: συζεύγνυται γὰρ ὁ μὲν Ἰσαάκιος τῇ πρεσβυτέρᾳ τῶν βασιλέως Βουλγάρων Σαμουὴλ θυγατέρων , Αἰκατερίνᾳ ὄνομα : ὁ δὲ Ἰωάννης
βασιλεὺς Μιχαὴλ τὸν σκοπὸν μεταθέμενος ἐβούλετο τοῦτον δοῦκα τῆς τῶν Βουλγάρων ἀποδείξασθαι πάσης χώρας , ὥστε δι ' αὐτοῦ καὶ
7412600 Σαμουηλ
συζεύγνυται γὰρ ὁ μὲν Ἰσαάκιος τῇ πρεσβυτέρᾳ τῶν βασιλέως Βουλγάρων Σαμουὴλ θυγατέρων , Αἰκατερίνᾳ ὄνομα : ὁ δὲ Ἰωάννης τῇ
, ἀλλὰ τρόπον ἐνθουσιῶντα καὶ κατεχόμενον ἐκ μανίας θεοφορήτου . Σαμουὴλ δὲ ἑρμηνεύεται τεταγμένος θεῷ . τί οὖν ἔτι ,
6875392 οἰχομενῳ
ἔσται δι ' ἐμέ . ἔχετ ' οὖν τῷ μὲν οἰχομένῳ συγγνώμην ὧν ἤλπισεν , ἐμοὶ δὲ τοῦ σιγῆσαι .
, μηδέ τις εἰναλίων ἐσίδοι νέκυν ἡγητῆρα , μηδέ τις οἰχομένῳ περ ἐνὶ χροῒ λωβήσαιτο δυσμενέων : ἀρετὴ δὲ καὶ
6799889 χαλκοδετα
ὃ προσεχέστερον ἦν ἐπήνεγκε τὸ ἥρμοσται ἑνικόν : καὶ τὰ χαλκόδετα ἔμβολα , ἤτοι οἱ στρόφιγγες , ἡρμόσθησαν καὶ ταῦτα
, φησὶν , αἱ πύλαι κλῄθροις ἡρμοσμέναι εἰσὶ καὶ τὰ χαλκόδετα ἔμβολα ἥρμοσται τοῖς λαϊνέοις Ἀμφίονος ὀργάνοις , ὅ ἐστι
6623768 Λελεγος
, ἣ Σπάρτη πρότερον , ἀπὸ Σπαρτοῦ τοῦ Ἀμύκλαντος τοῦ Λέλεγος τοῦ Σπαρτοῦ , ἢ διὰ τὸ τοὺς πρώτους συνοικίσαντας
ἔρημον οὖσαν οὕτω σχεῖν τοὺς πρώτους λέγουσιν οἰκήτορας : ἀποθανόντος Λέλεγος , ὃς ἐβασίλευεν ἐν τῇ νῦν Λακωνικῇ , τότε
6596637 Νοημονα
νῆα θοὴν ἀγέρεσθαι ἀνώγει . ἡ δ ' αὖτε Φρονίοιο Νοήμονα φαίδιμον υἱὸν ᾔτεε νῆα θοήν : ὁ δέ οἱ
ἀφίημι δ ' ἐλευθέραν καὶ τὴν τοῦ Μίκρου μητέρα καὶ Νοήμονα καὶ Δίωνα : καὶ Θέωνα καὶ Εὐφράνορα καὶ Ἑρμείαν
6592953 ἀπολαβε
ὁ πεπαιδευμένος καὶ αἰδήμων λέγει : δὸς ὃ θέλεις : ἀπόλαβε ὃ θέλεις . λέγει δὲ τοῦτο οὐ καταθρασυνόμενος ,
. ἀνίστασο δέ , φιλτάτη , καὶ ἄπιθι χαίρουσα : ἀπόλαβε καὶ σὺ τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς : ζῇ γὰρ
6580241 Γομορρα
Χὰμ υἱοῦ Νῶε : πρώτη ἡ καλουμένη Σόδομα , ἔπειτα Γόμορρα , Ἀδαμὰ καὶ Σεβωεὶν καὶ Βαλάκ , ἡ καὶ
πιστεύσαντες τὸ βιβλίον τοῦτο , κατακαυθήσονται ὡς τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα . καὶ ἦλθεν αὐτῷ φωνὴ λέγουσα : Ἐσδράμ ,
6558233 ἐξεπορθησαν
Θυρέαν , καὶ τήν τε πόλιν κατέκαυσαν καὶ τὰ ἐνόντα ἐξεπόρθησαν , τούς τε Αἰγινήτας , ὅσοι μὴ ἐν χερσὶ
βοὴν Γραικοῖσιν ἀμνάμοις τε τοῖς Ἐρεχθέως . καὶ πᾶσαν Ἀκτὴν ἐξεπόρθησαν δορί , τοὺς Μοψοπείους αἰθαλώσασαι γύας . Πάππος δὲ
6549433 Ἐπιστασαι
δὲ Ἁβραάμ : Οὐ γινώσκω . εἶπεν δὲ Σάρρα : Ἐπίστασαι , κύριέ μου , τοὺς τρεῖς ἄνδρας τοὺς ἐπουρανίους
, φίλτρα τε μανθάνουσαι παρ ' ἐμοῦ καὶ ἐπῳδάς . Ἐπίστασαι γάρ , ἔφη , καὶ ταῦτα , ὦ Σώκρατες
6501827 Συρου
, ὕστερον δὲ Χαλδαία , τὸ τελευταῖον δὲ ἀπὸ † Σύρου τοῦ Σούσου Ἀσσυρία . εἴρηται εἰς τὸ Συρία ,
δὲ ἐκλήθη ἀπὸ Σύρου τοῦ Αἰθίοπος , οἱ δὲ ἀπὸ Σύρου Χαλδαίου : οἱ δὲ τὴν παράλιον Συρίαν ἀπὸ Κιλικίας
6488646 Βοιω
. Ὕαντες , ἔθνος ἀρχαῖον καὶ βάρβαρον , ᾤκησαν ἐν Βοιω - τίᾳ , οὓς διὰ πολλὴν προσοῦσαν αὐτοῖς ἀλογίαν
. Ὕαντες , ἔθνος ἀρχαῖον καὶ βάρβαρον , ᾤκησαν ἐν Βοιω - τίᾳ , οὓς διὰ πολλὴν προσοῦσαν αὐτοῖς ἀλογίαν
6473975 εὐλογησω
κληθήσεται Σάρα , ἀλλὰ Σάρρα αὐτῆς ἔσται τὸ ὄνομα : εὐλογήσω αὐτὴν καὶ δώσω σοι ἐξ αὐτῆς τέκνον ” :
σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι ' ἐμέ , ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε , καὶ πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου ὡς
6471968 ἐπτηχοτας
, εἰρήσεται . Τοὺς μὲν διώκοντας φεύγοντας ἔδειξας , τοὺς ἐπτηχότας δὲ ἐλαύνοντας , τοὺς μὲν ἁρπάζοντας ἀποδιδόντας , τοὺς
νῆσοι τοῦ ποταμοῦ τῶν νενικηκότων ἐπὶ τοὺς ἐν ταῖς ὕλαις ἐπτηχότας ἰόντων . τοῖς δὲ πορρωτάτω βαρβάροις νεκροὶ καὶ ὅπλα
6468530 Εὐρυπωντος
Ἄγιδος τοῦ Εὐρυσθένους τοὺς δ ' [ Εὐρυπωντίδας ἀπὸ ] Εὐρυπῶντος τοῦ Προκλέους : τοὺς μὲν [ γὰρ δυναστεῦσαι ]
ἀπὸ Ἄγιδος τοῦ Εὐρυσθένους , τοὺς δ ' Εὐρυπωντίδας ἀπὸ Εὐρυπῶντος τοῦ Προκλέους : τοὺς μὲν γὰρ δυναστεῦσαι δικαίως ,
6460586 στρατηγουντας
δὲ ὁ δῆμος ἐστρατεύετο , οὐκ ἂν οὕτως ὑπερβαλλόντως τοὺς στρατηγοῦντας ἐθαύμαζε . μετὰ ταῦτα ἐπὶ δεύτερον μέρος τῆς αὐτῆς
Πουνίκου σφῶν ἡγουμένου , τὰ Ῥωμαίων ὑπήκοα ἐλῄζοντο καὶ τοὺς στρατηγοῦντας αὐτῶν , Μανίλιόν τε καὶ Καλπούρνιον Πείσωνα , τρεψάμενοι
6453418 Ἀστακος
Μαζαῖον κατὰ παραφθοράν , ὡς Ἀρριανὸς ἐν Βιθυνιακοῖς . . Ἀστακός : πόλις Βιθυνίας : ἀπὸ Ἀστακοῦ τοῦ Ποσειδῶνος καὶ
. . . . νϚ ∠ ʹγ μβ ∠ ʹγ Ἀστακός . . . . . . . . .
6452555 Πυλαδηι
νηπίους δὲ ἔτι ὄντας ἐπικατέσφαξε τοῖς γονεῦσιν Αἴγισθοςκαὶ Ἠλέκτρας : Πυλάδηι γὰρ συνώικησεν Ὀρέστου δόντος . Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε
Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε ἔγραψε : Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδηι παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . . . . . π
6448687 Ὑδη
. αὐτῶν κατὰ . . . . . . : Ὕδη , πόλις Λυδίας , ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη .
ἐν ” πίονι δήμῳ . „ οὐδεμία δ ' εὑρίσκεται Ὕδη ἐν τοῖς Λυδοῖς . οἱ δὲ καὶ τὸν Τυχίον
6445044 Σισινης
χρυσίου τάλαντα πρὸς τῇ βασιλείᾳ ἐπιδώσειν χίλια . ὁ δὲ Σισίνης ἁλοὺς πρὸς Παρμενίωνος λέγει πρὸς Παρμενίωνα ὧν ἕνεκα ἀπεστάλη
Ἀρριανός . ἐχρήσατο αὐτῶι ἐν πάσηι τῆι πραγματείαι τετραχῶς . Σισίνης δὲ ὁ Φραταφέρνου παῖς . ἐν μόνωι δὲ τῶι
6432407 Ὀρεσθασιον
οἱ Ἀρκάδες , Ἀλέα Παλλάντιον Εὐταία Σουμάτειον Ἀσέα Περαιθεῖς Ἑλισσὼν Ὀρεσθάσιον Δίπαια Λύκαια : ταύτας μὲν ἐκ Μαινάλου : ἐκ
ἐθνικὸν Ὀρδοί . λέγονται καὶ Ὀρδαῖοι , ὡς Νίκανδρος . Ὀρεσθάσιον , πόλις Ἀρκαδική , ἀπὸ Ὀρεσθέως τοῦ Λυκάονος .
6426102 ναιοντας
Δαμάγητον ἁδόντα Δίκᾳ , Ἀσίας εὐρυχόρου τρίπολιν νᾶσον πέλας ἐμβόλῳ ναίοντας Ἀργείᾳ σὺν αἰχμᾷ . ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ
ἐμβόλῳ : ] δύναται καὶ ἑτέρως ἑρμηνεύεσθαι τὸ πέλας ἐμβόλῳ ναίοντας . ἡ γὰρ Ῥόδος ἀντικρὺ μὲν κεῖται τῆς Λυκίας
6423024 Σειληνους
ἢ Πάνεσσι : τοὺς Πᾶνας πλείους φησὶν ὡς καὶ τοὺς Σειληνοὺς καὶ τοὺς Σατύρους , ὡς Αἰσχύλος μὲν ἐν Γλαύκῳ
ναῦς ἤδη , Σατύρους δὲ ἀναμὶξ καὶ Ληνὰς ἄγει καὶ Σειληνοὺς ὅσοι . τὸν Γέλωτά τε ἄγει καὶ τὸν Κῶμον
6408068 Θεσπρωτιᾳ
] Δῆλον . . . ὅτι Ἐφυραίους οὔτε τοὺς ἐν Θεσπρωτίᾳ , οὔτε τοὺς Κορινθίους φησί : ῥητέον οὖν ὅτι
ἐστὶ , καὶ φαίνεται , ὅτι Ἐφυραίους οὔτε τοὺς ἐν Θεσπρωτίᾳ οὔτε τοὺς Κορινθίους φησί : ῥητέον οὖν , ὅτι
6393772 ἐτεισατο
: ἐρέω δέ τοι ὡς ἐπέοικεν . ἐπεὶ δὴ μνηστῆρας ἐτείσατο δῖος Ὀδυσσεύς , ὅρκια πιστὰ ταμόντες ὁ μὲν βασιλευέτω
εἴ τιν ' Ἐνυάλιος μομφὰν ἔχων ξυνοῦ δορὸς ἐννυχίοις μαχαναῖς ἐτείσατο λώβαν ; Οὔ ποτε γὰρ φρενόθεν γ ' ἐπ
6388326 προσελαβετο
Περσῶν , συμμαχίαν ἐποιήσατο καὶ δύναμιν ἀξιόλογον παρ ' αὐτοῦ προσελάβετο , παρ ' Ἑκατόμνου δὲ τοῦ Καρίας δυνάστου ,
Καρίαν πόλεις , ὁμοίως καὶ τὰς ἐν τῇ Λυκίᾳ πείσας προσελάβετο . παρὰ δὲ τῶν ἀεὶ προστιθεμένων συμμάχων προσλαβόμενος ναῦς
6385290 ἀναιρουντας
φυλαττόμενος . ταῦτα ἂν οὖν τις ἔχοι λέγειν πρὸς τοὺς ἀναιροῦντας τὰ σχήματα τῆς διανοίας , ὅτι κἂν πᾶς λόγος
μεθόδου οὕτως παραλογίζονται , τοὺς δὲ δι ' ὧν παρακρούονται ἀναιροῦντας τὰς ἀρχὰς οὐ λυτέον . Ἀντιφῶντος ψευδογράφημα ὁ δὲ
6384783 Θηβαιδι
κορύδυλιν . μνηονεύει αὐτοῦ καὶ Ἀντίμαχος ὁ Κολοφώνιος ἐν τῇ Θηβαίδι λέγων οὕτως : ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν
ἀνευρίσκοντας ἢ μεθοδεύοντάς τι τῶν χρησίμων : διόπερ ἐν τῆι Θηβαίδι χαλκουργείων εὑρεθέντων καὶ χρυσείων , ὅπλα τε κατασκευάσασθαι ,
6379875 Ῥοικου
” Θεόδωροι δὲ γεγόνασιν εἴκοσι : πρῶτος Σάμιος , υἱὸς Ῥοίκου . οὗτός ἐστιν ὁ συμβουλεύσας ἄνθρακας ὑποτεθῆναι τοῖς θεμελίοις
; τὴν κόμην ἡψήσατο . ἑφθὴν τὴν κόμην ξανθίζεται . Ῥοίκου κριθοπομπία . . . . . οὐδέν ἐστ '
6365936 ἀφῃρημενους
παρὰ τούτων ζητοῦντα δίκην . ἄλλους μὲν γὰρ εἶναι τοὺς ἀφῃρημένους τὴν γῆν , ἄλλον δὲ τὸν πολεμούμενον . καὶ
εἰς τὰς πατρίδας , καὶ τοὺς ἀδίκως τὰς ἀλλοτρίας πόλεις ἀφῃρημένους ἐξέβαλον ἐκ τῶν πόλεων : τούτων δ ' ἦσαν
6358836 σμαριδας
τὰν κράμβαν . ὅκχ ' ὁρῆι βῶκάς τε πολλοὺς καὶ σμαρίδας . . κἀστακοὶ γαμψώνυχοι . κουρίδες τε ταὶ φοινίκιαι
ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων ὅμοιά φησιν εἶναι τῇ μαινίδι βόακα καὶ σμαρίδας . Ἐπαίνετος δ ' ἐν Ὀψαρτυτικῷ φησι : σμαρίδα
6353820 Παρρασιους
ἔλαβεν , ἀπέσφαξεν : ἐκεῖθεν δ ' εὐθὺς στρατευσάμενος εἰς Παρρασίους τῆς Ἀρκαδίας μετ ' αὐτῶν ἐδῄου τὴν χώραν .
τὰς ἐν Παρρασίοις πόλεις ἀπῆλθον . Λακεδαιμόνιοι δὲ τούς τε Παρρασίους αὐτονόμους ποιήσαντες καὶ τὸ τεῖχος καθελόντες ἀνεχώρησαν ἐπ '
6347410 Χαλκωνα
Κρόκαλον : Ἀκρόκομον : Σκόπελον : Λυκούριον : Λάσιον : Χάλκωνα . τινὲς δὲ τοὺς ιγʹ οὕτως : Μέρμνωνα :
Εὐρύπυλος ὁ Ποσειδῶνος υἱὸς Κῴων βασιλεύων γήμας Κλυτίαν τὴν Μέροπος Χάλκωνα καὶ Ἀνταγόραν ἔτεκεν , ἀφ ' ὧν οἱ ἐν
6346819 Δρυοπας
καὶ νῦν εἰσι Μεσσήνιοι διὰ τὴν πόλιν . καὶ σιωπῶ Δρύοπας καὶ Πελασγοὺς καὶ πάντας τοὺς ἄλλους , οὓς ἐδέξατο
γένει , τὴν δ ' ἐναλίαν Κήρινθον ὡσαύτως Κόθον , Δρύοπας δὲ τὴν Κάρυστον ὠνομασμένην : ἡ δ ' Ἑστίαια
6346718 Λαρισσα
ὀλίγον χρόνον , πάλιν ᾤχοντο . . . : Ὅτι Λάρισσα ὑπὸ Πιάσου τοῦ πατρὸς ἐρασθεῖσα καὶ βιασθεῖσα καὶ βαρέως
Ἀμφίπολις , Ἀρέθουσα , Ἀστακός , Τεγέα , Χαλκίς , Λάρισσα , Ἥραια , Ἀπολλωνία , ἐν δὲ τῇ Παρθυηνῇ
6341688 Ἀμυκλαιεις
ἄξιον ἱερὸν Ἀλεξάνδρας καὶ ἄγαλμα : τὴν δὲ Ἀλεξάνδραν οἱ Ἀμυκλαιεῖς Κασσάνδραν τὴν Πριάμου φασὶν εἶναι . καὶ Κλυταιμνήστρας ἐστὶν
τῇ τῶν ἱππέων μόρᾳ παρὰ τὴν πόλιν τῶν Κορινθίων τοὺς Ἀμυκλαιεῖς παρῆγεν . ἐπεὶ δὲ ἀπεῖχον ὅσον εἴκοσιν ἢ τριάκοντα
6339268 Ἀμυκλαιος
διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφονται : οἷον , ἀγοραῖος : Ἀμυκλαῖος : Ἀθηναῖος : κορυφαῖος : Δερκεταῖος : Ἀριδαῖος :
αὐτοῦ , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ θηλυκὸν τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς . λέγεται καὶ Ἀμυκλαΐτης ὡς Θηβαΐτης
6338002 Πηλεγονος
Πελαγόνας . . Ὅτι ὁ παρ ' Ὁμήρῳ Ἀστεροπαῖος υἱὸς Πηλεγόνος ἐκ Παιονίας ὢν τῆς ἐν Μακεδονίᾳ ἱστορεῖται : διὸ
στρατευσάντων ἐπ ' Ἴλιον ἡγεμόνων , οὐκ ἀπεικότως υἱὸν λέγεσθαι Πηλεγόνος , καὶ αὐτοὺς τοὺς Παίονας καλεῖσθαι Πελαγόνας . .
6334782 μαινομεναι
. οἱ γὰρ γόοι τῶν βακχῶν μετὰ ἡδονῆς γίνονται : μαινόμεναι γὰρ οὐ λυποῦνται . καί φησιν ἡ Ἑκάβη :
: μανίᾳ ἔρωτος . μεμαυῖαι : προθυμούμεναι , ὁρμῶσαι , μαινόμεναι . ἐπαΐγδην : ὁρμητικῶς : ἀΐσσειν γὰρ τὸ ὁρμᾷν
6328688 Πλουτω
τὰς πηγὰς τὰς οὔσας ἐν τῷ κόσμῳ , ὧν καὶ Πλουτὼ καὶ Περσηῒς καὶ Μῆτις καὶ Ἀσία καὶ Στὺξ ὁμοῦ
τοὺς ναύτας ἐξ αὐτῆς , Κερκηὶς διὰ τὸ ἠχητικόν , Πλουτὼ διὰ τὸν ἐπιγινόμενον πλοῦτον , Περσηὶς διὰ τὸ ἀπὸ
6319063 Ἀμβρακια
, οἷον Σικελιώτης Πηλιώτης Ἀμβρακιώτης . λέγεται καὶ Ἀμβράκιος καὶ Ἀμβρακία ἡ γυνή . Τὸ δ ' Ἀμβρακία ἀπὸ †
ἀπροσδοκήτως εὖ πράσσοντες εἰς ὕβριν τρέπεσθαι . . . : Ἀμβρακία , πόλις Θεσπρωτίας , ἀπὸ Ἄμβρακος τοῦ παιδὸς Θεσπρωτοῦ
6318856 Ἀμυθαονα
τέκεν βασίλεια γυναικῶν , Αἴσονά τ ' ἠδὲ Φέρητ ' Ἀμυθάονά θ ' ἱππιοχάρμην . Ἄδματος καὶ Μέλαμπος : οὗτοι
τέκεν βασίλεια γυναικῶν , Αἴσονά τ ' ἠδὲ Φέρητ ' Ἀμυθάονά θ ' ἱππιοχάρμην . τὴν δὲ μέτ ' Ἀντιόπην
6313274 μεσογειαι
Καπρίαι . . . . Ἀρίνθη : πόλις Οἰνώτρων ἐν μεσογείαι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Ἀρτεμίσιον : πόλις Οἰνώτρων
καὶ Μαλανιεύς . . Νίναια : πόλις Οἰνώτρων ἐν τῆι μεσογείαι . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . τὸ ἐθνικὸν Νιναῖος ἢ Νιναιεύς
6309706 ἐπεξιοντας
Καῖσαρ τὸν τόπον , ὅτι ἐνταῦθα ἐνίκα τῇ μάχῃ τοὺς ἐπεξιόντας ἐπ ' αὐτὸν μετὰ Ἀντωνίου , καὶ λαβὼν ἐξ
ἔχειν χώραν τὴν γεωργουμένην . εἰκὸς οὖν ἦν τοὺς Ἀθηναίους ἐπεξιόντας αὐτοῖς κωλύειν τὴν παρ ' αὐτοῖς γῆν γεωργεῖν .
6309290 ταλαινῃ
Προμηθέως μήτηρ ἡ Ἀσία , ὡς Λυκόφρων : τῇ γὰρ ταλαίνῃ μητρὶ τῇ Προμηθέως ξυνὸν πέφυκε καὶ τροφῷ Σαρπηδόνος :
ναοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ζωστηρίου ὠνομασμένου ἢ τὴν ἐξοχήν . ταλαίνῃ μητρὶ τῇ Ἀσίᾳ . Ἰαπετοῦ γὰρ καὶ Ἀσίας Προμηθεύς
6304765 μαιωτας
, ὧν μνημονεύει Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι διὰ τούτων : τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας . εἰσὶ δὲ πολλοὶ περὶ
καὶ τοὺς λάβρακας ἐντερεύων , ὡς λέγουσιν ἡμῖν . τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας ἀποδοῦναι δ ' ὅσα ἔχομεν
6293703 ὑποσπειρων
, τᾶς ἀειζώου ψυχᾶς μεδέων . γλυκὺ γὰρ θέρος ἀνδρὸς ὑποσπείρων πραπίδων πόθωι λιπαρόμματε μᾶτερ ὑψίστα θρόνων σεμνῶν Ἀπόλλωνος βασίλεια
ἐλεύθερος ἀφιέσθω . πάλιν ” ἀδελφὸν ” τὸν ὁμόφυλον εἶπεν ὑποσπείρων τῇ τοῦ κεκτημένου ψυχῇ διὰ τῆς προσρήσεως τὴν πρὸς
6284912 Ἀλινδα
ὁ δημότης Ἁλιμούσιος . τὰ τοπικὰ Ἁλιμουντόθεν Ἁλιμοῦντάδε Ἁλιμοῦντι . Ἄλινδα , πόλις Καρίας , ὡς Πολυίστωρ . ὁ πολίτης
βασιλέως πεμφθεὶς εἶχε , γαμβρὸς ὢν Πιξωδάρου . Ἄδα δὲ Ἄλινδα μόνον κατεῖχε , χωρίον τῆς Καρίας ἐν τοῖς ὀχυρώτατον
6281815 κουσι
μέν εἰσι χρηστοὶ καὶ δοκοῦσιν , οἱ δὲ δο - κοῦσι μέν , εἰσὶ δ ' οὔ . ταὐτὸν δὲ
. ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ . Τὰ δὲ ἔξω τῆς Σύρτιδος παροι - κοῦσι Λίβυες Λωτοφάγοι ἔθνος μέχρι τοῦ στόματος τῆς ἑτέρας Σύρτιδος
6281682 κιρκους
τοὺς ἁρπακτικοὺς ἔνσπονδα εἶναι , τοὺς μέντοι ἁλιαέτους καὶ τοὺς κίρκους ὡς πεφρίκασί φασι . πρὸς δὲ τοὺς ἱέρακας οἷα
] πελείας τὰς νύμφας , ἤτοι τὰς τοῦ Δαναοῦ θυγατέρας κίρκους δὲ , ἤτοι ἀετοὺς , τοὺς νυμφίους , ἤγουν
6268165 Νεσταιους
. . , : Νεσταίους τε καὶ Ὤρικον ] τοὺς Νεσταίους Σκύλαξ φησὶν ἔθνος Ἰλλυρικόν : ἀπὸ τούτων παράπλους ἐστὶν
τῆς Ὠκεανοῦ καὶ Τηθύος , γυναικὸς δὲ γενομένης Ἐπιμηθέως . Νεσταίους τε : τοὺς Νεσταίους Σκύλαξ φησὶν ἔθνος Ἰλλυρικόν :
6266175 φυγοντας
, ἐπεὶ πολὺ λώιόν ἐστι θαρσαλέως ἀπολέσθαι ἀνὰ κλόνον ἠὲ φυγόντας ζώειν ἀλλοδαποῖσι παρ ' ἀνδράσιν αἴσχε ' ἔχοντας .
ἂν ὑφ ' ἡμῶν δικαίως . ἔπειτα οὐδ ' εὔλογον φυγόντας ἂν τότε τοὺς Θηβαίους τοῖς Λακεδαιμονίοις συγκαταδουλοῦν , συνανελεῖν
6265272 Κριθωτη
στενωποῦ Λεσβίων δ ' οὖσαι κτίσεις . Εἶτ ' ἔστι Κριθώτη πόλις τε Πακτύη : λέγουσι καὶ ταύτας δὲ Μιλτιάδην
παρὰ Ἑλλανίκωι . . . Κριθώτην : . . . Κριθώτη μία πόλις τῶν ἐν Χερρονήσωι , καθά , φησιν
6255565 ἀτιμωρητους
αὐτῷ , λέγων ὅτι πολλῷ θρασυτέρους πεποίηκε τοὺς βαρβάρους ἐάσας ἀτιμωρήτους : δόξειν γὰρ αὐτοὺς τε - τευχέναι συγγνώμης οὐ
ἐπελάσαντες ἀπωλεύτων , μάλα ἀνοίκτως ἀλοῶντες διέφθειραν . οὐ μὴν ἀτιμωρήτους ἐγένετο μεῖναι τοὺς παῖδας τοὺς ἀλοηθέντας , ἑτεραλκὴς γὰρ
6232256 ἑκατονταπυλοι
τοῖς Αἰγυπτίοις γίνεσθαι . ὅτι τρεῖς Θῆβαί εἰσιν : αἱ ἑκατοντάπυλοι ἐν Αἰγύπτῳ , αἱ ἑπτάπυλοι ἐν Βοιωτίᾳ καὶ αἱ
ἑπτάπυλοι πρὸ τῆς Πελοποννήσου , ἃς Κάδμος ἔκτισεν . Αἱ ἑκατοντάπυλοι ἐν Αἰγύπτῳ , ἐξ ὧν καὶ Ὅμηρος . Καὶ
6232247 πατουντας
βαβάκτης καὶ Ἰόβακχος καλεῖται διὰ τὸ πολλὰς τοιαύτας φωνὰς τοὺς πατοῦντας αὐτὸν πρῶτον , εἶτα τοὺς ἕως μέθης μετὰ ταῦτα
, ἢ ξηρὸς βότρυς εὑρεθείη . χρὴ δὲ καὶ τοὺς πατοῦντας , εἴ τι παρέλαθε τοὺς ἐπὶ τοῖς κοφίνοις ἐφεστῶτας
6231978 Ἑρκυνιον
Πυρρηναίου ὄρους ὁ Ἑρκύνιος . Ἄλλως . Ἀντὶ τοῦ τὸ Ἑρκύνιον ὄρος παροικοῦντες . Ὀρόγκους δὲ λέγει ἢ τοὺς ὄγκους
Παυσανίας αʹ . ὁ οἰκήτωρ Ἐρινιάτης διὰ τὸ προκατειληφός . Ἑρκύνιον , ὄρος Ἰταλίας , ἀφ ' οὗ Ἑρκυνίς ἡ
6225521 Ἱμεραιους
τε σφετέρων ναυτῶν καὶ ἐπιβατῶν τοὺς ὡπλισμένους ἑπτακοσίους μάλιστα , Ἱμεραίους δὲ ὁπλίτας καὶ ψιλοὺς ξυναμφοτέρους χιλίους καὶ ἱππέας ἑκατὸν
ἐπιθέμενος ἐνίκησεν . Διονύσιος χειρώσασθαι βουλόμενος Ἱμέραν πρὸς μὲν τοὺς Ἱμεραίους φιλίαν συνέθετο , πρὸς δὲ τὰ πλησίον αὐτῶν πολίσματα
6222577 Αἰγιαλῳ
ἀλεεινὴ γὰρ ἥδε ἡ γῆ : θέρους δὲ πρὸς τῷ Αἰγιαλῷ διαιτῶνται : παρέχει γὰρ αὐτοῖς αὔρας μαλακὰς ἡ θάλαττα
, καὶ Ἑλίκην τε ἀπὸ τῆς γυναικὸς ᾤκισεν ἐν τῷ Αἰγιαλῷ πόλιν καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἐκάλεσεν Ἴωνας ἀφ ' αὑτοῦ
6221407 Ἀρκεσιλεως
ἀναδασμῷ : συλλεγομένου δὲ στρατοῦ πολλοῦ ἐστάλη ἐς Δελφοὺς ὁ Ἀρκεσίλεως χρησόμενος τῷ χρηστηρίῳ περὶ κατόδου . Ἡ δὲ Πυθίη
αὐτὴν ἀπιστᾶσι ἀπὸ τῶν Κυρηναίων τοὺς Λίβυας . Μετὰ δὲ Ἀρκεσίλεως ἐς τοὺς ὑποδεξαμένους τε τῶν Λιβύων καὶ ἀποστάντας τοὺς
6219035 Ἑστιαια
. ὁ πολίτης Ἑσπερίτης . Καλλίμαχος ἐν τοῖς ἐπιγράμμασιν . Ἑστίαια , πόλις Εὐβοίας . Ὅμηρος „ πολυστάφυλόν θ '
ὁμολογίᾳ κατεστήσαντο : ἀτάραχον , εἰρηνικὴν ἐποίησαν . Ἑστιαιᾶς : Ἑστίαια πόλις Εὐβοίας , ἥτις νῦν Ὠρεὸς καλεῖται τοὺς ξυμμάχους
6218126 Ἀνδρῳ
τοῖσι τρισὶ δακτύλοισι μέλιτι δεύσας προσθεῖναι : φύεται δὲ ἐν Ἄνδρῳ ἐν τοῖσιν αἰγιαλοῖσιν . Ἕτερον : ὑστέρας ἀποκαθῆραι :
ἱδρύσασθαι Ἀθηνᾶν : οὕτως εὐπλοήσειν . ὁ δ ' ἐν Ἄνδρῳ ἐξήλατο . Τελενίκου πενέστερος : ὅθεν καὶ τὸ κενῶσαι
6212107 Θεσπρωτικον
ἐν δ Θεσσαλικῶν . . . . Ἐλινοί : ἔθνος Θεσπρωτικόν : Ῥιανὸς δ Θεσσαλικῶν . καὶ Ἐλινία ἡ χώρα
Ἐρυθρὰν θάλασσαν . οἱ οἰκήτορες Πράσιοι . Πράσσαιβοι , ἔθνος Θεσπρωτικόν . Πρετανική , νῆσος ἤπειρον μιμουμένη , παρὰ τῇ
6211292 Ἀμπρακιωτας
ἐπεβούλευον : τῷ δὲ Δημοσθένει καὶ τοῖς Ἀκαρνᾶσιν ἀγγέλλεται τοὺς Ἀμπρακιώτας τοὺς ἐκ τῆς πόλεως πανδημεὶ κατὰ τὴν πρώτην ἐκ
ἐγκρατεῖς αὐτοῦ γενόμενοι ταῖς πάσαις ναυσὶν ἐπιθέμενοι ῥᾳδίως ἐκράτησαν . Ἀμπρακιώτας Ῥωμαῖοι πολιορκοῦντες , ἐπειδὴ πολλοὶ μὲν αὐτῶν ἐτιτρώσκοντο ,
6206604 ἐπιτηδειοιϲ
ἄλλο , τοῦτο τὸ φάρμακον ὀνίνηϲιν , ἔξωθέν τε τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ καταπλάϲμαϲι μιγνύμενον , εἴϲω τε τοῦ ϲώματοϲ λαμβανόμενον ,
καὶ τῇ τρίτῃ ἀποπυριᾶν καὶ γάλακτι ἐγχυματίζειν καὶ καταπλάττειν τοῖϲ ἐπιτηδείοιϲ , εἶτα ὑπαλείφειν τοῖϲ πρὸϲ τὰϲ παλαιὰϲ διαθέϲειϲ ,
6200227 Σολοις
, ἀλλὰ κριόν : ἄλλοι δὲ χῆνα . καὶ ἐν Σόλοις δὲ τῆς Κιλικίας παιδός , ᾧ ὄνομα ἦν Ξενοφῶν
Ἐλάτειαν οἱ πυροὶ ποιοῦσιν ἡμιόλια τὰ ἄλευρα , καὶ ἐν Σόλοις τῆς Κιλικίας καὶ οἱ πυροὶ καὶ αἱ κριθαί :
6196206 Ἀργυριππα
ἄγραν πορεύονται καὶ τὰ ληφθέντα θέντες ὁμοῦ διαιροῦσιν ἀλλήλοις . Ἀργυρίππα δὲ πόλις ἐστὶν ἐν Ἰταλίᾳ ἣν ἔκτισε Διομήδης καὶ
ἐκ τῶν περιβόλων δῆλον , τό τε Κανύσιον καὶ ἡ Ἀργυρίππα , ἀλλὰ νῦν ἐλάττων ἐστίν . ἐκαλεῖτο δ '
6194951 ἀναλισκοντος
τοὺς πρώτους μῆνας : πληροῦνται γὰρ ἐπὶ πλεῖον , ὀλίγον ἀναλίσκοντος τοῦ κυουμένου , τοῦτο δ ' αὐτὸ γίνεται διὰ
ἐκωλυόμην συνθάπτειν , ἀλλὰ πάντα συνεποίουν : οὐχ ὅπως τοῦδε ἀναλίσκοντος οὐδὲ Διοκλέους , ἀλλ ' ἐξ ὧν ἐκεῖνος κατέλιπε
6194297 Μινυης
Ἄσκρη μὲν πατρὶς πολυλήϊος , ἀλλὰ θανόντος Ὀστέα πληξίππου γῆ Μινύης κατέχει Ἡσιόδου , τοῦ πλεῖστον ἐν ἀνθρώποις κλέος ἐστὶν
' ἀπέπτατο τηλοῦ : Δῶκε δ ' ἄρ ' Αἰσονίδῃ Μινύης λόχος εἵνεκα τιμῆς πλέξας εὐανθῆ στέφανον τανυφύλλου ἐλαίης .
6193261 συλησαντας
φόβος , τούς τε Μέμνονα ἐπαγομένους καὶ τοὺς τὸ ἱερὸν συλήσαντας τῆς Ἀρτέμιδος καὶ τοὺς τὴν εἰκόνα τὴν Φιλίππου τὴν
οἵαν ταύτην ἡμεῖς ἀπεικάσαμεν , ἐπεὶ καὶ τοὺς Σκύθας ποτὲ συλήσαντας αὐτῆς τὸν νεὼν γυναῖκας ἐποίησε τῇ διαθέσει τοῦ βίου
6190559 Ἀμβρακιωτας
ὑπὸ ] τῶν Μηδικῶν ὕστερον ἐγένοντο ὑπὸ Ἀργείων ἀνάστατοι : Ἀμβρακιώτας δὲ καὶ Ἀνακτορίους ἀποίκους Κορινθίων ὄντας ἐπηγάγετο ὁ Ῥωμαίων
Κορίνθου , Φαλαίκῳ δὲ τυραννοῦντι τῆς πόλεως αὐτοῦ κατὰ μαντείαν Ἀμβρακιώτας ἐπαναστῆσαι καὶ παρὰ τοῦτο πολλοὺς ἀπολέσθαι καὶ τὸν Φάλαικον
6189052 μετοικησαντος
μὴ πάρεργον ἐπελέξατο . φαίνονται δὲ καὶ Βελλερο - φόντου μετοικήσαντος ἐς Λυκίαν οὐδὲν ἧσσον οἱ Κορίνθιοι τῶν ἐν Ἄργει
λεγόμενος παίδων καὶ οὗτος εἶναι . Φαίστου δὲ κατὰ μαντείαν μετοικήσαντος ἐς Κρήτην βασιλεῦσαι λέγεται Ζεύξιππος Ἀπόλλωνος υἱὸς καὶ νύμφης
6188839 Ταυρισκους
. τοὺς δὲ Σκορδίσκους ἔνιοι Σκορδίστας καλοῦσι : καὶ τοὺς Ταυρίσκους δὲ Τευρίσκους καὶ Ταυρίστας φασί . Λέγει δὲ τοὺς
, Βοίους δὲ καὶ ἄρδην ἠφάνισε τοὺς ὑπὸ Κριτασίρῳ καὶ Ταυρίσκους . πρὸς δὲ τὴν εὐπείθειαν τοῦ ἔθνους συναγωνιστὴν ἔσχε
6187947 κατεβιω
] γεγενημένοϲ Τροιζήνιοϲ , ἔχων ? ? γυναῖκα [ ] κατεβίω [ : τὸ τέρμα ἔχειϲ . ἔχειϲ τὸ τέρμα
[ ] [ Τροιζήνιοϲ , ἔχων ] γυναῖκα [ ] κατεβίω [ : τὸ τέρμ ' ἔχειϲ . ἔχειϲ τὸ
6185273 Ταρρακωνος
ταύτης μεσημβρινὸν γράφων καὶ διὰ τῶν Πυρηναίων ὀρῶν , ἅτινα Ταρρακῶνος οὐκ ὀλίγῳ ἐστὶν ἀνατολικώτερα . Καὶ Πάχυνον μὲν Λέπτει
ταύτης μεσημβρινὸν γράφων καὶ διὰ τῶν Πυρηναίων ὀρῶν , ἅτινα Ταρρακῶνος οὐκ ὀλίγῳ ἐστὶν ἀνατολικώτερα . Καὶ Πάχυνον μὲν Λέπτει
6180426 Κεγχρεαι
. εἰσὶ δὲ καὶ Ὑσίαι τόπος γνώριμος τῆς Ἀργολικῆς καὶ Κεγχρεαί , αἳ κεῖνται ἐπὶ τῇ ὁδῷ τῇ ἐκ Τεγέας
τὴν ἐπὶ Τεγέας ὁδόν ἐστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ ὀνομαζομένου Τρόχου Κεγχρεαί . τὸ δὲ ὄνομα ἐφ ' ὅτῳ τῷ χωρίῳ
6176014 Πυλιους
Σοφοκλῆς δὲ Ἀλουσίους : τινὲς δὲ Ἀλίους ὡς Πύλος Πύλιος Πυλίους . . . ἄλπεια : ἡ ἠϊὼν πρὸς ἄρκτον
δὲ φυγάδες , ἀπέσφαττον . μετὰ δὲ ταῦτα τούς τε Πυλίους , ὡς οὐδεὶς αὐτοῖς ἐβοήθει , σὺν αὐτῷ τῷ
6174492 Καριου
τὸν αὑτῆς ἄνδρα πᾶσαι καθιζάνουσιν . ὡς δὲ δειπνοῦντες τοῦ Καρίου συνθήματος ᾔσθοντο , αἱ μὲν γυναῖκες ὁμοῦ πᾶσαι τοὺς
Βοσποριανός , Κίου πόλεως Μυσίας Κιανός , Τίου Τιανός , Καρίου Καριανός , Σηλυμβρίου Σηλυμβριανός . ἡμάρ - τηται τὸ
6172689 Συριους
καὶ ἠνδραποδίσατο , εἷλε δὲ τὰς περιοικίδας αὐτῆς πάσας , Συρίους τε οὐδὲν ἐόντας αἰτίους ἀναστάτους ἐποίησε . Κῦρος δὲ
δὲ τούτους καὶ ῥέων ἄνω πρὸς βορέην ἄνεμον ἔνθεν μὲν Συρίους Καππαδόκας ἀπέργει , ἐξ εὐωνύμου δὲ Παφλαγόνας . Οὕτως
6172640 Ἀριμους
ὁ Σκήψιος ἡγεῖται τοὺς ἐν τῇ Κατακεκαυμένῃ τῆς Μυσίας τοὺς Ἀρίμους τιθέντας . Πίνδαρος δὲ συνοικειοῖ τοῖς ἐν τῇ Κιλικίᾳ
ὁ Σκήψιος ἡγεῖται τοὺς ἐν τῇ Κατακεκαυμένῃ τῆς Μυσίας τοὺς Ἀρίμους τιθέντας . . . , : ἡ δὲ κατ
6171715 ἀπολιθουν
προσηγορεύθη . Ἀντίγονος τὸ μὲν ἐν Ἱεραπόλει θερμὸν ὕδωρ πάντα ἀπολιθοῦν φησι , καὶ αὐτὸ δὲ πέσσεσθαι καὶ λίθον γίνεσθαι
, πάντα βιάζεσθε ἃ μὴ πεφύκατε . τὰ Φασὶ ταύτην ἀπολιθοῦν τοὺς θεασαμένους αὐτήν , καὶ Περσέως ἀποτεμόντος αὐτῆς τὴν
6168582 Καθαρμους
. , , : ἐκ δὲ τῆς Φαιστοῦ τὸν τοὺς Καθαρμοὺς ποιήσαντα διὰ τῶν ἐπῶν Ἐπιμενίδην φασὶν εἶναι . .
τῶν Σιμωνίδου τινὰς ἰάμβων ὑποκρίνεσθαι . τοὺς δ ' Ἐμπεδοκλέους Καθαρμοὺς ἐραψῴδησεν Ὀλυμπίασι Κλεομένης ὁ ῥαψῳδός , ὥς φησιν Δικαίαρχος
6166690 εὐθυμαχαν
, ἀλλ ' ἐπεὶ τετράπηχυς ἦν καὶ εʹ δακτύλων . εὐθυμάχαν δὲ τὸν ἐξ εὐθείας ἀγωνιζόμενον . πελώριον ἄνδρα :
θαλάσσῃ εἶναι καὶ ταύτην ἐν αὐτῇ κατοικεῖν . τὸ δὲ εὐθυμάχαν ἢ πρὸς τὸ Ῥόδον νόει , ὡς καὶ ὄπισθεν
6158674 Λυδῃ
. στήτας οἶστρε Σαέττας : τουτέστιν ὁ οἶστρον ἐμβαλὼν τῇ Λυδῇ γυναικί . φασὶ γάρ , ὅτι ἡ Ὀμφάλη ἡ
χθονός ; Τὸν μὲν παρελθόντ ' ἄροτον ἐν μήκει χρόνου Λυδῇ γυναικί φασί νιν λάτριν πονεῖν . Πᾶν τοίνυν ,
6157100 διηρθρωμενα
μέν ἐστιν ἀτελῆ καὶ ἀδιάρθρωτα καὶ σαρκοειδῆ , τὰ δὲ διηρθρωμένα μέν , ἀσθενῆ δέ : τινὰ δ ' αὐτῶν
πρὸς τὸ φανῆναι τὸ ἀναγκαῖον ἀντὶ τοῦ τὸν σαφῆ καὶ διηρθρωμένα ἔχοντα τὰ λήμματα , ὥστε ἀτελῆ λέγει τὸν προσδεόμενον
6153015 Πυλαιᾳ
τὸ στρέφεσθαι καὶ τὸ παραβαίνειν . Κρατῖνος δὲ ἐν τῇ Πυλαίᾳ δηλοῖ , ὅτι ἕξ ἐστι ζυγὰ τοῦ χοροῦ .
καὶ παρὰ τοὺς Θετταλοὺς ὑπὲρ τοῦ Ἀχιλλέως κατὰ τοὺς ἐν Πυλαίᾳ ξυλλόγους , ἐν οἷς οἱ Θετταλοὶ τὰ Ἀμφικτυονικὰ πράττουσιν
6152635 Λοβων
παρ ' Ἀθηναίοις τὸ ἱερὸν τῶν Σεμνῶν , ὥς φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος ἐν τῶι Περὶ ποιητῶν [ . ̈
σοφὸν ἀστρονόμημα . τὰ δὲ γεγραμμένα ὑπ ' αὐτοῦ φησι Λόβων ὁ Ἀργεῖος [ . ̈ . ] εἰς ἔπη
6148388 προπολους
Δελφῶν πλείστας ἀκονῶν Φοῖβε μαχαίρας , καὶ προδιδάσκων τοὺς σοὺς προπόλους . Λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων σοφώτατος . Ἡδύς γε
αὐτοὺς κληθῆναι : οἱ δ ' ὑπὸ Τιτάνων Ῥέᾳ δοθῆναι προπόλους ἐνόπλους τοὺς Κορύβαντας ἐκ τῆς Βακτριανῆς ἀφιγμένους , οἱ
6141810 νεμος
συνδένδρῳ τόπῳ ἀνάρμοστον . . ὑπό συνδένδρῳ . . . νέμος ὁ σύνδενδρος τόπος καὶ νομὴν ἔχων : ἐν νέμεϊ
δὲ νῆκτάρ τι ὄν , τὸ ἐστερημένον τοῦ κτανθῆναι . νέμος ὁ σύνδενδρος τόπος καὶ νομὴν ἔχων : “ ἐν
6140173 μογεροισι
δείδιθι μαιμώωσαν ἔσω ἁλὸς ἠδὲ καὶ ἄλλα ἄστρα τά που μογεροῖσι πέλει δέος ἀνθρώποισι δυόμεν ' ἢ ἀνιόντα κατὰ πλατὺ
υἱὸν φῶτ ' Ἀσκληπιάδην πατρὶς ἔθρεψε Γέλα , ὃς πολλοὺς μογεροῖσι μαραινομένους καμάτοισι φῶτας ἀπέστρεψεν Φερσεφόνης ἀδύτων . . .
6135926 Σωτειρα
Λάρισσα , Ἥραια , Ἀπολλωνία , ἐν δὲ τῇ Παρθυηνῇ Σώτειρα , Καλλιόπη , Χάρις , Ἑκατόμπυλος , Ἀχαΐα ,
μέλλοντος δυσελπιστίαν οὐ μειοῖ . Ἐμοὶ δὲ δοκεῖ , ὦ Σώτειρα , οὔτε ὁ θάνατος αἰσχρὸν οὔτε τι καλὸν εἶναι
6134197 Ἀνθειαν
τὸ χρεὼν ἐκπεσόντα τοῦ ἅρματος , Τριπτόλεμος δὲ καὶ Εὔμηλος Ἄνθειαν πόλιν οἰκίζουσιν ἐν κοινῷ , τοῦ Εὐμήλου παιδὸς ἐπώνυμον
Ἐνόπην τε καὶ Ἱρὴν ποιήεσσαν Φηράς τε ζαθέας ἠδ ' Ἄνθειαν βαθύλειμον καλήν τ ' Αἴπειαν καὶ Πήδασον ἀμπελόεσσαν .
6134114 Μελαινης
ὄξους ξέστην α # , μέλιτος # α # . Μελαίνης χολῆς καθαρτικόν . Ὕδατος # γ , μέλιτος #
κακολογεῖ , λέγει . . τὸν ἀνδροφόντην ] ἐπεὶ τῆς Μελαίνης ἀπέκτεινε παῖδας , Ἀλκίφθορον καὶ Λυκάνορα . τὸν πόλεως
6126856 βασιλευοντας
καὶ γενομένου παντελῶς εἰρηνικοῦ καὶ ἐπιτυχοῦς , τοὺς μετὰ τοῦτον βασιλεύοντας μετωνόμαζον καὶ τὴν τούτου προσηγορίαν ἔχειν προσέταττον . τοῦ
θνητῶν , πολλοὺς δὲ καὶ τῶν ἄλλων μυθοποιῶν παραδεδωκέναι τοὺς βασιλεύοντας τῶν θεῶν τὴν μεριζομένην φιλοστοργίαν παρὰ τῶν τέκνων πρὸς
6125303 Ἀλ
. Τήλανδρος , πόλις Καρίας , καὶ Τηλανδρία ἄκρα . Ἀλ . δ ' ὁ Πολυΐστωρ οὐδετέρως τὴν πόλιν Τήλανδρον
Λιβύης . Ἀλ . ἐν τρίτῳ Λιβυκῶν . Κορακόνησος . Ἀλ . τρίτῳ Λιβυκῶν . Κυνῶν νῆσος , Λιβυκὴ νῆσος
6124214 Τιμοκρεοντα
. δ ' ὁ Χαλκηδόνιος ἔν τινι τῶν προοιμίων τὸν Τιμοκρέοντά φησιν ὡς μέγαν βασιλέα ἀφικόμενον καὶ ξενιζόμενον παρ '
Θρασύμαχος δ ' ὁ Χαλκηδόνιος ἔν τινι τῶν προοιμίων τὸν Τιμοκρέοντά φησιν ὡς μέγαν βασιλέα ἀφικόμενον καὶ ξενιζόμενον παρ '
6122636 Λινδος
: περίβλεπτον . ἶσον Δωριέεσσι : ἡ τῶν Δωριέων πεντάπολις Λίνδος Ἰάλυσος Κάμιρος Κῶς Κνίδος . ἄγεται δὲ κοινῇ ὑπὸ
τρίπολις ἀρχαία ἐν αὐτῇ , πόλεις αἵδε : Ἰάλυσος , Λίνδος , Κάμειρος . Κατὰ δὲ τὴν Ῥόδον αἵδε νῆσοί
6122586 Τευκρους
, ἀνὴρ ἐπιφανής , καὶ τοὺς λαοὺς ἀφ ' ἑαυτοῦ Τεύκρους προσηγόρευσε . Τεύκρου δ ' ἐγένετο θυγάτηρ Βάτεια :
ἴσως ἡ Κιλικία ἢ ἔμπαλιν . Τὰ οὖν περὶ τοὺς Τεύκρους καὶ τοὺς μύας , ἀφ ' ὧν ὁ Σμινθεύς
6119141 ἐνδεξασθαι
Πλάγκος ἔλθοι , καὶ ἀμύνεσθαι μέχρι θανάτου μᾶλλον ἢ ἑκόντας ἐνδέξασθαι δουλείαν ἄνωθεν ἀδιόρθωτον : τά τε ἀρχαῖα Ῥωμαίων ἐπὶ
[ ἕνεκεν ] [ ] τὸν Εὐρυσθέα [ ] [ ἐνδέξασθαι ] ὡς ἀμήχανον ἐόντα [ ] . καὶ Ἡσίοδος
6117422 κολωνους
ἵησι φάραγγος . ἀγχίμολον δ ' ἐπὶ τῇ πολέας παρανεῖσθε κολωνούς Παφλαγόνων , τοῖσίν τ ' Ἐνετήιος ἐμβασίλευε πρῶτα Πέλοψ
φησιν Ἡσίοδος „ ἢ οἵη Διδύμους ἱεροὺς ναίουσα ” * κολωνούς , Δωτίῳ ἐν πεδίῳ πολυβότρυος ἄντ ' „ Ἀμύροιο
6115303 Ἀρδεα
Ἀρδαλιώτης , τοῦ δ ' Ἀρδαλίς Ἀρδαλός ὡς Θετταλός . Ἀρδέα , κατοικία τῆς Ἰταλίας . Στράβων πέμπτῃ . ἐκλήθη
Ἀλβανῷ ὄρει , διέχοντι τῆς Ῥώμης τοσοῦτον ὅσον καὶ ἡ Ἀρδέα . ἐνταῦθα Ῥωμαῖοι σὺν τοῖς Λατίνοις Διὶ θύουσιν ,

Back