„ σπείρω δ ' ἄρουραν δώδεχ ' ἡμερῶν ὁδόν , Βερέκυντα ” χῶρον , ἔνθ ' Ἀδραστείας ἕδος Ἴδη τε
: σπείρω δ ' ἄρουραν δώδεχ ' ἡμερῶν ὁδόν , Βερέκυντα χῶρον . . . , οὗτος εἰ μὴ μόνον
8160831 δωδεχ
κάμπτων με καὶ στρέφων ὅλην διέφθορεν , ἐν πέντε χορδαῖς δώδεχ ' ἁρμονίας ἔχων . ἀλλ ' οὖν ἔμοι γε
” καὶ ὁ Τάνταλος λέγει „ σπείρω δ ' ἄρουραν δώδεχ ' ἡμερῶν ὁδόν , Βερέκυντα ” χῶρον , ἔνθ
6441035 ἀρουραν
, τουτέστιν ἐπιμελείας καὶ σπουδῆς ἀξιῶν . Ὀρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν : προείρηται , ὅτι αὐτὸς μὲν Θηβαῖος , ὁ
ὁ ἔρως ξυναγαγόντες οἷον ἀπὸ δένδρων καρπὸν καταδρέψαντες ὡς εἰς ἄρουραν τὴν μήτραν ἀόρατα ὑπὸ σμικρότητος καὶ ἀδιάπλαστα ζῷα κατασπείραντες
6388838 ἐϋκτιμενην
[ ] κολοκυνθαρυταινα ? ! [ [ ] ! θιν ἐϋκτιμένην [ ] ! ας τὸ ζεῦγμα παρελ ? !
κατένευσεν . εἰ δ ' ἄγε τοι καὶ δένδρε ' ἐϋκτιμένην κατ ' ἀλῳὴν εἴπω , ἅ μοί ποτ '
6314753 λιμναν
/ βασιλέα καὶ ? ? ? τὰν ? ? ? λίμναν ? ? ? ἐπὶ / τοῦ πεδίου ! !
καὶ γλαυκᾶς θαλλὸν ἱερὸν ἐλαίας , Λατοῦς ὠδῖνι φίλον , λίμναν θ ' εἱλίσσουσαν ὕδωρ κύκλιον , ἔνθα κύκνος μελωιδὸς
6289559 περασας
Θρήκης ἔκ ποτ ' ὁ ἐκ * τῆς Θράκης * περάσας ποτὲ εἰς τὴν ἐπακτίαν καὶ αὐξανομένην χέρσον . λέγει
λοιπαῖς ἁπάσαις μάχαις ἀπέθανον Περσῶν δώδεκα μυριάδες . Ξέρξης δὲ περάσας εἰς τὴν Ἀσίαν , καὶ ἀπελαύνων εἰς Σάρδεις ,
6284096 ὁστ
Ὁμήρου , γένος δ ' ἦν ἐκ ποταμοῖο Ἀλφειοῦ , ὅστ ' εὐρὺ ῥέει Πυλίων διὰ γαίης , καὶ ἐμὲ
Δηλιάσιν καρποφόροις γυάλοις ἔτικτε , χρυσοκόμαν ἐν κιθάραι σοφόν , ὅστ ' ἐπὶ τόξων εὐστοχίαι γάνυται : φέρε δ '
6244190 λιπων
μὲν Θράσων ' , ἀπεκτάγκασι δ ' οὔ . Ἥκει λιπὼν Αἰγαῖον ἁλμυρὸν βάθος Θεόφιλος ἡμῖν , ὦ Στράτων .
. Ἤλυθε δ ' Εὐρυτίων Ἴρου παῖς Ἀκτορίωνος τρηχείην Ὀπόεντα λιπὼν , σὺν δ ' ἤλυθεν Ἴδας Λυγκεύς θ '
6202515 ἀγκεχυται
, πυκνοῖσι καλυπτόμενος νεφέεσσιν . πόντος μὲν πρώτιστος Ἰβηρικὸς ἀρχομένοισιν ἀγκέχυται , ὅσπερ τε καὶ Εὐρώπης πέλει ἀρχὴ καὶ Λιβύης
, ἂμ πεδίον Λειμώνιον : ἔνθ ' ἔτι νῦν περ ἀγκέχυται τόδε σῆμα καὶ ὀψιγόνοισιν ἰδέσθαι . οὐδὲ μὲν οὐδ
6201789 βαθυδινην
πείρατα γαίης ἀθάνατοι ⌋ πέμψουσιν . * παρ ' Ὠκεανὸν βαθυδίνην : ἔνθα κατοικοῦσιν : αὐτοῖς δὲ μελιηδέα καρπὸν τρὶς
τέκε δινήεντας , Νεῖλόν τ ' Ἀλφειόν τε καὶ Ἠριδανὸν βαθυδίνην , Στρυμόνα Μαίανδρόν τε καὶ Ἴστρον καλλιρέεθρον Φᾶσίν τε
6198879 κοραν
μάκαρ , τὶν δ ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα : δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκάν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων
γέρας ἱερὸν προφέρων . Τάν τ ' ἐν ὄρεσι δρυογόνοισιν κόραν ἀείσατ ' Ἄρτεμιν ἀγροτέραν . Ἕπομαι κλῄζουσα σεμνὰν γόνον
6190027 τοθι
? ? ἀφίκοντο θεῶν ] ? περικαλλέα [ νᾶσον ] τόθι ] Ἑσπερίδες παγχρύσεα [ ] ? δώματ ] ?
ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο , κεύθετ ' ἐνὶ σπήλυγγι , τόθι σκέπας ἄρκιον εὕρῃ , καὶ βόσιος χατέουσα πόδας χεῖράς
6173786 ἐραννην
. ἀλλ ' ὅτε δὴ ἄρ ' ἔμελλε πόλιν δύσεσθαι ἐραννήν , ἔνθα οἱ ἀντεβόλησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη παρθενικῇ εἰκυῖα
τὸν ἀοίδιμον μελιστήν . φιάλην πρόπινε παισίν , φιάλην λόγων ἐραννήν : ἀπὸ νέκταρος ποτοῖο παραμύθιον λαβόντες φλογερὸν φυγόντες ἄστρον
6173387 Ποσειδαωνι
τρυφὴν καὶ ὑπερηφανίαν ἐπιλαθόμενος αὑτοῦ : Μνᾶμ ' ἀρετᾶς ἀνέθηκε Ποσειδάωνι ἄνακτι Παυσανίας , ἄρχων Ἑλλάδος εὐρυχόρου , πόντου ἐπ
τότε δὴ γαίῃ πήξας εὐῆρες ἐρετμόν , ἕρξας ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι , ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα
6166164 Χαρυβδιν
αἰτίας καὶ τί δὴ παθὼν τὸ τρίτον αὖθις περὶ τὴν Χάρυβδιν ἐπραγματεύσατο , περὶ ἣν Ὀδυσσεὺς οὐ πλέον ἢ δὶς
εἰς τὸ μεταξὺ χάσμα Ἀπαμείας καὶ Ἀντιοχείας , ὃ καλοῦσι Χάρυβδιν , ἀνατέλλει πάλιν ἐν τετταράκοντα σταδίοις : τὰ δὲ
6148347 Αὐσονιτιν
οὗ τὰ πάντα χύτλα καὶ πᾶσαι μυχῶν πηγαὶ κατ ' Αὐσονῖτιν ἕλκονται χθόνα , λιπὼν δὲ Ληθαιῶνος ὑψηλὸν κλέτας λίμνην
, ἔνθα Τυφῶνος δάμαρ κευθμῶνος αἰνόλεκτρον ἐνδαύει μυχόν , Ἄγυλλαν Αὐσονῖτιν εἰσεκώμασαν , δεινὴν Λιγυστίνοισι τοῖς τ ' ἀφ '
6144974 ἑκατομβην
' ἄν . ὅστις στρατηγεῖ μὴ στρατιώτης γενόμενος , οὗτος ἑκατόμβην ἐξάγει τοῖς πολεμίοις . εἰρήνη γεωργὸν κἀν πέτραις τρέφει
κέρχνων τε χύτραν , βολβῶν τε σιρὸν δωδεκάπηχυν καὶ πουλυπόδων ἑκατόμβην . ταῦτα μὲν οὕτως φασὶ ποιῆσαι Κότυν ἐν Θρᾴκῃ
6123927 χθονιαν
κυκλώπων ἕδος τραπεζίτην Πάριν φοινικελίκτην καὶ λόγων ἀλαζόνα χαλκόδοντας στόλους χθονίαν λώβαν χθονίους Ἰναχίδας . . χρωματισθεὶς εὐθὺς ἐξ εὐνῆς
ὕμνον προσυμνήσω , ὦ Σελήνη , καὶ τῇ Ἑκάτῃ . χθονίαν δὲ τὴν Ἑκάτην φησί , παρόσον Περσεφόνης τροφός ,
6068359 στησας
μὲν διὰ τὸ μέτρον , ὡς τοῦτο : χρυσοῦ δὲ στήσας Ὀδυσεὺς δέκα πάντα τάλαντα : τὸ γὰρ πάντα μηδὲν
γίγνεται βασιλεὺς οὗτος Λαπιθέων καὶ τοῖς Κενταύροις πολεμέεσκε . ἔπειτα στήσας ἀκόντιον ἐν ἀγορῆι θεὸν ἐκέλευεν ἀριθμεῖν . θεοῖσι δ
6063222 Πανυασις
οἱ ποιηταὶ καὶ συγγραφεῖς πλεῖν αὐτὸν ἐν ποτηρίῳ ἐμυθολόγησαν . Πανύασις δ ' ἐν πρώτῳ Ἡρακλείας παρὰ Νηρέως φησὶ τὴν
οὕτως : οἱ κατοικοῦντες Τρεμιλεῖς , ἀπὸ Τρεμίλου , ὡς Πανύασις : Ἔνθα δ ' ἔναιε μέγας Τρέμιλος , καὶ
6021827 βενθεσι
ὕπτια χαλκοῦ δήγματ ' ἐπικρύπτων , γλαυκοῖς δ ' ἐνὶ βένθεσι λίμνης τοῖον ἀναψάμενος σύροι δόλον : ἡ δ '
τείρετο δ ' αἰνῶς ἥρωας κρατερούς , ἀλλ ' ἔδυνε βένθεσι λίμνης μεριδάρπαξ ὄρχαμος μιμούμενος αὐτὸν ἄρηα ὃς μόνος ἐν
6012624 Ἀπεσαντος
ἐβήσετο καὶ ἀπεβήσετο . . . . Ἀπέσας : κλίνεται Ἀπέσαντος : ἔστι δὲ ὄρος τῆς Νεμέας , Ἀφέσας τις
ἐλεφαίρετο φῦλ ' ἀνθρώπων , κοιρανέων Τρητοῖο Νεμείης ἠδ ' Ἀπέσαντος : ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης . Κητὼ
6004358 ἑδος
τίμιον ἕδος ] τὴν ἀκρόπολιν , τίμιον ἕδος . τίμιον ἕδος ἱκόμαν : διὰ τοῦτο λέγονται τὰ τείχη τῆς πόλεως
' αὐτῆς ἄγχι θαλάσσης . τῇς δ ' ἐπὶ Κομμαγεηνὸν ἕδος Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ
5998630 πρυτανιν
ὁρκίαν δὲ αὐτὴν εἶπεν ὡς τῶν ὅρκων ἔφορον καὶ συνθηκῶν πρύτανιν . τὴν θεὸν ἐπικαλεῖται ὡς ἑξῆς ἐπάγει , ὥστε
ἐκείνου καὶ μετ ' ἐκεῖνον βεβαιότητος καὶ ἀληθείας γινόμενον ἡμῖν πρύτανιν καὶ τῶν καλλίστων ἠθῶν πληροῦντα τοὺς σέβειν αὐτὸν μεμαθηκότας
5998401 εὐρειαν
βασιλεῖ παίδεσσί τε μῦθον Ἀχαιῶν . Ἔνθα κάρυκες δι ' εὐρεῖαν πόλιν ὀρνύμενοι Τρώων ἀόλλιζον φάλαγγας δεξίστρατον εἰς ἀγοράν .
] εμου ? μενειμοσους ? ? [ ] σον ? εὐρεῖαν [ ] ? ? ῥάχιν [ ] τον ἀθλητὴν
5990136 νασον
μὲν γὰρ ἐξ οὗ εἰς τυραννουμένην ἧκον πόλιν τε καὶ νᾶσον , ᾔδειν ὅτι κακοδαιμονήσω ταῦτα πάσχων , καθάπερ σύ
ὑπ ' ὠγυγίοις ὄρεσιν . πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν : ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον
5983463 ἐκτελεσας
: αὐτῆι δ ' Ἀμφιτρύων λαοσσόος , ἀγλαὸς ἥρως , ἐκτελέσας μέγα ἔργον ἀφίκετο ὅνδε δόμονδε : οὐδ ' ὅ
μῆκος ] ἤγουν πολύ : τουτέστι πολλοὺς χρόνους ἐκτελευτήσας ] ἐκτελέσας ἐντός ἄψορρον ] ὀπισθορμήτως εἰς φάος ] εἰς τὸ
5966826 βαλλει
: Ἀρριανός : ὁ δὲ ὑποτεμόμενος αὐτὸν ἐν ξυναγκείᾳ τινὶ βάλλει κατὰ νώτου τὸν ἄνθρωπον . . . . ὀκνεῖν
αὐτῷ ἀναφύονται πολλοὶ ἄνδρες ὡπλισμένοι . ὁ δὲ Κάδμος δείσας βάλλει αὐτοὺς λίθοισιν . οἱ δὲ δοκέοντες ὑφ ' ἑαυτῶν
5963934 Ἐνθεν
κάτοικοι . πόντου : πελάγους . Τυρσηνοῖο : Τυρσηνικοῦ . Ἔνθεν : ἀπὸ τούτου τοῦ πόντου , ἐκ τούτου .
, γενέσθαι ἀμπώτιδα καὶ ῥαχίαν . περὶ τούτων Ὅμηρος : Ἔνθεν μὲν Σκύλλη , ἑτέρωθι δὲ δῖα Χάρυβδις . ἀντίθετον
5961953 ἐναλιαν
Ἐρέτριαν , ὄντ ' Ἀθηναῖον γένει , τὴν δ ' ἐναλίαν Κήρινθον ὡσαύτως Κόθον , Δρύοπας δὲ τὴν Κάρυστον ὠνομασμένην
[ ] τε ναυστολοῦσι χρημάτων χάριν ἀστροσκοποῦντες [ ] [ ἐναλίαν ] τρικυμίαν [ ] θύραθεν [ οὐ ] θέλοιμ
5961553 θυελλας
χειμεριναὶ καταιγίδες καὶ πνοαί . ὅθεν Ὅμηρος ἐν συνωνυμίᾳ τίθησι θυέλλας τε καὶ ἁρπυίας ἀντὶ τοῦ καταιγιδώδεις πνοάς , ἀπὸ
καὶ περιελιγμούς : λέγει δὲ τὰς νεφέλας . πρημαινούσας τε θυέλλας ] ⌈ πεφυσσημένας [ πεφυσημένας ] καὶ μαινομένας πνοάς
5958914 οἰδμα
! ! ! ! ! ! ] ως ? ? οἶδμα ? ? πολυπλάγκτοιο θαλάσσης [ ] [ ! !
νησιάζεται γὰρ , ὡς καὶ ἑξῆς [ ] : Τύριον οἶδμα λιποῦς ' ἔβαν ἀκροθίνια Λοξίᾳ Φοινίσσας ἀπὸ νάσου :
5950853 αἰπεινα
ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτή , Νυμφάων , αἳ ἔχους ' ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα καὶ πηγὰς ποταμῶν καὶ πίσεα ποιήεντα : ἦ
τε θοοὺς ὀρύγων τε γένεθλα ἠδ ' αὐτῶν ἐλάφων στικτῶν αἰπεινὰ κάρηνα . ἱππαλέην δ ' ἄγρην ὁ φαεσφόρος εὕρετο
5949939 κολωνης
. τοῦτον , φασίν , ἐποίησεν Ἄρτεμις ἀναδοθῆναι ἐκ τῆς κολώνης τῆς Χίου νήσου , καὶ τὸν Ὠρίωνα πλῆξαι ,
' ὑπέδεκτο βαρὺν καμέεσθαι ἄεθλον , δρυμὸν ἀναρρήξας λασίης καθύπερθε κολώνης , αὔτανδρον φλέξειν δόρυ νήιον , ὄφρ ' ἀλεγεινήν
5949672 προλιπων
μεγάλου Ζηνός , ἀνάσσων Κρήτης ἑκατομπτολιέθρου : ἥκω ζαθέους ναοὺς προλιπών , οὓς αὐθιγενὴς στεγανοὺς παρέχει τμηθεῖσα δοκοὺς Χαλύβωι πελέκει
καὶ Εὐριπίδης ἐν Κρησί φησιν : | ἥκω ζαθέους ναοὺς προλιπών , οὓς αὐθιγενὴς στεγανοὺς παρέχει Χαλύβῳ πελέκει τμηθεῖσα δοκοὺς
5930310 ἐκαλεσσε
αὐτοκασίγνητος Ἑκάβης , υἱὸς δὲ Δύμαντος . μάτρωος δ ' ἐκάλεσσέ μιν : ὁ Λοκρὸς τὸν Ὀποῦντα . ἦν δὲ
καὶ Διὸς , ἐπίκλησιν δὲ Λοκροῦ . μάτρωος δ ' ἐκάλεσσέ μιν ἰσώνυμον ἔμμεν : ἡσθεὶς οὖν ἐκάλεσεν αὐτὸν τοῦ
5913157 ἀνεηκε
πικρὸν ἀπὸ μεταφοφᾶς τῆς πεύκης : πικρὰ γὰρ αὕτη . ἀνέηκε : ἀναβλῦσαι ἐποίησεν , ἀνέδωκεν , ἀνέπεμψεν . ἐξέστεψε
γε φανήμεναι ὅττι θέλοιμι . σὸς δὲ πόθος μ ' ἀνέηκε τόσην ἅλα μετρήσασθαι ταύρῳ ἐειδόμενον . Κρήτη δέ σε
5903745 κορυφαν
. . Σοφία δὲ Κλέπτει παράγοισα μύθους . Ἀέθλων τε κορυφὰν ] Ἤγουν τὸν ἀκρότατον τῶν ἀγώνων , τὸν ἐν
, ὅτι ἀξιοπρεπέστερος τῶν τοῦ πλούτου χρημάτων ὁ χρυσός . κορυφὰν οὖν τὸ κεφάλαιον καὶ ἄκρον ἀκουστέον . ἐξ Ὁμήρου
5902138 ἀκρωρειαν
ἀτρέστου θεράποντι φέρων χάριν Ἡρακλῆος : νῶϊ δὲ ποιήεσσαν ἐς ἀκρώρειαν ἰοῦσι τρηχεῖαν μάλα μῦθοι ἀταρπιτὸν ἐπρήϋναν . Λίθος κρύσταλλος
βασιλῆες ὀνειροπόλον διὰ πύστιν , κνημὸν ἐπὶ ζάθεον καὶ Δίνδυμον ἀκρώρειαν , ὄφρα κε μειλίξαιντ ' εὐοινίστοις ἐπὶ λοιβαῖς Ῥείην
5901953 ἐπεβα
ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις . ἐπέβα δέ , Θεαῖε , ματρώων πολύγˈνωτον γένος ὑμετέρων εὐάγων
ἀλλ ' ἁ Κοιογενὴς ὁπότ ' ὠδίνεσσι θυίοις ' ἀγχιτόκοις ἐπέβα νιν , δὴ τότε τέσσαρες ὀρθαί πρέμνων ἀπώρουσαν χθονίων
5901800 προχοαις
δεύτερον , ἢ περὶ Ποσειδῶνος γαμοῦντος τὴν Τυρὼ ἐν ταῖς προχοαῖς Ἐνιπέως , [ ποταμὸς δὲ Θετταλίας ὁ Ἐνιπεύς ,
ὡς εὐτελῆ καὶ ἀνάξια παιδευτικῆς Μούσης : μὴ οὐρεῖν ἐν προχοαῖς ποταμῶν ἐπὶ κρηνῶν μηδ ' ἀποπατεῖντοῦτο γὰρ τὸ ἀποψύχεινἴσως
5883573 μεταϊξας
πολλὰ δὲ μερμήριζε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν , ἠὲ μεταΐξας θάνατον τεύξειεν ἑκάστῃ , ἦ ἔτ ' ἐῷ μνηστῆρσιν
προθυμία , περιφραστικῶς ἡ μύραινα . Χηλῇσι : ὄνυξιν . μεταΐξας : ὁρμήσας . ἐπαΐξας : ἐπιστραφείς . δολιχῇσι :
5876463 τυκτην
ἂν περὶ σάρκες ἀκάνθης μελδόμεναι θρύπτωνται : ἔπειτα δὲ λάζεο τυκτήν εὐεργῆ λάκτιν , τὰ δὲ μυρία πάντα ταράσσειν συμφύρδην
φονῆα : ἀλλὰ Ζεὺς ἐπάμυνε , χερῶν δέ οἱ ἔκβαλε τυκτήν μάρμαρον , αὐτὸν δὲ φλογέῳ συνέφλεξε κεραυνῷ . Οὕτω
5874955 Θυμβρις
ἐστι Λατίνων , γαῖαν ναιετάοντες ἐπήρατον , ἧς διὰ μέσσης Θύμβρις ἑλισσόμενος καθαρὸν ῥόον εἰς ἅλα βάλλει , Θύμβρις ἐϋρρείτης
ἅλα βάλλει , Θύμβρις ἐϋρρείτης , ποταμῶν βασιλεύτατος ἄλλων , Θύμβρις , ὃς ἱμερτὴν ἀποτέμνεται ἄνδιχα Ῥώμην , Ῥώμην τιμήεσσαν
5874153 Ἀλφεου
θάλλει δ ' ἀρεταῖσιν σόν τε , Κασταλία , πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθˈρον : ὅθεν στεφάνων ἄωτοι κλυτάν Λοκˈρῶν ἐπαείροντι
νεὼ καταγώγιον ἐποίησε καὶ δειπνητήριον τῶν ξένων . τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ : πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσεν ὡς ἐγχωρίῳ θεῷ :
5872479 ἀνασσων
θαλίαις καὶ κώμοις ἡδέσιν ὀνομαστὴν ἀποδεικνύειν . Λύκιε καὶ Δάλοιο ἀνάσσων : ὦ Λύκιε Ἄπολλον καὶ τῆς Δήλου βασιλεύων καὶ
Ἄρης ἀνθεῖ νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν . ὕπατ ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας , ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα , Ζεῦ
5870265 ὁδευων
ἀεὶ δεῖ τὰ ὅμοια . ὁ μὲν γὰρ πελαγίζων ἢ ὁδεύων διὰ χώρας πεδιάδος κοιναῖς τισι φαντασίαις ἄγεται , καθ
εἰ μὴ Μάμερκος , ἕτερος Ῥωμαίων στρατηγός , ἐπὶ Σαυνίτας ὁδεύων ἔμαθε τὸ βούλευμα τῶν φυλάκων καὶ ἐπικρύψας τοὺς μὲν
5864590 Ἀμφιτριτην
ὑετῶν : διὸ καὶ τὴν τοιαύτην γλυκερὰν τοῦ ὕδατος φύσιν Ἀμφιτρίτην ἐκάλεσεν ἀμφοτερότητά τινα οὖσαν , ἐπεὶ , ὡς εἴπομεν
: [ ] σεισίχθονα ποντομέδοντα : [ ] ! ἤπιον Ἀμφιτρίτην : [ ] ! αρντ ! ! [ !
5863325 Ἀχεροντος
ἔστιν ἐν ἀπονίᾳ καὶ ἀλυπίᾳ πάσῃ . Γοργύραν δὲ τοῦ Ἀχέροντος γυναῖκα προσανέπλασαν , ἀπὸ τοῦ γοργὰ φαίνεσθαι τοῖς πολλοῖς
κόραν Πριάμου Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρευ ' Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ ' εὔσκιον νηλὴς γυνά . πότερόν νιν
5862314 Σκαμανδρος
τοῖς ἀνθρώποις ὄνομα : καὶ τὸν ποταμὸν εἰπὼν ὅτι οὐ Σκάμανδρος ἀλλὰ Ξάνθος ὀνομάζοιτο παρ ' αὐτοῖς , οὕτως ἤδη
κυδρός . καὶ Ὅμηρος : ἧχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος . οἱ δὲ περὶ τὸν Εὔρυτον , Ἀντιανείρας τῆς
5862102 κελαδοντος
χορείαις , δεῦτε , θεμιστοπόλοιο νοήματα μηλοβοτῆρος εἴπατέ μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον
ἡσυχίην ἀγέμεν , καὶ λώιον εἴη . μὴ μὲν δὴ κελάδοντος ἀπ ' Ὠκεανοῖο φέροιτο Ἀστραίη κούρη σταχυηφόρος : ἦ
5858787 λιπαρην
κεῖθεν , ὀνοσσάμενοι πολιήτιδας , αὖθι δ ' ἕαδεν ναίοντας λιπαρὴν ἄροσιν Λήμνοιο ταμέσθαι ; οὐ μάλ ' ἐυκλειεῖς γε
. ἐπ ' αὐτῷ δ ' ὄμματα κούρη λοξὰ παρὰ λιπαρὴν σχομένη θηεῖτο καλύπτρην , κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα , νόος
5847253 Τριτωνιδος
μέμνηται καὶ Ἀλέξανδρος ἐν τῷ αʹ τῶν Κορίννης ὑπομνημάτων . Τριτωνίδος : γράφεται Ἰτωνίδος . πολιῇ δ ' ἐπὶ κύματος
' ἐρατὴν περί θ ' ἱερὸν Ἀπόλλωνος νηόν τε ζάθεον Τριτωνίδος ἀμφί τε βωμὸν Ἑρκείου : θάλαμοι δὲ κατεπρήθοντ '
5840554 κικλησκω
ξὺν αἷς Λύκι ' ὄρεα διᾴσσει : τὸν χρυσομίτραν τε κικλήσκω , τᾶσδ ' ἐπώνυμον γᾶς , οἰνῶπα Βάκχον εὔιον
λαμπρὸν ἄγων φάος ἁγνόν , ἀφ ' οὗ σε Φάνητα κικλήσκω ἠδὲ Πρίηπον ἄνακτα καὶ Ἀνταύγην ἑλίκωπον . ἀλλά ,
5819682 ὀφˈρα
φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος , ὄφˈρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ
τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων , ὄφˈρα θαλασσίαις ἀνέμων ῥιπαῖσι πεμφθείς ὑπὸ Τροΐαν δορίκτυπον ἀλαλὰν Λυκίων
5819535 τιμασαις
ἢ τοῦ νεὼ καταγώγιον ἐποίησε καὶ δειπνητήριον τῶν ξένων . τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ : πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσεν ὡς ἐγχωρίῳ
διέκˈρινε , τὸ δὲ κύκˈλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν , τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ ' ἀνάκτων θεῶν : καὶ
5818874 Ἀθαμαντιδος
στρατὸς εἰς ἀντίπορον γείτονα χώραν , λινοδέσμῳ σχεδίᾳ πορθμὸν ἀμείψας Ἀθαμαντίδος Ἕλλας , πολύγομφον ὅδισμα ζυγὸν ἀμφιβαλὼν αὐχένι πόντου .
Εὐρώπην . . λινοδέσμῳ σχεδίᾳ ] στολῇ νηῶν . . Ἀθαμαντίδος Ἕλλης ] Ἀθάμας ἔσχε γυναῖκα ἐξ ἧς τὴν Ἕλλην
5818377 κλετας
. ἡ δὲ σύνταξις οὕτως : λιπὼν δὲ Ληθαιῶνος ὑψηλὸν κλέτας ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ τόδε καὶ τόδε ὅπου ὁ Ζεὺς
κατ ' Αὐσονῖτιν ἕλκονται χθόνα , λιπὼν δὲ Ληθαιῶνος ὑψηλὸν κλέτας λίμνην τ ' Ἄορνον ἀμφιτορνωτὴν βρόχῳ καὶ χεῦμα Κωκυτοῖο
5816305 αἰολον
ἔνεστι νόος . εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς ἔπος αἰόλον ἀνδρός , εἰς ἔργον δ ' οὐδὲν γινόμενον βλέπετε
καὶ τὸν ποικίλον : Τρῶες δ ' ἐρρίγησαν ὡς ἴδον αἰόλον ὄφιν : καὶ τὸν εὐκίνητον , οἷον : κορυθαίολος
5810247 χειμεριην
πολύθηρον . τὴν δὲ πρόσω ἔτι ἐπ ' ἄρκτον ἰόντων χειμερίην τε καὶ νιφετώδεα * * * , ὥστε πρέσβεις
κρυμώδεας ὄχθας τέμνοις κρυστάλλου καθαρὸν λίθον , οἷά τε πάχνην χειμερίην : δήεις δὲ καὶ ὑδατόεσσαν ἴασπιν . Ἶρις δ
5808362 Βηρυτου
Φοινίκην μέτιμεν . ταύτης δὲ τὰ μὲν ἀπὸ Ὀρθωσίας μέχρι Βηρυτοῦ λόγου τετύχηκε . μετὰ δὲ Βηρυτὸν ἔστι Σιδὼν ὅσον
καὶ δόξης ἐραστὴν καὶ λόγων . ἦν μὲν γὰρ ἐκ Βηρυτοῦ πόλεως , καὶ Ἀνατόλιος ἐκαλεῖτο : οἱ δὲ βασκαίνοντες
5807744 θαλερην
ὠκείης ἐπὶ νηὸς ἄγων ἑλικώπιδα κούρην Αἰσονίδης , καί μιν θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν . καί ῥ ' ἥ γε
περιαλγέι ποίας δρέψασθαι νεοκμῆταςὃ γὰρ προφερέστατον ἄλλων χώρῳ ἵνα κνῶπες θαλερὴν βόσκονται ἀν ' ὕλην . πρώτην μὲν Χείρωνος ἐπαλθέα
5806619 εἰναλιου
Θυτήριον ἀρχαίη Νύξ , ἀνθρώπων κλαίουσα πόνον , χειμῶνος ἔθηκεν εἰναλίου μέγα σῆμα : κεδαιόμεναι γὰρ ἐκείνῃ νῆες ἀπὸ φρενός
δέ φησιν οὕτως εἰν Ἀρίμοις ὅθι φασὶ Τυφωέος ἔμμεναι εὐνάς εἰναλίου πέμπελος : ἡ γραῦς , παρὰ τὸ εἶναι πλησίον
5806183 γενετωρ
ποταμῶν οὔτ ' αἰθέρος ὄμβριον ὕδωρ , ἀλλὰ μέγας πόντος γενέτωρ νεφέων ἀνέμων τε καὶ ποταμῶν . . . .
μεγίστη καὶ Διὸς αἰθήρ , ὁ μὲν ἀνθρώπων καὶ θεῶν γενέτωρ , ἡ δ ' ὑγροβόλους σταγόνας νοτίας παραδεξαμένη τίκτει
5805443 ζευξας
δὲ θηλείας ἔτι ἀφεστώσης οὐκ ἔχων ἐπιλαβέσθαι κεῖται καὶ δουλεύει ζεύξας τὸ ὕδωρ , καὶ ἔστι τοῖς διαβαίνουσιν ἀσφαλὴς ὑπὸ
: Χαιρέας δὲ ἔσπευδεν , ἕτοιμος ὢν διὰ τὸν ἔρωτα ζεύξας σχεδίαν εἰς τὸ πέλαγος ἑαυτὸν ἀφεῖναι τοῖς ἀνέμοις φέρεσθαι
5804915 πλακα
ἡμᾶς τῶν Ἰώνων κερσάμενος καὶ τεμὼν καὶ ἀφανίσας τὴν νυχίαν πλάκα καὶ τὴν δυσδαίμονα ἀκτήν , ἤγουν τὸ ναυτικὸν τῶν
] τοῦτ ' ἔστι νικηφόρος . κερσάμενος ] ἀποκείρας στυγνὴν πλάκα κατὰ τὴν δυσδαίμονα ἀκτὴν , τοῦτ ' ἔστι κατὰ
5804156 Νηρεϊδων
, Σεμέλη μὲν τῶν Ὀλυμπίων θεῶν σύνοικε , Ἰνὼ δὲ Νηρεΐδων , παραγίνεσθε σὺν τῇ μητρὶ τοῦ ἀριστογόνου Ἡρακλέους ,
ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμάν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ἔγαμεν ὑψιθρόνων μίαν Νηρεΐδων . εἶδεν δ ' εὔκυκˈλον ἕδραν , τὰν οὐρανοῦ
5803998 πτεροισι
φθίμενος ἀλαίνεις ἄθαπτος ἄνυδρος , ἐμὲ δὲ πόντιον σκάφος ἀίσσον πτεροῖσι πορεύσει ἱππόβοτον Ἄργος , ἵνα τε τείχη λάϊνα Κυκλώπι
καὶ πόλεις ἐλθεῖν , ἀλλὰ κατ ' αἰθέρ ' αἰεὶ πτεροῖσι φορείσθω . εἰ δὲ θεοῖς ἦν ξύνεσις καὶ σοφία
5803813 ζειδωρον
δ ' ἐκ ποταμοῖο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη , κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν . ὀχθήσας δ ' ἄρα εἶπε πρὸς ὃν
αὐτὴν θεασάμενος , καὶ τὸ Ὁμηρικὸν ἐπιφωνήσεις “ κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν ” , “ χαίρων ᾗ γαίῃ πατρῴῃ ”
5798885 λαγετας
ἕλεν . ἃ τέκε λαγέτας ἓξ : ἥτις Ἱπποδάμεια . λαγέτας , ἡγεμόνας . τῶν λαῶν ἡγουμένους . λέγει δὲ
ἕλεν δ ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον : ἔτεκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς . νῦν δ ' ἐν
5797056 πρωνας
οἰκῶν . Κίλικας : ὄνομα . Πάγους : λίθους . πρῶνας : τόπους ὑψηλούς . Ἀμανοῦ : ὄνομα ὄρους Ἀντιοχείας
ἱερείας σκύλαξ πρῶτος κελαινῷ βωμὸν αἱμάξῃ βρότῳ . Ἄλλοι δὲ πρῶνας δυσβάτους Τυλησίους Λίνου θ ' ἁλισμήκτοιο δειραίαν ἄκραν ,
5788216 ἠλασε
σὺν Ἔρωτι ? : [ τεὴν ] Πόθος ? ? ἤλασε μορφήν . Κάλλινον ? ? ? εὐπατέρεια τεὸν ?
ἐξαιρέθησαν . Λύκιοι δέ , ὡς ἐς τὸ Ξάνθιον πεδίον ἤλασε ὁ Ἅρπαγος τὸν στρατόν , ἐπεξιόντες καὶ μαχόμενοι ὀλίγοι
5786372 Ἀφˈροδιτας
τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος . Ὥρα πότˈνια , κάρυξ Ἀφˈροδίτας ἀμβροσιᾶν φιλοτάτων , ἅ τε παρθενηΐοις παίδων τ '
σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν , τὰν ποντίαν ὑμνέων , παῖδ ' Ἀφˈροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν , Ῥόδον , εὐθυμάχαν ὄφρα πελώριον
5783713 ἐπειρησαντο
τῶ καὶ πασάων προφερεστάτη ἔπλετο νηῶν ὅσσαι ὑπ ' εἰρεσίῃσιν ἐπειρήσαντο θαλάσσης . Φλείας δ ' αὖτ ' ἐπὶ τοῖσιν
. ἀγρόμεναι δ ' ἑκάτερθεν ἐπὶ προθύροισιν ἐρύκειν Ἑρμιόνην στενάχουσαν ἐπειρήσαντο γυναῖκες : τέκνον ὀδυρομένη , γόον εὔνασον . ᾤχετο
5781741 ὁστε
οὕτως , ὡς Ἀντίμαχος πρώτῳ Θηβαΐδος οὕνεκά οἱ Κρονίδης , ὅστε [ ] μέγα πᾶσιν ἀνάσσει , ἄντρον ἐνὶ σκηνῇ
Ῥαδαμάνθυος αὐτοῦ , πλείονα δ ' εἰδείης Σισύφου Αἰολίδεω , ὅστε καὶ ἐξ Ἀίδεω πολυϊδρίηισιν ἀνῆλθεν πείσας Περσεφόνην αἱμυλίοισι λόγοις
5780281 θοαις
μόνον νιν ἐλλελειμμένον , ὀξὺν δι ' ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς πώλοις διώκει , κἀξισώσαντε ζυγὰ ἠλαυνέτην , τότ '
ἀπαστράπτουσιν ὀπωπαί . οὐρὴ δ ' αὖτ ' ἐλαχεῖα , θοαῖς ἅτε δορκαλίδεσσιν , ἄκραισιν μετόπισθε μελαινομένῃσιν ἐθείραις . Ναὶ
5780225 ἀντρον
. Ἔνιφεν ὁ Ζεύς : αἰπόλος δέ τις φεύγων εἰς ἄντρον εἰσήλαυνε τῶν ἀοικήτων τὰς αἶγας ἁδρῇ χιόνι λευκανθιζούσας .
ἀλλὰ καὶ τὴν εὐωδίαν προσηνεστάτην . εἰς τοῦτο οὖν τὸ ἄντρον τὸν Ἄμμωνα παραγενόμενον παραθέσθαι τὸν παῖδα καὶ παραδοῦναι τρέφειν
5778104 ῥαισει
ἣν ἐς βαθεῖαν λαιμίσας ποιμανδρίαν στεφηφόρον βοῦν δεινὸς ἄρταμος δράκων ῥαίσει τριπάτρῳ φασγάνῳ Κανδάονος , λύκοις τὸ πρωτόσφακτον ὅρκιον σχάσας
θυσίας , ἥν τινα Ἴφιδα καὶ Ἰφιγένειαν τὴν στεφηφόρον βοῦν ῥαίσει καὶ φθείρῃ ἐν τῷ τριπάτρῳ φασγάνῳ τοῦ Κανδάονος καὶ
5778082 χηρωσε
καὶ οὕτως εἴρηκεν ὁ ποιητής ” Ἰλίου ἐξαλάπαξε πόλιν , χήρωσε δ ' „ ἀγυιάς . „ ἡ γὰρ χηρεία
οἴῃς σὺν νηυσὶ καὶ ἀνδράσι παυροτέροισιν Ἰλίου ἐξαλάπαξε πόλιν , χήρωσε δ ' ἀγυιάς . Οὔκουν , εἶπεν , οὐδὲ
5777973 Μαιανδρος
, ἑαυτὸν ἔβαλεν εἰς ποταμὸν , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Μαίανδρος προσωνομάσθη . Γεννᾶται δ ' ἐν αὐτῷ λίθος κατ
Μεγασθένης οὐδένα εἶναι τοῦ Μαιάνδρου ἀποδέοντα , ἵναπερ ναυσίπορος ὁ Μαίανδρος . εἶναι ὦν τὸ εὖρος τῷ Γάγγῃ , ἔνθαπερ
5772828 πεδον
στεφάνοισι κάρη παρὰ δαῖτα πυκάζου παντοδαποῖς , οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεράπευε
ΜΥΚΑΙ . Ἀριστίας : μύκαισι δ ' ὠρέχθει τὸ λάινον πέδον . Πολίοχος : μεμαγμένην μικρὰν μελαγχρῆ μᾶζαν ἠχυρωμένην ἑκάτερος
5766548 ἀνασσε
μέγ ' ἐξήρω ] κλέος ? [ ] . κείνης ἄνασσε καὶ ? ? τυραννίην ? [ ] ? ἔχε
, ὡς οὔ τις μέμνηται Ὀδυσσῆος θείοιο λαῶν , οἷσιν ἄνασσε , πατὴρ δ ' ὣς ἤπιος ἦεν . ἀλλ
5762630 ἀοιδαις
λήγετε Μοῖσαι , ἀθανάτων τὸν ἄριστον , ἐπὴν † ἀείδωμεν ἀοιδαῖς : ἀνδρῶν δ ' αὖ Πτολεμαῖος ἐνὶ πρώτοισι λεγέσθω
σοφοί ἅρμοσαν , γινώσκομεν : ἁ δ ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει : παύροις δὲ πράξασθ ' εὐμαρές .
5752227 χρυσηλατον
' Αἴτνας πάγον Πιερίαν ? [ ] ? τε πέτραν χρυσήλατον ἐν θαλάμοις ἔχοιτε πασάμενοι πατρώιοις ? [ ] ,
Αἴτνας [ ] πάγον Παρίαν [ - ] τε πέτραν χρυσήλατον ἐν θαλάμοις ἔχοιτε πασάμενοι [ - ] πατρίοις [
5750924 ἀμειψας
θυείην [ ] ! σθε δὲ βασκαντῆρες [ ] ρυόεσσαν ἀμείψας [ ] δρωμῶσι χίμαιραι [ μηκάδες ] οὐ πατέουσιν
τοῦ βασιλέως Ξέρξου στρατὸς , ὁ τὰς πόλεις πορθῶν , ἀμείψας καὶ ἀλλάξας τὸν πορθμὸν τῆς θυγατρὸς τοῦ Ἀθάμαντος Ἕλλης
5742780 ποντιε
ὁ Ποσειδῶν τῶν πρεσβυτέρων ἐστὶ θεῶν , Ποντοπόσειδον ἢ ὦ πόντιε Πόσειδον ἢ μεταφορικῶς ἀπὸ τοῦ πόντου , ἀντὶ τοῦ
πολυώνυμε θηροφόνη , Λατοῦς χρυσώπιδος ἔρνος , σύ τε , πόντιε σεμνὲ Πόσειδον ἁλιμέδον , προλιπὼν μυχὸν ἰχθυόεντα οἰστροδόνητον ,
5740109 πλαγκτον
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
Περιστροφάδην : συστρεπτικῶς , διατρεπτικῶς . πλεκτόν : εἰς . πλαγκτόν : εἰς τὸν πεπλανημένον . εἱλίσσοιτο : συστρέφοιτο .
5739120 Ἐνθα
ποτ ' ἐνὶ Κνωσσῷ εὐρείῃ Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ . Ἔνθα μὲν ἠίθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι Ὠρχεῦντ ' ἀλλήλων ἐπὶ
ἄρ ' ἀνθίσταντο , νεῶν δ ' ὑπόεικον ἀνάγκῃ . Ἔνθα δ ' ἀνὴρ ἕλεν ἄνδρα κεδασθείσης ὑσμίνης ἡγεμόνων .
5736772 πεζαν
, . : πεζοφόροις ζώμασιν : Αἰσχύλος Τοξότισιν : ὥσπερ πέζαν ἐχόντων τῶν χιτώνων , τινὲς δὲ ποδήρεσι . ζῶμα
Χαρίτων ἤρανος Ἀντιόπην : ἥ τε πολὺν μύστῃσιν Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων , Ράριον ὀργειῶνι νόμῳ διαποιπνύουσα
5734640 ἀμαρυγματ
] νεων κατενάσσατο γαῖαν ἐραννήν [ [ ] όπην Χαρίτων ἀμαρύγματ ' ἔχουσαν [ [ ] ! ιδαο Κομήτου [
εκω ? ? [ ] νεγεν [ [ Χαρίτων ] ἀμαρύγματ [ ' ἐχουσ [ ] ! ον [ [
5734220 εὐωπιδος
: ἐκίνησε . παρώρμησεν . ἐν δ ' ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος : τῆς δὲ εὐώπιδος σελήνης τὸ ἐρατὸν φάος κατέλαμψε
. ἐν δ ' ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος : τῆς δὲ εὐώπιδος σελήνης τὸ ἐρατὸν φάος κατέλαμψε τὴν ἑσπέραν . ταῦτα
5733830 χρυσο
. . , . ] λιηω ? ! [ ] χρυσο [ ] ! ! αψ ? [ . .
μες ! [ παν ! [ γλάυ [ οιδη [ χρυσο [ . . . . . . ] !
5733288 ἐβαλεν
δ ' ἀνελπίστου πράξεως γενόμενος αὐτόπτης διὰ λύπης ὑπερβολὴν ἑαυτὸν ἔβαλεν εἰς ποταμὸν Μῆδον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Εὐφράτης
ὁρμῆς ἐπὶ Ξάνθον τὸν ποταμὸν ἐνεχθεὶς , ἑαυτὸν εἰς τοῦτον ἔβαλεν , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Σκάμανδρος μετωνομάσθη . Γεννᾶται
5727201 διενηξατο
τὸν ὀφθαλμὸν πληγεὶς , ῥίψας ἑαυτὸν εἰς τὸν ποταμὸν , διενήξατο εἰς τοὺς οἰκείους : ὡς Θεότιμος δευτέρῳ Ἰταλικῶν .
οἱ δὲ κάτω Πελασγίδα Χαονίην † χαλκείῳ δὲ λέβητι μέγαν διενήξατο πόντον ἢ λευκὴν συνόδοντα βόηκάς τε τριγκούς τε ἠβαιῇ
5724835 πολυηρατον
ὃς πολλῶν ἐρατὴν ὤλεσεν ἡλικίην : ἐκ γὰρ δυσμενέων ταχέως πολυήρατον ἄστυ τρύχεται ἐν συνόδοις τοῖς ἀδικέουσι φίλους . ταῦτα
ὄμμα γυναικὸς φρασσάμενοι πρῶτον μὲν ἀποσταδὸν αὐγάζονται , εἶδος ἀγαιόμενοι πολυήρατον , ἄγχι δ ' ἔπειτα ἤλυθον , ἐκ δ
5724116 γυας
ἔτλα , νόσον : διέβα δὲ Φρυγῶν καὶ πρὸς εὐκάρπους γύας σκηπτὸς σταλάσσων Δαναΐδαις φόνον . Φθιώτιδες γυναῖκες , ἱστοροῦντί
οἷον στελεῷ : “ ἀμφὶ πελέκκῳ . ” πεντηκοντόγυον πεντήκοντα γύας ἔχον : γύης δὲ μέτρον γῆς . περιμήκετον περισσῶς
5723505 θρεπτειραν
ἀναθρῴσκουσι θεῶν νημερτέες ὀμφαί , τὴν δὲ δολοφροσύνης , κενεῶν θρέπτειραν ὀνείρων . αὐτὰρ ὁ ποντοπόρων Ἑλένην ἐπὶ σέλματα νηῶν
. Λευκοθέαν καλέω Καδμηίδα , δαίμονα σεμνήν , εὐδύνατον , θρέπτειραν ἐυστεφάνου Διονύσου . κλῦθι , θεά , πόντοιο βαθυστέρνου
5722167 ἀελλοποδων
οὐδὲ κατέκλα . καὶ πάλιν οὐκ ἂν ὀκνήσειεν φάναι ” ἀελλοπόδων δρόμον ἵππων . “ καὶ ἢν οἰκίαν ἐπαινῇ καλὴν
ποιηταὶ περὶ τούτων ἀπεφήναντο : ὁ μὲν γὰρ Πίνδαρός φησιν ἀελλοπόδων μέν τιν ' εὐφραίνουσιν ἵππων τιμαί τε καὶ στέφανοι
5721610 ἀλσος
Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον ἀν ' ἄλσος παίζοντες οἷς μετουσία θεοφιλοῦς ἑορτῆς . Ἐγὼ δὲ σὺν
τε ἀπεδέδεικτο καὶ φυτὰ καὶ νεὼς ἐδέχετο καὶ ταχὺ τὸ ἄλσος ἔθαλλε καὶ ἀραῖς ἰσχυραῖς ἐφρουρεῖτο . καὶ πάντα ἦν
5720030 χρυσεαν
: τῶ καὶ ἐγώ , καίπερ ἀχˈνύμενος θυμόν , αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν . ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες μήτ
ὑπαὶ πιτύων ὔμμι , θεαί , ξόανα . Κεῖσαι δὴ χρυσέαν ὑπὸ παστάδα τὰν Ἀφροδίτας , βότρυ , Διωνύσου πληθόμενος
5719796 Τριτων
ἀνασεσοβημένος τὴν ἐπὶ τῷ μετώπῳ κόμην , Αὐτοβορέας τις ἢ Τρίτων , οἵους ὁ Ζεῦξις ἔγραψεν . οὗτος ὁ τὸ
ὅπλοις ἐκ τῆς τοῦ Διὸς κεφαλῆς ἀναπηδῆσαι τὴν Ἀθηνᾶν . Τρίτων ποταμὸς Λιβύης , ἔστι δὲ καὶ Βοιωτίας . δοκεῖ

Back