καθ ' ἑαυτὸν ὁ Βλεψίδημος σκέπτεται . . Βλεψίδημον : Βλεψίδημος ὁ πρὸς τὸν δῆμον βλέπων , κἀκ τούτου τὰ
Καρὸς αἴσῃ , ἤτοι ἐν δούλου τάξει . καὶ τὸ Βλεψίδημος δὲ ἤτοι πτωχὸς , ὁ βλέπων ἀεί ποτε εἰς
5879604 Πενια
τὸν τοῦ Διὸς κῆπον εἰσελθὼν βεβαρημένος ηὗδεν . ἡ οὖν Πενία ἐπιβουλεύουσα διὰ τὴν αὑτῆς ἀπορίαν παιδίον ποιήσασθαι ἐκ τοῦ
κύφωνες : τοῦτο δὲ λέγει , ὅτι τούτων ἀξία ἡ Πενία . . κολαστήρια ὄργανα τά τε τύμπανα καὶ οἱ
5693313 ὑποκρινομενος
. Εἴρων : ὁ τὴν ἀλήθειαν ἐν τῷ ψεύδει λέγειν ὑποκρινόμενος . Ἐὰν δὲ προαιρῆται ἐκκλητευθῆναι μᾶλλον . Ἐκκλητευθῆναι :
κατάβαλε λοιπὸν , ὦ Μίκων , παίζειν ταυτηνὶ τὴν κρίσιν ὑποκρινόμενος : ἔξεστι , λέγεις , μετὰ Μαραθῶνα καὶ τρόπαιον
5601891 ἐρωτωντι
ἐν Ἰαλυσῷ , τότε δὲ ἥκοντι παρὰ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ ἐρωτῶντι ὁπόθεν ἀγαγέσθαι χρὴ γυναῖκα , ἔχρησεν ἡ Πυθία θυγατέρα
τὰ γενόμενα , τοὺς δὲ δούλους , εἰ μὲν αὐτῷ ἐρωτῶντι τἀληθῆ δοκοῖεν λέγειν , εἰ δὲ μὴ , ἕτοιμος
5548506 ἀγαπην
τῶν δαιμόνων φαντασίας : ἐν ᾗ ὀφείλει ἐνεργεῖν ἐπί τε ἀγάπην καὶ ἐχθρὰν καὶ δεσμοὺς καὶ παντὸς γοητικοῦ πράγματος .
Μενοικέως περιστέλλων καὶ κοσμῶν καὶ ἐπιμελείας ἀξιῶν καὶ δι ' ἀγάπην ἐκείνῳ προσκαθήμενος οὐκ ἔφθασα εἰς τὸ καὶ ταῦτα μαθεῖν
5397282 ἀνεπιστημων
τῶν ὁμοιοτήτων δύναται παράγειν , πῶς δὲ ὁ τῆς ἀληθείας ἀνεπιστήμων ἄτακτός ἐστι . Τριῶν δὲ ὄντων τούτων , εὑρέσεως
κατὰ μετάληψιν : μεταλαμβάνει γὰρ ἀντὶ τοῦ οὐκ ἰατρὸς τὸ ἀνεπιστήμων . ὅταν ὁ ῥήτωρ κτλ . . τριττὸς ὁ
5341220 ἀθεον
καὶ συνεσφίγχθαι ὀρθὸν καὶ βίον καὶ λόγον ἐργαζομένου . τὸν ἄθεον οὖν καὶ ἀσεβῆ Κάιν δεόντως καταρᾶται , ὅτι τοὺς
. Ἀπέρχονται οὖν , φησὶ , τουτέστι φεύγουσιν ἐπὶ τὸ ἄθεον καὶ σκοτεινόν , φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης . Τὸ
5308893 κηρυσσει
; καὶ κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ . † καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις κάλωρα κωλύουσαν θωσμένειν ἔρῳ , † καὶ παρθένων
ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν , τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν
5267512 πανουργιαν
δὲ λείαν τὴν σιαγόνα . κἀγὼ μὲν οὐκ εἰδὼς τὴν πανουργίαν ᾠχόμην κατὰ τὸ εἰωθὸς ἄκλητος εἰς Πασίωνος . οἱ
τοῦ δὲ πανούργως ἡμῖν , μὴ καλλωπίσωμεν χρωμάτων κράσει τὴν πανουργίαν , ἵνα μὴ τὴν ἀνδρείαν οἱ δυσμενεῖς . εἰ
5249323 γελωτοποιος
. φθέγξαι τι , ἵνα εἰδῶμεν πότερον τραγῳδὸς εἶ ἢ γελωτοποιός : κοινὰ γὰρ ἔχουσι τὰ ἄλλα ἀμφότεροι . διὰ
μάντεις . Ἀπολλόδωρος δὲ ὁ Κυρηναῖος , ὁ εὐτράπελος καὶ γελωτοποιός . τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα καὶ
5232060 Βαλααμ
κἂν δράματα ὅλα συντιθέντες ἐγκωμίων ἐπᾴδωσι ; τοιγαροῦν ὁ μάταιος Βαλαὰμ ὕμνους μὲν εἰς τὸν θεὸν ὑπερβάλλοντας ᾄδων , ἐν
„ οὐ γὰρ ἔδωκε „ φησίν ” ὁ θεὸς τῷ Βαλαὰμ καταράσασθαί σοι , ἀλλ ' ἔστρεψε τὰς κατάρας εἰς
5227502 οἰκτῳ
τὸ μέγεθος , πολλοῖς δὲ αὐτῶν καὶ δάκρυα ἐπελθεῖν φησιν οἴκτῳ τῆς ἀμφοῖν ἡλικίας , εὐφημίαις τε χρήσασθαι τοὺς Ἀχαιοὺς
πολέμου πείθειν τοὺς πολεμίους φόβῳ , πλεονεξίᾳ , ἡδονῇ , οἴκτῳ , δικαίῳ , νομίμῳ , συμφέροντι , δυνατῷ .
5223959 ἀναπτυξας
ἐσφραγισμένον γραμμάτιον ὁ ὄνος λαβὼν καὶ ἀναρρήξας τὴν σφραγῖδα καὶ ἀναπτύξας διεξῄει εἰς ἐπήκοον τοῦ κυνός . περὶ βοσκημάτων δὲ
πᾶν τὸ αἷμα ἐν τῷ κρατῆρι ἐγχυθῇ . εἶτα εὐθὺς ἀναπτύξας καὶ ἀφελὼν ἔτι σπαίρουσαν τὴν καρδίαν σὺν πᾶσι τοῖς
5193085 παρεστηκε
ἐπειδὴ πάσης φωνῆς ἐστιν ὅρος ὕπνος . Οὗτος οὖν Ὀδυσσεῖ παρέστηκε σύμβουλος ἐπὶ Κίρκην βαδίζοντι . Καὶ κατ ' ἀρχὰς
προοιμιακὰς ἐννοίας : οἶδα μὲν οὖν ὡς ἐφορᾷ , καὶ παρέστηκε τῷ βήματι , καὶ ἀγανακτεῖ πρὸς τὴν κρίσιν :
5178805 εἰρωνα
ῥῖνα κεκλασμέναι στρυφνόν , αἱ δὲ πρὸς τοὺς κροτάφους κεκλασμέναι εἴρωνα , αἱ δὲ κατεσπασμέναι φοβερόν . κανθοὶ οἱ μὲν
οὑτωσὶ φράζει : γενέσθαι μὲν αὐτὸν ῥητορικώτατον καὶ δεινόν , εἴρωνα δὲ καὶ ἐραστὴν φθόνου καὶ τὸ κακόηθες ἐπαινοῦντα κατηφῆ
5175012 ἀνανδρος
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος :
5148649 ἐπιβουλος
φῂς τὸν Ἀχιλλέα ψεύδεσθαι , ὃς ἦν οὕτω γόης καὶ ἐπίβουλος πρὸς τῇ ἀλαζονείᾳ , ὡς πεποίηκεν Ὅμηρος , ὥστε
, πρόσοδον τὴν πολιτείαν πεποιημένος : ὕπουλος , δολερός , ἐπίβουλος , κακοήθης , ἀπατεών , ἐπιβουλεύων , ἐπηρεάζων ,
5146205 σιγησομαι
αἰσθέσθαι βοῆς . οὐκ ἔστ ' ἀκούσας δείν ' ὅπως σιγήσομαι . ναί , πρός σε τῆσδε δεξιᾶς εὐωλένου .
ἐν χεροῖν ἔχων μέλλοι τις εἰς τράχηλον ἐμβαλεῖν ἐμόν , σιγήσομαι δίκαιά γ ' ἀντειπεῖν ἔχων . καλῶς ἔχοι μοι
5144412 Ἀθανατος
μή , αὐτὸς σεαυτὸν αἰτιῶ . Λέγεις δὲ τί ; Ἀθάνατος εἶναί φημι , Διόνυσος Διός , τοῦτον δὲ δοῦλον
φρουρᾷ τῷ κόσμῳ , αὐτοὶ δὲ συνέχουσι τὸν κόσμον . Ἀθάνατος ἡ ψυχὴ ἐν θνητῷ σκηνώματι κατοικεῖ : καὶ Χριστιανοὶ
5107433 ἡγησῃ
οὐκ ἐπὶ σοί . ταῦτα ἂν ἀφῇς καὶ παρὰ μηδὲν ἡγήσῃ , τίνι ἔτι χαλεπαίνεις ; μέχρι δ ' ἂν
ὅτι σὺ εἴθισαι τρέχειν ἀνὰ τὰ ὄρη , μήτι δρόμῳ ἡγήσῃ , ἀλλ ' ὡς ἂν δύνηταί σοι ὁ στρατὸς
5098296 ἡταιρηκως
δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος φυλῆς Ἀχερδούς . . Ἀμύνων : Ῥήτωρ ἡταιρηκὼς , οὐκ ἰατρὸς ὁ Ἀμύνων . Ἀντισθένην : ἰατρὸς
ὅτι καταψηφιοῦνται αὐτοῦ τὸ εἶναι προαγωγὸν , ἢ ὅταν ὁμολογουμένως ἡταιρηκὼς κρίνηται , ὅπερ Αἰσχίνης κατασκευάζει ἐν τῷ κατὰ Τιμάρχου
5096642 καλλωπιζεται
τὴν δόξαν ἐπὶ ἀπάτῃ , καὶ ἃ ποιεῖ , ταῦτα καλλωπίζεται ὑπαγόμενος τοὺς ἀνθρώπους : ἐν ἐκείνῳ δὲ τῷ τρόπῳ
Καὶ ἑκάστου πάθους συχνὰ τὰ φάρμακα , ὅθεν ἡ τέχνη καλλωπίζεται . Ἀλλ ' ὁ τῆς ἰατρικῆς ἄπειρος , εἰ
5086147 ἀντιτεινει
ἐν αὐτοῖς ἄλλο παρὰ τὸν λόγον , ὃ μάχεται καὶ ἀντιτείνει τῷ λόγῳ : προδηλότατον δέ ἐστιν ἐν τῷ ἐγκρατεῖ
, ὅτι κακόν ἐστι τὸ μοιχεύειν , ἡ δὲ ἐπιθυμία ἀντιτείνει καὶ οἴεται τοῦτο ἡδὺ καὶ ἐπιζητεῖ αὐτό . ἐμμένει
5081690 Ξανθιαν
αὐτοῦ τήμερον ἐκπηνιεῖται ταῦτα προσκαλούμενος . Κάκιστ ' ἀπολοίμην , Ξανθίαν εἰ μὴ φιλῶ . Οἶδ ' οἶδα τὸν νοῦν
ὄψα ἐποίησε , δεσπότην πάλιν ἑαυτὸν ποιεῖ , τὸν δὲ Ξανθίαν δοῦλον . ἀποδέχεται δὲ τὸν Διόνυσον ὁ χορὸς ὡς
5074675 ἀναισχυντος
ἀποδύων , ἁρπάζων , ἀφαιρούμενος , παρεισπράττων , ἰταμός , ἀναίσχυντος , ἀπηρυθριακώς , δυσχερής , ἀνήμερος , ἄγριος ,
ἐρᾶν . καὶ ἐγὼ ἔσομαι τοίνυν ὁμοία τις αὐτῷ [ ἀναίσχυντος ] καὶ οὐκ ἀφήσω τὸν ἐμὸν Τίμαρχον . ἔρρωσο
5067433 γεωμορος
γάρ τις ἐγένετο πλούσιος : ὅθεν καὶ ἁβροδίαιτος . Ἀεὶ γεωμόρος ἐς νέωτα πλούσιος . Ἀδεὲς δέος : ἐπὶ τῶν
. ἐμπεράμους : τοὺς ἐμπείρους . ὀλίζοσιν : μικροῖς . γεωμόρος : γεωργός . ὑδείομεν : λέγομεν . ὑμνοῦμεν .
5059174 ἀφορων
ὦ βασιλεῦ , ἔφασαν οἱ Χαλδαῖοι , μὴ πρὸς δυσμὰς ἀφορῶν αὐτὸς μηδὲ τὴν στρατιὰν ταύτῃ ἐπέχουσαν ἄγων παρελθεῖν ,
λύεται μῖσος ἀπόδοσιν οὐκ ἔχον . πρὸς ταῦτα καὶ Μενέλαος ἀφορῶν ἐπαύσατο ἂν Ἀλεξάνδρῳ μνησικακῶν , εἰ τὴν Ἑλένην ἔτυχε
5054982 κακοπραγμων
. ἢ ἀπὸ τοῦ φαίνειν , ὅ ἐστι συκοφαντεῖν . κακοπράγμων γὰρ ἦν καὶ φιλόδικος . ἐν τἀγορᾷ ] ἐτυμολογεῖ
οὐ μέντοι ἔπειθέ γε τὸ μὴ οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι . καὶ ἐκεῖνος μὲν κατεψηφίσθη καὶ ἀποθνῄσκει :
5040544 ἀνηλεης
δυσπενθοῦς ὑπανεῖλε καὶ κρυφίως ὑφείλετο ἤγουν ἔκλεψεν , ὅτε ἡ ἀνηλεὴς γυνή , ἤγουν ἡ κλυταιμνήστρα , πόρευσε καὶ ἔπεμψε
πάθους τινὸς ἢ συμφορᾶς . Αἰσχύλος . ἀνοικτίρμων : ὁ ἀνηλεὴς καὶ ἀπαραίτητος . ἀτενὴς καὶ ἀτεράμων ἄνθρωπος : ταὐτὸν
5038042 Φιλοκλεων
κύων . οἰκέται δύο Σωσίας καὶ Ξανθίας : Βδελυκλέων : Φιλοκλέων : χορὸς γερόντων σφηκῶν : παῖδες : κύων :
. εἶτ ' ἐξήλλετο ] ἐπ ' αὐτοὺς ἀνέβαινεν . Φιλοκλέων : ἰδίως εἶπε τῇ φράσει τῷ ⌈ μὲν υἱῷ
5032110 βλασφημουμενος
ἑλεῖν οὐκ ἴσχυσαν . Ἀσδρούβας δὲ ὁ στρατηγὸς τῶν Καρχηδονίων βλασφημούμενος ὑπὸ τῶν ἰδίων διὰ τὸ μὴ πολεμεῖν , ἀναζεύξας
τὴν ἀρχὴν μηδεμίαν ἔχειν ἀξιόλογον ἀφορμὴν εἰς τὸν πόλεμον . βλασφημούμενος γὰρ ἐπὶ τῷ δοκεῖν τὸν πόλεμον αὔξειν ὑπελάμβανε τῇ
5016506 φθεγμ
κατάληψιν . ταῦτ ' ἄρ ' ἀκούσας ' αὐτῶν τὸ φθέγμ ' ἡ ψυχή μου πεπότηται καὶ λεπτολογεῖν ἤδη ζητεῖ
ἐγὼ γλώσσῃ θρασὺν ναύτας ἐφορμήσαντα χειμῶνος τὸ πλεῖν , ᾧ φθέγμ ' ἂν οὐκ ἀνηῦρες , ἡνίκ ' ἐν κακῷ
5014608 ἐμυκησατο
τὸν Δία κατήγαγεν ἐξ οὐρανοῦ . διὰ γυναῖκά ποτε Ζεὺς ἐμυκήσατο , διὰ γυναῖκά ποτε Σάτυρον ὠρχήσατο , καὶ χρυσὸν
: Μυκαλησσὸν δὲ ὁμολογοῦσιν ὀνομασθῆναι , διότι ἡ βοῦς ἐνταῦθα ἐμυκήσατο ἡ Κάδμον καὶ τὸν σὺν αὐτῷ στρατὸν ἄγουσα ἐς
5011862 ἐλεει
, καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει
γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη
5010074 ἐξημβλωκας
δὲ τὸ αἴτιον τοῦ ἐξαμβλοῦν τὰς γυναῖκας ἀμβλώθριον καλεῖται . ἐξήμβλωκας ] ἀτελῆ ἐποίησας . ἐξευρημένην ] ἐπινενοημένην . πρὸς
τοὺς νέους ἀποτίκτειν τὰ κυήματα ἐν τῇ ἑαυτῶν ψυχῇ . ἐξήμβλωκας ] ἡμιτελῆ ἐποίησας . τηλοῦ ] πόρρω : ἤγουν
4986602 πρασσει
θεῶν τε πνεῦμ ' ἔρως θ ' ὑμνῳδίας ὅστις δὲ πράσσει πολλὰ μὴ πράσσειν παρόν , μῶρος , παρὸν ζῆν
ἀπαιδεύτου ἔργον τὸ ἄλλοις ἐγκαλεῖν , ἐφ ' οἷς αὐτὸς πράσσει κακῶς : ἠργμένου παιδεύεσθαι τὸ ἑαυτῷ : πεπαιδευμένου τὸ
4986148 γεωργω
ἡ Πυθία ἔχρησε τιμᾶν ὡς ὑγιαστὴν τὸν θεόν . ἐγὼ γεωργῶ τὸν ἀγρόν , οὐχ ὅπως τρέφῃ αὐτός με ,
τοὺς οἰκέτας καὶ τὰ πρόβατα ἔλαβεν ἀντὶ τοῦ ἀπολαβεῖν . γεωργῶ δὲ πρὸς τῷ ἱπποδρόμῳ , ὥστε οὐ πόρρω ἔδει
4982131 σεβω
“ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω ” . ἄνεχε , πάρεχε : μετὰ λαμπάδων ἔρχεται
ἔνθα κερδανεῖ . ἐχθρὸς μὲν ἁνήρ , ἀλλὰ τὴν δίκην σέβω . ὀλόμαν ὀλόμαν ἀποχηρωθείς λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ
4981203 βακχᾳ
. θ ἔνθεος ] ὁ θεόληπτος καὶ κάτοχος . Ξ βακχᾷ ] ἐνθουσιᾷ , ὁρμᾷ . βακχᾷ ] ὁρμᾷ .
μετὰ θάρσους . Ξ ἔνθεος δ ' Ἄρην βακχᾷ : βακχᾷ δὲ καὶ ἐνθουσιᾷ καὶ ὁρμᾷ πρὸς τὸν πόλεμον ἔνθεος
4980948 ἀφθονητα
ὑγραῖς ἔτεγξα ] ἔβρεξα παγαῖς ] ῥεύμασι δακρύων ἀμέγαρτα ] ἀφθόνητα καὶ μεγάλα τάδε ] ἅπερ πάσχεις ἐστί ἰδίοις νόμοις
, οὕτω καὶ τὸ βλέπος . ἀμέγαρτα γάρ : Καὶ ἀφθόνητα κακά , ἃ οὐδεὶς ζηλώσει , δείκνυσιν ὁ Ζεὺς
4977243 ἐποιησατην
ὁμιλητὰ γενομένω Κριτίας τε καὶ Ἀλκιβιάδης πλεῖστα κακὰ τὴν πόλιν ἐποιησάτην . Κριτίας μὲν γὰρ τῶν ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ πάντων
Ἀριστόγειτον , ὅτι τὸν τύραννον κτανέτην ἰσονόμους τ ' Ἀθήνας ἐποιησάτην . Ἀδμήτου λόγον ὦ ἑταῖρε μαθὼν τοὺς ἀγαθοὺς φίλει
4971056 φλυαρεις
τρυφαίνειν ἀλλοτρίοις πόνοις δοκεῖ , συλλεξάμενον δ ' αὐτόν . φλυαρεῖς , Γοργία . οὐκ ἄξιον κρίνεις σεαυτὸν τοῦ γάμου
δεῖνα , Μοσχίων : ἐγὼ τότε μικρὸν ἔτι μεῖνον . φλυαρεῖς πρός με . μὰ τὸν Ἀσκληπιόν , οὐκ ἔγωγ
4964913 ματευων
ἔχειν τὸν χρησμόν : Μύσκελλε βραχύνωτε , παρὲκ θεὸν ἄλλα ματεύων οὔδ ' ἅλα θηρεύσεις : δῶρον δ ' ὅ
τὸν δὲ ἀντειπεῖν : Μύσκελλε βραχύνωτε , πάρεκ θεὸν ἄλλο ματεύων , κλάσματα θηρεύεις : δῶρον δ ' ὅ ,
4963487 λατομιας
αὐτοὺς δὲ καὶ τοὺς ἀπὸ Σικελίας φρουρεῖν ἐμβαλόντας εἰς τὰς λατομίας πλὴν τῶν στρατηγῶν , ἐκείνους δ ' ἀποκτεῖναι .
: ὁ δὲ , οἷον τί ὁ τύραννος . Εἰς λατομίας : Φιλόξενος ὁ θυραμβοποιὸς οὐκ ἀνεχόμενος τῶν Διονυσίου τοῦ
4954902 Οὐδεποτ
κατεσθίειν . Αὐτόματα πάντ ' ἀγαθὰ τῷδέ γε πορίζεται . Οὐδέποτ ' ἐγὼ Πόλεμον οἴκαδ ' ὑποδέξομαι , οὐδὲ παρ
' αὐθαίρετον . τί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ ; Οὐδέποτ ' ἀληθὲς οὐδὲν οὔθ ' υἱῷ πατήρ εἴωθ '
4954618 ἐληλυθας
τοῦ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν : σὺ δέ μοι ἐλήλυθας ἐξ ἐκείνου τοῦ καλοῦ καὶ χρησίμου ζῴου ἐς πίθηκον
πῶς τί ποτ ' ἐφλυάρησα τὰ ἐπελθόντα μοι ; φθονῶν ἐλήλυθας , τεταπεινωμένος , ὅτι σοι ἐξ οἴκου φέρεται οὐδέν
4951860 ὑποπλεως
: Κρατερὸν γὰρ αὐτῆς τὸ ἄφρον . Ἀλογίστου γὰρ ὁρμῆς ὑπόπλεως δρομὰς ὣς ἐπὶ πᾶσαν ἀδικίαν ᾤετο . Παθῶν οὖν
κατὰ τὴν Ἀθηνᾶν ἡμῖν παραδέδωκεν . Ἐπειδὴ γὰρ ὁ Ἀχιλλεὺς ὑπόπλεως ὀργῆς γενόμενος ὥρμησεν ἐπὶ τὸν σίδηρον , ἐπισκοτουμένου τοῦ
4946796 γνωσομαι
] ἐὰν δυνατόν μοι ποιῆσαι ὃ ζητεῖς . εἴσομαι ] γνώσομαι . εἴσομαι ] γνωρίσω . εἴσομαι ] εἰ κοῦφον
κατάλυσις ἥδε καθάπερ σχημάτων . Πῶς ἆρα τοὺς Μελανθίους τῷ γνώσομαι ; οὓς ἂν μάλιστα λευκοπρώκτους εἰσίδῃς . Τί δὴ
4941756 κεχαρισμενοις
δύνανται χαρίζονται . καὶ τὸ ἔτι κάλλιον , οὐδὲ μετεμέλησε κεχαρισμένοις , ὡς δὴ τὰ δίκαια πρὸς αὐτὴν οὕτω πεποιηκόσιν
οὖν δὴ καὶ ὑμεῖς ὑπερίδητε τοῦ ξενίζειν ἐπιχειροῦντος οὐ λίαν κεχαρισμένοις ξενίοις οὐδὲ γοητεύειν δυναμένοις τὰς ἀκοάς , οἵων θαμὰ
4941395 ᾐδεσθη
οὐδεὶς ἔσθ ' ὅστις οὐ τῶν πρὸ τοῦδε ἀρξάντων εἰσελθόντας ᾐδέσθη . τὰ δὲ δὴ νῦν ταῦτα πηγάς , ὦ
ποιῆσαι ταῖς κατὰ τὴν ἑρμηνείαν θεωρίαις : ἐπεὶ μηδὲ Δημοσθένης ᾐδέσθη πολλάκις ἑνὶ χρησάμενος ἐπιχειρήματι καὶ ποτὲ μὲν αὐτὸ τρέψας
4941388 μετεβληθη
ἀπὸ τούτου δὲ καὶ τῇ μεγίστῃ τῶν ἐν Βιθυνίᾳ πόλεων μετεβλήθη τὸ ὄνομα , Ἀστακῷ τὰ πρὸ τούτου καλουμένῃ :
ἐπειδὴ ὑπὸ Διὸς ἐρασθεῖσα Ἰὼ εἰς βοῦν ὑπ ' αὐτοῦ μετεβλήθη ἵνα λάθῃ τὴν Ἥραν , γνοῦσα αὕτη φύλακα ταύτῃ
4939054 ἀποθνησκεις
. Σὺ οὖν , ἔφη τις , διὰ τί οὐκ ἀποθνήσκεις ; Ὅτι , ἔφη , οὐδὲν διαφέρει . Πρὸς
, ” τί οὖν , “ ἔφη , ” οὐκ ἀποθνήσκεις ; “ ὀνειδιζόμενός ποτε ὡς οὐκ εἴη ἐκ δύο
4937633 προεληλυθε
ἐχρήσατο καὶ τὸ τῆς τύχης αὐτῷ δυνατώτερον ἐκ τοῦ προτέρου προελήλυθε γένους . Καὶ προσλαβὼν ἄμφω , γένους ἰσχὺν καὶ
γάρ ἐστιν ὅ ἐστι : καὶ γὰρ καθ ' ἑκάτερον προελήλυθε : καὶ μέντοι καὶ ἀπὸ τοῦ αἰτίου κατὰ τὸ
4934085 δουλωσομενος
αὐτὴν αὖθις ὁ βάρβαρος τῷ μεγάλῳ στόλῳ ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα δουλωσόμενος ἦλθεν . καὶ μεγάλου κινδύνου ἐπικρεμασθέντος οἵ τε Λακεδαιμόνιοι
καὶ μισοπέρσην εἶναι , ὅτι καὶ ὁ πάλαι ἐξεστράτευσεν ὡς δουλωσόμενος τὴν Ἑλλάδα καὶ ὁ νῦν συμμαχεῖ μὲν τούτοις μεθ
4932453 ξυννομον
. καλεῖ ] προσκαλεῖται . Ξ ξύννομον ] κοινωνόν . ξύννομον ] συμμεριστήν . Ξ ξύννομον ] σύντροφον . Ξ
καὶ ἀρίστης ἀφικνεῖται εἶδος ἕξεως , ὅτε καὶ εἰς τὸ ξύννομον ἄστρον ἀνάγεται ὑγιὴς καὶ ὁλόκληρος γενόμενος : ὑγιὴς μὲν
4928017 σφαλλομενος
►ὁ ἄδικος τὰ ἀδύνατα καὶ τὰ δυνατὰ διαισθανόμενος ἱκανὸς ἐπανορθοῦσθαι σφαλλόμενος λανθάνων ἐν τῷ ἀδικεῖν λέγειν ἱκανὸς πρὸς τὸ πείθειν
λάθω προσιὼν παρὰ δύναμιν τοῖς κοινοῖς πταίων περὶ αὐτὰ καὶ σφαλλόμενος : οὐδὲ γὰρ εἰ ἐν χορῷ ξυνᾴδειν ὑφ '
4926884 ἀγαιεται
εἰς τὸ ἔσχατον τοῦ γήρως . καθαπτόμενος : ἐπιπλήσσων . ἀγαίεται : μέμφεται ἢ χολοῦται , ὀργίζεται : τίθεται ἡ
ἀφελέσθαι καὶ τὸ ἀφαιρεῖσθαι ἐπιλαθέσθαι ποθεῖν . . . . ἀγαίεται : βασκαίνει , ὀργίζεται , χολοῦται : τῷ δ
4917752 ἐτολμησας
Θεμιστοκλέους - ⌋ βίου ἐπιλαμβάνεσθαι ⌊ - ⌋ ⌊ ⌋ ἐτόλμησας ⌊ σκέψαι ⌋ ⌊ ὦ Σώκρατες , τὰ ⌋
ἐπεθύμεις , ἀλλὰ τοῦ δοκεῖν ἐπιθυμεῖν τῶν λόγων . οὔκουν ἐτόλμησας οἰκέτην τῇδε καταλιπεῖν ἡμέραν μίαν . ἀλλ ' ἐγὼ
4917531 εἰσερχομαι
δρόμημα τῆς Σελήνης ἐστὶ μοιρῶν ιβʹ ∠ ʹ ιεʹ . εἰσέρχομαι εἰς τὸ σελίδιον τῆς τρίτης ὥρας , ἔνθα παράκειται
, φράσον πρώτιστα ταῖς ὀρχηστρίσιν ταῖς ἔνδον οὔσαις αὐτὸς ὅτι εἰσέρχομαι . Ὁ παῖς , ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων
4916878 δυστυχες
, τέκνοις ὄνειδος οὕνεχ ' ἡδονῆς λιπεῖν ] : τὸ δυστυχὲς γὰρ ηὑγένει ' ἀμύνεται τῆς δυσγενείας μᾶλλον : ἡμεῖς
ἀθλιώτεροι τῆς φαυλότητος καὶ γὰρ ἐν κοινῷ ψέγειν ἅπασι κεῖσθαι δυστυχὲς κοὐκ εὐτυχές . ἔα ἔα : ὁρῶ γ '
4909438 Χαλεπη
ἀκρατής : ἴσον δέ γ ' εἰσὶν ἀμφότεροι κακοί . Χαλεπή , λέγω σοι , καὶ προσάντης , ὦ τέκνον
Νέμει ] Κέκτηται . Μαλθακόφωνοι ] Ἡδύφωνοι . Προσάντης ] Χαλεπή . Ὑπέστειλεν ἱστίον ] Ὑπεχάλασεν , ὅπερ εἰώθασι ποιεῖν
4908025 ἑσταθι
ὀλίγον . Φωσφόρος , ὦ σώτειρ ' , ἐπὶ Πόλλιδος ἕσταθι κλήρων , Ἄρτεμι , καὶ χαρίεν φῶς ἑὸν ἀνδρὶ
τοῦ θεοῦ ταύτην λαβεῖν καὶ περίθετον πρόσωπον , ὃ λαβὼν ἕσταθι . πάντα ἔχουσα τὰ τοιαῦτα ἐν ἑαυτῇ . τῆς
4906072 ὑβριζων
ὁ σὸς οὐ πρῶτος οὐδὲ μόνος , οὐδ ' αὑτὸν ὑβρίζων οὐδ ' ὑμᾶς τοὺς υἱεῖς , ἀλλὰ μόνην ὁρῶν
ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος ἐνέπαιζε , στρατιωτικὴν ὕβριν ὑβρίζων εἰδεχθῆ καὶ τῷ τρόπῳ σκαιὸν ἐχθρόν . ἆρά γε
4901334 τολμησον
: καὶ νῦν πημάτων ἅδην ἔχω . τὰ δυνατά νυν τόλμησον , ἄνδρα σὸν κτανεῖν . αἰδούμεθ ' εὐνὰς τὰς
Ἴθ ' , ἡμέρας τοι μόχθος οὐχ ὅλης μιᾶς , τόλμησον , ἐμβαλοῦ μ ' ὅπῃ θέλεις ἄγων , εἰς
4901320 πλουτουσαν
ἐν μέσῳ . οὔτε γὰρ οἴκτῳ τῶν δεομένων ἠδίκησας τὴν πλουτοῦσαν μερίδα οὔτε χάριτι τῶν εὐπορούντων τοὺς ἐν ἐνδείᾳ προήχθης
ὁ μετριώτατον λαβών . ὅστις γυναῖκ ' ἐπίκληρον ἐπιθυμεῖ λαβεῖν πλουτοῦσαν , ἤτοι μῆνιν ἐκτίνει θεῶν ἢ βούλετ ' ἀτυχεῖν
4895028 στομαργος
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα
4893297 ἐβλασφημει
δέχεσθαι . ὁ δὲ δῆμος καὶ τόνδε ὑπὸ ὀργῆς μανιώδους ἐβλασφήμει καὶ πᾶσιν ἠπείλει , μέχρι τῶν γνωρίμων τοὺς μὲν
καταβιάζοιτο . οὐδέν τε ἐπικρύπτων ἔτι ἀφειδῶς ἐς τὸν Πομπήιον ἐβλασφήμει ὡς τυραννίδος ἐφιέμενον καί , εἰ μὴ νῦν σὺν
4892945 εὐθαρσης
ἔν γε μὴν ταῖς εὐπραξίαις σωφρονεῖν ἐπιστάμενος ἐν τοῖς δεινοῖς εὐθαρσὴς ἐδύνατο εἶναι . καὶ τὸ εὔχαρι οὐ σκώμμασιν ἀλλὰ
καὶ ἀτρεής καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀτρεκής , ὁ γὰρ εὐθαρσὴς καὶ εὔτολμος τὴν ἀλήθειαν λέγει , ὁ δεδοικὼς δὲ
4892804 Καϊν
τῷ λαμβάνοντι . Ὁ μὲν οὖν φίλαυτος διανομεὺς οἷος ὁ Κάϊν , ὁ δὲ φιλόθεος δωρητικὸς οἷος ὁ Ἄβελ .
, ὑμεῖς ἀθέσμους εἰς ὕβρεις ὁμοσπόρων τὰς μισαδέλφους ὁπλίσαντες ὠλένας Κάϊν μολῦναι φοινίῳ πρῶτον λύθρῳ ἐπείσατον γῆν , καὶ τὸν
4892563 ἐσωσατε
ἐν Μαντινείᾳ : ἐπολεμήσατε Ἐρετριεῦσι καὶ Θεμίσωνι , καὶ πάλιν ἐσώσατε . Καὶ μυρίοις ἄλλοις τῶν Ἑλλήνων οὕτω κέχρησθε :
μὲν οὖν ἔνδοξα ἐν ἐκείνῳ τῷ παραδείγματι , οἷον ὑμεῖς ἐσώσατε Λακεδαιμονίους καὶ οὐκ ἐμνησικακήσατε , ἀλλ ' ἐβοηθήσατε :
4883886 καταχρωμενος
τὸ σχῆμα , τρίγωνον δ ' οὐδοπωσοῦν , πλὴν εἰ καταχρώμενος . βέλτιον δ ' ὁμολογεῖν , ὅτι τῶν ἀγεωμετρήτων
εἴη , εἰ κυρίως τὴν βούλησιν ὑπολαμβάνοι , ἀλλὰ μὴ καταχρώμενος ἄν τις λέγοι , ἐπειδὴ καὶ ταῦτα παρεῖναι ἀξιοῦμεν
4881831 χλευασαι
ἄκρως . διασιλλοῦν καὶ διασιλλῶσαι : σημαίνει τὸ διασῦραι καὶ χλευάσαι . σίλλοι γὰρ ᾄσματα χλευαστικά . δημοφανὲς πρᾶγμα :
ἰδίαν ἐπιστήμην ἀποφῆναι περιβόητον , ὡς ἐπὶ τῷ διασῦραι καὶ χλευάσαι τὰ γινόμενα ; καὶ γὰρ τὰς βακτηρίας εἰς δρακόντων
4881794 Καλω
ξὺν ἀσφαδάστῳ καὶ ταχεῖ πηδήματι πλευρὰν διαρρήξαντα τῷδε φασγάνῳ . Καλῶ δ ' ἀρωγοὺς τὰς ἀεί τε παρθένους ἀεί θ
Ἴθι δὴ καὶ τόδε ἐπισκεψώμεθα . καλεῖς τι μεμαθηκέναι ; Καλῶ . Τί δέ ; πεπιστευκέναι ; Ἔγωγε . Πότερον
4880920 φοιτων
ὃν ἐς τὴν θυσίαν ἑτοιμάσαντες φυλάσσουσιν , ἅπτεται τῶν σπερμάτων φοιτῶν ἐπὶ τὸν βωμόν . καλοῦσι δέ τινα τῶν ἱερέων
ἐπέγραψεν τῷ πίνακι : οἷος δ ' ἐννύχιος φαντάζετο πολλάκι φοιτῶν Παρρασίῳ δι ' ὕπνου , τοῖος ὅδ ' ἐστὶν
4879628 ἀνεθρεψεν
ἡ δὲ γνοῦσα τοῦ υἱωνοῦ αὐτῆς τὸ παιδίον ἐκόμισε καὶ ἀνέθρεψεν . ἁλούσης δὲ τῆς Τροίας ἀναγνωρισθεῖσα τῷ Ἀκάμαντι ἀπῇρε
αἰῶνα πολύθρηνον καὶ μέλεον αἷμα ἀνατλᾶσα . ἔθρεψεν ] ἤγουν ἀνέθρεψεν αὐτὸν τὸν Ἀλέξανδρον τις ἐκτεθέντα . σαίνων ] τὸ
4878160 πεπλανημενην
μὲν τὴν ἀπλανῆ ταὐτοῦ κατὰ δεξιά , ἡ δὲ τὴν πεπλανημένην θατέρου κατ ' εὐώνυμα . ἡ μὲν οὖν ἐξωτάτω
, ἀνάρμοστον , δυσφύλακτον , δυσπρόσιτον δυσπλήρωτον , δυσοίκητον , πεπλανημένην , διερριμμένην , διεσπασμένην , ἐγγενοῦς δήμου ἐνδεᾶ ,
4876984 ἐκεχηνει
κατὰ μέσην τοῦ θηρίου τὴν κεφαλήν : ὁ δὲ ἐλέφας ἐκεχήνει καὶ περιήσθμαινε τὸν ἄνθρωπον ἐγκείμενον . ἀμφότερα οὖν ἐθαύμαζον
καὶ οἵδε ἀπέλθωσιν , εἰπών , ὧν εἰς τὰς οὐσίας ἐκεχήνει . Τοιοῦτον ἄν τι πάθοι καὶ στρατηγὸς τύχῃ μὲν
4875761 Νεμεσιν
μένουσιν . ἐγέννησε δὲ καὶ τὴν Νέμεσιν . ἡμεῖς μὲν Νέμεσιν λέγομεν τὴν ἐπὶ ἀλόγῳ τινὶ συμβαίνουσαν μέμψιν , οὗτος
ἱδρύσατο δὲ αὐτὴν Ἐρεχθεὺς μητέρα ἑαυτοῦ οὖσαν , ὀνομαζομένην δὲ Νέμεσιν καὶ βασιλεύσασαν ἐν τῷ τόπῳ . τὸ δὲ ἄγαλμα
4873176 Διαγορα
ἐν Πυθοῖ : αἰνέσω δὲ καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ [ Διαγόρα ] τὸν Δαμάγητον , τὸν ἀρέσκοντα τῇ δίκῃ ,
γράφει : καθ ' ὃν χρόνον ἐπεδήμησας ἐν Σάμῳ , Διαγόρα , πολλάκις οἶδά σε παραγινόμενον εἰς τοὺς παρ '
4872281 φροντιστηριον
μὴ πειθομένου δὲ τοῦ υἱοῦ αὐτὸς ἀφικνεῖται πρὸς τὸ σωκρατικὸν φροντιστήριον . καὶ πολλὰ μὲν ὑπὸ γήρως δῆθεν καὶ ἀγροικίας
θεωρία καὶ τὸ ἐξετάζειν περί τινων ἀπόρων , ὅθεν καὶ φροντιστήριον ἡ σχολὴ τῶν φιλοσόφων . ἐξήμβλωκας ] ἐξέβαλες .
4870812 μικροπρεπης
καὶ τοῦ Πηλέως οὕτως ἀκόλαστος ἦν περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ μικροπρεπὴς ὥστε ἀπελθούσης τῆς Βρισηίδος παρ ' αὐτοῦ καὶ χρόνον
καὶ βάναυσος καλεῖται . ὁ δὲ ἐλλείπων , ὃς καὶ μικροπρεπὴς καλεῖται , περὶ πάντα ἐλλειπής ἐστιν . ἀναλίσκων γὰρ
4868845 ζητουντι
ζητοῦντι εὔπορα καὶ ῥᾴδια τὰ μαθήματα πρὸς εὕρεσιν , μὴ ζητοῦντι δὲ ἄπορα καὶ σπάνια , διότι ἔνεστί πως ἐν
Λυσίου λόγου . Ἀτὰρ Λυσίας ἦν Ἀκόλουθον ῥήτορι καὶ κάλλος ζητοῦντι φαινόμενον ἐν ἄστει ὄχλου πλήθοντος διάγειν . Ὡς γοῦν
4868502 μανιωδης
εὑρεθέντων σιτίων ἀνεχώρησαν τῷ στρατῷ : σὺν παντὶ δηλονότι . μανιώδης . . . : σημείωσαι μανιώδης ὑπόσχεσις ʃ ἀντὶ
αὐτούς . καὶ ἀπὸ τοῦδε ἦν οἶστρος ἄλογός τε καὶ μανιώδης , οἷον ἐν τοῖς βακχείοις πάθεσί φασι τὰς μαινάδας
4865650 νικησων
θεοῦ ἐπιβουλὴ τὰ τῆς νίκης ἀναβάλλεται . τίς οὖν ὁ νικήσων θεόν ; καὶ ποῖος ἄνθρωπος ἐκφύγῃ τὴν ἐπιβουλὴν τὴν
νῦν γεγονότων . ἥκω δὲ οὐ λῃστεύσων ἔγωγε , ἀλλὰ νικήσων οὐδὲ χρηματιούμενος πρὸ τῆς νίκης , ἀλλὰ τοὺς ἐχθροὺς
4865600 συννομους
ἐν οἵᾳ δὴ καὶ τὰς ἀρετὰς οἱ γραφεῖς τὰς φιλοσοφίᾳ συννόμους δεικνύντες γράφουσι , πλόκαμοί τε οὔτε ἄφετοι μεθίενται πλανᾶσθαι
τίς λέγοι καὶ γυναικῶν φρεσὶν τλημόνων παντόλμους ἔρωτας , ἄταισι συννόμους βροτῶν ; συζύγους δ ' ὁμαυλίας θηλυκρατὴς ἀπέρωτος ἔρως
4859193 ἐκβαλλουσα
τοὺς πεπηγότας τῇ φύσει πρὸς τὰ ἔκγονα τῆς φιλογονίας ὅρους ἐκβάλλουσα καὶ παιδικῶν λόγων μετὰ τὴν ἄνομον σφαγὴν ἅπτεται .
, ὁ δὲ ἔξω προϊοῦσαν αὐτὴν ὑποτίθεται : τὴν Φαίδραν ἐκβάλλουσα : τὸ συνηγμένον καὶ σκυθρωπόν : τί ποτ '
4858677 σφοδρυνῃ
ὡς νεοζυγὴς πῶλος βιάζῃ καὶ πρὸς ἡνίας μάχῃ . ἀτὰρ σφοδρύνῃ γ ' ἀσθενεῖ σοφίσματι . αὐθαδία γὰρ τῷ φρονοῦντι
ἡνίας ] ἤγουν τὴν ἰσχὺν τοῦ Διός ἀτὰρ ] δὲ σφοδρύνῃ ] θρασύνῃ , κομπάζεις ἀσθενεῖ ] ἀδυνάτῳ σοφίσματι ]
4853470 Μεντορι
δ ' ἐπ ' ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη , Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν . τὴν μὲν
ἔργα γένοντο : οὐ γὰρ ἐμοὶ πείθεσθ ' , οὐ Μέντορι ποιμένι λαῶν , ὑμετέρους παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων , οἳ
4852376 ἀγανακτεις
μοι λέγεις , ὦ Φιλοσοφία , τίνα ἠδίκησαι , ἀλλὰ ἀγανακτεῖς μόνον . Καὶ μὴν ἄκουε , ὦ Ζεῦ ,
ὑπέργηρων ἐρέσθαι βούλομαι . τί δακρύεις τηλικοῦτος ἀποθανών ; τί ἀγανακτεῖς , ὦ βέλτιστε , καὶ ταῦτα γέρων ἀφιγμένος ;
4851348 ἀπαντατω
αἰδῶ σκέπων , τῇ δεξιᾷ δὲ αὐτὸς ἑαυτὸν ἄγχων . ἀπαντάτω δ ' ἐξιόντι ἡ Μετάνοια δακρύουσα εἰς οὐδὲν ὄφελος
θέλῃ μαρτυρεῖν , προκαλεῖσθαι τὸν δεόμενον , ὁ δὲ κληθεὶς ἀπαντάτω πρὸς τὴν δίκην , καὶ ἐὰν μὲν εἰδῇ καὶ
4850449 Σκυθα
[ πρὸς Σκύθην παρόντα ] , Δεῖπνόν τοι , ὦ Σκύθα . Ὁ δὲ ἐβδελύξατο πρῶτον : αὖθις δὲ πολυπραγμονήσας
τοῦ η εἰς α ” ὦ Πέρσα „ „ ὦ Σκύθα ” . λέγεται δὲ καὶ Περσίς ἡ χώρα καὶ
4849853 ἐασετε
. . . προστρόπαιον : Αἰσχίνης Περὶ τῆς πρεσβείας : ἐάσετε οὖν αὐτὸν τὸ τοιοῦτον προστρόπαιον , ἀντὶ τοῦ ἄγος
μεθ ' ὑμῶν καὶ μετὰ τῶν ὑμετέρων οἰκείων καὶ συγγενῶν ἐάσετε πολιτεύεσθαι ; καὶ Δημάδῃ μὲν καὶ Δημοσθένει οὐδεμίαν ᾤεσθε
4841928 Φιλον
Ναί . Φίλον δὲ ἢ οὐ φίλον ἡ ὑγίεια ; Φίλον . Ἡ δὲ νόσος ἐχθρόν . Πάνυ γε .
ὅταν ἴδῃ διψῶντα τὸν στρατιώτην τῆς μάχης . . . Φίλον γὰρ οἶμαι ἑκάστῳ τὸ ἐπιχώριον , κἂν Αἰγύπτιος ἥκῃ
4838589 ἑλξω
λογισμόν : „ ἴσως τὴν ἀπειλὴν πρὸς ἑτέρους οὖσαν αὐτὸς ἕλξω περιεργίας ὁμοῦ καὶ προπετείας καὶ θράσους ὑπόληψιν ἐξενεγκάμενος .
, φησὶ , πρὸς κέντρα οὐ λακτίζω , ἀλλὰ εἴξας ἕλξω τὸν ζυγὸν , ὅ ἐστι τὸ ἔργον τοῦ βίου
4831632 ἀγωνιζεται
δικάζοις , ὁπότερος ἡμῶν φιλοσοφεῖ μᾶλλον : οὐκοῦν ὁ μὲν ἀγωνίζεται μὴ τἀληθῆ περὶ ἐμοῦ λέγειν , ἐγὼ δ '
προσήκοντα πράγματα τοῖς προσώποις ἀποδιδῶμεν . οἷον περὶ κάλλους τις ἀγωνίζεται : ταὼς οὗτος ὑποκείσθω . δεῖ τινι σοφόν τι
4829614 ἐλεημων
ἐλεήμων : δέον εἰπεῖν “ ἥττων ” φησὶν Γ “ ἐλεήμων ” . Γ ὡς . . . ἀεὶ ]
τήνδ ' , ἵνα σπένδειν ἔχῃς . Οἴμ ' ὡς ἐλεήμων εἴμ ' ἀεὶ τῶν χρυσίδων . Ὑμέτερον ἐντεῦθεν ἔργον
4828023 μαντευσομενος
γεται , ὅταν μὴ βουλομένου τινὸς , περὶ ὅτου ἥκει μαντευσόμενος , ἀπαυτοματίσῃ . τοιοῦτον οὖν ἐστι καὶ τὸ αὐτομάτῳ
Νῖσον καὶ Λύκον τοὺς ἀδελφοὺς ἔρχεται εἰς Πυθὼ περὶ παιδοποιίας μαντευσόμενος καὶ ἐδόθη τούτῳ χρησμὸς ἀσκοῦ τὸν προὔχοντα ποδάονα ,
4819453 καλλωπιζομενον
εἰς τὴν ἀκρόπολιν : ἀλλὰ λέγομεν ὅτι πολὺ διαφέρει τὸ καλλωπιζόμενον τοῦ κατορύττοντος . τὸ μὲν γὰρ εἰς πρόσωπον λαμβάνεται
ἔτι πρόσκαιρος ἡ πρᾶξις τῷ μειρακίῳ , ἀλλὰ τὸ συνεχῶς καλλωπιζόμενον ὁρίζει , καὶ ὥσπερ βίον τὸ τοιοῦτο ποιησάμενον :
4816611 ἐοικ
εἰσὶ γὰρ Φαληρικοί . ἄλλοι δ ' ἐπώλουν , ὡς ἔοικ ' , Ὀτρυνικούς . μὴ μεστὰς ἀεὶ ἕλκωμεν ,
[ δ ' ] οὐθέν [ ] , ὥστ ' ἔοικ [ ] ? ' ἐ - [ πάγειν ]
4814642 ἀγνοων
. περὶ γὰρ σοῦ φροντίζων διετέλει καὶ τῶν ἡμετέρων οὐδὲν ἀγνοῶν . εἰ δὲ δεῖ σε καὶ παρ ' ἡμῶν
οὖν μὴ γιγνώσκοντες κτλ . συλλογισμοῦ δεικνύντος ὅτι ὁ ἑαυτὸν ἀγνοῶν οὔκ ἐστι πολιτικός , πρότασις ἡ λέγουσα ὅτι ὁ
4814165 ἀναναγκαστον
Χρῆσις φαντασιῶν . ταύτην ἔδειξέν μοι ὅτι ἀκώλυτον ἔχω , ἀνανάγκαστον : οὐδεὶς ἐμποδίσαι δύναται , οὐδεὶς βιάσασθαι ἄλλως χρήσασθαι
βέβαιον εἶναι δεῖ καὶ ἡ μὲν προαίρεσις ἐλεύθερον φύσει καὶ ἀνανάγκαστον , τὰ δ ' ἄλλα κωλυτά , ἀναγκαστά ,

Back