . ὁ ἐκπεπτωκὼς τοῦ ἔχειν . Πίθος |
, ἀφισταμένων δὲ ἐπὶ πλέον , πρὸς λόγον τῆς ἀποστάσεως μεγεθύνεσθαι εἰώθασι . Καὶ μὴν καὶ τὰ ἀνατέλλοντα πάντα μείζονα | ||
τῶν παρῳχημένων : οἱ γὰρ παρῳχημένοι χρονικῶς ἢ συλλαβικῶς θέλουσι μεγεθύνεσθαι κατὰ τὴν ἄρχουσαν , συλλαβικῶς μέν , οἷον τύπτω |
τινα κτλ . . , : μάραγδος : παρὰ τὸ μαίρω , ὁ μέλλων μαρῶ , οὗ παράγωγον μαράσσω , | ||
. . . ὁ εὔληπτος καὶ δῆλος . παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ἐξ οὗ τὸ μαρμαίρω καὶ |
ἀέξει , . , . * . Ἄερθεν : ἀείρω ἀερῶ ἄερκα ἄερμαι ἀέρθην ἀέρθησαν καὶ ἄερθεν , ὡς τὸ | ||
αὐτὰ πάλιν φυλάσσουσιν οἷον ψαλῶ , νεμῶ , κρινῶ , ἀερῶ . Καὶ πάλιν τελικὸν ὂν τὸ Ν ἐπὶ τῆς |
αʹ Ἑν . ὁ τυφθείϲ , ἡ τυφθεῖϲα , τὸ τυφθέν Δυ . τὼ τυφθέντε , τὰ τυφθείϲα Πληθ . | ||
: τὸ ἐτυπτόμην τὸ μ ἔχει κλιτικόν . τυφθεῖσα , τυφθέν : ἀμφότερα γέγονεν ἀπὸ τῆς γενικῆς τοῦ ἀρσενικοῦ , |
δυναστῶν ἐπιεικῶς προσφερομένων τοῖς πλήθεσι , καὶ διὰ τοῦτ ' ἀγαπωμένων , οὗτος βιαίως καὶ χαλεπῶς ἄρχων ἐμισεῖτο . διὸ | ||
στεφανώσειν αὐτοῦ τὸν οἶκον . εἰώθασι γὰρ οἱ ἐρῶντες τῶν ἀγαπωμένων πλείονας κυάθους ἐπιχεῖσθαι . Καλλίμαχος : ἔγχει καὶ πάλιν |
ΗΘΚ ΛΜΝ , καὶ τὸ μὲν ἐχέτω τρίγωνον βάσιν τὸ ΚΛΝ , τὸ δὲ παραλληλόγραμμον τὸ ΒΓΔΕ , καὶ ἔστω | ||
ΓΔΛ . καὶ ἐναλλάξ : ἴσον δέ ἐστι τὸ ὑπὸ ΚΛΝ τῷ δὶς ὑπὸ ΓΔΛ : ἴσον ἄρα καὶ τὸ |
γὰρ ἡμῶν : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἐγχρίσας : τὸ δὲ ἐξῆς ἐν ψευδηγόροις φήμαις τοὺς λόγους καὶ τὴν ἀψευδῆ φρόνησιν | ||
λάζεο . ἡ σύνταξις , οἷον λάζεο σίδης καὶ τὰ ἐξῆς . ὀλόσχους δέ φησι τοὺς τῶν ῥοιῶν τραχήλους πρότερον |
καὶ δάκνουϲα ἐκ προϲαγωγῆϲ : ἀμφοῖν γὰρ χρέοϲ ληθαργικοῖϲι ἐϲ θάλψιν καὶ ἐγρήγορϲιν . τὰ πρῶτα μὲν ὦν καὶ κνίδῃ | ||
τροφαῖς καὶ οἴνοις ἀνακτησόμεθα : ὅσοι δ ' ἐπὶ τούτων θάλψιν ἢ θλῖψιν παραλαμβάνουσιν , οὔ μοι δοκοῦσι δύνασθαι διακρίνειν |
ὁμοτονεῖ τοῖς ἰδίοις ὁριστικοῖς : νικῶ ἐγώ νικῶ σύ , κρεμῶ ἐγώ κρεμῶ σύ . τὰ μέντοι τρίτα εἴτε εἰς | ||
ἐπ ' ἄκρων τοῦ δένδρου ὤν , ἢ παρὰ τὸ κρεμῶ ἀκρέμων , ὁ κρεμώμενος , . , , . |
ἡ μεταφορά . δύναται καὶ παρὰ τὸ μῶ , διπλασιασμὸς μαιμῶ . μῶ δὲ τὸ ζηθῶ , ἀπὸ τοῦ μῶ | ||
καὶ ὑπερφυής . τὸ δὲ πνείουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ παρὰ τὸ μαιμῶ μαίμακα , ὃ καὶ μαιμάω φησὶν Ὅμηρος : ὡς |
, ἐξερχόμενον ἐκ τοῦ ζῴου παχὺ καὶ λευκόν ἐστιν , ἐπιμένον δὲ καὶ ψυχόμενον εἰς ὕδωρ ἀναλύεται ; ἄτοπον δέ | ||
εὐμετανόητον δὲ καὶ ἀτελὲς καὶ ἐπιζήμιον ἢ λυπηρὸν καὶ μὴ ἐπιμένον . ἐὰν δόξῃ τις ἐν αὐταῖς ταῖς ἡμέραις ἐκπλοκήν |
καὶ τὸ μαῖα , ἡ τροφός : παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης | ||
, παρὰ τὴν ζήτησιν καὶ εὕρεσιν τῶν μαθημάτων . καὶ μαίω , τὸ ζητῶ , ὅθεν καὶ μαῖα καὶ Μοῦσα |
. Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε . Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον . Ἡ γλῶσς ' | ||
ἀμφάκης γένυς , ἅ νιν κατέπεφνεν αἰσχίσταις ἐν αἰκίαις . Ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ δει - νοῖς κρυπτομένα |
τάφους Νηρέως καὶ σκύφον . Καδμίλου : Καδμίλος ὁ Ἑρμῆς βοιωτικῶς † οὗ καὶ Κλεοβούλης υἱὸς ὁ Μυρτίλος ὁ Οἰνομάου | ||
, οἷον Ἀχιλλίος βασιλίος : τοιοῦτόν ἐστι καὶ τὸ Ζεύς βοιωτικῶς γινόμενον κατὰ τὴν γενικὴν Διός διὰ τοῦ ι καὶ |
, Κανάρης Κανάρητος , Κεφάλης Κεφάλητος : οὕτως οὖν καὶ Ἀμέλης Ἀμέλητος καὶ ἀμένης ἀμένητος , οὐκ ἀντιστρέφοντος τοῦ κανόνος | ||
κακοήθης κακοήθους : πρόσκειται εἰ μὴ χαρακτὴρ κωλύσῃ διὰ τὸ Ἀμέλης Ἀμέλητος καὶ ἀμένης ἀμένητος : ταῦτα γὰρ παρ ' |
ὅσον τε παλαιστιαῖον τὸ πανταχόθεν ἀπορρέον δάκρυον ἐπὶ ταὐτὸ ἐᾷ καταρρεῖν . τοῦτο μὲν οὖν ἂν εἴη πρός τε τὸ | ||
ποταμὸς Αἰθιοπίας . οὕτω δὲ λέγεται διὰ τὸ πολὺν ἐκεῖσε καταρρεῖν τὸν χρυσόν . . Κισθίνης ] Κισθίνη πόλις Αἰθιοπίας |
ἀπεκρύψω ὅτι μέλλεις ἄρα πορρωτέρω ἀποδημεῖν , καὶ αὐτὸς δὲ ἄρχομαι ποθεῖν σε νὴ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον . ἀλλὰ | ||
οἷον συνεχῶς ἀναγιγνώσκω , ἀρκτικῇ , οἷον ἄρχομαι ζέειν , ἄρχομαι θερμαίνεσθαι . Ἐγκλίσεις πόσαι εἰσίν ; πέντε , ὁριστική |
. . δίδωμι τὸ ἁπλῶς δίδωμι , ἀποδίδωμι δὲ τὸ κεχρεωστημένον . ὀβολὸν ] τουρέσιον . . οὐδενί ] ἀνθρώπῳ | ||
κριτής παραλόγως ὀξύνεται , τούτου χάριν ἐν τῇ συνθέσει τὸ κεχρεωστημένον ἀναδέχεται , λέγω δὴ τὴν βαρεῖαν τάσιν , οἷον |
δι ' αὐτῶν πεπληρῶσθαι . μηδ ' ἐπῶν προοιμίοις : Διττόν ἐστι τοῦτο . ταῦτα ἃ εἶπον ἀληθῆ λίαν νόμιζε | ||
λέγω δὴ τὸ ἀλλοτρίῳ λόγῳ πείθεσθαι , ἀπὸ παραδείγματος λέγων Διττόν φησι εἶναι τὸ ἔχειν λόγον , τὸ μὲν ὥσπερ |
ἥσυχα δηλονότι . ὅταν μὲν ὡς ἐπίρρημα κέηται , ὀφείλομεν προπερισπώμενον ποιεῖν : ὅταν δὲ προστακτικῶς ἐκδιδῶται , ὡς μακρῶν | ||
Τὸ δὲ εἴθε καὶ αἴθε παροξύνεται . τὸ χαμάζε δὲ προπερισπώμενον εὗρον , ἀλλ ' ἡ συνήθεια παροξύνει . Τὰ |
ῥαδιεστέραν τὴν πόλιν „ . . . . . . ἀνιηρέστερον : ἀνιηρέστερον : ” αὐτῷ μέν οἱ πρῶτον ἀνιηρέστερον | ||
Ὑπερείδης τε : ἀκρατέστερον ἔπιεν . τούτῳ ὅμοιον καὶ τὸ ἀνιηρέστερον καὶ παρ ' Αἰσχύλῳ τὸ ἀφθονέστερον λίβα . καὶ |
ψαίρειν ἱστίον λέγομεν . [ πλεκτάνην δὲ , ] τὴν εἵλησιν . αἱ δὲ αὖραι διακινοῦσι τὴν πλεκτάνην τοῦ καπνοῦ | ||
τὸ χαλῶ , καὶ συγκοπῇ , χλῶ . τὸ κατὰ εἵλησιν χαλώμενον . ὄνομα χλὸς , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν κόχλος |
δ ' ἀπωθεῖ τὸν ἀέρα παρ ' ἐκείνοις ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος . Διόπερ ὁ μὲν βορέας καὶ μᾶλλον οἱ ἐτησίαι | ||
μὲν γὰρ οὔσης αἴθριος , μεγάλης δ ' ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος διὰ τὸ πλείω συνωθεῖν ἀέρα . Τὸ δὲ μὴ |
καὶ οἱ σκυτοδέψαι τὰ δέρματα τὰ λευκά . ἄνθος λευκὸν βοτρυῶδες , τῷ σχήματι δὲ τὸ ὁλοσχερὲς ὄστλιγγας ἔχον ὥσπερ | ||
σπερματοῦσθαι καὶ ἔτι τόπον εὔειλον ἔχῃ : τὸ δὲ ἄνθος βοτρυῶδες καὶ λευκὸν καθάπερ τῶν ἀγρίων . . . ταῦτα |
τοὺς ἀθέρας , τουτέστι τὰ ἄχυρα . ἐκ τοῦ θέρος θερίζω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀθερίζω : Ὅμηρος : | ||
ἀμέρδω τὸ ἀφανίζω : τοῦτο δὲ ἀπὸ τοῦ ἀμῶ τὸ θερίζω . . ΕΝΘΑ ΚΕ . Τὸ Ἔνθα , ποτὲ |
σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς γελῶ γελίσκω καὶ γαμῶ γαμίσκω : καὶ | ||
, καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω , ἔτι δὲ καὶ |
καὶ εὐπροαιρέτῳ : τῷ ἀμεταδότῳ καὶ ἀπροαιρέτῳ . δώτη : ἄκλιτόν ἐστι : τῷ μεταδοτικῷ , τῷ εὐσεβεῖ . * | ||
ὀνόμασιν . τὸ γὰρ ἀντωνυμικὸν πρόσωπον ἐν γενικῆ μόνον νοούμενον ἄκλιτόν ἐστιν εἰς τὰς πτώσεις : ἡ γὰρ πτῶσις ἡ |
πρὸ τοῦ γ οὐχ εὑρίσκεται πλὴν τῶν γεγονότων παρὰ τὸ ἀΐσσω , ὡς ἔχει τὸ αἰγίς : αἴγειρος : Αἴγυπτος | ||
φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω : κατὰ συναίρεσιν αἴξω , ὄνομα αἴγλη |
τὸ μὲν μεταβατικόν , τὸ δὲ περὶ τὸν αὐτὸν τόπον εἰλούμενον . σχέσει μὲν οὖν | ἀδελφὸν ἕξις , κινήσει | ||
τὸ δεύτερον τῆς Ἀληθείας ἔστιν εὑρεῖν γεγραμμένην τὴν προσηγορίαν [ εἰλούμενον ] ἐν τῆιδε τῆι ῥήσει : ὅταν οὖν γένωνται |
: εἴμ ' Ὀδυσεὺς Λαερτιάδης , ὃς πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω , καί μευ κλέος οὐρανὸν ἵκει . οἱ δ | ||
σαφὲς ὅτι ἐκ πρώτου καὶ δευτέρου γεγενημένον , λέγω τοῦ μέλω , μέλεις . καὶ εἰ δίδοται τὰ τῆς συντάξεως |
, τὴν δὲ γῆν τὸν Ἀιδωνέα , Νῆστιν δὲ καὶ κρούνωμα βρότειον οἱονεὶ τὸ σπέρμα καὶ τὸ ὕδωρ . Σωκράτης | ||
ἠδ ' Ἀιδωνεύς Νῆστίς θ ' , ἣ δακρύοις τέγγει κρούνωμα βρότειον . ἐκ πέντε δὲ Ὄκκελος ὁ Λευκανὸς καὶ |
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμὸν ἀρεῖν . Χεῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥαφᾶν . | ||
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμὸν ἀρεῖν . Χεῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥαφᾶν . |
βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς | ||
παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ |
δ ' ἄν τις ὑπὸ ποιμένων τὸ πρῶτον ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . ἄλλοι δὲ ἀπὸ τοῦ χεῖσθαι ὅ ἐστι | ||
ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . ἄλλοι δὲ ἐτυμολογοῦσιν αὐτὸ ἀπὸ τοῦ χεῖσθαι |
παρὰ γὰρ τὸ μαίω τὸ ζητῶ : μαιμάσσω , τὸ προθυμοῦμαι : μαιμάχης ὁ ὑβριστής : μαίω τὸ ἐλίσσομαι ὁ | ||
: αὐτόκλητος καὶ αὐτοπρόθυμος . παρὰ τὸ μῶ , τὸ προθυμοῦμαι , ὅθεν καὶ μεμαυῖα ἡ μετοχή , ὁ παθητικὸς |
θερμόν , ὡς ἂν ἐπίμικτον ἔχον τὴν ποιητικὴν αἰτίαν καὶ ἐπαμφοτερίζον , τότε τὸ ἄριστον πύον γίνεται , ὅπερ αὐτὸς | ||
τοῦ σώματος μετάβασιν τὸ ποικίλον καὶ πανοῦργον καὶ ἀντιρρέπον καὶ ἐπαμφοτερίζον τῆς διανοίας μεθέμενοι πάθος τὸ ἀποίκιλον καὶ ἀνενδοίαστον ἀληθείας |
τὸν Πᾶνα , ἐπεὶ χηλόπους ἐστί . λάρναξ δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτός : ταὐτὸν δ ' ἐστί . | ||
. Χηλός . τὸ κιβώτιον . χῶ , χήσω , χηλὸς , ὡς παρὰ τὸ βῶ βήσω βηλός . χηλὸς |
Κανάρης Κανάρητος , Κεφάλης Κεφάλητος : οὕτως οὖν καὶ Ἀμέλης Ἀμέλητος καὶ ἀμένης ἀμένητος , οὐκ ἀντιστρέφοντος τοῦ κανόνος : | ||
ἔχειν μένος , καὶ κλίνεται ἀμένης ἀμένητος , ὥσπερ Ἀμέλης Ἀμέλητος . εἰσί τινα εἰς ης ὑπὲρ δύο συλλαβὰς ἔχοντα |
εἶπεν ὁ σοφὸς Αἰσχύλος . Πῶς δίς ; Σκόπει τὸ ῥῆμ ' : ἐγὼ δέ σοι φράσω . Ἥκω γὰρ | ||
ἀμφοτέρων προσέκειτο μανία τῶν λόγων . διὸ τῆς μανίας τὸ ῥῆμ ' ἐπεκτείνας δοκεῖ καλέσαι τις αὐτὴν τῶν ἐραστῶν Μανίαν |
καταπαττόμενος ] ὑπὸ σοῦ ταῖς πληγαῖς διὰ τὰ μαθήματα . παιπάλη γενήσομαι ] ἤγουν ἀφανισθήσομαι καὶ εἰς οὐδὲν ἔλθω . | ||
μονόμετρον βραχυκατάληκτον . τελευταῖος δὲ πάντων τούτων οὗτος καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι τῶν συστημάτων παράγραφος . |
ἀνθρώπων γενεὴν καὶ ἤθεα γαίης . τοῖς ἐπὶ Κασπίη κυμαίνεται ἀμφιτρίτη . ῥεῖα δέ τοι κἂν τήνδε καταγράψαιμι θάλασσαν , | ||
' εἰς αὐγὰς σκολιὸν περιτέλλεται οἶμον πολλὸν ἔσω βεβαυῖα περίδρομος ἀμφιτρίτη , γείτων Εὐξείνοιο πολυκλύστοιο θαλάσσης . κεῖνός τοι Κιλίκων |
γενήσομαι , νικήσας σε . Γ αἱρήσω ] διελέγξω , φθερῶ , ἀπὸ τοῦ χαιρήσω . τί θαλαττοκοπεῖς : ἐθαλαττοκράτουν | ||
. ἐξολῶ : Ἐξολοθρεύσω . Θ . . ἀφανίσω , φθερῶ , ὄντας κακούς . . ἀνασχετὸν : Ὑπομονητόν . |
πλησίον παχεῖα καὶ πιμελής , σοὶ δὲ νεοττὸς ἡμίτομος ἢ φάττα τις ὑπόσκληρος , ὕβρις ἄντικρυς καὶ ἀτιμία . πολλάκις | ||
πλεῖστον χρόνον ἐν ὀχείᾳ γίνεται ἡ ἔχιδνα , μέγιστον ἡ φάττα , ἐλάχιστον δὲ ἡ τρυγών . καὶ ὅτι ὁ |
τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω λείψω καὶ τέρπω τέρψω καὶ γράφω γράψω καὶ κόπτω κόψω διὰ τοῦ | ||
φ ἢ π ἢ πτ , οἷον λείβω † γράφω τέρπω κόπτω : ἡ δὲ δευτέρα διὰ τοῦ γ ἢ |
, εἰϲ τὰ κενὰ τοῦ θώρακοϲ , κινδυνωδέϲτερά ἐϲτι . διαγνώϲῃ δὲ τοὺϲ ἐμπυικοὺϲ τούτῳ τῷ τρόπῳ : προηγηϲαμένηϲ πλευρίτιδοϲ | ||
οὖν πρὸϲ τὴν δύναμιν πλῆθοϲ ἐκ τοῦ κατὰ τὸ ϲῶμα διαγνώϲῃ βάρουϲ , τὸ δὲ κατὰ τὰϲ φλέβαϲ ἔκ τε |
. Τούτου δὲ μεῖζόν ἐστι συλλαβῇ τῇ τελευταίᾳ τὸ καλούμενον Κρατίνειον : ἔστι γὰρ ἐκ χοριαμβικοῦ ἐπιμίκτου , τοῦ τὴν | ||
καὶ Σχοινίωνος , ὦ Χάρον . Τὸ μὲν οὖν καθαρὸν Κρατίνειον τοιοῦτόν ἐστι : πολυσχημάτιστον δὲ αὐτὸ πεποιήκασιν οἱ κωμικοί |
ὀρθὴ γάρ ἐστιν ἑκατέρα τῶν ὑπὸ τῶν ΕΑΔ ΕΝΔ . Συντεθήσεται δὴ οὕτως . ἐπεὶ ὀρθή ἐστιν ἑκατέρα τῶν ὑπὸ | ||
κύκλου περιφερείᾳ : δοθὲν ἄρα τὸ Η . λζʹ . Συντεθήσεται δὴ τὸ πρόβλημα οὕτως . ἔστω τὸ δοθὲν παραλληλόγραμμμον |
, ὁ βʹ μέλλων ἁδῶ ἁδεῖς ἁδεῖ καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἁδεῖν , . , , . . α . * | ||
: παρὰ τὸ ἄδην † ἀδδηφάγος . . . . ἁδεῖν : τὸ ἀρέσαι ἐξ οὗ καὶ τὸ ἅδε δ |
ἐκφέρεται δὲ διὰ τοῦ Ζ ἢ δύο ΣΣ , οἷον παίζω , πλήσσω : ἔχει δὲ αὐτῆς ὁ μέλλων ποτὲ | ||
ποιμνίων ὁ ποιμήν , μεθύων γάλακτι Μούσης , λιγέως ἄριστα παίζω , καλύκων χάριν δοκεύων . Ὁ δὲ Φοῖβος ὀργιάζων |
ὦ χαρίεν : τὸ γὰρ προπαροξύτονον ἐπίῤῥημά ἐστιν : τὸ αὐδῆεν , ὦ αὐδῆεν : τὸ τυφθὲν , ὦ τυφθέν | ||
χαρίεις χαρίεν , τιμήεις τιμῆεν , δαφνήεις δαφνῆεν , αὐδήεις αὐδῆεν : τούτῳ οὖν τῷ λόγῳ καὶ τὸ εἷς ἔχον |
; τί φωνεῖς ; Οὗ τὸ Φωκέων πέδον ὑπεξεπέμφθην σῇ προμηθίᾳ χεροῖν . Ἦ κεῖνος οὗτος ὅν ποτ ' ἐκ | ||
ὂν ὅμως καὶ χρησιμώτατον φαίνεται : ἐξ ἴσου γὰρ δεδιότες προμηθίᾳ μᾶλλον ἐπ ' ἀλλήλους ἐρχόμεθα . Καὶ νῦν τοῦ |
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος | ||
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ |
αἱ τοῦ Κενταύρου ἁγναὶ κόραι ἀνέθρεψαν . πὰρ Χαρικλοῦς : Χαρικλὼ γυνὴ Χείρωνος , θυγά - τηρ Ἀπόλλωνος ἢ ὥς | ||
ὑφ ' ὧν ἐτράφη ὁ Ἀχιλλεύς : ὧν ἡ μὲν Χαρικλὼ γυνὴ Χείρωνος , Φιλύρα δὲ μήτηρ . λίπτοντα : |
γινομένη , ἐνίκη τις οὖσα . Νίτρον . παρὰ τὸ νίζω νίτρον , ὡς φέρω φέρτρον , ὡς μάσσω μάκτρον | ||
τροπῇ τῶν δύο σσ εἰς ζ δοάσσω , ὡς νίσσω νίζω , δοάζω , καὶ δοιάζω πλεονασμῷ τοῦ ι καὶ |
ηρ δοτήρ : θεοί , δοτῆρες ἑάων . οὕτως ἕτης ἑτήρ καὶ ἕτωρ καὶ ἥτωρ καὶ ἀφήτωρ : ἢ ὁμοφήτωρ | ||
δοτήρ : ” θεοὶ δωτῆρες ἑάων ” . οὕτως ἕτης ἑτήρ , καὶ ὡς δοτὴρ δώτωρ , οἷον „ δῶτορ |
ἀναιρῶ . οὗ παράγωγον εἰς μι , φημὶ , ἔνθεν φατὸς , καὶ ἠΐφατος , καὶ τὸ πέφαται , καὶ | ||
τὸ ἀναιρῶ , οὗ παράγωγον εἰς μι φημί , ἔνθεν φατὸς καὶ ἀρηΐφατος καὶ τὸ πέφαται καὶ πεφάσθαι . τούτου |
οὕτω δὲ καὶ τὸ ἕζω , ὅθεν τὸ καθέζομαι , ἵζω λέγουσι διὰ τὸ φύσει ἑπόμενον σ τὸ ἀρκτικὸν τῆς | ||
λεπυθέντα σύκα ἐν τῷ ξηραίνεσθαι . Ἱστία . παρὰ τὸ ἵζω . ἡ δὲ ἑστία παρὰ τὸ ἕζω . τὸ |
. . καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς ἀνάπλους τοῦ Νείλου , θαυμαστικὸν ὄντα τῶν τοπικῶν ἰδιωμάτων ἅμα καὶ οὐκ ἀπαίδευτον . | ||
τῷ τέλει τῶν στίχων κορωνίς . ὅσα δὴ δέδηγμαι : θαυμαστικὸν τὸ “ ὅσα ” , ἀντὶ τοῦ πολλά . |
ὅσοι θεοί εἰς ' ἐν Ὀλύμπῳ , σοί τ ' ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος : πολλῶν γὰρ ὄντων τῶν θεῶν | ||
λέγον πρόσωπον , ἑκάτερον καλῶς ἐξενήνοχε , τό τε . ἐπιπείθονται καὶ τὸ δεδμήμεσθα . καθ ' ἕτερον δὲ τρόπον |
μεταπλώσας : διαπλεύσας , καὶ ὕστερον πλεύσας . ἄνυται : ἀνύεται , τελειοῦται . Ἀσμαράγοις : ἀκτύποις , ἡσύχοις . | ||
Γ . ἀφαυανθήσομαι : Ξηρανθήσομαι . ἐργάζεται : Τὸ πρᾶγμα ἀνύεται . λέγει δὲ ὅτι λοιπὸν πρωΐας ἐγένετο . διερεισαμένη |
] ταῦτα γενέσθαι σοι . ἐξέτεινας ] τοὺς λόγους . ἐναισίμως ] δικαίως , προσηκόντως . Ἀλλὰ χρὴ τοῦτο τὸ | ||
εἶπας εἰκότως ἐμῇ : μακρὰν γὰρ ἐξέτεινας : ἀλλ ' ἐναισίμως αἰνεῖν , παρ ' ἄλλων χρὴ τόδ ' ἔρχεσθαι |
Ὕαντες δὲ λέγονται οἱ κατοικοῦντες τὴν Βοιωτίαν . Σεσημείωται τὸ Λάας : τοῦτο γὰρ ὅτε μέν ἐστι κύριον ἀντίκειται τῷ | ||
ἀπὸ τοῦ Λᾶς τοῦ μονοσυλλάβου γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α Λάας καὶ λοιπὸν τὴν αὐτὴν ἐφύλαξε κλίσιν , φημὶ δὴ |
. , : κρωσσόν : παρὰ τὸ κρῶ , τὸ ἐπιχέω , γενόμενον ἀπὸ τοῦ † χέω † κερῶ κατὰ | ||
ῥῆμα μονοσύλλαβον συγκοπὲν ἀπὸ τοῦ κερῶ , ὃ δηλοῖ τὸ ἐπιχέω . καὶ ὡς παρὰ τὸ εἴρω , τὸ λέγω |
; φρήν . Φράζω . κατὰ τὸ αὐτὸ παράγωγον τοῦ φρῶ . ἀπὸ τοῦ προΐω , φρῶ , φράζω . | ||
ἀφρός : τὸ μετὰ σφοδρᾶς φορᾶς προϊέμενον . τὸ δὲ φρῶ παρὰ τὸ προϊῶ γίνεται προῶ καὶ πρῶ καὶ φρῶ |
; , : λακέρυζα κορώνη : Ἡσίοδος : ἐκ τοῦ κρῶ κρύζω , ὄνομα κρύζα , πλεονασμῷ τοῦ ε κέρυζα | ||
ἐπιχέω : τοῦτο δὲ γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ |
νεφροὺς καὶ κύστιν . Ἀττικοὶ δ ' εἰσὶν οἱ λέγοντες ὄρμενον τὸν ἀπὸ τῆς κράμβης ἐξηνθηκότα . Σοφοκλῆς Ἰχνευταῖς : | ||
καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός , ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν , ὄρμενον ὠνόμαζον , καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι . ῥάφανος |
, καὶ γαλακτοποιῶν τὰ σπαρέντα : τὸ Ἔαρ δὲ , φύον ταῦτα , καὶ αὖξον , καὶ περιπνέον εὐκράτῳ ἀέρι | ||
χέρσου . φυσίζωον : τὸ φύον τὴν ζωὴν , τὸ φύον τὸ ζῇν , ἤως τὸ φύον , τὸ ἀναβλαστάνον |
: μαυροῦσι : κατὰ ἀντίφρασιν ἀπὸ τοῦ μαίρω δηλοῦντος τὸ λάμπω . . . . . . μαυροῦσι : μαυροῦσι | ||
ἀλαμπὲς καὶ μὴ ὁρώμενον : παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ἐξ οὗ καὶ μάρμαρον , ὁ μέλλων μαρῶ |
. ᾧ : τῷ τραύματι . ἀνάρσιον : ὀλέθριον , θανατηρὸν , ἀναιρετικόν . Ἐννέμεται : ἐστὶ , τρέφεται , | ||
ὅλον . ὀδόντων : ἀπό . Πευκεδανόν : πικρὸν , θανατηρὸν , ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς οὔσης φύσει πικρᾶς . ζαμενῆ |
ἀξονίδια καλοῦσιν . πλησιαίτατοι καὶ πλησιαίτεροι : εἴρηται Ἀττικῶς . παγετῶδες καὶ ψυχρόν . προσβολὴ σιδήρου : τὸ στόμωμα τὸ | ||
ἄνισον ταῖς ὥραις , χειμέριον δυσχείμερον , κρυῶδες κρυμῶδες , παγετῶδες , κάτομβρον , ἐπίπνουν , συννέφελον , διάπυρον ἔμπυρον |
ἐκφέρειν τὰς νοήσεις , ἀλλ ' ἐπὶ τὸ σεμνότερον καὶ ποιητικώτερον ἐκβιβάζειν τὴν ὀνομασίαν παρὰ τῆς πολιτικῆς δυνάμεως μάλιστα ἀπαιτοῦμεν | ||
ἀλλόδημος , ἀλλόγλωσσος , ἔπηλυς , ἐπηλύτης , ὀθνεῖος : ποιητικώτερον , Πλάτων δ ' αὐτῷ κέχρηται . μέτοικος ὁ |
τοῦτον εἰς φοινικίδα ; Οἷον αὖ μέλας τις ὑμῖν θυμάλωψ ἐπέζεσεν . Οὐκ ἀκούσεσθ ' , οὐκ ἀκούσεσθ ' ἐτεόν | ||
λοτόδε ? [ ! ] ? πάθος ? ? [ ἐπέζεσεν ] [ ] οφλεγες ? [ ] ατον αὐτόμαργον |
ζωὴ διὰ τοῦ ω μεγάλου : ὡς γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥέω ῥοὴ , καὶ χέω χοὴ , οὕτω καὶ ἀπὸ | ||
βριθὺς , οὕτω παρὰ τὸ ἔω ἐΰς . Ἐϋῤῥεῖος . ῥέω ῥεεὺς καὶ εὐρεύς ἐϋῤῥεέος , καὶ κράσει τῶν δύο |
τῇ μύλῃ δὲ τῇ καλουμένῃ πρός τινων ἐπιγονατίδι πλατὺν χρὴ περιτετάσθαι τὸν ἐπίδεσμον ὡς ὅλην αὐτὴν περιλαμβάνειν : ὁ γὰρ | ||
ὑπέρυθρον . οὕτω τὸ κατεσπάσθαι μαζοὺς ἰσχνοὺς ἢ ἀνεσπάσθαι καὶ περιτετάσθαι , καίτοι οὐκ ἄν τις οἴοιτο διὰ τοῦτο , |
ἴσα τῇ γαστρὶ ἐντίθετι . [ Πρὸς κωλικήν . ] Γῆρας ὄφιος ἐν ἀγγείῳ χαλκείῳ φρύξας σὺν ἐλαίῳ μέχρι τοῦ | ||
Τὸ συμφέρον θηρῶ . Καιρὸν προσδέχου . Ἔχθρας διάλυε . Γῆρας προσδέχου . Ἐπὶ ῥώμῃ μὴ καυχῶ . Εὐφημίαν ἄσκει |
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται | ||
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ |
; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν | ||
ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν |
. Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω , δαίμων ὁ ἔμπειρος , καὶ ἀποβολῇ τοῦ δ | ||
παλαίσω Παλαίμων Παλαίμονος : ὁμοίως καὶ τὸ Ἀνδραίμων Ἀνδραίμονος : δαίσω δαίμων δαίμονος , ἡγήσω Ἡγήμων Ἡγήμονος , αἰδήσω αἰδήμων |
χειρῶν οἷον φέρων τὸ δίκαιον . οὕτω καὶ θερμὸν ἔργον διαλελυμένως μὲν τὸ ἀναιδὲς καὶ θρασὺ , θερμουργὸς δὲ ἀνὴρ | ||
: . Ν . . . ἄκρης πόλιος : ὅτι διαλελυμένως ἄκραν πόλιν εἶπε τὴν ἀκρόπολιν . . . . |
. . . ἀρδμός : ὁ ποτισμός : ἀπὸ τοῦ ἄρδω βαρυτόνου . . . . ἄρδην : τὸ ἐπίρρημα | ||
ἐξένεγκέ μοι ταχέως οἴνου χοᾶ , τὸν νοῦν ἵν ' ἄρδω καὶ λέγω τι δεξιόν . Οἴμοι , τί ποθ |
ὄψει * σύμμορφος : ὁμοειδής * ὀκέλλει : προσορμεῖ καὶ ἐγχρίμπτεται προσπταίει ἔμπλην ἄμμορον : τὸ δὲ ἔμπλην δύο σημαίνει | ||
μετὰ ῥοίζου καθάπερ βέλος εἰσακοντίζεται καὶ ἐπεμπίπτουσα βιαίως εὖ μάλα ἐγχρίμπτεται . τότε δὲ καὶ θεήλατος ἦν ἡ προσβολή , |
σὺ περιπεσεῖν ἔρωτικῶς [ ] καὶ μὴ μεγαλορρημόνει . τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον | ||
μὴ μεγαλορρημόνει . τὸ λᾷον : κατάτεμνε , θέριζε . λᾷον δὲ τὸ λήϊον Δωρικῶς διὰ τοῦ α . κατάβαλλε |
: παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἦγμαι ἦκται γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ἄκτος καὶ , ἀκάτη καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς , | ||
: παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἦγμαι ἦκται γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ἄκτος καὶ , ἀκάτη καὶ πλεονασμῷ τῆς αλ συλλαβῆς , |
καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ ἀμφίβληστρον . . . . . ἀπαφῶ , , : ἀπαφῶ : σημαίνει τὸ ἀπατῶ . | ||
ἢ παρὰ τὸ φῶ , τὸ ἀπατῶ , ὅθεν τὸ ἀπαφῶ . . . . ἀποφράδες : ἀποφράδας ἔλεγον οἱ |
εἰς ' ἐν Ὀλύμπῳ , σοί τ ' ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος , ἀντὶ τοῦ ἐπιπειθόμεθα καὶ δεδμήμεθα . πρόσωπα | ||
, . ” . . σοί τ ' ἐπιπείθονται καὶ δεδμήμεσθα ἕκαστος : πρὸς τὸ σχῆμα : ἔδει γὰρ πειθόμεθα |
ἰαμβικῷ τινι ἢ τροχαϊκῷ μέρει λόγου καὶ καταλήξει τινὶ ἢ τροχαϊκῇ ἢ ἰαμβικῇ , ὅσαι εἰσὶ καταλήξεις τροχαϊκῶν τε μέτρων | ||
δ ' αὐτῇ πολλάκις καὶ ἰωνική , ἣ συμπέπονθε τῇ τροχαϊκῇ : ἐπιφέρεται δὲ καὶ τῇ πρὸς αὐτὴν ἀντικειμένῃ , |
διάφοροι δέ εἰσιν αἱ σικελικαί : Ἄλεξις : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν πάνυ κομψάς . ὅτι ἐν νήτταις μείζων | ||
εἴρηκε καὶ ὅτι αἱ Σικελικαὶ διάφοροί εἰσι : περιστερὰς ἔνδον τρέφω τῶν Σικελικῶν τούτων πάνυ κομψάς . Φερεκράτης ἐν Γραυσί |
Ἔρωτα νικᾶν Διῒ τὴν μάχην συνάψει . Ὅπερ οὖν πάρος δοκεύω , γελόωσα νῦν δοκεύω : ὅπερ οὐ πόθος προσεῦρεν | ||
, Κυθήρη , φλογεροὺς πόνους προπέμπει . Μέγα θαῦμα νῦν δοκεύω , ὑπὸ τοῦ ῥόδου κρατεῖται Παφίη , κρατοῦσα πάντων |
ἅλαδε προρρέουσιν [ ] , Ῥῆσός θ ' Ἑπτάπορός τε Κάρησός τε Ῥοδίος τε , Γρήνικός τε καὶ Αἴσηπος δῖός | ||
ὃν ὠνόμακεν ὁ ποιητής „ Ῥῆσός θ ' Ἑπτάπορός τε Κάρησός τε Ῥοδίος τε : τὴν ” δὲ πόλιν κατεσπάσθαι |
τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ κερῶ , ὅθεν κέρασεν , οἷον κέρασσε δὲ νέκταρ . . ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ | ||
γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ τοῦ ἐπέχεεν : οὐ |
. ζέμα : ζέμα : τὸ θερμόν . παρὰ τὸ ζέω ζέμα . . . . . Φερσεφόνη : Φερσεφόνη | ||
ε ψιλοῦ γράφεται : οἷον , Ζέλεια : Ζέφυρος : ζέω τὸ ῥῆμα : ζέσις : ζέμα . Τὰ ἀπὸ |
! ! ! ! ! ! ! κατὰ ? ? τοῦτοι ? [ ! ! ! ! ! ! ! | ||
. πάλιν οἱ Δωριεῖς οὐκ ἐπλεόνασαν ἐν τῷ ταῦται καὶ τοῦτοι , ἀλλ ' ἀπέδωκαν τὸ προοφειλόμενον , ὡς δέδεικται |
θύρα : σημαίνει δὲ τὰ χείλη περιφραστικῶς . τὸ δὲ ψύθος ἀπὸ τοῦ ψεῦδος ἀποβολῇ τοῦ ε καὶ τροπῇ τοῦ | ||
καὶ τὸ ψεῦδος δέ , φησίν , ἄραντες τὸ ε ψύθος φασίν . . . , : ἰστέον δὲ ὅτι |
, σημαίνει δὲ τὸ πορεύομαι . ἢ παρὰ τὸ νεύω νεύσω νεύσιμος καὶ ἀνεύσιμος , τοῦ α ἢ τὸ ὁμοῦ | ||
, ὃ δηλοῖ τὸ ὁρμῶ , οὗ ὁ μέλλων , νεύσω , ὡς πλέω , πλεύσω , ἀποβολῇ τοῦ ω |
τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ ὁμοῦ ναίειν ὁμοναῖος , καὶ τροπῇ Αἰολικῇ τοῦ ο εἰς υ , καὶ τοῦ κατὰ τὸ | ||
σύνευνον . . ΘΗΛΥΤΕΡΑΩΝ . Θηλυτέρων ἦν , καὶ ἐπεκτάσει Αἰολικῇ γέγονε θηλυτεράων . . Ὁ Ἀμφιτρύων ἀπέκτεινε τὸν πατέρα |